Στάθης Κουτσούνης, Στιγμιότυπα του
σώματος, Μεταίχμιο 2014, σελ. 44
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Εξαίσια ερωτική ποίηση, αλλά όχι μόνο
Πριν αρχίσω να γράφω για το τελευταίο βιβλίο
ενός συγγραφέα, πεζογράφου ή ποιητή αδιάφορο, διαβάζω και ό,τι έχω γράψει για
τα προηγούμενα βιβλία του. Θέλω να έχω μια εικόνα για τις θεματικές και
υφολογικές εμμονές του, για την εξέλιξή του, για τις μετατοπίσεις του. Καθώς
αναρτώ τώρα συλλογικά για κάθε δημιουργό στην τρίτη ιστοσελίδα μου (http://www.babisdermitzakiss.eu/) θέλω να είμαι προσεκτικός και να μην
πλατειάζω σε επαναλήψεις. Έχοντας γράψει για τις δυο προηγούμενες ποιητικές
συλλογές του Στάθη Κουτσούνη, την «Τρομοκρατία
της ομορφιάς» και τα «Έντομα στην
εντατική» (τώρα συνειδητοποιώ
ένα εφέ παρωνυμίας και μια παρήχηση στον τίτλο), θα παραθέσω την τελευταία
παράγραφο από την κριτική που γράψαμε για αυτή τη δεύτερη συλλογή.
«Εκτός από
αφηγηματικός και διαυγής ο Κουτσούνης είναι επίσης καβαφικά ολιγογράφος.
Τουλάχιστον τέσσερα χρόνια απέχει η έκδοση κάθε ποιητικής του συλλογής από την
προηγούμενη. Θα θέλαμε η αναμονή για την έκδοση της επόμενης συλλογής του να
διαρκέσει λιγότερο, όμως είμαστε σίγουροι ότι έτσι κι αλλιώς θα μας αποζημιώσει».
Και σ’ αυτή τη
συλλογή ο Κουτσούνης είναι αφηγηματικός και διαυγής. Το ότι είναι καβαφικά
ολιγογράφος φαίνεται και από το ότι η ευχή μας δεν έπιασε: έξι χρόνια χωρίζουν
τα «Στιγμιότυπα του σώματος» από τα «Έντομα στην εντατική». Δεν ήμουν σίγουρος
ότι ο καλός θεούλης θα εισάκουε την ευχή μου, όμως ήμουν σίγουρος ότι «έτσι κι
αλλιώς» θα μας αποζημίωνε για την όποια καθυστέρηση.
Και μας
αποζημίωσε, μπορούμε να το δηλώσουμε από τώρα.
Περίεργο μου
φαίνεται που η απαισιοδοξία την οποία εντοπίσαμε στα «Έντομα στην εντατική»,
εκδομένη το 2008, δεν υπάρχει σ’ αυτή τη συλλογή ποιημάτων, τα οποία ολοφάνερα
γράφηκαν μέσα στην κρίση. Ή μήπως δεν θα έπρεπε να μου φαίνεται περίεργο; Ο
ποιητής διαφέρει από τον κοινό θνητό (ο βιβλιοκριτικός όχι και τόσο).
Τρεις κύριες
θεματικές εντοπίσαμε σ’ αυτή τη συλλογή. Ο έρωτας που κυριαρχούσε στην πρώτη
καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος. Και εδώ επίσης ο έρωτας δεν είναι μόνο αίσθημα,
αλλά πρωτίστως αίσθηση, κυρίως σωματική: ο έρωτας, ως κορυφαίο στιγμιότυπο του
σώματος. Οι τρεις «σωματογραφίες» με τα σαν χάι κου ποιήματα είναι ιδιαίτερα
χαρακτηριστικές.
«Στην πηγή των
μηρών σου
τσακάλι ξανθό
καθρεφτίζεται
με στόμα ανοιχτό
και διψασμένο» (σελ. 20) και
«Το κορμί σου
στα χέρια μου ζύμη
φτιάχνω τρύπες
και χάνομαι μέσα τους» (σελ. 15).
Τολμηρές
μεταφορές και κανονικά μέτρα (εδώ έχουμε τον ανάπαιστο) κυριαρχούν σε πάρα
πολλούς στίχους αυτής της συλλογής. Στο «εν αναμονή», ερωτικό ποίημα, έχουμε
έναν κανονικό αμφίβραχυ στον τελευταίο στίχο: «στη στίλβη της άδηλης όψης σου»
(σελ. 17). Και, παρεμπιπτόντως, έναν δικό μου κανονικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο
πριν την παράθεσή του. Φυσικά γράφηκε ασυνείδητα. Υπάρχουν επίσης τρεις ιαμβικοί
δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι μέσα στα ποιήματα του Κουτσούνη αλλά, όπως το
συνηθίζουμε, θα τους αφήσουμε για το τέλος.
Η
αυτοαναφορικότητα είναι κάτι δεδομένο στην ποίηση, και σ’ αυτή την συλλογή καταλαμβάνει
ένα σημαντικό τμήμα. Ο Κουτσούνης αυτοπροσωπογραφείται, αυτοαναλύεται, και
αναφέρεται σε βιώματα και εμπειρίες που τον καθόρισαν. Στο «Ραβδί» διαβάζουμε:
«Δεν είμαι
εκείνος που ήμουν
ούτε και θα
’μαι αυτός που είμαι
πάντα μια
Κίρκη αδιάκοπα
μ’ ακουμπάει
με το ραβδί της» (σελ. 22).
Επίσης στην
«Ουτοπία»:
«Η αιωνιότητα
με ζαλίζει
μες στης
φθοράς την αγκαλιά
μ’ ασφάλεια το
χρόνο μου θηλάζω» (σελ. 23).
Και βέβαια δεν
είναι σολιψιστής, το «εκτός» αποτελεί ένα διαρκές ερέθισμα, είτε ως «άλλος» είτε
ως «περιβάλλον», αστικό ή επαρχιακό, στο οποίο εντάσσεται και αυτό που έχουν
τραγουδήσει οι ποιητές, σε παλιότερες, ρομαντικές εποχές, ως φύση.
Παραθέτουμε
την «Άνοιξη».
«Ανοίγει ο
καιρός
η μέρα χαράζει
φρεσκοπλυμένο
ασπρόρουχο
τεντωμένο στο
σκοινί
και παρακεί
στην αγκαλιά
της σκόνης
λαγοκοιμάται ο
άνεμος» (σελ. 18).
Και ένα ακόμη
απόσπασμα, από την «Επαρχία».
«Γεροντοκόρη
με ωραίες ρυτίδες
κι ένα σωρό
εξώγαμα
στων άστεων τα
κάτοπτρα χτενίζεται
και περιμένει
αλλοπαρμένη τον γαμπρό
πίσω απ’ τις
νταλίκες…
κι όταν την
πιάνει απελπισία
δαιμονισμένη
όρνιθα
τινάζοντας από
πάνω της ψείρες
τα παιδιά της»
(σελ. 27).
Στην
«Ψηλοτάκουνη γόβα», ποίημα εμπνευσμένο μάλλον από τις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, διαβάζουμε:
«Κοιτάζεται
θλιμμένη στον καθρέφτη
και δοκιμάζει
άπληστα
ψηλοτάκουνη
γόβα τη ματαιότητα» (σελ. 24).
Σχεδόν πάντα
σε κάθε συλλογή υπάρχει και ο λόγος για τον ποιητή και την ποίηση. Στη
«Μεταφυσική» διαβάζουμε:
«Αγωνιά η
σελίδα την πένα
σαν γυναίκα
ερεθισμένη
για τη στύση
του εραστή της
το ποίημα
τρέμει
μήπως δεν
συναντήσει αναγνώστες
και μείνει
αγέννητο
όπως πουλί
μαδημένο το φτέρωμά του
λαχταρά το
κορμί ο έρωτας» (σελ. 9).
Για τις ευφάνταστες μεταφορές του Κουτσούνη
έχουμε αναφερθεί και στις προηγούμενες βιβλιοκριτικές μας.
Διαυγής,
τολμηρός, ερωτικός, πρωτότυπος, ο Στάθης Κουτσούνης είναι ένας από τους καλύτερους
νεοέλληνες ποιητές. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, όχι μόνο για τον
ίδιο αλλά και για τους αναγνώστες, γιατί θα το απολαύσουν όσοι το διαβάσουν.
Και κλείνουμε,
όπως πάντα, με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε στη συλλογή.
Κατάγυμνο
κρεμότανε απ’ τα κλαριά το κρύο (σελ. 10)
Όταν σ’ ακούω
να έρχεσαι παλεύω με το χρόνο (σελ. 33)
Την επομένη
αντίκριζε το μάτι πικραμένο (σελ. 35)
Μπάμπης
Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment