Ειρήνη Πούλου, Θεατρικοί μονόλογοι, Χανιά 2014, εκδόσεις Πυξίδα,
σελ. 61
Η παρακάτω βιβλιοπαρουσίαση έγινε στο στέκι «Αμπάριζα», Γαλακηδών
11 και Λυσίου (στο νούμερο 9 της Λυσίου ήταν το παλιό μου σπίτι, τότε που
νοικιάζαμε) στο Γαλάτσι, χθες 9-11-2014. Άλλη σύμπτωση με το 9, που είναι ο
αριθμός μου. Αλλά αυτό είναι μια ιστορία που την έχω αφηγηθεί αλλού). Επίσης αναρτήθηκε
και στο Λέξημα
Θεατρικοί μονόλογοι, οι περισσότεροι γυναικείοι, που φωτίζουν την
γυναικεία κατάσταση
Ο θεατρικός μονόλογος είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο είδος. Όσο πιο
ολιγοπρόσωπο είναι ένα θεατρικό έργο τόσο πιο δύσκολο είναι να καλυφθούν οι τυχόν
ανεπάρκειές του πάνω στη σκηνή μέσω σκηνικής θεαματικότητας, παρόλο που το
ανέβασμά του έχει το πλεονέκτημα του μικρότερου κόστους.
Και δεν είναι μόνο αυτό.
Ένα θεατρικό έργο αναπτύσσει τη δυναμική του πάνω στη σκηνή. Σαν
λογοτεχνικό ανάγνωσμα είναι αναπόφευκτο να υστερεί. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως
μόνο τα θεατρικά έργα κορυφαίων θεατρικών συγγραφέων εκδίδονται, καθώς μπορούν
να διαθέτουν την λογοτεχνικότητα εκείνη που επιτρέπει την ανάγνωση και την
απόλαυση του κειμένου κατά μόνας. Έτσι θα έλεγα ότι ήταν εξαιρετικά τολμηρό το
εγχείρημα της Ειρήνης να ασχοληθεί με το πιο δύσκολο θεατρικό είδος, τον
θεατρικό μονόλογο.
Δεν το κρύβω ότι πήρα με αρκετή επιφυλακτικότητα το βιβλίο που μου
εμπιστεύτηκε η Ειρήνη για να το παρουσιάσω – την ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη
που μου έδειξε - και ήταν μεγάλη η έκπληξή μου όταν βρέθηκα μπροστά σε κείμενα
μιας εξαιρετικής ωριμότητας. Τους μονολόγους αυτούς τους απόλαυσα ως κείμενο, για
τη λογοτεχνικότητά τους, και ελπίζω κάποια στιγμή να τους απολαύσω και πάνω στο
θεατρικό σανίδι.
Οι μονόλογοι αυτοί είναι οι μονόλογοι μιας γυναίκας, με ελάχιστες
εξαιρέσεις, όπως «Οι αναμνήσεις ενός
αρουραίου». Κάποιοι είναι μονόλογοι «εις εμαυτόν», κάποιοι άλλοι έχουν κάποιον
αποδέκτη. Όλοι εικονογραφούν την γυναικεία κατάσταση: Η γυναίκα σαν κοπέλα, σαν
σύζυγος, σαν μητέρα.
Στο «Ευτυχία» μιλάει η κοπέλα, όμως εικονογραφεί ταυτόχρονα και τη
μητέρα, την υπερπροστατευτική μητέρα της.
«Στο φροντιστήριο με
πήγαινε εκείνη και με περίμενε πάντα μέχρι να τελειώσω, για να γυρίσουμε πίσω,
και όταν πήρα το απολυτήριο από το λύκειο και έπρεπε να πιάσω δουλειά, η μητέρα
μου δεν ήθελε, φοβόταν μήπως μπλέξω, φοβόταν τα αγόρια.
“Δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Πρέπει
να είσαι προσεκτική μαζί τους”.
Εγώ όμως μια βραδιά δεν
άντεξα και έβαλα τα καλά μου παπούτσια, έβγαλα κάτω από το στρώμα ένα κολλητό
μπλουζάκι που είχα φυλάξει, και βγήκα έξω και έψαξα να βρω αυτό που μου είχε
στερηθεί… Στην αρχή έμπαινα μέσα σε λεωφορεία ή τρόλεϊ, χωρίς να γνωρίζω τις περισσότερες
φορές πού πάνε. Προστατευμένη πίσω από τα τζάμια παρατηρούσα τις παρέες, τους άντρες,
τα αγόρια που τρέχανε στη στάση να προλάβουν να μπούνεμέσα. Τους παρατηρούσα, καθώς ριχνόντουσαν κατάκοποι πάνω στα
άδειακαθίσματα, ή καθώς πιάνανε τις χειρολαβές. Τα χέρια τους είχαν
κάτι δυνατό…Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα κοίταζα τα χέρια… Οι παλάμες τους! Τόσο
διαφορετικές όλες…Μερικές φορές τις άγγιζα δήθεν κατά λάθος και αυτή η ζεστασιά τους
μεταφερόταν σαν ηλεκτρική ενέργεια σε όλο μου το σώμα. Από τα χέρια και μόνο
από τα χέρια, μπορούσα να καταλάβω με ποιον ταιριάζω και με ποιον όχι,
αγγίζοντας, όπως μια τυφλή ψάχνει μέσα στο σκοτάδι. Η ελευθερία, αχ, η ελευθερία, τόσο κοντά μου και τόσο μακριά μου! (σελ.
22)
Στο «Παιδί» μιλάει η γυναίκα.
«Τι βαρετή που είναι η ζωή
μιας γυναίκας! Το ίδιο μοτίβο, επαναλαμβανόμενο από γενιά σε γενιά, τα ίδια και
τα ίδια! Παιδιά, οικογένεια, άντρας, μεγάλα βυζιά, και μεγαλώνοντας να χοντραίνεις,
να χοντραίνεις μέχρι που το σώμα σου να γίνεται σπίτι, τα βυζιά σου δυο βράχοι
που μέσα τους κρύβονται τα βράδια τα φοβισμένα πουλιά του δάσους και το πιο
περίεργο, ότι αυτή η Αφροδίτη του Viledorf, τόσο αρχέγονη και τόσο σύγχρονη, δε
χωράει πουθενά…
Είναι τόσο μεγάλη, που δε
μπορεί να πάει ούτε στο πιο κοντινό super market για ψώνια. Τα πόδια της δυο
κολόνες αρχαϊκές στηρίζουν το ναό και είναι αδύνατο να κουνηθούν από εκεί, και
μεγαλώνει καθημερινά, γίνεται μια θεά, ένα σύμβολο, μια τροφός, που όλο και κάποιο
πεινασμένο παιδί τρέχει με λαιμαργία και πιάνεται στις ρώγες. Αυτή είναι και η
μοναδική της παρηγοριά, γι' αυτό και τα παιδιά της δεν τα ταΐζει καλά, να έχουν
την ανάγκη της…! (σελ. 19-20).
Στη «Ζεστή φωλιά» έχουμε
μια ακόμη εικόνα της συζύγου:
«Ευγνωμονώ αυτές τις αθώες
αυταπάτες, τις περιμένω όπως το χώμα το ξερό λίγη βροχή, όμως στο βάθος ξέρω
πως είμαι η ουρά του παγωνιού. Τίποτα παραπάνω. Ανοίγω, όταν εκείνος θέλει, και
κλείνω με μια του κίνηση. Είναι ο κόκορας και είμαι η φωνή του, είμαι πάνω στο
καλό του σακάκι τα χρυσά του κουμπιά… Να φύγω ούτε λόγος, γιατί, όταν ανοίγει
την πόρτα ο οδηγός, όταν μας καλούν σε γεύμα σε γιορτές ή δεξιώσεις, όταν
εκείνος με παίρνει αγκαλιά, έστω και για τα μάτια του κόσμου, όταν πάνω του με
σφίγγει σε στιγμές αμηχανίας, όταν η ανία τον πιάνει από τον λαιμό και
νιώθει αφόρητα μέσα στα τόσα χαμόγελα και στις τόσες ανόητες συζητήσεις, παίζει
μαζί μου, αστειεύεται, τότε καταλαβαίνω πως έχει την ανάγκη μου κι ας του
αρέσει να με επιδεικνύει, τότε και εγώ έχω ένα σκοπό, σε κάτι χρησιμεύω. Γιαυτό
και παίζω τέλεια το ρόλο της συζύγου και αν όλα πάνε καλά μέχρι το τέλος της
βραδιάς υπάρχει και μια περίπτωση να κοιμηθώ» (σελ. 39-40).
Οι τιμές που μπορεί να
πάρει η συμπεριφορά μιας γυναίκας με βάση την κατάσταση και τα αισθήματά της
στην κοινωνία μας μπορούν να κινούνται μέσα σε όρια που θα ονομάζαμε
φυσιολογικά, όμως μπορεί και να τα υπερβούν. Στο «Μητροκτόνο», η
υπερπροστατευτική μητέρα που επενδύει τα ματαιωμένα της αισθήματα πάνω στο γιο
της τελικά τον ευνουχίζει σαν προσωπικότητα. Ο γιος, όταν συνειδητοποιήσει τη
δυστυχισμένη ζωή της μητέρας του, για την οποία οι μόνες στιγμές ευτυχίας είναι
όταν κοιμάται, αποφασίζει να τη σκοτώσει. Υπήρξε εξάλλου πάντα αμφιθυμική μαζί
του, πότε στοργική και πότε απόμακρη, με αποτέλεσμα να ζει ο γιος αυτές της
διπλόσημες καταστάσεις (Double
bind situations) για τις οποίες μίλησε ο Gregory Bateson, κατά τις οποίες το παιδί συλλαμβάνει την ίδια στιγμή αντιθετικά
μηνύματα, το κρυμμένο μίσος πίσω από την φανερή εκδήλωση αγάπης, που θα τον
οδηγήσει στην παράνοια στην ώριμη ζωή του.
«Όμως υπήρχε και κάτι
άλλο, που ανακάλυψα εντελώς τυχαία ένα βράδυ, σε μια στιγμή που βρέθηκα δίπλα
της, ενώ εκείνη κοιμόταν, κάτι που μου άλλαξε όλα όσα γνώριζα για κείνη. Ένα
γαλήνιο χαμόγελο που ίσα-ίσα σχηματιζόταν στα χείλη της, μια στιγμιαία ευτυχία,
που μπορούσα να διακρίνω εκεί στην άκρη του στόματος, σα να μπορούσε να μου πει
τη λύση στο μυστήριο, στο αίνιγμα… “Πώς μπορεί να ζήσει κάποιος παίρνοντας στα
σοβαρά τον εαυτό του;” Αυτό με βασάνιζε, και κάτι ακόμα. Πώς αυτή η μαγική εικόνα χανόταν το πρωί και
γινόταν το εντελώς το αντίθετό της; Τα έβαζα ακόμα και με τον εαυτό μου. Μήπως
εξαιτίας μου το πρόσωπό της στράβωνε τόσο πολύ και το στόμα της ξερνούσε
φωτιές;» (σελ. 30).
Οι ενοχές και η συνειδητοποίηση ότι η μητέρα του πάντα υπήρξε
δυστυχισμένη τον έκαναν να πάρει το φοβερή απόφαση.
«Στην κατάσταση που ήταν,
μόνο εγώ μπορούσα να τη σώσω. Σε μένα έπεσε ο κλήρος να κάνω το χρέος μου απέναντί
της» (σελ. 31).
Κάποια χαρακτηριστικά της
γυναίκας είναι σύγχρονα, και όχι αποκλειστικά γυναικεία. Αυτό το θέμα
πραγματεύεται η Ειρήνη στον μονόλογο «Ο καταναλωτής». Καταναλωτές και εκείνη
και εκείνος, ταιριάξανε, παντρεύτηκαν. Θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα, γιατί
σ’ αυτό αναγνωρίζω τον εαυτό μου, αλλά και ένα καλοκαιρινό επεισόδιο που έζησα
στην Κρήτη.
“Ναι, οι προσφορές είναι η
αδυναμία μου, το πάθος μου, πώς να το πω. Σήμερα παραδείγματος χάρη, αγόρασα
μερικές κονσέρβες ψάρι…! Ήταν ευκαιρία! Πάρα πολύ φθηνά. 50 λεπτά η μια, δηλαδή
τίποτα. Πήρα 30. Τις μισές τις έκρυψα… Εκείνος θα μουρμουρίζει τώρα. Θα μου
πείτε, τόσες κονσέρβες ψάρι…!
Η αλήθεια είναι, πως εγώ
δεν τρώω ψάρι ούτε ο Ιπποκράτης, και τότε θα μου πείτε, γιατί τις πήρες;
Μα ήταν προσφορά, 50 λεπτά
η μία, ούτε ένα κιλό ψωμί δεν παίρνεις! Έπειτα χρειάζονται, και αυτή τη φορά
έχω ένα σοβαρό λόγο, ναι, όχι! όχι! Αυτή τη φορά έχω ένα σοβαρό λόγο και δεν
μετανιώνω, όχι, και δεν έχω αισθήματα ενοχής γιατί αυτή τη φορά έχω ένα λόγο…
τη γάτα μου… τη γάτα μου…» (σελ. 43).
Κι εγώ ελκύομαι από
προσφορές. Το καλοκαίρι αγόρασα κάτι λουκάνικα προσφορά από το σουπερμάρκετ.
Μπορώ να πω ότι την επόμενη στιγμή το μετάνιωσα, όχι για την τιμή που ήταν πάρα
πολύ χαμηλή, αλλά για τις πολλές θερμίδες και τη χοληστερίνη.
Μια γάτα με απάλλαξε απ’
αυτά. Μας νιαούρισε στο τραπέζι που καθόμασταν στην αυλή με τους φίλους μου
πίνοντας ρακές. Της δώσαμε λίγο ψάρι κονσέρβα. Από τότε μου έγινε τσιμπούρι.
Της έδινα από αυτά τα λουκάνικα, και δεν ξεκόλλαγε. Καθώς έβλεπα να τελειώνουν,
όταν πήγαινα στο σουπερμάρκετ είχα τα μάτια μου καρφωμένα πάνω στις προσφορές.
Ευτυχώς υπήρξαν και άλλες προσφορές με λουκάνικα. Φαντάζομαι την απογοήτευσή
της όταν κάποιο βράδυ θα ήλθε και θα είδε άδεια την αυλή, χωρίς καρέκλες,
σκοτάδι.
Ο μαγικός ρεαλισμός όπως
ονομάστηκε ο σουρεαλισμός στην πεζογραφία είναι δύσκολος να αποδοθεί θεατρικά,
ενώ είναι πολύ εύκολο στην πεζογραφία με την οποία κάνει την εμφάνισή του. Στον
κινηματογράφο γίνεται επίσης δυνατός με τις σύγχρονες τεχνολογίες. Στο θέατρο
όμως;
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο
μέσω της αφήγησης. Οι πρώτοι μονόλογοι της Ειρήνης έχουν αυτό τον σουρεαλιστικό
χαρακτήρα του μαγικού ρεαλισμού, που τους κάνει να προσεγγίζουν την ποίηση.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τον δεύτερο μονόλογο, τον «Σώθηκε ως εκ θαύματος».
«Και τώρα πώς θα βγω από
δω; Κοίταξε πως με πόση ευκολία τα χέρια μου γίνονται δέντρα, κλαδιά! Δες πόσο
γρήγορα φυτρώνουν αγκάθια εκεί που δεν το περιμένεις! Ορίστε το πρόσωπό μου! Το
πρόσωπό μου, το σώμα μου ολόκληρο ένα στόμα σαρκοφάγου φυτού» (σελ. 12).
Χαρακτηριστικός είναι και
ο μονόλογος «Αναμνήσεις ενός αρουραίου» που μας θυμίζει τη «Μεταμόρφωση» του
Κάφκα. Ο νεαρός ήταν ωραίος άντρας, που μια ωραία γυναίκα την οποία συναντούσε
συχνά στο λεωφορείο τον μάγεψε.
«Έπειτα ήρθε το κακό! Άρχισε
από τη στιγμή που έβγαλε το μικρό γυάλινο μπουκαλάκι από την τσάντα της και το
αναποδογύρισε πάνω στο στήθος της. Arvum, αρόω, άρουρα, αρουραίος. Ήταν η Κίρκη
και ήμουν το γουρούνι της» (σελ. 46).
Ήταν το γουρούνι της
μεταφορικά, γιατί μετά έγινε πραγματικά αρουραίος. Και πώς κατέληξε;
«Με τόση εμπειρία που είχα
σαν άνθρωπος και άλλη τόση σαν αρουραίος μύρισα τον κίνδυνο, ο θάνατος έχει
κάτι το ιδιαίτερο, το ίδιο όπως και η πρόθεση να σκοτώσει κάποιος.
Τώρα, τα βράδια τα περνώ κλεισμένος στην τρύπα μου. Που και που
κάνω επισκέψεις σε κείνη σαν κλέφτης, μπαίνω σε λάθος μέρη, και αναρωτιέμαι, αν
γνώριζα πιο πολλά για
τα συστατικά των αρωμάτων, αν εκείνο το ξαφνικό, το είχα προλάβει.
Αν δεν παραδινόμουν στη λαγνεία τόσο εύκολα, τη μάγισσα θα είχα σίγουρα σκοτώσει,
ή έστω θα με είχε φοβηθεί και τότε ίσως να είχα γλιτώσει» (σελ. 47).
Οι μονόλογοι δίνουν τον
τίτλο στο βιβλίο, όμως στο τέλος υπάρχουν και δυο ποιήματα, ποιήματα-μονόλογοι,
η «Ευρυδίκη» και η «Ιουδήθ». Ο πρώτος είναι στηριγμένος στη γνωστή ιστορία από
τη μυθολογία μας και ο δεύτερος σε ένα ιστορικό επεισόδιο από την Παλαιά
Διαθήκη. Στο πρώτο αίρεται η εικόνα της γυναίκας που είναι απόλυτα παραδομένη
στον άντρα. Διαβάζουμε:
«Μη στρέφεις πίσω το
κεφάλι σου, Ορφέα.
Μη σε παραπλανεί η αθώα σκιά που σέρνεται ξοπίσω σου το ξέπνοο
κλάμα.
Μη νομίζεις πως προορίζεται για σένα.
Εμένα θρηνώ!
Όσο για τη σιωπή, δεν είναι δείγμα ευαισθησίας.
Υποχρεώθηκα απ’ τους Θεούς να μη μιλώ.
Νομίζεις πως ακόμα σ’ αγαπώ;
Πώς; Με ποιο τρόπο; Δε ρώτησες!
Σίγουρα διαφορετικά.
Εύκολα προσαρμόζομαι σε νέα δεδομένα.
Μη στρέφεις το κεφάλι.
Είμαι έτοιμη μαζί μου να σε πάρω πίσω.
Ένα σου πισωγύρισμα αρκεί
κι όλο το παρελθόν επάνω σου θα στρέψω
μια θάλασσα κύμα ενοχές θα ρίξω και θα σε κλείσω
μέσα σε αραχνοΰφαντες γάζες αλατιού» (σελ. 51-52).
Στην «Ιουδήθ» επίσης μας
δίνει μια εικόνα διαφορετική από αυτή της βιβλικής παράδοσης, την εικόνα μιας
γυναίκας που ερωτεύθηκε το θύμα της, αλλά που η αίσθηση καθήκοντος απέναντι
στην πατρίδα της ήταν ισχυρότερη.
«Έτσι γυρνώ πίσω σε σένα
και βλέπω το ωραίο σου κεφάλι
παραδομένο στον ύπνο
αφού λοιπόν δεν θα μπορώ πια να χαρώ το πρόσωπό σου
χωρίς αναστολή
το κόβω σαν φρούτο γινωμένο, τουλάχιστον εκεί πίσω
στον τόπο μου
μέσα στον κήπο του σπιτιού μου θα το έχω για πάντα
ό, τι πιο πολύ αγάπησα θαμμένο
εγώ η γυναίκα
που το όνομά της έχει μέσα το δδδδδδδ το θθθθθθθ
ένα άγχος θανάτου» (σελ. 56)
Το βιβλίο κλείνει με ένα
διήγημα που έχει τίτλο «Το στρώμα». Με
αυτό η Ειρήνη αποδεικνύει την ικανότητά της όχι μόνο ως θεατρική συγγραφέας και
ποιήτρια αλλά και ως πεζογράφος. Χαρακτηρίζεται από έξυπνη πλοκή με σασπένς και
απροσδόκητο, πράγματα που αποτελούν τις κυριότερες αρετές ενός πεζογραφήματος,
κατακτώντας αμέσως τον αναγνώστη.
Συναντήσαμε και τρεις
ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους τους οποίους παραθέτουμε αμέσως. Ο ιαμβικός
δεκαπεντασύλλαβος ρέει μέσα στις φλέβες μας και συχνά κυλάει στο λόγο μας
απροσχεδίαστα, χωρίς να το συνειδητοποιούμε.
Εύκολα προσαρμόζομαι σε νέα δεδομένα (Ευρυδίκη, σελ. 50) και
μέσα από τόση ομορφιά να βγαίνει
τόσος φθόνος;
πως είμαι ακόμα πάνω του
σα στρείδι κολλημένη (Ιουδήθ, σελ. 55)
Συνήθως κλείνοντας μια
παρουσίαση ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
θα ευχηθούμε και το γρήγορο ανέβασμά του στη σκηνή.
Ευχαριστώ
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment