Book review, movie criticism

Thursday, December 24, 2020

James Fargo, Caravans (1978)

James Fargo, Caravans (1978)

 


  Το έχουμε ξαναπεί, σαν φαν του ιρανικού κινηματογράφου βλέπω και κάθε ταινία που έχει σχέση με το Ιράν. Έτσι είδαμε και τα «Καραβάνια» του James Fargo.

  Η ταινία, ιρανοαμερικής παραγωγής, είναι μια εξωτική περιπέτεια που διαδραματίζεται σε μια φανταστική χώρα της Μέσης Ανατολής, η οποία βέβαια αναγνωρίζεται εύκολα ως το Αφγανιστάν. Τα γυρίσματα έγιναν στο Αφγανιστάν και στο Ιράν.

  Η Jennifer ONeil (Θα την ξέρετε), απηυδισμένη από την οικογένειά της που την χρησιμοποιεί σαν μόστρα για την πολιτική καριέρα του πατέρα της που είναι γερουσιαστής, φεύγει από το σπίτι. Ήταν μια εποχή που πολλοί δυτικοί αναζητούσαν το νόημα της ζωής τους στην Ανατολή, κυρίως στην Ινδία.

  Κάποια στιγμή χάνονται τα ίχνη της. Θα ανατεθεί στον Michael Sarazzin (κι αυτόν πρέπει να τον έχετε ακούσει) να πάει να τη βρει.

  Εκεί θα μάθει ότι είναι παντρεμένη με τον ταγματάρχη Behrouz Vossoughi.

 Αυτόν αποκλείεται να τον ξέρετε. Και όμως, είναι ένας μύθος για τον ιρανικό σινεμά, κάτι ανάλογο με τον Λώρενς Ολιβιέ για τον αγγλικό. Έχω δει κάμποσες ταινίες του, κλασικές του ιρανικού κινηματογράφου, τον «Qheisar», τον «Ρεζά τον μοτοσικλετιστή», το «Toghi», τον «Dash Akol», το «Tansir» και την «Εποχή του ρινόκαιρου».

  Μόνο σε μια ακόμη ταινία ιρανοαμερικανικής παραγωγής έπαιξε ο ο Μπεχρούζ Βοσουγκί πριν την επανάσταση του 1979, τους «Ανίκητους έξι» (1970), σε σκηνοθεσία Jean Negulesco και μουσική Μάνου Χατζηδάκη. Μετά την επανάσταση μετανάστευσε στη Δύση, όπως και αρκετοί άλλοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες καθώς είχαν πέσει σε δυσμένεια με το νέο καθεστώς και έμειναν άνεργοι. Εκεί γύρισε κάποιες ταινίες ακόμη.

  Στο φεστιβάλ κινηματογράφου 2000 του Σαν Φρανσίσκο ο Αμπάς Κιαροσταμί τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του, όμως το βραβείο το πρόσφερε στον Μπεχρούζ Βοσουγκί για την προσφορά του στον ιρανικό κινηματογράφο.

  Ξαναγυρνάμε στην ταινία.

  Ο Sarazzin ψάχνει να βρει την Jennifer και μαθαίνει ότι το έχει σκάσει από τον άντρα της και βρίσκεται σε μια νομαδική φυλή, της οποίας αρχηγός είναι (αυτόν τον ξέρετε όλοι) ο Άντονι Κουήν. Πηγαίνει και τη βρίσκει. Όμως αρνείται να τον ακολουθήσει, μια χαρά είναι εκεί, γράφει όμως ένα γράμμα σαν απόδειξη ότι τη βρήκε.

  Τελικά σε μια σύγκρουση με στρατιώτες των οποίων ηγείται ο Βοσουγκί, ο οποίος είχε μάθει ότι μετέφεραν όπλα (έκαναν λαθρεμπόριο, όμως πρώτη φορά όπλα), η Jennifer θα σκοτωθεί.

  Ένα από τα επεισόδια της ταινίας είναι το πέρασμα ενός ποταμού από τη φυλή αυτή. Δύσκολο πέρασμα, κάποιοι κινδύνευσαν. Είμαι σίγουρος ότι ο Φάργκο είχε υπόψη του το κλασικό ντοκιμαντέρ των Merian C. Cooper, Ernest E. Schoedsack και Marguerite Harrison «Grass: a nations battle for life» (1925), στο οποίο το πέρασμα μιας ιρανικής νομαδικής φυλής ενός ποταμού είναι πραγματικά συγκλονιστικό.

  Κατά τα άλλα είδαμε πράγματα γνωστά για μας, την πολυγαμία, το ότι δεν επιτρέπεται ξένος να δει τη γυναίκα σου, το εθιμικό δίκαιο που επικρατεί στα εγκλήματα, σύμφωνα με το οποίο η οικογένεια του σκοτωμένου απαιτεί τη ζωή του φονιά (ξέρω από αλλού ότι μπορεί να γίνει διαπραγμάτευση, με χρηματική αποζημίωση), κ.ά.

  Πολύ καλή περιπέτεια, νομίζω ότι την είχα ξαναδεί, αλλά πολύ παλιά, πού να θυμάμαι. Και τότε βέβαια δεν ήξερα τον Βοσουγκί.

 

 

Αντρέι Ταρκόφσκι και Alexander Gordon, There will be no leave today (Сегодня увольнения не будет... 1959).

Αντρέι Ταρκόφσκι και Alexander Gordon, There will be no leave today (Сегодня увольнения не будет... 1959).

 


  Αυτή είναι η δεύτερη ταινία του Ταρκόφσκι, σαρανταεπτά λεπτών, την οποία γύρισε ενώ ήταν ακόμη φοιτητής στην Κρατική Σχολή Κινηματογράφου. Τη σκηνοθεσία συνυπογράφει ο Alexander Gordon, ενώ τη συγγραφή του σεναρίου, που βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό, συνυπογράφει και η Ιρίνα Μαχόβαγια.

  Ανακαλύπτουν μέσα στην πόλη, κάτω από το έδαφος, μια κρύπτη με βόμβες που άφησαν οι γερμανοί. Προφανώς πρόκειται για πόλη την οποία είχαν καταλάβει. Για να τις πυροδοτήσουν είναι επικίνδυνο, η έκρηξη θα προκαλούσε αρκετές καταστροφές. Η μόνη λύση είναι να τις απομακρύνουν και να τις καταστρέψουν σε ασφαλές μέρος.

  Σήμερα δεν έχει άδεια, έχει δουλειά. Κάποιοι άνδρες του Κόκκινου Στρατού θα αναλάβουν τη μεταφορά. Ένας πολίτης προθυμοποιείται να συμμετάσχει. Θα του το αρνηθούν δυο φορές, δεν γίνεται, είναι δουλειά του στρατού.

  Η διαταγή είναι να απομακρυνθούν όλοι από την πόλη μέχρι να γίνει η μεταφορά. Όμως την τελευταία στιγμή φέρνουν ένα τραυματία στο νοσοκομείο. Μα πρέπει να φύγουν. Όχι, ο γιατρός αποφασίζει να μείνει να τον εγχειρήσει. Μαζί του θα μείνουν και άλλα τρία άτομα.

  Η ταινία είναι πολύ μεγαλύτερου προϋπολογισμού και με πιο πολλά πρόσωπα από ότι οι  «Φονιάδες». Υπάρχουν και σκηνές πλήθους. Μου θύμισε πολύ το «Μεροκάματο του τρόμου», καθώς το σασπένς μήπως εκραγεί κάποια βόμβα είναι έντονο.

  Υπάρχει και ένα εφέ έκπληξης.

  Έχουν φτάσει στο χώρο εκφόρτωσης, αλλά δυο βόμβες είναι επικίνδυνες. Αδύνατον να μεταφερθούν με το φορτηγό εκεί. Τις παίρνει ένας από την ομάδα μεταφοράς για να τις κουβαλήσει με το χέρι. Ο εθελοντής στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως και που βρίσκεται κάπου εκεί κοντά με άλλους, προθυμοποιείται να βοηθήσει. Αρπάζει τη μια βόμβα. Την μεταφέρει ενώ η κάμερα τον παρακολουθεί από μακριά. Κάποια στιγμή χάνεται από τα μάτια μας. Ξαφνικά ακούμε μια έκρηξη. Σίγουρα εξεράγει και τον σκότωσε. Όμως σε λίγο θα τον δούμε να εμφανίζεται. Προφανώς την είχε ρίξει σε κάποια χαράδρα.

  Κλείνοντας με τον Ταρκόφσκι να πούμε ότι είδαμε και κάποια ντοκιμαντέρ. Το πρώτο, παραγωγή του Σουηδικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, είναι σε σκηνοθεσία του ίδιου του Ταρκόφσκι, με σκηνές από τη «Θυσία» και τα γυρίσματά της. Στην τελευταία σκηνή με το καιγόμενο σπίτι, ένα εξάλεπτο μονόπλανο, αφιερώθηκε ένα μεγάλο της ταινίας.

  Καθώς έβλεπα την αρχή της μου πέρασε από το μυαλό η εξής σκέψη. Πολλά πλάνα γυρίζονται όχι μια και δυο, αλλά είκοσι και τριάντα, καμιά φορά και εξήντα φορές. Είναι δυνατόν το πλάνο αυτό να γυριστεί έστω και δεύτερη φορά;

  Δεν το φανταζόμουνα, και όμως έτσι έγινε. Η κάμερα μπλόκαρε κάποια στιγμή, εκεί που έτρεχε ο κεντρικός ήρωας, πράγμα που βύθισε τον Ταρκόφσκι σε απελπισία. Ευτυχώς οι παραγωγοί δεν έφεραν αντίρρηση, σε τέσσερις πέντε μέρες έτοιμο πάλι το σπίτι και ξανά η λήψη του πλάνου. Αυτή τη φορά υπήρχαν δυο κάμερες, τρίτη ευκαιρία δεν θα του δινόταν. Βγήκε εξαιρετικό, όπως λέει ο σχολιαστής.

  -Τι να κάνουμε αυτή την κάμερα, να την πετάξουμε στη θάλασσα, όπως πετούσαν στη θάλασσα οι ισλανδοί τις άπιστες γυναίκες;

  Το ξέρατε εσείς αυτό;

  Τελικά αστείο ήταν, δεν είδα να την πετάει.

  Το δεύτερο είναι του γερμανού Ebbo Demant με τίτλο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», με συνεντεύξεις του ίδιου, μελών της οικογένειάς του καθώς και συνεργατών του, και με αποσπάσματα από το βιβλίο του «Σμιλεύοντας το χρόνο». Μπορείτε να το δείτε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.

  Το τρίτο με τίτλο «Ταρκόφσκι, ο ποιητής της εικόνας», είναι μια συνέντευξη που του πήρε η Donatella Baglivo την οποία είδα πριν χρόνια στην ΕΡΤ. Διαβάζω τώρα στο διαδίκτυο ότι προβλήθηκε το 1983. Και αυτήν μπορείτε να τη δείτε στο youtube με τους ελληνικούς υπότιτλους.

  Το τέταρτο ντοκιμαντέρ που είδα ήταν του Chris Marker με τίτλο «Μια μέρα από τη ζωή του Αντρέι Αρσένιεβιτς» (Φιοντόρ Νικολάγιεβιτς, σε βλέπω που γελάς). Η μέρα αυτή ήταν η μέρα της συνάντησης του άρρωστου Ταρκόφσκι με τον γιο του και τη μητέρα του, που επί τέλους οι σοβιετικές αρχές τους έδωσαν την άδεια (ας μην ήταν ο Γκορμπατσώφ στην εξουσία και σου ’λεγα εγώ) να ταξιδέψουν στη Δύση όπου ήταν αυτοεξόριστος με τη γυναίκα του να τον δουν. Συγκινητική η σκηνή της συνάντησης μητέρας και γιου.

  Φυσικά βλέπουμε σκηνές από τις ταινίες του με τον ανάλογο σχολιασμό, αλλά και αποσπάσματα από άλλα ντοκιμαντέρ (εντόπισα το «Ταρκόφσκι, ο ποιητής της εικόνας» και το «Συναντώντας τον Αντρέι Ταρκόφσκι» για το οποίο θα μιλήσουμε αμέσως μετά).

  Αυτό δεν το είχα σκεφτεί: στο πλάνο της φωτιάς στη «Θυσία», η σχολιάστρια μας λέει ότι σ’ αυτό υπάρχουν και τα τέσσερα στοιχεία που βλέπουμε στις ταινίες του Ταρκόφσκι (τέσσερα από τα φετίχ του, έτσι τα ονόμασα εγώ γράφοντας για τις ταινίες τους): γη, νερό, φωτιά, άνεμος. Δεν είδα όμως να κάνει αναφορά στον Εμπεδοκλή, όπως έκανα εγώ στο τετράλεπτο ντοκιμαντέρ μου «Five-dedicated to Kiarostami», παραφράζοντας την ταινία του «Five-dedicated to Ozu», με υπότιτλο «Μικρές ταλαντώσεις του χρόνου» που αποτελείται από πέντε πλάνα όπου βλέπουμε και τα τέσσερα αυτά στοιχεία.

  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube.

  Το «Συναντώντας τον Αντρέι Ταρκόφσκι» το οποίο υπογράφει πάλι η Donatella Baglivo είναι ένα masterclass, μια σχεδόν ωριαία διάλεξη που έκανε ο Ταρκόφσκι το 1982 μιλώντας για τον κινηματογράφο και για τις ταινίες του. Είδα και κάποιον μουσάτο ανάμεσα στους ακροατές που έπαιρνε με την κάμερα την εκδήλωση, τρεις φορές τον έδειξε, θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν ο Σκορσέζε.  Και αυτή την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube.

      Παρεμπιπτόντως, μια και αναφερθήκαμε στον Κιαροσταμί (αυτή είναι η σωστή προφορά), είδαμε το καλοκαίρι που μας πέρασε ένα ντοκιμαντέρ του Sani Mahmoud Reza με τίτλο «Kiarostami and his missing cane» που προβλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Ιεράπετρας, ένα σεμινάριο πάνω στον κινηματογράφο που ο Κιαροσταμί έκανε στην Ισπανία.

  Το τελευταίο ντοκιμαντέρ που είδαμε είναι το «Ταξίδι στο χρόνο» (1983) του Tonino Guerra το οποίο συνυπογράφει και ο Ταρκόφσκι.

   Το «Ταξίδι στο χρόνο» στην πραγματικότητα είναι ένα ταξίδι στο χώρο. Ο Guerra «ταξιδεύει» τον Ταρκόφσκι σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Όμως στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας βλέπουμε τον Guerra να απαγγέλνει ποιήματα στον Ταρκόφσκι και τον Ταρκόφσκι να μιλάει για τον εαυτό του και τη δουλειά του, για σκηνοθέτες που τον επηρέασαν, κ.ά. Όλα αυτά στη βίλλα του Guerra όπου τον φιλοξενεί.

  Και αυτό μπορείτε να το δείτε στο youtube.  

  Υπάρχουν και άλλα ντοκιμαντέρ στο youtube, δεν τα είδα, είδα μόνο αυτά τα οποία παραθέτει η βικιπαίδεια, κάπου πρέπει να βάλω τελεία με τον Ταρκόφσκι.

  Όμως θα δω ένα ακόμη ντοκιμαντέρ, αλλά γι’ αυτό θα κάνω ξεχωριστή ανάρτηση.

  Για ποιο λόγο;

  Τον σκηνοθέτη αυτόν τον έχω δει πακέτο στις ταινίες μυθοπλασίας του, έχω δει και τρία ντοκιμαντέρ του, και θα ήθελα να δω και τα υπόλοιπα. Ευκαιρία λοιπόν να δω αυτό για τον Ταρκόφσκι που έχει τίτλο «Moscow elegy». Είναι 86 λεπτών και ο σκηνοθέτης είναι Σοκούροφ.

  Εν τάξει, θα αναρτήσω πρώτα και μετά θα παραθέσω εδώ τον σύνδεσμο.

  Παρεμπιπτόντως, ψάχνοντας στο διαδίκτυο, βρήκα μια ιστοσελίδα με πέντε ταινίες του Ταρκόφσκι με ελληνικούς υπότιτλους. Σίγουρα θα βρείτε και τις άλλες δυο.

  Την ταινία «Δεν θα πάρετε άδεια σήμερα» μπορείτε να τη δείτε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.

  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «The killers».

 

Alexandr Sokurov, Moscow Elegy (Московская элегия, 1987) για τον Ταρκόφσκι

Alexandr Sokurov, Moscow Elegy (Московская элегия, 1987) για τον Ταρκόφσκι

 


 

  Τον Αλεξάντρ Σοκούροφ τον είδαμε πακέτο στις ταινίες μυθοπλασίας του, αλλά είδαμε και τρία ντοκιμαντέρ του: την «Francofonia», την «Ελεγεία ενός ταξιδιού» και τη «Σονάτα για βιόλα» πάνω στη ζωή του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Κλείνοντας με τον Ταρκόφσκι είδαμε και την «Μοσχοβίτικη ελεγεία».

  Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με το όνειρο του πυρηνικού ολοκαυτώματος του Αλεξάντερ από τη «Θυσία». Στη συνέχεια ο αφηγητής μας μιλάει για τις γενεαλογικές του ρίζες, βλέπουμε τη φωτογραφία της μητέρας του και του ίδιου με την αδελφή του, μικρά παιδιά, καθώς και την περιοχή όπου γεννήθηκε. Στη συνέχεια έχουμε κάποια πλάνα από τον αυτοβιογραφικό «Καθρέφτη». Έπειτα έχουμε εκτενή αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ «Ταξίδι στο χρόνο» το οποίο υπογράφει μαζί με τον Tonino Guerra. Αρχίζει με το μονόλεπτο πλάνο που βρίσκεται στην αρχή του ντοκιμαντέρ. Για μισό λεπτό η κάμερα μας δείχνει την μπαλκονόπορτα με τα παντζούρια κατεβασμένα. Σηκώνονται τα παντζούρια, όμως ο Ταρκόφσκι κάνει άλλο ένα μισό λεπτό για να εμφανιστεί. Και το περίεργο: ενώ το πλάνο αυτό είναι έγχρωμο, ο Σοκούροφ το κάνει ασπρόμαυρο. Το ίδιο ασπρόμαυρα είναι και τα υπόλοιπα αποσπάσματα από το ντοκιμαντέρ αυτό.

  Μια άλλη πρωτοτυπία: ο αφηγητής επαναλαμβάνει τους διαλόγους, παρόλο που ο Ταρκόφσκι μιλάει ρώσικα. Σε κάποιο πλάνο θα έλεγα ότι είναι εντελώς απαραίτητο, γιατί ο Ταρκόφσκι βρίσκεται στο βάθος ακουμπισμένος σε ένα τοίχο, και η φωνή του όχι μόνο ακούγεται αμυδρά αλλά και σκεπάζεται από τους εξωτερικούς θορύβους.

  Η μουσική υπόκρουση είναι έντονη, με θρησκευτική (υποθέτω) χορωδιακή μουσική.

  Ακόμη:

  Σε ένα σημείο μας τον παρουσιάζει να μιλάει αλλά χωρίς να ακούγεται η φωνή του, ώστε η προσοχή μας να εστιάσει στην εκφραστικότητα του προσώπου του και των κινήσεων του σώματός του. Ο αφηγητής μας προειδοποιεί μάλιστα.

  Δεν μας παρουσιάζει όμως μόνο τον Ταρκόφσκι. Βλέπουμε και εκτενή αποσπάσματα από την κηδεία του Μπρέζνιεφ που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε με στόχο να προβληθεί στα πεντηκοστά γενέθλια του Ταρκόφσκι που ήταν το 1982, τη χρονιά του θανάτου του Μπρέζνιεφ, όμως κάποιες κόντρες με τις σοβιετικές αρχές πάνω στο στυλ και στο περιεχόμενο καθυστέρησαν την παραγωγή.

  Εκτός από τον «Καθρέφτη» θα δούμε και αποσπάσματα από τη «Νοσταλγία» και τη «Θυσία». Αγαπημένο μονόπλανο εκείνο στο οποίο ο Αντρέι μεταφέρει το αναμμένο κερί από τη μια άκρη της πισίνας στην άλλη.

  Η κάμερα έπειτα θα μας μεταφέρει στο φτωχικό πατρικό του Ταρκόφσκι, εκεί όπου έζησε πολλά χρόνια με τη μητέρα του και την αδελφή του.

  Εκτενέστατα είναι τα αποσπάσματα από τα γυρίσματα της «Θυσίας», κυρίως της τελικής σκηνής της πυρκαγιάς.  

  Στο τέλος θα δούμε πλάνα από την κηδεία του, τον τάφο του στο Παρίσι, και έπειτα η κάμερα θα μας μεταφέρει στο εξοχικό του. Έρημο, παγωμένο, παρόλο που άναψαν το τζάκι δεν μπορεί να θερμανθεί.  

  Να το σημειώσω και αυτό: την έντονη μουσικότητα της ρώσικης γλώσσας που παρατήρησα στο στόμα του Ταρκόφσκι.

  Πρέπει οπωσδήποτε να δω και τα υπόλοιπα ντοκιμαντέρ του Σοκούροφ.