Book review, movie criticism

Sunday, August 23, 2020

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Οι δαιμονισμένοι (μετ. Άρης Αλεξάνδρου)

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Οι δαιμονισμένοι (μετ. Άρης Αλεξάνδρου)

 

  (Διαβάσαμε την έκδοση του Βήματος)

  Με τους «Δαιμονισμένους» ο Ντοστογιέφσκι γυρνάει την πλάτη του στο επαναστατικό του παρελθόν. Οι επαναστάτες είναι άθεοι και δαιμονισμένοι, και ο Ντοστογιέφσκι τώρα πιστεύει στο θεό ενώ έπαψε να πιστεύει στην επανάσταση. Αυτός είναι ο λόγος που τους παρουσιάζει με τα μελανότερα χρώματα.

  Η οργάνωση σε πεντάδες της παράνομης οργάνωσης αποδείχτηκε αποτυχία, μπορούσαν εύκολα να διαβρωθούν, και σε περίπτωση που κάποιος πρόδιδε χάνονταν αμέσως άλλοι τέσσερις σύντροφοι, γι’ αυτό οι μπολσεβίκοι επέλεξαν σαν οργανωτικό σχήμα τις τριάδες.

  Η οργάνωση πίστευε ότι δημιουργώντας χάος θα προωθούσαν την υπόθεση της επανάστασης. Οι προκηρύξεις δεν είναι αρκετές. Μια πυρκαγιά είναι ότι πρέπει για τα σχέδιά τους.

  Εδώ υπεύθυνος της πεντάδας είναι ο Πέτρος Στεπάνοβιτς. Όταν υποπτεύεται ότι ο Σάτοφ θα τους προδώσει αποφασίζει να τον βγάλουν από τη μέση. Συναινούν και οι υπόλοιποι. -Αποκλείεται, μόλις γέννησε η γυναίκα του, είναι ευτυχισμένος λέει ένας της πεντάδας την παραμονή του εγχειρήματος.

  -Όχι, το έχουμε ήδη αποφασίσει.

  Αυτό θα σφραγίσει τη μοίρα του καθώς και της γυναίκας του και του νεογέννητου μωρού. Θα πεθάνουν.

  Αυτός που είχε αντίρρηση έχει τύψεις γι’ αυτό που έκαναν και θα τους προδώσει. Ο Πέτρος θα το σκάσει, οι υπόλοιποι θα συλληφθούν.

  Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς Σταυρόγκιν, ο γιος της Βαρβάρας Πετρόβνα έχει επαναστατικές ιδέες, είναι ο θεωρητικός της οργάνωσης, ο Πέτρος τον θαυμάζει. Έχει όμως ένα διαταραγμένο χαρακτήρα. Θα εξευτελίσει χωρίς λόγο κάποιους, θα παντρευτεί μια καθυστερημένη, θα παρατήσει τρεις άλλες γυναίκες, την Ντάρια, τη Λιζαβέτα και τη Μαρία, τη γυναίκα του Σάτοφ, και στο τέλος θα αυτοκτονήσει.

  Η εικόνα που έχει ο Ντοστογιέφσκι για τους επαναστάτες και ο τρόπος που τους παρουσιάζει με βρίσκουν εντελώς αντίθετο. Αλλά, όπως έχω γράψει κι άλλες φορές, εκτιμώ την καλή λογοτεχνία – και ο Ντοστογιέφσκι είναι κορυφαίος – ανεξάρτητα αν συμφωνώ ή όχι με τις ιδέες που εκφράζονται σ’ αυτή. Είναι ανυπέρβλητος στην περιγραφή των ο χαρακτήρων, ιδιαίτερα των διαταραγμένων, και γι’ αυτό άλλωστε χαρακτηρίστηκε ως «βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής». Υπάρχουν επεισόδια ανυπέρβλητης ομορφιάς, όπως εκείνο στο οποίο γεννάει η γυναίκα και εκείνο που ο Στεπάν Τροφίμοβιτς, ο πατέρας του Πέτρου, εγκαταλείπει την προστάτιδά του την Βαρβάρα Πετρόβνα και φεύγει προς το άγνωστο, σαν άλλος βασιλιάς Ληρ, ή, για να μην πάμε μακριά, σαν τον έτερο μεγάλο της ρώσικης λογοτεχνίας, τον Τολστόι, που στα ογδόντα του το έσκασε από το σπίτι του για να πεθάνει σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό από πνευμονία.

  Είχα χαρακτηρίσει, ακολουθώντας τη διχοτομία του Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας», τον Ντοστογιέφσκι διονυσιακό με τους τρικυμισμένους ψυχικά ήρωές του και τον Τολστόι απολλώνιο, καθώς έχει στα έργα του χαρακτήρες ισορροπημένους ψυχολογικά, παρόλο που κάποια κτυπήματα της ζωής τούς αναστατώνουν. Όμως φαίνεται ότι και ο Τολστόι κουβαλούσε τους δικούς του δαίμονες, που ξέφυγαν όταν πια έφτασε στα γεράματα.

  Και τώρα, όπως το συνηθίζουμε, να ξεφυλλίσουμε το βιβλίο, να δούμε τις υπογραμμίσεις μας, να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα και να σχολιάσουμε.

  «Ο θεός είναι ο πόνος του φόβου του θανάτου. Όποιος νικήσει τον πόνο και το φόβο, εκείνος θα γίνει ο ίδιος θεός» (Α΄σελ. 136). Και αλλού: «-Αν αυτοκτονήσετε, θα γίνετε θεός, έτσι δεν είναι ή κάνω λάθος; -Ναι θα γίνω θεός» (Β΄σελ. 312). Ακόμη: «Αν δεν υπάρχει θεός, τότε εγώ είμαι θεός!» (Β΄σελ. 314).

  Κάποιοι θέλησαν να δώσουν υπαρξιακές προεκτάσεις στις δηλώσεις του Κυρίλοφ, όμως ο Ντοστογιέφσκι είναι πολύ προσεκτικός. «Ολοφάνερα πως είναι τρελός, είπα μέσα μου» (σελ. 138). Αυτά τα λέει ο κύριος Γ-β, ο αφηγητής-μάρτυρας, που όμως συχνά σαν να εγκαταλείπει την αφήγησή του και στο προσκήνιο να μπαίνει ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής. Πιο κάτω: «Η σταθερή του απόφαση ν’ αυτοκτονήσει είναι φιλοσοφική, κατά τη γνώμη μου δηλαδή παλαβή...» (Β΄σελ. 242). Αυτό το λέει ο Πέτρος Στεπάνοβιτς για τον Κυρίλοφ. 

  «Όσο πιο άσχημα ζει ο άνθρωπος ή όσο πιο φτωχός είναι ο λαός κι όσο πιο πολύ καταπιέζεται, τόσο πιο πεισματικά ονειρεύεται την ανταμοιβή του στον Παράδεισο, κι αν υπάρχουν επιπλέον κι εκατό χιλιάδες παπάδες που πασκίζουν να του φουντώσουν τη διάθεση για ονειροπόληση κερδοσκοπώντας πάνω σ’ αυτή την αδυναμία του, τότε…» (σελ. 220).

  Ο Ντοστογιέφσκι μπορεί να στράφηκε στο θεό όμως της εκκλησίας δεν της χαρίζεται.

  Διαβάζω σε υποσημείωση του μεταφραστή: «Σκοπτσί: Αίρεση που ιδρύθηκε στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνα. Πολλοί απ’ αυτούς, για ν’ αποφύγουν την αμαρτία, αυτοευνουχίζονταν» (σελ. 261).

  Σκεφτείτε να το μετάνιωναν μετά, θα τους έπιανε απελπισία.

  Να λοιπόν μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει ο χριστιανικός φονταμενταλισμός. Για τον μουσουλμανικό ξέρουμε.

  «Παντρευτήκατε από πάθος αυτοβασανισμού, παντρευτήκατε γιατί σας αρέσουν οι τύψεις· από ηθική λαγνεία παντρευτήκατε» (σελ. 292).

  Ωραίο αυτό το σύμπλοκο «ηθική λαγνεία». Αυτά τα λέει ο Σάτοβ, αυτόν που θα σκοτώσουν για να μην προδώσει, στον Νικολάι, τον πιο «ντοστογιεφσκικό» ήρωα του μυθιστορήματος μετά τον Κυρίλοφ.   

  «-Σεμιόν Γιακόβλεβιτς, δε θα με τιμήσετε λοιπόν και μένα με μια μικρής σας φράση; Και να ξέρατε πόσες ελπίδες είχα εναποθέσει σε σας. – Δεν πας να…! πρόφερε ξαφνικά, γυρίζοντας σ’ αυτήν, ο Σεμιόν Γιακόβλεβιτς, μια λέξη στο έπακρον άσεμνη» (σελ. 381).    

  Υπάρχει αρκετό χιούμορ στο βιβλίο, όχι άσεμνο όπως αυτό, και πολύ συχνά σατιρικό.  

  «-Μπα, και ποιος το θέλει! Μα, γιατί τρομάξατε τόσο. Η Ιουλία Μιχαήλοβνα μου ’λεγε πως ετοιμάζετε πάντα μπόλικα αντίγραφα· ένα το στέλνετε στο εξωτερικό στον συμβολαιογράφο, άλλο στην Πετρούπολη, τρίτο στη Μόσχα, κι άλλο σε κάποια τράπεζα αν δεν κάνω λάθος.

  -Μα και η Μόσχα μπορεί να πιάσει φωτιά και να καεί μαζί της και το χειρόγραφό μου. Όχι, καλύτερα να στείλω κάποιον τώρα αμέσως» (Β΄σελ.37-38).

  Θα νόμιζα ότι η σάτιρα αυτή είναι υπερβολική αν δεν είχα ζήσει ο ίδιος ανάλογο περιστατικό. Μου έστειλε το βιβλίο του, πριν πολλά χρόνια είναι αλήθεια, ένας κρητικός, συγχωρεμένος τώρα, για βιβλιοπαρουσίαση στα «Κρητικά Επίκαιρα». Στο γράμμα που είχε εσώκλειστο έγραφε ότι το έστειλε και στη μητρόπολη της Μόσχας, γιατί αυτοί έχουν ένα πάρα πολύ καλό αντιπυρηνικό καταφύγιο, και έτσι σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου το βιβλίο του θα σωθεί.

  «…μα σχεδόν μετανοούσε – γιατί μια γυναίκα ποτέ της δεν μετανοεί εντελώς…» (Β΄σελ. 117).

  Υπάρχουν κάμποσα τέτοια αντιφεμινιστικά.

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Αντρέι Βάιντα.

  Τεράστιο το μυθιστόρημα, που να χωρέσουν όλα τα επεισόδια σε μια ταινία. Από τον πρώτο τόμο ελάχιστα μεταφέρονται καθώς δεν είναι καθόλου πυρηνικά, που να τροφοδοτούν δηλαδή τη δράση, αλλά δεικτικά, που απλά εισάγουν και σκιαγραφούν τους ήρωες.

  Την Βαρβάρα Πετρόβνα δεν θα τη συναντήσουμε, ούτε την Ιουλία Μιχαήλοβνα, τη γυναίκα του νομάρχη, παρά την κεντρική παρουσία τους στον πρώτο τόμο και φυσικά και στον δεύτερο. Τον Στεπάν Τροφίμοβιτς που κυριαρχεί στον πρώτο τόμο ελάχιστα, τότε που καλωσορίζει το γιο του. Το έργο επικεντρώνεται κυρίως στον Σάτοβ, τον Πέτρο, τον Νικολάι και τον Κυρίλοφ.

  Δεν θα μάθουμε για την αυτοκτονία του Νικολάι ούτε για το θάνατο της Μαρίας και της Λιζαβέτας. Όμως θα παρακολουθήσουμε τη γέννα της Μαρίας, θα δούμε την εκτέλεση του Σάτοφ και τη φυγή του Στεπάν Τροφίμοβιτς, όμως μέχρι εκεί που τον αφήνει η Λίζα, μέσα στη βάρκα. Τη συνέχεια με την Σοφία Ματβέγιεβνα, την κοπέλα που του συμπαραστάθηκε στις τελευταίες του στιγμές, δεν θα τη δούμε.

  Όμως η σκηνοθεσία ήταν άψογη, κορυφαίος ο Βάιντα (είχα επιχειρήσει να τον δω πακέτο αλλά τα παράτησα, έμπαιναν άλλες προτεραιότητες), και οι ερμηνείες εξαιρετικές, με τον Ομάρ Σαρίφ στο ρόλο του Στεπάν και την Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο της Μαρίας.

  Είδαμε και την «Κινέζα» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. Από αυτό ο Γκοντάρ κρατάει την επαναστατική πεντάδα, που όμως δεν απαρτίζεται ολοκληρωτικά από άντρες, υπάρχουν και δυο γυναίκες. Υπάρχει ο Κιρίλοφ (Σερζ Κιριλόφ είναι το όνομά του), ο οποίος αναλαμβάνει με την αυτοκτονία του την ευθύνη για τη δολοφονία του σοβιετικού υπουργού πολιτισμού (η ομάδα είναι μαοϊκή). Αλλά και άλλα πρόσωπα αντιστοιχούν με τα πρόσωπα του έργου του Ντοστογιέφσκι, η βικιπαίδεια γράφει σχετικά.   

  Δυο κύρια χαρακτηριστικά του Γκοντάρ, η μπρεχτική αποστασιοποίηση και ο φιλοσοφικο-πολιτικός διάλογος, χαρακτηρίζουν πολύ έντονα την ταινία. Βλέπουμε μια κάμερα σε κάποια σημεία του έργου να φιλμογραφεί τους ήρωες. Επίσης, οι θεωρητικές συζητήσεις τους και οι διαξιφισμοί (ο Henri κατηγορείται για ρεβιζιονισμό, ως υποστηρικτής της Σοβιετικής Ένωσης) θα ήταν πληκτικοί αν ο Γκοντάρ δεν ήταν επινοητικός στην παρουσίαση αυτών των διαλόγων. Συχνά βλέπουμε τα πρόσωπα σε περίεργες θέσεις, όχι στις κλασικές που θα περιμέναμε. Σε κάποιο πλάνο βλέπουμε μόνο τα χέρια τους, με τις παλάμες τους να σφίγγονται η μια με την άλλη. Κάποιες φορές μάλιστα απουσιάζουν εντελώς από την οθόνη, ακούμε μόνο τα λόγια τους. Κυρίως όμως ο Γκοντάρ επενδύει το λόγο τους με εικόνες από τη φύση ή από την πόλη, με αφίσες, και συχνά με κάτι σαν μεσότιτλους, με τσιτάτα διαφόρων συγγραφέων και διανοουμένων. 

  Ξεχωρίζει στην ταινία ο διάλογος της Υβόν (στο ρόλο της η γυναίκα τού Γκοντάρ η Anne Wiazemsky, που μοιάζει τόσο με την Αντέλ Εξαρχόπουλος) με τον γάλλο πολιτικό φιλόσοφο Francis Jeanson (φοιτητής είχα διαβάσει το βιβλίο του «Σαρτρ») πάνω στο θέμα της επαναστατικής βίας που κρατάει δεκατρία ολόκληρα λεπτά και γίνεται μέσα σε ένα τραίνο. Μου έδωσε την εντύπωση του ντοκιμαντέρ. Όμως είναι δυνατόν η δεκαενιάχρονη Υβόν να κάνει τέτοιες ερωτήσεις και ο Ζανσόν να έχει αποστηθίσει το δικό του μέρος του διαλόγου; Τελικά διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι είχε τοποθετηθεί ένα ακουστικό στο αυτί της μέσω του οποίου της υπαγόρευαν τι θα ρωτούσε. Φαντάζομαι ότι ο Ζανσόν απαντούσε σαν να επρόκειτο για κανονική συνέντευξη.

 

No comments: