Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Διαβολιάδα (μετ. Άλκης Πατσιούρας),
Πλέθρον 1990, σελ. 199
Όταν διαβάσω το
βιβλίο ενός συγγραφέα ο οποίος είναι από τις κορυφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας
θέλω να συνεχίσω και με άλλα του έργα. Το καλοκαίρι διάβασα τη «Λευκή
φρουρά» του Μπουλγκάκοφ και συνέχισα, επιστρέφοντας στην Αθήνα, με την
«Διαβολιάδα».
H «Διαβολιάδα»
είναι εντελώς διαφορετική από τη «Λευκή φρουρά», παρόλο που γράφηκαν την ίδια
εποχή, το 1924 ή λίγο πριν. Η «Λευκή φρουρά» είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα
που περιγράφει τις τελευταίες μέρες του Κιέβου πριν πέσει στα χέρια των
μπολσεβίκων μέσα από τα μάτια μιας οικογένειας και κάποιων αξιωματικών. Η
«Διαβολιάδα» είναι μια νουβέλα με το γκροτέσκο χιούμορ του Γκόγκολ (Πρέπει να
ξαναδιαβάσω τις «Νεκρές ψυχές»).
Τις περιπέτειες ενός
δημόσιου υπαλλήλου αφηγείται στην ιστορία του, μια σπαρταριστή σάτιρα της
γραφειοκρατίας, η οποία, φαίνεται, επιβιώνει σε όλα τα καθεστώτα. Πριν τρεις
μήνες είδαμε μια κουβανέζικη ταινία, το «Θάνατο
ενός γραφειοκράτη», που επίσης σατιρίζει τη γραφειοκρατία.
Πριν παραθέσω
αποσπάσματα από τον Μπουλγκάκοφ να παραθέσω ένα απόσπασμα-ορισμό του γκροτέσκο
από την ωραία εισαγωγή του Αλέξη Ζήρα.
«…γκροτέσκο…είναι…
το λογοτεχνικό είδος στο οποίο εκφράζεται η συνύπαρξη του κωμικού με κάποια
άλλο (ή κάποια άλλα) στοιχείο, που όμως κατ’ αρχήν είναι αταίριαστο με το
κωμικό: το δραματικό, ας πούμε, ή το λυρικό» (σελ. 9).
Εδώ το κωμικό
συμβιώνει με το δραματικό, αλλά και με κάποιο άλλο, το φανταστικό, το οποίο
είναι πολύ πιο έντονο στην επόμενη νουβέλα του Μπουλγκάκοφ που περιλαμβάνεται
στον ίδιο τόμο, τα «Μοιραία αυγά». Ο Μπουλγκάκοφ ήταν θαυμαστής του H.G. Wells, διαβάζω στη βικιπαίδεια.
Και τώρα τα
αποσπάσματα.
«-Πώς δηλαδή δεν
ανάβουν; (τα σπίρτα. Αντί να τους δώσουν το μισθό τούς πλήρωσαν στη δουλειά σε
είδος). Τρόμαξε ο Κοροτκόφ και όρμησε στο δωμάτιό του. Εκεί, μη χάνοντας καιρό,
άρπαξε ένα κουτάκι, το αποσφράγισε με θόρυβο και δοκίμασε το πρώτο σπίρτο. Αυτό
έβγαλε με συριγμό μια πρασινωπή φλόγα, τσάκισε κι έσβησε…» (σελ. 18).
Και το επόμενο
σπίρτο δεν ήταν καλύτερο.
Και θυμήθηκα το
ανέκδοτο που κυκλοφόρησε την εποχή της χούντας. Κρατικό μονοπώλιο, είχαν
κυκλοφορήσει σπίρτα που δεν άναβαν, ακριβώς όπως τα σπίρτα το Κοροτκόφ.
Αγοράζει κάποιος ένα
κουτί σπίρτα, το ανοίγει, ανάβει ένα για το τσιγάρο που είχε ήδη στο στόμα του
και μετά πετάει το κουτί. -Μα καλά, γιατί το πετάς; του λέει ο φίλος του που
τον συνόδευε. -Ξέρεις, από όλα τα σπίρτα που έχει ένα κουτί ανάβει μόνο ένα.
Εγώ το πέτυχα με την πρώτη.
«-…το όνομά του
είναι Σκελέ-ερ; (το όνομα του καινούριου διευθυντή).
Στο άκουσμα της
φοβερής λέξης οι της υπηρεσίας σκόρπισαν προς όλες τις κατευθύνσεις και σε
κλάσμα δευτερολέπτου βρισκόντουσαν καθισμένοι στα τραπέζια, σαν τα κοράκια στα
τηλεγραφικά σύρματα» (σελ. 25).
Υπάρχουν κάμποσες
τέτοιες κωμικές μεταφορές.
Και μια ακόμη:
«…ανασηκώθηκε στο ένα του πόδι, σαν τον πελαργό στη στέγη» (σελ. 38).
Επίσης:
«Μέσα από το φαρδύ
μαύρο μανίκι έβγαλε μια δεσμίδα άσπρων φύλλων κι αυτά σκόρπισαν και κάθισαν
πάνω στα τραπέζια σαν τους γλάρους στα βράχια της ακτής» (σελ. 52).
Στην ανάρτησή μου
για τη «Λευκή φρουρά» παρέθεσα ένα απόσπασμα που θεώρησα ότι ήταν από εκείνα
που άρεσαν στον Στάλιν. Διαβάζοντας τη «Διαβολιάδα» πιστεύω ότι του άρεσε και
το χιούμορ του Μπουλγκάκοφ, γι’ αυτό και τον στήριξε παρόλο που ήταν
αντικαθεστωτικός. Υποθέτοντας λοιπόν ότι είχε χιούμορ ο Στάλιν φαντάζομαι πως
θα ξεκαρδίστηκε στα γέλια με την κωμωδία «Ο
θάνατος του Στάλιν» βλέποντάς την από την κόλαση όπου θα βρίσκεται (κάποιοι,
λίγοι βέβαια, είναι πεπεισμένοι ότι βρίσκεται στον παράδεισο).
«-Βοήθεια! μούγκρισε
ο Σκελέερ, αλλάζοντας την ψιλή φωνή με την πρώτη του χάλκινη μπάσα.
Παραπατώντας, γκρεμοτσακίστηκε κάτω με το κεφάλι. Το κτύπημα δεν έμεινε χωρίς
συνέπειες: μεταμορφωμένος σε μαύρο γάτο με φωσφορίζοντα μάτια πετάχτηκε ξανά
πίσω, διέσχισε ορμητικά κι αθόρυβα το πλατύσκαλο, μαζεύτηκε σαν σβώλος και,
πηδώντας πάνω στην ποδιά του παραθύρου, χάθηκε μέσα από το σπασμένο τζάμι και
τις αράχνες» (σελ. 46).
Δείγμα του
φανταστικού που λέγαμε.
«Έχω μια θεια στην
Πολτάβα στις 43 μοίρες πλάτος και 5 μοίρες μήκος» (σελ. 51).
Δεν χρειάζεται
σχόλιο.
Στα «Μοιραία αυγά»
κυριαρχεί το φανταστικό.
Ο καθηγητής Πέρσικοφ
έχει κάνει μια φοβερή εφεύρεση: μπορεί να εκκολάπτει αυγά από τα οποία, τα
εκκολαπτόμενα όντα, γίνονται τεραστίων διαστάσεων. Όμως δυο παρτίδες αυγά
μπερδεύονται. «Την παραγγελία σας για αυγά φιδιών και στρουθοκαμήλων αυτοί την
έστειλαν στο σοβχόζ, ενώ τα κοτίσια σε σας από λάθος» (σελ. 145). Το τι
ακολούθησε θυμίζει ταινία καταστροφής. Υπάρχει στο youtube η
ρώσικη κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας, όμως δυστυχώς χωρίς υπότιτλους.
«Ο βάτραχος σάλεψε
αδύναμα το κεφάλι και στα μάτια του, που έσβηναν, διάβαζες ευκρινέστατα τα
λόγια -καθάρματα είσαστε, να τι…» (σελ. 69).
Πιθανότατα και ο
Μπουλγκάκοφ ήταν κατά της χρησιμοποίησης ζώων για επιστημονικούς σκοπούς.
«… η πολυαγαπημένη
σκουφάτη (κότα)…» (σελ. 87).
Έχω αναρτήσει στο blog μου
μια εύθυμη κατωχωρίτικη ιστορία με σκουφάτα κοτόπουλα (ελπίζω να συμπεριληφθεί
σε μια επόμενη έκδοση του βιβλίου μου «Εύθυμες
κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες). Όποιος δεν βαριέται μπορεί να τη
διαβάσει εδώ.
«Πρόκειται άραγε για
Πανούκλα των Πουλερικών;» (σελ. 90).
Είχε ξεσπάσει μια
τέτοια πανούκλα πριν κάποια χρόνια, ξεκινώντας νομίζω από την Αγγλία. Παρέθεσα
το απόσπασμα για να παραθέσω και τη μαντινάδα:
Αυτή η αρρώστια των
πουλιών μ’ έχει ανησυχήσει
μη μου ψοφήσει το
πουλί που μού ’δωκε η φύση
Το διήγημα «Το σπίτι
ελπίτ-εργατοκοινόβιο» μου θύμισε τα καθ’ ημάς με την κρίση. Εκεί, δεν υπήρχε
πετρέλαιο για τα καλοριφέρ. Εδώ υπήρχε πετρέλαιο αλλά ήταν τόσο ακριβό που δεν
το αγόραζε κανείς και προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τα τζάκια. Η Αθήνα είχε
βρωμίσει από τον καπνό. Στο εργατοκοινόβιο όμως, μεσοτοιχιά με το τζάκι, υπήρχε
μια αποθήκη με βενζίνα, που άρπαξε φωτιά.
Στην «Κινέζικη
ιστορία» που έχει υπότιτλο «Έξι εικόνες στη θέση διηγήματος» έχουμε τις
περιπέτειες ενός οδοιπόρου, ολότελα γκροτέσκα. Οι κινέζοι έχουν μακραίωνη
παράδοση στο γκροτέσκο. Και ο Κάφκα έχει γράψει κινέζικες ιστορίες.
Με τις «Περιπέτειες
του Τσίτσικοφ» ο Μπουλγκάκοφ αποτίει φόρο τιμής στον Γκόγκολ. Παραθέτουμε ένα
απόσπασμα.
«Όνομα; Πάβελ.
Πατρώνυμο; Ιβάνοβιτς. Επώνυμο; Τσίτσικοφ. Αξίωμα; Πρόσωπο του Γκόγκολ. Με τι
ασχολιόταν πριν την επανάσταση; Εμπόριο νεκρών ψυχών. Ποια η στρατολογική
κατάσταση; Ούτε αυτή ούτε η άλλη, ούτε κι ο διάβολος ξέρει ποια. Σε ποιο κόμμα
ανήκει; Συμπαθών (τίνος όμως, άγνωστο). Ποινικό μητρώον; Κυματοειδές ζιγκ-ζαγκ.
Διεύθυνση; Στρίβοντας δεξιά στην αυλή, στον τρίτο όροφο να ρωτήσετε στο γραφείο
πληροφοριών τη χήρα αξιωματικού Χουφτάλκινα κι αυτή ξέρει» (σελ. 193).
Απολαυστικότατος ο
Μπουλγκάκοφ, θα διαβάζω ό,τι δικό του πέφτει στα χέρια μου. Ελπίζω κάποια
στιγμή να βρω το αριστούργημά του «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» εκεί που βρίσκεται
καταχωνιασμένο και να το ξαναδιαβάσω. Δεν είχε την τύχη να το δει εκδομένο,
καθώς το εξέδωσε η χήρα του 26 χρόνια μετά το θάνατό του. Ούτε και ο
Καζαντζάκης ευτύχησε να δει εκδομένο το δικό του αριστούργημα, την «Αναφορά στο
Γκρέκο».
No comments:
Post a Comment