Book review, movie criticism

Sunday, February 27, 2022

Στάθης Κουτσούνης, Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο

Στάθης Κουτσούνης, Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο, Μεταίχμιον 2021, σελ. 525

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Πολύ μας άρεσε η παρήχηση του ρ.

  Ο Στάθης Κουτσούνης είναι ποιητής. Έχουμε ήδη παρουσιάσει τις ποιητικές του συλλογές «Η τρομοκρατία της ομορφιάς», «Έντομα στην εντατική», «Στιγμιότυπα του σώματος» και «Στου κανενός τη χώρα». Σειρά έχει σήμερα το «Μπροστά στο αλλότριο ρόπτρο»· που όμως δεν είναι ποιητική συλλογή.

  Οι ποιητές, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, γράφουν για ομότεχνους και δοκιμιογραφούν. Ο Στάθης Κουτσούνης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Σ’ αυτό το τελευταίο του βιβλίο έχει μαζέψει κριτικά και άλλα κείμενα, που καλύπτουν μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, μια ολόκληρη τριακονταετία, από το 1989 έως το 2020.

  Ο Αλέξης Ζήρας που προλογίζει γράφει ανάμεσα στα άλλα: «…το βιβλίο του Στάθη Κουτσούνη μας προσφέρει μια καλή ευκαιρία να δούμε εκ του σύνεγγυς ότι μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν ο ποιητής, ο εκπαιδευτικός και ο διαμορφωμένος μέσα από την πείρα των δυο προηγούμενων κριτικός/ αναγνώστης της λογοτεχνίας» (σελ. 16).

  Εγώ είμαι εκπαιδευτικός, φιλόλογος, συνάδελφος με τον Στάθη, όμως δεν είμαι ποιητής, γι’ αυτό νιώθω μεγαλύτερη επάρκεια όταν κρίνω πεζά κείμενα, μια και το διδακτορικό μου είναι πάνω στις αφηγηματικές τεχνικές.

  Από την εισαγωγή του Στάθη θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα: «Από τις διάφορες κριτικές θεωρίες ενστερνίζομαι περισσότερο την ιμπρεσσιονιστική κριτική (impressionist criticism) επιχειρώντας να αναπαραστήσω με λέξεις την αίσθηση που αποκόμισα από ένα έργο και να εκφράσω την ανταπόκριση, την «εντύπωση» (impression) που μου προκάλεσε.

  Προσυπογράφω απόλυτα, αυτό κάνω κι εγώ. 

  Τα κείμενα του Κουτσούνη ταξινομούνται ιστορικά. Ξεκινάει μιλώντας για την αρχαία τραγωδία και τον Σοφοκλή, και για τα δράματά του «Αντιγόνη» και «Φιλοκτήτης». Κάνει ένα σύντομο πέρασμα από τον Μεσαίωνα με τον Βοκάκιο για να περάσει αμέσως μετά στο Σολωμό. Συνεχίζει με Παπαδιαμάντη, με μια βιβλιοκριτική πάνω στα «Σκοτεινά παραμύθια», μια επιλογή που έκανε από το παπαδιαμαντικό έργο ο Στρατής Πασχάλης.

  Τη διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον, μια και πρόσφατα (ξανα)διάβασα Παπαδιαμάντη, με την ευκαιρία της συζήτησης που κάναμε για τη «Φόνισσα» στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project. Παραθέτω την τελευταία περίοδο.

  «Τα Σκοτεινά παραμύθια» συνιστούν μια αξιανάγνωστη και σημαντική ανθολογία διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, γιατί ανιχνεύουν την ψυχοσύνθεση και αποκαλύπτουν τον μοντέρνο χαρακτήρα των εκφραστικών τρόπων του συγγραφέα. Επιπλέον: αφού τα βασικά συστατικά των ανθολογημένων διηγημάτων δημιουργούν ατμόσφαιρα παράδοξη, μαγική, άλογη, μυστηριακή, γοτθική και γκροτέσκο ενίοτε, σύνθεση ελκυστική για τους νέους, το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει όχημα προς την παπαδιαμαντική χώρα από μέρους και των νέων» (σελ. 40).

  Μετά τον Καβάφη ο Στάθης περνάει στον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, στο γυμνάσιο των εκπαιδευτηρίων του οποίου είναι διευθυντής, παραθέτοντας και τέσσερις σελίδες με ποιήματά του, κάτι που θα κάνει συστηματικά για σύγχρονους ποιητές, στηρίζοντας έτσι τον κριτικό του λόγο. Ακολουθούν Σεφέρης, Ρίτσος και Ελύτης. Σύντομο το κείμενο, όμως μου άρεσαν οι «Τέσσερις εξισώσεις για τον Ελύτη» γιατί δίνουν το στίγμα της ποιητικής του:

  Ελύτης=γλώσσα

  Ελύτης=Ελλάδα

  Ελύτης=Αρχιτεκτονική

  Ελύτης=Κορίτσια

  Η πραγματική ανθολόγηση ξεκινάει με τον Σινόπουλο για να συνεχίσει με Κατσαρό.  Στη συνέχεια έχουμε Σαχτούρη και μετά Γιώργη Παυλόπουλο, που όπως επισημαίνει ο Ζήρας στην εισαγωγή του άσκησε αποφασιστική επίδραση στην ποίησή του. Επειδή μου αρέσουν τα χαϊκού θα παραθέσω τα τρία που ανθολογεί.

 

Όταν χορεύει

σηκώνει τη φούστα της

να ιδώ την ελιά

 

Μέρα και νύχτα

με σκοινί αόρατο

Κάποιος μας δένει

 

Όλοι χωράμε

οι ζωντανοί και οι νεκροί

σ’ ένα ποίημα.

 

  Δεν θα συνεχίσω παραθέτοντας ονόματα, απλά θα μείνω σε κάποια κείμενα που για μένα είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον.

  Η «Επιστολή στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ» (βαφτισιμιά του Καζαντζάκη), αποστροφή σε νεκρό, με συγκίνησε βαθύτατα. Παραθέτω το τέλος. «Να είσαι καλά εκεί που είσαι, αλώβητη μες στον δικό σου ουρανό. Οι ρίζες σου όμως, να το ξέρεις, θα είναι πάντα εδώ και θα βαθαίνουν!» (σελ. 244).

  Την πρωτοσυνάντησα σε μια μάζωξη του φίλου μας του Μανόλη Πρατικάκη, δεν θυμάμαι πότε, θυμάμαι μόνο τον χαιρετισμό που αντάλλαξε με μια φίλη. Η φίλη: -Γεια σου κούκλα! Η Κατερίνα: -Γεια σου τέρας!

  Είχε την αίσθηση του χιούμορ η συγχωρεμένη η Κατερίνα.

  Γνωριστήκαμε όμως από κοντά την ίδια εποχή που γνωρίστηκε και με τον Κουτσούνη («… έναν Φεβρουάριο, στα μισά της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που διανύουμε») στο καφέ των εκδόσεων Άγκυρα, κάπου χαμηλά στη Σόλωνος. Κάθε φορά που συναντιώμασταν ανταλλάσσαμε και δυο κουβέντες στα ρώσικα, ρωσομαθείς και οι δυο. Μου δώρισε τότε την τελευταία της ποιητική συλλογή «Στον ουρανό του τίποτα, με ελάχιστα». Φυσικά έγραψα τη βιβλιοκριτική μου γι’ αυτήν.

  Για τον κοινό μας φίλο, τον Μανόλη Πρατικάκη, έχει γράψει εκτενέστατα κείμενα. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα.

  «Η ποίηση του Πρατικάκη είναι βιωματική εν πολλοίς και αυτοβιογραφική. Η γέννηση, η καταγωγή, η παιδική ηλικία, η πορεία, η εξέλιξη, τα περιβάλλοντα πρόσωπα και οι τόποι, οι έρωτες και οι απώλειες, η εργασία και ο εργασιακός χώρος συγκροτούν ένα σώμα, το οποίο βαδίζει στέρεα και δημιουργεί ποιητική οπτική για τα πράγματα. Ιδιαίτερη θέση στην ποίησή του διατηρεί ο γενέθλιος τόπος, αλλά και ολόκληρη η Κρήτη-ο Πρατικάκης διαθέτει εκείνο το ιδιαίτερο κρητικό βλέμμα, στο οποίο έχει αναφερθεί ο Καζαντζάκης, καθώς περιγράφει την ταυτότητα του χώρου του» (σελ. 290).

  Έχω συγκεντρώσει τα κριτικά μου κείμενα για τον Πρατικάκη και τον Καζαντζάκη και έχουν εκδοθεί, για τον Καζαντζάκη από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ και για τον Πρατικάκη από τις εκδόσεις της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιώνας».

  Για τα «Τραπέζια που μιλούν» της Λήδας Παναγιωτοπούλου γράφει:

  «Το μπλε κυριαρχεί και στις εικόνες και στις λέξεις. Είναι ένα χρώμα που σηματοδοτεί τη σιωπή μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου, ένα χρώμα που οδηγεί, όταν γίνεται βαθύ, στο μαύρο του θανάτου» (σελ. 348).

  Για τα «Τραπέζια που μιλούν» έχω γράψει κι εγώ.

  Για μια έκθεση ζωγραφικής του Νίκου Οικονομίδη που έγινε το 1999 γράφει:

  «Οι ανθρωπογραφίες του Οικονομίδη εμφανίζονται με μια διάσταση κατακερματισμού, όπως κατακερματισμένη είναι και η εποχή που ζούμε. Τα σώματα είναι διαμελισμένα, οι φιγούρες του πάσχουν από μοναξιά και αλλοτρίωση, η αποξένωση είναι εμφανής: οι άνθρωποι συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο-πίνακα χωρίς να διασταυρώνουν καν το βλέμμα τους. Φαίνεται σαν να κοιτάζουν το κενό, σαν να μην κοιτάζουν πουθενά. Είναι βυθισμένοι στο εγώ τους, τείχη πελώρια υψώνονται γύρω τους, το εμείς δεν λειτουργεί. Κάποιες φορές το πρόσωπο είναι κενό, άδειο, όπως άδεια είναι και η ψυχή. Μια ιδιότυπη θλίψη τους κατακλύζει. Η μνήμη δεν τους βοηθάει. Είναι κι εκείνη γκρίζα, κενή. Τα σύννεφα οδηγούν σε μια σκοτεινιά μέσα και έξω. Η κόπωση, σωματική και ψυχική, είναι ορατή. Ο έρωτας ή έχει πεθάνει ή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Το αδιέξοδο θριαμβεύει» (σελ. 375).

  Άνδρας της Λήδας ο Νίκος, έχω γράψει και εγώ για την ζωγραφική του.

  Για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Αγγελόπουλου γράφει:

  «Η ποιητική του Αγγελόπουλου είναι γνωστή και αμετακίνητη, αμετάκλητη θα λέγαμε. Τα μεγάλα και αργά πλάνα σε καλούν να μπεις, να μείνεις μέσα, να επιμείνεις στις λεπτομέρειες. Οι εικόνες, καθώς βυθίζεσαι μέσα τους, σε κατακλύζουν από παντού. Ολόκληρη η ταινία είναι φτιαγμένη μ’ ένα ιδιότυπο κράμα λογικής και ποίησης, διαπνέεται από έναν λανθάνοντα λυρισμό, μια κρυφή νοσταλγία. Είναι ένας ύμνος για τα διαψευσμένα όνειρα, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, αυτούς που διάλεξαν να φύγουν νωρίς» (σελ. 379).

  Το πήρα σβάρνα τώρα, για το «Βλέμμα του Οδυσσέα» έχω γράψει κι εγώ.

  Ένα από τα ύστερα κείμενα του βιβλίου έχει τίτλο «Γιατί γράφουμε;».

  Καθώς είμαι αδιόρθωτος ανεκδοτάς, πράγμα που το έχω πληρώσει, ακριβά μάλιστα, θα παραθέσω το ανέκδοτο.

  Ο συγγραφέας είναι σαν την πουτάνα. Στην αρχή γράφει γιατί του αρέσει. Μετά γράφει για να ευχαριστήσει τους φίλους του (friends with benefits το λένε οι αμερικάνοι). Στο τέλος γράφει για τα λεφτά.

  Σίγουρα οι ποιητές εξαιρούνται.

  Ήταν και μένα εκπαιδευτική μου εμμονή: «Η εισαγωγή του ολόκληρου λογοτεχνικού βιβλίου στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Ξέρω ότι το απόσπασμα εν μέρει μόνο μπορεί να δώσει την εικόνα ολόκληρου του έργου, ενώ κάποιες φορές τη διαστρεβλώνει. Ποτέ δεν δίδαξα απόσπασμα χωρίς να διαβάσω πριν ολόκληρο το βιβλίο. Και βέβαια καλό θα ήταν οι μαθητές να διδάσκονται ένα ολόκληρο βιβλίο, όπως γίνεται σε χώρες του εξωτερικού.

  Οξυδερκής ο Κουτσούνης, βαθύς ο κριτικός του λόγος, καίριες πάντα οι επισημάνσεις του, χάρηκα πολύ που τον γνώρισα και απ’ αυτή την πλευρά, επί τέλους ως ομότεχνος, μια και, όπως είπα, δεν γράφω ποίηση.

 

Saturday, February 26, 2022

Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού

Μαρία Κουγιουμτζή, Νύχτες πυρετού, Καστανιώτης 2020, σελ. 540

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Στις «Νύχτες πυρετού» παρακολουθούμε τις ζωές βασικά τεσσάρων ατόμων. Αυτά είναι η αφηγήτρια, η Συλβί, ο φωτογράφος και ο Ηρακλής.

  Η αφηγήτρια έμεινε ορφανή. Την ανέλαβε ο Γεδεών, το όνομα του οποίου εμφανίζεται σαν λάιτ μοτίβ πολλές φορές μέσα στο μυθιστόρημα. Έχουν δεκαπέντε χρόνια διαφορά. Μου έφερε στο μυαλό τη Ναστάζια στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, με τη διαφορά ότι δεν έχει τις αρνητικές εντυπώσεις από τον προστάτη της ο οποίος την αποπλάνησε, αυτή αναζητεί την αγκαλιά του, όμως εκείνος είναι συνεχώς απών. Γιατί; Αυτό θα το μάθουμε στο τέλος.

  «Ούτε δυο βδομάδες δεν κράτησε, όσο δυνατό, όσο ωραίο κι αν ήταν. Γεδεών, γιατί φεύγεις διαρκώς; Πού πας;» (σελ. 276).

  Επίσης δεν έχει την εκθαμβωτική ομορφιά που έχει η Ναστάζια, και γι’ αυτό ο φωτογράφος, ενώ την φλέρταρε και αυτή τον δέχτηκε σπίτι της, κατακτήθηκε τελικά από τη Συλβί.

  Κατακτήθηκε;

  Αυτός που κατακτήθηκε κυριολεκτικά ήταν ο Ηρακλής. Έχοντας μια μητέρα που τον καταπίεσε, τον βασάνισε καλύτερα, στα παιδικά του χρόνια, θα καταντήσει ανίκανος.

  «Όταν ήμουν μικρός, συνήθως με έδερνε με το ξύλινο γουδοχέρι, με έκλεινε στην αποθηκούλα όπου στοιβάζαμε τα ξύλα του χειμώνα, στο σκοτάδι…» (σελ. 250).

  Σαν πυγολαμπίδα θα γυρνάει γύρω από τη Συλβί, κατηγορώντας την για την αχαλίνωτη σεξουαλικότητά της. Ίσως, δεν μας λέγεται, να στάθηκε αυτή η αιτία του τραγικού της τέλους.

  Και ο Γεδεών;

  Ο Γεδεών είναι εβραίος. Λείπει γιατί ψάχνει, ψάχνει να επανενώσει οικογένειες που διάλυσε ο ναζισμός στο πέρασμά του.

  Η Κουγιουμτζή δεν αφηγείται μόνο τις ιστορίες τους. Ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνεται από μίνι δοκιμιακά αποσπάσματα, κάνοντας κατά τόπους το μυθιστόρημα να μοιάζει με πλατωνικό διάλογο. Η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική είναι ένα από τα θέματα που συζητιούνται. Από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια είναι η συζήτηση για το εγώ και το είμαι. Τόσο αυτή όσο και ο φίλος μου ο Πρατικάκης έχουν το εγώ στο στόχαστρο της κριτικής τους.

  Μιλάει επίσης για έργα και συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Κάφκα.

  Σαν πρωτοτυπία στο έργο θα έλεγα τις εντός παρενθέσεως σκέψεις της αφηγήτριας σε σχέση με τα διαδραματιζόμενα ή τα συζητούμενα μπροστά της.

  Το ύφος της είναι ιδιαίτερα γλαφυρό, η αφηγήτρια βλέπει και σχολιάζει τα πάντα, χωρίς να αφήνει σκιές στα γεγονότα και τα πρόσωπα.

  Αφηγηματικά, προτιμάει να μην τέμνει τις ιστορίες της. Η εγκιβωτισμένη ιστορία της Συλβί εκτείνεται σε πολλές σελίδες. Σε λιγότερες η ιστορία του Ηρακλή και σε ακόμη λιγότερες η ιστορία της Αμαρυλλίδας, ενός από τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας.

  Όμως καιρός να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.

  «…τη φανταστική ζωή, τη μόνη που μας απόμεινε» (σελ. 51).

  Ακόμη και αν δεν είναι η μόνη που μας απόμεινε, είναι πολύ σημαντική. Κάπου έχω γράψει: είναι καλό να ονειρευόμαστε πότε πότε.

  «Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να φτιάξουμε έναν κόσμο χωρίς πόνο, γιατί ο πόνος είναι ανθρώπινη ιδιότητα» (σελ. 77).

  Δυστυχώς.

  «Αναρωτιόμουνα, αν μου έλεγαν πως η μητέρα θα γίνει καλά, φτάνει εγώ να σηκωνόμουν μες στο σκοτάδι, στην παγωνιά, να μπω στο νεκροταφείο, ανάμεσα στα μνήματα και τους σταυρούς και τ’ αναμμένα καντηλάκια και να καθίσω πάνω σ’ ένα τάφο, τι θα έκανα» (σελ.93).

  Εγώ κάθισα πάνω στον δικό της έντεκα η ώρα τη νύχτα, τη μέρα που τη θάψαμε. Ήθελα να την αποχαιρετήσω και κατά μόνας.

  «…ένα αναπηρικό καρότσι πλησίασε· πάνω του ένας άνθρωπος καθόταν, ή μάλλον ήταν ριγμένος, μ’ έναν υπολογιστή μπροστά του. Χέρια, πόδια και κεφάλι κρέμονταν άνευρα και μόνο τα μάτια του κινούνταν πάνω στην οθόνη. Και όχι μόνο εμφάνιζε τις απόψεις του, αλλά μιλούσε με τεχνητή γλώσσα που έβγαινε μέσα από το κομπιούτερ, ανοιγοκλείνοντας απλά τα μάτια» (σελ. 98).

  Το μοντέλο γι’ αυτόν σίγουρα είναι ο Stephen Hawking. Τελευταία διάβασα τρία βιβλία του και μια βιογραφία του.

  «Ήταν ένα κατάλοιπο σιχαμάρας από τον Ιαβέρη του παιδικού μου αναγνώσματος, Οι άθλιοι» (σελ. 102).

  Ο γαλλικός ρομαντισμός έπεσε σε ανυποληψία. Μιλάνε μόνο για Σταντάλ, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, για τον Βίκτωρα Ουγκώ καθόλου. Τους «Άθλιους» τους διάβασα σε Κλασικά Εικονογραφημένα, τους είδα και σε ταινία, πρόσφατα τους δανείστηκα, αποφασισμένος να τους διαβάσω.

  «Ένιωσα σαν άδειο αυγό. Μια γυναίκα, ένα πλάσμα που το μόνο που έκανε ήταν να βλέπει. Να βλέπει αυτό που ήθελε να ζήσει να το ζουν οι άλλοι. Ήταν τόσο σκληρός, σχεδόν απάνθρωπος, αυτός ο αποκλεισμός από τη ζωή, τη συγκεκριμένη ζωή του σώματος» (σελ. 109).

  Αυτή είναι η αφηγήτρια.

  «Κι εγώ αγαπούσα τόσο πολύ τον Γεδεών, που αισθανόμουν την παρουσία του σε όλους τους άντρες» (σελ. 228).

  Και πάλι η αφηγήτρια.

  «Πάτε λίγο παραδίπλα, στον Βάλζερ. Γερμανός κι αυτός αλλά γεννημένος στην Ελβετία, δέστε τη διαφορά, γεμάτος ειρωνεία, αλλά άρωμα κολόνιας» (σελ. 299).

  Ένα μόνο βιβλίο του διάβασα, το «Ένας ερωτευμένος άνθρωπος», στα γερμανικά, δεν είχε μεταφραστεί ακόμη στα ελληνικά. Αυτός ήταν ο Γκαίτε.

  «Ένα νέο κύμα εισέρχεται στο μυαλό μου μεταφέροντας την Κίρστεν στη θαυμάσια ταινία ­Μελαγχολία, όπου ερωτεύεται τον πλανήτη που θα συγκρουστεί με τη γη…» (σελ. 317).

  Απλώς θαυμάσια; Εξαιρετική.

  «Δύο τινά μπορούσαν να συμβούν: Να μην ακολουθήσω βάσει λογικής έναν άγνωστο και να μείνω άζωη, χωρίς ζωή, ή να τον ακολουθήσω και να ζήσω όλη τη θέρμη και τους κινδύνους των ανθρώπινων λαθών. Το αίσθημα και όχι η λογική δημιουργεί ζωή, πάθος, παλμό, ηδονή και οδύνη. Αν ενεργείς εντελώς λογικά, οι περιορισμοί είναι τόσο πολλοί, που μένεις στην ακινησία, στη στασιμότητα. Οι συγκρούσεις και οι διαφορές ανοίγουν το μυαλό και την ψυχή» (σελ. 332-333).

  Vivere pericolosamente.

  «…όταν σκεφτόμουν το θάνατό μου, ήθελα να υπήρχε τρόπος να έβλεπα ποιοι με κλαίνε» (σελ. 404).

  Άχι και ας επόθαινα, κι ο θάνατός μου να ’το/ κι ύστερα να ’ναι ψόματα να δω ποιος μ’ ελυπάτο.

  Το άκουσα πολλές φορές από τη γιαγιά μου.    

  «Γιατί έκλεισες τη μητέρα σου στο γηροκομείο; Δεν ξέρεις πως εκεί τις δέρνουν;» (σελ. 437).

  Σε κάποια σίγουρα, διαβάσαμε πρόσφατα μια τέτοια ιστορία.

  «Εμένα η σύλληψή μου ήταν αποτέλεσμα βιασμού» (σελ. 510).

  Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο της βιογραφίας της αφηγήτριας. Ένας ταγματασφαλίτης βίασε τη μητέρα της.

  Εξαιρετικό το βιβλίο της Μαρίας Κουγιουμτζή, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

 

Friday, February 25, 2022

Κωνστάνς Δημά, Αφιερώσεις

Κωνστάνς Δημά, Αφιερώσεις, Φίλντισι 2021, σελ. 65

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Με χαρά πήραμε την καινούρια ποιητική συλλογή της Κωνστάνς Δημά η οποία είναι δίγλωσση, ελληνικά και γαλλικά, και που έχει τίτλο «Αφιερώσεις». Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα βιβλία της «Οι μικροί πρίγκιπες του σύμπαντος», «La solitude a la couleur d’ azur» και «Φωτεινή έξοδος».

  Οι «Αφιερώσεις» είναι ποιήματα αφιερωμένα κυρίως στα παιδιά και στα εγγόνια της. Εκφράζουν την αγάπη που αισθάνεται γι’ αυτά, ενώ δεν αντιστέκεται στον πειρασμό της νουθεσίας κάποιες φορές. Λέω πειρασμό, γιατί συνήθως οι νουθεσίες στα παιδιά μπαίνουν από το ένα αυτί και φεύγουν από το άλλο, όλοι οι γονείς έχουμε αυτή την εμπειρία.

  Υπάρχουν και ποιήματα που αναφέρονται σε άλλα πρόσωπα, κυρίως πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε ερωτικά, ένα από τα οποία γράφηκε πολύ παλιά. Είναι γεμάτα νοσταλγική διάθεση.

  Τη συλλογή προλογίζει η Κατερίνα Θεοδωράτου, η οποία κάνει καίριες παρατηρήσεις για την ποίησή της. Παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα απ’ τον πρόλογό της.

  «Η ποιητική της, χαμηλόφωνη, υποδόρια και «ύπουλη», κατοικεί μάλλον στο είναι του περιεχομένου παρά στο φαίνεσθαι της μορφής… αφαιρώντας το περιττό έρμα της όποιας υπερβολής ή λεξιλαγνείας -παιδική ασθένεια που ακόμα ταλανίζει την ποίηση-έφτασε σε μία λαγαρή ποιητική ουσία, απόσταγμα προσωπικής, ψυχική «ενηλικίωσης» και σοφίας… Η προσφυγιά και η ορφάνια σε τρυφερή ηλικία της στέρησαν την ψυχική βάση και την ασφάλεια της πατρίδας, την προίκισαν ωστόσο με την άναρχη ανεξαρτησία των αποδημητικών πουλιών. Πατρίδα είναι η Φωνή και η ποίησή της, που την συντροφεύουν παντού, ως σταθερό υπέδαφος, στυλοβάτες και νοηματοδότες της ύπαρξής της. Έτσι, η φαινομενική κραυγή απελπισίας «Ξένη παντού» προσλαμβάνεται -ανεπίγνωστα ενδεχομένως και από την ίδια – και ως άγρια κραυγή ελευθερίας».

  Να προσθέσω κι εγώ, η ποίησή της έχει μια Καβαφική διαύγεια, που λείπει από τη σύγχρονη ποίηση. Σημασία τελικά δεν έχει η επιφάνεια, που ένα χαρακτηριστικό της είναι η λεξιλαγνεία, αλλά το βάθος των νοημάτων, η ένταση των αισθημάτων.

  Πριν παραθέσουμε αποσπάσματα από τα ποιήματά της να παραθέσουμε πρώτα δυο από τα «Χαϊκού της άνοιξης» της Σοφίας Σκλείδα, που προηγούνται του προλόγου.

 

Τρικυμισμένο

πέλαγος η ζωή μας

σε καραντίνα

 

Δίχως αγάπη

μοναχική πορεία

ο Γολγοθάς

 

  «Το μικρό είναι όμορφο» είναι ένα οικολογικό σλόγκαν. Όπως και να έχει, έχει κατακλύσει τη ζωή μας. Μικρά κείμενα μόνο μπορείς να αναρτήσεις στο twitter, και σύντομα video-clip στο Tiktok.

 

Μαριάννα μου-Ηλιαχτίδα μου

αδυνατώ να σου εξηγήσω

με πόση ευτυχία γεμίζεις τη ζωή μου

 

  Ένας λόγος είναι ότι τα παιδιά δύσκολα το καταλαβαίνουν.

 

  Στο «Καλινάκι» διαβάζουμε:

 

Ήλιος στον Υδροχόο, μαζί και η σελήνη.

Ποιες περίπλοκες αντιθέσεις

ουρανίων σωμάτων

φέρει και η δική σου ιδιοσυγκρασία;

 

  Αναρωτιέμαι και για τη δική μου. Ξέρω μόνο ότι είμαι υδροχόος.

 

  Προς το τέλος διαβάζουμε:

 

Τα δυο στοιχεία είν’ αυτά,

που κουβαλάμε στη ζωή:

Η ομορφιά και η χαρά

και χέρι χέρι από την άλλη

η πίκρα με το βάσανο.

 

  Η ομορφιά, λέει, θα σώσει τον κόσμο.

  Μα είναι δυνατόν, αφού από την άλλη πηγαίνει χέρι χέρι η πίκρα και με το βάσανο;

 

Απ’ το βαθύ πηγάδι της καρδιάς μου αναρριχήθηκαν

η άνευ όρων αγάπη κι η ευχαρίστηση

να σε προσέχω από τη βρεφική σου ηλικία

και να σου κάνω μαθήματα μέχρι να ενηλικιωθείς.

 

  Αυτός είναι ο εγγονός της ο Νίκος.

  Το παιδί του παιδιού μου είναι δυο φορές παιδί μου, λένε.

  Οι στίχοι αυτοί αποτελούν μια ακόμη επιβεβαίωση.

 

Αγαπημένη μου Κωνστάνς

ούτε φαντάζεσαι

πόσο μου λείπει η ανάσα σου

το άγγιγμά σου

η ζεστή σου αγκαλιά

τώρα που μου τα στερεί όλα αυτά

η πανδημία του κορονοϊού

 

  Αυτή είναι η εγγονή της.

  Πιο κάτω στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε:

 

Δίκιο είχε ο Ντοστογιέφσκι γράφοντας: η ψυχή γιατρεύεται, όταν είσαι κοντά σε παιδιά.

 

  Το παρακάτω δεν μου είχε περάσει από το μυαλό:

 

δεν ξέρω αν θυμάσαι

σου είχα πει

ότι το όνομά μας προέρχεται

από τη λατινική λέξη «constans»

και ότι σημαίνει σταθερή και πιστή

 

  Πιο κάτω διαβάζουμε:

 

εκδηλώνεις όμως

κι έναν χαρακτήρα

αγχώδη κι αναποφάσιστο

γιατί τα θέλεις όλα

στην εντέλεια

 

αξιολάτρευτη Κωνσταντίνα μου

θέλω να ξέρεις ότι

πάνω απ’ όλα

μ’ ενδιαφέρει η υγεία σου

 

  Κάθε παππούς και γονιός θα το προσυπέγραφε αυτό.

 

  Το «Τι είναι η ζωή» είναι αφιερωμένο στο Βασίλη και γράφηκε στην Πράγα, ένα χρόνο πριν την Άνοιξή της.

 

Επιθυμώ μόνο

να είμαι μαζί σου

να νιώθω την παρουσία σου

τον χτύπο της καρδιάς σου,

τον ρυθμό της αναπνοής σου.

 

  Το «Μου λείπεις» είναι αφιερωμένο στον Αντώνη.

 

Μάρτυς μου το σαλόνι μου

Μάρτυς μου το στρώμα του έρωτα

Μάρτυς μου η κατάθλιψη

Μάρτυς μου η ηχώ της σκέψης μου

Μάρτυς μου τα σανίδια του χρόνου

Μάρτυς μου η λίμνη των δακρύων

Μάρτυς μου η απεραντοσύνη του γκρίζου

Μάρτυς μου ο ίδιος ο Θεός/ πόσο μου λείπεις.

 

  Εντυπωσιακό εφέ επανάληψης του «Μάρτυς μου» στον πρώτο στίχο κάθε στροφής.

 

γιατί ο πόνος συμφυής με την ύπαρξη

πάντα θα μας καταβάλλει

 

  Ας είμαστε αισιόδοξοι: όχι πάντα.

 

  Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, με το οποίο θέλω να τελειώσω αυτή την βιβλιοκριτική παραθέτοντάς το ολόκληρο, έχει τίτλο «Αντίο Θόδωρε!».

  Ποιος είναι αυτός ο Θόδωρος;

  Ένας αγαπημένος μας σκηνοθέτης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

  Με έξυπνο τρόπο η Κωνστάνς συνδέει τίτλους ταινιών του σε προτάσεις.

 

Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πεσμένο στη γη

στοχάζομαι

πως γκρεμίστηκε στο κεφάλι μας

ολάκερη η Ελλάδα

γράφει ο φίλος μου ο Ανέστης

 

Κι εμένα σπαράζει η καρδιά μου

με πνίγει η στεναχώρια

που ’φυγε

για την «Άλλη θάλασσα»

το «Βλέμμα του Οδυσσέα»

 

Μα το μυαλό που καθρεφτίζεται

στα όνειρά του

ακούει

την ομιλητική σιωπή του

να εξιστορεί

«Μια αιωνιότητα και μια μέρα»

το «μετέωρο βήμα του Πελαργού»

τον τραγικό «Θίασο» των Βαλκανίων

«Το λιβάδι που δακρύζει»

 

Είτε το θέλουμε είτε όχι

θα στρέφουν

τα βλέμματα της Ανθρωπότητας

στο «Τοπίο της ομίχλης»

μέχρι να το σκεπάσει

Η «Σκόνη του χρόνου».

 

  Εξαιρετικά και αυτά τα ποιήματα της Κωνστάνς, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα.