Αντώνης Δεσύλλας, Βόλτα στη Σπανιάδα, ΑΛΔΕ 2011, σελ. 173 (3η έκδοση, βελτιωμένη και επηυξημένη)
Ένα μυθιστόρημα λιγότερο, όσο καλό και αν είναι, δεν είναι και μεγάλη απώλεια για τα γράμματα. Όμως η έλλειψη ενός βιβλίου όπως το «Βόλτα στη Σπιανάδα», θα ήταν μια ανεπανάληπτη απώλεια. Το ίδιο πράγμα θα πω και για το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Και θα εξηγήσω το γιατί.
Και στα δυο βιβλία, εγώ και ο Δεσύλλας αναφερόμαστε στους γενέθλιους τόπους μας: εγώ στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, ο Δεσύλλας στην Κέρκυρα (Σπιανάδα είναι το όνομα της κεντρικής πλατείας της Κέρκυρας). Και οι δυο αναπολούμε την εποχή των παιδικών μας χρόνων, τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα. Την εισαγωγή του δικού μου βιβλίου την τελειώνω γράφοντας τα εξής: «Στα τέλη του 21ου αιώνα, ένας δισέγγονός μου, ή απλά ένα κατωχωριτάκι, ανασκαλεύοντας τη βιβλιοθήκη της κοινότητας, όπως έκανα εγώ όταν ήμουν μικρός, θα πέσει πάνω σ’ αυτό το βιβλίο και θα διαβάσει με συγκίνηση πώς ζούσαν οι παππούδες του έναν αιώνα πριν. Ίσως μάλιστα δακρύσει. Γι’ αυτό το κατωχωριτάκι γράφω». Ο Αντώνης θα προσυπέγραφε φαντάζομαι αυτό το απόσπασμα. Γράφει επίσης και για αυτό το Κερκυραιοτάκι.
Η μεγάλη ιστορία γράφεται από πολλούς. Πολλοί έχουν γράψει για τον εμφύλιο, πολλοί έχουν γράψει για την μικρασιατική καταστροφή. Όμως για την μικρή ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας τους, του χωριού τους ή της πόλης τους, λίγοι έχουν γράψει. Και αυτή η ιστορία μπορεί να μην είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος, όμως για κάποιους λίγους έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ θα ήθελα ένας κατωχωρίτης να είχε γράψει για το πώς ήταν το Κάτω Χωριό στα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά ένας τέτοιος κατωχωρίτης δεν υπήρξε. Όμως ένας κατωχωρίτης του 21ου αιώνα μπορεί να διαβάσει για το Κάτω Χωριό του 20ου.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το βιβλίο του Δεσύλλα. Δίνει μια ανάγλυφη εικόνα της Κέρκυρας στο τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα, που σίγουρα συγκινεί αυτούς που την έζησαν, άτομα δηλαδή περίπου της δικής μας ηλικίας, αλλά και νέα άτομα, που δεν πρόλαβαν να τη ζήσουν. Και σίγουρα θα ενδιαφέρει και όλους τους μεταγενέστερους. Γλαφυρός στις περιγραφές του, συναρπαστικός στην αφήγησή του, μαγεύει τον αναγνώστη.
Διαβάζοντάς το ένιωσα αυτό που ένιωσαν άλλοι για το δικό μου βιβλίο. Άκουσα από αρκετούς της ηλικίας μου, που όμως έζησαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ότι τους θύμισε το δικό τους τόπο, τις συνθήκες ζωής και της δικής τους παιδικής ηλικίας. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Δεσύλλα συνειδητοποίησα πόσα πράγματα θα μπορούσα να είχα βάλει ακόμη στο δικό μου βιβλίο, που μου ξέφυγαν. Πολλοί με έχουν ρωτήσει γιατί δεν έγραψα και για τους γραφικούς τύπους του χωριού μου. Ο Αντώνης το έκανε στο δικό του βιβλίο.
Θα παραθέσω τώρα κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που με πλημμύρισαν με τις δικές μου αναμνήσεις.
«Πριν και μετά τη λειτουργία, αφού ο εσπερινός τελείωνε σχετικά νωρίς και υπήρχε ακόμη ελεύθερος χρόνος, μαζευόμαστε στην πλατεῒτσα κι ανάμεσα στ’ άλλα παιχνίδια μας προσθέταμε όσο πλησίαζε η Ανάσταση και το άναμμα αυτοσχέδιων βεγγαλικών που φτιάχναμε με σύρμα ψιλό κατσαρόλας δεμένο στην άκρη ενός κομματιού σπάγγου τον οποίο περιστρέφαμε γύρω-γύρω, δημιουργώντας έτσι ένα φωτεινό στεφάνι» (σελ. 122).
Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Θυμάμαι μια φορά, μαθητής δημοτικού, που πήγα να κάνω επίδειξη στη γιαγιά μου, που ήταν κατάκοιτη με σπασμένο πόδι στο κρεβάτι. Όμως έπεσε ένα φλεγόμενο κομμάτι από αυτό το σύρμα σε κάτι χαρτιά που πήραν φωτιά. Έτρεξα τρομοκρατημένος στην κουζίνα που έτρωγαν οι γονείς μου, και τους φώναξα: -Μπαμπά, μαμά, γλακάτε γιατί ήβαλα φωτιά και θα καεί η γιαγιά μου. Και το έβαλα στα πόδια. Σπίτι γύρισα πολύ αργά το βράδυ. Υπολόγιζα ότι μέχρι τότε θα είχαν ξεθυμάνει και θα γλίτωνα το ξύλο.
Μου έρχονται επίσης στο μυαλό οι κουτσούνες (κούκλες), τα παπούτσια που είχαν σιδερένια πέταλα για να μη λειώνουν γρήγορα, τα μπαλωμένα ρούχα. Εμείς στην Κρήτη είχαμε και τους καβάλους, μεγάλα μπαλώματα για τους πισινούς, καθώς τα παντελόνια μας εκεί φθείρονταν πρώτα. Ο Δεσύλλας γράφει ακόμη και για τις «τύχες», τις καρτούλες με τις οποίες κέρδιζες ευτελή δωράκια, ενώ «υπήρχε και το μεγάλο δώρο, μια μπάλα ποδοσφαίρου που κανείς δεν θυμάμαι να την κέρδισε» (σελ. 39). Να σου πω εγώ Αντώνη, κανείς δεν την κέρδισε, γιατί αυτό που γινόταν στην Κέρκυρα με το μεγάλο δώρο-κράχτη γινόταν και στα άλλα μέρη της Ελλάδας. Μια παρόμοια εμπειρία αναφέρει αν δεν κάνω λάθος και ο Αντώνης Σουρούνης στο βιβλίο του «Το μονοπάτι στη θάλασσα», μια παρουσίαση της Θεσσαλονίκης των παιδικών του χρόνων, και μια ακόμη γυναίκα συγγραφέας που δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν. Γράφοντας για το βιβλίο της αναφέρθηκα στον Σουρούνη.
Διαβάζω: «…Όλα ήταν ασυσκεύαστα, το ρύζι, τα μακαρόνια, το πιπέρι, οι ελιές και κάθε τι που αγοράζαμε».
Και θυμάμαι μια ιστορία που μας την είπε ο συγχωρεμένος Γιάννης Μιχαλάκης, καθηγητής χημείας (παρεμπιπτόντως, ήταν ο μόνος καθηγητής που με είχε σαπίσει στο ξύλο στη δευτέρα Γυμνασίου, όπως και ένας δάσκαλος στο δημοτικό). Πηγαίνει κάποιος στον μπακάλη και του λέει να του δώσει ένα κιλό φακές, ένα κιλό φασόλια και ένα κιλό ρεβύθια, -αλλά να τα βάλεις στην ίδια σακούλα. Ζυγίζει ο μπακάλης, τον ρωτάει πόσο κάνουν, τόσο κάνουν, -γράφτα, του λέει.
–Μα, κάνει ο μπακάλης, δεν δίνουμε βερεσέ -Ε, αν δεν δίνεις βερεσέ, πάρτα πίσω. Τι να κάνει ο κακόμοιρος, τον άφησε να τα πάρει βερεσέ.
Ο Δεσύλλας στο βιβλίο του γράφει και για τις βεντούζες. Και θυμήθηκα πάλι μια προσωπική ιστορία. Ο πατέρας μου πέθανε 94 χρόνων, το 1997. Τα τελευταία 9 χρόνια τα πέρασε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Έπασχε από βρογχικά, και αν κρατήθηκε στη ζωή τόσα χρόνια ήταν επειδή του έπαιρνα κάθε λίγο και λιγάκι βεντούζες. Το επεισόδιο που θα αφηγηθώ έγινε δυο τρεις μήνες περίπου πριν πεθάνει. Έχωσα το πιρούνι με το μπαμπάκι μέσα στο οινόπνευμα, αλλά βγάζοντάς το δεν το σφούγγιξα καλά και έτσι όταν του έβαλα φωτιά πετάχτηκαν κάποιες φλεγόμενες σταγόνες πάνω στο κρεβάτι του. Τις έσβησα βιαστικά. Φοβισμένος και οργισμένος ο πατέρας μου μού είπε τότε μια κρητική παροιμία που δεν την είχα ξανακούσει: «Το βιαστικό γαμήσι κάνει κουζουλό κοπέλι».
Γράφει ο Δεσύλλας για τη σειρήνα ενός εργοστασίου που «Σήμαινε δυνατά, ώστε το σφύριγμά της να ακούγεται πολύ μακριά… για την αλλαγή της βάρδιας των εργαζομένων σ’ αυτό και μάθαιναν την ώρα οι κάτοικοι της πόλης μας, στις έξι το πρωί, στις δύο το μεσημέρι και στις δέκα το βράδυ» (σελ. 28). Έτσι κι εμείς στο λιομάζωμα, σταματάγαμε τη δουλειά για φαγητό όταν κτύπαγε η σειρήνα του «Μίνως», ενός πυρηνελαιουργείου στην Ιεράπετρα, στις μία η ώρα. Ρολόι χειρός δεν είχαμε. Το πρώτο μου ρολόι το απέκτησα φοιτητής, γιατί μου ήταν ολότελα αναγκαίο για να ξέρω πότε να πηγαίνω στις παραδόσεις. Πλήρωσα γι’ αυτό κοντά ένα χιλιάρικο, τότε που το μηνιάτικο έμβασμά μου ήταν δυο χιλιάρικα. Και ήταν και από τα φτηνά.
Διαβάζουμε: «Κατάλοιπα αυτού του διαστρεβλώματος της γλώσσας παρατηρούμε ακόμη και στις μέρες μας, όπου η φιάλη υγραερίου ονομάζεται ‘πετρογκάζ’, η οδοντόκρεμα ‘κολυνός’ και ο στυλός διαρκείας ‘μπικ’» (σελ. 147).
Δυστυχώς δεν ονομαζόταν μόνο η οδοντόκρεμα κολυνός, αλλά και η κρέμα ξυρίσματος. Θυμάμαι μια ξαδέλφη μου που ζήτησε ένα κολυνό, της έδωσαν κρέμα ξυρίσματος, και όταν το πρόσεξε ντράπηκε να τον γυρίσει πίσω.
Διαβάζω: «…μπροστά σ’ όλους όσους βρίσκονταν εκεί…» (σελ. 38). Αλήθεια, γιατί οι συγγραφείς δεν ακολουθούν την έλξη του αναφορικού, όπως κάνουμε πάντα στον προφορικό λόγο, και γράφουν «όλους όσοι»; Επιμένω στην έλξη του αναφορικού στα κείμενά μου. Πρόσφατα την συνάντησα και σε έναν άλλο συγγραφέα, και με χαρά την συναντώ και σ’ αυτό το κείμενο του Αντώνη Δεσύλλα.
Δομώντας τις εικόνες-αφηγήσεις του σύμφωνα με τις τέσσερις εποχές, διακοσμώντας τις με σπάνιο φωτογραφικό υλικό της εποχής, μπορούμε να πούμε για αυτό το βιβλίο του Αντώνη Δεσύλλα ότι είναι ένα livre bien fait (για να παραφράσουμε το pièce bien faite), ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο που θα συναρπάσει όχι μόνο τους Κερκυραίους αλλά και κάθε αναγνώστη.
Ένα μυθιστόρημα λιγότερο, όσο καλό και αν είναι, δεν είναι και μεγάλη απώλεια για τα γράμματα. Όμως η έλλειψη ενός βιβλίου όπως το «Βόλτα στη Σπιανάδα», θα ήταν μια ανεπανάληπτη απώλεια. Το ίδιο πράγμα θα πω και για το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Και θα εξηγήσω το γιατί.
Και στα δυο βιβλία, εγώ και ο Δεσύλλας αναφερόμαστε στους γενέθλιους τόπους μας: εγώ στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, ο Δεσύλλας στην Κέρκυρα (Σπιανάδα είναι το όνομα της κεντρικής πλατείας της Κέρκυρας). Και οι δυο αναπολούμε την εποχή των παιδικών μας χρόνων, τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα. Την εισαγωγή του δικού μου βιβλίου την τελειώνω γράφοντας τα εξής: «Στα τέλη του 21ου αιώνα, ένας δισέγγονός μου, ή απλά ένα κατωχωριτάκι, ανασκαλεύοντας τη βιβλιοθήκη της κοινότητας, όπως έκανα εγώ όταν ήμουν μικρός, θα πέσει πάνω σ’ αυτό το βιβλίο και θα διαβάσει με συγκίνηση πώς ζούσαν οι παππούδες του έναν αιώνα πριν. Ίσως μάλιστα δακρύσει. Γι’ αυτό το κατωχωριτάκι γράφω». Ο Αντώνης θα προσυπέγραφε φαντάζομαι αυτό το απόσπασμα. Γράφει επίσης και για αυτό το Κερκυραιοτάκι.
Η μεγάλη ιστορία γράφεται από πολλούς. Πολλοί έχουν γράψει για τον εμφύλιο, πολλοί έχουν γράψει για την μικρασιατική καταστροφή. Όμως για την μικρή ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας τους, του χωριού τους ή της πόλης τους, λίγοι έχουν γράψει. Και αυτή η ιστορία μπορεί να μην είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος, όμως για κάποιους λίγους έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ θα ήθελα ένας κατωχωρίτης να είχε γράψει για το πώς ήταν το Κάτω Χωριό στα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά ένας τέτοιος κατωχωρίτης δεν υπήρξε. Όμως ένας κατωχωρίτης του 21ου αιώνα μπορεί να διαβάσει για το Κάτω Χωριό του 20ου.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το βιβλίο του Δεσύλλα. Δίνει μια ανάγλυφη εικόνα της Κέρκυρας στο τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα, που σίγουρα συγκινεί αυτούς που την έζησαν, άτομα δηλαδή περίπου της δικής μας ηλικίας, αλλά και νέα άτομα, που δεν πρόλαβαν να τη ζήσουν. Και σίγουρα θα ενδιαφέρει και όλους τους μεταγενέστερους. Γλαφυρός στις περιγραφές του, συναρπαστικός στην αφήγησή του, μαγεύει τον αναγνώστη.
Διαβάζοντάς το ένιωσα αυτό που ένιωσαν άλλοι για το δικό μου βιβλίο. Άκουσα από αρκετούς της ηλικίας μου, που όμως έζησαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ότι τους θύμισε το δικό τους τόπο, τις συνθήκες ζωής και της δικής τους παιδικής ηλικίας. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Δεσύλλα συνειδητοποίησα πόσα πράγματα θα μπορούσα να είχα βάλει ακόμη στο δικό μου βιβλίο, που μου ξέφυγαν. Πολλοί με έχουν ρωτήσει γιατί δεν έγραψα και για τους γραφικούς τύπους του χωριού μου. Ο Αντώνης το έκανε στο δικό του βιβλίο.
Θα παραθέσω τώρα κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που με πλημμύρισαν με τις δικές μου αναμνήσεις.
«Πριν και μετά τη λειτουργία, αφού ο εσπερινός τελείωνε σχετικά νωρίς και υπήρχε ακόμη ελεύθερος χρόνος, μαζευόμαστε στην πλατεῒτσα κι ανάμεσα στ’ άλλα παιχνίδια μας προσθέταμε όσο πλησίαζε η Ανάσταση και το άναμμα αυτοσχέδιων βεγγαλικών που φτιάχναμε με σύρμα ψιλό κατσαρόλας δεμένο στην άκρη ενός κομματιού σπάγγου τον οποίο περιστρέφαμε γύρω-γύρω, δημιουργώντας έτσι ένα φωτεινό στεφάνι» (σελ. 122).
Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Θυμάμαι μια φορά, μαθητής δημοτικού, που πήγα να κάνω επίδειξη στη γιαγιά μου, που ήταν κατάκοιτη με σπασμένο πόδι στο κρεβάτι. Όμως έπεσε ένα φλεγόμενο κομμάτι από αυτό το σύρμα σε κάτι χαρτιά που πήραν φωτιά. Έτρεξα τρομοκρατημένος στην κουζίνα που έτρωγαν οι γονείς μου, και τους φώναξα: -Μπαμπά, μαμά, γλακάτε γιατί ήβαλα φωτιά και θα καεί η γιαγιά μου. Και το έβαλα στα πόδια. Σπίτι γύρισα πολύ αργά το βράδυ. Υπολόγιζα ότι μέχρι τότε θα είχαν ξεθυμάνει και θα γλίτωνα το ξύλο.
Μου έρχονται επίσης στο μυαλό οι κουτσούνες (κούκλες), τα παπούτσια που είχαν σιδερένια πέταλα για να μη λειώνουν γρήγορα, τα μπαλωμένα ρούχα. Εμείς στην Κρήτη είχαμε και τους καβάλους, μεγάλα μπαλώματα για τους πισινούς, καθώς τα παντελόνια μας εκεί φθείρονταν πρώτα. Ο Δεσύλλας γράφει ακόμη και για τις «τύχες», τις καρτούλες με τις οποίες κέρδιζες ευτελή δωράκια, ενώ «υπήρχε και το μεγάλο δώρο, μια μπάλα ποδοσφαίρου που κανείς δεν θυμάμαι να την κέρδισε» (σελ. 39). Να σου πω εγώ Αντώνη, κανείς δεν την κέρδισε, γιατί αυτό που γινόταν στην Κέρκυρα με το μεγάλο δώρο-κράχτη γινόταν και στα άλλα μέρη της Ελλάδας. Μια παρόμοια εμπειρία αναφέρει αν δεν κάνω λάθος και ο Αντώνης Σουρούνης στο βιβλίο του «Το μονοπάτι στη θάλασσα», μια παρουσίαση της Θεσσαλονίκης των παιδικών του χρόνων, και μια ακόμη γυναίκα συγγραφέας που δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν. Γράφοντας για το βιβλίο της αναφέρθηκα στον Σουρούνη.
Διαβάζω: «…Όλα ήταν ασυσκεύαστα, το ρύζι, τα μακαρόνια, το πιπέρι, οι ελιές και κάθε τι που αγοράζαμε».
Και θυμάμαι μια ιστορία που μας την είπε ο συγχωρεμένος Γιάννης Μιχαλάκης, καθηγητής χημείας (παρεμπιπτόντως, ήταν ο μόνος καθηγητής που με είχε σαπίσει στο ξύλο στη δευτέρα Γυμνασίου, όπως και ένας δάσκαλος στο δημοτικό). Πηγαίνει κάποιος στον μπακάλη και του λέει να του δώσει ένα κιλό φακές, ένα κιλό φασόλια και ένα κιλό ρεβύθια, -αλλά να τα βάλεις στην ίδια σακούλα. Ζυγίζει ο μπακάλης, τον ρωτάει πόσο κάνουν, τόσο κάνουν, -γράφτα, του λέει.
–Μα, κάνει ο μπακάλης, δεν δίνουμε βερεσέ -Ε, αν δεν δίνεις βερεσέ, πάρτα πίσω. Τι να κάνει ο κακόμοιρος, τον άφησε να τα πάρει βερεσέ.
Ο Δεσύλλας στο βιβλίο του γράφει και για τις βεντούζες. Και θυμήθηκα πάλι μια προσωπική ιστορία. Ο πατέρας μου πέθανε 94 χρόνων, το 1997. Τα τελευταία 9 χρόνια τα πέρασε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Έπασχε από βρογχικά, και αν κρατήθηκε στη ζωή τόσα χρόνια ήταν επειδή του έπαιρνα κάθε λίγο και λιγάκι βεντούζες. Το επεισόδιο που θα αφηγηθώ έγινε δυο τρεις μήνες περίπου πριν πεθάνει. Έχωσα το πιρούνι με το μπαμπάκι μέσα στο οινόπνευμα, αλλά βγάζοντάς το δεν το σφούγγιξα καλά και έτσι όταν του έβαλα φωτιά πετάχτηκαν κάποιες φλεγόμενες σταγόνες πάνω στο κρεβάτι του. Τις έσβησα βιαστικά. Φοβισμένος και οργισμένος ο πατέρας μου μού είπε τότε μια κρητική παροιμία που δεν την είχα ξανακούσει: «Το βιαστικό γαμήσι κάνει κουζουλό κοπέλι».
Γράφει ο Δεσύλλας για τη σειρήνα ενός εργοστασίου που «Σήμαινε δυνατά, ώστε το σφύριγμά της να ακούγεται πολύ μακριά… για την αλλαγή της βάρδιας των εργαζομένων σ’ αυτό και μάθαιναν την ώρα οι κάτοικοι της πόλης μας, στις έξι το πρωί, στις δύο το μεσημέρι και στις δέκα το βράδυ» (σελ. 28). Έτσι κι εμείς στο λιομάζωμα, σταματάγαμε τη δουλειά για φαγητό όταν κτύπαγε η σειρήνα του «Μίνως», ενός πυρηνελαιουργείου στην Ιεράπετρα, στις μία η ώρα. Ρολόι χειρός δεν είχαμε. Το πρώτο μου ρολόι το απέκτησα φοιτητής, γιατί μου ήταν ολότελα αναγκαίο για να ξέρω πότε να πηγαίνω στις παραδόσεις. Πλήρωσα γι’ αυτό κοντά ένα χιλιάρικο, τότε που το μηνιάτικο έμβασμά μου ήταν δυο χιλιάρικα. Και ήταν και από τα φτηνά.
Διαβάζουμε: «Κατάλοιπα αυτού του διαστρεβλώματος της γλώσσας παρατηρούμε ακόμη και στις μέρες μας, όπου η φιάλη υγραερίου ονομάζεται ‘πετρογκάζ’, η οδοντόκρεμα ‘κολυνός’ και ο στυλός διαρκείας ‘μπικ’» (σελ. 147).
Δυστυχώς δεν ονομαζόταν μόνο η οδοντόκρεμα κολυνός, αλλά και η κρέμα ξυρίσματος. Θυμάμαι μια ξαδέλφη μου που ζήτησε ένα κολυνό, της έδωσαν κρέμα ξυρίσματος, και όταν το πρόσεξε ντράπηκε να τον γυρίσει πίσω.
Διαβάζω: «…μπροστά σ’ όλους όσους βρίσκονταν εκεί…» (σελ. 38). Αλήθεια, γιατί οι συγγραφείς δεν ακολουθούν την έλξη του αναφορικού, όπως κάνουμε πάντα στον προφορικό λόγο, και γράφουν «όλους όσοι»; Επιμένω στην έλξη του αναφορικού στα κείμενά μου. Πρόσφατα την συνάντησα και σε έναν άλλο συγγραφέα, και με χαρά την συναντώ και σ’ αυτό το κείμενο του Αντώνη Δεσύλλα.
Δομώντας τις εικόνες-αφηγήσεις του σύμφωνα με τις τέσσερις εποχές, διακοσμώντας τις με σπάνιο φωτογραφικό υλικό της εποχής, μπορούμε να πούμε για αυτό το βιβλίο του Αντώνη Δεσύλλα ότι είναι ένα livre bien fait (για να παραφράσουμε το pièce bien faite), ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο που θα συναρπάσει όχι μόνο τους Κερκυραίους αλλά και κάθε αναγνώστη.
No comments:
Post a Comment