Book review, movie criticism

Saturday, April 5, 2025

Εμίλ Ζολά, Νανά (Μετ. Κυριακή Χρα), Τεγόπουλος, (2007, σελ. 382)

 Εμίλ Ζολά, Νανά (Μετ. Κυριακή Χρα), Τεγόπουλος, (2007, σελ. 382)

 


  Ας ξεκινήσω απαυτό που διάβασα στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια: Zola, by refusing to make any of his characters larger than life (if that is what he has indeed done), did not inhibit himself from also achieving verisimilitude.

  Χοντρικά: ο Ζολά δεν ήθελε να κάνει  τους χαρακτήρες του μεγαλύτερους από τη ζωή, δηλαδή μη ρεαλιστικούς, όμως το κατάφερε; Παρόλα αυτά πέτυχε μεγάλη αληθοφάνεια.  

  Ναι, η Νανά είναι «Μεγαλύτερη από τη ζωή». Πόρνη, αναδεικνύεται σε μια θεατρική παράσταση, όχι σαν την μεγάλη καλλιτέχνιδα αλλά σαν σύμβολο της θεάς του έρωτα, ρόλο που της έχει αναθέσει ο θεατρώνης σε μια παρωδία των θεών του Ολύμπου.

  Πλούσιοι την ερωτεύονται, και αφήνουν περιουσίες στα πόδια της.

  Ξανά η πτώση. Ερωτεύεται έναν κακάσχημο ηθοποιό του θεάτρου, ο οποίος την ξυλοκοπεί και αυτή ανέχεται όλο το ξύλο γιατί τον αγαπά. Στο τέλος θα τη διώξει από τη σπίτι για να πέσει πάλι στο επίπεδο της πόρνης του πεζοδρομίου.

  Ξανά η άνοδος. Είναι λαχταριστή, τώρα πολύ περισσότεροι πέφτουν στα πόδια της. Πρώτος και καλύτερος ο κόμης Μυφφά, τον οποίο, με τις σπατάλες της, θα οδηγήσει στην καταστροφή.

  Ναι, η Νανά δεν είναι η τυπική πόρνη της ανώτερης κοινωνίας, όπως την περιγράφει ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός στην «Κυρία με τις καμέλιες». Είναι των αδυνάτων αδύνατο να παρέσυρε τόσους πλούσιους στην καταστροφή, και να είχε μια άνοδο, μετά πτώση και ξανά άνοδο. Η απιθανότητα αυτή θυμίζει τις απιθανότητες στους «Άθλιους», που παρόλα αυτά θεωρείται κορυφαίο μυθιστόρημα, παρά την απαξίωση του ρομαντισμού.

  Νόμιζα ότι ο νατουραλισμός είναι η αποθέωση του ρεαλισμού, και τώρα βλέπω ότι είναι η καρικατούρα του. Η φέτα ζωής για την οποία μιλάει ο Ζολά, είναι ακριβώς μια φέτα ζωής, που αφήνει ένα μεγάλο κομμάτι απ’ έξω. Και η φέτα αυτή είναι διογκωμένη στο βαθμό της καρικατούρας.

  Εξάλλου όλοι οι συγγραφείς κάνουν το ίδιο, επιλέγουν τη «φέτα» για την οποία θα μιλήσουν. Για τον κόμητα Τολστόι είναι η ζωή της αριστοκρατίας ενώ για τον Ντοστογιέφσκι η ζωή της μεσαίας τάξης. Η φέτα ζωής του David Lodge είναι τo πανεπιστήμιο και τo campus, ενώ για τον ουκρανό σκηνοθέτη Sergei Loznitsa, «οι μισοί άνθρωποι είναι κακόψυχοι, οι άλλοι μισοί υποφέρουν όταν πέσουν στα χέρια τους. Αυτό, και στις τέσσερις ταινίες του Λοζνίτσα» (από ανάρτησή μου).

  Δεν είναι μόνο η φέτα ζωής, είναι και το τι χαρακτήρες θα επιλέξεις να βάλεις στις ιστορίες σου. Και πιο γενικά, πώς βλέπεις τη ζωή. Από παλιά είχα γράψει ότι η λέξη κλειδί για τη θεματική του Τσέχοφ στα θεατρικά του είναι η frustration, η απογοήτευση, η διάψευση των ελπίδων.

  Όχι, δεν ήταν δυνατόν με τις τόσες «αμαρτίες» της η Νανά να επιβιώσει. Όμως πώς θα την πέθαινε ο Ζολά;

  Το βιβλίο το είχα διαβάσει μαθητής, δεν θυμόμουν.

  Σκέφτηκα μήπως κάποιος ζηλότυπος εραστής την σκότωνε.

  Τελικά όχι.

  Δεν επέλεξε αυτή τη δραματική κορύφωση, που τόσο λειτουργεί θεατρικά και κινηματογραφικά (έχω γράψει σχετικά στο «Αντίο Παλλακίδα μου»). Την πεθαίνει από ευλογιά (το νου σας στην ευλογιά των πιθήκων, που βρίσκεται σε έξαρση τώρα στην Ελλάδα. Εσείς κάνατε εμβόλιο;). Οι αγαπητικοί της είναι μαζεμένοι από κάτω, ενώ πάνω έχουν μαζευτεί κάποιες γυναίκες, παρά τις προειδοποιήσεις των ανδρών ότι μπορεί να κολλήσουν.

  Η Νανά είναι το όργανο (συχνά επαναλαμβάνει ότι έχει χρυσή καρδιά) για να εξευτελίσει τη μπουρζουαζία που τη σέρνει από τη μύτη, όπως σέρνει το καράβι ένα μ…

  Και η σύμπτωση: αυτό τον εξευτελισμό της μπουρζουαζίας βλέπουμε και στην ταινία «Η νέα Βαβυλώνα» (1929) των Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg που είδαμε προχθές.

  Για το νατουραλισμό και το δόγμα του θα σχολιάσω σε ένα από τα αποσπάσματα που θα παραθέσω.

  «Το κουδούνι όμως διέκοπτε διαρκώς την καμαριέρα, που έπρεπε να τρέχει αφήνοντας την Κυρία με τα κορδόνια του κορσέ της μισοδεμένα ή φορώντας ένα μόνο παπούτσι. Είχε αρχίσει να τα χάνει, αν και πεπειραμένη. Αφού είχε βάλει σχεδόν παντού άντρες χρησιμοποιώντας και την παραμικρή γωνιά, αναγκάστηκε να στριμώξει μέχρι και τρεις ή τέσσερις μαζί, πράγμα εντελώς αντίθετο προς τις αρχές της. Εάν τρώγονταν, τόσο

το καλύτερο: θα τους άδειαζαν και τη γωνιά! Η Νανά, διπλοκλειδωμένη και προφυλαγμένη, τους κορόιδευε λέγοντας ότι τους άκουγε να ξεφυσάνε! Ωραίο θέαμα θα παρουσίαζαν, με τη γλώσσα έξω, σα σκυλιά που περιμένουν, καθισμένα στα πισινά τους πόδια» (σελ. 52).

  Ακραία υπερβολή, καρικατούρα.

  «Ναι, ένα νομοσχέδιο, είπε, ένα νομοσχέδιο, ακριβώς... Είχα απομονωθεί... Έχει να κάνει με τα εργοστάσια, θα ήθελα να διατηρηθεί η κυριακάτικη αργία. Είναι πραγματικά ντροπή που η κυβέρνηση δεν θέλει να δείξει πυγμή. Οι εκκλησίες αδειάζουν, οδεύουμε προς την καταστροφή» (σελ. 71).

  Για φαντάσου!!! Η κυβέρνηση να δείξει πυγμή, να διατηρηθεί η κυριακάτικη αργία, όχι για άλλο λόγο αλλά για να μπορεί ο κόσμος να πηγαίνει στην εκκλησία.

  «…με χαλασμένο αίμα να κυλάει στις φλέβες της από το βεβαρημένο αυτό ιστορικό της φτώχειας και του κρασιού, η κοπέλα ήταν θύμα μιας νευρικής δυσλειτουργίας του φύλου της. Είχε μεγαλώσει στους συνοικισμούς του Παρισιού· ψηλή, όμορφη, με θεσπέσια σάρκα, όμοια με φυτό που φύτρωσε πάνω στην κοπριά, έπαιρνε την εκδίκηση της για όλους τους

φτωχούς και καταφρονεμένους που την είχαν γεννήσει. Μαζί της, η σαπίλα που κάποιοι άφηναν να κατατρώει το λαό, ανέβαινε και σάπιζε και την αριστοκρατία. Γινόταν τότε μια δύναμη της φύσης, ο σπόρος της καταστροφής, που άθελα της διέφθειρε και αποδιοργάνωνε ολόκληρο το Παρίσι, ζυμώνοντας το ανάμεσα στους χιονάτους μηρούς της, όπως οι γυναίκες πήζουν κάθε μήνα το γάλα» (σελ. 174).

  Ο Ζολά έχει σαν χαρακτήρες άτομα που είναι θύματα της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος. Εδώ μιλάει μόνο για το περιβάλλον, τη φτώχεια. Επίσης δείχνει την καταφρόνια του για την μπουρζουαζία, που χρεοκοπεί εξαιτίας της Νανάς. Οι φτωχοί παίρνουν την εκδίκησή της στο πρόσωπο της Νανάς.

  Πολύ πιο κάτω μιλάει για κληρονομικότητα:

  «Αυτή ήταν η εκδίκησή της, προϊόν μιας ασυνείδητης οικογενειακής μνησικακίας, κληρονομημένης απ’ το αίμα» (σελ. 358).

  «Μετά, παρέμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα, ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να ξεφορτωθεί τον κόμη. Ήθελε να το κάνει με τρόπο, γιατί παρέμενε καλή κοπέλα κατά βάθος και δεν ήθελε να πληγώνει τους ανθρώπους…» (σελ. 176).

  Ναι, τη Νανά δεν την αδειάζει. Και άλλες φορές λέει ότι είναι καλή κοπέλα. Καμιά σχέση με την Τερέζα Ρακέν.

  «Δεν έκανε καλά που θυσίαζε τα πάντα για έναν έρωτα. Ένας έρωτας μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα» (σελ. 197).

  Ο έρωτάς της για τον Φοντάν, τον κωμικό του θιάσου, είναι που την έριξε ξανά στη λάσπη. Μα «Πώς μπορούσε να αγαπάει έναν τέτοιο πίθηκο;». Δεν θυμάμαι αν το έγραψα πιο πάνω, ο Φοντάν ήταν άσχημος.

  «…βλέποντας τον Μυφφά να προχωράει σκυφτός στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, με την περίλυπη σκιά του να τον ακολουθεί» (σελ. 273).

  Όμορφη μετωνυμία.

  «Αχ! Βρε Μιμίκο, τι πλάκα που έχεις!... Το σκέφτηκες, ε, μπαγάσα! Εγώ ούτε που το θυμόμουν! Το ’σκασες λοιπόν και έρχεσαι από την εκκλησία! Πράγματι, μυρίζεις λιβάνι... Έλα, τι κάθεσαι, φίλα με! Πιο δυνατά, Μιμή μου! Έλα, μπορεί να είναι η τελευταία μας φορά.» (σελ. 329).

  Τον είχε βάλει να της το υποσχεθεί, μετά τη γάμο του, πριν πηδήξει τη γυναίκα του να πηδήξει αυτήν.

  «Η Νανά έμοιαζε στο πέρασμά της με λαίλαπα, μ’ αυτά τα σύννεφα από ακρίδες, που με το πύρινο πέρασμά τους θερίζουν μια επαρχία» (σελ. 353).

  Ωραία παρομοίωση. Έτσι «θέριζε» και η Νανά τους πλούσιους προστάτες της οδηγώντας τους στη χρεοκοπία.

  «Δεν ήταν από κακία, διότι παρέμενε αγαθή κοπέλα η Νανά» (σελ. 375).

  Για να μην παρεξηγήσουμε. Την θεωρεί σαν τιμωρό άγγελο της πλουτοκρατίας.

  Το λέει και παρακάτω:

  «Ήταν σωστό και δίκαιο αυτό που είχε συμβεί: είχε εκδικηθεί τον κόσμο της, τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους. Κι ενώ το φύλο της αποθεωνόταν, μεσουρανούσε, ακτινοβολούσε πάνω από τα πτώματα των θυμάτων της, όμοιο με ανατέλλοντα ήλιο που φωτίζει ένα πεδίο σφαγής, αυτή διατηρούσε την αθωότητα ενός υπέροχου θηρίου, μην έχοντας καμιά συνείδηση του αιματοκυλίσματος που είχε προκαλέσει, παραμένοντας κατά βάθος μια αγαθή κοπέλα. Ήταν παχιά, αφράτη, γεμάτη υγεία, λάμποντας από χαρά» (σελ. 367).

  Ήταν παχιά…

  Η όμορφη κοπέλα της εποχής. Έτσι ζωγραφίζει και ο Ρενουάρ τη γυναίκα του, μια αφράτη ομορφούλα. Θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα όταν άκουσα τη μητέρα μου να λέει, όλο υπερηφάνεια: «τότε ήμουνα παχιά…».

  Αδύνατη ήταν αυτή που δεν είχε να φάει. Τώρα παχιά είναι αυτή που τρώει φτηνές τροφές, γεμάτες θερμίδες. Και ποιος αγαπάει μια φτωχή κοπέλα; Το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς είναι εν πολλοίς κοινωνιολογικά καθορισμένο.

  Και το μυθιστόρημα τελειώνει:

  «Το δωμάτιο [με τη νεκρή Νανά μέσα] ήταν άδειο [οι γυναίκες είχαν φύγει]. Μια δυνατή πνοή απελπισίας [πάλι μια ωραία μεταφορά] φύσηξε από το πεζοδρόμιο και φούσκωσε την κουρτίνα.

  Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο!».

  Αυτή η φράση που την ακούμε σαν λάιτ μοτίβ αρκετές φορές στο τέλος του βιβλίου [Το τέλος της Νανάς συμπίπτει με την έναρξη του Πρωσογαλλικού πολέμου, το 1970 (Η «Νανά» γράφηκε το 1980)], είναι ένας σαρκασμός του Ζολά για την επερχόμενη ήττα.

  Αναφερθήκαμε πιο πριν στους «Άθλιους» του Ουγκώ. Μαζί του τον συνδέει η απέχθεια για τον Ναπολέοντα τον Γ΄.

 

  Είδαμε τρεις ταινίες μεταφορές του μυθιστορήματος. Η πρώτη ήταν του Ζαν Ρενουάρ, γυρισμένη το 1926.

  Διάρκειας 2.48΄, μπορούσε να χωρέσει πάρα πολλά από το μυθιστόρημα, χωρίς να παραλλάξει πολλά πράγματα. 

  Καλώς δεν μετέφερε το επεισόδιο του έρωτά της με τον θεατρίνο και την πτώση της.

  Το τέλος μου άρεσε, γιατί το έκανε πιο δραματικό.

  Ο κόμης Μυφά πηγαίνει στο κρεβάτι του πόνου της, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις των άλλων που ήσαν κάτω από το ξενοδοχείο, ότι η Νανά έχει ευλογιά και μπορεί να κολλήσει. Όσο και αν του φέρθηκε περιφρονητικά και τον οδήγησε στην καταστροφή, εξακολουθούσε να την αγαπά. Ένας τέτοιος έρωτας στα μάτια μου δεν φαντάζει γελοίος αλλά μεγαλειώδης.

  Στη συνέχεια είδαμε την ομώνυμη ταινία του Christian Jaque, γυρισμένη το 1955.

  Και αυτός διατηρεί αρκετά από την ταινία. Μάλιστα διατηρεί το επεισόδιο με τον έρωτά της με τον Φοντάν τον θεατρίνο, βλέπουμε τη σκηνή που τη διώχνει, αλλά δεν βλέπουμε την πτώση της. Αμέσως ξαναβρίσκει τις παλιές της αγάπες, ή μάλλον αυτές την ξαναβρίσκουν.

  Αντί για τη μονομαχία που είδαμε στο έργο του Ρενουάρ, με πιστόλι, κατά την οποία ο Μυφά πληγώθηκε στο χέρι, εδώ έχουμε μια παρολίγο μονομαχία με ξίφη.

  Βλέπουμε και εδώ την κούρσα με τα άλογα και την αυτοκτονία του Βεντέβρ (ενός από τα θύματά της), βάζοντας φωτιά στο στάβλο με τα άλογα. Εδώ η απάτη ήταν με αναβολικά, στο μυθιστόρημα ήταν η αλλαγή του τζόκεϊ. Ανακαλύφθηκε η απάτη, πάνε τα κέρδη που νόμιζε ότι είχε κερδίσει.

  Απάτη, παντού απάτη, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο με τους στημένους αγώνες και στους αγώνες στίβου με τα αναβολικά, αλλά και στον ιππόδρομο.

  Το τέλος είναι αυτό που φανταζόμουν, κατά το εικός και το αναγκαίο, όχι όπως στο μυθιστόρημα που ο Ζολά «πεθαίνει» την ηρωίδα του με ένα τυχαίο τρόπο. Ο Μυφά, τρελαμένος από ζήλια, τη σκοτώνει όταν μαθαίνει ότι τον αφήνει για να πάρει τον τραίνο με τον Βαντέβρ. Κανείς τους δεν είχε μάθει για την αυτοκτονία του.

  Είδαμε και τη «Νανά» (1985) του Dan Wolman. Χαλαρά, όπως διαβάζουμε στη βικιπαίδεια, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Ζολά. Είναι κάτι λιγότερο από soft porno, αν υπολογίσουμε και την εποχή που γυρίστηκε, το 1983.

  Φυσικά δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια ταινία όλα όσα υπάρχουν σε ένα μυθιστόρημα. υπάρχουν παραλείψεις. Η Νανά δεν έχει μωρό (σε καμιά από τις τρεις ταινίες δεν είδαμε μωρό), δεν υπάρχει ο έρωτάς της με το θεατρίνο, δεν υπάρχει η πτώση της και η ξανά άνοδό της.

  Υπάρχουν και συμπυκνώσεις που διευκολύνουν την πλοκή. Ο νεαρός Ζωρζ εδώ γίνεται Έκτορας, και είναι γιος του κόμη Μυφφά. Δεν υπάρχει ο αδελφός του Φιλίπ, και ούτε θα αυτοκτονήσει. Κάποια άλλα πρόσωπα τα βλέπουμε σπάνια.

  Υπάρχουν και έξυπνες επινοήσεις: Η Νανά βάζει τον κόμη Μυφφά να κάνει το σκυλάκι, (το είδαμε και στις άλλες δυο ταινίες) να του πετάει ένα κομμάτι ξύλο και αυτός να πηγαίνει να το μαζεύει, να κάνει το άλογο και αυτή να τον καβαλάει, κ.ά.

  Έχω γράψει για τις κινηματογραφικές μεταφορές σε τρία κείμενά μου, μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ  , εδώ και εδώ.  

  Το τελευταίο έχει τίτλο «Κινηματογράφος και λογοτεχνία». Δεν είχα σκεφτεί να γράψω το εξής, ότι συχνά οι αποκλίσεις από το πρότυπο έχουν να κάνουν και με τον προϋπολογισμό της ταινίας.

  Έξυπνη επινόηση, που κοστίζει ελάχιστα. Αντί για τη θεατρική παράσταση του μυθιστορήματος έχουμε εδώ τις κινούμενες εικόνες του Μερλιέ όπου βλέπουμε τη Νανά σε τολμηρές σκηνές.

  Επίσης.

  Απουσιάζει το επεισόδιο με τις ιπποδρομίες, που θα ανέβαζε το κόστος. Αντίθετα, έχουμε την αγορά ενός μαύρου που θα αγωνιστεί με ένα τούρκο. Θα νικήσει ο Τούρκος, ενώ στο μυθιστόρημα κέρδισε το άλογο Νανά, κάνοντας τη Νανά να ξεφωνίζει από χαρά.

  «Ξελογιάζει» τον νεαρό Έκτορα τη μέρα του γάμου του. Ο γαμπρός το έσκασε, παίρνοντας από πίσω την άμαξά της. Αυτή σταματάει κάποια στιγμή και τον βάζει μέσα.

  Λες να έχουμε ειδύλλιο;

  Αποκλείεται, σκέφτομαι μετά.

  Η Νανά δεν πεθαίνει. Ένα αερόστατο την ανυψώνει. Προορισμός, η Ινδία. Ξαφνικά βλέπουμε στον πάτο του καλαθιού του αερόστατου έναν νεαρό.

2 comments:

Anonymous said...

Πολύ ωραία ανάλυση!!!

Babis Dermitzakis said...

Χαίρομαι που σου άρεσε, σ' ευχαριστώ πολύ