Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Έγκλημα και τιμωρία (μετ. Ανδρέας Σαραντόπουλος), Ζαχαρόπουλος 1995, σελ. 672
Μου αρέσουν οι Ρώσοι κλασικοί και έχω βάλει σαν πρόγραμμα να τους (ξανα)διαβάσω. Μετά την καταπληκτική παράσταση που είδα το καλοκαίρι από το Σύλλογο Φίλων Θεάτρου Ιεράπετρας σε μια εξαιρετική σκηνοθεσία της Πόπης Δασκαλάκη (πολύ καλές οι ερμηνείες, εγώ θα αναφέρω μόνο τον ξάδελφό μου τον Κωστή τον Δερμιτζάκη και τον φίλο μου τον Κωστή τον Μαυρικάκη) είπα ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να ξαναδιαβάσω και το μυθιστόρημα, που το διάβασα μαθητής.
Το στόρι είναι φαντάζομαι στους περισσότερους γνωστό, γιατί θα το έχετε διαβάσει.
Ο Ρασκόλνικοφ, ένας νεαρός φοιτητής της νομικής, αποφασίζει να σκοτώσει μια γριά ενεχυροδανείστρια. Έχει γράψει ένα άρθρο που το περιεχόμενό του είναι περίπου το γνωστό «Αν σκοτώσεις χιλιάδες είσαι ήρωας. Αν σκοτώσεις ένα δυο, είσαι δολοφόνος». Αυτός τι είναι, ήρωας ή ένας κοινός άνθρωπος; Θα τολμήσει;
Δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος, σκέπτεται ότι με τα λεφτά που θα της κλέψει θα μπορέσει να τελειώσει τις σπουδές του, να γίνει κάποιος, και να μπορεί στη συνέχεια να ευεργετεί.
Είναι και με διαταραγμένα νεύρα. Έχει παρατήσει τις σπουδές του, έχει πάψει να δίνει μαθήματα, ζει σε ένα μικρό καταθλιπτικό δωμάτιο, όλα αυτά του εξέθρεψαν αυτές τις σκέψεις και τον έσπρωξαν σ’ αυτή του την πράξη. Μου θύμισε αρκετά τον Μερσώ στον «Ξένο» του Καμύ.
Η αδελφή του και η μητέρα του υποφέρουν από την κατάστασή του. Τυπική μητέρα που λατρεύει το γιο της, τυπική αδελφή που αγαπάει τον αδελφό της.
Ενώ ο Ρασκόλνικοφ είναι ο κεντρικός ήρωας, εγώ βρήκα πιο ενδιαφέροντα τον Σβιντριγκάιλοφ. Τραγικός ήρωας, με καλά και κακά χαρακτηριστικά. Μια ανακοίνωσή μου με θέμα την τραγωδία σε ένα συνέδριο είχε τίτλο «Ο κακός χαρακτήρας ή το κακό στον χαρακτήρα;».
Τα κακά χαρακτηριστικά του: Την πέφτει στην Ντούνια, την αδελφή του Ρασκόλνικοφ που εργάζεται ως γκουβερνάντα στο σπίτι του. Αυτή σχεδόν ανταποκρίνεται, αλλά τελικά τρομάζει και απομακρύνεται. Αυτός δηλητηριάζει τη γυναίκα του, θέλει να έχει το πεδίο ελεύθερο. Υπάρχουν υποψίες ότι βίασε ένα κορίτσι το οποίο αυτοκτόνησε από ντροπή.
Τα καλά του χαρακτηριστικά: Δίνει λεφτά, πολλά λεφτά, βοηθώντας αυτούς που έχουν ανάγκη, όπως κάποια ορφανά.
Η τραγικότητά του: Ο απελπισμένος του έρωτας, το σεξουαλικό του πάθος. Μου θύμισε τον άντρα της «Φυλακισμένης της Τεχεράνης».
Στριμώχνει την Ντούνια στο δωμάτιό του, κλειδώνει την πόρτα. Την αγαπάει και την ποθεί. Της ζητάει να φύγουν μαζί. Μπροστά στην άρνησή της την εκβιάζει ότι θα αποκαλύψει πως ο αδελφός της σκότωσε τη γριά. Αυτή δεν υποκύπτει. Πηγαίνει να φύγει, βλέπει την πόρτα κλειδωμένη. Τραβάει ένα πιστόλι που κρατά.
Ούτε την καρδιά της θα κατακτήσει ούτε και το σώμα της, τώρα το συνειδητοποιεί. Προχωρεί. Τον πυροβολεί. Η σφαίρα περνάει ξυστά από το κεφάλι του, τρέχει αίμα. Προχωρεί και άλλο. Αφλογιστία. Βρίσκεται στα τρία μέτρα. Υπάρχει ακόμη μια σφαίρα στο πιστόλι. Αδύνατον να αστοχήσει η Ντούνια από τόσο κοντά. Δεν φαίνεται να νοιάζεται. Αυτή πετάει πέρα το πιστόλι. Αυτός της πετάει το κλειδί λέγοντάς της να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Το «πριν το μετανιώσω» δεν το λέει.
Δεν εκπλησσόμαστε που αργότερα θα φυτέψει τη σφαίρα που μένει στο κεφάλι του. Είναι απελπισμένος που δεν μπόρεσε να την κερδίσει. Και όμως, είχε κάνει τόσα σχέδια, αν δεχόταν να τον ακολουθήσει.
Η Σόνια είναι η αγία πόρνη. Εκδίδεται για να βοηθήσει την οικογένειά της που λιμοκτονεί. Ο Ρασκόλνικοφ της δίνει όλα του τα χρήματα, που μόλις του τα έστειλε η μητέρα του, για την κηδεία του πατέρα της. Αυτή αρχίζει να τρέφει αισθήματα απέναντί του. Το ίδιο και ο Ρασκόλνικοφ.
Τον πείθει να ομολογήσει το έγκλημά του, για να εξιλεωθεί. Θα τον ακολουθήσει στην εξορία, στην πόλη που είναι τα κάτεργα. Θα ζήσει κάνοντας τη ράφτρα. Έχει και τα χρήματα που της έδωσε ο Σβιντριγκάιλοφ γι’ αυτό το λόγο.
Ο επίλογος μας ξενέρωσε. Τον επισκέπτεται, αλλά αυτός είναι σφιγμένος απέναντί της. Αυτή του εκφράζει με κάθε τρόπο την αγάπη της, αυτός τίποτα. Οι άλλοι φυλακισμένοι την έχουν σε μεγάλη εκτίμηση. Περνάει έτσι πάνω από ένας χρόνος.
Μια άλλη θα τον είχε παρατήσει, όχι όμως η Σόνια.
Αυτή και η αδελφή του είναι ακόμη δυο περιπτώσεις γυναικών που θυσιάζονται για τον άντρα (Η αδελφή του είχε ενδώσει να παντρευτεί έναν ηλικιωμένο πλούσιο, αλλά με την παρέμβαση του Ρασκόλνικοφ χάλασε ο αρραβώνας). Έχω αναφερθεί συχνά στην «Άλκηστη» και στην παλλακίδα στο «Αντίο παλλακίδα μου». Αυτά θυμάμαι, όμως όταν συναντώ μια περίπτωση την καταγράφω σε ξεχωριστό αρχείο. Ας παραθέσω τις καταγραφές αυτές εδώ, σχεδόν όλες κινηματογραφικές: Νόρμα του Μπελίνι, Jacob Cheung Αναπαύσου στον ώμο σου (肩上蝶) 2011, Kim Hyeon-seong, Mr. Butterfly, Κώστα Ανδρίτσου, Καταιγίδα, Kenji Mizoguchi, οι περισσότερες ταινίες του, Αστέρω του Γαζιάδη, Η κυρία με τις καμέλιες, αλλιώς και Τραβιάτα.
Μόλις στις τελευταίες τέσσερις σελίδες θα δούμε επί τέλους το ειδύλλιο, σε ένα ευτυχισμένο happy end. Το άλλο ειδύλλιο, της αδελφής του με τον φίλο του τον Ραζουμίνσκι που τόσο του συμπαραστάθηκε, το φανταζόμαστε, έχουμε αρκετές ενδείξεις, στον επίλογο θα μάθουμε και για τον γάμο τους.
Συνήθως παραθέτω αποσπάσματα ξεκινώντας από την αρχή, τώρα θα ξεκινήσω από το τέλος, παραθέτοντας ένα εκτενές απόσπασμα, που θα σας αρέσει.
«Ξαφνικά είδε δίπλα του τη Σόνια. Είχε
πλησιάσει αθόρυβα και κάθισε στο πλάι του. Ήτανε πολύ νωρίς ακόμα και το κρύο
έτσουζε. Φορούσε μια παλιά φτωχική κάπα κι ένα σάλι πράσινο. Το πρόσωπο της,
αδύνατο και πιο χλομό, διατηρούσε ακόμα τα ίχνη της αρρώστιας της. Του
χαμογέλασε χαρούμενα κι ευγενικά, δίνοντας του το χέρι της, όπως
πάντα, φοβισμένα.
Του το ’δίνε πάντοτε δειλά, μερικές φορές
μάλιστα δεν του το άπλωνε καθόλου, σαν να φοβότανε πως εκείνος δεν θα το ’πιάνε.
Κι αυτός πάλι της έπιανε το χέρι με κάποια απέχθεια και τη δεχόταν πάντοτε με
δυσαρέσκεια, χωρίς να βγάλει μερικές φορές μιλιά όση ώρα βρισκόταν κοντά του.
Εκείνη κάπου-κάπου έτρεμε μπροστά του κι έφευγε πολύ λυπημένη. Τώρα όμως τα
χέρια τους δεν ζήτησαν να χωριστούν. Ο Ρασκόλνικωφ την κοίταξε, δεν είπε λέξη
και χαμήλωσε τα μάτια του. Ήτανε μόνοι τους, δεν τους έβλεπε κανείς. Ο φύλακας
κοίταζε αλλού εκείνη τη στιγμή.
Πως έγινε
αυτό, ούτε κι ο ίδιος μπόρεσε να καταλάβει, ήτανε σαν να τον άρπαξε
ξαφνικά κάτι και τον έριξε στα πόδια της Σόνιας.
Έκλαιγε αγκαλιάζοντας τα
γόνατα της. Εκείνη τινάχτηκε και τον κοίταξε
τρέμοντας. Αμέσως όμως τα
κατάλαβε όλα. Τα μάτια της φωτίστηκαν από μια
απέραντη ευτυχία. Κατάλαβε πως την
αγαπούσε, πως την αγαπούσε απέραντα και πως είχε
φτάσει επιτέλους η ώρα της
ευτυχίας τους.
Θέλανε πολύ να μιλήσουνε, αλλά δεν
μπορούσανε. Τα μάτια τους
είχανε πλημμυρίσει απ’ τα δάκρυα. Ήτανε χλομοί κι
αδύνατοι, όμως πάνω στα
τσακισμένα πρόσωπά τους σιγότρεμε τώρα η χαραυγή ενός
καινούργιου
μέλλοντος, μιας ολοκληρωτικής αναστάσεως σε μια ζωή καινούργια.
Τους είχε
αναστήσει η αγάπη. Η καρδιά του καθενός έκλεινε μέσα
της μιαν αστείρευτη
πηγή ζωής για την καρδιά του άλλου.
Αποφασίσανε
να περιμένουν και να κάνουν υπομονή. Έπρεπε να περάσουν άλλα
εφτά χρόνια στη Σιβηρία κι ως τότε τι αβάσταχτοι
πόνοι αλλά και πόση ευτυχία,
άπειρη, τους περίμεναν. Αλλά τώρα ο Ρασκόλνικωφ είχε
ξαναγεννηθεί, το ’ξερε,
το ’νιώθε με όλη την αναγεννημένη ύπαρξη του. Η Σόνια
όμως ζούσε μόνο με τη
δικιά του ζωή.
Το βράδυ
εκείνης της ημέρας, όταν έκλεισε η πόρτα της παράγκας τους, ο
Ρασκόλνικωφ ξάπλωσε στο ξυλοκρέβατό του και σκεφτόταν
τη Σόνια. Του φάνηκε
μάλιστα ότι εκείνη την ημέρα όλοι οι κατάδικοι, που τον εχθρεύονταν άλλοτε, τον
κοίταζαν τώρα κάπως διαφορετικά. Έπιασε κιόλας κουβέντα μαζί τους και του απάντησαν
φιλικά. Τα θυμότανε τώρα όλα αυτά κι έλεγε πως δεν ήτανε δυνατόν να γίνει
αλλιώς. Δεν θ’ άλλαζε από δω και μπρος ολόκληρη η ζωή του;
Σκεφτότανε τη
Σόνια. θυμήθηκε πόσο την έκανε να υποφέρει, πόσο της ξέσχισε
την καρδιά, θυμήθηκε το χλομό κι αδύνατο προσωπάκι
της, αλλά όλες αυτές οι
αναμνήσεις δεν ήτανε πια βασανιστικές: Ήξερε τώρα με
τι απέραντη αγάπη θα
ξεπλήρωνε όλα της τα βάσανα».
Μετά από αυτό το εκτενές απόσπασμα θα παραθέσω ελάχιστα ακόμη.
«Έχω προσέξει πολλές φορές στη ζωή πως οι πεθερές δεν πολυαρέσουν στους γαμπρούς» (σελ. 47).
Στην Κρήτη να δεις, κυκλοφορούνε ένα σωρό σχετικές μαντινάδες. Ένα δείγμα:
Κακό
είναι συναπάντημα να δεις παπά μπροστά σου,
μα πιο κακό είναι το πρωί να δεις την πεθερά σου.
«Κόλλυβα ήταν από ζάχαρη και βρασμένο ρύζι, μ’ ένα σταυρό από σταφίδες καταμεσίς στο πιάτο» (σελ. 62).
Εμείς ως γνωστόν βάζουμε βρασμένο σιτάρι. Το ρύζι το είχαμε ρίξει στο γάμο.
«Όπως λέει και η ρωσική παροιμία: όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, στο τέλος δεν πιάνει κανένα».
Ο πατέρας μου μού το έλεγε με ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, «που κυνηγά πολλούς λαγούς μόνο τον κόπο χάνει», για να σταματήσω να διαβάζω τα ρωσικά και να κοιτάξω τα μαθήματά μου, δηλαδή τα αγγλικά (είχα περάσει αγγλική φιλολογία). Εγώ τότε του θύμιζα που όταν ήμουν στο γυμνάσιο μου έλεγε: «Ήντα τα διαβάζεις τα αγγλικά, θα ’ρθουνε οι Ρώσοι να σφάξουνε τους αμερικάνους». Ακριβώς έτσι. «Πρέπει να είμαι προετοιμασμένος, γι’ αυτό τα διαβάζω».
Αγγλικά έκανα μόνο στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, υπήρχε μεγάλη έλλειψη καθηγητών.
«Από εκατό κουνέλια δε θα φτιάξεις ποτέ ένα άλογο, κι από εκατό υποψίες δεν θα φτιάξεις ποτέ μια απόδειξη, λέει μια αγγλική παροιμία» (σελ. 542).
Να τη μάθουμε κι εμείς.
«Άκουσα κάτι για κάποιον κύριο Ραζουμίχιν, ένα έξυπνο, λένε, φρόνιμο παλικάρι (το δείχνει και τ’ όνομά του…» (σελ. 572).
Δηλαδή πώς το δείχνει;
Разумный, ραζούμνι, σημαίνει λογικός σα ρωσικά. Καλά έκανα και δεν άκουσα τον πατέρα μου για τους πολλούς λαγούς.
«Έχει, ξέρετε, ένα προσωπάκι ολόιδιο με της Μαντόνας Σιξτίνα του Ραφαήλ» (σελ. 578).
Μαντόνα Σιξτίνα είχε βαφτίσει ο Γιάννης ο… μια όμορφη μαθήτριά μας στην Κάσο, όπου είχαμε πάει πρωτοδιόριστοι.
Είδαμε και τις περισσότερες κινηματογραφικές μεταφορές.
Και πρώτα πρώτα του Joseph von Sternberg (1935). Παραλείποντας πολλά, δίνει μια σφιχτοδεμένη πλοκή. Αλλάζει και κάποια ονόματα.
