Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, Η φόνισσα (1903)
Κοίτα σύμπτωση, τη χρονιά που
γεννήθηκε ο πατέρας μου ο Παπαδιαμάντης έγραψε τη «Φόνισσα».
Η «Φόνισσα» θεωρείται το
κορυφαίο έργο του Παπαδιαμάντη. Ανθολογείται στα κείμενα νεοελληνικής
λογοτεχνίας της Β΄Λυκείου, και καθώς την είχα διδάξει, την είχα διαβάσει
σίγουρα δυο φορές. Αυτή είναι η τρίτη, με αφορμή την συζήτηση που έχουμε γι’
αυτή στη Λέσχη Ανάγνωσης σήμερα Τετάρτη, 10 Ιουνίου, στις έξι η ώρα, η οποία
γίνεται διαδικτυακά, μέσω της πλατφόρμας του zoom. Όποιος θέλει μπορεί να συμμετάσχει, έστω σαν ακροατής, πατώντας
τον σύνδεσμο https://us02web.zoom.us/j/89703249224
Ο Παπαδιαμάντης ξεκινάει
σαν μυθιστοριογράφος. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η μετανάστις», είναι άκρως
επίκαιρο, μια και αναφέρεται σε μια πανδημία. Το επόμενό του «Οι έμποροι των
εθνών» γυρίστηκε σε σήριαλ, το οποίο όμως η ΕΡΤ δεν κοίταξε να διαφυλάξει στα
αρχεία της, και θεωρείται χαμένο. Το τρίτο του μυθιστόρημα είναι «Η
γυφτοπούλα». Μετά αφοσιώνεται στο διήγημα, φλερτάροντας όμως και με το
μυθιστόρημα, με νουβέλες. Μια απ’ αυτές είναι και η «Φόνισσα».
Φόνισσα είναι η
Φραγκογιαννού.
Όμως ποια είναι η
Φραγκογιαννού;
Πέρασε μια ταλαιπωρημένη
ζωή, με μια σκληρή μητέρα, που την πάντρεψε άρον άρον για να την ξεφορτωθεί
δίνοντάς της μια ελάχιστη προίκα. Έπρεπε να ζήσει, να στηρίξει την οικογένειά
της, τα τρία αγόρια και τα τρία κορίτσια της, μια και ο άντρας της ήταν εντελώς
ανεπρόκοπος.
«Πλην, εις τους μικρούς τόπους
«δεν υπάρχουσιν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίται» και όπως ένας μπακάλης κωμοπόλεως
είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος,
ούτω και μία καλή υφάντρια, οποία ήτο η Φραγκογιαννού, ουδέν
εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν,
και άλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή, ήρκει να είναι επιτηδεία. Και η
Φραγκογιαννού ήτο
επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών».
Έτσι λοιπόν η
Φραγκογιαννού,
«Με το καλάθιον υπό τον
αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθούμενη από τα δύο
τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην, οκτώ ετών, και την Κρινιώ,
εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας,
κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζε –την
αγριοκρομμύδα, την δρακοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμη– τα έκοπτεν ή τα
εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιον της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν».
Την αγριοκρομμύδα την
συναντάμε και πιο κάτω. Δεν μας λέει ο Παπαδιαμάντης τις θεραπευτικές της
ιδιότητες. Ξέρω όμως ότι ο φίλος ο Σωτήρης, τακτικός πελάτης αυτός του piccolino á café καθότι γείτονας, από την
αγριοκρομμύδα βγάζει το ψωμί του, κατασκευάζοντας απ’ αυτή φάρμακο για τη
φαλάκρα.
Η Φραγκογιαννού, καθώς
παραστέκεται στο αρτιγέννητο κοριτσάκι της κόρης της για να ξεκουραστεί η
λεχώνα μάνα του, κάνει σκέψεις για τη θλιβερή μοίρα των γυναικών.
«Όταν ήτο παιδίσκη,
υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και
όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και
κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα
της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της».
Ο Κομφούκιος λέει ότι η
γυναίκα πρέπει να υπακούει τον πατέρα της. Όταν παντρευτεί, το σύζυγό της. Αν
πεθάνει και αυτός, το γιο της.
Αυτά σήμερα δεν υπάρχουν
στην κομμουνιστική Κίνα, τουλάχιστον θεσμοποιημένα, όπως υπάρχουν στο ισλάμ.
Αυτό θα μπορούσε να
θεωρηθεί σαν ένα πρώιμο φεμινιστικό σχόλιο, σαν μια έκκληση για την
απελευθέρωση της γυναίκας απ’ αυτή τη σκλαβιά, όμως όχι. Το παρακάτω σχόλιο το
διαψεύδει.
«Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς,
όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να
υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόρας – και τας πέντε, και τας εξ, και τας επτά!
Και να δώσουν εις όλας προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο
στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα –
είτε κολλήγισα άλλων ευπορωτέρων οικογενειών εις τα κτήματα, εις τας συκάς και
τας μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν– ή τρέφουσα δύο ή τρεις
αίγας ή αμνάδας –γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά
μικράς ζημίας– φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με
ιδρώτα αλμυρόν – ώφειλεν εξ άπαντος «ν' αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και
να δώση πέντε, εξ, ή επτά προίκας! I Θεέ μου!».
Η βρεφοκτονία των
κοριτσιών ήταν κοινή πρακτική σε πολλές κοινωνίες, σίγουρα στην Κίνα και τους
άραβες, μέχρι που ήλθε ο Μωάμεθ και την απαγόρεψε.
Όμως και σήμερα όλοι
καλωσορίζουν το γιο, είναι πιο επιθυμητός από την κόρη, καθώς θα διαιωνίσει και
το όνομα. Είναι γνωστό αυτό που κυκλοφορεί στην Κρήτη: -Τι θα ’θελες να
γεννήσει η γυναίκα σου, αγόρι ή κορίτσι; -Γερός να ’ναι κι ό,τι να ’ναι.
Τι σκέπτεται για το θάνατο
ενός μικρού κοριτσιού που πέθανε πριν λίγες μέρες;
«ο Παράδεισος, απ' αυτόν
τον κόσμον ήδη, ήνοιγε τας πύλας διά να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον
ηυτύχησε να λύτρωση τους γονείς του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδια, που
πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας τα χρυσόλευκα, και σεις, ψυχαί των Αγίων,
υποδεχθήτε το!».
Έτσι οδηγείται στην παρακάτω
σκέψη:
«Τα κορίτσια είν'
εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν
έπρεπεν ημείς ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων;».
Και ο τριτοπρόσωπος
αφηγητής σχολιάζει:
«Α! όσον το συλλογίζεται
κανείς, «ψηλώνει ο νους του»!... Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη
ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή
εις ανώτερα ζητήματα».
Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας
ότι κάνει μια καλή πράξη, αποφάσισε να πνίξει το μωρό της κόρης της.
Σειρά είχαν δυο άλλα
κοριτσάκια που τα έπνιξε σε μια στέρνα. Υπήρξαν υποψίες, αλλά όχι βεβαιότητες,
ότι αυτή τα έπνιξε. Όμως όταν ένα άλλο κοριτσάκι έπεσε μόνο του στο πηγάδι που
ήταν στο πλυσταριό, και στο οποίο εκείνη τη στιγμή βρισκόταν μόνο η
Φραγκογιαννού, η υποψία άρχισε να γίνεται βεβαιότητα.
Βλέπει τους «τακτικούς»
κάτω από το σπίτι της. Από στιγμή σε στιγμή θα μπουν μέσα να τη συλλάβουν.
Το σκάει, και βρίσκει
προσωρινό καταφύγιο σε μια γυναίκα της οποίας είχε προσφέρει μεγάλη εκδούλευση:
την είχε βοηθήσει να ρίξει το μωρό της, προϊόν παράνομων σχέσεων, καθώς ο
άντρας της ήταν ναυτικός και έλλειπε τον περισσότερο χρόνο.
Ο κόσμος το ’χει τούμπανο
κι εμείς κρυφό καμάρι.
Οι χωριανοί σχολιάζουν.
«Αλλ' η ειρημένη Κοκκίτσα και δύο ή τρεις
άλλαι γειτόνισσαι, αίτινες τα έλεγον σιγανά, κ' εγέλων συριστικά μεταξύ των,
ισχυρίζοντο ότι, δήθεν «απ' το παιδί έχουν πολλοί μερδικό»· ότι το κεφάλι
πρέπει να είναι του γραμματικού, του φουστανελά με το τεράστιον φέσι και
την μακροτάτην φούντα, η μέση, θα είναι βέβαια του νωματάρχη, του
σεβταλή, το ένα το ποδάρι (στο λάκκο!) του γερο-κολασμένου, του βρακά, το ένα
χέρι (μακρύ χέρι!) του τελωνοφύλακα, και το άλλο χέρι (παστρικό χέρι!) του
ψιλικατζή, με τις 'λληνικούρες».
Ναι, τελικά έχει χιούμορ ο
Παπαδιαμάντης.
Ένοιωσε μήπως τύψεις;
Ναι, αλλά προσωρινά.
«Δεν ήτο πρώτη φορά καθ'
ην ήκουε μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το
πένθιμον εκείνο κλαύμα του βρέφους. Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την
συμφοράν, και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζί της. Κ' εφαντάζετο ότι
έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της».
Στις προσπάθειές της να
ξεφύγει θα ξεπέσει στην καλύβα ενός βοσκού, όπου θα πνίξει και άλλο μωρό. Όμως
ο κλοιός έχει σφίξει ασφυκτικά γύρω της. Βλέπει τους τακτικούς να την κυνηγούν.
Μπροστά της είναι ένα νησάκι, που όμως γίνεται στεριά όταν υποχωρεί η
παλίρροια. Τώρα η παλίρροια έχει αρχίσει πάλι. Θα προλάβει να φτάσει στο
νησάκι;
Δεν προλαβαίνει. Η
παλίρροια έχει προχωρήσει αρκετά, το πρόσωπό της καλύπτεται από το νερό.
«Η γραία Χαδούλα εύρε τον
θάνατο εις το πέραµα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιµόν τον ενώνοντα τον βράχον
του ερηµητηρίου µε την ξηράν, εις το ήµισυ του δρόµου, µεταξύ της θείας και της
ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Αφηγηματικά η νουβέλα έχει
μεγάλο ενδιαφέρον. Βλέπουμε πολλά κινηματογραφικά flash back, με τη
Φραγκογιαννού να αναπολεί τη ζωή της. Τα δυο αγόρια, ταλαιπωρημένα,
ξενητεύθηκαν και δεν έδωσαν σημεία ζωής, ενώ ο τρίτος γιος ήταν ένας
ανεπρόκοπος που είχα συχνά τραβήγματα με την αστυνομία. Μόλις που κατάφερε να
της ξεφύγει κάποτε. Τώρα βρίσκεται στη φυλακή.
Η προσπάθεια της
Φραγκογιαννούς να διαφύγει παρουσιάζεται σε πολλές σελίδες. Ο Παπαδιαμάντης
φαίνεται να γνωρίζει επακριβώς τα μέρη τα οποία διαβαίνει η Φραγκογιαννού, και
τα περιγράφει με γλαφυρότητα.
Θα υπογραμμίσω εδώ τον
μακροπερίοδο λόγο του Παπαδιαμάντη τον οποίο χειρίζεται με μεγάλη ικανότητα,
χωρίς να δημιουργεί ίχνος ασάφειας στον αναγνώστη, πράγμα που λίγοι το
πετυχαίνουν.
Και τώρα κάποια ακόμη
αποσπάσματα.
«…εωσότου, έδωκεν ο Θεός
και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια»
εις την Ελλάδα, κ' έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα. Την πλιατσικολογίαν
διεδέχθη η φορολογία, και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός
εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την «ώτα
ουκ έχουσαν».
Εδώ βλέπουμε τον σατιρικό
Παπαδιαμάντη, που θα τον συναντήσουμε και αλλού στη «Φόνισσα». Και βέβαια όλη η
νουβέλα είναι μια σάτιρα, καθώς διεκτραγωδεί τη μοίρα της γυναίκας κάτω από τις
ασφυκτικές κοινωνικές πιέσεις.
«Ποτέ δεν το είχε ειπή ούτε
εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς
εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή·
δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα».
Δεν μου είχε περάσει ποτέ
από το μυαλό ότι θα μπορούσαν να γίνονται και τέτοιου είδους εξομολογήσεις.
Και θυμήθηκα την ταινία «If you are the one» του Feng Xiaogang στην οποία ο παπάς είχε βαρεθεί τον εξομολογούμενο, καθώς η
εξομολόγησή του τραβούσε επί ώρες, και τον ξαπέστειλε ευγενικά.
«Τέλος όταν ορίσθηκε η
δίκη, εζήτησαν να πλησιάσουν τους ενόρκους, οίτινες είχον έλθει, άλλοι
φουστανελάδες, από τα ορεινά χωρία, άλλοι βρακάδες, από τας νήσους και τα
παραθαλάσσια».
Ο μοντερνισμός δεν είχε
ακόμη επιβάλλει την ομογενοποίηση της ενδυμασίας με το δυτικό παντελόνι και
σακάκι. Και οι δυο παππούδες μου, τους οποίους δεν γνώρισα, φορούσαν βράκα,
όπως και ο παππούς του φίλου μου του Θόδωρα, τον οποίο εγνώρισα, ήδη
εκατοχρονίτη. Αλλά θυμούμαι και άλλους χωριανούς να φορούν βράκα.
Τώρα να μην πω τη
μαντινάδα που μου ήλθε στο μυαλό, «Ωρέ κοπέλι κρητικό, ειντά ’χεις τα στη
βράκα…».
«Γύφτικο σπίτι καίεται»,
είπεν ειρωνικώς γελώσα η Αμέρσα».
Εμείς το κάνουμε πιο
γενικό λέγοντας «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Ο ρατσισμός διαπερνά τη γλώσσα.
«Είτα, όταν ειρήνευσαν τα
πράγματα, και η νέα πολίχνη εκτίσθη εις τον λιμένα το μεσημβρινόν, η μάννα της,
η μάγισσα, η πολυκυνηγημένη από τους κλέφτες και τους λιάπηδες, συχνά την είχεν
επαναφέρει εις τα μέρη εκείνα, της είχε δείξει όλους τους κλεφτότοπους, τους
άβατους βράχους και τα άντρα, και της είχε διηγηθή δι' ένα έκαστον των τόπων
εκείνων ανά μίαν ιστορίαν, φανταστικήν ή αληθή».
Η γυναίκα, κυνηγημένη από
τους (δικούς μας) κλέφτες και από τους (τούρκους) λιάπηδες.
Μου θύμισε τις γυναίκες
στο Κονγκό, που τις εβίαζαν εξίσου αντάρτες και κυβερνητικοί, αλλά και
αστυνομικοί, όπως είδα σε ένα ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς που έχει τίτλο «Αθέατα
εγκλήματα».
«Έψησε τον καφέν και τον
εκένωσε».
«Εκένωσε», μια λέξη που
είχα να την ακούσω από τα παιδικά μου χρόνια, και που σημαίνει σερβίρω. Το ίδιο
και τη λέξη «μαθές», που τη συναντάμε δυο φορές στο κείμενο. Αυτή δεν την
άκουσα ποτέ, αλλά τη συνάντησα στον Καζαντζάκη και ρώτησα τον πατέρα μου να μου
πει τι σημαίνει. Μου εξήγησε ότι θα πει, «βέβαια, σίγουρα».
Είδα και την ομώνυμη ταινία
του Κώστα Φέρρη, μια ταινία γεμάτη ποιητικό ρεαλισμό, ο οποίος όμως μπορεί να
δημιουργήσει μια αφηγηματική ασάφεια σε όσους δεν έχουν διαβάσει τη νουβέλα. Θα
μου πείτε, πόσοι θα είναι αυτοί που είδαν την ταινία χωρίς να έχουν διαβάσει τη
νουβέλα; Ασφαλώς ελάχιστοι.
Ο Φέρρης ακολουθεί πιστά
τον Παπαδιαμάντη, με μια εξαίρεση: κάνει μια αντιστροφή των φόνων. Πρώτα
πνίγεται το κοριτσάκι στο πηγάδι και μετά πνίγει η Φραγκογιαννού τα κοριτσάκια
στη στέρνα.
Δεν νομίζω ότι ένα έργο crime όπως είναι η «Φόνισσα» ενδείκνυται να
μεταφερθεί στον κινηματογράφο με ποιητικό τρόπο. Μια ταινία στα χολιγουντιανά
πρότυπα, με τις φοβερές σκηνές καταδίωξης που αφηγείται ο Παπαδιαμάντης, θα
ήταν ιδιαίτερα συναρπαστική, πιστεύω.
Βρήκαμε και έναν ιαμβικό
δεκαπεντασύλλαβο:
«Κ' η μάννα του η καψερή,
τόσο καλά δεν είναι».
Και κάτι ακόμη: πιστεύω
ότι η «Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών», για την ίδρυση της οποίας την
πρωτοβουλία είχε ο καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος, ένας της τριανδρίας που
επόπτευσε το διδακτορικό μου, αγόρασε τα δικαιώματα από τον εκδοτικό οίκο «Δόμο»
ο οποίος είχε κάνει κριτική έκδοση και τα ανάρτησε στο διαδίκτυο, εις κτήμα
όλων. Ο σύνδεσμος για να κατεβάσετε ό,τι θέλετε είναι εδώ.
Να σημειώσω τέλος ότι αν
δεν είχα την άνεση του ηλεκτρονικού κειμένου, δεν θα παρέθετα τόσο εκτενή
αποσπάσματα, για τα οποία έκανα απλά αντιγραφή και επικόλληση.
Να μην το ξεχάσω, όταν
διάβασα στο βιβλίο του Βρασίδα
Καραλή «A history of the Greek cinema» (2012) ότι
η Ελένη Αλεξανδράκη είχε μεταφέρει το διήγημα «Η νοσταλγός» του Παπαδιαμάντη
στη μεγάλη οθόνη, αποφάσισα να διαβάσω το διήγημα και να δω και
την ταινία.
Μόλις ανακάλυψα, κάτι που
αναφέρει πάλι ο Βρασίδας Καραλής, ότι ο «Μετανάστης» 1966) του Νέστορα Μάτσα,
μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος του Παπαδιαμάντη, υπάρχει στο youtube. Θα
διαβάσω το διήγημα και θα δω και την ταινία. Ό,τι προλάβω τώρα με τον Παπαδιαμάντη,
γιατί δεν νομίζω να έχω την πολυτέλεια να επιστρέψω. Και βέβαια θα τελειώσω το
μυθιστόρημά του «Η μετανάστις», που ξεκινάει με μια πανδημία, χειρότερη απ’
αυτή που περνάμε εμείς σήμερα.
No comments:
Post a Comment