Book review, movie criticism

Monday, October 12, 2020

Μιχαήλ Μητσάκης, Οιωνός και άλλα διηγήματα

Μιχαήλ Μητσάκης, Οιωνός και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Διάνυσμα 2015, σελ. 48

 


  Κάνουμε την ανάρτηση με την ευκαιρία της συζήτησης για το βιβλίο στη Λέσχη Βιβλίου του Victoria Square Project την Τετάρτη 14 Οκτωβρίου. Εδώ είναι τα στοιχεία αν θέλετε να συμμετάσχετε διαδικτυακά. https://us02web.zoom.us/j/86129801606?pwd=MExLWnVOQm9JQkNiUmpCdERTQjJqQT09

Passcode: 172560

  Μπράβο στις εκδόσεις Διάνυσμα, το διαθέτουν δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή.

  Τον Μητσάκη τον ήξερα από την «Αρκούδα», ένα από τα κείμενα που διδάχθηκα σαν μαθητής και που εξακολουθεί να ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου. Μου άρεσε τόσο που στο μάθημα της Λογοτεχνίας στα ΠΕΚ (επιμόρφωση των εκπαιδευτικών) μίλησα γι’ αυτό. Πριν τέσσερα χρόνια διάβασα και το ογκώδες έργο του φίλου μου του Μανόλη του Σέργη, καθηγητή λαογραφίας, που έχει τίτλο «Αστική λαογραφία. Αναπαραστάσεις της Αθήνας στο συγγραφικό έργο του Μιχαήλ Μητσάκη».

  Αναπαραστάσεις της Αθήνας λοιπόν.

  Ο Μιχαήλ Μητσάκης είναι κατά κάποιο τρόπο πρόδρομος του Νέου Μυθιστορήματος των Αλαίν Ρομπ Γκριγιέ και Ναταλί Σαρό. Οι συγγραφείς αυτοί ενίστανται στο να είναι τα μυθιστορήματα ανθρωποκεντρικά. Γιατί να μην υπάρχουν μυθιστορήματα που οι άνθρωποι να απουσιάζουν;

  Μόνο στο δεύτερο διήγημα με τίτλο «Δύο ανάκτορα» απουσιάζει εντελώς ο άνθρωπος σαν φορέας πλοκής, ενώ στα άλλα δύο κάνει την εμφάνισή του σε μια υποτυπώδη πλοκή που αποτελεί το πρόσχημα για τον συγγραφέα για να «βιντεοσκοπήσει ντοκιμαντερίστικα» τον χώρο.

  Το στόρι στο πρώτο διήγημα «Ο οιωνός» είναι το εξής: Μια κοπέλα είναι βαριά άρρωστη στο κρεβάτι. Η μητέρα της αγωνιά. Θα δει τον περιπλανώμενο μοιρολόγο, θα του ζητήσει να πει τη μοίρα της κόρης της. Ένα πουλάκι μέσα στο κλουβί τσιμπολογά από ένα μάτσο χαρτάκια. Αυτό που θα τσιμπολογήσει θα το δώσει στη μητέρα. Διαβάζει ενθαρρυντικά πράγματα για την κόρη. Γεμίζει αισιοδοξία.

  Τελικά πέθανε η κόρη ή έζησε;

  Είπαμε, το στόρι είναι το πρόσχημα. Δεν θα μας πει.

  Ενδιάμεσα της αφήγησης υπάρχει η περιγραφή. Όμως εμείς θα αντιγράψουμε από την αρχή:

  «Ἡ πρωΐα, ἀνέφελος ἀττικὴ πρωΐα, εἶναι φαιδροτάτη. Ἀπὸ τοῦ Ὑμηττοῦ ὁ ἥλιος ἀνέρχεται κατὰ μικρόν, βραδύς, λαμπρός, μεγαλοπρεπής, ὡς ἐν ἀποθεώσει δόξης καὶ θριάμβου. Ἡ διαφανὴς ὁμίχλη, ἡ περιβάλλουσα τὸ ὑπνῶττον ἄστυ διαλύεται βαθμηδὸν−νυκτερινὸν κάλυμμα, ὅπερ ἀποτινάσσει ἐγειρομένη ἡ πόλις. Ἐν τῷ φωτὶ τῆς ἀρχομένης ἡμέρας αἱ οἰκίαι διαγράφονται λευκαὶ καὶ χαρωπαί, ὄρθιαι, ἐν μακρᾷ παρατάξει, κατὰ στοίχους, ἑκατέρωθεν. τῶν δρόμων. Τὰ παράθυρα ἀνοίγονται, αἱ θύραι ἀναπετάννυνται, ἡ μακρὰ σιγὴ τῶν σκοτεινῶν ὡρῶν φυγαδεύεται ὑπὸ τὰς λάμψεις τῆς αὐγῆς. Αἱ ὑπηρέτριαι ἐμφανίζονται εἰς τοὺς ἐξώστας, κρατοῦσαι τὰ σάρωθρά των, μὲ ἀνασεσυρμένας χειρίδας καὶ βεβαρημένους ὑπὸ τοῦ ὕπνου ὀφθαλμούς. Εἰς τὸ καφφενεῖον τῆς γειτονίας προσῆλθον ἤδη οἱ ἑωθινώτεροι τῶν πελατῶν καὶ κάθηνται ἀναγινώσκοντες τὴν ἐφημερίδα. Ὁ παντοπώλης χύνει ἀπὸ τοῦ οὐδοῦ του ἀλλεπαλλήλους κάδους ὕδατος ἐπὶ τῶν πλακῶν, καταβρέχων τὸ πρὸ του καταστήματός τους πεζοδρόμιον. Εἰς τοῦ ὑποδηματοποιοῦ οἱ μαθητευόμενοι κόπτουν εἰς τμήματα τὰ δέρματα καὶ προετοιμάζουν τὴν ἐργασίαν. Τὰ ἀετώματα τῶν οἰκιῶν χρυσοῦνται ὑπὸ τοῦ ἀνατέλλοντος φωτός. Μία ἀκτὶς θραύεται εἰς μυρίους σπινθῆρας ἐντὸς τοῦ ρυπαροῦ παροδίου ρυακίου, ἐν ᾧ ρίπτονται τὰ νερὰ ἀπὸ τῶν πέριξ αὐλῶν, ὅπερ ἀναλάμπει. Πλήμμυρα αἴγλης καὶ ζωῆς ἀντικαθίστησι τὴν βαρεῖαν τῆς νυκτὸς σκιάν… κ.λπ. κ.λπ.».

  Εδώ οι άνθρωποι αποτελούν τμήματα του περιβάλλοντος, δεν προωθούν με κανένα τρόπο κάποια δράση.

  Τα λαογραφικά στοιχεία είναι άφθονα, γι’ αυτό άλλωστε ασχολήθηκε με το έργο του Μητσάκη ο λαογράφος Μανόλης Σέργης.

  «Διῆλθεν ἤδη ὁ γαλακτοπώλης, ὁ ὑψηλὸς καὶ ἄγριος Λιδωρικιώτης, ὁ δι’ ἀπαισίου ὑποκώφου μυκηθμοῦ διαλαλῶν τὸ ἐμπόρευμά του. Παρῆλθεν ἡ ἀντιπολιτευομένη αὐτὸν συνοδεία αἰγῶν, ἥν ἀμέλγει παρ’ ἑκάστην θύραν, χάριν τῶν ἐπιθυμούντων νωπὸν γάλα παροίκων, ὁ ὁδηγός της, κροταλίζουσα τοὺς κωδωνίσκους της καὶ βληχωμένη. Παρῆλθον δύο ἤ τρεῖς πωληταὶ βελονῶν καὶ καρφίδων καὶ δακτυληθρῶν καὶ νημάτων. Ἠκούσθη τοῦ ἀρτοποιοῦ ἡ χονδρὴ φωνὴ καὶ ἡ μελιτώδης φλυαρία τῆς γραίας, τῆς πωλούσης βότανα καὶ φύκη. Καὶ ἀκολουθοῦντες αὐτοὺς διέρχονται κατόπιν ἰχθυοπῶλαι, πραγματευταί, λαχανοπῶλαι, ὀπωροπῶλαι, ὀψοπῶλαι, ὅλα τῶν ἐμπορευμένων τὰ γένη καὶ τὰ εἴδη, κύπτοντες τὸν αὐχένα ἀπὸ τὸ βάρος τῶν προμηθειῶν των ἤ ἐπιφορτίζοντες δι’ αὐτῶν τὴν ράχιν ψωραλέου ὀναρίου».

  Με το επόμενο λαογραφικό στοιχείο εισαγόμαστε στην πλοκή.

  «Ἀλλά, δεσπόζουσα τῶν λοιπῶν, παράδοξος κραυγὴ ἤχησε μακρόθεν:

−Τύχαις, καλαὶς τύχαις!

  Εἶνε εἷς τῶν γνωστῶν ἐκείνων πλανήτων πωλητῶν τυχῶν, οὕς συναντᾷ τις συχνότατα ἀνὰ τοὺς ἀποκέντρους δρομίσκους καὶ τὰς ἀπομεμακρυσμένας γειτονίας. Περίεργον εἶδος ἀλητῶν, περίεργον ἐπάγγελμα ἀσκοῦντες, περίεργον ἐμπόρευμα προσφέροντες εἰς πώλησιν −τὴν τύχην τοῦ ἀγοραστοῦ − ἐξ ἧς ζητοῦν νὰ κάμουν τὴν ἰδικήν των. Φέρει ἐπὶ τοῦ ἑνὸς τῶν ὤμων του εἶδός τι τρίποδος καὶ ἐπὶ τοῦ ἄλλου κλωβίον, ἐν ᾧ πηδᾷ ἔγκλειστον πτηνόν, προχωρεῖ βραδέως διὰ τῆς ὁδοῦ, φωνῶν ἀδιακόπως, κηρύττων ὅτι γνωρίζει, χάρις εἰς τὸ θαυμάσιον πτηνόν του τὰ μυστήρια τῆς εἱμαρμένης, καὶ ἀνακοινοῖ ταῦτα εἰς τὸν βουλόμενον − πλανόδιος Πυθία, ἀπονέμουσα ἀντὶ δεκαλέπτου ἑκατομμύρια ἤ στέμματα, στεφάνους γάμων, δακτυλίους ἀρραβώνων, ἀνώτατα ἀξιώματα ἤ μακρὰ καὶ εὐδαίμονα ἔτη. Καὶ ἐξέρχονται ἐν σπουδῇ, ἀναμένουσαι τὴν διάβασίν του, εἰς τὰς θύρας ἤ τὰ παράθυρα, νεάνιδες φλεγόμεναι νὰ μάθουν ἄν θ’ ἀναφθῶσι ταχέως καὶ δι’ αὐτὰς τῆς ὑπανδρείας αἱ λαμπάδες, γραῖαι ὀρεγόμεναι νὰ πληροφορηθοῦν πόσος ὑπολείπεται αὐταῖς μέχρι τοῦ πεπρωμένου τέρματος καιρός, νεανίσκοι ἐρωτευμένοι ἤ παιδία περίεργα καὶ ἐπιθυμοῦντα νὰ γελάσουν. Καὶ ὁ πρόθυμος χρησμοδότης καταβιβάζει ἀμέσως ἀπὸ τῶν ὤμων του τὸν τρίποδά του, ἀνοίγει τὸν κλωβὸν τοῦ πτηνοῦ καὶ παρουσιάζει αὐτῷ πολύχρωμά τινα ἔντυπα καὶ δεδιπλωμένα χαρτία, ἐσκορπισμένα ἐντὸς ἰδιαιτέρου σιδηροῦ δισκαρίου, καὶ ἐκεῖνο ραμφίζει ἕν, καὶ ὁ ὑποφήτης τὸ παραλαμβάνει καὶ τὸ ἐγχειρίζει εἰς τὸν χρησμοδοτούμενον».

  Στο δεύτερο διήγημα, «Δύο ανάκτορα», απουσιάζει εντελώς ο άνθρωπος ως φορέας δράσης. Ο Μητσάκης μιλάει για την πλατεία της Κέρκυρας «Σπιανάδα» για την οποία έγραψε και ο φίλος μου ο Αντώνης Δεσύλλας (πατέρας του εκδότη μου) το βιβλίο «Βόλτα στη Σπιανάδα», αλλά κυρίως μιλάει για το επιβλητικό κτήριο που έκτισαν το 1823 οι εγγλέζοι σαν κατοικία του κυβερνήτη και που έμελλε να γίνει ανάκτορο, στο οποίο όμως ο βασιλιάς έμενε για λίγο, πηγαίνοντας στην Ευρώπη ή επιστρέφοντας απ’ αυτήν.

  «Πρὸς τὸ μεσημβρινὸν μέρος τῆς πλατείας τῆς Κερκύρας, τῆς γνωστῆς κοινῶς ὑπὸ τὸ ὄνομα σπιανάδα εὐρείας, χλοερᾶς καὶ δενδροφύτου ἐκτάσεως, φράσον σχεδὸν ἐντελῶς τὴν ἐξ αὐτῆς πρὸς τὰ ἐκεῖ θέαν, ἐγείρεται μέγα καὶ βαρὺ κτίριον, οὗτινος καὶ ὁ σοβαρὸς τῆς ἀρχαιοπρεποῦς ἀρχιτεκτονικῆς ρυθμὸς ἐπιβάλλει καὶ ὁ χρόνος κατέστησεν ἀκόμη σεβαστοτέραν τὴν ἀγέρωχον ὄψιν.

  Κεκλεισμέναι εἶναι συνήθως αἱ πῦλαι αὐτοῦ, σπανίως ἀνοιγόμεναι καθ’ ὅλον τὸ πλάτος των, ἤ εἰς τοῦ κατὰ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας συρρέοντος ἔξωθεν πλήθους τὴν περιέργειαν ἤ εἰς τοῦ ξένου τὴν φιλοθεάμονα ἐπίσκεψιν ἤ εἰς τοῦ κυρίου τοῦ οἰκοδομήματος τὴν ὑποδοχήν».

  Το τρίτο και μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής είναι ο «Αυτόχειρ».

  Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στους δρόμους της Πάτρας στο οποίο ο Μητσάκης (παρουσιάζεται με το όνομά του), ενδιάμεσα των περιγραφών του, παρεμβάλει σκέψεις για τον αυτόχειρα για τον οποίο έμαθε μόλις πριν από λίγο από ένα φίλο του.

  «Μέσα στὴ νύχτα, ἡ ὁποία πλέον ἤρχετο, ἐκτείνετο, εἰς μαύρην λειότητα, εὐρεῖα, ἡ ἀκύμαντος ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἀκίνητά τα πέραν βουνά, ἀνώρθωναν τὰς σκιώδεις κατατομᾶς των, αἳ στέγαι τῶν πέριξ οἴκων συνεχέοντο εἰς ἐπίπεδον σκοτεινόν, ὁ οὐρανὸς εἶχε ἀρχίσει νὰ σπέρνεται μὲ ἄστρα, καὶ εἰς τὸν κάτω δρόμον, ἀναμμένα, ἐτρεμούλιαζαν, τὰ πρῶτα ράμφη τοῦ γκάζ. Καὶ ἐνῷ ἔσκυφτα ἔξω ἀπ’ αὐτό, ροφῶν καὶ μὲ τὰς πέντε αἰσθήσεις μου, καὶ τὸν βαθύν της θαλάσσης ἀνασασμόν, καὶ τὴν ἀπὸ τῶν πέραν βουνῶν καταφερομένην μαλακὴν πνοήν, καὶ τὸν ἀπὸ τῶν πέριξ οἴκων ἀναδιδόμενον ἀόριστον θροῦν τῆς ζωῆς, καὶ τοῦ μακρυνοῦ ἄστρου τὴν ἀκτῖνα, καὶ τὴν ἀπὸ τὸν κάτω δρόμον ἀναβαίνουσαν συμμικτον κίνησιν, ἡ φράσις τοῦ χαρτιοῦ τὸ ὁποῖον εἶχα ἰδῆ προμικροῦ ἐπληξεν ἔξαφνα τὸ πνεῦμα μου καὶ πάλιν, βαρεῖα, ὡς σφῦρα ἐπὶ ἄκμονος, ἐπανῆλθε διαμιᾶς ἀπροσδοκήτως ἐκ νέου εἰς αὐτό, ἐν εἰσβολῇ ἀκαθέκτω καὶ βιαῖα, ἐν τῷ λακωνισμῷ τῆς τῷ παραδόξῳ καὶ τῷ τραχεῖ.

  Ἃς μὴν ἐνοχληθῆ κανείς! Ὡσὰν νὰ ἐνωχλεῖτο ποτὲ κανεὶς εἰς τὸν κόσμον, δὶ’ ὅσους ἡ χεὶρ τοῦ Θανάτου σημειόνει μὲ τὴν μαύρην σφραγῖδα της! Ὡσὰν νὰ ἐνωχλεῖτο ποτὲ κανεὶς εἰς τὸν κόσμον, δὶ’ ὅσους ἡ ἁρπάγη τοῦ Πάθους, τῆς Νόσου ἢ τῆς Ἀνάγκης σκορπίζει εἰς τὰ τετραπέρατά του ὁρίζοντος, ἀγέλην οἰκτρῶν σφαγίων! Ὡσὰν νὰ ἐνωχλεῖτο ποτὲ κανεὶς εἰς τὸν κόσμον, διὰ τοὺς δυστυχεῖς ἢ τοὺς ἀνοήτους, ὅσοι κατατρεγμένοι ἀπὸ τὴν Μοῖραν των ἢ καββαλικεμένοι ἀπὸ τὴν Χίμαιράν των δὲν ἐπρόφθασαν νὰ σκεφθοῦν πῶς ἔμελλαν ν’ ἀποθάνουν! Ποῖος λοιπὸν ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ γιὰ τὴν εὐγενίαν τοῦ ὁ ἄγνωστος αὐτὸς ξένος, ὁ ὁποῖος ᾖρθε χθὲς μία νύχτα γιὰ νὰ κοιμηθῆ σήμερα τὸν τελευταῖον του ὕπνον εἰς ἕνα ξενοδοχεῖον; Ποῖος λοιπὸν ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ γιὰ τὴν εὐγενίαν τοῦ ὁ ἀλλόκοτος αὐτὸς ταξειδιώτης, ὁ ὁποῖος ἤρχετο ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, πιθανὸν ὅμως νὰ ἦτον ἀπὸ τὴν Σμύρνη, ἴσως -ἴσως νὰ ἦτον καὶ ἀπὸ τὸν Τσεσμέν, ἀλλὰ διόλου παράξενο νὰ ἦτον καὶ ἀπ’ τὸ Βουκουρέστι; Ποῖος λοιπὸν ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ γιὰ τὴν εὐγενίαν τοῦ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τοῦ ὁποίου καὶ αὐτὰ τὰ γκαρσόνια ποῦ τὸν ὑπηρέτησαν δὲν ἤξεραν ἀκόμη τὸ ὄνομα; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ ἡ ἄπειρος αὐτὴ θάλασσα, ἡ ὁποία κουρασμένη ἀπὸ τὸν ἀένναον ἀγῶνα της πρὸς ὑπονόμευσιν τῶν στερεῶν καὶ πρὸς καταβρόχθισιν τῶν πλοίων ἐκοιμώτανε τόρα, ἐκεῖ κάτω, ἀνασαίνουσα ὑπόκωφα καὶ βαθειά, ὡς χορτασθὲν κτῆνος; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθοῦν τὰ ἢσυχ’ αὐτὰ βουνά, τὰ ὁποῖα ἐκύτταζαν πρὸς τὸ πέλαγος, καλοκαθισμένα εἰς τὰ πόδια τῶν τὰ γερά, καὶ ἀνεπαύοντο, εἰς ὅλην τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ὑπάρξεως, ἀκίνητα καὶ γαλήνια; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθοῦν τὰ μακρυνὰ αὐτὰ ἄστρα, τὰ ὁποῖα ἔστελναν τὸ ἕνα πρὸς τ’ ἄλλο, ἐν κρυφίᾳ συνεννοήσει, θὰ ἔλεγες ὡσὰν βλέμματα ἐρωτικά, τοὺς τρελλοὺς τῶν σπινθηρισμούς; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθοῦν οἱ ἀμαυροὶ αὐτοὶ οἶκοι, ἀπὸ τῶν ὁποίων ἀνεπέμπετο, ἀόριστος, ὁ συμμικτος θροὺς τῆς ζωῆς; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθοῦν ἡ κυρὰ-Γκιοβάννα ἢ ὁ κὺρ Παναγιώτης, οἱ ὁποῖοι ἀπηυδημένοι ἀπὸ τὸν κάματον τῆς ἡμέρας των, ἐξηντλημένοι ἀπὸ τὸν κόπον τῆς τιμίας ἐργασίας των, ἔτρωγαν τόρα, εὐχαριστημένοι, εἰς αὐτὸ τὸ τραπέζι, μὲ τὸν φίλον των τὸν ἀστυνόμον; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ ὁ πορτιέρης αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐβριζοκοποῦσε τὸν σύντροφόν του, ἢ ὁ ὑπηρέτης αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε, ἀνεβαίνων τῆς σκάλες, γιὰ νὰ ἰδῆ ποῖος τὸν καλεῖ; Μήπως ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ ἡ γυνὴ αὐτή, ἡ ὁποία ἔτεινε τὴν λεκάνην ἀπὸ μέσ’ ἀπὸ τὴν πόρτα της, μονάχα μὲ τῆς κάλτσες καὶ τὸ ὑποκάμισον, κλίνουσα πρὸς τὰ πρόσω το γυμνόν της στῆθος καὶ τὰ ξέσκεπά της μπράτσα, κ’ ἑτοιμαζομένη διὰ τὸν καλλωπισμόν της; Ἢ μήπως τυχὸν ἤθελε νὰ ἐνοχληθῶ, ἐγώ, ὁ ὁποῖος ἔχασκα, ἀπολαμβάνων τὴ δροσιὰ τῆς πρωΐας, ἐπάνω εἰς τὸ ὕψωμα τοῦ Κάστρου; Καὶ μισογελῶν, μισοφουρκισμένος διὰ τὴν τοιαύτην ἀνοησίαν τῆς ἐσχάτης σκέψεως ἑνὸς ἐπιθανάτου, ἔκλεισα τὸ παράθυρο, ἐπῆρα τὸ καπέλλο μου, καὶ κατέβηκα στὸ δρόμο. Ἡ ὁδὸς Ἁγίου Ἀνδρέου ἦτον πλήρης κόσμου, ὁ ὁποῖος ἐπηγαινοήρχετο, καὶ πρὸς τὸ μέρος τῆς ἰδίως ὅπου εἶνε μαζωμένα τὰ μπακάλικα, κοντὰ εἰς τὸ Λεσχίδιον, ἀνεκινεῖτο πολὺ θόρυβος. Ἔφεγγαν ἐκεῖνα, ὑπὸ τὴν παλλομένην πρὸ αὐτῶν γραμμὴν τοῦ γκάζ, μὲ τὴν σειρὰν τῶν βαρελιῶν τὰ ὁποῖα παρετάσσοντο εἰς μῆκος ἔμπροσθέν των θυρῶν ἢ τῶν παραθύρων των, βομβούντ’ ἀπὸ τὸν κρότον τὸν ἀδιάκοπόν των πληττομένων παλαντζῶν ἢ τῶν μετρουμένων κερμάτων ἢ τῶν συγκρουομένων ποτηριῶν, ἀπὸ τὸν ἦχον τῶν βημάτων, ἀπὸ τὴν βοὴν τῶν συνομιλιῶν, ἐνῷ ὀσμὴ βαρεῖα σαρδέλλας καὶ τυριοῦ ἐξώρμα ἐξ ἑκάστου, καὶ τὰ μπακαλόπαιδα στεκόμενα ὀρθοὶ φρουροὶ τῶν βαρελιῶν μὲ τὴν καταβρεχτην ποδιὰ τῶν ἔβαλλαν κραυγᾶς ὀξείας διαλαλοῦντα τὸ ἐμπόρευμα».

  Το ξεχωριστό σ’ αυτό το διήγημα είναι τα δυο εφέ απαρίθμησης με το εφέ της επανάληψης των αρχικών φράσεων «Ὡσὰν νὰ ἐνωχλεῖτο ποτὲ κανεὶς εἰς τὸν κόσμον» και «Ποῖος λοιπὸν ἤθελε νὰ ἐνοχληθῆ γιὰ τὴν εὐγενίαν του;».

  Μου θύμισε την παρακάτω στροφή από την «Οδό Σταδίου» του Βάρναλη.

  «Τι γράφει το χαρτί στον τοίχο πέρα;

  «Τον λατρευτόν μας σύζυγον, πατέρα,

  πάππον και θείον κηδεύομεν»… Ας γράφει!

  Ο ξένος πόνος όνειρο — κι οι τάφοι».

  Από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της λογοτεχνίας μας ο Μητσάκης, έμελλε κι αυτός να τελειώσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του μα τι λέω, να περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του – στο Δρομοκαΐτιο, όπως και ο άλλος μεγάλος, ο Βιζυηνός. 

  Τα διηγήματα αυτά θα συζητηθούν μαζί με διηγήματα του Γρηγόριου Ξενόπουλου.

 

No comments: