Francisco J. Lombardi, H πόλη και τα σκυλιά (La ciudad y los perros, 1985)
In memoriam
H ταινία αποτελεί
μεταφορά του πρώτου μυθιστορήματος του νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα, που
πέθανε πριν τέσσερις μέρες.
Το διάβασα πριν
δεκαετίες, δεν ήταν δυνατόν να το θυμάμαι.
Πάντα σε μια
κινηματογραφική μεταφορά υπάρχουν αποκλίσεις, κυρίως παραλείψεις. Ελπίζω όμως
να μην είναι σημαντικές ώστε να καταστρέφουν το πνεύμα του μυθιστορήματος. Δεν
έχω πια την πολυτέλεια να διαβάζω το μυθιστόρημα και να συγκρίνω με την ταινία,
παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Αλλά σχεδόν πάντα, όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα,
ψάχνω για κινηματογραφικές μεταφορές.
Το έχω ξαναγράψει,
οι συγγραφείς πολλές φορές στα έργα τους αυτοβιογραφούνται. Η «Πόλη και τα
σκυλιά» είναι μια ακόμη περίπτωση.
Καλά η πόλη, είναι η
Λίμα, αλλά τα σκυλιά;
Τα σκυλιά δεν είναι
άλλοι από τους «νέους» στη στρατιωτική σχολή στην οποία στάλθηκε ο Λιόσα από
τον πατέρα του, σε ηλικία 14 χρονών. Πρόκειται για καψόνι που έκαναν οι
«παλιοί» στους «νέους», να κάνουν τα σκυλιά.
Ευτυχώς κανείς από
τη «διοικούσα» (δηλαδή τους παλιούς) στη Σχολή Αξιωματικών του Κέντρου
Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών δεν είχε διαβάσει το μυθιστόρημα, αλλιώς
είμαι σίγουρος ότι θα μας έκαναν και αυτό το καψόνι. Μας έκαναν όμως ένα σωρό
άλλα.
Θυμάμαι ένα
παλιοτόμαρο (τον στολίσαμε για τα καλά στον αδελφό του, στην Κοζάνη όπου πήγαμε
μετά τη σχολή τρεις συνάδελφοι), Παπαδόπουλος, έχω ξεχάσει το μικρό του. Μου
έκανε ένα φοβερό καψόνι που είχα ψοφήσει στην κούραση. Μου είπε μετά να ξαπλώσω
στο κρεβάτι μου. Ξάπλωσα. Μου λέει -Αναφέρσου. Έπρεπε να πω Δερμιτζάκης
Χαράλαμπος ΥΕΑ. Όμως ήμουν τόσο εξαντλημένος, λαχάνιαζα, δεν μπορούσα να
αναφερθώ.
Είδα τον οίκτο
ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Σηκώθηκε και έφυγε.
Δάκρυα κύλησαν από
τα μάτια μου.
Από τις ελάχιστες
φορές στη ζωή μου που έκλαψα (Ναι, ελάχιστες φορές έχω κλάψει, ίσως έχω
ψυχολογικό πρόβλημα, να ρωτήσω τον φίλο μου τον Πρατικάκη).
Στην ταινία είδα
έναν μαθητή να ξυπνάει έναν συμμαθητή του για να πάει στη σκοπιά του.
Και θυμήθηκα.
Τον λέγανε Ανανία
Κυδωνά, αλλά οι παλιοί τον βάφτισαν Κυδωνία Ανανά. Ήμουν θαλαμοφύλακας, πήγα να
τον ξυπνήσω για τη βάρδια του. Δεν ξύπναγε με τίποτα. Ξαφνικά μου ήλθε μια
ιδέα. Αρπάζω το παγούρι μου με το νερό και χύνω λίγο στην πλάτη του (ήταν
καλοκαίρι).
Ποιος είδε τον θεό
και δεν τον φοβήθηκε.
Έκανε σαν μανιακός.
Ξύπνησε όλο το
θάλαμο.
Το αυτοβιογραφικό
φαίνεται και από ένα άλλο στοιχείο.
Αφηγείται την
ιστορία, είναι πρωτοπρόσωπη η αφήγηση.
Οι συμμαθητές του
τον φωνάζουν ποιητή.
Επίσης γράφει
ιστορίες και τους τις πουλάει.
Υπάρχει όμως και
κάτι που με ξενέρωσε.
Ένας σκληρός, που
δεν υπέκυψε στα καψόνια των παλιών, δημιουργεί ένα κύκλο με τρεις άλλους και
τρομοκρατούν τους υπόλοιπους.
Θα σκοτώσει σε μια
άσκηση έναν από τους συμμαθητές του, για εκδίκηση.
Ο αφηγητής θα τον
κατηγορήσει ανοικτά ως δολοφόνο.
Η διεύθυνση της
σχολής, για να αποφύγει το σκάνδαλο, προτιμά να χαρακτηριστεί ως ατύχημα, ακόμη
και όταν αυτός ομολογεί ότι σκότωσε.
Σύμπτωση: κάτι
ανάλογο έγινε και με την υπόθεση
Ντρέιφους: Επιβεβαιώθηκε η αθωότητά του, όμως για να μην κατηγορηθεί το
γενικό επιτελείο προτίμησαν να επιμείνουν στην ενοχή του.
7,4 η βαθμολογία
της, πρόκειται για μια πολύ καλή ταινία.
No comments:
Post a Comment