Δεν θα δούμε τον πατέρα της Σόνιας, δεν θα μάθουμε για τον θάνατό του. Ο Ραζουμίχιν δεν είναι φίλος εδώ με τον επιθεωρητή Πορφίρι. Δεν υπάρχει η παράπλευρη απώλεια, μόνο τη γριά σκοτώνει, όχι και την αδελφή της. Ο Σβιντριγκάιλοφ δεν αυτοκτονεί, αφαιρώντας του τον τραγικό χαρακτήρα. Η αδελφή του δεν τον πυροβολεί καθόλου, απλά πετάει το πιστόλι όταν πλησιάσει κοντά της. Ακόμη δεν είδα να αναφέρεται η Σόνια ως πόρνη, είτε λόγω του πουριτανισμού της εποχής είτε λόγω του ότι οι περισσότεροι θεατές θα είχαν διαβάσει το μυθιστόρημα. Ο Ρασκόλνικοφ δεν φαίνεται τόσο κακόμοιρος, είναι ιδιαίτερα επιθετικός στον Πορφίρι. Επίσης το έργο έχει κάμποσες πινελιές χιούμορ που μου άρεσαν, ιδιαίτερα οι ειρωνικές παρατηρήσεις που πετάει ο Ρασκόλνικοφ στον Πορφίρι.
Είδαμε και το «Crime et chatiment» (1956) του Georges Lampin. Και αυτό «δυτικό», με αρκετές αλλαγές. Ο Σβιντριγκάιλοφ (δεν θυμάμαι το όνομα που έχει στην ταινία) δεν κρυφάκουσε (στο μυθιστόρημα έμαθε για την ενοχή του Ρασκόλνικοφ κρυφακούοντας, όταν το ομολόγησε στη Σόνια), βρήκε το ρολόι σαν πειστήριο του εγκλήματος, και εκβιάζει. Δίνει ο ίδιος το πιστόλι στην αδελφή του Ρασκόλνικοφ που τον πυροβολεί. Αργότερα συναντάει στην προκυμαία τη Σόνια, που έχει μείνει τελευταία από τις πόρνες που συχνάζουν εκεί. -Δεν υπάρχει άλλη, του λέει. Αυτός της δίνει τα χρήματα, απομακρύνεται και αυτοπυροβολείται. 6,6 η βαθμολογία στο IMDb, φαντάζομαι λόγω του εξαιρετικού cast: Ζαν Γκαμπέν, ένας ηθοποιός που μου αρέσει πολύ, Μαρίνα Βλαντί, μια ηθοποιός που μου αρέσει πολύ (αν και για άλλο λόγο) και Ρομπέρ Οσέν. Την ίδια χρονιά που γυρίστηκε η ταινία παντρεύτηκαν, για να χωρίσουν μετά από τρία χρόνια.
Φοιτητής πρέπει να ήμουν όταν είδα το ομώνυμο έργο (1970) του Lev Kulidzhanov. Τρεισήμισι ώρες, μετέφερε σχεδόν ατόφιο το μυθιστόρημα ο Κουλιτζάνοφ, σαν σήριαλ, και το λόγο του Ντοστογιέφσκι, σαν θεατρικό έργο. Ντοστογιεφσκικός ο Ρασκόλνικοφ, σε αντίθεση με αυτόν του Στέρνμπεργκ. Εξαιρετικός ο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι σαν επιθεωρητής. Με αφορμή αυτή την ταινία τον ξαναείδα και στον «Άμλετ», όπου έδωσε μια συγκλονιστική ερμηνεία.
Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Aki Kaurismäki (1983).
Το στόρι τοποθετείται στη Φινλανδία, στη σημερινή εποχή. Ο Ρασκόλνικοφ (χρησιμοποιώ τα ονόματα του μυθιστορήματος) έχει παρατήσει τη νομική και εργάζεται στα σφαγεία. Έχει μια διαταραγμένη προσωπικότητα, που στην ταινία τονίζεται με σχόλια. Φταίνε πιθανόν τα αίματα που βλέπει κάθε μέρα στα σφαγεία.
Το ρόλο της ενεχυροδανίστριας παίζει ένας επιχειρηματίας. Πριν τρία χρόνια είχε κτυπήσει σε τροχαίο την αρραβωνιαστικιά του Ρασκόλνικοφ και την είχε εγκαταλείψει. Πέθανε από τα τραύματά της. Ανακαλύφθηκε, και σε μια δίκη-παρωδία αθωώθηκε. Όμως δεν ήταν αυτό το κίνητρο του φόνου (με πιστόλι), εξάλλου είχε χωρίσει πιο πριν με την αρραβωνιαστικιά του. Απλά τον είδε σαν καθίκι που έπρεπε να τον σκοτώσει. Δεν υπάρχουν εδώ οι θεωρητικοί συλλογισμοί, Ναπολέοντας κ.λπ.
Δεν υπάρχει μητέρα, αδελφή, αρραβωνιαστικός. Η αδελφή του και η αδελφή της ενεχυροδανείστριας συμπυκνώνονται στη Σόνια, που δεν είναι πόρνη. Ο Σβιντριγκάιλοφ είναι προϊστάμενός της. Θα πάρει το πιστόλι που πέταξε κάτω η Σόνια, όμως όχι για να αυτοκτονήσει αλλά για να σκοτώσει τον Ρασκόλνικοφ. Πριν προλάβει να τον πυροβολήσει θα παρασυρθεί από ένα τραίνο.
Δεν μου άρεσε η ταινία για το unhappy end. Οκτώ χρόνια φυλακή, της λέει να μη χαραμίσει τη ζωή της περιμένοντάς τον. Είναι μια αρσενική Κατιούσα («Ανάσταση»), που παντρεύτηκε έναν κατάδικο και όχι τον αγαπημένο της, ξέροντας ότι ένας γάμος μαζί του θα σήμαινε την κοινωνική του πτώση.
Μου άρεσε όμως η μουσική. Ακούστηκαν πολλές φορές κομμάτια από την αγαπημένη μου Πέμπτη Συμφωνία του Δημήτρη Σοστάκοβιτς.
Σε μια αφήγηση έχουμε δεικτικά επεισόδια, επεισόδια που χαρακτηρίζουν τον ήρωα. Εδώ βλέπουμε τον Ρασκόλνικοφ να παρακολουθεί μια παράσταση όπερας, Μότσαρτ; Ροσίνι; Δεν ξέρω, πάντως πρέπει να ήταν Φίγκαρο.
Όμως χαρακτηρίζουν πράγματι αυτόν ως φιλόμουσο; Ή τον σκηνοθέτη και την αγάπη του για την κλασική μουσική; Άλλοι σκηνοθέτες, σε ανάλογα επεισόδια, βάζουν τον ήρωα σε κινηματογραφική αίθουσα να παρακολουθεί μια ταινία.
Στη συνέχεια είδαμε το «Έγκλημα και τιμωρία» (1998) του Joseph Sargent.
Μας άρεσε πάρα πολύ αυτή η τηλεταινία, κυρίως γιατί τονίζει περισσότερο τον απελπισμένο έρωτα του Σβιντριγκάιλοφ. -Θέλω την αγάπη σου. -Αυτό που μπορείς να έχεις είναι η αγνότητά μου και το μίσος μου, του λέει πλησιάζοντάς τον, έτοιμη να του δοθεί.
Ο Σβιντριγκάιλοφ, όταν της δίνει το κλειδί λέγοντάς της φύγε, προσθέτει τα λόγια που πιο πριν τα θεώρησα ως παράλειψη του Ντοστογιέφσκι: Πριν το μετανιώσω.
Στον Ντοστογιέφσκι βλέπουμε τη Σόνια ήδη πόρνη. Εδώ την παρακαλεί η μητέρα της, είσαι όμορφη, πώς θα ζήσουμε, κάνε το. Τέλος τη βλέπουμε στη Σιβηρία, να περιποιείται τον αγαπημένο της.
Είδαμε και την τηλεταινία σε δυο μέρη «Έγκλημα και τιμωρία» (2002) του Julian Jarrold.
Το πρώτο μέρος δεν μου άρεσε πολύ. Ο λόγος; Η κάμερα ήταν αεικίνητη σε σημείο να σε ζαλίζει. Νόμιζα ότι ήταν δική μου ιδιοτροπία να μη μου αρέσει η κάμερα όταν δεν παλουκώνεται κάπου αλλά βρίσκεται συνέχεια σε κίνηση, αλλά το ίδιο σχόλιο έκανε και ο φίλος μου ο Γιάννης ο Π. καθώς βλέπαμε μαζί μια ταινία. Όμως το δεύτερο μέρος μου άρεσε, και όχι μόνο γιατί η κάμερα κουράστηκε να κινείται.
Υπάρχουν οι αναπόφευκτες μικροδιαφορές, με μεγαλύτερη εκείνη που ο Ρασκόλνικοφ ομολογεί κραυγάζοντας το έγκλημά του μπροστά σε πολύ κόσμο.
Ακόμη:
Ακούω τον Ρασκόλνικοφ να λέει: «Σκότωσα μια βρωμόγρια τοκογλύφα, Ντούνια, μια ψείρα. Απλά θα πάω να ομολογήσω γιατί είμαι ένας δειλός».
Ο Νίτσε θαύμαζε τον εγκληματία. Δεν ξέρω αν τον θεωρούσε πρόπλασμα του υπεράνθρωπου, που βρίσκεται «Πέραν του καλού και του κακού». Έλεγε όμως ότι ο εγκληματίας κάποιες φορές δεν στέκει στο ύψος του εγκλήματός του.
Ένα από τα πιο ωραία επεισόδια είναι η συνάντησή του με την Σόνια που του διαβάζει από την Αγία γραφή. Της λέει: «Κατάστρεψες τον εαυτό σου. Κάθεσαι στην άκρη ενός βρωμερού βόθρου. Μυρίζεις την μπόχα του».
Επαναλαμβάνει το γνωστό στερεότυπο για τις πόρνες.
Βόθρος, επειδή η Σόνια γίνεται πόρνη για να θρέψει τον μεθύστακα πατέρα της και τη δεύτερη γυναίκα του με τα, πέντε, νομίζω, παιδιά της; Μα κάτι ανάλογο δεν κάνει και η αδελφή του που παντρεύεται τον Λούζιν για χάρη του, για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του και να βγουν από την ανέχεια που τους δέρνει; Όχι, δεν είναι πορνεία αυτό, είναι αυτοθυσία της γυναίκας, έχω γράψει πιο πάνω.
Ένα σχόλιο ακόμη.
Μια τηλεταινία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από μια ταινία που γυρίστηκε για να προβληθεί στις αίθουσες, η μόνη διαφορά είναι ο προϋπολογισμός της, που είναι συνήθως χαμηλός. Νομίζω δεν το έγραψα στην ανάρτησή μου, το «Underground» του Κουστουρίτσα που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες ήταν τηλεταινία που συμπιέστηκε να γίνει ταινία ώστε να προβληθεί στις αίθουσες.
Είδαμε τέλος και την ομώνυμη ταινία του Menahem Golan που γυρίστηκε την ίδια χρονιά, το 2002.
Η πλοκή τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή. Βλέπουμε αυτοκίνητα. Έτσι δεν είναι αναχρονισμός μια αφίσα του Νίτσε που κοσμεί το δωμάτιο του Ρασκόλνικοφ, την οποία είδαμε τουλάχιστον τρεις φορές, πράγμα που επιβεβαιώνει την παρατήρηση που κάναμε πιο πάνω για την ταινία του Jarrold.
Μέγιστη παράλειψη: δεν υπάρχει η ιστορία με τον Σβιντριγκάιλοφ.
Μέγιστη προσθήκη: Ο Ρασκόλνικοφ αποφυλακίζεται αφού εξέτισε επτά χρόνια καταναγκαστικά έργα (εδώ έχουμε αναχρονισμό, δεν νομίζω να υπάρχουν σήμερα καταναγκαστικά έργα). Απέξω από την πόρτα της φυλακής τον περιμένει η Σόνια. Η ταινία τελειώνει με το ζευγάρι να προχωρεί αγκαλιασμένο.
Και τι εξαιρετική ηθοποιός αυτή η Βανέσσα Ρεντγκρέηβ (oι παλιοί θα τη θυμόσαστε σαν «Ισιδώρα»), στο ρόλο της μητέρας του Ρασκόλνικοφ!
No comments:
Post a Comment