Book review, movie criticism

Monday, May 29, 2017

Μανόλης Πρατικάκης, Τα 60+1 αγαπημένα

Μανόλης Πρατικάκης, Τα  60+1 αγαπημένα, Κέδρος 2017, σελ. 95


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Τα αγαπημένα σίγουρα είναι από τα καλύτερα ποιήματά του

  Μετά την «Εκλογή από το έργο του», ένα έργο στο οποίο ο Πρατικάκης επιλέγει αυτά που θεωρεί καλύτερα ποιήματά του, εκδίδει «Τα 60+1 αγαπημένα», τίτλος που παραπέμπει συνειρμικά στις «6+1 τύψεις για τον ουρανό» του Ελύτη. Ναι, δεν υπάρχουν μόνο τα καλύτερα για ένα ποιητή, υπάρχουν και τα αγαπημένα. Στην εκλογή γράψαμε κυρίως για τις θεματικές του. Στις 95 όμως σελίδες των αγαπημένων που διαβάζονται απνευστί σε αντίθεση με τις 250 της εκλογής, μπορείς να συνειδητοποιήσεις καλύτερα τις υφολογικές μετατοπίσεις του ποιητή.
  Το πρώτο υφολογικό χαρακτηριστικό το οποίο όμως μένει σταθερό είναι η πεζομορφία. Παρά το ότι οι «Πεζοί ρυθμοί» του Ζαχαρία Παπαντωνίου προηγούνται έναν ολόκληρο αιώνα, η πεζομορφία στην ποίηση έρχεται πολύ αργότερα, καθώς είναι η ακραία συνέπεια του ελεύθερου στίχου. Ο Πρατικάκης το έχει συνειδητοποιήσει αυτό, και δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα από τα αγαπημένα του ποιήματα είναι πεζόμορφα.
  Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η εσωτερική ομοιοκαταληξία κάποιων στίχων, έναυσμα των οποίων ίσως υπήρξε το ποίημα «Σχόλια γύρω από τα πάμφωτα χάσματα του Διονύσιου Σολωμού» από τη συλλογή «Αφημένα ήσυχα στη χλόη» (1999) με τους τροχαϊκούς στίχους:
  «Όσα ρίχνει στο γιαλό ζωγραφιές στον ουρανό…
  Τέτοιο ανάστημα δεν είδα, μοναχός του μια πατρίδα» (σελ. 49).
  Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό, εντελώς μεταμοντέρνο, είναι η ειδολογική σύμφυρση και η ανάμειξη υφολογικών επιπέδων: μέσα στο ίδιο ποίημα θα συναντήσουμε λόγιες λέξεις και λέξεις λαϊκές. Βλέπουμε σχήματα του δημοτικού τραγουδιού («Μην είν’ ο πρίγκιψ-σαρκασμός; Μην είν’ ο Χατζατζάρης;» (σελ. 62), ενώ οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έχουμε χόμπι να ανιχνεύουμε πυκνώνουν στα τελευταία ποιήματα. Και βέβαια υπάρχουν λέξεις ή φράσεις από την αρχαία γραμματεία-να θυμίσουμε ότι ο Πρατικάκης είναι λάτρης των προσωκρατικών και ιδιαίτερα του Ηράκλειτου. Και φυσικά κρητικές λέξεις.
  Και μια και συνηθίζουμε να παραθέτουμε αποσπάσματα, να παραθέσω κι εγώ κάποια από τα αγαπημένα που υπογράμμισα. Το πρώτο βρίσκεται στην «Οντοφάνεια» (1988), έργο με το οποίο πιστεύω ο Πρατικάκης κάνει ένα μεγάλο ποιοτικό άλμα.
  «Τα χέρια είναι το πρώτο πράγμα που δίνουμε
οι άνθρωποι στον κόσμο κι ας μιλάμε
με κλαγγές και θρύλους. Τα χέρια είναι
που ζητάμε πιο πολύ στην αγάπη και
στο θάνατο» (σελ. 21). 
  Και από τη «Μαγεία της μη διεκδίκησης» (1990), έργο με το οποίο έκανα τη γνωριμία με τον ποιητή.
  «Ω, να βρω λέξεις που να τους είμαι απόλυτα πιστός.
Να με βρουν λέξεις. Όχι λέξεις:
εφαρμογές πραγμάτων στον αισθητικό μου φλοιό.
Όπως: τον νερό στο ρυάκι, ο άνεμος στο φυσερό.
Αύριο λέω να βαδίσω με τις ρίζες των δένδρων
-αυτή είναι η απόσταση…» (σελ. 26).
  Από την ίδια συλλογή.
«Ο σοφός νους είναι σαν το νερό: παίρνει
Τις πιο χαμηλές θέσεις που οι άλλοι αποφεύγουν,
Κι όμως γεμίζει πρώτος τα χάσματα» (σελ. 34).
  Το παρακάτω από τον «Μεγάλο ξενώνα» ( 2006) πρέπει κάποιοι να το λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους.
  «Εδώ στη σκιά του πνεύμονα, κοιτάξτε. Τα οστά του κόσκινο
στις μεταστάσεις. Τι τα ’θελε τα τέσσερα πακέτα;» (σελ. 56).
  Και μη μου φέρετε σαν επιχείρημα ότι εσείς καπνίζετε μόνο τρία.
  Πάλι από την ίδια συλλογή.
  «Αυτή την ανυπόφορη θύελλα της καταστροφής ονομάζουμε Πρόοδο.
Των ονείρων την οξείδωση Εξέλιξη» (σελ. 59).
  Και τέλος από το «Λιθοξόο» (σελ. 2015).
  «Η αγάπη έχει τις ρίζες της
βαθιά στη γη.
Μα οι κλώνοι καρπίζουνε στον ουρανό» (σελ. 85).
  Και μια παρατήρηση που έχω κάνει και αλλού. Το δεύτερο ημιστίχιο συχνά είναι σε άλλο μέτρο από το πρώτο σε μια πρόταση-στίχο. Για παράδειγμα: Η ξερή φλαμουριά (ανάπαιστος) στην άκρη του φράχτη (αμφίβραχυς), σελ. 80).
  Τα αγαπημένα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι και από τα καλύτερα. Σαν ρακή πρωτόρακη.
  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:
Το χέρι της στο χέρι μου, μην πέσω, μη χτυπήσω (σελ. 30)
Καλώς ορίσατε λοιπόν στο σκότος του μυαλού μου (σελ. 35)
Στο δένδρο το αειθαλές θα κλαίει και θα κρώζει (σελ. 35)
Ερειπωμένη σέρνεται σε άδειο ορυχείο (σελ. 47)
Που τρεμοσβήνει άτσαλα ως κάθεται στη χλόη (σελ. 62)
Σαν μεθυσμένο ξωτικό στο πένθος της αυγούλας (σελ. 62)
Αυτό που με θανάτωνε μετρά το ανάστημά μου (σελ. 63)
Σ’ αυτά τα θεία βιολετιά μουσούδια που σταλάζουν (σελ. 66)
Με καφεκόκκινους σπασμούς στα ορυκτά σεντόνια (σελ. 69)
Χτύπα λοιπόν εδώ κι εδώ στο κούφιο λατομείο (σελ. 73)
Η γη ήτανε μάνα σου, κόρη σου και μνηστή σου (σελ. 75)
Δε γνώριζαν γης κι ουρανού την κοινοκτημοσύνη (σελ. 77)
Στο αργυρό του φεγγαριού ταψάκι στραφταλίζει (σελ. 78)
Στους φλογισμένους ώμους μου με αστρικούς σπινθήρες (σελ. 87)
  Στο τελευταίο «ανέκδοτο» της συλλογής, αφιερωμένο στον Ερρίκο Τσεμπελίκο, βλέπουμε πέντε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Οι άστεγοι στου σκοταδιού την παγωνιά ξυλιάζουν
Οι ενορίες τους διώξανε σαν ψωραλέους σκύλους
Κάτι φτωχά παράθυρα που ξεφυλλίζει ο ζόφος
Τα μόνα που τους νοιάζονται είναι τα μαύρα δέντρα
Απ’ τις σκιές τους κόβουνε διπλόφαρδα σεντόνια
  Και δυο αμφίβραχεις:
Κι εδώ στους βυθούς μου θα χτίσεις το σπίτι σου (σελ. 51)
Πλεκτά ποταμίσια καλάθια γεμάτα καρπούς (σελ. 66)
  Και δυο τροχαίοι:
Ούγιες ούγιες σαν χασές η μαραμένη σάρκα (σελ. 53)
Αβαρής σαν συννεφάκι πλέει πλάι στις μυρτιές (σελ. 82)

Μπάμπης Δερμιτζάκης

  

Fan Ho (何藩), Temptation summary 2 (四度诱惑 1991)

Fan Ho (何藩), Temptation summary 2 (四度诱惑 1991)


  Ο «Πειρασμός τετάρτου βαθμού» (ο κινέζικος τίτλος) είναι η δεύτερη ταινία του Φαν Χο που βλέπουμε, μετά την «Σύντομη συνάντηση». Πρόκειται για μια ερωτική κωμωδία με αρκετές τολμηρές σκηνές αλλά και αρκετά σπαρταριστά επεισόδια. Ιδιαίτερα το τέλος με τη σύγκρουση ανάμεσα στις τέσσερις κοπέλες που έπαιζαν σε μια πορνό ταινία «3ης κατηγορίας», δηλαδή με σενάριο, και στους «κακούς», θύμιζε ταινία του Τζάκι Τσαν. «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», «Ο βαρώνος και η τσιγγάνα», «Ο ιππότης και η τσιγγάνα», «Η παρθένα και ο τσιγγάνος» και ο «Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» (μυθιστορήματα τα δυο τελευταία, του Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς), o «Ερωτόκριτος», έχουν το μοτίβο της σταχτοπούτας ή του σταχτοπούτου. Εδώ έχουμε το μοτίβο της σταχτοπούτας, με τον μπάτσο και την πόρνη (κάτι σαν το «Pretty Woman»).
  Είδαμε και κάποιες πλευρές του Χονγκ Κονγκ πριν την επανένωση. Ο αστυνόμος είναι άγγλος. Στον τοίχο είναι το πορτραίτο της βασίλισσας. Και ξαναείδαμε επίσης αυτό που είδαμε και στην ταινία του Alan Lo Shun-Chuen «Girls in the hood», το κορίτσι που έρχεται από την ενδοχώρα και προσπαθεί να κάνει λεφτά και να επιστρέψει για να παντρευτεί τον καλό της. Μόνο που αυτός της την έσκασε. Έχει όμως τον αστυνομικό.

  Απολαυστικότατη.

Κώστα Ανδρίτσου, Καταιγίδα (1965)

Κώστα Ανδρίτσου, Καταιγίδα (1965)


  Όπως έχω ένα αρχείο με τίτλο «tenies ke vivlia τα σύνορα της αγάπης» (στην ανάρτησή μας για τη «Ρόζα της Σμύρνης» παραθέτουμε σχετικούς συνδέσμους), έτσι έχω και ένα αρχείο με τίτλο «tenies-αυτοθυσία της γυναίκας για τον άνδρα». Αρχείο για το αντίστροφο δεν έχω, γιατί δεν υπάρχουν έργα με τέτοιο θέμα. Στο αρχείο αυτό παραθέτω την «Άλκηστη» του Ευριπίδη, την όπερα του Πεκίνου «Αντίο παλλακίδα μου», την όπερα «Νόρμα» του Μπελίνι και δυο ταινίες: Jacob Cheung, Αναπαύσου στον ώμο σου (肩上蝶) 2011, και Kim Hyeon-seong, Mr. Butterfly. Στις ταινίες αυτές θα προσθέσω και μια τρίτη, την «Καταιγίδα» του Κώστα Ανδρίτσου.
   Η Μαρίνα είναι φτασμένη τραγουδίστρια. Ο ταλαντούχος πιανίστας Αλέξης της παρουσιάζεται ψάχνοντας για δουλειά. Είναι και συνθέτης. Το ταλέντο του είναι για πιο πάνω πράγματα, όμως πρέπει να ζήσει. Η Μαρίνα θα τον βοηθήσει να αναδειχθεί και θα τον ερωτευτεί. Αυτός δεν τολμάει να της ομολογήσει ότι είναι παντρεμένος. Όταν αυτή το μαθαίνει αποσύρεται. Δεν θέλει να του καταστρέψει το γάμο του, που θα είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στην καριέρα του. Πηγαίνει μόνη στην περιοδεία στο εξωτερικό, που αρχικά την είχε σχεδιάσει να πάνε μαζί. Η θλίψη για τον χαμένο έρωτα θα την οδηγήσει στο πιοτό, πράγμα που θα έχει σαν αποτέλεσμα την σταδιακή της πτώση. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα συμμετάσχει σε ένα θίασο-μπουλούκι για να μπορέσει να ζήσει. Ο Αλέξης όμως θα την ανακαλύψει και θα προσπαθήσει να την βοηθήσει να επιστρέψει στο τραγούδι. Τραγουδώντας το «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα» θα αποθεωθεί. Αλλά θα είναι το κύκνειο άσμα της. Μπορείτε να δείτε όλη την ταινία στο youtube.
  Είναι η δεύτερη ταινία με πλημμυρίδα από τραγούδια του Μίκη Θοδωράκη που ξαναβλέπω. Η άλλη ήταν «Οι νέοι θέλουν να ζήσουν». Η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία με τις ταινίες «με δώδεκα λαϊκά τραγούδια», αργότερα έγιναν «με εικοσιτέσσερα λαϊκά τραγούδια», και αν δεν με απατά η μνήμη μου υπήρξαν και ταινίες «με τριανταέξι λαϊκά τραγούδια». Σε πάρα πολλές απ’ αυτές έπαιζε ο Νίκος Ξανθόπουλος, και οι περισσότερες νομίζω ήταν με μουσική Γιώργου Ζαμπέτα. Με μουσική Θοδωράκη μόνο δύο.

  Τα sixties του Θοδωράκη ήταν νομίζω τα καλύτερά του. 

Sunday, May 28, 2017

Alan Lo Shun-Chuen (罗舜泉, Luo Shun Chuan) Girls in the hood (老泥妹, Lao ni mei, 1995)

Alan Lo Shun-Chuen (罗舜泉, Luo Shun Chuan)   Girls in the hood (老泥妹, Lao ni mei, 1995)


  Είπαμε να δούμε μια ακόμη κινέζικη ταινία, μετά την «Σύντομη συνάντηση» του Fan Ho. Έτσι είδαμε και τα «Κορίτσια του δρόμου» («Κορίτσια στο βούρκο» θα μεταφράζαμε περίπου στα ελληνικά τον κινέζικο τίτλο).
  Η Τζόε θέλει να αυτοκτονήσει επειδή την παράτησε ο φίλος της. Κοιτάζει από μια γέφυρα κάτω το ποτάμι, σε μια κακόφημη περιοχή σαν τη δική μας Ομόνοια. Θα πέσει; Τα τρία «Κορίτσια του δρόμου» στοιχηματίζουν αν θα φουντάρει.
  Φουντάρει. Η μια είναι αγανακτισμένη που έχασε το στοίχημα. Και όταν την σώζει κάποιος άνδρας και αυτές την περιμαζεύουν στην παρέα τους, πάλι θα της την πέσει που έχασε το στοίχημα.
  Όλα αυτά στο Χονγκ Κονγκ. Στην ταινία δεν μιλάνε καντονέζικα αλλά μανταρίνικα. Τα κορίτσια φαίνεται ότι κατάγονται από την ενδοχώρα και πήγαν στο Χονγκ Κονγκ ψάχνοντας για μια καλύτερη τύχη. Μάλιστα αυτήν που ήλθε πιο πρόσφατα, και μας λέει ότι ακόμη δεν κατάφερε να μάθει καντονέζικα, την φωνάζουν υποτιμητικά mainlander.
  Η ταινία ξεκινάει σαν κωμωδία και συνεχίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της σαν κωμωδία. Τα κορίτσια κάνουν ψιλοαπάτες για να ζήσουν, και φυσικά πουλάνε και το κορμί τους, αν και πιο συχνά το κάνουν τσάμπα, για να απολαύσουν το σεξ. Η πιο σεξουλιάρα είναι η «άμυαλη», που θέλει να αποσπάσει από την Τζόε ένα νεαρό, με τον οποίο έχει αρχίσει να πλέκεται ένα ειδύλλιο. Συχνά δεν έχουν να φάνε και σκαρφίζονται τρόπους για να εξοικονομήσουν τον επιούσιο.  
  Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που ψάρευαν τους γκόμενους. Στη γειτονιά είναι μια που πουλάει λουλούδια. Αυτή πλησιάζει ένα νέο που χαζεύει, μαζί με κάποιο από τα κορίτσια. –Δεν θα προσφέρεις ένα μπουκέτο σ’ αυτό το όμορφο κορίτσι που σε κοιτάζει; Έτσι πουλούσε την πραμάτεια της και τα κορίτσια ψάρευαν πελάτες ή γκόμενους.
  Αυτό ήταν όλο;
  Στο τέλος υπάρχει μια μεγάλη ανατροπή, ειδολογική. Η ταινία γίνεται δραματική. Ένα κορίτσι βιάζεται από κάποιους νεαρούς του δρόμου, ενώ την «άμυαλη» θα την κτυπήσουν μέχρι θανάτου. Τα κορίτσια κλαίνε. Η Τζόε πλησιάζει την ανθοπώλισσα και της ζητάει ένα κατοστάρικο να γυρίσει σπίτι. Καιρός να ξεφύγει από τη λάσπη (). Εξάλλου και ο νεαρός με τον οποίο είχε σχέση αποδείχτηκε τζούφιος. Τυχερή αυτή, το περιθώριο ήταν επιλογή της. Για τα άλλα κορίτσια όμως, όπως και για το σύνολο σχεδόν των περιθωριακών, δεν είναι επιλογή τους, και ας προσπαθούν κάποιοι να το παρουσιάζουν ως έκφραση αντικομφορμισμού, μη συμβιβασμού. 
  Και αυτή η ταινία πολύ μου άρεσε. (Επειδή πιστεύω ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα» προσπαθώ να αποφεύγω να γράφω ότι μια ταινία είναι καλή ή κακή, και να γράφω αν μου αρέσει ή όχι, αν και συχνά ξεχνιέμαι. Γι’ αυτό να το έχετε υπόψη σας, αν γράφω ότι μια ταινία είναι καλή εννοώ ότι μου άρεσε).

    

Saturday, May 27, 2017

Fan Ho (何藩), Brief encounter (欲焰浓情, Yu yan nong qing, 1988)

Fan Ho (何藩), Brief encounter (欲焰浓情, Yu yan nong qing, 1988)

 

  Καιρός να ξαναρχίσουμε να βλέπουμε πότε πότε και κινέζικα έργα.

  Η «Σύντομη συνάντηση» είναι μια συναρπαστική ερωτική περιπέτεια την οποία σκηνοθέτησε ο Φαν Χο (1931-2016). Γεννήθηκε στη Σαγκάη, αλλά η οικογένειά του μετακόμισε όταν ήταν ακόμη μικρός στο Χονγκ Κονγκ. Εκεί διέπρεψε ως φωτογράφος και ως σκηνοθέτης. Να πούμε ότι στο Χονγκ Κονγκ μιλιούνται τα καντονέζικα, όχι τα μανταρίνικα, αυτά που ο πολύς κόσμος ξέρει ως κινέζικα· γιατί και τα καντονέζικα κινέζικα είναι.  

  Ο Lung δουλεύει σεκιουριτάς. Η May έχει έλθει από την Μαλαισία με την ελπίδα να γίνει τραγουδίστρια. Όμως ο μεσολαβητής που την έφερε είχε άλλα σχέδια γι’ αυτήν. Την βάζει σε ένα πορνείο, σε αυτό ακριβώς που υπηρετεί ο Lung. Θα την σώσει από τα χέρια τους και θα την ερωτευτεί, όπως θα τον ερωτευθεί και εκείνη. Όμως θα τον ερωτευτεί και μια άλλη γυναίκα, άνθρωπος της νύχτας, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ, στην οποία ο Lung έπιασε δουλειά αφού έφυγε από το πορνείο, σαν οδηγός της. Ένας άντρας δυο γυναίκες. Αυτή θα σκαρφιστεί διάφορα για να τον αποσπάσει από τη May. Θα της πει ψέματα, θα την εξαπατήσει, όπως και τον Lung. Όμως στο τέλος θα αποκαλυφθεί η πλεκτάνη. Στην τελική σύγκρουση κατά την οποία θα πέσουν πολλές σφαίρες και θα γεμίσει ο τόπος πτώματα, η May θα την σκοτώσει κτυπώντας την επανειλημμένα στο στήθος με ένα ψαλίδι. Και είναι η μόνη από τους κύριους χαρακτήρες που μένει ζωντανή. Ένας βαθύς έρωτας φούντωσε σαν φλόγα, και έσβησε – η περίπου μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου. Την έσβησε το φύσημα του χάρου.


   Θα μου άρεσε περισσότερο η ταινία αν είχε happy end.  

Friday, May 26, 2017

Δημήτρης Γιαννόπουλος, Σύλβια

Δημήτρης Γιαννόπουλος, Σύλβια, ΑΛΔΕ 2017, σελ. 175


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με χιούμορ

  Δεν είμαι φαν των αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά αυτό μου άρεσε ιδιαίτερα. Ο λόγος; Το χιούμορ του. Ο αφηγητής αφηγείται με ένα τρόπο ιδιαίτερα διασκεδαστικό την ιστορία του, πράγμα που συναρπάζει αμέσως τον αναγνώστη. Επίσης έχει στοιχεία φανταστικού, παραπέμποντας σε ένα 2084 (νομίζω κάτι γράφεται ή γυρίζεται σε ταινία), μια αναβαθμισμένη εκδοχή του «1984» του Όργουελ. Μου θύμισε την ταινία του Rupert Sanders «Το φάντασμα στο κέλυφος» (2017). Εκεί στην Scarlet Johansson είχαν εμφυτέψει μια ψεύτικη ανάμνηση. Το ίδιο έκαναν και στον Ντόμινικ. Πίστευε ότι τώρα ζούσε μια δεύτερη ζωή. Βέβαια η Johansson ήταν ανδροειδές, αλλά και εδώ βλέπουμε ένα «ανδροειδές τρίτης γενιάς» (σελ. 169). Μια «μαϊμού Σύλβια».
  «Η θέση που νομίζεις ότι κατέχεις, η μόνη ανάμνηση που έχεις από την προηγούμενη ζωή σου, αυτή του θανάτου σου, είναι όλα φτιαχτά, σκηνοθετημένα βάσει παλαιότερων αναμνήσεών σου, ώστε να είναι αποδεκτά από τη μνήμη και χωρίς δυνατότητα αποβολής» (σελ. 79), του λέει η Σύλβια, όχι η μαϊμού, η πραγματική.
  Ο Ντόμινικ είναι στην υπηρεσία ενός πανίσχυρου «Οργανισμού», πολλαπλάσια ισχυρού της σημερινής μαφίας, που ελέγχει κυριολεκτικά στον κόσμο. Είναι εκτελεστής, όπως και η φίλη του η Σύλβια. Όποιος παρεκκλίνει όμως από τις εντολές της οργάνωσης εκτελείται.
  Έχουν παρεκκλίνει και η δυο, και αυτός και η Σύλβια. Και η εντολή που έχουν είναι να σκοτώσει ο ένας τον άλλο. Ο Ντόμινικ θα υπακούσει, και θα την κυνηγήσει για να τη σκοτώσει. Η Σύλβια όμως τι θα κάνει;
  Κάποια στιγμή θα του εξομολογηθεί:
  «Δεν μπορεί μια χούφτα ανθρώπων να καθορίζει εκατομμύρια άλλες ζωές. Είμαστε τέρατα, Ντόμινικ. Άρχισα να μην μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Προσπάθησα να το κρύβω. Κάθε βράδυ, που τα άγρυπνα μάτια με παρακολουθούσαν ξαπλωμένη στο σκοτάδι, προσποιούμουν ότι κοιμάμαι, έκλαιγα με σιωπηλούς λυγμούς για να μη με ακούσουν» (σελ. 74).
  Αλλά φαίνεται την κατάλαβαν, γι’ αυτό έδωσαν την εντολή εκτέλεσής της.
  Η ιστορία εξελίσσεται σε μια συναρπαστική περιπέτεια, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί θα χάσουν τη ζωή τους. Αυτό όμως που συγκινεί τον αναγνώστη είναι η προσωπογράφηση του ήρωα μέσα από την αφήγησή του, που σε αρκετά σημεία μοιάζει με εσωτερικό μονόλογο. Καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με την προσωπικότητά του, πράγμα που τον οδηγεί σε κατάθλιψη. Προσπαθεί να «τρυπήσει» το φράγμα που έβαλαν στις αναμνήσεις του για να δει ποιος είναι, με το ποτό και τα ναρκωτικά. Ναι, δεν είναι ο μονοδιάστατος ήρωας των συνηθισμένων αστυνομικών μυθιστορημάτων, είναι ένα άτομο που μας αγγίζει βαθιά. Η Σύλβια δίνει την περιγραφή του.
  «Εσύ και ο απειθάρχητος-πειθαρχημένος χαρακτήρας σου. Φαινομενικά συνεργάσιμος, εκτελεστικό όργανο, αλλά με τάσεις που οι τμηματάρχες σου σίγουρα δε διέκριναν, ικανοποιημένοι απ’ την αποτελεσματικότητά σου. Κατάθλιψη, καταχρήσεις, αμφισβήτηση, ένας υπέροχα συναισθηματικά φορτισμένος κυνισμός στα όρια της φυγής. Αυτή η έλλειψη του παραμικρού φόβου και η απόλυτη απάθεια κατά τη διάρκεια κάθε αποστολής. Ένα όργανο, που πέρα απ’ τη χειρουργική του ακρίβεια, φλεγόταν ζωντανό για απαντήσεις σε ερωτήσεις που λόγω του προγραμματισμού που είχε υποστεί, δεν μπορούσε να θέσει. Ένα δοχείο γεμάτο εύφλεκτο υλικό, έτοιμο να εκραγεί απρόβλεπτα από στιγμή σε στιγμή. Ένα τέλειο ελαττωματικό μοντέλο» (σελ. 76). 
  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
  «Ποτέ μη δίνεις υποσχέσεις. Οι καιροί αλλάζουν, να το ξέρεις. Ο χρόνος φεύγει γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει καλά, και οι υποσχέσεις σκαλώνουν πίσω σαν αγκάθια. Αν δοκιμάσεις να τις τραβήξεις, σου κομματιάζουν την καρδιά στο λεπτό» (σελ. 43).
  Αποδέκτης in absentia είναι η Σύλβια, που του είχε πει φεύγοντας: «Πρέπει να φύγω. Σε παρακαλώ μη με ψάξεις. Θα βρεθούμε ξανά μια μέρα. Στο υπόσχομαι!».
  Και ένα δείγμα του χιούμορ του.
  «Πέθαινα όμως πραγματικά για ένα τσιγάρο. Ρώτησα και τους ιδιοκτήτες των άλλων λιμνών [αίματος] αν ήθελαν κι αυτοί. Είχα αρκετά για όλους μας αλλά δεν πήρα καμιά απάντηση. Εκείνοι μάλλον το είχαν κόψει μια για πάντα» (σελ. 17). 
  Διαβάζω:
  «Σηκώθηκα, πήγα στο στέρεο και κοίταξα τους δίσκους. Bolero του Maurice Ravel» (σελ. 130).
  Και συνεχίζει να μιλάει για το μπολερό και στις επόμενες δυο σελίδες.
  Και η σύμπτωση:
  Στο «Μπολερό» του Ραβέλ αναφέρεται επίσης αρκετά διεξοδικά η Σπυριδούλα Ραφτοπούλου, στο μυθιστόρημά της «Η Ευτέρπη της Σμύρνης» και αυτό από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημα που διαβάσαμε.
  Πολύ μου άρεσε το μυθιστόρημα αυτό του Δημήτρη Γιαννόπουλου, είμαι σίγουρος ότι θα αρέσει και σε σας.
  Και θα κλείσουμε όπως πάντα με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε.
Σταδιακά στη σιωπή, όπου και παραμένουν (σελ. 68)
Πάντα να εμφανίζεται με στιλ παλιάς ταινίας (σελ. 94)
Που βρήκε καταφύγιο μέσα στις παραισθήσεις (σελ. 132)
Να ταξιδεύει απτόητη μπροστά από το παρμπρίζ μου (σελ. 144)
Και ένας αμφίβραχυς:
Το γκέτο της ντρόγκας στην άκρη της πόλης (σελ. 89)
Και ένας ανάπαιστος:
Που θυμίζει καρπούζι που σπάει στην άσφαλτο (σελ. 131)


Μπάμπης Δερμιτζάκης

Thursday, May 25, 2017

Alan Parker, Angel heart (Δαιμονισμένος άγγελος 1987)

Alan Parker, Angel heart (Δαιμονισμένος άγγελος 1987)

Κάναμε λάθος!!! Από 1-6 στους κινηματογράφους
  Λέμε «Πούλησε την ψυχή του στο διάβολο» με μια μεταφορική σημασία. Ο Φάουστ όμως την πούλησε κυριολεκτικά. Ο William Hjortsberg στο μυθιστόρημά του «Falling angel», μεταφορά του οποίου είναι ο «Δαιμονισμένος άγγελος», παίρνει απλά την ιδέα.
  Ένας πελάτης ζητάει από τον Μίκυ Ρουρκ, ιδιωτικό ντετέκτιβ που ασχολείται με μικροϋποθέσεις, να αναλάβει να ανακαλύψει τα ίχνη του Johnny Favorite. Υποτίθεται ότι βρίσκεται σε κώμα σε μια κλινική, αλλά έχει διαπιστώσει ότι δεν βρίσκεται πια εκεί.
  Ο Ρουρκ αναλαμβάνει την υπόθεση. Όταν πέφτει πάνω στο πρώτο πτώμα κάνει πίσω, δεν θέλει να έχει μπλεξίματα. Όμως η αμοιβή των 5000 δολαρίων είναι δελεαστική.
  Και οικοδομείται το σασπένς: θα τον βρει τελικά; Ή μήπως είναι νεκρός;
  Στην αναζήτηση θα βρεθεί μπροστά σε κάποια πτώματα και θα παρευρεθεί σε μια τελετή βουντού. Όμως στο τέλος τον περιμένει μια φοβερή έκπληξη, στην πιο μεγάλη κινηματογραφική ανατροπή.
  Πολύ μας άρεσε ο Μίκυ Ρουρκ σ’ αυτό τον ρόλο του αντιήρωα, που δεν το παίζει καθόλου σκληρός, κυκλοφορεί χωρίς πιστόλι, και δέχεται διάφορες επιθέσεις.

  Πολλοί κριτικοί τη θεωρούν σαν μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου που γυρίστηκε ποτέ. Αυτό αιτιολογεί και την επανέκδοσή της. 

Jim Jarmush, Down by law (Στην παγίδα του νόμου)

Jim Jarmush, Down by law (Στην παγίδα του νόμου 1986)


Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Παλιά ταινία το «Στην παγίδα του νόμου» του Jim Jarmusch (πρόσφατα είδαμε την τελευταία του, το «Πάτερσον»), ξαναπαίζεται σε επανέκδοση. Καθώς έχει και 7,8 βαθμολογία στο IMDb, ήμουνα σίγουρος ότι πρόκειται για μια καλή ταινία. Και δεν διαψεύστηκα.
  Στην αρχή βλέπουμε τον Ζακ. Αποτυχημένος dj, άνεργος, δεν τον αντέχει πια η φιλενάδα του. Τα κάνει γυαλιά καρφιά στο σπίτι του και τον παρατάει. Όσο για τον Τζακ, αυτός είναι νταβατζής, και φυσικά έχει δοσοληψίες με τον υπόκοσμο. Και οι δυο ακούνε σιωπηλοί, με κατεβασμένο κεφάλι, τον εξάψαλμο από τις γυναίκες.
  Και τους δυο θα τους παγιδέψουν, τον νταβατζή με μιαν ανήλικη και τον dj με ένα αυτοκίνητο που στο πορτμπαγκάζ του υπάρχει ένα πτώμα. Θα καταλήξουν στη φυλακή. Εκεί θα τους βρει ο Ρομπέρτο Μπενίνι. Αυτός είναι χαρτοκλέφτης και έχει διαπράξει φόνο. Πού να φανταστεί ότι μια μπάλα του μπιλιάρδου που εκσφενδόνισε στο κεφάλι κάποιου θα τον έστελνε στον άλλο κόσμο. Θα αναλάβει την πρωτοβουλία να το σκάσουν, έχει βρει τον τρόπο. Θα τα καταφέρουν. Και η ταινία τους παρακολουθεί στο οδοιπορικό τους, μέχρι να καταφέρουν να ξεφύγουν οριστικά.

  Στην αρχή, η ταινία προσωπογραφεί τον Τζακ και τον Ζακ. Στη συνέχεια παρακολουθούμε τα επεισόδια που θα τους στείλουν φυλακή. Μόλις εμφανίζεται ο Μπενίνι, η ταινία γίνεται κανονική κωμωδία. Τελικά πολύ σπουδαίος ηθοποιός, πολύ πλατειά η εκφραστική του γκάμα, θα είχε διαπρέψει και στον βουβό. 

Kleber Mendonça Filho, Aquarius, 2016



Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Μια ακόμη ταινία με θέμα τον αδύναμο που αντιμετωπίζει με επιτυχία τους ισχυρούς.
  Η Κλάρα είναι μια εξηνταπεντάχρονη μουσικοκριτικός που προέρχεται από μια πλούσια οικογένεια. Έχει πέντε διαμερίσματα, καλή κληρονομιά για τα παιδιά της, αλλά δεν λέει με τίποτα να εγκαταλείψει τον «Υδροχόο» (παρεμπιπτόντως, το ζώδιό μου), μια πολύ παλιά πολυκατοικία όπου βρίσκεται το διαμέρισμα που κατοικεί. Μια κατασκευαστική εταιρεία έχει σχέδια γι’ αυτήν. Έχει αγοράσει όλα τα άλλα διαμερίσματα, αλλά η Κλάρα επιμένει να μην πουλήσει το δικό της. Την πιέζουν αφόρητα. Αυτή αντιστέκεται.
  Και δημιουργείται το σασπένς: ποιος θα νικήσει τελικά σ’ αυτή την κόντρα;
  Ελάχιστα επεισόδια είναι πυρηνικά σ’ αυτή την υπερδίωρη ταινία του Κλεμπέρ Μεντόσα junior. Τα περισσότερα είναι δεικτικά, προσωπογραφώντας την Κλάρα και εικονογραφώντας το περιβάλλον της, επεισόδια retarding, καθυστερητικά, που αναβάλουν την έκβαση ενισχύοντας το σασπένς. Πολύ καλή γυναίκα η Κλάρα, με την υπηρέτριά της είναι κάτι παραπάνω από φίλες. Όλοι στη γειτονιά την αγαπούν.
  Το τι μηχανεύτηκε η εταιρεία για να τη διώξει είναι κάτι το ασύλληπτο. Όμως της ήλθε μπούμερανγκ. Βέβαια βοήθησε την Κλάρα και ο παράγοντας τύχη.
  Η κριτική στάση της ταινίας απέναντι στην πολιτική κατάσταση της Βραζιλίας προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Το υπουργείο πολιτισμού αρνήθηκε να την προτείνει για το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας για τα Academy Awards. Ήταν όμως υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα.  
 

  

Bavo Defurne, Souvenir (2016)

Bavo Defurne, Souvenir (2016)
   

  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Το μοτίβο του «Μεγάλος άνδρας-μικρή γυναίκα» είναι πιο συνηθισμένο από το αντίστροφο. Η «Λολίτα» είναι βέβαια γνωστή σε όλους, ενώ κάποιοι ίσως θυμούνται το «Στα 16 Γνώρισα τον Έρωτα» (Ο αγγλικός τίτλος είναι «Circle of Two», 1981) του Ζυλ Ντασέν, με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τατούμ Ο Νηλ. Το αντίστροφο το συναντήσαμε μόνο μια φορά, στην ταινία του Μίλτον Κατσέλας «40 Καράτια» με την Λιβ Ούλμαν.
  Το «Souvenir» είναι η δεύτερη.
  Η Ιζαμπέλ Υπέρ δουλεύει σε ένα ζαχαροπλαστείο. Κάποια στιγμή έρχεται να δουλέψει και ένας εικοσιδιάχρονος νεαρός. Μοιάζεις πολύ με τη Λώρα, της λέει.
  Είναι όντως η Λώρα. Μια τραγουδίστρια που μεσουρανούσε πριν τριάντα χρόνια. Μετά το χωρισμό της όμως με τον άντρα της, που την παράτησε για μια μικρούλα, άρχισε η σταδιακή πτώση της. Όταν σε μια εκπομπή κουίζ προβάλλεται ένα βίντεό της που τραγουδάει, ο νεαρός πείθεται ότι είναι αυτή. Αυτή δεν μπορεί πια να το αρνηθεί. Θα την παρακαλέσει να τραγουδήσει σε μια συγκέντρωση μποξέρ (μποξέρ και ο ίδιος, φιλοδοξεί να γίνει επαγγελματίας). Αυτή αρχικά θα αρνηθεί, αλλά τελικά θα δεχτεί.
  Θα τα φτιάξει με τον νεαρό που θα γίνει μάνατζέρ της. Θα την πείσει να ασχοληθεί ξανά με το τραγούδι. Τέλος θα την πείσει να συμμετάσχει στη Eurovision, όπου καταφέρνει να προκριθεί σαν εκπρόσωπος της χώρας.
  Θα ευοδωθεί η σχέση;
  Όλα κρίνονται στο τέλος, με την ανατροπή της τελευταίας στιγμής.

  Μεγάλη ηθοποιός η Ιζαμπέλ Υπέρ, δίνει για μια ακόμη φορά ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. 

Wednesday, May 24, 2017

Espen Sandberg, Joachim Roenning, Pirates of the Carribean: Salazar’s revenge, or Dead men tell no tales (Πειρατές της Καραϊβικής: η εκδίκηση του Σαλαζάρ (2017).

Espen Sandberg, Joachim Roenning, Pirates of the Carribean: Salazar’s revenge, or Dead men tell no tales (Πειρατές της Καραϊβικής: η εκδίκηση του Σαλαζάρ (2017).

Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Είναι το πέμπτο έργο της επιτυχημένης σειράς «Οι πειρατές της Καραϊβικής», και δεν ήταν δυνατόν να είναι αποτυχία.
  Τον Johnny Depp τον κυνηγάει το πλοίο φάντασμα του Javier Bardem. Και οι δυο ψάχνουν την τρίαινα του Ποσειδώνα, ο μεν Depp για να ελευθερώσει τον πατέρα του από μια κατάρα και ο Bardem για να ξαναβρεί το ανθρώπινο σώμα του, κι ας ξέρει ότι αμέσως μετά θα πεθάνει. Θέλει να πάψει να είναι φάντασμα, το ίδιο και οι σύντροφοί του. Βοηθούς ο Depp έχει τον Orlando Bloom και την Kaya Scodelario, ανάμεσα στους οποίους θα πλεχτεί και το ειδύλλιο, αναγκαίο στα έργα του είδους.

  Απολαυστικότατος ο Depp σε πολλές κωμικές σκηνές, είναι το μεγάλο ατού της ταινίας. Δείτε την σε 3D.   

Σπυριδούλα Ραφτοπούλου, Η Ευτέρπη της Σμύρνης

Σπυριδούλα Ραφτοπούλου, Η Ευτέρπη της Σμύρνης, ΑΛΔΕ 2017, σελ. 235


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που παρακολουθεί μια οικογένεια σε τέσσερις γενιές

  Μετά τον «Μεγάλο ξενώνα» η Σπυριδούλα Ραφτοπούλου μας δίνει το τέταρτο μυθιστόρημά της με τίτλο «Η Ευτέρπη της Σμύρνης».
  Οι κακοτυχίες που μπορούν να βρουν τους ανθρώπους στη ζωή είναι βασικά δύο ειδών. Η μια κακοτυχία έχει να κάνει με την ιστορία. Οι περιπέτειες που περνάει μια χώρα παρασύρουν τους κατοίκους της στη δίνη τους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι σύριοι μετανάστες, που για να ξεφύγουν από τις πολεμικές συγκρούσεις στην πατρίδα τους θαλασσοπνίγονται στις θάλασσές μας. Οι στρατιώτες-θύματα, αλλά και οι «παράπλευρες» απώλειες του άμαχου πληθυσμού, εντάσσονται σ’ αυτή την κατηγορία. Η άλλη περίπτωση έχει να κάνει με την τύχη, αν και όχι σε απόλυτο βαθμό. Σε ένα τροχαίο που χάνει κανείς τη ζωή του, αν δεν φταίει, είναι κακότυχος.
   Οι ταλαιπωρίες που υφίσταται η Ευτέρπη της Σμύρνης έχουν να κάνουν με το δράμα που έζησε ο νεότερος ελληνισμός με τη μικρασιατική καταστροφή. Οι ταλαιπωρίες όμως της εγγονής της τής Ειρήνης έχουν να κάνουν με ένα καθαρό ζήτημα τύχης: ο αγαπημένος της σκοτώθηκε και από τότε έχει παραιτηθεί από τη ζωή.
  Στην πραγματικότητα έχουμε δυο μυθιστορήματα με ένα ιντερμέτζο. Το πρώτο μυθιστόρημα μας αφηγείται τις περιπέτειες της Ευτέρπης μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Ο αγαπημένος της, γάλλος υπήκοος, πιθανότατα έχει πεθάνει από ένα σοβαρό τραυματισμό στο πόδι, και η ίδια γλίτωσε χάρη στην επιμονή του να καταφύγει στη γαλλική πρεσβεία με τα χαρτιά της αδελφής του, σαν γαλλίδα, και να γλιτώσει.
  Και γλίτωσε. Και έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία. Αλλά η ζωή της επιφύλαξε μια μεγάλη ανατροπή.
  Το ιντερμέτζο, σύντομο, αναφέρεται στα παιδιά και στα εγγόνια της, και στη ζωή στη μεταπολεμική Αθήνα με τους δυο βασικούς τύπους: αυτούς που κοιτάζανε την καριέρα τους και αυτούς που θέλανε μια εναλλακτική ζωή. Καθώς πρέπει οι πρώτοι, μποέμ οι δεύτεροι. Αξίζει να παραθέσουμε ένα σχετικό απόσπασμα γι’ αυτούς τους δεύτερους.
  «Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβαινε στο σπίτι των γονιών της Δέσποινας που οι καλεσμένοι ήταν όλοι άπλυτοι, με μακριά αχτένιστα μαλλιά, φαρδιά πολύχρωμα πλεχτά ρούχα, δερμάτινα σανδάλια, ξύλινα τσόκαρα, ξεφτισμένα τζην με τεράστιες καμπάνες, κάπνιζαν, έπιναν, έτρωγαν χουρμάδες, ξερά σύκα, αμύγδαλα, φιστίκια και καρύδια κι απάγγελλαν κάτι ακαταλαβίστικους στίχους ή διάβαζαν βιβλία που είχαν όλο βρισιές μέσα κι έπειτα ώρες συζητούσαν και τ’ ανέλυαν και τσακώνονταν καμιά φορά κιόλας.
  Άκουγαν κάτι ψυχεδελικές μουσικές κι οραματίζονταν τη μέρα που ο καπιταλισμός και η βολεμένη αστική τάξη θα γκρεμοτσακίζονταν…» (σελ. 72-73).
  Η Δέσποινα, η εγγονή, ανήκει στην πρώτη κατηγορία.
  «Ήταν ένα πρακτικό, προσγειωμένο κορίτσι που σπούδασε οικονομικά, έπιασε δουλειά σε μια μεγάλη τράπεζα, παντρεύτηκε το συμφοιτητή και συνάδελφό της, ζούσε μια κανονική ζωή, μακριά από τη μεγαλοπρεπή, αλλά και βαριά μοίρα της γιαγιάς της, αλλά και μακριά από απ’ τις χίμαιρες που κυνηγούσαν οι γονείς της, που πέθαναν πριν φτάσουν τα εβδομήντα, από κίρρωση ο πατέρας της κι από εγκεφαλικό η μητέρα της» (σελ. 81).
  Και περνάμε στο δεύτερο μυθιστόρημα.
  Η Δέσποινα θα κάνει δυο κόρες, την Μαίρη και την Ειρήνη. Στο εξής παρακολουθούμε τη ζωή της Ειρήνης.   
  Η Ειρήνη είναι παραιτημένη από τη ζωή. Το χτύπημα από τον θάνατο του αγαπημένου της είναι βαρύτατο. Όμως τελικά θα μπορέσει να συνέλθει. Σ’ αυτό την βοήθησε ένα κοριτσάκι πεντάρφανο που μένει με τη γιαγιά του, και που έχει το όνομα της προγιαγιάς της: Ευτέρπη. Το βοηθάει, του κάνει μαθήματα πιάνου δωρεάν. Αργότερα η σχέση τους θα γίνει στενότερη. Και χάρη σ’ αυτή τη σχέση θα κάνει έναν καινούριο έρωτα, και θα αρχίσει πάλι να βλέπει με αισιοδοξία τη ζωή.
  Στη βιβλιοκριτική μας για τον «Μεγάλο ξενώνα» γράψαμε: «Το μήνυμα που περνάει η Ραφτοπούλου μέσα από αυτό, αλλά και σε όλο το έργο, είναι το μήνυμα της μη παραίτησης, όσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες της ζωής». Ισχύει απόλυτα και για την «Ευτέρπη της Σμύρνης».
  Μέσα στο «μυθιστόρημα» αυτό υπάρχει και ένα κεφάλαιο που ανήκει στο φανταστικό. Η Ειρήνη βλέπει σε οράματα τρία φαντάσματα: το φάντασμα της τωρινής ζωής της και δυο φαντάσματα-εκδοχές του μέλλοντός της.
  Όπως στον «Μεγάλο ξενώνα» έτσι και σ’ αυτό το μυθιστόρημα η Ραφτοπούλου συχνά δοκιμιογραφεί και μεταδίδει εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Μαθαίνουμε αρκετά για τους παπύρους, για τον ελληνικής καταγωγής δημιουργό του mini cooper, και προ παντός για τη φωτογραφία. Μάλιστα στο τέλος του βιβλίου έχουμε ένα ολόκληρο αφήγημα που υποτίθεται το έγραψε η φίλη του Φειδία και διασώθηκε σε πάπυρο, Ευτέρπη και αυτή. Μας μιλάει για τη ζωή στην Αθήνα τον πέμπτο αιώνα που ονομάστηκε και χρυσούς αιών, τις αντιθέσεις συντηρητικών και προοδευτικών, για τον Περικλή, τον Αναξαγόρα, για τον Πρωταγόρα. Όμως να προχωρήσουμε στην παράθεση κάποιων ακόμη αποσπασμάτων.
  «… δεν ήθελαν επ’ ουδενί να καταλήξουν στα σαραντακάτι τους με μόνες επιλογές εκείνες των καναλιών της τηλεόρασης» (σελ. 90).
  Και να κάνουν σωστή επιλογή στα κανάλια, πάει καλά, αλλά θα κάνουν;
  «Υπήρχε όμως και μια ιδιαίτερη περίπτωση υπαλλήλων που, όπως στην «Πολιτεία» του Πάτωνα οι φιλόσοφοι που βρίσκονταν στη νήσο των Μακάρων θεωρούσαν υποτιμητικό να αναλάβουν τα ηνία της εξουσίας μιας πόλης, έτσι και τούτοι, αν και έχουν τα προσόντα συχνά και πολλά περισσότερα από όσα χρειάζεται, επειδή διαπιστώνουν τη σήψη, το βόλεμα, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων ημετέρων, τη ρεμούλα του δημοσίου χρήματος, κρατούν μια αποστασιοποιημένη στάση και μόνο κρίνουν αποφεύγοντας να εμπλακούν» (σελ. 106).
  Και να εμπλέκονταν δηλαδή τι θα γινότανε, θα κατάφερναν να αλλάξει κάτι;
  Διαβάζουμε.
  «-Τι σύμπτωση, κι εγώ έχω σχεδόν εμμονή με το bolero [του Ραβέλ]» (σελ. 180).
  Εγώ δεν έχω εμμονή, αλλά είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια. Άρεσε πολύ και στον ξάδελφό μου το Γιάννη, τότε, στα γυμνασιακά μας χρόνια. 
  Είδαμε ότι γυρίστηκαν ταινία και σήριαλ οι «Μάγισσες της Σμύρνης» της Μάρας Μεϊμαρίδη. Ευχόμαστε να γίνει, τουλάχιστον ταινία, και η «Ευτέρπη της Σμύρνης»· όπως έγινε το μυθιστόρημα του Γιάννη Γιαννέλη-Θεοδοσιάδη «Ισμαήλ και Ρόζα» με τίτλο «Η Ρόζα της Σμύρνης». Μάγισσες κι αυτές, μάγεψαν τους άντρες που τις αγάπησαν.
  Εξαιρετικό και αυτό το μυθιστόρημα της Σπυριδούλας Ραφτοπούλου, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
  Και όπως πάντα κλείνουμε με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε.
Και ένα συνονθύλευμα από φωτογραφίες (σελ. 70)
Πήρε ένα σταυρόλεξο κι άρχισε να το λύνει (σελ. 101)


Μπάμπης Δερμιτζάκης

Tuesday, May 23, 2017

Νίκος Τζήμας, Οι νέοι θέλουν να ζήσουν (1965)



  Αυτή την ταινία ήθελα οπωσδήποτε να την ξαναδώ. Με είχε συγκινήσει τότε που την είδα, και η μουσική του Μίκη ήταν μια μουσική πανδαισία.
  Η ταινία διεκτραγωδεί τη μοίρα των νέων σε μια εποχή που η φτώχεια και η ανεργία μάστιζε την ελληνική κοινωνία. Η κοπέλα αναγκάζεται να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν αγαπάει για να μην μπει εμπόδιο στον αγαπημένο της και να βοηθήσει την οικογένειά της. Ο νεαρός δεν θα καταφέρει να μπει στο πανεπιστήμιο γιατί δεν μπόρεσε να διαβάσει αρκετά αφού ο νους του ήταν στην κοπέλα. Με δυσκολία θα καταφέρει να βρει δουλειά, θα τραυματιστεί, θα βρει άλλη δουλεία αλλά θα τον απολύσουν και από εκεί. Στις οικοδομές και τις δυο φορές. Θα αναγκαστεί να φύγει για τη Γερμανία.
  Θέλοντας να διεκτραγωδήσει τη μοίρα των νέων ο Τζήμας δεν θέλησε να δώσει ευτυχισμένο τέλος στην ιστορία του.
  Ήταν λοιπόν τόσο χάλια εκείνη την εποχή; Γιατί και σήμερα έχουμε φτώχεια και ανεργία.
  Όχι, δεν ήταν τόσο χάλια.
  Η μητέρα λέει στον πατέρα της κοπέλας: -Τώρα με το δώρο να φτιάξεις ένα κουστούμι.

  Τα δικά μας δώρα πήγαν περίπατο.  

Amin Maalouf, Οι φονικές ταυτότητες, Η απορρύθμιση του κόσμου και Τα λιμάνια της Ανατολής



Αμίν Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, Η απορρύθμιση του κόσμου και Τα λιμάνια της Ανατολής

Αμίν Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, μετ. Θεόφιλος Τραμπούλης,  Ωκεανίδα 1999 σελ. 214
  Πέρυσι στο παζάρι της Κλαυθμώνος αγόρασα πάνω από 30 βιβλία 150 ευρώ. Δεν θυμάμαι να διάβασα κανένα, και φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να τα διαβάσω όλα. Φέτος αγόρασα 12 με 50 ευρώ, αλλά είπα ότι θα διαβάσω τα περισσότερα αμέσως, αφήνοντας κάποιες άλλες προτεραιότητες για αργότερα. Ξεκίνησα κατ’ ευθείαν την πρώτη μέρα με τις «Φονικές ταυτότητες» του Αμίν Μααλούφ.
  Κάπου είχα δει το βιβλίο του που τον έκανε γνωστό, το «Οι σταυροφορίες από τη μεριά των αράβων», μπορεί και να το έχω αγοράσει και να βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο. Πάντως αυτό εδώ το πέτυχα στην κατάλληλη στιγμή, αφού μόλις είχα τελειώσει το «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων» του Marc Augé (Μαρκ Ωζέ, δεν έχουμε την απαίτηση να είναι όλοι γαλλομαθείς), βιβλίο από το οποίο πρέπει να παρουσιάσω ένα κεφάλαιο στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας που συμμετέχω. Και ένα ζήτημα που συζητάει η κοινωνική ανθρωπολογία, με το οποίο ασχολείται και ο Augé, είναι το ζήτημα της ταυτότητας.
  Ο Μααλούφ ίσως είναι ο πιο κατάλληλος για να συζητήσει το πρόβλημα –πολλές φορές είναι περισσότερο πρόβλημα παρά ζήτημα - της ταυτότητας. Με έκπληξη διάβασα στο βιογραφικό του ότι γεννήθηκε «στους κόλπους μιας κοινότητας που ονομάζεται ελληνο-καθολική ή ουνιτική και η οποία, ενώ αναγνωρίζει την εξουσία του Πάπα, μένει ταυτόχρονα πιστή σε ορισμένα στοιχεία από το βυζαντινό τελετουργικό» (σελ. 27). Νόμιζα ότι ήταν μουσουλμάνος. Οι πρόγονοί του, άραβες, είχαν μετακομίσει στο Λίβανο κατά τον τρίτο αιώνα, πριν το Ισλάμ, και είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό. Ξέφυγε από τον εμφύλιο του Λιβάνου και κατέφυγε στη Γαλλία, όπου ζει από τότε. Και θυμάμαι τώρα μια άλλη λιβανέζα, την Venus Khoury Ghata που κι αυτή έφυγε από το Λίβανο και ζει στη Γαλλία, και που από το Λέξημα παρουσιάσαμε το βιβλίο της «7 πέτρες για τη μοιχαλίδα».
  Για το πρόβλημα της ταυτότητας γράφει ο Μααλούφ: «Κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά εξαίρεση, διαθέτει μια σύνθετη ταυτότητα∙ αρκεί να θέσει στον εαυτό του ορισμένες ερωτήσεις για να βγάλει στο φως τις ξεχασμένες ρωγμές, διακλαδώσεις που δεν τις είχε υποψιαστεί και να ανακαλύψει πως ο εαυτός του είναι σύνθετος, μοναδικός, αναντικατάστατος» (σελ. 30). Και θυμάμαι που διάβασα, ή άκουσα, δεν θυμάμαι, κάποιον να λέει αυτά περίπου: Τι είμαι λοιπόν; Είμαι λίγο άραβας, λίγο εβραίος, λίγο έλληνας, λίγο λατίνος, δηλαδή είμαι ισπανός. Ο άνθρωπος αναγνώριζε τις «ξεχασμένες ρωγμές και διακλαδώσεις» μέσα του. Μήπως ήταν ό Αλμοδοβάρ;
  Άτομα που προέρχονται από δυο ταυτότητες, υποστηρίζει ο Μααλούφ, αντί να επιλέγουν μια από τις δυο, μπορεί να παίξουν το ρόλο κυματοθραύστη-διαμεσολαβητή ανάμεσα στις κοινότητες που ανήκουν, όπως π.χ. ένας που έχει τον ένα γονιό σέρβο-χριστιανό και τον άλλο βόσνιο-μουσουλμάνο.
  Ενώ το πρόβλημα της ταυτότητας καταλαμβάνει το αρχικό μέρος του βιβλίου, στη συνέχεια ο Μααλούφ το βλέπει σε συνάφεια με άλλα προβλήματα, όπως το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης. Το παρακάτω απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό για τις αντιλήψεις του:
  «Με λίγα λόγια, ο καθένας μας κατέχει δύο κληρονομιές: τη μία, την ‘κάθετη’, του την έχουν αφήσει οι πρόγονοί του, οι παραδόσεις του λαού του, της θρησκευτικής του κοινότητας∙ την άλλη, τον ‘οριζόντια’, του τη δίνει η εποχή του, οι σύγχρονοί του. Κατά τη γνώμη μου, η πιο σημαντική είναι η δεύτερη, και κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο καθοριστική∙ κι όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν αντανακλάται στην αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Δεν διεκδικούμε την ‘οριζόντια’ κληρονομιά μας, διεκδικούμε την άλλη» (σελ. 137).
  Και συνεχίζει πιο κάτω: «Η αλήθεια βέβαια είναι πως διακηρύσσουμε τόσο λυσσαλέα τις διαφορές μας, ακριβώς επειδή είμαστε όλο και λιγότερο διαφορετικοί. Γιατί παρ’ όλες τις συγκρούσεις μας, τις προαιώνιες εχθρότητές μας, κάθε μέρα που περνά αμβλύνει λίγο περισσότερο τις διαφορές μας, αυξάνει λίγο παραπάνω τις ομοιότητές μας» (σελ. 139). Η ενδυμασία, λέει αλλού, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
  Μου άρεσε πολύ η αντίληψή του για τη γλώσσα. «…σήμερα είναι προφανές πως κάθε άτομο χρειάζεται να μιλάει τρεις γλώσσες. Η πρώτη είναι η γλώσσα της ταυτότητάς του∙ η τρίτη, τα αγγλικά. Μεταξύ των δύο πρέπει υποχρεωτικά να προωθήσουμε τη χρήση μιας δεύτερης γλώσσας, την οποία θα διαλέγει ο καθένας ελεύθερα, και η οποία συχνά, αλλά όχι πάντα, θα είναι μια ευρωπαϊκή γλώσσα… θα είναι η γλώσσα της καρδιάς του, η γλώσσα που θα έχει υιοθετήσει, που θα έχει παντρευτεί, η αγαπημένη γλώσσα…» (σελ. 185).
  Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Αν κάποιος δεν παίρνει από ξένες γλώσσες, καλύτερα να ξεχάσει τη «γλώσσα της καρδιάς» και ας προσπαθήσει να βελτιώσει όσο μπορεί τη γλώσσα της διεθνούς επικοινωνίας: τα αγγλικά. Εγώ είμαι πολύγλωσσος, αλλά τα αγγλικά μου είναι στο πιο πάνω επίπεδο, μια και το πρώτο μου πτυχίο είναι το πτυχίο της αγγλικής φιλολογίας. Έχω βέβαια κι εγώ τη γλώσσα της καρδιάς, που είναι τα ισπανικά. Πιστοποιημένα στο επίπεδο intermedio.
  Το πιο εκπληκτικό όμως που διάβασα σ’ αυτό το βιβλίο, που, θυμίζω, εκδόθηκε το 1999, είναι το παρακάτω: «Και τίποτε δεν μας εμποδίζει να σκεφτούμε πως μια μέρα θα εκλεγεί μαύρος πρόεδρος στις Ηνωμένες Πολιτείες…» (σελ. 204).   
  Φαντάζομαι ότι o Μααλούφ δεν φανταζόταν όταν έγραφε αυτές τις γραμμές πως αυτό μπορούσε να γίνει τόσο σύντομα, πριν περάσουν καν δέκα χρόνια.
  Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με όλες τις αντιλήψεις του, με όλα τα συμπεράσματά του. Διαβάζω για παράδειγμα:
  «Καμία θρησκεία δεν είναι απαλλαγμένη από τη μισαλλοδοξία, αλλά εάν κάναμε τον απολογισμό των δύο ‘αντίπαλων’ θρησκειών, θα παρατηρούσαμε πως το ισλάμ δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Εάν οι πρόγονοί μου ήταν μουσουλμάνοι σε μια χώρα κατακτημένη από τα στρατεύματα των χριστιανών και όχι χριστιανοί σε μια χώρα κατακτημένη από τα μουσουλμανικά στρατεύματα, δεν νομίζω πως θα είχαν καταφέρει να ζήσουν επί δεκατέσσερις αιώνες διατηρώντας τη θρησκεία τους. Τι απέγιναν, αλήθεια, οι μουσουλμάνοι της Ισπανίας; Και οι μουσουλμάνοι της Σικελίας; Εξαφανίστηκαν όλοι, μέχρι τον τελευταίο, τους έσφαξαν, τους υποχρέωσαν να εξοριστούν ή να βαπτιστούν με το ζόρι» (σελ. 78) και πιο κάτω:
  «Δεν κρίνω, διαπιστώνω μόνο τη μακραίωνη πρακτική συνύπαρξης και ανεκτικότητας, κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής ιστορίας… Πρέπει όμως να συγκρίνουμε ό, τι είναι συγκρίσιμο. Το ισλάμ είχε θεσμοθετήσει ένα ‘πρωτόκολλο ανεκτικότητας’, σε μια εποχή που οι χριστιανικές κοινωνίες δεν ανέχονταν τίποτα» (σελ. 79).
  Οι ενστάσεις μου:
  Μπορεί να δημιουργηθεί η αντίληψη ότι το ισλάμ εγγενώς είναι μια ανεκτική θρησκεία. Η ανεκτικότητα δεν οφείλεται στο ισλάμ, αλλά στην αυτοκρατορία. Όλες οι αυτοκρατορίες ήσαν ανεκτικές στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων λαών όπως η περσική, του Αλέξανδρου και των επιγόνων του, η ρωμαϊκή, η οθωμανική, για να αναφέρω μόνο αυτοκρατορίες που τις ξέρουμε λίγο καλύτερα. Και αυτό βέβαια από υπολογισμό: προσβολή στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων σήμαινε εξεγέρσεις και κόστος καταστολής. Όσο για τη μη ανεκτικότητα του χριστιανισμού, και αυτή δικαιολογείται: Πριν λίγο τους έτρωγαν τα λιοντάρια, οι εθνικοί τους δίωκαν αλύπητα, και κάποτε ήλθε η στιγμή να πάρουν εκδίκηση. Και οι φρικαλεότητες της Reconquista δεν είναι συγχωρητέες, αλλά είναι κατανοητές. Όχι, ο χριστιανισμός δεν είναι ανεκτικός, τα χριστιανικά κράτη έγιναν ανεκτικά, στο βαθμό που η επιρροή της θρησκείας στα του κράτους μειώθηκε. Ας μην πάμε μακριά: γιατί στις ταυτότητες δεν αναγράφεται το θρήσκευμα; Επειδή ο χριστιανισμός είναι ανεκτικός;
  Η θρησκευτική ανοχή στο ισλάμ εξισορροπούνταν με οικονομική καταπίεση. Δεν ξέρω αν οι μη μουσουλμανικές αυτοκρατορίες είχαν θεσπίσει το χαράτσι για τους μη ομόθρησκους υπηκόους. Το παρακάτω το διάβασα πρόσφατα, στην «Ιστορία του αραβικού κόσμου» νομίζω, που παρουσιάσαμε στο Λέξημα: από τους κατακτημένους λαούς, πολλοί μεταστρέφονταν στον μουσουλμανισμό όχι γιατί πείθονταν για την ανωτερότητά του, ή ότι στην άλλη ζωή, αν ζούσαν ενάρετοι, τους περίμεναν 72 παρθένες, αλλά για να αποφύγουν το χαράτσι. Μάλιστα η μουσουλμανική εξουσία αποθάρρυνε αυτούς τους προσηλυτισμούς γιατί μειώνονταν τα έσοδα του κράτους.
  (Και πάλι «οι ρίζες της σύμπτωσης». Μόλις τέλειωσα την βιβλιοκριτική αυτή έπιασα να διαβάσω την τριμηνιαία εφημερίδα «Οι Μεσελέροι», του συλλόγου του ομώνυμου χωριού της επαρχίας Ιεραπέτρας, αριθμός φύλου 39, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 2010. Στο άρθρο «Τουρκοκρητικοί» του Μανώλη Μαυράκη υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα ξένων περιηγητών. Το πρώτο, του Scevalier, χρονολογείται το 1699. «Την ύπαιθρον χώραν κατοικούσι και καλλιεργούσι οι ιθαγενείς Κρήτες. Τόσον όμως πιέζονται και καταδυναστεύονται υπό των Τούρκων, ώστε πολλοί εξ αυτών, δια να σωθώσι από τα δεινά και από την πληρωμή του χαράτς, είδος κεφαλικού φόρου, αλλαξοπιστούν». Και το δεύτερο, του Pougueville: «Εκατόν χιλιάδες Κρήτες χριστιανοί πλήρωναν το χαράτσι κατ’ αρχάς, αλλά με τόση θηριωδία μετεχειρίσθησαν αυτούς οι τούρκοι κατακτηταί, ώστε πλέον των 60.000 εξ αυτών εξηναγκάθησαν να εξισλαμισθούν». Αυτά για την ανοχή του ισλάμ στις άλλες θρησκείες).
  Πέρα από αυτές τις επί μέρους ενστάσεις, το βιβλίο είναι θαυμάσιο. Όχι μόνο για τις θέσεις που προτείνει, αλλά και για το ύφος του, απλό και σαφές, που κάνει την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη. Θα το πρότεινα σε μαθητές, αφενός γιατί αποκτούν μια αρκετά πλήρη εικόνα για προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο σήμερα, και αφετέρου γιατί πολλοί από αυτούς είναι παιδιά μεταναστών, και θα πρέπει να ξεφύγουν από τα ψυχοπαθολογικά διλήμματα της επιλογής ταυτότητας. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι οι ταυτότητες δεν είναι μονόχρωμες, αλλά όπως και οι φωτογραφίες που έχουν αντικαταστήσει τις ασπρόμαυρες στα δελτία ταυτότητας, είναι πολύχρωμες.  Εγώ, αποδεχόμενος την οριζόντια κληρονομιά δηλώνω κοσμοπολίτης και διεθνιστής, και αποδεχόμενος την κάθετη, δηλώνω «Έλληνας μα και κρητικός, κατόπιν ευρωπαίος/  Κι ας μου αρπάξαν τα ευρώ, μου έμεινε το…» Έτσι, για να τονίσω την κρητική «υπαγωγή» - λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο Μααλούφ- της ταυτότητάς μου. (Για να μη μου κάνουν πάλι καμιά ΕΔΕ για την ομοιοκαταληξία, δηλώνω ότι η λέξη με την οποία ομοιοκαταληκτεί η μαντινιάδα μου είναι «κλέος»).

Amin Maalouf, Η απορρύθμιση του κόσμου (μετ. Χριστιάννα Σαμαρά), Ωκεανίδα 2010, σελ.  371.

  Οι «Φονικές ταυτότητες» του Αμίν Μααλούφ ήταν ένα βιβλίο που μας εντυπωσίασε. Τώρα διαβάσαμε ένα ακόμη βιβλίο του, κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του προηγούμενου, την «Απορρύθμιση του κόσμου». Και σ’ αυτό επίσης ο Μααλούφ μιλάει για το πόσο φονικές είναι οι ταυτότητες, και πόσο συντελούν στην απορρύθμιση του κόσμου. Πατώντας σε δυο κουλτούρες, την αραβική και την ευρωπαϊκή (είναι Λιβανέζος χριστιανός που κατέφυγε στη Δύση όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο), μπορεί να έχει μια ευρύτερη εποπτεία του σημερινού κόσμου.
  Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και διαβάζοντας τις υπογραμμίσεις μου, θα παραθέσω χαρακτηριστικά αποσπάσματα.   
  «Αυτή η διολίσθηση της ιδεολογικής διαπάλης προς την ένταξη σε διακριτές ταυτότητες είχε καταστροφική επίδραση σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, πλήττοντας όμως πολύ περισσότερο την αραβομουσουλμανική πολιτισμική σφαίρα, καθώς ο θρησκευτικός ριζοσπαστισμός, που για μεγάλο διάστημα εκφραζόταν από διωκόμενες μειοψηφίες, απέκτησε μαζική πνευματική υπεροχή στους κόλπους των περισσότερων κοινοτήτων αλλά και στους μουσουλμάνους της διασποράς. Όσο κλιμακωνόταν αυτό το κίνημα, άρχισε να υιοθετεί μια έντονα αντιδυτική γραμμή» (σελ. 29).
  Στο απόσπασμα αυτό βρίσκεται μια από τις βασικές θέσεις του βιβλίου. Θα διαφωνήσουμε με τη φράση «διολίσθηση της ιδεολογικής διαπάλης». Και εδώ υπάρχει ιδεολογική διαπάλη, το φωτισμένο κοράνι από τη μια μεριά και η φιλελεύθερη παράδοση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την άλλη. Ειδικά για τα δικαιώματα της γυναίκας στον μουσουλμανικό κόσμο, οι μουσουλμάνες φεμινίστριες έχουν πολλά να μας πουν.
  «Δεν χωράει αμφιβολία πως η αποικιοκρατία προξένησε βαθιά τραύματα, κυρίως στην Αφρική· όμως πολύ συχνά οι περίοδοι της ανεξαρτησίας αποδείχτηκαν ακόμη πιο τραυματικές, και προσωπικά δεν τρέφω καμιά συμπάθεια προς όλους αυτούς τους ανίκανους, διεφθαρμένους ή τυραννικούς ηγέτες που κραδαίνουν με κάθε ευκαιρία το βολικό πρόσχημα της αποικιοκρατίας.
  Όσον αφορά τη χώρα από την οποία κατάγομαι, το Λίβανο, είμαι πεπεισμένος ότι η περίοδος της Γαλλικής Εντολής, από το 1918 έως το 1943, καθώς και η τελευταία φάση της οθωμανικής παρουσίας, από το 1864 έως το 1914, υπήρξαν πολύ λιγότερο ζημιογόνες από τα διάφορα καθεστώτα που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο μετά την ανεξαρτησία. Είναι ίσως πολιτικά ανορθόδοξο να κρίνω με τη λογική του ‘το μη χείρον βέλτιστον’, αλλά μόνο έτσι μπορώ να αναγνώσω τα γεγονότα» (σελ. 64-65).
  Μου άρεσε η φράση «το μη χείρον βέλτιστον». Την έχω χρησιμοποιήσει συχνά, και πολλές επιλογές μου έχουν βασισθεί σ’ αυτό το αρχαίο ρητό.    
  «Σήμερα, η μοίρα όλων των μειονοτήτων είναι προδιαγεγραμμένη· στην καλύτερη περίπτωση θα τερματίσουν την ιστορική διαδρομή τους σε κάποια μακρινή γη που θα τους προσφέρει άσυλο· στη χειρότερη θα αφανιστούν στον ίδιο τους τον τόπο, θα συνθλιβούν πιασμένες στα στραβά σαγόνια της σύγχρονης βαρβαρότητας» (σελ. 88).
  Παλιά έλεγα συχνά σε συζητήσεις με φίλους ότι το χειρότερο για έναν άνθρωπο είναι να ανήκει σε μειονότητα. Τότε δεν είχε υπάρξει ακόμη το μεταναστευτικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την κρίση στον μουσουλμανικό κόσμο. Σε πρόσφατη ανάρτησή μου για το βιβλίο «Οι μικροί άγιοι» του Αντώνη Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ) έγραψα ότι της γης οι κολασμένοι σήμερα είναι οι μετανάστες. Είτε ανήκουν είτε όχι σε μειονότητα της χώρας από την οποία προέρχονται.
  Και κάτι που αγνοούσα:
  «…όταν η οθωμανική αυτοκρατορία του 16ου αιώνα έφτανε στο απόγειο της εξάπλωσής της παραμένοντας φανατικά προσηλωμένη στο σουνιτικό δόγμα κι αξιώνοντας τη συνένωση όλου του μουσουλμανικού κόσμου υπό την κυριαρχία της, ο σάχης της Περσίας μετέτρεψε το βασίλειό του σε προπύργιο του σιισμού. Με την απόφαση αυτή ο μονάρχης διασφάλιζε την ανεξαρτησία της αυτοκρατορίας του, ενώ ταυτόχρονα απάλλασσε τους υπηκόους του, που η γλώσσα τους ήταν η περσική, από τον κίνδυνο επικυριαρχίας ενός τουρκόφωνου λαού» (σελ. 130).
  Ο Μααλούφ μιλάει για τις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ που πέτυχαν, ενώ απέτυχαν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Σάχη. Και συνεχίζει λέγοντας:
  «Σε αντιπαραβολή με το παράδειγμα Ατατούρκ, η περίπτωση αυτή αποτελεί αντι-παράδειγμα. Ο κυβερνήτης που θα δείξει ότι ενεργεί ως προστατευόμενος των αντίπαλων δυνάμεων, χάνει αυτόματα τη νομιμότητά του κι οτιδήποτε επιχειρεί απαξιώνεται. Αν θελήσει να εκσυγχρονίσει τη χώρα, ο λαός αντιτίθεται στον εκσυγχρονισμό. Αν επιδιώξει τη χειραφέτηση των γυναικών, οι δρόμοι γεμίζουν με μαντίλες διαμαρτυρίας».
  Για να καταλήξει αμέσως μετά:
  «Πόσες λογικές μεταρρυθμίσεις δεν απέτυχαν γιατί έφεραν την υπογραφή μιας μισητής εξουσίας! Και, αντίστροφα, πόσες παράλογες ενέργειες δεν χειροκροτήθηκαν γιατί έφεραν τη σφραγίδα της μαχητικής νομιμότητας! Είναι μια γενική αλήθεια με οικουμενική ισχύ. Όποτε μια πρόταση υποβάλλεται σε ψηφοφορία, η κρίση των εκλογέων δεν καθορίζεται τόσο από το περιεχόμενο της πρότασης όσο από την εμπιστοσύνη που επιδεικνύουν ή δεν επιδεικνύουν στο άτομο που την εκπροσωπεί. Οι τύψεις, οι αναθεωρήσεις, έρχονται αργότερα» (σελ. 137).
  Παρόμοιο πείραμα με του Κεμάλ, διαβάζουμε λίγο πιο πριν, επιχείρησε ένας νεαρός Αφγανός βασιλιάς όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1919. Ανατράπηκε από συντηρητικούς επιτελάρχες που τον κατηγόρησαν για ασέβεια, κάπου δέκα χρόνια μετά. Πέθανε στην εξορία. Χρόνια αργότερα ήλθαν οι Ταλιμπάν.
  Διαβάζουμε:
  «Ενώ ολόκληρος ο κόσμος είχε συνασπιστεί ενάντια στον Σαντάμ Χουσεῒν, ο Χασεμίτης μονάρχης (ο βασιλιάς της Ιορδανίας) τάχθηκε στο πλευρό του Ιρακινού ηγέτη. Μήπως επειδή ήθελε να τον δει να κερδίζει; Σίγουρα όχι. Μήπως γιατί πίστευε σε μια ενδεχόμενη νίκη των Ιρακινών; Ούτε κατά διάνοια. Απλά, σε μια ακόμη κρίσιμη φάση της μεσανατολικής ιστορίας, ο βασιλιάς εκτίμησε πως ήταν καλύτερα να έχει άδικο συμπλέοντας με το λαό του παρά δίκιο ενάντια σ’ αυτόν» (σελ. 192).
  Δεν θυμάμαι πού το διάβασα, ίσως στο βιβλίο του Κεραμά για τον Παπανδρέου. Σε ένα δείπνο στο σπίτι του εξέφρασε την αναγκαιότητα η Ελλάδα να συνδεθεί στενότερα με την ΕΟΚ. –Μα, πρόεδρε, του λέει κάποιος, εσύ στους λόγους σου δεν λες έξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο; -Άκουσε να δεις, του λέει, αυτό θέλει ο λαός να ακούσει, αυτό του λέμε, εμείς όμως ξέρουμε ποιο είναι το συμφέρον για την Ελλάδα.
  Ένα απόσπασμα ακόμη:
  «Γιατί αυτό το πάθος για τον μαρξισμό-λενινισμό θ’ αποδεικνυόταν τελικά ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην εποχή των εθνικισμών και την εποχή των ισλαμιστών. Μια ιστορική παρένθεση που με το κλείσιμό της άφησε μια πικρή γεύση σε πολλούς λαούς, διογκώνοντας ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα αποθάρρυνσης, έχθρας κι ανημπόριας» (σελ. 211).
  Εθνικισμός-μαρξισμός-ισλαμισμός. Αυτή είναι πράγματι η πορεία που διέγραψε ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου.
  Στο παρακάτω απόσπασμα ο Μααλούφ θίγει την καρδιά του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο σημερινός κόσμος, και που εμείς οι Έλληνες το βιώνουμε τραγικά σήμερα:
  «Όμως τι γίνεται όταν το χρήμα αποσυνδέεται εντελώς από κάθε μορφή παραγωγής, από κάθε σωματική ή διανοητική προσπάθεια, από κάθε χρήσιμη κοινωνικά δραστηριότητα; Τι γίνεται όταν τα χρηματιστήριά μας μετατρέπονται σε γιγάντια καζίνο όπου η τύχη εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, πλούσιων ή φτωχών, κρίνεται με μια ζαριά; Τι γίνεται όταν τα πιο σεβαστά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταλήγουν να συμπεριφέρονται σαν αλιτήριοι μεθύστακες; Τι γίνεται όταν οι οικονομίες του μόχθου μιας ολόκληρης ζωής μπορούν να εξανεμιστούν ή αντίθετα να εικοσαπλασιαστούν μέσα σε δευτερόλεπτα, ακολουθώντας μια σειρά απόκρυφων μηχανισμών τους οποίους ακόμα κι οι ίδιοι οι τραπεζίτες αδυνατούν πλέον να κατανοήσουν;» (σελ. 231).
  Και ένα μικρό απόσπασμα ακόμη:
  «…όχι μόνο δεν διαθέτω κανένα λάβαρο, αλλά στέκομαι αρκετά μακριά από παρατάξεις, φατρίες, κλίκες, και τίποτα δεν θεωρώ πολυτιμότερο από την ανεξαρτησία του πνεύματος» (σελ. 238).
  Συμφωνώ απόλυτα μαζί του, τίποτα δεν θεωρώ κι εγώ πολυτιμότερο από την ανεξαρτησία του πνεύματος.  
  Όπως και την Jane Goodall στην προηγούμενη ανάρτησή μας, τον Μααλούφ τον απασχολεί η εξάντληση των πηγών.
  «Τα δεκάδες παραπάνω χρόνια ζωής που μας δώρισε η ιατρική πώς θα τα αξιοποιήσουμε; Είμαστε όλο και περισσότεροι όσοι απολαμβάνουμε μακρύτερο και καλύτερο βίο. Αναπόφευκτα μας απειλεί η πλήξη και το αίσθημα του κενού, αναπόφευκτα αναζητούμε διέξοδο υποκύπτοντας στον πειρασμό της καταναλωτικής μανίας. Αν δεν θέλουμε να εξαντλήσουμε πολύ σύντομα τις πηγές του πλανήτη, θα πρέπει να προαγάγουμε όσο το δυνατό περισσότερο νέες πηγές ικανοποίησης, νέες πηγές ευχαρίστησης, και κυρίως την απόκτηση γνώσεων και την ανάπτυξη μιας ακμαίας εσωτερικής ζωής» (σελ. 241).
  Ας το υπογραμμίσουμε αυτό: την ανάπτυξη μιας ακμαίας εσωτερικής ζωής.
  Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε την ειρήνη και την αρμονική συνύπαρξη; Με τη γνώση των άλλων. «Πρέπει να τους γνωρίσουμε από κοντά, σε βάθος –ν’ αγγίξουμε, θα ’λεγα, τον εσώτερο κόσμο τους. Πράγμα που μόνο η πνευματική δραστηριότητα μπορεί να εξασφαλίσει. Και πρώτ’ απ’ όλα η λογοτεχνία» (σελ. 243).
  Είναι κανείς που διαφωνεί;
  Και τρεις σελίδες πιο κάτω διαβάζουμε: «Ο 21ος αιώνας… ή θα σωθεί μέσω της πνευματικής καλλιέργειας ή θα καταποντιστεί». Χμ, δεν είμαστε και τόσο σίγουροι, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.
  «…δεν πρέπει κανείς να περιμένει ν’ ακούσει από μένα ότι όλες οι θρησκείες κηρύσσουν την ομόνοια-αφού βαθιά μου πεποίθηση είναι ότι όλα τα δόγματα, θρησκευτικά ή κοσμικά, φέρουν μέσα τους το σπόρο του δογματισμού και της αδιαλλαξίας. Σε κάποια άτομα οι σπόροι αυτοί αναπτύσσονται, σε κάποια άλλα παραμένουν σε λήθαργο» (σελ. 259). 
  Σε κάποιους μουσουλμάνους είναι που οι σπόροι αυτοί αναπτύσσονται σήμερα.
  Το πρόβλημα με το Ισλάμ, υποστηρίζει ο Μααλούφ, είναι η απουσία μιας ανώτατης θρησκευτικής αρχής που αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα για κάτι, όπως συμβαίνει στη Δύση. Για παράδειγμα επί αιώνες οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πηγαίνουν ακάλυπτες στην εκκλησία. «Μέχρι την ημέρα που το Βατικανό αποφάσισε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πως οι γυναίκες μπορούσαν πλέον να πηγαίνουν ακάλυπτες στην εκκλησία… κι είναι απόλυτα λογικό να υποθέσουμε πως η κατάκτηση αυτή δεν πρόκειται στο εξής ν’ αμφισβητηθεί» (σελ. 272-273).
  Τι συμβαίνει όμως στο Ισλάμ; «… οτιδήποτε εγκρίνει σήμερα ένας επιεικής φετφάς μπορεί αύριο να το απαγορεύσει με την πιο ακραία αυστηρότητα ένας ανελαστικός φετφάς. Οι ίδιες διαμάχες σχετικά με το τι είναι θεμιτό και τι αθέμιτο επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Απουσία κάποιας ανώτατης αρχής, κανένα κεκτημένο δεν ‘επικυρώνεται’ αμετάκλητα, καμιά άποψη που ακούγεται απ’ τα βάθη των αιώνων δεν στιγματίζεται οριστικά ως παρωχημένη. Κάθε βήμα προς τα εμπρός συνοδεύεται από ένα βήμα προς τα πίσω, σε σημείο που δεν ξέρουμε πια πού είναι το εμπρός και πού το πίσω. Η πόρτα είναι μονίμως ανοιχτή σε κάθε είδους υπερθεματισμό, σε κάθε είδους λοιμογόνο δράση, σε κάθε μορφής οπισθοδρόμηση» (σελ. 275).
  Τα αποσπάσματα που παράθεσα νομίζω ότι είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά των θέσεων του Μααλούφ. Είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, και κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα διαβάσω και το βιβλίο του «Οι σταυροφορίες από την σκοπιά των αράβων».
  Μόλις είχα γράψει αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση και ανακάλυψα τυχαία ότι και αυτό το βιβλίο, όπως και της Γκούντολ (η προ-προηγούμενη ανάρτηση) το είχα ήδη αγοράσει. Ευτυχώς που στη γιορτή της αγίας Γλυκερίας το αγόρασα  μόνο δύο ευρώ.
   
Amin Maalouf, Τα λιμάνια της Ανατολής (μετ. Νίκη Ντουζέ-Μαρία Ρομπλέν), Ωκεανίδα 1998, σελ. 230

  Έχουμε ξαναγράψει για τον Amin Maalouf, για την «Απορρύθμιση του κόσμου» και τις «Φονικές ταυτότητες». Σειρά έχουν τα «Λιμάνια της Ανατολής».
  Σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα, αυτό είναι μυθιστόρημα. Γράφηκε δυο χρόνια πριν από τις «Φονικές ταυτότητες», το 1996. Εδώ ο Οσσιάν και η Κλάρα αγνοούν τις φονικές ταυτότητές τους (μουσουλμάνος ο πρώτος, εβραία η δεύτερη) και ερωτεύονται. Μια ακόμη περίπτωση της αγάπης χωρίς σύνορα.
  Το θέμα της αγάπης χωρίς σύνορα πραγματεύεται επίσης η Πασχαλία Τραυλού στο μυθιστόρημά της «Ρόδα της σιωπής» και ο Κώστας Θρασυβούλου στο βιβλίο του με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Αγάπη χωρίς σύνορα», όπου αφηγείται την αληθινή ιστορία μιας ελληνίδας και ενός ιταλού στρατιώτη τα χρόνια της κατοχής. Και βέβαια την πραγματική ιστορία του Αντόνιο και της Καλλιόπης, από τον Παχύ Άμμο, θεία του φίλου μου του Μιχάλη, την ξέρω πολύ καλά.
  Η ιστορία είναι στο μεγαλύτερο μέρος της εγκιβωτισμένη. Τη μεταγράφει από τις σημειώσεις του ο αφηγητής, σημειώσεις που κράτησε στις συναντήσεις που είχε με τον Οσσιάν, στη διάρκεια τεσσάρων μόλις ημερών.
  Ο Οσσιάν είναι από το Λίβανο, αλλά στα χρόνια της κατοχής βρίσκεται στο Παρίσι. Παίρνει μέρος στην αντίσταση και γνωρίζεται με την Κλάρα. Η Κλάρα είναι εβραία. Θα παντρευτούν, και θα ζουν κυρίως στο Λίβανο, αλλά και στη Χάιφα. Όμως οι καιροί είναι ταραγμένοι, μιλάμε για το 1947. Πηγαίνοντας να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του ο Οσσιάν χωρίζεται από την Κλάρα, που είναι έγκυος την κόρη τους. Παθαίνει μια νευρική κρίση που τον βυθίζει στην «τρέλα». Τα ασυνάρτητα γράμματά του αποθαρρύνουν την Κλάρα από το να επιστρέψει. Ο αδελφός του θα τον εγκλείσει σε μια νευρολογική κλινική με απώτερο στόχο να οικειοποιηθεί το μερίδιό του από την πατρική περιουσία. Η κόρη του που θα τον συναντήσει χρόνια μετά σχεδιάζει να τον απαγάγει, όμως θα αποθαρρυνθεί από τον Μπερτράν, ηγετικό στέλεχος της Αντίστασης. Ο Οσσιάν θα ξεφύγει μόνο όταν θα ξεσπάσει ο εμφύλιος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στο Λίβανο που έχει σαν αποτέλεσμα κάποια στιγμή, μπροστά σε μια επαπειλούμενη επίθεση στην κλινική, να το σκάσουν ο διευθυντής και το προσωπικό αφήνοντας τους νοσηλευόμενους στην τύχη τους.
  Ο Οσσιάν μπορεί να είχε μια κρίση τρέλας, όμως στην κατάσταση αυτή βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια από τα φάρμακα που του έδιναν για να τον έχουν σε καταστολή. Ήδη πριν από τη φυγή του θα κοιτάξει να αποτοξινωθεί, μειώνοντας με πονηριά τις δόσεις. Ελεύθερος πια, στέλνει μια επιστολή στην Κλάρα και της ζητάει να βρεθούν στο ίδιο μέρος που είχαν ορίσει παλιά για ένα ραντεβού, τότε που ήσαν στην Αντίσταση. Θα έλθει;
  Εδώ σταματάει η εγκιβωτισμένη ιστορία. Ο αφηγητής παρακολουθεί από μακριά περίεργος.
  Θα έλθει. Αλλά τι θα γίνει μετά; «Θα φύγουν μαζί πιασμένοι χέρι χέρι ή θα πάρει καθένας το δρόμο του; Θα ’θελα να περιμένω, θα ’θελα τόσο πολύ να μάθω. Όχι όμως, φτάνει, πρέπει να φύγω.
  Ζευγάρια περαστικών σταματούν και τους παρατηρούν, με περιέργεια, με στοργή. Εγώ δεν μπορώ να τους κοιτάξω με τον ίδιο τρόπο. Εγώ δεν είμαι ένας περαστικός» (σελ. 230).
  Αυτό είναι το τέλος του έργου. Καθόλου ρεαλιστικό. Καθένας στη θέση του θα ήθελε να μείνει, να δει ακριβώς αυτό που ο ίδιος δεν θέλει να δει: Θα φύγουν μαζί πιασμένοι χέρι χέρι ή θα πάρει καθένας το δρόμο του;
  Έχω γράψει για το «ανοιχτό τέλος» σε κάποιες κριτικές μου για ταινίες και έχω αναφερθεί στο «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Για την ταινία του Abbas Kiarostami «Copie conforme» γράφω: «Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο».
  Θα μπορούσα να τελειώσω με ανάλογο τρόπο λέγοντας ότι ο Μααλούφ δεν ήθελε να προσληφθεί το βιβλίο του ως ρομάντζο για να προβληθούν καλύτερα τα κύρια θέματα του μυθιστορήματός του που είναι ο ξεριζωμός (από την Τουρκία. Ο πατέρας του Οσσιάν είναι Τούρκος αλλά η μητέρα είναι Αρμένισσα), η αγάπη χωρίς σύνορα σε πείσμα των «φονικών ταυτοτήτων», και ο ζοφερός κόσμος των ψυχιατρείων.
  Ένα από τα ελάσσονα θέματα του βιβλίου είναι και η φιλία χωρίς σύνορα, ανάμεσα σε ένα Τούρκο, τον πατέρα του Οσσιάν, και σε έναν Αρμένη. Μου θύμισε τη φιλία του Λιόντου με τον Νετζίπ στο «Ιμαρέτ» του Γιάννη Καλπούζου. 
  Το ξέρω σαν ανέκδοτο, με ένα γιατρό και ένα γύφτο. Το διαβάζω κι εδώ:
  «-Να ξέρεις πως ο αδελφός σου θα ’χει πάντα ένα μοναδικό πλεονέκτημα απέναντί σου.
–Ποιο; Ρώτησα. –Εκείνος είναι ο αδελφός ενός πρώην αντιστασιακού ενώ εσύ είσαι μόνο ο αδελφός ενός πρώην λαθρέμπορου» (σελ. 190).
  Ο πρώην λαθρέμπορος λοιπόν που κανόνισε να μείνει ο αδελφός του για πάντα στην ψυχιατρική κλινική κάποια στιγμή έγινε υπουργός.
  Το έχω λίγο βαρεθεί, να ψάχνω για ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που βρήκα μόνο ένα. «Το έπαιζε στα χέρια του, στριφογυρίζοντάς το» (σελ. 70).

  Ελπίζω ότι θα ξαναδιαβάσω και άλλο έργο του Μααλούφ, είναι πάρα πολύ καλός.