Jean Rouch, Some of his movies
Les magiciens de Wanzerbé
(1949)
Το Wanzerbé είναι
ένα χωριό στη γαλλική δυτική Αφρική, διαβάζουμε στα γράμματα της αρχής της
ταινίας, κάπου 100 χιλιόμετρα από τον Νίγηρα. Επίσης, διαβάζουμε, καμιά σκηνή
δεν είναι στημένη.
Στην αρχή της 32λεπτης ταινίας βλέπουμε μια εμποροπανήγυρη, στην
οποία έρχονται να εμπορευθούν οι Τουαρέγκ. Μετά βλέπουμε παιδιά να παίζουν.
Ανάμεσα στα παιχνίδια που έπαιζαν είδα και τη «μακρά γαϊδούρα», που παίζαμε κι
εμείς παιδιά. Στη συνέχεια βλέπουμε τους μάγους να χορεύουν ενώ τα ταμπούρλα
παίζουν δαιμονισμένα οδηγώντας τους σε έκσταση. Βλέπουμε τέλος μια θυσία στην
κορυφή ενός βουνού για να κατευνάσουν το πνεύμα που κατοικεί εκεί. Από τον
τρόπο που σπαράζει το άτυχο κατσικάκι και από το σχήμα που κάνει πάνω στο
έδαφος το αίμα του που χύνεται βγάζουν συμπεράσματα οι μάγοι. Μου έκανε
εντύπωση η συχνή αναφορά σε αρκετές τελετουργίες τους των τεσσάρων σημείων του
ορίζοντα, πράγμα το οποίο είδαμε και στο «Κυνήγι του λιονταριού με τόξα».
Τελικά βλέπω ότι τα εθνογραφικά ντοκιμαντέρ έχουν μεγάλο
ενδιαφέρον.
Les Maîtres Fous (1955)
Η ταινία αναφέρεται στο θρησκευτικό κίνημα
Χάουκα που αναπτύχθηκε γύρω στο 1927. Μυστικές τελετουργίες, μια από τις οποίες
φιλμογραφεί ο Ρους στην Άκκρα (πρωτεύουσα της Γκάνας) τελούνται στις παρυφές των
πόλεων, άγνωστες στους πολλούς, αφιερωμένες στη λατρεία των Νέων Θεών: Οι θεοί
της πόλης, οι θεοί της τεχνολογίας, οι θεοί της δύναμης. Αυτοί είναι οι χάουκα.
Κατά την τελετή, οι εκστασιασμένοι πιστοί υποτίθεται ότι δέχονται μέσα τους
τούς θεούς αυτούς, οι οποίοι προσωποποιούνται σε άτομα με εξουσία και επιρροή
όπως ο κυβερνήτης και ο μηχανοδηγός του τραίνου. Στη διάρκεια της τελετής που
παρακολουθούμε, ένας σκύλος θυσιάζεται ο οποίος καταβροχθίζεται μετά από τους
θεατές.
Στην αρχή της
ταινίας ο Ρους μας παρουσιάζει τις κύριες ασχολίες των κατοίκων. Κάποιοι είναι
αχθοφόροι, κάποιοι άλλοι κάνουν λαθρεμπόριο, και κάποιοι άλλοι μαζεύουν
πεταμένα μπουκάλια μπύρας, τα καθαρίζουν και τα πουλάνε, εργάτες ορυχείων, κ.ά.
Στη συνέχεια μας δείχνει ομαδικές εκδηλώσεις, όπως μια πορεία των θυγατέρων του
Ιησού, των πορνών της πόλης που διαμαρτύρονται για τη μείωση των μισθών (που
προφανώς τους μειώνει την πελατεία. Οι δικές μας τι περιμένουν;). Μετά την
παρουσίαση της τελετής ο Ρους μας παρουσιάζει τους πιστούς, καθένα ξεχωριστά,
στην επαγγελματική του ζωή.
Δεν συμφωνώ με τις
αντιλήψεις κάποιων ανθρωπολόγων ότι το κίνημα Χάουκα αποτελούσε μια έκφραση
αντίστασης κατά των αποικιοκρατών, ή την αντίληψη κάποιων άλλων ότι
προσπαθούσαν να τους αποσπάσουν τη «δύναμη ζωής» τους, κάτι που πιστεύεται στην
Αφρική. Ούτε και την αντίληψη του ανθρωπολόγου James G. Ferguson, ότι με
αυτή τη μίμηση επιδίωκαν να γίνουν σεβαστοί, τόσο από τους ντόπιους όσο και από
τους ευρωπαίους.
Πριν πολλά χρόνια διάβασα το βιβλίο του Όσκαρ Φρανκλ
«Υπαρξιακή ψυχολογία». Χοντρικά ο Φρανκλ πιστεύει ότι οι νευρώσεις θεραπεύονται
με το να θέτει κανείς σκοπούς στη ζωή του. Την αντίληψη αυτή την απέκτησε όντας
κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου διαπίστωσε ότι εκείνοι
που είχαν θέσει μικροσκοπούς στην καθημερινότητά τους, όπως αυτό που έκανε ένας
κρατούμενος, να ταΐζει ένα πουλάκι, κατάφεραν να επιβιώσουν. Στο βιβλίο του
αυτό μιλάει για ένα ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα που το ονόμασε «ταύτιση με τον
επιδρομέα». Κάποιοι κρατούμενοι ταυτίζοντας με τους γερμανούς φύλακές τους,
φορούσαν παλιές στολές τους, τους μιμούνταν, κ.λπ. Πιστεύω ότι το κίνημα Κάουκα
αποτελεί μια ανάλογη έκφραση μιας ανάλογης ψυχικής διαταραχής.
Εγώ,
ένας μαύρος (1958)
Η ταινία,
εθνογραφική, είχε μεγάλη απήχηση. Ο Ρους παρακολουθεί τη ζωή κάποιων νιγηριανών
μεταναστών που πήγαν στο Abidjan, την πρωτεύουσα της Ακτής του ελεφαντοστού, για μια
καλύτερη ζωή. Από το φιλμ που τράβηξε επί 9 μήνες επέλεξε και μοντάρισε,
παρουσιάζοντας υποτίθεται μια τυπική εβδομάδα από τη ζωή των μεταναστών αυτών.
Οι διάλογοι προστέθηκαν εκ των υστέρων.
Δεν θα βρουν τη ζωή που ονειρεύτηκαν και την
οποία βλέπουν στα γειτονικά προάστια των πλουσίων. Θα αγωνίζονται για το
καθημερινό μεροκάματο, που θα τους εξασφαλίζει απλά τον άρτον τον επιούσιον.
Για την ακρίβεια, το ρύζι το επιούσιον.
Και ένα ποτήρι μπύρα. Οι πλούσιοι μπορούν να
αγοράσουν μπουκάλι, που έχει τριπλάσια τιμή.
Εθνογραφικό ενδιαφέρον έχει η διασκέδαση του
σαββατοκύριακου, με τα ροντέο με τα ποδήλατα και τους χορούς, που έχουν και
διαγωνιστικό χαρακτήρα. Όμως ο Ρους εστιάζει στα όνειρα. Κάθε ένας από αυτούς
τους μετανάστες, ονειρευόμενος μια καλύτερη ζωή, παίρνει και το παρατσούκλι
μιας διασημότητας στην οποία θα ήθελε να μοιάσει. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο
Έντουαρντ Ρόμπινσον, ένας κινηματογραφικός αστέρας της εποχής, ενώ ένας άλλος
είναι ο Λέμι Κώσιον, ένας ντέτεκτιβ σε κάποια αστυνομικά της «Μάσκας» που δεν διάβαζα
μικρός: προτιμούσα τα καουμπόικα. Ένας τρίτος είναι ο Ταρζάν.
Η ζωή είναι ωραία, αλλά μπερδεμένη. Αυτά λέει
στο τέλος της ταινίας ένας από τους δυο φίλους που περπατούν αγκαλιασμένοι.
Όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, ο Ρους υπήρξε
πρωτοποριακός επηρεάζοντας το «Νέο κύμα» του γαλλικού κινηματογράφου, με τη
χρησιμοποίηση μη επαγγελματιών ηθοποιών και την τεχνική του jump cut. Ο
Γκοντάρ δήλωσε ότι το «Εγώ, ένας μαύρος» είναι μια από τις τέσσερις καλύτερες
ταινίες που είχε δει ποτέ.
Για την ταινία έκανα πριν πέντε χρόνια ανάρτηση.
Η ανθρώπινη πυραμίδα (1961)
Η
«Ανθρώπινη πυραμίδα» είναι μια ταινία εθνομυθοπλασίας (ethnofiction),
της οποίας ο Ζαν Ρους θεωρείται ο πατέρας. Πρόκειται για ένα κράμα μυθοπλασίας
και ντοκιμαντέρ στον τομέα της οπτικής ανθρωπολογίας.
Το ντοκιμαντερίστικο μέρος της ταινίας είναι
η συγκέντρωση από τον Ρους μιας ομάδας αφρικανών και μιας ομάδας γάλλων να
συμμετάσχουν στην ταινία. Η «μυθοπλασία» της ταινίας είναι η φοίτησή τους στην
ίδια τάξη και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Ο διάλογος αφορά
ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις λευκών και μαύρων, και γενικά τον ρατσισμό.
Βλέπουμε αρχικά τους δισταγμούς τόσο των λευκών όσο και των μαύρων να
σχετιστούν μεταξύ τους εκτός σχολείου. Και στις δυο ομάδες υπάρχουν οι απόλυτα
σκεπτικιστές και οι πολύ ενθουσιώδεις, ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονται ανάμεσα. Θα
συγχρωτισθούν τελικά και θα ακούσουμε να συζητούν μεταξύ τους ζητήματα όπως οι
σχέσεις ανάμεσα στις δυο φυλές σε αποικιοκρατικό και νέο-αποικιοκρατικό
καθεστώς, η χρήση του ενικού από τους λευκούς και από τους μαύρους με τις
διαφορετικές συνδηλώσεις (υποτίμηση από τους λευκούς, αγένεια από τους
μαύρους), το apartheid της Νότιας Αφρικής, κ.ά. Και φυσικά το μεγάλο ζητούμενο
είναι οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσά τους. Θα παντρευόταν ένας λευκός/μια λευκή
μια μαύρη/ένα μαύρο;
Ακούμε και την απαγγελία του ποιήματος που
δίνει τον τίτλο στο έργο: Η ανθρώπινη πυραμίδα.
Μια από τις λευκές κοπέλες φλερτάρει – ή
μάλλον δίνει ερείσματα να τη φλερτάρουν – οι μαύροι της παρέας. Αυτό περιπλέκει
την κατάσταση, γιατί φλερτάρουν μαζί της και οι λευκοί.
Είναι ανεβασμένοι σε ένα εγκαταλειμμένο πλοίο
που έχει σκαρώσει σε μια βραχώδη ακτή. Διασκεδάζουν. Ξαφνικά ένας νεαρός λευκός
την πέφτει πάνω σε έναν άλλο λευκό βλέποντάς τον να χαριεντίζεται με την ωραία
λευκή. Τους χωρίζουν. Αυτός, σε μια έκρηξη αυτοκτονικής οργής, πέφτει μέσα στα
αγριεμένα κύματα. Οι άλλοι παρακολουθούν έντρομοι. Κατεβαίνουν από το πλοίο,
και τρεις πέφτουν μέσα στη θάλασσα.
Γυρίζουν άπρακτοι. Στο ντοκιμαντερίστικο
μέρος του έργου ακούμε για το θανατηφόρο ατύχημα. Βλέποντας τα κύματα, ύψους
πάνω από δυο μέτρα, να σκεπάζουν τον νεαρό, θα μπορούσα να πιστέψω ότι είναι
αλήθεια. Είχα την εμπειρία να με σκεπάσει κύμα, και ξέρω πόσο επικίνδυνο είναι.
Πέρυσι το καλοκαίρι κατάφερα και βγήκα την τελευταία στιγμή. Ένας άλλος που
ήταν μαζί μου και είχε βγει έξω έγκαιρα παρακολουθούσε την προσπάθειά μου, όπως
μου είπε. Το ύψος των κυμάτων αυξομειωνόταν περιοδικά, και έπρεπε να υπολογίσω
πότε θα είχαν φτάσει στη μεγαλύτερή τους μείωση ώστε να κάνω κατοστάρι να βγω
στην ακτή, πριν προλάβουν να με κτυπήσουν πάνω στα βράχια.
Στο τέλος του έργου, υποτίθεται μετά το
«έργο», βλέπουμε τη φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δυο άντρες και δυο
γυναίκες. Περπατούν μαζί. Τα «ζευγάρια» είναι διαφορετικού χρώματος.
Πριν πέντε χρόνια την ανάρτησα μαζί με την
ταινία «Εγώ, ένας μαύρος».
Η ταινία προβλήθηκε
χθες βράδυ (1-2-2020) στο «Σχολείο του σινεμά».
Ευτυχώς, γιατί
ψάχνοντας για τον Jean Rouch
είδα ότι, αν και είχα γράψει, είχα ξεχάσει να αναρτήσω. Θα έλεγα ότι ξέχασα να
ενημερώσω την ιστοσελίδα-ευρετήριό
μου, όμως κάποια λαθάκια με κάνουν να υποθέσω ότι δεν έκανα ανάρτηση.
Την ταινία συνυπογράφει και ο Edgar Morin, διάσημος γάλλος
εθνολόγος.
Ο Jean Rouch θεωρείται ως ένας από τους θεμελιωτές του cinéma vérité, του κινηματογράφου-αλήθεια. Η εικόνα
μόνη της λέει την αλήθεια, δεν χρειάζεται το voice-over
του ντοκιμαντερίστα να κατευθύνει την πρόσληψη του θεατή.
Αν και σχεδόν το
σύνολο των έργων του αναφέρονται στην Αφρική, το «Χρονικό ενός καλοκαιριού» μας
μεταφέρει στη Γαλλία.
Η ταινία ξεκινάει με
τη ρεπόρτερ να κάνει στους περαστικούς την ερώτηση: είστε ευτυχισμένοι; Είναι η
τεχνική που βλέπουμε συχνά στις ειδήσεις. Εισπράττουν από την απαξίωση κάποιων
να απαντήσουν έως την ειλικρινή απάντηση.
Στη συνέχεια έχουμε συνεντεύξεις.
Υποθέτω ότι το υλικό για την προβολή έχει επιλεγεί, όμως
πιστεύω ότι έγινε προσπάθεια να εκπροσωπηθούν όλα τα κοινωνικά στρώματα,
επαγγέλματα και εθνότητες. Βλέπουμε έναν νεαρό μαύρο, βλέπουμε ένα φοιτητή,
βλέπουμε έναν που εργάζεται στη Ρενώ, βλέπουμε ένα φωτομοντέλο στο Σαιν Τροπέ,
βλέπουμε κάποιους που κάνουν αναρρίχηση…
Την παράσταση την
κλέβουν η Μαρσελίνα, μια εβραία που γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και
η Μαριλού, μετανάστρια από την Ιταλία, η οποία περνούσε μια δυστυχισμένη ζωή
ζώντας φτωχικά σαν καμαριέρα. Ήταν ιδιαίτερα συγκινητική η εξομολόγησή της
μπροστά στην κάμερα. Αργότερα έκανε καριέρα όπως και η Μαρσελίνα. Υπάρχουν
λήμματα γι’ αυτές στη βικιπαίδεια, τα βρίσκετε κλικάροντας τα ονόματά τους στο
λήμμα για την ταινία.
Τελικά η επιλογή των προσώπων δεν έγινε τυχαία, αυτό
σχολιάστηκε στη συζήτηση. Επελέγησαν πρόσωπα που θα μπορούσαν να πουν κάποια
πράγματα που να τραβήξουν το ενδιαφέρον των θεατών. Και, κάτι που δεν ειπώθηκε
στη συζήτηση αλλά το είδα τώρα στη βικιπαίδεια, ο φοιτητής δεν ήταν άλλος από
τον Ρεζί Νεμπρέ,
σύντροφο του Τσε Γκεβάρα, κ.λπ. κ.λπ. Βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά.
Στο ντοκιμαντέρ παρατήρησα τρία πράγματα, κυρίως στη
συνέντευξη με τη Μαριλού. Το πρώτο είναι τα γκρο πλαν, που δείχνουν την
εκφραστικότητα του προσώπου, κάτι που το σχολίασα για τις ταινίες του
Μπέργκμαν. Το δεύτερο, οι εκφραστικές σιωπές. Δεν πειράζει που δεν μιλάει η
Μαριλού, το πρόσωπό της μιλάει. Τρίτο, η εκφραστικότητα των χεριών. Η κάμερα εστιάζει
δυο τρεις φορές στα χέρια ενώ μιλάνε τα πρόσωπα, καθώς συστρέφονται συνεχώς
εκφράζοντας μια αμηχανία ή μια συγκίνηση.
Κάποια από τα πρόσωπα
τα βάζει και συζητάνε μεταξύ τους. Μια γυναίκα δηλώνει ευθαρσώς, παρουσία του
νεαρού μαύρου, ότι δεν θα τα έφτιαχνε ποτέ με μαύρο. Ο ρατσισμός υπάρχει πάντα.
Λίγο πριν το τέλος
τους βλέπουμε να βλέπουν όλοι τους την ταινία και στη συνέχεια να τη σχολιάζουν. Κάποιοι επαινούν, κάποιοι
κριτικάρουν κάποια σημεία της. Στο τέλος βλέπουμε τους δυο σκηνοθέτες να
συζητούν για το αποτέλεσμα. Περπατούν, δεν κάθονται, μια τεχνική που
χρησιμοποιούν συχνά οι σκηνοθέτες όταν έχουν να κάνουν με εκτενείς διαλόγους.
Τη θυμάμαι σε έργα του Nuri Bilge Ceylan.
Η ταινία θεωρείται σταθμός, όχι μόνο στην ιστορία του
ντοκιμαντέρ αλλά γενικά στην ιστορία του κινηματογράφου.
Και ένα σχόλιο, που ειπώθηκε εξάλλου στη συζήτηση που
ακολούθησε. Δεν ήταν στημένο τίποτα από όλο αυτό; Η Μαριλού, που εκείνο το
διάστημα έπαιρνε μαθήματα σκηνοθεσίας, εξέφραζε πραγματική συγκίνηση ή
υποκρινόταν;
Νομίζω ότι το cinema-verité είναι
μια κορυφή την οποία κανείς ντοκιμαντερίστας δεν θα επιδίωκε να φτάσει, γιατί
απλά θα έφτιαχνε μια ταινία-ντοκουμέντο και όχι ένα ντοκιμαντέρ το οποίο απευθύνεται
σε ένα ευρύ κοινό που πρέπει να το απολαύσει, όπως απολαμβάνει τις ταινίες
μυθοπλασίας. Δεν είναι τυχαίο που την καημένη τη Μαριλού, με τις τόσες ερωτικές
απογοητεύσεις της, τη βλέπουμε να περπατάει χεράκι χεράκι με κάποιον άντρα μετά
από αρκετές σκηνές.
Ακόμη και οι
σκηνές-ντοκουμέντα σε πραγματικά ντοκιμαντέρ, που δεν μπορεί να είναι στημένες όπως
στα δυο ντοκιμαντέρ που είδαμε πρόσφατα, το «Η
Μόσχα επιστρέφει» και «Η
πτώση του Βερολίνου», είναι προσεκτικά επιλεγμένες, όχι μόνο, πιστεύω, από
το υλικό που είχαν στη διάθεσή τους οι σκηνοθέτες, αλλά και ως προς τη σειρά
παρουσίασής τους. Για παράδειγμα υπήρχε εναλλαγή ανάμεσα στις πολεμικές σκηνές
και σκηνές που δεν έδειχναν μάχες, όπως γίνεται η εναλλαγή allegro και largo σε
ένα μουσικό κομμάτι.
Και όμως, και αυτές οι σκηνές μπορούν να εξαπατήσουν.
Διάβασα πριν χρόνια ότι η σκηνή που στήνεται η ρώσικη σημαία στο Reichstag που
μόλις είχαν καταλάβει δεν ήταν η αρχική, ήταν μια επανάληψη την επόμενη μέρα
για τις κάμερες. Το ίδιο, διάβασα, και για τη σκηνή της συνάντησης των δυο
στρατιών κάπου στη μάχη της Μόσχας, όπου βλέπουμε τους στρατιώτες από τη μια
στρατιά και την άλλη να τρέχουν οι μεν προς τους δε και να αγκαλιάζονται.
Η επιλογή των προσώπων και των χώρων καθώς και ο τρόπος
λήψης δείχνουν ότι ο «κινηματογράφος-αλήθεια» είναι ένα όριο, που μόνο να
προσεγγιστεί μπορεί, κανείς δεν είναι δυνατό να το φτάσει. Και φυσικά, κάτι που
ειπώθηκε επίσης στη συζήτηση, όταν η κάμερα καταγράφει πρόσωπα, η ίδια η γνώση
των προσώπων ότι καταγράφονται επηρεάζει, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, το τι θα
πουν και πώς θα εκφραστούν. Ο παρατηρητής επηρεάζει τον παρατηρούμενο.
La Chasse au lion à l'arc (The Lion Hunters, 1965)
Είναι η δεύτερη ταινία που βλέπω με θέμα το
κυνήγι των λιονταριών. Η πρώτη ήταν η
Massai, οι πολεμιστές της βροχής του Pascal Plisson, μια ταινία περίπου ethnofiction, δηλαδή με ένα στημένο σενάριο, αυτό της
αναζήτησης ενός λιονταριού, με την οποία ο Plisson παρουσιάζει εθνογραφικά στοιχεία των Μασάι. Η ταινία του Ρους είναι
ντοκιμαντέρ, αλλά με επίσης στημένες σκηνές.
Την πρώτη φορά το κυνήγι δεν
ευοδώθηκε. Οι οιωνοί ήταν αρνητικοί και το παράτησαν. Τη δεύτερη φορά ο Ρους
πήρε τηλεγράφημα, νομίζω από τον αρχηγό των κυνηγών, ότι θα επιχειρούσαν για
δεύτερη φορά το κυνήγι. Οι οιωνοί ήσαν τώρα ευνοϊκοί. Προφανώς το κυνήγι αυτό
έγινε για χατίρι του. Κυνήγησαν, όπως άλλωστε μας λέγεται στο τέλος της
ταινίας, για τελευταία φορά με τόξα, όπως δηλαδή κυνηγούσαν οι πρόγονοί τους. Στο
εξής το κυνήγι θα γινόταν προφανώς με πυροβόλα όπλα.
Υπήρχε μια συμβιωτική σχέση των
βοσκών με τα λιοντάρια. Τα λιοντάρια έτρωγαν μόνο τα άρρωστα γελάδια, σαν πιο
εύκολο θήραμα, προστατεύοντας έτσι τα υπόλοιπα από τη μετάδοση της αρρώστιας
τους. Όμως καμιά φορά κάποιο λιοντάρι τρελαινόταν και σκότωνε αδιάκριτα γελάδια
χωρίς να τα τρώει. Τότε οι βοσκοί απευθύνονταν στους κυνηγούς για να το βρουν
και να το σκοτώσουν.
Το κυνήγι δεν είχε τον ηρωϊκό
χαρακτήρα που είδαμε στην ταινία με τους Μασάι, όπου ο κυνηγός σκότωσε μεν το
λιοντάρι σε μια αναμέτρηση στήθος με στήθος αλλά σκοτώθηκε και ο ίδιος. Εδώ οι
κυνηγοί στήνουν παγίδες, και όταν πιαστεί το λιοντάρι το πλησιάζουν με τα τόξα
τους και του εκτοξεύουν δηλητηριασμένα βέλη.
Κατά την παρασκευή του
δηλητηρίου, το οποίο αποστάζουν από τα σπόρια ενός δένδρου που βρίσκεται 500
χιλιόμετρα μακριά, γίνεται μια μαγική τελετουργία. Αν δεν τελεστεί η
τελετουργία, το δηλητήριο δεν θα είναι αποτελεσματικό. Ακόμη, όταν σκοτώσουν το
λιοντάρι, του ρίχνουν κάποια μαγική σκόνη στη μύτη, στο στόμα, στα αυτιά και
στον πισινό του για να βγει η ψυχή του.
Εντυπωσιακή ταινία, θα δω και
άλλες του Ρους.
No comments:
Post a Comment