Tahar ben Jelloun (1944 - )
Tahar ben Jelloun, Η πρώτη αγάπη είναι η τελευταία, Η προσευχή της ερήμου, Ημέρα σιωπής
στην Ταγγέρη και Το κορίτσι της άμμου.
Tahar ben Jelloun, Η πρώτη αγάπη είναι η τελευταία (μετ. Ντίνα Σιδέρη), Νέα
Σύνορα-Λιβάνης 1995, σελ. 218
Ο
Ταχάρ μπεν Τζελούν, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, γραμμένο σε πρώτο
πρόσωπο, στην επίσημη ιστοσελίδα του, http://www.taharbenjelloun.org/accueil.php
γεννήθηκε στη Φεζ του Μαρόκου το 1944. Σπούδασε κατά βάση σε γαλλικά σχολεία,
και αργότερα φιλοσοφία στη Ραμπάτ. Μετά από τις φοιτητικές διαδηλώσεις του 1966
κλείστηκε σε στρατόπεδο μαζί με άλλους φοιτητές – κάτι σαν τη Μακρόνησο τη
δικιά μας - σαν ένας από τους διοργανωτές των διαδηλώσεων αυτών. Μετά από δυο
χρόνια αφέθηκε ελεύθερος και ξαναγύρισε στο πανεπιστήμιο. Δίδαξε ελάχιστα σε
ένα Γυμνάσιο, και στη συνέχεια πήρε μια υποτροφία για τη Γαλλία, όπου εκπόνησε
διδακτορική διατριβή στην ψυχολογία, την οποία υποστήριξε στο 1975. Το 1970 ο εκδοτικός
οίκος Atalantes (άραγε αυτοί που του έδωσαν το όνομα ήξεραν τι σημαίνει ελληνικά; Πάλι
καλά που δεν του έδωσαν το όνομα Atalantoi), εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο Hommes sous
linceul de silence.
Διευθυντής του οίκου ο Abdellatif
Laâbi, του οποίου παρεμπιπτόντως
γράψαμε μια βιβλιοκριτική για ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο, το Le fou d’ espoir στο blog μας. Το 1972 εκδίδεται η δεύτερη
ποιητική του συλλογή στη Γαλλία, και την επόμενη χρονιά το πρώτο του
μυθιστόρημα. Από τότε έχει εκδώσει πάρα πολλά έργα, κυρίως πεζογραφία, πολλά
από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Η συλλογή διηγημάτων «Η πρώτη
αγάπη είναι η τελευταία» εκδόθηκε το 1995.
Τα
περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής αυτής έχουν ως θέμα τον έρωτα. Επίσης
περιέχουν ιστορίες ιδιαίτερα πρωτότυπες. Ορισμένα έχουν τον εξομολογητικό
χαρακτήρα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης με χαρακτηριστικά εσωτερικού μονόλογου.
Ένα από αυτά είναι και το «Η πρώτη αγάπη είναι η τελευταία», που δίνει και τον
τίτλο στη συλλογή.
Ο Jelloun μπορεί να ζει στο
Παρίσι και να γράφει στα γαλλικά, αλλά κουβαλάει μέσα του την πατρίδα του, το
Μαρόκο. Εκεί τοποθετούνται οι ιστορίες του. Αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα
συγγραφέα που κουβαλάει μέσα του, σαν εμμονή, τον γενέθλιο τόπο του.
Όπως
συμβαίνει με όλους τους τριτοκοσμικούς συγγραφείς, το ανθρωπολογικό στοιχείο,
που παλιά το έλεγαν εξωτισμό, αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της πρόσληψης για μας
τους αναγνώστες μιας άλλης κουλτούρας. Έτσι στα διηγήματα αυτά βλέπουμε την
πολυγαμία, τις γυναικείες μηχανορραφίες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, τις
συνέπειες μιας πολιτισμικής καθυστέρησης. Αλλά βέβαια το ηθογραφικό στοιχείο
είναι το φόντο, μέσα από το οποίο αναδεικνύονται τα προαιώνια προβλήματα της
ανθρώπινης ύπαρξης, η ματαίωση, ο έρωτας, η μοναξιά. «Αγαπάτε τη μοναξιά σας
και τον πόνο που σας προκαλεί, κάντε τον ωραίο αναστεναγμό», παραθέτει ο
συγγραφέας τον Ρίλκε. Στα μικρά αφηγήματα στα «Κορίτσια του Τετουάν» η μοναξιά
θεματοποιείται. «Η τοπογραφία της μοναξιάς» είναι ο τίτλος του πρώτου
αφηγήματος. Στο τρίτο διαβάζουμε: «Το κορίτσι ξεβάφεται, ξαναντύνεται, μαζεύει
τη μοναξιά του στη χούφτα του και πέφτει στο κρεβάτι για να ξαναβρεί τις σκιές»
(σελ. 108). «Ο γάμος είναι μια γιορτή, όπου η μητέρα κλαίει το χωρισμό. Της
παίρνουνε την κόρη. Την εγκαταλείπει για ένα άλλο κρεβάτι, για μια άλλη
μοναξιά» (σελ. 109). Φαίνεται πως η μοναξιά είναι η υπαρξιακή συνθήκη της
μουσουλμάνας. «Ο σύζυγος τρώει, ρεύεται και κοιμάται. Το βράδυ, όταν σχολάει
από τη δουλειά, συναντάει τους φίλους του (που τους είχε εγκαταλείψει κάπως την
περίοδο των αρραβώνων) στο καφενείο, διαβάζει εφημερίδα, κουβεντιάζει αθλητικά,
σχολιάζει την ηθική των άλλων. Γυρίζει σπίτι για φαγητό και συχνά ξαναβγαίνει
για να παίξει χαρτιά ή να πιει καμιά μπίρα με άλλους φίλους. Τη νύχτα, όταν
επιστρέφει στη συζυγική εστία, ξυπνάει τη γυναίκα του και της αδειάζει λίγες
σταγόνες σπέρμα ανάμεσα στα σκέλια. Η γυναίκα ονειρεύεται και γεμίζει το
κρεβάτι της με χρωματιστές εικόνες. Ο έρωτας τελείωσε. Ήταν μόνο για τους
αρραβώνες. Η αγάπη, αυτή η μοναξιά» (σελ. 110). Έτσι τελειώνει αυτό το αφήγημα.
Από
τα διηγήματα που εντυπωσιάζουν είναι το «Τρελός έρωτας» και το «Μιράζ», που
αναφέρονται στους πρίγκιπες του Κόλπου. Στο πρώτο, ο πρίγκιπας απαγάγει μια
κοπέλα που τον περιφρόνησε. Στο δεύτερο, οι στρατιώτες του καθαρίζουν την
παραλία όπου θα κάνει μπάνιο. «Ένα μέρος της ακτής θα είναι καθαρό για μια δυο
μέρες. Ο πρίγκιπας έφτασε κι έδιωξε τους επιφορτισμένους με την ασφάλειά του
στρατιώτες. Αλλά η παραλία έμεινε έρημη. Κανένας δεν τόλμησε να ενοχλήσει έναν
εμίρη κάτω από τον ήλιο» (σελ. 79).
Διαβάζουμε: «Στους άραβες δεν αρέσει να είναι οι κόρες ή οι αδερφές τους
τραγουδίστριες. Γι’ αυτούς είναι ένα επάγγελμα που δεν απέχει πολύ απ’ την
πορνεία» (σελ. 27).
Και
στους Έλληνες. Ξέρω μια περίπτωση.
Και
παρακάτω, στην ίδια σελίδα.
«Μπορεί αυτός, επειδή συναναστρέφεται με Άγγλους, να έχει ξεπεράσει την
αραβική νοοτροπία∙ μπορεί να έγινε ένας πολιτισμένος άντρας, που σέβεται τη
γυναίκα, τα δικαιώματά της, τις επιθυμίες της» (σελ. 27).
Ο
πολιτισμένος άντρας ήταν στην υπηρεσία του πρίγκιπα. Πουλώντας έρωτα στην
κοπέλα την παρέσυρε στον Κόλπο, στο ανάκτορο του πρίγκιπα, από όπου δεν
επρόκειτο να βγει έξω ποτέ πια.
Και
πιο κάτω, πάλι στην ίδια σελίδα:
«Οι
Αράβισσες θα είναι πάντα δύσπιστες και καχύποπτες. Έχουν υποστεί τόσες
βιαιότητες και αδικίες, που έγιναν ανελέητες και σκληρές». Αυτό το αφήνουμε
ασχολίαστο.
Και
μια βραζιλιάνικη ρήση: «Το να κάνεις έρωτα με προφυλαχτικό είναι σαν να τρως
καραμέλα με το χαρτί της» (σελ. 35). Οι βραζιλιάνοι πήραν τη ρήση τοις μετρητοίς,
γι’ αυτό έχουν τόσα πολλά κρούσματα έιτζ.
Και
μια άλλη ρήση από το «Χίλιες και μια νύχτες»: «Εμείς οι γυναίκες ό, τι θέλουμε
το πετυχαίνουμε» (σελ. 44). Αυτό το διαβάζουμε στο «Πονηριές γυναικών». Αυτό το
λέει η όμορφη μελαχρινή. Η ξανθιά φίλη της έχει την περιέργεια να μάθει αν η
«σεξουαλική αντοχή» του άντρα της είναι έμφυτη ή οφείλεται στην ίδια, έτσι την
παρακαλεί να τον ξελογιάσει και να της πει τη σεξουαλική της εμπειρία. Αυτή,
παμπόνηρη, της αντιπροτείνει να τον παντρευτεί. «Στο κάτω κάτω δεν θα είμαι
παρά η τρίτη του γυναίκα. Με το νόμο, έχει δικαίωμα να πάρει τέσσερις» (σελ.
43). Κλείνεται η συμφωνία. Ο νταβραντισμένος αυτός άντρας θα εγκαταλείψει την
πρώτη του γυναίκα και την δεύτερη, την ξανθιά, και θα μείνει με την τρίτη, τη
μελαχρινή, με την οποία θα κάνει πολλά παιδιά.
Αναρωτιέμαι αν το 1995, χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο, δηλαδή terminus ante quem, είχαν κάνει την εμφάνισή τους τα ανέκδοτα με τις ξανθιές.
Σε μια
από τις ιστορίες, μια γυναίκα πέθανε γιατί ο σύζυγος δεν άφηνε το γιατρό να την
εξετάσει. Να της κάνει ένεση στους γλουτούς; «Ποτέ». Όταν αυτή πέθανε,
απελπισμένος, κατάλαβε το λάθος του.
Μου
θύμισε μια ανάλογη ιστορία από την «Οικογένεια» του Ba Jin, κορυφαίου κινέζου πεζογράφου. Η γυναίκα πέθανε γιατί δεν εμπιστεύτηκαν
τη δυτική ιατρική και εφάρμοσαν μόνο την κινέζικη, εντελώς αναποτελεσματική
στην περίπτωσή της.
Διαβάζουμε: «Της υπέδειξε έναν φκιχ, που είχε τη φήμη ότι ήξερε πώς να
σταματά τους συζύγους να εξακολουθούν να παίρνουν τις γυναίκες τους μόνο από
πίσω» (σελ. 95).
Κυκλοφορεί ως ανέκδοτο στο Μαρόκο. Εκεί οι άντρες λένε από καιρό σε
καιρό στη γυναίκα τους «γύρισε». Για να το κάνουν από πίσω, για αλλαγή. Μόνο
στο Μαρακές το «γύρισε» σημαίνει να το κάνουν από μπροστά, όταν θέλουν να
κάνουν παιδί.
Το
διάβασα νομίζω στο «Η ζωή μου με τον Μπιν Λάντεν» της Κάρμεν Μπιν Λάντεν, που
παρουσίασα στο blog μου πριν κάμποσους μήνες. Η αυστηρότητα στα σεξουαλικά ήθη στον
μουσουλμανικό κόσμο οδηγεί αναπόφευκτα τους νέους στην ομοφυλοφιλία. Όταν
παντρευτούν, η συνήθεια μένει.
Και
άλλο ανθρωπολογικό:
«Τα
καφενεία; Είναι για τους άνδρες, κι αν δεις καμιά γυναίκα, θα είναι ξένη ή
πόρνη. Ακόμα και τα τζαμιά είναι για τους άντρες. Οι γυναίκες μπορούν να πάνε,
αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να προσευχηθούν (να προσκυνήσουν) μπροστά στους
άντρες. Φαντάζεστε τι σκάνδαλο θα προκαλούσε μια τέτοια στάση; Μια γυναίκα στα
γόνατα θα προκαλούσε τον πόθο των αντρών που προσεύχονται!» (σελ. 110). Κι αυτό
το αφήνουμε ασχολίαστο.
Το επόμενο όμως θα το σχολιάσουμε.
Βρίσκεται στην πρώτη σελίδα.
«Άλλοι
λένε ότι ανήκει σε ένα Έλληνα εφοπλιστή, που, μη αντέχοντας πια τη Μεσόγειο,
διάλεξε αυτό το μέρος για να περάσει τις τελευταίες μέρες του και, κυρίως, για
να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη της χώρας του».
Για
φαντάσου! Ήδη από το 1995 μας είχανε πάρει χαμπάρι.
Επικεντρωθήκαμε στα ανθρωπολογικά, όμως, κλείνοντας, θα πρέπει να
τονίσουμε το πόσο ενδιαφέρουσες είναι οι ιστορίες που μας λέει ο Ταχάλ Μπεν
Τζελούν, και πόσο ταλαντούχος είναι στην αφήγησή τους.
Ταχάρ μπεν Ζελούν, Η προσευχή της ερήμου (μετ.
Γιώτα Ιωαννίδου), Αστάρτη 1985
Πριν
τέσσερα χρόνια παρουσιάσαμε ένα άλλο βιβλίο του μαροκινού συγγραφέα Tahar Ben Jelloun, μια συλλογή με διηγήματα με τίτλο «Η πρώτη αγάπη
είναι η τελευταία». Στην ανάρτηση που κάναμε παραθέτουμε ένα αρκετά εκτενές
βιογραφικό του. Σειρά έχει σήμερα «Η προσευχή της Ερήμου».
Το
έργο αυτό, με πρωτότυπο τίτλο La
prière de l’ absent, εκδομένο το 1981, είναι
από τα πρώτα του μπεν Ζελούν. Αναφέρεται στην οδύσσεια τριών προσώπων. «Ποιοι
είν’ αυτοί; Είναι μια τέως πουτάνα, η Γιάμνα, ένας τέως διανοούμενος κι ένας
τέως άνθρωπος που θέλει να τον αντιμετωπίζουν σαν σκύλο, και που σκύλου όνομα
έχει πάρει: ο Μπόμπυ. Είναι μαζί τους κι ένα μωρό, που γεννήθηκε μυστηριωδώς
στο νεκροταφείο της Φεζ, και που οι τρεις τους έχουν αναλάβει να οδηγήσουν στο
Νότο, στην έρημο, εκεί που έδρασε κάποτε ένας εθνικός ήρωας, ο σεΐχης Μα –αλ-Αϊναΐν, ένα είδος μαροκινού
Μακρυγιάννη», γράφει ο Βασίλης Αλεξάκης στον πρόλογο. Και συνεχίζει: «Στην αρχή
της ιστορίας ζουν και οι τρεις γύρω απ’ αυτό το νεκροταφείο. Δεν είναι απλώς
άνθρωποι του περιθωρίου, είναι άνθρωποι ξοφλημένοι, ποδοπατημένοι απ’ την
κοινωνία της Φεζ, σκιές του εαυτού τους, άνθρωποι χωρίς μνήμη, χωρίς
ταυτότητα».
Στην
πορεία της ιστορίας θα συναντήσουμε και άλλους τέτοιους περιθωριακούς. Μια απ’
αυτούς είναι και η Αργανία, μια ταλαιπωρημένη κοπέλα που το είχε σκάσει από το
σπίτι των αφεντικών της όπου δούλευε σαν δούλα. Η αστυνομία που την αναζητεί
δεν θα αργήσει να τη εντοπίσει και θα την πάρει πίσω.
Είχα
γράψει παλιά για την «παριομανία» που χαρακτήριζε και κάποιους έλληνες
συγγραφείς, την ίδια εποχή που ο μπεν Ζελούν γράφει για τους δικούς του παρίες.
Όμως η Γιασμίνα Χαντρά, ο αλγερινός συγγραφέας που γράφει με γυναικείο
ψευδώνυμο επίσης στα γαλλικά, θα καταπιαστεί με τους δικούς του παρίες μόλις σε
ένα από τα τελευταία του μυθιστορήματα, το «Ο Όλυμπος των αποκλήρων». (Κοίτα
να δεις, ψάχνοντας στο διαδίκτυο μήπως εντοπίσω δικό μου κείμενο όπου έχω
γράψει για την παριομανία, δικό μου νεολογισμό, βρήκα ότι υπάρχει o όρος pariomania που κολλάει
μια χαρά στους ήρωές μας. Ονομάζεται λέει και δρομομανία, νομαδισμός ή νεύρωση της
περιπλάνησης, και «εκδηλώνεται είτε σαν μια βασική ανάγκη να ξεφύγεις από τη
συνηθισμένη σου κατοικία ή σαν ανεξέλεγκτη τάση να περιπλανιέσαι από μέρος σε
μέρος»).
Το
μυθιστόρημα έχει μια γλώσσα κατά τόπους ιδιαίτερα ποιητική. Και οι ίδιοι οι
ήρωες, και όχι μόνο ο διανοούμενος Σαντιμπάντ, μιλάνε συχνά ποιητικά, όταν ο
τριτοπρόσωπος αφηγητής τους δίνει το λόγο. Επίσης κατά τόπους η γλώσσα μου
θυμίζει τη γλώσσα του Κορανίου, από τα λίγα αποσπάσματα που έχω διαβάσει,
παρέμβλητα σε άλλα κείμενα. Όσο για την
η πλοκή, έχει κάτι από το μαγικό που συναντάμε στις «Χίλιες και μια
νύχτες».
Το
ταξίδι προς το νότο θα ανακοπεί όταν βρίσκονται πολύ κοντά στον προορισμό τους.
Ο Μπόμπυ, που πιο πριν είχε εγκαταλειφθεί σε ένα τρελλοκομείο με άθλιες
συνθήκες, έχει ήδη πεθάνει. Στο τέλος του βιβλίου και οι άλλοι δυο ήρωες θα
πεθάνουν ειρηνικά.
Μέσα
από την αφήγηση μαθαίνουμε αρκετά για τη ζωή των μαροκινών κάτω από τη γαλλική
κατοχή, ζωή φτώχιας και δυστυχίας. Για την ιστορία αυτής της κατοχής μαθαίνουμε
από την αφήγηση της Γιάμνα στο μωρό.
Ένας
από τους ήρωες της αντίστασης στη γαλλική εισβολή ήταν και ο Μα –αλ Αϊναΐν. Για αυτόν γράφει ο μπεν Ζελούν:
«Άλλωστε οι πρόγονοι δεν έδωσαν στον σεΐχη Μα αλ-Αϊναΐν παρά την εικόνα του
εθνικού ήρωα, αυτού που αντιστάθηκε στην αποικιοκρατική εισβολή. Ξέχασαν να
πουν πως τον είχαν κάνει ένα μύθο, έναν άγιο, μια εικόνα, αποκρύβοντας το
φεουδαρχικό, τον αυταρχικό και μάλιστα δουλοκτητικό χαρακτήρα αυτού του
φυλάρχου που ονειρευόταν να γίνει ο αρχηγός ολόκληρου Κράτους» (σελ. 175-176).
Να
δώσουμε ένα ακόμη απόσπασμα από προηγούμενη σελίδα, για να ολοκληρώσουμε την
εικόνα αυτού του ανθρώπου:
«-Ο σεΐχης Μα αλ-Αϊναΐν είχε τριάντα θυγατέρες
και είκοσι ένα γιους… και εκατό δεκάξι γυναίκες…» (σελ. 137).
Όταν
οι γερμανοί κατέλαβαν τη Γαλλία στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό
από αυτό που είχαν κάνει οι γάλλοι στο Μαρόκο και στην Αλγερία. Και όταν οι
γάλλοι κατέλαβαν το Μαρόκο και την Αλγερία δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό από
αυτό που είχαν κάνει οι άραβες του Μωάμεθ το 630, που ξεχύθηκαν και κατέλαβαν
την βόρεια Αφρική.
Όταν
σκέφτομαι την ιστορία γίνομαι ολότελα απαισιόδοξος.
(Τελικά είχα κάνει λάθος, δεν είχα γράψει για παριομανία αλλά για
παριολατρεία. Τη χρησιμοποιώ δυο φορές στο διδακτορικό μου, αναφερόμενος σε
ήρωες του Γιώργου Σκούρτη και του Παύλου Μάτεσι. Ψάχνοντας τώρα τη σωστή λέξη
στο google
βλέπω ότι την έχω χρησιμοποιήσει σε διάφορες βιβλιοκριτικές μου).
Tahar ben Jelloun, Ημέρα σιωπής στην Ταγγέρη (μετ. Λόισκα Αβαγιανού), Αστάρτη 1990, σελ.
103
Μας
έμεινε ένα ακόμη βιβλίο του Ταχάρ μπεν Ζελούν να παρουσιάσουμε, το «Ημέρα
σιωπής στην Τεγγέρη»· εκτός και αν στο «ράφι
των τύψεων» είναι κρυμμένο κανένα ακόμη. Πάντως στο διαδίκτυο που κοίταξα από
περιέργεια είδα ότι κυκλοφορούν πάρα πολλά έργα του από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Χθες
γράψαμε και αναρτήσαμε για την «Προσευχή της ερήμου».
Ελπίζω να αναρτήσω και αυτή τη βιβλιοκριτική σήμερα.
Το
έργο θα μπορούσε να έχει ως τίτλο «Ο γέρος και οι αναμνήσεις του». Είναι μια
λογοτεχνική σπουδή πάνω στα γηρατειά και τη μοναξιά που τη συνοδεύουν. Ο
τριτοπρόσωπος αφηγητής μιλάει για έναν ογδοντάχρονο γέρο, αλλά και ο ίδιος ο
γέρος μιλάει για τον εαυτό του, για τους φίλους του που πέθαναν, για τη σχέση
του με τους γιους του, για τη σχέση του με τη γυναίκα του, για τη μοναξιά του. Στο
«Ημέρα σιωπής στην Ταγγέρη» ο Ταχάρ
μπεν Ζελούν αποποιήθηκε ηθελημένα κάθε λογοτεχνική φιλαρέσκεια, κάθε προσπάθεια
σαγήνευσης με τον εξωτισμό» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Και
πράγματι βρίσκεται στους αντίποδες, αν και όχι ακριβώς, της «Προσευχής της
ερήμου». Η ποιητικότητα της γραφής απουσιάζει, όπως και ο μύθος με τα
αλληλοδιαδεχόμενα, «πυρηνικά» επεισόδια. Μου θύμισε πολύ ένα άλλο μυθιστόρημα,
την «Πέτρα της
υπομονής» του Atiq Rahimi. Και σ’ αυτό η
«δράση» λαμβάνει χώρα σε ένα δωμάτιο. Ένας άντρας είναι ξαπλωμένος, βαθειά
τραυματισμένος. Αυτό που διαβάζουμε είναι ο μονόλογος της γυναίκας του, με
αποδέκτη τον άντρα της για τον οποίο αμφιβάλλει αν την ακούει. Μιλάει για τη
σχέση τους, για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, για την καταπίεση της γυναίκας. Στη
βιβλιοκριτική που έγραψα γι’ αυτό το έργο είπα ότι θα μπορούσε να διασκευαστεί
σε θεατρικό μονόλογο. Το ίδιο μπορώ να πω και για το έργο του μπεν Ζελούν. Δεν
ξέρω αν το έργο του Rahimi διασκευάστηκε σε θεατρικό, ξέρω όμως ότι γυρίστηκε σε ταινία.
Και
τώρα κάποια αποσπάσματα.
«Η
μυωπία του τον παρασύρει σε γκάφες. Μια μέρα πήρε από πίσω την ίδια του την
κόρη που συνοδευόταν από μια φίλη. Όταν στράφηκε προς αυτόν για να
διαμαρτυρηθεί, εκείνος τραύλισε κάτι σαν: Ήθελα να δω αν είσαι σοβαρή!» (σελ.
24).
Υπάρχουν και χειρότερα:
Πριν
λίγα χρόνια διάβασα στις εφημερίδες για κάποιον έμπορο που οι δουλειές του τον
έφεραν στην Πάτρα. Το θεώρησε ευκαιρία να μπερμπαντέψει. Έκλεισε ραντεβού στο
ξενοδοχείο του από τις ροζ αγγελίες. Περιμένει με ανυπομονησία την κοπέλα,
κτυπάει η πόρτα, ανοίγει, και τι να δει! Την κόρη του. Έπεσε κάτω ξερός.
Και
ένα άλλο.
«Θυμάμαι μια νεαρή κοπέλα με κατάλευκο δέρμα, αυθόρμητη κι έξυπνη, που
είχε έρθει στο σπίτι για τις δουλειές του νοικοκυριού. Αυτή η κοπέλα μ’
αναστάτωσε. Μαζί της ήμουν αδέξιος. Το εκμεταλλευόταν και με προκαλούσε.
Θυμάμαι ξεκάθαρα τα μικρά στήθη της, ολόφρεσκα και κόκκινα από ευχαρίστηση, που
τα άφηνε ελεύθερα κάτω από μια πουκαμίσα. Φαίνονταν πάρα πολύ όταν έσκυβε από
πάνω μου για να με σερβίρει ή να σφουγγαρίσει, ήταν μια τσαπερδόνα» (σελ.
65-66).
Ήταν
ένας «Πειρασμός», για όσους δεν σας ήλθε ακόμη στο μυαλό το θεατρικό έργο του
Ξενόπουλου. Φυσικά είχε την ίδια μοίρα, διώχτηκε από το σπίτι.
Ακόμη,
«Θυμάται πως στις αρχές του γάμου τους, ο
άντρας της διπλοκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού τους. Εκείνη δεν είχε το
δικαίωμα να βγαίνει, παρά μονάχα μια φορά την εβδομάδα για να πάει στο χαμάμ.
Τη συνόδευε εκεί ο ίδιος, και το βράδυ πήγαινε να την πάρει. Μερικές φορές
ξεχνούσε να πάει, και μετά έτρεχε βρίζοντας στο χαμάμ. Η ζήλεια αποτελούσε
τμήμα της παράδοσης. Ανήκε στην τάξη των πραγμάτων» (σελ. 85-86).
Μια
γυναίκα στο δικό μας κόσμο θα τον είχε χωρίσει. Όμως στο ισλάμ τα πράγματα δεν
είναι τόσο απλά.
Και
ένα τελευταίο απόσπασμα:
«Εν
τούτοις δεν σκοπεύω να μιμηθώ τους Γιαπωνέζους και να ζητήσω να με αποθέσουν
στην κορυφή του Τουμπκάλ, πάνω σε μια ψάθα, κι εκεί να περιμένω το θάνατο από
την πείνα, το κρύο και τα όρνια. Δεν μ’ ενοχλεί καθόλου η ιδέα πως τα μυρμήγκια
θα φάνε τη σάρκα μου όταν θα βρίσκομαι μέσα στο χώμα, αλλά μου είναι ανυπόφορη
η σκέψη – και η εικόνα – πως τα όρνια θα μου βγάζουν τα μάτια ενώ εγώ θ’
ανασαίνω ακόμα…. Όπως και να ’ναι, αυτό δεν εφαρμόζεται πια στην Ιαπωνία. Οι
Γιαπωνέζοι αυτοκτονούν» (σελ. 100).
Πάντα
υποπτευόμουν ότι οι καταστάσεις που παρουσιάζει ο Σοχέι Ιμαμούρα στην ταινία
του «Η
μπαλάντα του Ναραγιάμα» δεν είναι ολότελα μυθολογικές.
Ωραίος
ο Ταχάρ μπεν Ζελούν. Ελπίζω να πέσουν και άλλα έργα του στα χέρια μου για να τα
διαβάσω.
Tahar ben Jelloun, Το κορίτσι της άμμου (μετ. Λόισκα Αβαγιανού), Αστάρτη 1986, σελ. 194
Μπαμπά με τον κανένα γιο και τις επτά σου
κόρες,
κόρες σου έστειλε ο Αλλάχ για την κακή σου
μοίρα
μα συ ένα γιο περίμενες, με τοσηνιά λαχτάρα.
Μα όσο κι αν περίμενες, αγόρι δεν σου ήλθε,
το πήρες πια απόφαση, και σκέφτηκες μια λύση,
το ύστερό σου το παιδί, αν είν’ και βγει
κορίτσι,
αγόρι να το έντυνες, κι Αχμέντ να το
βαφτίσεις.
Εν
τάξει, δεν είναι στίχοι πρώτης διαλογής, αλλά παρασύρθηκα από το «Τραγούδι του
νεκρού αδελφού» (Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη) , και
είπα να ξεκινήσω την περίληψη του έργου έμμετρα.
Ο λόγος που ο Χατζ ήθελε κορίτσι δεν είναι ο
γνωστός σε όλους, να αποθανατίσει το όνομά του, ήταν άλλος.
«Σίγουρα θα το ξέρετε καλά, ω φίλοι και συνένοχοί μου, πως η θρησκεία
μας είναι αμείλικτη για τον άντρα που δεν έχει διάδοχο: όλο σχεδόν το βιος του
το κληρονομούν τ’ αδέλφια του. Όσο για τα κορίτσια, αυτά παίρνουν μονάχα το ένα
τρίτο της κληρονομιάς. Έτσι λοιπόν οι δυο αδελφοί περίμεναν το θάνατο του
πρωτότοκου για να μοιραστούν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του» (σελ. 18).
Ξέρω την περίπτωση ενός πατέρα που μετέφερε
σιγά σιγά τα περιουσιακά του στοιχεία στη Γαλλία για να μην τα αρπάξουν τα
αδέλφια του από τις δυο του κόρες. Όμως ο ήρωάς μας εδώ σκαρφίστηκε άλλο κόλπο,
αν τυχόν η γυναίκα του και πάλι γεννούσε κορίτσι να πει ότι γέννησε αγόρι, και
το κορίτσι αυτό να το αναθρέψει σαν αγόρι. Έτσι και έκανε. Οι αδελφοί του
υποψιάστηκαν, αλλά δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν τις υποψίες τους.
Κάποια στιγμή το μεγαλωμένο σαν αγόρι κορίτσι
θα αναζητήσει την πραγματική του ταυτότητα. Τότε θα αρχίσουν οι περιπέτειές
του, που θυμίζουν χίλιες και μια νύχτες.
Πρόσφατα σε μια κριτική για την κινέζικη όπερα
The perfumed arrow γράψαμε για το
κορίτσι που μεγάλωσε σαν αγόρι, όχι κατ’ απαίτηση του πατέρα του αλλά για να
του απαλύνει την απογοήτευση που δεν έκανε γιο. Εκεί επίσης γράψαμε για αυτό τον
μυθοπλαστικό «τόπο» παλιότερων αιώνων, τη μεταμφίεση κοριτσιών σε αγόρια.
Έχουμε
ξαναγράψει για τον Tahar ben Jelloun, για τρία βιβλία του, όχι με τη χρονολογική σειρά που τα έγραψε αλλά
με τη χρονολογική σειρά που τα βρήκαμε. Αυτά είναι «Η πρώτη αγάπη
είναι η τελευταία», «Η προσευχή της ερήμου»
και «Ημέρα
προσευχής στη Ταγγέρη». Στη βιβλιοκριτική που γράψαμε για την «Ημέρα
προσευχής στη Ταγγέρη» ξεκινάγαμε ως εξής: «Μας έμεινε ένα ακόμη βιβλίο του
Ταχάρ μπεν Ζελούν να παρουσιάσουμε, το «Ημέρα σιωπής στην Ταγγέρη»· εκτός και αν στο «ράφι των τύψεων» είναι κρυμμένο κανένα ακόμη».
Τελικά όντως υπήρχε στο «ράφι των τύψεων» ένα
ακόμη, που το ανακάλυψα τυχαία, αυτό για το οποίο γράφουμε τώρα, «Το κορίτσι
της άμμου».
Στις παραπάνω βιβλιοκριτικές γράψαμε για το
ποιητικό του ύφος, που είναι και σ’ αυτό το έργο κυρίαρχο. Εδώ επί πλέον θα
αναφερθούμε στο ειδολογικό παστίς (αφήγηση, ημερολόγιο, επιστολογραφία, ποίηση)
και στην αφηγηματική τεχνική του εγκιβωτισμού. Πέρα από την κύρια ιστορία
υπάρχουν και άλλες εγκιβωτισμένες ιστορίες.
Την ιστορία την αφηγείται ένας παραμυθάς, ο
οποίος κατά διαστήματα διαβάζει από ένα βιβλίο, υποτίθεται το ημερολόγιο του
Αχμέντ. Κάποια στιγμή όμως εξαφανίζεται από την πλατεία. Τρία άλλα πρόσωπα
συναντούνται και αφηγούνται επινοημένες συνέχειες της ιστορίας. Κάπου προς το
τέλος κάνει την εμφάνισή του και ο Μπόρχες, χωρίς να κατονομάζεται μια και παρουσιάζεται
ως μουσουλμάνος («Σκεφτόμουν τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες, τους φιλοσόφους,
τους επιστήμονες που εγκατέλειψαν αυτό το βασίλειο παραδίνοντας στο σταυρό των
απίστων τη χώρα και τα μυστικά της», σελ. 180-181.), στον οποίο ο Ταχάρ μπεν
Ζελούν προφανώς αποτίει φόρο τιμής.
«…να χωθεί μέσα στο λαβύρινθο που είχε
σχεδιάσει στη βιβλιοθήκη του στο Μπουένος Άιρες» (σελ. 188), «Θυμήθηκα τον
εαυτό μου έφηβο να συνοδεύει τον ήδη τυφλό πατέρα μου μέσα σ’ αυτούς τους
κήπους» (σελ. 181) «Δείχνοντας τον τυφλό, λέει: -Θα γίνουμε λιγάκι πιο φτωχοί
σαν αυτός ο άνθρωπος πεθάνει. Ένα σωρό πράγματα –ιστορίες, όνειρα και τόποι-θα
πεθάνουν μαζί του» (σελ. 186).
Ο συνεχής τονισμός της επινόησης της ιστορίας
(«αυτό που θα σας διαβάσω τώρα δεν υπάρχει στο χειρόγραφο, είναι βγαλμένο από
τη φαντασία μου») αποτελεί μια αυτοαναφορικότητα του έργου ως λογοτεχνική
μυθοπλασία, παρόλο που η υπερβολικά ποιητική του γλώσσα δεν απαντάται συχνά
στην πεζογραφική μυθοπλασία, σίγουρα όχι στα παραμύθια της
Χαλιμάς τα οποία αποτελούν το λογοτεχνικό του πρόγονο. Πιστεύω όμως ότι αυτό
τονίζει περισσότερο τη «θέση» του μυθιστορήματος, που είναι το κατώτερο status της γυναίκας στο Ισλάμ,
θέση που καταδείχνεται τόσο με τη μυθοπλασία όσο και με ξεχωριστά αποσπάσματα.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«…με τον παντοδύναμο πατέρα και τις γυναίκες
δούλες, αρκούμενες μονάχα σ’ ένα ψίχουλο εξουσίας που τους παραχωρεί το
αρσενικό…» (σελ. 81).
Φταίνε όμως κι αυτές. Διαβάζουμε:
«Αν στον τόπο μας η γυναίκα είναι κατώτερη από
τον άντρα, δεν είναι επειδή το θέλησε ο Θεός ή το αποφάσισε ο Προφήτης, αλλά
επειδή η ίδια αποδέχεται μια τέτοια μοίρα» (σελ. 61).
Πριν λίγα χρόνια έγινε στη Ραμπάτ μια
διαδήλωση γυναικών που διεκδικούσαν μια καλύτερη θέση μέσα στην ισλαμική
κοινωνία. Την επομένη μέρα έγινε μια πολυπληθέστερη αντιδιαδήλωση από γυναίκες
που διακήρυσσαν ότι η θέση τους είναι μια χαρά. Αυτό είναι από τα πιο
χαρακτηριστικά παραδείγματα αλλοτριωμένης συνείδησης.
Και ένα ακόμη απόσπασμα:
«Πόσες και πόσες φορές δεν αναθυμήθηκα τους
προϊσλαμικούς Άραβες που έθαβαν ζωντανά τα κορίτσια τους!» (σελ. 17) και «Πριν
το Ισλάμ, οι άραβες πατεράδες έριχναν το θηλυκό παιδί τους μέσα σ’ ένα λάκκο
και το σκέπαζαν με χώμα μέχρι να πεθάνει» (σελ. 118).
Και θυμήθηκα τη φρίκη που μου προξένησε το
διήγημα του Κωνσταντίνου
Θεοτόκη «Πίστομα». Ο άντρας διατάζει τη γυναίκα του να ρίξει ζωντανό το
νόθο παιδί που γέννησε κατά την απουσία του μέσα στο λάκκο που μόλις έσκαψε με
την εντολή: «Βάλτο πίστομα». Τελικά το Ισλάμ ήταν μια πρόοδος για την εποχή
του. Για σήμερα, ας μην το συζητήσουμε καλύτερα.
Η παραπάνω ιστορία είναι επινοημένη. Εγώ όμως
ξέρω μια αληθινή που βρίσκεται στον αντίποδά της.
Στο Ισλάμ τη γυναίκα την αγοράζουν. Όμως η
συγκεκριμένη έγινε δώρο στον παππού, απόγονο του Μωάμεθ (οι απόγονοι
υπολογίζονται από την αντρική γραμμή) από τον πατέρα της που ήταν Βέρβερος (Οι Βέρβεροι
ήταν οι ντόπιοι κάτοικοι του Μαρόκου τους οποίους κατέκτησαν οι Άραβες. Σήμερα
είναι μειονότητα στον τόπο τους, όπως και οι Κόπτες της Αιγύπτου, και ζουν οι
περισσότεροι στα ορεινά). Ο παππούς την ερωτεύθηκε σφόδρα. Μαζί της έκανε επτά
κόρες. Δεν σκέφτηκε ποτέ να πάρει άλλη γυναίκα για να κάνει γιο, ούτε βέβαια να
αναθρέψει την ύστερη σαν γιο. Η γιαγιά, μέχρι τα βαθιά της γεράματα (πέθανε
πριν λίγα χρόνια), αναπολούσε με νοσταλγία τον μεγάλο έρωτα που έζησε.
Όταν έγραφα τις προηγούμενες βιβλιοκριτικές
δεν με είχε πιάσει το μεράκι να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Ξαναδιαβάζοντάς τις εντόπισα ένα σε κάποιο από τα αποσπάσματα που παρέθεσα. Εδώ
υπάρχουν άφθονοι, και επίσης άφθονα ημιστίχια. Πιστώνονται βέβαια στη
μεταφράστρια. Θα παραθέσουμε αυτούς που δεν έχουν διασκελισμό, ή τουλάχιστον
δεν είναι ολοφάνερος.
Αφέντης και προστάτης σας μετά το θάνατό μου
(σελ. 22)
Ο ουρανός ξεγλίστρησε και χύθηκε σαν λάβα
(σελ. 62)
Δεν ήθελε να αφεθεί σ’ αυτές τις αυταπάτες
(σελ. 67)
Αυτό το πότε ελαφρύ, πότε βαρύ φορτίο (σελ.
72)
Πρέπει να ζω στη μοναξιά δίχως καμιά ελπίδα
(σελ. 80)
Χαμένος μες στην έρημο ή στην καρδιά της
στέπας (σελ. 81)
Την ίδια του την ύπαρξη, έξω από το κορμί του
(σελ. 83)
Το πρόσωπό μου ολόγυμνο στο φως που πλησιάζει
(σελ. 96)
Το σπίτι είναι απέραντο. Είναι πολύ φθαρμένο
(σελ. 97)
Στην εσωτερική αυλή, στην κυκλική πλατεία
(σελ. 100)
Μόνος θεματοφύλακας μιας τέτοιας τραγωδίας
(σελ. 131)
Αυτούς που την κακοποιούν και την
παραμορφώνουν (σελ. 148)
Μένω σ’ ένα δωμάτιο του ορφανοτροφείου (σελ.
15)
Κι αν τελικά την εύρισκα θα ’μουν
δυστυχισμένος (σελ. 169)
Στους ασημένιους ώμους της δυο σκοτεινές
πλεξούδες (σελ. 176, στίχος από ποίημα)
Την ιστορία μας λοιπόν την πήρε το φεγγάρι
(σελ. 187)
No comments:
Post a Comment