Book review, movie criticism

Thursday, August 6, 2020

Κωστής Φραγκούλης, Στον κύκλο του μαχαιριού (1971)

Κωστής Φραγκούλης, Στον κύκλο του μαχαιριού (1971)

 

  Μετά την «Κατσιφάρα» (1974) σειρά έχει η συλλογή διηγημάτων «Στον κύκλο του μαχαιριού» του Κωστή Φραγκούλη, του γνωστού σας Ανταίου από τα «Δίφορα».

  Όλα τα διηγήματα είναι λίγο πολύ ερωτικά, με τη χήρα να πρωταγωνιστεί σε αρκετά απ’ αυτά.

  Αλλά ας τα πιάσουμε με τη σειρά.

  Το πρώτο διήγημα που δίνει και τον τίτλο τη συλλογή είναι μια ακόμη «Πρώτη αγάπη». Ο μικρός, πρωτοπρόσωπος αφηγητής κι εδώ όπως και στην «Πρώτη αγάπη» του Κονδυλάκη και του Τουργκένιεφ, ερωτεύεται τη Θεώνη, μια νεαρή χήρα. Και αυτή «επενδύει» τον ανικανοποίητο αισθησιασμό της μετά το θάνατο του άντρα της στον μικρό.

  «Έπαιρνε τότε το χέρι μου, τ’ ακουμπούσε στην καρδιά της που ήταν κάτω από το σφιχτό στήθος της και με ρωτούσε;

  -Γροικάς πράμα;

  -Ίντα ν’ ακούσω; Της έλεγα, μη μπορώντας να καταλάβω την αγωνία που τη δυνάστευε.

  -Χτύπους, κάτι τις να χτυπά σα ρολόι… δεν τ’ ακούς;

  Δεν άκουα τίποτα, παρά τη ζεστή σάρκα της να καίει τα δάχτυλά μου. Μετατόπιζε ύστερα το χέρι μου παρακάτω και το πίεζε δυνατά με το δικό της.

  -Μηδ’ εδά δε γροικάς; ρωτούσε κι η φωνή της ήταν αλλαγμένη κι η ανάσα της γρήγορη, σαν να ’βγαζε ανήφορο.

  Τώρα ένιωθα την καρδιά της που χτυπούσε δυνατά και το κορμί της να καίει στη μικρή παλάμη μου.

  -Πόνος σε κρατεί, θεια; Τη ρωτούσα με ανησυχία.

  -Ναι, πόνος, μόνο τρίψε με λιγάκι με το χεράκι σου να μου περάσει…

  Άμα τύχαινε να «κρυγιαδωθεί» μ’ έβαζε και την πατούσα στην πλάτη… Και σαν τέλευε το πάτημα, μού ’λεγε:

  -βούτηξε δα τη χέρα σου στο λύχνο και πότριψέ με καλά καλά, σ’ όλη την πλάτη…» (σελ. 11-12).

  Υπάρχουν πολλά παρόμοια «καυτά» αποσπάσματα, όμως εγώ θα παραθέσω μόνο το τελευταίο.

  «-Ε, να το χαρώ τ’ αντράκι μου, είπε, και σα να ’κανε μια ξαφνική ανακάλυψη, έσκυψε πάνω μου μ’ έξαψη κι ένιωσα την ανάσα της δυνατώτερη, το σφιχτό στήθος της να χτυπά πιο γρήγορα και τα χέρια της να οργώνουν νευρικά το κορμί μου, σα να ’θελε να βεβαιωθεί πως πραγματικά δεν ήμουν πια παιδί. Έκαιαν τα δάχτυλά της, οι παλάμες της, τα μάγουλά της, η σάρκα της, σαν τις νύχτες του χωριού που δεν μπορούσε να κοιμηθεί…

  -Και συ ’χεις πυρετό, της είπα, καθώς ήμουν λάφυρο στα χέρια της. Καηναντίζεις ολόκληρη!

  Σα να συνήλθε τότε από μια παραζάλη και σταμάτησε. Και δαμάζοντας τον πόθο της, μ’ απώθησε και γύρισε ντροπιασμένη για την αδυναμία της, με τ’ άλλο πλευρό. Ύστερ’ από λίγο ένιωσα να τραντάζει δυνατά το κορμί της.

  -Γιάντα κλαις θειαδάκι; της είπα, μα δεν πήρα καμμιάν απόκριση…» (σελ. 23).

  Αυτός ο διάχυτος ερωτισμός πλημμυρίζει το διήγημα, που είναι κατά το γνώμη μου το καλύτερο της συλλογής, και στέκεται ισάξιο με τα διηγήματα του Κονδυλάκη και του Τουργκένιεφ που αναφέραμε.

  Το παρακάτω απόσπασμα μου θύμισε το τέλος από τη «Νοσταλγό» του Παπαδιαμάντη.

  «-Αν ήμουν εγώ πιο μεγάλος, θα μ’ έπαιρνες; είπα με κομμένη ανάσα, ενώ το στήθος μου πήγαινε να σπάσει από το καρδιοχτύπι και την ταραχή.

  Με κύτταξε παραξενεμένη, έκπληκτη σχεδόν για την αναπάντεχη ανερώτηξή μου. Φωτίστηκε ύστερα το μελαχρινό πρόσωπό της και μια τρυφεράδα το περίχυσε.

  -Θέλει και ρώτημα; Πού θα ’βρισκα καλύτερο; Είμαστε όμως δικολογιά και δεν κάνει! απάντησε και με φίλησε ορμητικά στο μάγουλο, χωρίς να υποψιάζεται πως δεν ήμουν πια «κοπέλι», όπως με νόμιζε, παρά ένα ευαίσθητο αγόρι που ένιωθε πρώιμα τους χυμούς και τη ζεστασιά της ζωής, και τα φιλιά της αναστάτωναν το είναι μου» (σελ. 17).

  Παραθέτω και ένα λαογραφικό απόσπασμα.

  «Κι ο γέρω Περδίκης, που μας έφτιανε τα δεματικά κι ακόνιζε τα νύχια του βολοσύρου, μιλούσε για τελώνια, που πάνε τη νύχτα να πειράξουν τους μετοχάρηδες. Αυτοί όμως το ξαίρουν και κοιμούνται στ’ αλώνια που είναι σταυρωμένα και δεν περνά η δύναμή τους. Και όταν είναι δύσκολο να βρεθούνε σ’ αλωνότοπο, τότε χαράζουν στο χώμα ένα κύκλο, με μαυρομάνικο μαχαίρι, τον σταυρώνουν και κοιμούνται στη μέση. Τα τελώνια πάνε να τους πατάξουν, χοροπηδούν, κλαουρίζουν, σκληρίζουν γύρω-γύρω, λυσσούν από το κακό τους, μα δε μπορούν να περάσουν από τον κύκλο του μαχαιριού. Η δύναμη του σταυρού δεν τ’ αφήνει, λέει ο γέρω Περδίκης, και σταυροκοπιέται» (σελ. 8).  

  Ήδη φτάσαμε στη δεύτερη σελίδα, οπότε θα αναφερθώ όσο γίνεται πιο σύντομα στα επόμενα διηγήματα.

 

  Το «Αδερφοδιώχτρα» είναι ένα διήγημα θρίλερ, με τη μικρότερη αδελφή να εξοντώνει τη μια μετά την άλλη τις μεγαλύτερες ώστε να μείνει σ’ αυτήν η μικρή περιουσία που έχουν οι γονείς της και να μπορέσει έτσι να παντρευτεί τον νεαρό που έχει βάλει στο μάτι. Όμως αυτός θέλει προίκα, χωρίς προίκα δεν γίνεται.

  Σκότωσε τις τρεις μεγαλύτερες. Οι χωριανοί βέβαια την υποψιάζονται, όμως δεν υπάρχουν αποδείξεις.

  Μένουν ακόμη δυο αδελφές.

  Μια μέρα με καταιγίδα τρέχει να μαζέψει τον ψακαμανίτη που είχε δει στη ρίζα μιας ελιάς και να τον βάλει μαζί με τους άλλους που είχανε μαζέψει πιο πριν με τις αδελφές της ώστε να ψακωθούνε. Όμως η θεία τιμωρία ήλθε με τη μορφή ενός κεραυνού που την άφησε στον τόπο.

 

  «Καλεμπέντης» λέγεται ο εκτοπισμένος.

  Ψηλός, ξανθός, ωραίος, είχε μαγέψει όλες τις γυναίκες του χωριού. Και μετά από ένα χρόνο άρχισαν να γεννούν όλες ξανθομάλλικα σγουρόμαλλα παιδιά, ενώ κανένας από τους άνδρες τους δεν είχε ξανθά μαλλιά. Ο παπάς δεν πρόφταινε να βαφτίζει.

  Όμως τα τρία χρόνια της εξορίας τέλειωσαν, ο εκτοπισμένος έφυγε. Σταμάτησαν τα βαφτίσια.

  «Όμως σε λίγο καιρό, άλλαξε το πράμα κι ο παπάς βρήκε ξανά δουλειά. Οι γυναίκες που στείρεψαν, τάζουν λειτουργιές και σαρανταλείτουργα, κάνουν παρακλήσεις, τρέχουν στις εκκλησιές, κρεμούν τασίματα, ανάβουν καντήλια, πάνε ζώσματα κερί, να δώσει ο Θεός να ξανακλέψει ο Καλαμπαλίκης, να πιαστεί και να τον φέρουν πάλι εξορία στο χωριό. Κι όχι τρία χρόνια καλεμπέντης γιατί περνούνε γρήγορα, μα σ’ όλη του τη ζωή» (σελ. 58).

 

  Ο «Πάτερ Ιγνάτιος» ένιωθε να τον τυραννά η σάρκα, και για να την πολεμήσει έγινε ερημίτης. Κατέφυγε σε μια σπηλιά. Εκεί επήγε η όμορφη γυναίκα που ναυάγησε για να ζητήσει φιλοξενία. Και τον ξελόγιασε.

  Τι έγινε μετά;

  Η γυναίκα αυτή δεν ήταν παρά ο πειρασμός που τον πλάνεψε.

 

  Στη «Σπηλιά της γοργόνας» δίνεται η πιο δυνατή σκηνή του φλερτ των δυο νέων. Όμως δεν πρόκειται να έχει συνέχεια, ο νέος πρόκειται να φύγει την επομένη. Και το διήγημα τελειώνει:

  «-Ας αποχαιρετισθούμε λοιπόν τώρα, που δεν μας βλέπει κανένας. Κι αφήνοντας τα κουπιά ώρμησε απάνω μου και με φίλησε τόσο δυνατά, τόσο βίαια, που λίγο έλειψε να χάσωμε την ισορροπία μας και να βρεθούμε στη θάλασσα.

  -Ήταν για το ψαράκι που δεν πιάσαμε! είπε λαχανιασμένη. Και, κύττα, όταν θα θυμάσαι το καλοκαίρι, δεν πειράζει που θα μ’ αφήνεις τελευταία! πρόσθεσε κι φράση της τέλειωσε σε λυγμό» (σελ. 80).

 

  Τα «Συρτικά του μετοχάρη» είναι το επόμενο διήγημα.

  Όμως τι είναι τα συρτικά;

  Είναι η αμοιβή που παίρνει ο ιδιοκτήτης του κριγιού, του τράγου και του γαϊδάρου όταν γαστρώνεται η προβάτα, η κατσίκα και η γαϊδάρα.

  «-Σαν ίντα μαθαίνεις; Ρώτησε περίεργος ο δραγάτης, μπροστά σ’ ένα πιάτο τσιγαριστό λαγό και μια ξέχειλη πετροκανάτα παλιό κρασί.

  -Ψόματά ’να πως δεν πας ποτέ χήρα στ’ Αγρονομείο, μόνο παίρνεις επί τόπου το πρόστιμο;

  -Ε, αυτά ’ναι κι εμάς τα τυχερά μας, να τα διώξωμε, μαθές; Αμαρτία δεν είναι να την πηγαίνεις, χήρα γυναίκα, στη χώρα, να δικάζεται, να ξοδιάζεται και να γροικάται; Ψυχή ’χουνε λέω κι αυτές, Μακρή Στελιανέ, δεν είναι ζούμπερα. Και πρέπει πότε-πότε να παραβλέπωμε» (σελ. 82).

  Ο Ζορμπάς θα προσυπέγραφε ευχαρίστως.

  Όμως ενώ ήταν έτοιμος να πληρωθεί κι αυτός τα συρτικά όπως πληρωνόταν τα πρόστιμα ο αγροφύλακας,

  «Την ίδια στιγμή, λες από σατανική σύμπτωση, ακούστηκε η βραχνή μούζικα του Γιακουμή, του αγροφύλακα, που δραγάτευε από τ’ αντικρυνό μουρί. Και να βγάνει, με φούρια, το λιγδωμένο τεφτεράκι από την τσέπη που κατέγραφε τις εζημιές» (σελ. 92).

  Έτσι τελειώνει το διήγημα.   

 

  Ο «Κονγκολέζος», μετανάστης στο Κογκό, έχει ξανάψει τη φαντασία των συγχωριανών του με τις διηγήσεις του. Ακούς εκεί, να προσφέρουν τη γυναίκα τους στον φιλοξενούμενο για να κοιμηθεί μαζί της το βράδυ; Και μην τολμήσει να αρνηθεί, είναι μεγάλη προσβολή.

  Αυτά, σε κάποιες φυλές στα βάθη της ζούγκλας.

  Διάβασα το ίδιο πράγμα και για τους εσκιμώους.

 

  «Ο γδικιωμός του Ρηνιού» είναι το δεύτερο λογοτέχνημα που διαβάζω, μετά το «Κουστούμι από χώμα» της Ιωάννας Καρυστιάνη, που έχει σαν θέμα τη βεντέτα.

  Η Ρηνιώ τραυματίζεται, ο νεαρός για τον οποίο είχε έλθει στην Αθήνα, για να τον σκοτώσει, δίνει το αίμα του για να σωθεί. Οποία η έκπληξή της όταν μαθαίνει ποιος είναι ο σωτήρας της. Ο γάμος τους θα βάλει τέρμα στη βεντέτα των δυο οικογενειών.

 

  Οι «Ξεριζωμένοι» είναι ένα διήγημα για την προσφυγιά.

  Δύσκολη η ζωή για τους μικρασιάτες πρόσφυγες, τα ξέρουμε αυτά. Όμως δούλεψαν ο αδελφός και η αδελφή στο χωριό που τους έλαχε να εγκατασταθούν, και κέρδισαν την αγάπη των χωριανών.

  Μόνο;

  Σε λίγο βρήκαν και οι δυο τα ταίρια του.

 

  Τον «Κοκοβιό» τον διαβάσαμε και στην «Κατσιφάρα». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τη βιβλιοκριτική που έγραψα γι’ αυτή.

  «Ο Κοκοβιός είναι ένας κακομοίρης που τον αντιμετωπίζουν με ειρωνεία και εμπαιγμούς οι χωριανοί του. Όμως ο έρωτάς του για μια χωριανή του τον κάνει ήρωα στο πεδίο της μάχης, όταν τρέχει να της σώσει τη ζωή. Στο εξής θα πάψουν οι εμπαιγμοί και οι χωριανοί του θα τον αντιμετωπίζουν με σεβασμό».

 

  Στο «Μεθυσμένο γουρούνι» τα δυο ξαδέλφια, ο Γλίτσης και ο Γαργερός, πήγαν να δουλέψουν ραβδιστάδες στην Παναγιώταινα. Αυτή, πέρα από τα μεροκάματά τους, τους ήταξε σαν πανωπρούκι, «να φάνε μαζί το γουρούνι που είχε για θροφάρι, τα Χριστούγεννα» (σελ. 154).

  Όμως τελικά υπαναχώρησε, σε αντάλλαγμα θα τους έδινε έναν πετεινό.

  Το γουρούνι βρήκε ένα κουβά κρασί και τον άδειασε. Τα δυο αδέλφια το πήγαν στο στάβλο της, σίγουροι ότι θα έσκαγε.

  Πράγματι φαινόταν ψόφιο, και η Παναγιώταινα τους το έδωσε να πάνε να το θάψουν. Έλα όμως που το γουρούνι δεν είχε ψοφήσει;

  Έτσι έφαγαν γουρούνι τα Χριστούγεννα τα δυο ξαδέλφια.

 

    Τα δυο τελευταία διηγήματα έχουν κυρίως γλωσσικό ενδιαφέρον. Ενώ ο Κονδυλάκης και ο Παπαδιαμάντης τα τελευταία τους διηγήματα τα έγραψαν στη δημοτική ενώ μέχρι τότε έγραφαν στην καθαρεύουσα, εδώ βλέπουμε το αντίστροφο, με τα διηγήματα αυτά να είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Μάλιστα το «Πάσχα του Μπαϊρακτάρη» θυμίζει Κονδυλάκη και το «Αναμνήσεις ενός δασκάλου» Παπαδιαμάντη.

  «Και όντως, η φήμη δεν ήτο ξένη προς την αλήθειαν. Αφιχθείς πράγματι μόλις την προηγουμένην ο Ανέστος με άδειαν εκ της μονάδος εις ήν υπηρέτει και μαθών όσα ο πατήρ της Λαμπρινής εμελέτα δια την κόρην του, να την δώσει δηλονότι αιφνιδιαστικώς αμέσως το Πάσχα εις τον Τζίμην τον Αμερικάνον, όστις είχε μεν χρήματα, ηλικίαν όμως μεγαλυτέραν του πενθερού του, απεφάσισε να δράσει κεραυνοβόλως δια να ματαιώσει τα τεκταινόμενα» (σελ. 162).

  Και πώς έδρασε;

  Την έκλεψε.

  Η γυναίκα του δασκάλου ήταν σαν τη Σάρα, δεν μπορούσε να του κάνει παιδί.

  Στο σπίτι είχαν και μια παρακόρη, δεκαπεντάχρονη, ωραίο κορίτσι.

  Ένα βράδυ που η γυναίκα του έλειπε για να πάει στο χωριό να δει τη μάνα της που ήταν άρρωστη… «μόλις είχομεν κατακλιθεί, αστραπαί και βρονταί μετά κρότου δεινού και πατάγου, έσειον γην και ουρανόν. Φοβηθείσα δε η παδίσκη εκ του ορυμαγδού και της πάλης των στοιχείων της φύσεως, μετέστη από της παρθενικής κλίνης, ήτις ευρίσκετο εις το έναντι δωμάτιον και κατέφυγεν εις την ιδική μου. Μάτην επεχείρησα να την απομακρύνω, ενθαρρύνων και προτρέπων αυτήν να επιστρέψει και κατακλιθεί εις την κλίνην της. Ματαίως επίσης της παρετήρησα ότι δεν ήτο πλέον παιδίσκη αλλά γυνή – κορίτσι μεγάλο – και δεν έπρεπε να κατακλιθή με άνδρα πλην εκείνου όστις θα συγκοιμηθή ως σύζυγός της. Εκείνη όμως ριγούσα εκ φόβου επέμενε, αγνοούσα εν τη αθωότητί της, το μαρτύριον εις ον επρόκειτο να με υποβάλη… εις μίαν δεν στιγμήν οπού εις κεραυνός κατέπεσεν εγγύς της οικίας δι’ ενός αποτόμου σκιρτήματος, ευρέθη τρέμουσα, εις την αγκάλην μου ζητούσα να την προστατεύσω…» (σελ. 169).

  Όχι, δεν ήταν ο πειρασμός ο οποίος είχε κάνει τον πάτερ Ιγνάτιο να λυγίσει, ήταν στ’ αλήθεια η ψυχοκόρη, και δεν ελύγισε.

  Το αποτέλεσμα;

  Το πρωί είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του.

  Και το κορίτσι;

  «Η μικρή εύχαρις κόρη, ήτις εγένετο ακούσιον όργανον της σκληράς μου δοκιμασίας, ανεκλήθη το επόμενον έτος υπό της μητρός της δια να την δώση ανώριμον εισέτι, εις πλούσιον τινα υπερήλικα…» (σελ. 173).

  Κύριε, αν είναι να μας ασπρίσουν τα μαλλιά, εισένεγκε  ημάς εις πειρασμόν.

No comments: