Book review, movie criticism

Tuesday, October 27, 2020

Andrei Tarkovski, Νοσταλγία (Nostalgia, 1983)

Andrei Tarkovski, Νοσταλγία (Nostalgia, 1983)

 


  Στην «Νοσταλγία», όπως και στον «Καθρέπτη», απολαμβάνεις περισσότερο την ποίηση παρά την πλοκή.

  Αλλά ας πούμε δυο λόγια για την πλοκή.

  Ο Αντρέι, ρώσος συγγραφέας, πηγαίνει στην Ιταλία για να κάνει έρευνα για τη ζωή ενός ρώσου συνθέτη του 18ου αιώνα συνοδευόμενος από την Ευγενία η οποία θα είναι ο διερμηνέας του καθώς δεν έχει εμπιστοσύνη στα ιταλικά του. Εκεί θα συναντήσει έναν τρελό, ενώ η Ευγενία θα τον εγκαταλείψει, προσβεβλημένη που δεν ανταποκρίθηκε στο ερωτικό της κάλεσμα. Θα τον κυριεύσει η νοσταλγία, θέλει να γυρίσει στην πατρίδα, όμως πιο πριν θέλει να εκτελέσει την επιθυμία του τρελού, να περάσει από τη μιαν άκρη στην άλλη μιας πισίνας κρατώντας στο χέρι του ένα κερί. Τον ίδιο δεν τον άφηναν κάθε φορά που το επιχειρούσε.

  Ο τρελός αυτός είχε κρατήσει την οικογένειά του κλεισμένη μέσα στο σπίτι για επτά ολόκληρα χρόνια για να την σώσει από το επικείμενο τέλος του κόσμου, μέχρι που τους απελευθέρωσε η αστυνομία.

  Φανταστικό;

  Ένας ιρανός κρατούσε τα δυο κοριτσάκια του φυλακισμένα μέσα στο σπίτι, φοβούμενος για την τιμή τους. Για χρόνια, μέχρι που οι γείτονες το κατάγγειλαν και ήλθε η αστυνομία και τα ελευθέρωσε. Το πραγματικό αυτό γεγονός η δεκαεπτάχρονη τότε κόρη του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, η Σαμίρα, το γύρισε ταινία, με τα πραγματικά πρόσωπα. Είναι η πρώτη της ταινία και έχει τίτλο «Το μήλο». Προβλήθηκε στο φεστιβάλ Καννών. Τα δυο επόμενά της έργα βραβεύτηκαν με το Βραβείο των Κριτικών στο ίδιο φεστιβάλ.

  Στο τέλος θα δούμε τον τρελό να βγάζει λόγο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας και μετά να αυτοπυρπολείται.

  Ήθελε να πει κάτι μ’ αυτό ο Ταρκόφσκι;

  Δεν θα επιχειρήσω ερμηνείες αναζητώντας συμβολισμούς, πιστεύω θα τις δω όταν διαβάσω το «Σμιλεύοντας το χρόνο» και το «Αντρέι Ταρκόφσκι, μια ξενάγηση στου έργο του» του Antoine Baecque. Εγώ προτιμάω την σε πρώτη ανάγνωση ερμηνεία αντί να ψάχνω για ερμηνείες και υπερερμηνείες: Στο πρόσωπό του είδα απλά έναν τρελό.

  Αν δεν ξέραμε ότι η ταινία είχε γυριστεί στην Ιταλία θα νομίζαμε ότι γυρίστηκε στο μέρος που γυρίστηκε και ο Στάλκερ. Παλιά κτίρια που αντιστέκονται στο πέρασμα του χρόνου, δημιουργούν την ίδια καταθλιπτική ατμόσφαιρα.

  Βλέπουμε και εδώ τα φετίχ του Ταρκόφσκι: τη φωτιά, την ομίχλη, το πέρασμα μέσα από το νερό, που όμως δεν φτάνει στους ώμους όπως στον «Στάλκερ» αλλά μέχρι το γόνατο.  

  Η κάμερα μας δείχνει τα ομιχλώδη τοπία συχνά με αργό τράβελινγκ, και επίσης με αργό ζουμάρισμα και ξεζουμάρισμα. Το πλάνο που δείχνει τον Αντρέι να εκπληρώνει την επιθυμία του τρελού, να μεταφέρει το κερί που του έδωσε από την μια άκρη της πισίνας στην άλλη αναμμένο, κρατάει 9.07 λεπτά, όπως μας πληροφορεί η βικιπαίδεια. Το κερί έσβηνε, μόλις στην τρίτη προσπάθεια τα κατάφερε. Τη στιγμή της κατάρρευσής του όμως δεν τη δείχνει ο φακός. 

  Πιο «ποιητικό» μου φάνηκε το τελευταίο πλάνο. Μια ονειρική εικόνα, με τον Ταρκόφσκι ξαπλωμένο μπροστά σε ένα νερόλακο και δίπλα του ένας σκύλος. Πίσω ένα σπίτι, πιθανώς το πατρικό του. Η κάμερα ξεζουμάρει αργά, για 2.47 λεπτά, αποκαλύπτοντας αριστερά και δεξιά κολώνες που καταλήγουν σε αψίδες ενός ερειπωμένου μεσαιωνικού ναού, ξέσκεπου όπως ο Παρθενώνας, ονειρικού, στον οποίο η αρχική εικόνα εγκιβωτίζεται. Στο τέλος αρχίζει να πέφτει χιόνι, και το πλάνο τελειώνει καθώς πέφτουν τα γράμματα τέλους.

  Είδαμε και εδώ τον διάλογο στον οποίο ο Ταρκόφσκι δείχνει μόνο το πρόσωπο της όμορφης Domiziana Giordano, όπως στον «Καθρέπτη» έδειχνε μόνο το πρόσωπο της Μαργαρίτας Τερέχοβα.

  Αυτό εδώ δεν το έχω ξανασυναντήσει σε ταινία: μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Αντρέι και στην Ευγενία δίνεται ακουστικά σαν σε φλας μπακ, ενώ στο πλάνο βλέπουμε την Ευγενία με το φίλο της σε ένα δωμάτιο.     

  Η πράξη του Αντρέι, να ικανοποιήσει την επιθυμία του τρελού, με εντυπωσίασε. Μου ήλθε κατευθείαν στο μυαλό μου όταν άκουσα την «τρελή» παραγγελιά που μου έδωσε ο πατέρας μου, όταν πια ήταν στη δύση της ζωής του (πέθανε 94 χρονών).

  Στο δρόμο προς τη Θριπτή είχαμε ένα χωράφι, σε πεζούλες. Δεν θυμάμαι πώς ο πατέρας μου είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε νερό στην πιο πάνω απ’ όλες. Έσκαψε τρεις λάκκους μέχρι να το ανακαλύψει. Δεν ήταν πολύ, αλλά αρκετό για να φυτεύει κηπευτικά, πατάτες, ντομάτες, και δεν θυμάμαι τι άλλο.

  Κάποια στιγμή η μπουλντόζα που άνοιγε το δρόμο για τη Θριπτή – μέχρι τότε ήταν μονοπάτι – κτύπησε ένα τεράστιο χαράκι από το οποίο άρχισε να αναβλύζει νερό. Οι πανωχωρίτες το διεκδίκησαν, όμως ο πατέρας μου κέρδισε τη δίκη. Από τότε τα μποστανικά αυξήθηκαν.

  Τις κάτω πεζούλες στις οποίες πήγαινε το νερό τις έδωσε στον αδελφό μου. Σε μένα έδωσε την πάνω παρότι του είπα να τη δώσει και αυτή στον αδελφό μου, ήξερα τι μοίρα θα είχαν τα χωράφια στα χέρια μου. Δεν ήμουν καμωμένος για αγρότης. Έβαλα τα δυνατά μου να σπουδάσω για να γλυτώσω τη γεωργική. Αλλά ήδη τα ορεινά μέρη είχαν εγκαταλειφθεί, δεν άξιζε η καλλιέργειά τους. Θυμάμαι που κυριολεκτικά περπατάγαμε σαν ακροβάτες για να πάμε σ’ αυτή την πάνω πεζούλα από ένα απόκρημνο μονοπατάκι για να μαζέψουμε τις ελιές. Ο πατέρας μου όμως δεν είχε πάρει χαμπάρι αυτές τις εξελίξεις, δεν κατάλαβε ότι τα ορεινά χωράφια ξεφούσκωσαν όπως το 2000 οι μετοχές, ήταν εντελώς ασύμφορη η καλλιέργειά τους.

  Και η παραγγελιά: Να σπάσω το χαράκι.

  Εννοούσε μήπως να το σπάσω με τα ίδια μου τα χέρια;

  Αποκλείεται.

  Ήταν τεράστιο.

  Ο ίδιος είχε σπάσει με το λοστό ένα μικρό χαράκι που ήταν στη μέση της μικρής στέρνας που είχε φτιάξει, και από την οποία περνούσε το νερό που έβγαινε από τη βάση του βράχου.

  Αξίζει να αφηγηθώ την ιστορία.

  Περνούσε από εκεί ο Μιχάλης ο Γιανναδάκης, ο μαντιναδολόγος του χωριού που στα νιάτα του ήταν και φουρνελάς. Του ζήτησε να βάλει φουρνέλο για να σπάσει το χαράκι. Αυτός του είπε ότι δεν γινόταν, γιατί θα έσπαζαν και τα τοιχώματα της στέρνας.

  Επιστρέφοντας από τη Θριπτή βλέπει ότι ο πατέρας μου, σιγά σιγά με το λοστό, είχε σπάσει το χαράκι και είχε πετάξει τα κομμάτια έξω από τη στέρνα. Και του είπε τότε τη μαντινιάδα:

  «Εδά σε παραδέχομαι κύριε Δερμιτζάκη/ μπορεί να είσαι γεροντής, μα ’σπασες το χαράκι».

  Την ιστορία αυτή δεν την ήξερα, μου την αφηγήθηκε πρόπερσι, όπως και τις λεπτομέρειες μιας άλλης, οικογενειακής, δεν θα την αναφέρω.   

  Αν ήμουν πλούσιος, αν είχα χρήματα, θα ικανοποιούσα αυτή την τρελή επιθυμία του πατέρα μου, όπως ο Αντρέι την επιθυμία του τρελού.

  Αξίζει να το αναφέρω και αυτό. Μας το αφηγήθηκε ο πατέρας μου.

  Καθόταν πάνω σ’ αυτό το χαράκι. Ξαφνικά βλέπει εκεί κοντά ένα φίδι να πλησιάζει. Τρόμαξε, έκανε μια απότομη κίνηση και άρχισε να γλιστράει προς τα κάτω. Τότε ένοιωσε μια δύναμη να τον τραβάει πίσω ώστε να μην κυλήσει.

  Δεν μας είπε για φύλακα άγγελο.

  Ο καθένας ας το ερμηνεύσει όπως θέλει.

  Θα μου πείτε, πού κολλάει αυτό.

  Κολλάει με τη θρησκευτικότητα του Ταρκόφσκι.

  Δίπλα στο χωράφι μας υπήρχε και ένας πολύ μικρός λοφίσκος με ένα χαράκι στην κορφή. Στη μέση το χαράκι έκανε ένα μικρό πεζουλάκι. Εκεί την άραζα όταν με έπαιρνε ο πατέρας μου σ’ αυτό το χωράφι, και διάβαζα τους «Μικρούς ήρωες» και τους «Γκαούρ Ταρζάν» που κουβαλούσα μαζί μου.

    Θυμάμαι που καμιά φορά φοβόμουν, γιατί έβλεπα να πετούν από πάνω μου βιτσίλες. Όμως δεν με ενόχλησαν ποτέ.  

  Πηγαίναμε με το γάιδαρο, αυτός καβαλώντας γυναικεία στο σαμάρι, εγώ στην καπούλα. Στο σκαρβέλι δεν κρεμόταν το λαΐνι με το νερό που έπαιρνε μαζί του όταν πήγαινε σε άλλα χωράφια, είχαμε νερό, γάργαρο νερό, και συχνά ανεβαίνοντας προς τη Θριπτή σταματώ και πίνω.

   Θυμάμαι που συχνά τραγουδούσε, αλλά με μια σιγανή, υπόκωφη φωνή, που μόλις ακουγόταν. Ποτέ δεν ξεκαθάρισα τα λόγια. Θυμάμαι επίσης που πολλές φορές το περπάτημα του γαϊδάρου με νανούριζε και ακουμπούσα το κεφάλι μου στον ώμο του. Δεν με πήρε όμως καμιά φορά ο ύπνος.

  Πρόπερσι ανέβηκα σ’ αυτό το χαράκι με το φίλο μου τον Γιώργη το Μανιαδάκη. Με δυσκολία, ήταν γεμάτο άγριους θάμνους ενώ παλιά είχε μόνο αχειμάδες. Το χαράκι είχε διαρραγεί, ήταν γεμάτο σχισμές από τις οποίες ξεπετιούνταν σκίνοι, εντελώς διαφορετικό από εκείνο που θυμόμουν.

  Αλλά αρκετά σας ταλαιπώρησα με τις αναμνήσεις μου.  

  Ξέχασα να γράψω για την «τριχρωμία» της ταινίας, ασπρόμαυρη, έγχρωμη και σε σέπια, καθώς και την αρχή από το τέταρτο μέρος της 9ης συμφωνίας του Μπετόβεν (Ύμνος στη χαρά), την οποία ακούσαμε και στον «Καθρέπτη». Και βέβαια ακούμε πάλι ποιήματα. 

Και βέβαια ακούμε πάλι ποιήματα.

  Η προηγούμενη ανάρτησή μου ήταν για την ταινία «Στάλκερ».        

 

No comments: