Book review, movie criticism

Monday, May 4, 2020

Γεώργιος Βιζυηνός, Άπαντα τα πεζά

Γεώργιος Βιζυηνός, Άπαντα τα πεζά, Πάπυρος 1996, σελ. 296

  Πριν προχωρήσω να μιλήσω ξεχωριστά για κάθε έργο θα παραθέσω κάποιες γενικές επισημάνσεις για το έργο του. Και πρώτα πρώτα του Κώστα Στεργιόπουλου που προλογίζει την έκδοση του «Παπύρου».
  «Η πεζογραφία του, ψυχολογική κατά βάση και ψυχογραφική, παρ’ όλα τα ηθογραφικά και λαογραφικά της στοιχεία, εμφανίζεται αρμονικά υποταγμένη στις απαιτήσεις τις πλοκής και του μύθου. Ο μύθος και η πλοκή γίνονται ο κεντρικός μοχλός, που προκαλεί και οξύνει τις ψυχολογικές καταστάσεις και, συχνά, οδηγεί τα πρόσωπα σε μια οξύτατη κρίση συνειδήσεων» (σελ. 16-17). 
  Προσυπογράφω απόλυτα τα παραπάνω, όμως παρακάτω διαβάζω: 
  «Υπάρχει αναντίρρητα, εδώ κι εκεί, και κάποιο χιούμορ, μια ελαφρά ειρωνεία. Μα τόσο διακριτικά, τόσο άκακα, που άλλο δεν κάνουν παρά να τονίζουν με την αντίθεση τα δραματικά στοιχεία» (σελ. 17).
  Αυτό το «αναντίρρητα» και το «Μα» δεν κατάλαβα. Λες και πρόκειται για κάποιο μειονέκτημα της πεζογραφίας του Βιζυηνού το οποίο προσπαθεί να δικαιολογήσει. Το έχω ξαναγράψει, μου αρέσει το χιούμορ σε ένα κείμενο, και στον Βιζυηνό υπάρχει άφθονο. Το ίδιο άφθονο το βρήκα και στον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα που διάβασα πρόσφατα, καθώς θα το συζητούσαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης του victoriasquare project, και στην οποία θα συζητήσουμε το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» την επόμενη Πέμπτη (6-5-2020).
  Στον πρόλογο στο «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» το οποίο κατέβασα από το schooltime, αντιγραφή από το Gutenberg project, διαβάζω, προσυπογράφοντας απόλυτα: «Τον Παπαδιαμάντη τον ονόμαζα ειδυλλιακό, ηρωικό τον Καρκαβίτσα και δραματικό το Βιζυηνό».
  Όμως ποιος το υπογράφει;
  Δεν αναφέρεται όνομα.
  Πρέπει να ήταν λόγιος της εποχής, αφού παρευρέθηκε στην κηδεία του Βιζυηνού.
  Παρεμπιπτόντως, και οι τρεις αυτοί θεωρούνται οι κορυφαίοι ηθογράφοι της πεζογραφίας μας.
  Στους δυο τελευταίους βρήκα άφθονο χιούμορ. Έχει άραγε χιούμορ ο Παπαδιαμάντης; Ψάχνοντας στο google «Παπαδιαμάντης χιούμορ» δεν μου βγάζει κανένα αποτέλεσμα. Δεν είναι πολύ καιρός που ξαναδιάβασα Παπαδιαμάντη, όμως δεν θυμάμαι να συνάντησα χιούμορ. Έτσι κι αλλιώς θα προτείνω στη Λέσχη να διαβάσουμε το «Ολόγυρα στη λίμνη», που ο λημματογράφος της βικιπαίδειας το θεωρεί κορυφαίο του.
  Στα διηγήματά του ο Βιζυηνός σίγουρα αυτοβιογραφείται, χωρίς όμως να ξέρω πόσα απ’ αυτά που γράφει είναι αυτοβιογραφικά. Το γεγονός ότι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι γερμανοσπουδασμένος, και μάλιστα έχει το όνομά του, Γεώργιος, ασφαλώς αποτελεί στοιχείο της βιογραφίας του. Το ίδιο και η ιδιότητά του ως ποιητής σε κάποια διηγήματα. Αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι και άλλα στοιχεία στα διηγήματά του είναι αυτοβιογραφικά· και σίγουρα κάποια από τα διηγήματά του ξεκινάνε από μια πραγματική ιστορία, από την οποία δεν ξέρουμε πόσο παρεκκλίνει.
  Και κάτι ακόμη που γράφει ο προλογήσας το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου»:
  «Σχετίζεται το διήγημα του Βιζυηνού με το μυθιστόρημα από την κλίση του συγγραφέα του προς τις περιπέτειες και προς τα γεγονότα τα εξωτερικά και τα περίπλοκα, ικανά για να συγκρατούν και την περιέργεια του από χοντρότερο κάπως ύφασμα καμωμένου αναγνώστη».
  Σίγουρα το σασπένς, το οποίο θεωρείται (και θεωρώ) ως μια από τις κύριες αρετές σε ένα πεζογράφημα και σε μια ταινία, δεν χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το διήγημα και τις ταινίες μικρού μήκους. Όμως παρ’ όλα αυτά δεν νομίζω ότι ο Βιζυηνός θα μπορούσε να γράψει μυθιστόρημα. Το «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» είναι πολυπρόσωπη νουβέλα, πράγμα που διευκολύνει την περιπλοκή του μύθου, όμως τα υπόλοιπα διηγήματά του και οι νουβέλες του αποτελούν κατά βάση «διάλογο» δυο προσώπων. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι η μητέρα και ο γιος, στον «Μοσκώφ-Σελήμ» ο ετεροδιηγητικός αφηγητής και ο Μοσκώφ-Σελήμ, όπως και στο «Μόνο της ζωής μου ταξείδιον». Το ίδιο επίσης και στο «Οι συνέπειαι μιας παλαιάς ιστορίας» και στην «Πρωτομαγιά». Μόνο στο «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» βλέπουμε ένα τρίο.
  Ένα άλλο «μυθιστορηματικό» χαρακτηριστικό του Βιζυηνού είναι οι ανατροπές και το τα απροσδόκητα. Το απροσδόκητο είναι το αφηγηματικό εφέ που κυριαρχεί στο «Αμάρτημα της μητρός μου».

1.Το αμάρτημα της μητρός μου.
  Ποιο ήταν το αμάρτημα;
  Αυτό θα το μάθουμε στο τέλος.
  Η μητέρα του Γιωργή έχει ρίξει όλη της την αγάπη στην Αννιώ, την κορούλα της. Ο Γιωργής νοιώθει παραμελημένος. Ακόμη πιο παραμελημένος θα νιώσει όταν η Αννιώ, αρρωστούλα καθώς ήταν από τότε που γεννήθηκε, αρχίζει να χειροτερεύει. Ό,τι και να κάνει η μάνα το κοριτσάκι τελικά θα πεθάνει.
  Θα υιοθετήσει άλλο, παρά τις αντιρρήσεις του Γιωργή. Θα βγει κακόγνωμο, αλλά το υπομένει. Κάποια στιγμή θα το παντρέψει.
  Ο Γιωργής βγαίνει από τα ρούχα του όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του πήρε ένα άλλο μωρό. Το βρήκε πάνω στην νεκρή μητέρα του και το περιμάζεψε. Με το Γιωργή αγανακτισμένο, η μητέρα του δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, θα του εκμυστηρευτεί το αμάρτημά της.   
  Γυρνώντας μισομεθυσμένη με τον άντρα της από ένα χορό, μισοκοιμισμένη, πήρε το μωρό (κοριτσάκι) στην αγκαλιά της να βυζάξει. Όμως αποκοιμήθηκε με αποτέλεσμα να το «πλακώσει» με το στήθος της και να πεθάνει, κάτι που έχω διαβάσει να έχει συμβεί κάποιες φορές. Οι τύψεις δεν την αφήνουν ήσυχη, και σε μια προσπάθεια εξιλέωσης υιοθετεί τα δυο κορίτσια.
  Μα κι αν βγει κακότροπο όπως το πρώτο;
  Παιδί του Θεού είναι κι αυτό, και όλα τα παιδιά του Θεού πρέπει να τα αγαπάμε.
  Ο γιος καταλαβαίνει, και συγχωρεί.

2. Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως

  Με απίστευτο σατιρικό χιούμορ είναι γραμμένη αυτή η ιστορία.
  Υποθέτω σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, ο Βιζυηνός διηγείται το ταξίδι του για τη Γαλλία, με πλοίο φυσικά εκείνη την εποχή. Αλλά για να ξεκουραστεί θα σταματήσει στην Νεάπολη για λίγο και μετά θα συνεχίσει. Στο μεταξύ έχει πιάσει άγρια τρικυμία. Όλοι οι επιβάτες ταλαιπωρούνται, του αφηγητή μη εξαιρουμένου.  
  Στο πλοίο επιβαίνει ένας κροίσος με την κόρη του. Είχαν γνωριστεί πριν χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όταν αυτή ήταν κοριτσάκι. Τώρα είναι μεγαλωμένη δεσποινίδα, όχι ιδιαίτερα όμορφη όμως πολύ χαριτωμένη. Ο αφηγητής, που είναι και ποιητής, δεν θα αργήσει να την ερωτευθεί.
  -Να μας επισκεφτείτε οπωσδήποτε στην Καλκούτα, επιμένουν μπαμπάς και κόρη. Φυσικά ο μπαμπάς θα κάνει τα έξοδα.
  Όμως, το εφέ του απροσδόκητου που λέγαμε, ο κροίσος αυτός πηγαίνει στη Μασσαλία να παντρέψει την κόρη του με έναν άλλο πλούσιο. Η ίδια βέβαια δεν το ξέρει, θα το μάθει εκεί.
  Και τότε ποιος ο λόγος που τον καλεί στην Καλκούτα;
  Καθώς γράφει και ο ίδιος ποιήματα-τα περισσότερα από τα μπαούλα που κουβαλάει είναι γεμάτα ποιήματα-θέλει να έχει κάποιον ακροατή.
  Προσγειωμένος άτσαλα ο αφηγητής καταλήγει την αφήγησή του: «…και ωργίσθην κατά του α π η ν ο ύ ς πατρός, και απεφάσισα στερεώς και αμετακλήτως και δεν επήγα εις Καλκούτταν» (σελ. 78).
  Είπε το μεγάλο Όχι.
  Και τώρα κάποια αποσπάσματα:
  «Ζήτησα να μάθω τίνων είναι, αλλά φαίνεται, ότι δεν έφθασεν ακόμη η Σ ά ρ α και η Μ ά ρ α  κ α ι  η κ ό κ ι ν η  χ ο υ λ ι ά ρ α» (σελ. 57).
  Με τα χρόνια το δεύτερο ημιστίχιο ξεκόλλησε. Εγώ το ξέρω, όπως κι εσείς φαντάζομαι, η Σάρα και η Μάρα.
  «Εγώ τουλάχιστον δεν ήργησα να ομολογήσω, ότι δεν υπάρχει σκάφος εν τω κόσμω, το οποίον να μη χορεύη κατά τον σκοπόν, ον αυλούσιν οι άνεμοι, και να μη πηδά κατά τον ρυθμόν, ον κροτούσι τα κύματα» (σελ.58).
  Ο λόγος για την τρικυμία, και για τη διαβεβαίωση που είχε λάβει ότι αυτό το πλοίο είναι τόσο δυνατό ώστε δεν το ταράζουν ούτε τα πιο μεγάλα κύματα.
  Τα ίδια έλεγαν και για τον Τιτανικό.
  Και η εικόνα μιας νέας επιβάτισσας που ταλαιπωρείται από το ταρακούνημα:
  «Απελπίζεται, και κλαίει, ουχί μετανοούσα διά τας αμαρτίας της, αλλά διότι αι σπασμωδικαί εκρήξεις, αι τραγικαί συστολαί και διαστολαί της μορφής αυτής, την κάμνουν να φαίνεται εις τον απέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής! (σελ. 59).
  Η παρακάτω είναι μια εικόνα της Αθήνας της εποχής.
  «Η απρονόητος δημαρχία δεν εφρόντισεν ακόμη να υδροδοτήση επαρκώς την πόλιν· οι ανόητοι κάτοικοι ρίπτουν τας ακαθαρσίας επί των οδών και των οικοπέδων· η ακίνητος ατμοσφαίρα επληρώθη μιασμάτων και κονιορτού· μετ’ ολίγον θα γεννηθή ο κοιλιακός τύφος, και οι Αβδηρίται των Αθηνών θα αιτιώνται εμέ και τους περί εμέ διά θανάτους, ων αίτιοί εισιν αυτοί και μόνοι» (σελ. 62).
  Και μια περιγραφή του πατέρα.
  «Αφ’ ης στιγμής επάτησε τον πόδα επί του καταστρώματος, ήρχισε να κινήται ως εάν ήτο σφαίρα εκκρεμούς ηναγκασμένη να διατρέχη εν ακριβώς ωρισμένω χρόνω το μακρόν διάστημα μεταξύ πρώρας και πρύμνης, τακτικώς και αδιακόπως (σελ. 62).
  Ο πατέρας τρέφει αφάνταστη εκτίμηση για τον ποιητή.
  «Χωρίς άλλο εγράφετε έν ποίημα εις την δύσιν του ηλίου. Δεν ηξεύρετε πόσον σας εκτιμώ, πόσον σας εκτιμώ διά το τάλαντόν σας!
  Αν εγνώριζεν, εσκεπτόμην κατ’ εμαυτόν, πόσον είναι ξεπεσμένη σήμερον η αξία του νομίσματος τούτου παρ’ ημίν, θα ηυχαρίστει τον Θεόν, ότι του έδωκεν αγγλικάς λίρας και όχι πλούτον ευφραδείας και ποιητικόν τάλαντον» (σελ. 63).
  Αργότερα θα μάθει ότι γράφει και στίχους, των οποίων η αξία προφανώς είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την περιουσία του.
  Και μια περιγραφή της κοπέλας:
  «Ουδέποτε ίσως σύγχρονοι εντυπώσεις ακοής και οράσεως ευρέθησαν τόσον σύμφωνοι, τόσον αρμονικαί προς αλλήλας, όσον η φωνή και το βλέμμα εκείνο της Κάσιγγας. Ουδέποτε ψυχή διά των οφθαλμών εκχεομένη κατώρθωσε να περιβάλη το άωρον και ατελές έτι σώμα της διά τοσαύτης θερμής λάμψεως, ώστε εν ριπή οφθαλμού να εκμηδενίση τας της σαρκός ατελείας, δανείζουσα εις την ύλην τον άχρονον, τον αιώνιον τύπον της ιδίας αυτής τελειότητος. Η Κάσιγγα δεν ήτο πλέον το αγοροειδές κοράσιον της πρώτης εν τω ατμοπλοίω συναντήσεώς μου. Δια του όγκου και της τραχύτητος των προσκαίρων αυτής χαρακτηριστικών διεφαίνετο ακριβώς περιγεγραμμένος ο τύπος εκείνος, όστις καλλωπίσας άλλοτε την παιδικήν αυτής τρυφερότητα, έμελλε μετ’ ολίγον να θριαμβεύση του ανόστου επαμφοτερισμού της μεταβατικής περιόδου εν τη ηλικία της» (σελ. 66-67).
  Και ένας αυτοσαρκασμός:   
  «Μα εσύ λοιπόν είσαι το ανευρεθέν χειρόγραφον των στιχουργικών μου ανοησιών! Ανέκραξα εγώ. Πόθεν τους έχεις αυτούς τους στίχους;
— Πόθεν; Από τα Ζεραπειά! Eνθυμείσαι πώς τους εμοίραζες ωσάν κόλλυβα εις όλας τας κυρίας;» (σελ. 71).
  Να και κάτι επίκαιρο:
  «Το «Rio Grande» ηρέμει από τινος ήδη, και οι αρμόδιοι είχον εξέλθει προς επιθεώρησιν των διαβατηρίων του. Εν τούτοις ήργουν να επιστρέψουν, και επικοινωνία δεν επετρέπετο. Εψιθυρίζετο μάλιστα ότι θ’ αργήση πολύ να επιτραπή, διότι είς των επιβατών ησθένει λίαν ύποπτον νόσον» (σελ. 73).
  Σίγουρα δεν ήταν κορονοϊός.
  Και η άγρια προσγείωση, ως εφέ έκπληξης για τον αναγνώστη.
 «Αφ’ ης στιγμής η Κάσιγγα μοι ανεκοίνωσε το στιχουργικόν του πατρός της πάθος, με όλας αυτού τας λεπτομερείας, την μανίαν, μεθ’ ης βασανίζει ον ήθελεν αγρεύσει ακροατήν, μοι εφάνη ότι κατεκρημνίσθην από του δωδεκάτου ουρανού της ευδαιμονίας μου. Δεν ήτο πλέον αμφιβολία, ότι αι τρυφερότητες και περιποιήσεις αυτού απέβλεπον έν και μόνον: να με σαγηνεύση ως ακροατήν του. Προς τον σκοπόν τούτον, όχι μόνον το παρά τον Γάγγην παλάτιον έθετεν εις την διάθεσίν μου, αλλά και όλα τα οδοιπορικά μου, και ό,τι αν εζήτουν θα μ’ επλήρωνεν, ήρκει μόνον ν’ ακούσω τους στίχους του. Και τι στίχους! Και πόσους στίχους! Ακούεις, δεν τολμά κανείς να τον επισκεφθή, διά να μη τους ακούση. Και ο πολυτάλαντος ποιητής, φιλομουσίαν προσποιούμενος και φιλοξενίαν, κατώρθωσε να σαγηνεύση εμέ την ανόητον κ α ρ α κ ά ξ α ν μέχρις Ινδιών! Και λίαν λυσιτελώς διά τον σκοπόν του. Διότι ο Καλκουτιανός ακροατής, μετά την πρώτην στροφήν ενός ποιήματος ημπορεί να προσποιηθή κωλικόπονον, και να σηκωθή να φύγη. Αλλ’ ο ξένος; ο υπ’ αυτού φιλοξενούμενος; Ο αγνοών τον τόπον, και την γλώσσαν του τόπου; Αυτός θα είναι αιχμάλωτος του στιχομανούς οικοδεσπότου, παραδεδομένος άνευ όρων εις τους οικτιρμούς και το έλεος αυτού» (σελ. 74).

  3. Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου.
  Πραγματικά είναι μυθιστορηματική η νουβέλα που θα συζητήσουμε στη «Λέσχη Ανάγνωσης» του Victoriasquare project. Πολυπρόσωπη, με συνεχείς ανατροπές, δείχνει το πού μπορεί να οδηγηθεί κάποιος που έχει μια ευαίσθητη συνείδηση για το φονικό που έπραξε άθελά του.
  Η μητέρα του αφηγητή θέλει οπωσδήποτε να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, να ζητήσουν να γίνει έρευνα για το θάνατο του γιου της. Ευτυχώς μια τουρκάλα της οποίας έσωσε το γιο από βέβαιο θάνατο προθυμοποιήθηκε να τους βοηθήσει. Θα τους φιλοξενήσει, και θα βάλει το γιο της που είναι εισαγγελέας να ψάξει για την υπόθεση.
  Αλλά να παραθέσω καλύτερα αποσπάσματα, που κάποια ίσως υφαίνονται πάνω στην πλοκή.
  «Και έτσι ξημέρωνε, και έτσι βράδυαζε. Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ’ ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ’ έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες [ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, η υπογράμμιση φυσικά δική μου]. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ! (σελ. 17).
  Τυπική ελληνίδα μάνα.
 
    


  «Ήτανε παραμονή των Φωτών — ξεύρεις πώς είναι η καρδία μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις. Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ’ ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ’ στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν’ γεροί!» Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια. Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε» (σελ. 17).
  Είπαμε, το ηθογραφικό στοιχείο είναι διάχυτο σε όλο το έργο του Βιζυηνού.
  Και μια λαϊκή ρήση: «Κάθε αρνί κρεμιέται από το ίδιο του ποδάρι» (σελ. 19).
  Κι άλλο λαογραφικό.
  «Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ’ ομολογήση και να τον κρεμάσουν (σελ. 20).
  Κι αν τον πυροβολήσει;
  Ακόμη δυο ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:
Έχω παιδί στην ξενητιά, κ’ έχω καρδιά καμένη (σελ. 26.)
γυναίκα που με καρτερά, κ’ έχω παιδιά να θρέψω (σελ. 26).
  Και άλλο λαογραφικό, για τους τούρκους αυτή τη φορά.
  «Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι’ ευλογιών, επαίνων κ’ εγκοσμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας» (σελ. 28).
  Ακόμη:
  «Η δε καλή Οθωμανίς έχαιρεν επί τούτω [κι άλλος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος]· διότι, έλεγε, δύο κακούς ανθρώπους δεν τους χωρεί ούτε όλη η οικουμένη· ενώ χίλιοι καλοί άνθρωποι κάμνουν μ ο υ χ α μ π έ τ ι και μέσα εις ένα καρυδότσουφλο!» (σελ. 32). 
  Και ένα ακόμη δείγμα του χιούμορ του Βιζυηνού, μια παρομοίωση:
  «Η δ’ εμφάνισίς μου επροξένει εν τω οίκω ταραχήν ομοίαν με τον θόρυβον πολλών πτηνών επτοημένων εκ της εμφανίσεως αιλούρου τινός προ του μεγάλου κλωβού των» (σελ. 32).
  Και μια μεταφορά:
  «Η πυθία των τριόδων» (σελ. 33).
  Ποια είναι αυτή;
  Μια τσιγγάνα που λέει τη μοίρα.
  Και πάλι μια λαϊκή ρήση:
  «Η γρηά ζητά τον ψύλλο μές’ στο πάπλωμα, κ’ εκείνος κάθεται πα στα ματογυάλια της» (σελ. 36-37).
  Ανάλογο με το «Ζητάς τα γυαλιά σου κι αυτά είναι πάνω στη μύτη σου».
  Και ένα σατιρικό σχόλιο για τους νεότουρκους, στην τάξη των οποίων ανήκε και ο εισαγγελέας:
  «Και ταύτα λέγων επλήρωσε τα προ ημών ποτήρια μετά μεγάλης δεξιότητος. Τότε παρετήρησα, ότι το νέον πνεύμα δ’ ου οι νεότουρκοι εμφορούνται, ήτο — οινόπνευμα!
Εγνώριζον, ότι πολλοί των Εφέντηδων το τσούζουσιν ιεροκρυφίως. Αλλά ποτέ δεν ηδυνάμην να φαντασθώ, ότι άνθρωπος εν σχετικώς βραχεί διαστήματι ηδύνατο να πίη περί την μίαν οκάν μαστίχας, και τούτο άνευ ύδατος» (σελ. 38).
  Ο γιος της τουρκάλας είχε ένα φίλο, με τον οποίο μάλιστα είχαν γίνει αδερφοχτοί. Ο φίλος αυτός είχε μια αδελφή, την οποία ερωτεύθηκε, και αυτή ανταποκρίθηκε στο αίσθημά του.  Όμως ο πατέρας της δεν θα του την έδινε με τίποτα «Γιατί ήτανε, λέγει, σουλτάνης από αυτούς που γεννιούνται από ταις σκλάβαις του σουλτάνου, και ήθελε να πάρη κανένα Μπέη, κανένα Πασσά» (σελ. 40).
  Τον φίλο του τον σκότωσε ένας συμμαθητής του αφηγητή ο οποίος δούλευε ως ταχυδρόμος. Κακοποιός, τους παραμόνεψε και τους δυο, σκότωσε τον ένα, όμως ο άλλος (ο ερωτευμένος γιος της τουρκάλας) ξέφυγε βαριά τραυματισμένος. Αυτόν ήταν που έσωσε η μητέρα του αφηγητή.
  Ο κακός αυτός συμμαθητής που φοβήθηκε την εκδίκηση παρέσυρε τον αδελφό του αφηγητή, με τον οποίο έμοιαζε, να τον αντικαταστήσει για λίγες μέρες. Ο τραυματισμένος που πληροφορήθηκε ότι τον αδερφοχτό του, αδελφό της αγαπημένης του, τον σκότωσε ο ταχυδρόμος, παραμόνεψε και τον σκότωσε. Μόνο που δεν ήταν ο ταχυδρόμος αλλά ο γιος της γυναίκας που τον έσωσε. Στην Κωνσταντινούπολη θα πέσει κάποιες φορές πάνω στον ταχυδρόμο και θα νομίσει ότι βρικολάκιασε και τον κυνηγάει. Περνάει ψυχολογικό σοκ, γίνεται δερβίσης. Εξομολογείται την ιστορία του στον αφηγητή, ο οποίος ανακαλύπτει επιτέλους «ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού του». Του εξηγεί τότε το λάθος του, ότι σκότωσε τον αδελφό του πιστεύοντας ότι σκότωσε το φονιά του φίλου του. Τα μυαλά του δυστυχισμένου σάλεψαν, και από τότε την άραξε κοντά στο μνήμα του ανθρώπου που σκότωσε κατά λάθος και το περιποιόταν. Στη μητέρα του ο αφηγητής δεν φανέρωσε ποτέ την αλήθεια.   
  «Καρπός που κρατεί σφιχτά στο δένδρο του είναι άγουρος ακόμη. Και κορίτσι που δεν μπορεί ν’ αφήση το σπίτι του γονιού του δεν είναι ακόμη για γυναίκα» (σελ. 40).
  Ναι, η κοπέλα δεν ήθελε να το σκάσει από το σπίτι της και να τον ακολουθήσει, και με την παραπάνω λαϊκή ρήση η μάνα του προσπαθεί να τον παρηγορήσει.
  «Εμείς οι Τούρκοι λέμε, πως όλ’ οι Χριστιανοί θα πάνε στην κόλασι» (σελ. 41).
  Ενώ αυτοί θα πάνε στον Παράδεισο να πηδάνε τα ουρί.
  «Ο οίκος του Λαμπή, του πρώην ταχυδρόμου» (σελ. 49).
  Ο Λαμπής είναι ο Χαράλαμπος, ο εγκληματίας ταχυδρόμος.
  Εμένα με φώναζαν στο χωριό Λάμπη, με τον τόνο στην παραλήγουσα. Και δεν είμαι εγκληματίας.

  4. Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας.
  Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης που δεν είχε αίσιο τέλος. Με το φάντασμα το Γκαίτε δίπλα, ο Βιζυηνός μας δίνει μια ρομαντική ιστορία που παραπέμπει στον Βέρθερο, χωρίς να έχει βέβαια πολλές ομοιότητες με την πλοκή. Η κοπέλα, μη βρίσκοντας ανταπόκριση στον έρωτά του, τρελαίνεται. Όσο γι’ αυτόν, τον φίλο του αφηγητή, δεν ανταποκρίθηκε όχι γιατί δεν την αγαπούσε, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά γιατί θεωρούσε την εαυτό του ανάξιο της αγάπης της, γιατί τα αγνά αισθήματα που είχε για τον έρωτα τα είχε βρωμίσει ερωτευόμενος την κόρη μιας πλύστρας, που στο τέλος τον παράτησε.
  Σίγουρα μια τέτοια αντίδραση ξενίζει στις μέρες μας, και αναρωτιέμαι αν έχει σαν βάση κάποιο αληθινό περιστατικό.
  Όμως να δώσουμε πάλι κάποια αποσπάσματα.
  «Ο θυρωρός δεν μου επέτρεψε να εισέλθω παρά μετά πολλάς ερωτήσεις και επανειλημμένας διατυπώσεις. Μ’ όλας τας διαβεβαιώσεις μου, ότι είμαι γνωστικός άνθρωπος, μοι προσεφέρετο λίαν υπόπτως, προφανώς δι’ αυτάς ταύτας τας διαβεβαιώσεις. Διότι, ενθυμούμαι ότι είπεν: οι γνωστικοί άνθρωποι του κόσμου είναι ίσα ίσα εκείνοι, όσοι προσπαθούν με κάθε τρόπον να εισέλθουν εις το άσυλον» (σελ. 111).
  Έλεγα ότι θα τον μαντρώνανε σαν ασθενή, όπως έγινε με τον γιατρό στο διήγημα του Τσέχωφ «Θάλαμος 6», αλλά τελικά δεν συνέβη κάτι τέτοιο: «Δόξα σοι ο Θεός!  Τελικώς δεν επρόκειτο να εξετάσουν εμέ» (σελ. 112).
  Και δυο ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι: 
Κι εκείνο που έκαμα εγώ – κι εκείνο δεν ταιριάζει (σελ. 116)
Πλήρης παρθένου καλλονής· πλήρης ακμής και σφρίγους (σελ. 136)

5. Το μόνο της ζωής μου ταξίδειον.
  Με αφορμή την κινηματογραφική μεταφορά του διηγήματος που έκανε ο Λάκης Παπαστάθης το 2001, διάβασα και το διήγημα, πριν πέντε χρόνια. Θα αντιγράψω εδώ την ανάρτηση που έκανα τότε.
  «Την ταινία τη βρήκα στο youtube. Μου τη σύστησε θερμά ένας φίλος και αποφάσισα να τη δω. Είδα κάπου 25 λεπτά και μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να (ξανα)διαβάσω το διήγημα του Βιζυηνού πριν δω την υπόλοιπη ταινία. Έτσι κι έκανα, και διαπίστωσα για μια ακόμη φορά ότι η οποιαδήποτε κινηματογραφική μεταφορά είναι αδύνατον να ξεπεράσει το λογοτεχνικό έργο. Το χιούμορ που υπάρχει στον Βιζυηνό δεν αποδόθηκε στην ταινία, προφανώς γιατί ήταν δύσκολο να αποδοθεί.
  Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον στην πραγματικότητα ήταν το μόνο της ζωής του ταξείδιον-του παππού του. Από την Κωνσταντινούπολη όπου εργαζόταν ως μαθητευόμενος ράπτης τον πήρε ένας συγγενής άρον άρον να προλάβει τον παππού του που ήταν ετοιμοθάνατος. Όμως αυτός συνήλθε, για λίγο όπως αποδείχτηκε, ίσα ίσα για να έχει μια συνομιλία μαζί του πάνω στο λοφάκι όπου κατέφευγε συχνά, μακριά από την τσαούσα γυναίκα του που ματαίωνε όλα του τα ταξίδια. Τις ιστορίες που ήξερε και είχε αφηγηθεί στον εγγονό του δεν τις είχε ζήσει ο ίδιος, τις είχε ακούσει από τη γιαγιά του, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει στο τέλος. Και οι ιστορίες αυτές δεν ήταν αληθινές ιστορίες, ήταν παραμύθια, όπως αυτό με τη φώκια που εμείς το ξέρουμε σαν το παραμύθι με τη γοργόνα που ρωτάει «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» αλλά στα μάτια του μικρού εγγονού φάνταζαν αληθινές.
  Το λαογραφικό στοιχείο που βρίσκουμε στο διήγημα και που δεν μπορούσε να αποδοθεί πλήρως στην ταινία είναι η αντίληψη ότι ο ετοιμοθάνατος δεν πεθαίνει αν δεν δει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που πεθυμά. Ο παππούς τον εγγονό του είχε επιθυμήσει και έστειλε να τον φέρουν. Η μητέρα  ενός φίλου μου δεν ξεψύχησε παρά μόνο αφού είδε την εγγονή της, που ήλθε από την Αθήνα.
  Το ιστορικό στοιχείο που δείχθηκε αρκούντως στο έργο είναι ότι οι γονείς παρακαλούσαν να κάνουν κορίτσι, γιατί τα αγόρια τα άρπαζαν και τα έκαναν γενίτσαρους. Ο παππούς μεγάλωσε σαν κοριτσάκι, ντυμένος κοριτσίστικα, και όταν έγινε δέκα χρονών σταμάτησαν τη μεταμφίεση και τον πάντρεψαν με μια γειτονοπούλα με την οποία έπαιζαν μαζί. Οι τούρκοι δεν έπαιρναν τα παντρεμένα αγόρια.
  Το μοναδικό του ταξίδι ο παππούς το έκανε τις παραμονές του γάμου του, όταν το έσκασε για ένα μακρινό βουναλάκι που, όπως το έβλεπε από μακριά, νόμιζε ότι συνόρευε με τον ουρανό. Πήρε μαζί του και μια σκάλα για ν’ ανέβει. Όμως καθώς είδε ότι ο ουρανός βρισκόταν ακόμη μακριά και ο ίδιος είχε κουραστεί, τα παράτησε και γύρισε πίσω.
Αυτό ήταν το μοναδικό του ταξείδιον, ανολοκλήρωτο, και το ολοκλήρωσε την επομένη της άφιξης του εγγονού του. Με το θάνατό του πήγε τελικά στον ουρανό.
  Πολύ καλή η ταινία, αλλά πολύ καλύτερο το διήγημα».

6. Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα
  Πρόκειται για ένα συντομότατο, οιονεί αυτοβιογραφικό, κείμενο μόλις πέντε σελίδων, με το οποίο ο Βιζυηνός σατιρίζει τους αρχαιόπληκτους. Ο καινούριος δάσκαλος όχι μόνο αλλάζει τα ονόματα των μαθητών με ονόματα των αρχαίων προγόνων μας, αλλά απαιτεί να χρησιμοποιούν και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν εκείνοι, λες και αυτό ήταν η μεγαλύτερη προϋπόθεση για την αναγέννηση του έθνους μας.
  Ο Γοργίας, όπως μετονόμασε το Γιωργί ο δάσκαλος, ήθελε να μάθει τι ακριβώς σόι δένδρο είναι η μηλιά που έχουν στον κήπο τους και που τόσο αγαπούσε. Ρωτάει το δάσκαλο, αλλά αυτός αντί να του εξηγήσει του λέει ότι δεν λέγεται μηλιά αλλά μηλέα.
  Λες και δεν ξέρω εγώ πώς τη λένε. Εγώ άλλο ρώτησα.
  Από τότε άρχισε μια κόντρα μεταξύ μαθητή και δασκάλου. Ο δάσκαλος έλεγε μηλέα αλλά ο Γοργίας επέμενε μηλιά, για να εισπράττει κάθε φορά το ανάλογο ξύλο.
  Τελικά ο Γοργίας υποχώρησε και είπε τη μηλιά μηλέα για να μη φάει κι άλλο ξύλο, χωρίς τελικά να μάθει τι είναι η μηλιά.
  Αλλά οι χωριανοί που έβλεπαν τις παλαβομάρες του δασκάλου κάποια στιγμή τον εξαπέστειλαν.
  Και ο Γοργίας ξανάγινε Γιωργί.

   7. Μοσκώφ Σελίμ.
  Τη νουβέλα αυτή την  ξαναδιάβασα πέρυσι τον Οκτώβρη, καθώς θυμήθηκα την ομοιότητα που έχει με τον «Χατζή-Μουράτ» του Τολστόι.
  Αντιγράφω από την ανάρτηση που έκανα:
  «Και ενώ με τα χρόνια η μνήμη μου εξασθενεί, η συνειρμική μου μνήμη όπως και του Τολστόι διατηρείται μια χαρά. Διαβάζοντας για τον Χατζή Μουράτ μου ήλθε αμέσως στο νου μια άλλη νουβέλα, ο «Μοσκώφ Σελήμ» του Γεώργιου Βιζυηνού. Εδώ ο Σελήμ δεν αυτομόλησε στους ρώσους αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος. Όταν όμως είδε πώς του φέρθηκαν οι ρώσοι και πώς οι δικοί του, πριν και μετά την αιχμαλωσία του, έγινε φανατικός ρωσόφιλος. Αλλά, όπως και ο Χατζή Μουράτ, στο τέλος της ζωής του δεν άντεξε να αρνηθεί την πατρίδα του, και ένιωθε τύψεις για τη χαρά που ένιωσε μαθαίνοντας ότι οι ρώσοι κατέβηκαν στη Βουλγαρία. «Και ο τούρκος έμεινε τούρκος», καταλήγει στο διήγημά του ο Βιζυηνός.  
  Έχουμε και εδώ τις «υποσημειώσεις», τη ζωή στην οθωμανική αυτοκρατορία, πολύ ενδιαφέρουσες. Σκέφτομαι ότι είναι ευκαιρία να διαβάσω και τα υπόλοιπα διηγήματα του Βιζυηνού, με εξαίρεση το «Μόνον της ζωής μου ταξίδιον» που ξαναδιάβασα πριν τέσσερα χρόνια καθώς ήθελα να δω την ομώνυμη ταινία του Λάκη Παπαστάθη.

8. Πρωτομαγιά
  Η «Πρωτομαγιά» είναι ένα επίσης μικρό διήγημα δεκατριών σελίδων, στο οποίο ο υπηρέτης του αφηγητή του λέει να προσέχει τέτοια μέρα που ο τόπος είναι γεμάτος μάγισσες και μαγικά. Ο αφηγητής σχολιάζει κατά περίπτωση, στον αναγνώστη κυρίως. Πέφτουν και σε κάποιες σκηνές, όπως εκείνη που βλέπουν τον σύζυγο να τσακώνει τη γυναίκα του με τον εραστή, να φεύγει κλαίοντας και αυτή να ωρύεται απελπισμένη.
  Σίγουρα είναι το πιο ηθογραφικό και το πιο φυσιολατρικό διήγημα του Βιζυηνού, γεμάτο λυρικές περιγραφές της φύσης.
  Και ένα σατιρικό απόσπασμα:
  «Ήτο περί την δύσιν του ηλίου και εγώ ήμουν κατάκοπος· διότι καθ’ όλην εκείνη την ημέραν έτρεχον να εύρω τους αγρούς του πάππου μου, όχι διότι έφυγαν από τη θέση των αλλά διότι εχάθησαν μεταξύ των γειτονικών κτημάτων, κατά την γνωστήν εκείνην παροιμίαν, καθ’ ην το μεγάλο ψάρι τρώγει το μικρό» (σελ. 240).
  Και ο χορός καλά κρατεί. Έτσι έχασε ο κουμπάρος μου τα μισά του αμπελοχώραφα στη Θριπτή.

  Είπα να μη μείνω στην ουρά, και έτσι διάβασα και τα παραμύθια του. Αρκετά απ’ αυτά χρησιμοποιούν γνωστά αφηγηματικά σχήματα και μοτίβα, π.χ. την παράταξη των επεισοδίων, τους άθλους με έπαθλο τη βασιλοπούλα, κ.λπ., ενώ τα περισσότερα είναι διδακτικά.
  Το «Ο άραψ και η κάμηλος αυτού», μια αραβική ιστορία, μας διδάσκει να μην υποχωρούμε σε καμιά αδυναμία μας, γιατί σιγά σιγά θα μας κατακλύσουν κι άλλες.
  Στον «Τρομάρα» έχουμε το γνωστό, κυρίως κινηματογραφικό, μοτίβο, ο αντιήρωας να γίνεται ήρωας. Εδώ παρατηρούμε την παράθεση επεισοδίων.
  Στο «Σκιάχτρο του χωραφιού» ο Βιζυηνός μας λέει (δηλαδή όχι σε μας, στα παιδιά), να δείχνουμε καλοσύνη σε όλα τα πλάσματα του Θεού και να μην είμαστε άπληστοι.
  Ο «Κλέπτης» είναι ένας ποντικός που κλέβει στάχυα. Ο σκύλος, παρότι δεμένος, καταφέρνει να του αποσπάσει τα κλεμμένα.
  Να σεβόμαστε την ιδιοκτησία του άλλου γιατί κάποια στιγμή μπορεί να το πληρώσουμε.
  Θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η ανάγνωσή του στους κλέφτες που βρίσκονται στη φυλακή. Ή καλύτερα, μια και είναι μικρό, να το μαθαίνουν απ’ έξω, είτε χρησιμοποιώντας κίνητρο είτε απειλή.
  Στο «Μέσα εις το αμφιθέατρον» ο Βιζυηνός λέει στους μικρούς του αναγνώστες πόσο αξιοθαύμαστοι ήσαν οι πρώτοι χριστιανοί που υπέμεναν τόσα για την πίστη τους, και πρώτο και καλύτερο το θάνατο από τα θηρία, κάνοντας ταυτόχρονα μια σύγκριση των αιμοδιψών ρωμαίων με τους πολιτισμένους έλληνες.
  Και τέλος στο «Πώς εξοικονομείτε ο χρόνος» η μητέρα δίνει συμβουλές στο παιδί για το πως να αξιοποιεί το χρόνο του.
  Μικρός το δέμας (μικρό το συγγραφικό έργο) του Βιζυηνού, αλλά είναι από τους κορυφαίους της πεζογραφίας μας.


No comments: