Book review, movie criticism

Tuesday, June 2, 2020

Γιάννης Τσίρμπας, Η Βικτώρια δεν υπάρχει


Γιάννης Τσίρμπας, Η Βικτώρια δεν υπάρχει, Νεφέλη 2013, σελ. 58

  Η Βικτώρια δεν υπάρχει λέει; Μα, είναι εκεί. Σε δυο διαμερίσματα στη πολυκατοικία που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνιά της στεγαζόταν η ομάδα που συνέτασσε το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών υπό την εποπτεία του φίλου μου καθηγητή γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, όπου δούλεψα κάποιους μήνες ως επιστημονικός συνεργάτης. Επίσης σε ένα κάθετο δρόμο της, την Ελπίδος, βρίσκεται η ΜΚΟ victoriasquareproject, στα πλαίσια της οποίας λειτουργεί μια Λέσχη Ανάγνωσης της οποίας είμαι μέλος. Πώς λοιπόν δεν υπάρχει;
  Στο βιβλίο αναφέρεται ότι στη Βικτώρια έζησαν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Δομάζος. Είχα ξεχάσει σε ποιον ανήκε το κτίριο που στεγαζόταν το Λεξικό και πήρα τηλέφωνο το φίλο μου το Χρίστο. Μου θύμισε ότι ανήκε στον Απόστολο Σαχίνη, καθηγητή, ακαδημαϊκό, και μου είπε επίσης ότι σε ένα σπίτι στη γωνία με την Αριστοτέλους γεννήθηκε και ο φίλος μας ο Γιώργος ο Σγουράκης, που κάνει την μακροβιότερη πολιτιστική εκπομπή, το «Μονόγραμμα».  
  Ε, να, δεν είναι η Βικτώρια όπως ήταν παλιά, έχει γεμίσει μετανάστες, πράγμα που κάποιοι το φέρουν βαρέως. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Μελετάκος, που στη διάρκεια μιας διαδρομής με τον ηλεκτρικό λέει στον αφηγητή πώς ήταν παλιά η Βικτώρια, κάνοντας ένα οδοιπορικό σε διάφορους δρόμους της. Πολλά καταστήματα τα έχουν τώρα μετανάστες, ενώ στην πολυκατοικία του οι περισσότεροι ένοικοι είναι επίσης μετανάστες.
  Το ξέρω κι εγώ ότι υπάρχουν ένα σωρό μετανάστες στην πλατεία Βικτωρίας, πριν πέντε χρόνια έκανα μια σχετική ανάρτηση στο blog μου.
  Το επόμενο αφήγημα είναι αναμνήσεις. Αναφέρεται στο ξύλο που έριξε σε κάποιον Μουστρούφα. Μιλάει σαν να μονολογεί, απευθυνόμενος στον εαυτό του σε δεύτερο πρόσωπο, όμως απευθύνεται καθαρά στον αφηγητή.
  «Το απόγευμα μετά το σχόλασμα περίμενες τον Μουστρούφα στην Ελπίδος, δίπλα στο σπίτι του. Σε είδε μπροστά του και κατάλαβε. Απλώς άφησε τη σάκα του να πέσει και δεν έκανε κιχ. Τον χτύπησες μέχρι που έφτυσε δυο δόντια στα πλακάκια. Δεν είπες ούτε μια κουβέντα» (σελ. 17-18).
  Παραβατικός νεαρός, με συχνά τραβήγματα με την αστυνομία, κάποια στιγμή έγινε πληροφοριοδότης τους για να γλιτώσει.
  «Οι μπάτσο σε ξαναβρήκαν. Αυτή τη φορά ήθελαν μια πληροφορία. Για ένα συμμαθητή σου, ύποπτο. Με την πρώτη κλοτσιά εκεί κάτω, τον έδωσες. Με την πρώτη κλοτσιά. Σε πήρανε τα κλάματα. Όχι αυτό, ρε παιδιά. Όχι χαφιές. Μετά έδωσες κι άλλον κι άλλον. Μετά σε χαρτζιλικώνανε κιόλας (σελ. 18).
  Για να σπάσει τη μονοτονία της αφήγησης του διπλανού του ο αφηγητής μιλάει και για τον εαυτό του. Ακούγοντάς τον, σβήνει ταυτόχρονα μηνύματα από το κινητό του.
  «Συνεχίζει ακάθεκτος. Συνεχίζω απτόητος να σβήνω τα σκουπίδια από το κινητό μου» (σελ. 21).
   Στην αφήγησή του αναφέρεται και σε κτίρια της παλιάς εκείνης εποχής.
  «Πάνω από το Πατ-κιουτ ήταν ο Στρατηγάκης, το μεγάλο φροντιστήριο. Ωραίο νεοκλασικό. Έκλεισε νωρίς αυτό. Και το Πατ-κιουτ έκλεισε. Ρημάδια. Βασικά τώρα το περίεργο είναι αν κάτι δεν έκλεισε, όχι αν έκλεισε (σελ. 22-23).
  Παραπονιέται: «Και να σε ρωτήσω γιατί, ρε φίλε, η σκουπιδιάρα [στο Κολωνάκι] περνάει δυο και τρεις φορές και σ’ εμάς κάτω να περνάει μία, κι αυτή με το ζόρι; Και πού και πού να μας ξεχνάει τελείως; (σελ. 24).
  Έτσι παραπονιέμαι κι εγώ: Γιατί η σκουπιδιάρα να αδειάζει καθημερινά τους κάδους στη γωνία Φανερωμένης και Καλαμών, στο Γαλάτσι, ενώ στη γωνία Κλεάρχου και Καλαμών που είναι το σπίτι μου έρχεται με την ίδια συχνότητα που έρχεται και στη Βικτώρια, όπως παραπονιέται ο αφηγητής;
  Όμως υπάρχει και άλλο παράπονο. Ο κάδος στη γωνία μας είναι γεμάτος, και δίπλα του ένα σωρό σακούλες με σκουπίδια. Δηλαδή τόσος κόπος ήταν για αυτούς που τα άφησαν να πάνε δυο βήματα παραπέρα να τα αφήσουν στους άλλους κάδους; (εκεί υπάρχουν δυο). Αυτό δεν έκαναν πριν λίγα μόλις χρόνια, μέχρι να μπει κάδος και δίπλα μας;
  Εγώ φυσικά όταν τον δω γεμάτο τα πηγαίνω στους άλλους κάδους.
  Αλήθεια, τι γνώμη έχει για το πολυπολιτισμικό σχολείο;
  «Ε, μια φορά σάλταρα κι εγώ, ρε φίλε. Ήμουνα στ’ αμάξι, Σουμερλή και Αχαρνών, στο σχολείο μου απέξω, που τώρα έχει γίνει, λέει, πολυπολιτισμικό. Στα μούτρα μας, ρε φίλε, μας πετάνε αυτά που φταίνε για την κατάντια μας. Πολυπολιτισμικό και παγκοσμιοποίηση, αυτά μας μαράνανε. Και δεν έχω βενζίνη, να πούμε και ξεφτιλίζομαι στον Βενζινά και βάζω ένα τάλιρο. Ένα τάλιρο βενζίνη, ρε φίλε, έχεις βάλει εσύ ποτέ ένα τάλιρο βενζίνη; Μέχρι να βάλει την αντλία, την έβγαλε» (σελ. 32).
  Εγώ έχω βάλει ένα τάλιρο βενζίνη, αλλά στη μηχανή μου, και όχι γιατί δεν είχα παραπάνω λεφτά, αλλά έλεγα, μια και περνώ…
  Όμως μια φορά, πιτσιρικάς, πήγα στο μπακαλικάκι της Κατερίνης της Παραουλάκης που βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά της πλατείας του χωριού μου και της λέω να μου δώσει ένα πενηνταράκι χαλουβά. Κόβει ένα μικρό κομμάτι, το βάζει μπροστά στη μύτη μου και μου λέει: «Μύρισέ το». Το μύρισα. «Δώσε μου τώρα το πενηνταράκι».
  Τι χαλβά να αγοράσεις με ένα πενηνταράκι; Όμως εγώ ένα πενηνταράκι είχα όλο κι όλο.
  Αλλά τελικά μου έδωσε το χαλβά.
  Το κεφάλαιο «Άλλο ένα βράδυ» είναι ολότελα μοντερνιστικό: μεγάλες παράγραφοι με «ροή συνείδησης» (stream of consciousness) στις οποίες η μόνη τελεία που συναντάς βρίσκεται στο τέλος τους.
  Το αμέσως επόμενο κεφάλαιο, ξεκινάει με την αγανάκτηση του αφηγητή. Του έχει γίνει πια κουραστικός. «Μακάρι να μπορούσε να παρεμβληθεί μια οθόνη μεταξύ μας», λέει (σελ. 39). Όμως αυτός συνεχίζει ακάθεκτος τη κουβέντα του, αναφέροντάς του το σχέδιο εξόντωσης που έχει ετοιμάσει για τους μετανάστες. Θα κρεμούν κομμάτια με δηλητηριασμένο ψωμί στους κάδους σκουπιδιών, κάτι που συνηθίζουν να κάνουν οι φιλάνθρωποι συμπολίτες μας με πράγματα που δεν χρειάζονται πια. Μου έδωσε κάποτε η φίλη μου η Νία, φεύγοντας από το σπίτι τους, μια τσάντα με κουλουράκια που είχε φέρει η κόρη της από τη δουλειά της να τα κρεμάσω στον κάδο απέναντι, όμως εγώ λυπήθηκα να τα αφήσω όλα, πήρα δυο και τα έφαγα στο σπίτι.
  Ποιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες;
  «Οι λευκοί, ρε φίλε, όταν πήγαν στην Αμερική τι έκαναν; Για να καθαρίσουν τον τόπο από τους Ινδιάνους; Οι οποίοι βέβαια είχαν δικαίωμα, να τα λέμε όλα. Τους έδιναν κουβέρτες και καλά φιλανθρωπία, αλλά οι κουβέρτες είχαν ευλογιά, από νοσοκομεία. Η αρρώστια θέριζε» (σελ. 42).
  «Τι τρώγανε οι γιαπωνέζοι; Ρύζι τρώνε. Όταν τους πολεμάγανε οι Ιάπωνες τους πετάγανε κιούπια με ρύζι από τα αεροπλάνα. Χιλιάδες. Το ρύζι όμως είχε ψύλλους και οι ψύλλοι είχανε πανούκλα. Κατάλαβες τώρα;» (σελ. 42).
  Πώς αντιδράει ο αφηγητής;
  «Τον ρωτάω, έκπληκτος με το αστυνομικό μου δαιμόνιο, τι θα γίνει αν το φάει κανένας Έλληνας.
  -Κανονισμένο αυτό. Αυτός που βάζει τη σακούλα είναι υποχρεωμένος να περιμένει. Κρύβεσαι κάπου εκεί κοντά. Αν σου φαίνεται δικός μας, πας και του αποσπάς την προσοχή ή του αγοράζεις καμιά φραντζόλα ψωμί για να ντερλικώσει και να αφήσει τα σκουπίδια» (σελ. 48).
  Η «Θερμοκοιτίδα» είναι ένα παρέμβλητο διήγημα, που δεν κατάλαβα πώς κολλάει με την κυρίως αφήγηση. Αναφέρεται στην ιστορία μιας γυναίκας που έσωσε την κόρη της που γεννήθηκε πρόωρα φτειάχνοντας θερμοκοιτίδα με μπουκάλια γάλακτος τα οποία γέμιζε κατά τακτά χρονικά διαστήματα με ζεστό νερό. Ο άνδρας της κάποτε τους παράτησε, αλλά κάποια στιγμή ξαναγύρισε, ενώ απ’ έξω από το σπίτι τους η άλλη γυναίκα, παρατημένη τώρα αυτή, ωρυόταν. Μήπως είναι η μητέρα του αφηγητή;
  Στην τελευταία σελίδα μαθαίνουμε ότι και ο αφηγητής έχει τα προβλήματά του:
  «Και αν η Βάσω, μέσα στην προκατάληψή της εναντίον μου, γιατί δεν είμαστε και πολύ καλά τώρα τελευταία, νομίσει ότι δεν της έστειλα το μήνυμα για το γυμναστήριο αλλά για τη θεραπεία των ραγάδων;» (σελ. 58).
  Το τέλος της νουβέλας μας δίνει μια ακόμη ψηφίδα στην προσωπογράφηση του αφηγητή:
  «…ζητάω από τον ταξιτζή να χαμηλώσει την ένταση του ραδιοφώνου.
  Είναι Δευτέρα και η αθλητική ανάλυση έχει πάρει φωτιά» (σελ. 58).
  Υποθέτω ότι ο συγγραφέας είναι το ίδιο φίλαθλος όπως κι εγώ.
  Να σχολιάσω.
  Οι πιο φανατικοί ρατσιστές είναι κάποιοι λούμπεν προλετάριοι. Με το ρατσισμό τους αυτό νοιώθουν την ικανοποίηση ότι κοινωνικά υπάρχουν κάποιοι που βρίσκονται πιο χαμηλά απ’ αυτούς.
  Θυμάμαι έναν τέτοιο λούμπεν της γειτονιάς. Διαπληκτιζόταν με ένα μετανάστη που πουλούσε χαρτομάντηλα στα φανάρια. Του έλεγε να φύγει, να γυρίσει στον τόπο του. Ξαφνικά τον πλησιάζει ένας, του ρίχνει μια κλωτσιά στα πισινά και του λέει να αφήσει τον άνθρωπο ήσυχο.
  Πολύ καλή νουβέλα, με πρωτότυπη αφηγηματική σύλληψη πάνω σε ένα πολύ επίκαιρο θέμα. Απ’ αυτήν εμπνεύστηκε ο Γιάννης Σκαρίδης για να κάνει την ταινία του «Amerika Square» που είδαμε πριν τρία χρόνια, μεταθέτοντας βέβαια την πλοκή από την πλατεία Βικτώριας στην πλατεία Αμερικής, σαν πιο πιασάρικη. Όμως απ’ αυτήν, απ’ όσο θυμάμαι, κρατάει μόνο το επεισόδιο με τα δηλητηριασμένα ψωμάκια. Στην ανάρτηση που έχω κάνει για την ταινία δεν βρίσκω τίποτα παραπάνω, αν και δεν αποκλείεται να υπάρχει και να μην το θυμάμαι.  

No comments: