Book review, movie criticism

Friday, May 26, 2017

Δημήτρης Γιαννόπουλος, Σύλβια

Δημήτρης Γιαννόπουλος, Σύλβια, ΑΛΔΕ 2017, σελ. 175


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με χιούμορ

  Δεν είμαι φαν των αστυνομικών μυθιστορημάτων, αλλά αυτό μου άρεσε ιδιαίτερα. Ο λόγος; Το χιούμορ του. Ο αφηγητής αφηγείται με ένα τρόπο ιδιαίτερα διασκεδαστικό την ιστορία του, πράγμα που συναρπάζει αμέσως τον αναγνώστη. Επίσης έχει στοιχεία φανταστικού, παραπέμποντας σε ένα 2084 (νομίζω κάτι γράφεται ή γυρίζεται σε ταινία), μια αναβαθμισμένη εκδοχή του «1984» του Όργουελ. Μου θύμισε την ταινία του Rupert Sanders «Το φάντασμα στο κέλυφος» (2017). Εκεί στην Scarlet Johansson είχαν εμφυτέψει μια ψεύτικη ανάμνηση. Το ίδιο έκαναν και στον Ντόμινικ. Πίστευε ότι τώρα ζούσε μια δεύτερη ζωή. Βέβαια η Johansson ήταν ανδροειδές, αλλά και εδώ βλέπουμε ένα «ανδροειδές τρίτης γενιάς» (σελ. 169). Μια «μαϊμού Σύλβια».
  «Η θέση που νομίζεις ότι κατέχεις, η μόνη ανάμνηση που έχεις από την προηγούμενη ζωή σου, αυτή του θανάτου σου, είναι όλα φτιαχτά, σκηνοθετημένα βάσει παλαιότερων αναμνήσεών σου, ώστε να είναι αποδεκτά από τη μνήμη και χωρίς δυνατότητα αποβολής» (σελ. 79), του λέει η Σύλβια, όχι η μαϊμού, η πραγματική.
  Ο Ντόμινικ είναι στην υπηρεσία ενός πανίσχυρου «Οργανισμού», πολλαπλάσια ισχυρού της σημερινής μαφίας, που ελέγχει κυριολεκτικά στον κόσμο. Είναι εκτελεστής, όπως και η φίλη του η Σύλβια. Όποιος παρεκκλίνει όμως από τις εντολές της οργάνωσης εκτελείται.
  Έχουν παρεκκλίνει και η δυο, και αυτός και η Σύλβια. Και η εντολή που έχουν είναι να σκοτώσει ο ένας τον άλλο. Ο Ντόμινικ θα υπακούσει, και θα την κυνηγήσει για να τη σκοτώσει. Η Σύλβια όμως τι θα κάνει;
  Κάποια στιγμή θα του εξομολογηθεί:
  «Δεν μπορεί μια χούφτα ανθρώπων να καθορίζει εκατομμύρια άλλες ζωές. Είμαστε τέρατα, Ντόμινικ. Άρχισα να μην μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Προσπάθησα να το κρύβω. Κάθε βράδυ, που τα άγρυπνα μάτια με παρακολουθούσαν ξαπλωμένη στο σκοτάδι, προσποιούμουν ότι κοιμάμαι, έκλαιγα με σιωπηλούς λυγμούς για να μη με ακούσουν» (σελ. 74).
  Αλλά φαίνεται την κατάλαβαν, γι’ αυτό έδωσαν την εντολή εκτέλεσής της.
  Η ιστορία εξελίσσεται σε μια συναρπαστική περιπέτεια, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί θα χάσουν τη ζωή τους. Αυτό όμως που συγκινεί τον αναγνώστη είναι η προσωπογράφηση του ήρωα μέσα από την αφήγησή του, που σε αρκετά σημεία μοιάζει με εσωτερικό μονόλογο. Καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με την προσωπικότητά του, πράγμα που τον οδηγεί σε κατάθλιψη. Προσπαθεί να «τρυπήσει» το φράγμα που έβαλαν στις αναμνήσεις του για να δει ποιος είναι, με το ποτό και τα ναρκωτικά. Ναι, δεν είναι ο μονοδιάστατος ήρωας των συνηθισμένων αστυνομικών μυθιστορημάτων, είναι ένα άτομο που μας αγγίζει βαθιά. Η Σύλβια δίνει την περιγραφή του.
  «Εσύ και ο απειθάρχητος-πειθαρχημένος χαρακτήρας σου. Φαινομενικά συνεργάσιμος, εκτελεστικό όργανο, αλλά με τάσεις που οι τμηματάρχες σου σίγουρα δε διέκριναν, ικανοποιημένοι απ’ την αποτελεσματικότητά σου. Κατάθλιψη, καταχρήσεις, αμφισβήτηση, ένας υπέροχα συναισθηματικά φορτισμένος κυνισμός στα όρια της φυγής. Αυτή η έλλειψη του παραμικρού φόβου και η απόλυτη απάθεια κατά τη διάρκεια κάθε αποστολής. Ένα όργανο, που πέρα απ’ τη χειρουργική του ακρίβεια, φλεγόταν ζωντανό για απαντήσεις σε ερωτήσεις που λόγω του προγραμματισμού που είχε υποστεί, δεν μπορούσε να θέσει. Ένα δοχείο γεμάτο εύφλεκτο υλικό, έτοιμο να εκραγεί απρόβλεπτα από στιγμή σε στιγμή. Ένα τέλειο ελαττωματικό μοντέλο» (σελ. 76). 
  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
  «Ποτέ μη δίνεις υποσχέσεις. Οι καιροί αλλάζουν, να το ξέρεις. Ο χρόνος φεύγει γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει καλά, και οι υποσχέσεις σκαλώνουν πίσω σαν αγκάθια. Αν δοκιμάσεις να τις τραβήξεις, σου κομματιάζουν την καρδιά στο λεπτό» (σελ. 43).
  Αποδέκτης in absentia είναι η Σύλβια, που του είχε πει φεύγοντας: «Πρέπει να φύγω. Σε παρακαλώ μη με ψάξεις. Θα βρεθούμε ξανά μια μέρα. Στο υπόσχομαι!».
  Και ένα δείγμα του χιούμορ του.
  «Πέθαινα όμως πραγματικά για ένα τσιγάρο. Ρώτησα και τους ιδιοκτήτες των άλλων λιμνών [αίματος] αν ήθελαν κι αυτοί. Είχα αρκετά για όλους μας αλλά δεν πήρα καμιά απάντηση. Εκείνοι μάλλον το είχαν κόψει μια για πάντα» (σελ. 17). 
  Διαβάζω:
  «Σηκώθηκα, πήγα στο στέρεο και κοίταξα τους δίσκους. Bolero του Maurice Ravel» (σελ. 130).
  Και συνεχίζει να μιλάει για το μπολερό και στις επόμενες δυο σελίδες.
  Και η σύμπτωση:
  Στο «Μπολερό» του Ραβέλ αναφέρεται επίσης αρκετά διεξοδικά η Σπυριδούλα Ραφτοπούλου, στο μυθιστόρημά της «Η Ευτέρπη της Σμύρνης» και αυτό από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημα που διαβάσαμε.
  Πολύ μου άρεσε το μυθιστόρημα αυτό του Δημήτρη Γιαννόπουλου, είμαι σίγουρος ότι θα αρέσει και σε σας.
  Και θα κλείσουμε όπως πάντα με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε.
Σταδιακά στη σιωπή, όπου και παραμένουν (σελ. 68)
Πάντα να εμφανίζεται με στιλ παλιάς ταινίας (σελ. 94)
Που βρήκε καταφύγιο μέσα στις παραισθήσεις (σελ. 132)
Να ταξιδεύει απτόητη μπροστά από το παρμπρίζ μου (σελ. 144)
Και ένας αμφίβραχυς:
Το γκέτο της ντρόγκας στην άκρη της πόλης (σελ. 89)
Και ένας ανάπαιστος:
Που θυμίζει καρπούζι που σπάει στην άσφαλτο (σελ. 131)


Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments: