Ηλίας Παρασκευάς, Δημήτρης Τσακίρης, Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932)
Μετά την «Γκόλφω» (1914) του Κωνσταντίνου Μπαχατώρη που δεν σώθηκε και την «Αστέρω» (1929) του Δημήτρη Γαζιάδη, ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» είναι η τρίτη ταινία φουστανέλας που γυρίστηκε, ένα είδος που θα γνωρίσει μεγάλη ακμή τη δεκαετία του ’50. Βασίζεται στο ομώνυμο δραματικό ειδύλλιο του Δημήτρη Κορομηλά. Είναι η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Ελλάδα.
Θα παρακολουθήσουμε δυο ερωτικές ιστορίες. Η πρώτη είναι της Κρυστάλλως και του Λάμπρου. Τη ζητάει από τη μητέρα της, δεν του τη δίνει, είναι πολύ φτωχός, μπιστικός ενός τσέλιγκα. Φτωχή είναι βέβαια και η Κρυστάλλω, όμως είναι πολύ όμορφη, μπορεί να βρει έναν καλύτερο γαμπρό.
Την Κρυστάλλω τη βλέπει στη βρύση ο Λάμπρος, ένας πλούσιος τσέλιγκας. Του θυμίζει μια παλιά του αγάπη, την οποία είχε ερωτευθεί ενώ ήταν μόλις δέκα χρονών. Κάποια στιγμή αυτή, που είναι δυο χρόνια μεγαλύτερη (μπήκαμε στον πειρασμό και διαβάσαμε και το βιβλίο, θα συμπληρώσω παρακάτω), αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στο ειδύλλιο. «Για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα», του λέει. Τον είχε φιλήσει παθιασμένα στο στόμα, ένα φιλί που δεν το ξέχασε ποτέ.
Συγκινημένος από την ανάμνηση ο Λάμπρος της κρεμάει στο λαιμό ένα χρυσό μενταγιόν. -Να το βγάλεις αμέσως και να του το στείλουμε πίσω, της λέει η μητέρα της. Ακούς εκεί, να παίρνεις τέτοιο ακριβό δώρο από έναν άγνωστο;
Όμως αργότερα στέλνει προξενιά στον άγνωστον αυτό για την κόρη της, προκειμένου να την αποσπάσει από το Λιάκο.
Ο Λάμπρος έσωσε τον Λιάκο όταν έπεσε σε ένα ποτάμι ενώ περνούσε πάνω από μια σάπια ξύλινη γέφυρα και παραλίγο να πνιγεί. Ο Λιάκος νοιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντί του, όμως βυθίζεται στην απελπισία όταν μαθαίνει ότι θα παντρευτεί την Κρυστάλλω. Του λέει ότι την αγαπάει αυτός, να την αφήσει. Όχι, δεν σκοπεύει. Ο Λιάκος, τυφλός από οργή, ορμάει να τον μαχαιρώσει, όμως τον σταματάνε έγκαιρα. Πεισμώνοντας ο Λάμπρος ζητάει ο γάμος να γίνει σήμερα κιόλας.
Η μητέρα του, βλέποντας την κατάσταση του γιου της, πηγαίνει να παρακαλέσει τη μάνα της Κρυστάλλως, λίγο πριν γίνει ο γάμος, να τη δώσει στο γιο της. Αυτή αρνείται. Τότε την καταριέται. Δεν κάμπτεται. Όταν όμως καταριέται την Κρυστάλλω τρομάζει, και πράγματι ματαιώνει το γάμο. Ο Λάμπρος ζητάει εξηγήσεις. Του αποκαλύπτει τότε ότι αυτή ήταν η χαμένη του αγάπη, ότι του είχε πει ψέματα ότι η Μάρω του πέθανε, την οποία έψαχνε χρόνια. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος που δέχτηκε το προξενιό.
-Δε γέρασα;
-Ο ουρανός γεράματα δεν έχει.
Συγκινημένος την παίρνει στην αγκαλιά του.
Και εκεί που ήταν να ματαιωθεί ο γάμος, γίνονται δυο.
Βλέπουμε χορούς και ακούμε αρκετά τραγούδια, που φαίνεται ότι από τότε άρεσαν στους θεατές. Το «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» είναι το πιο χαρακτηριστικό, και γράφτηκε ειδικά για την ταινία. Άκουσα επίσης το «Γέρο Δήμο», που είχα να το ακούσω από μαθητής. «Εγέρασα μωρέ παιδιά, πενήντα χρόνια κλέφτης… του ύπνου δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα… ο γέρο Δήμος πέθανε, ο γέρο Δήμος πάει…» είναι από τους στίχους που θυμάμαι ακόμη.
Πολύ καλές ερμηνείες με τον Δημήτρη Τσακίρη στο ρόλο του Μήτρου, ενώ θαυμάζουμε και τον εικοσιτετράχρονο τότε Μάνο Κατράκη στο ρόλο του Λιάκου.
Και τώρα το βιβλίο.
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο το ανάρτησε ψηφιακά. Εκδόθηκε το 1911 στην Κωνσταντινούπολη, με την ορθογραφία εκείνης της εποχής. Χρήζει ολοφάνερα επιμέλειας. Κάποιους στίχους που δεν είναι δεκαπεντασύλλαβοι θα τους αποδώσουμε στην ελλιπή επιμέλεια, όμως δεν αποκλείεται καθόλου ορισμένοι απ’ αυτούς να οφείλονται σε αμέλεια ή αδιαφορία του ίδιου του Κορομηλά. Όμως δεν σκοπεύω να αγοράσω την έκδοση της Δωδώνης για να κάνω τη σύγκριση, πάει καιρός τώρα που δεν αγοράζω βιβλία. Ίσως όταν ξεφύγουμε από την κρίση… που όμως με τον κορονοϊό το βλέπω εντελώς χλωμό.
Ο στίχος (ακολουθώ τη σύγχρονη ορθογραφία) «Και όλες οι λύπες σου/ για ξένους πάντα να ’ναι» (μακάρι όλες οι λύπες σου για ξένους πάντα να ’ναι) είναι δεκατετρασύλλαβος. Μου φαίνεται ότι οφείλεται ή σε συγγραφική αμέλεια ή έμεινε από πρόθεση, καθώς ο Κορομηλάς δεν θεώρησε σκόπιμο να σπάσει το κεφάλι του για να τον φτιάξει. Ίσως το ίδιο και ο στίχος «Καλά τους είδα… μου το ’λεγε η καρδιά μου» (καλά τους είδα, το ’λεγε εμένα η καρδιά μου). Η πεζή ατάκα της Κρυστάλλως καθώς επιδεικνύει το δώρο του Μήτρου στη μητέρα της «Όμορφα δεν είναι; Δε μου πάνε» επιβεβαιώνει την υποψία ότι αφέθηκαν έτσι συνειδητά. Το ίδιο και η ατάκα της μάνας της: «Γιατί, παιδί μου, βούρκωσαν τα μάτια σου; (γιατί παιδί μου βούρκωσαν τα όμορά σου μάτια; Μπήκα στον πειρασμό να τους φτιάξω).
Ο στίχος «δεν τη βγάζω τη δουλειά, τα είπα του Κώστα όλα», μήπως είναι λάθος επιμέλειας; Αν έμπαινε ένα νε (τηνε βγάζω) ο δεκατετρασύλλαβος θα γινόταν αμέσως δεκαπεντασύλλαβος. Το ίδιο και ο στίχος: «Καμιά φορά σηκώνονται κι’ οι νεκροί ακόμα». Αν το κι’ γίνει και έχουμε πάλι ατόφιο τον δεκαπεντασύλλαβο.
Ακόμη: «Και πετ’ εδώ της Γιάνναινας πως μου ’χασε τα πρόβατα». Εδώ με μεγάλη άνεση ο Κορομηλάς αφήνει τον δεκαεξασύλλαβο.
Εντυπωσιακό είναι το πόσο έξυπνα χειρίζεται ο Κορομηλάς την ιστορία του (να πούμε ότι οι ταινίες μεταφέρουν σχεδόν αυτούσιο το έργο, πράγμα εύκολο, καθώς είναι θεατρικό). Για ποιο λόγο η Στάθαινα, η μητέρα της Κρυστάλλως, δεν πέφτει στην αγκαλιά του μόλις τον βλέπει; Μα διότι νοιώθει γριά απέναντί του, παρόλο που είναι μόνο δυο χρόνια μεγαλύτερη.
Χριστέ μου δος μου φώτιση, δεν ξέρω τι να κάνω…
τον θέλω για την κόρη μου, είναι ντροπή για μένα.
Γιατί ο Μήτρος δεν φέρνει αντίρρηση στο προξενιό; Διότι η Στάθαινα, μπροστά στην αρχική άρνησή του, καθώς της λέγει ότι αναζητεί την πρώτη και μοναδική του αγάπη (αν την βρει θα την παντρευτεί, αν είναι παντρεμένη θα περιμένει να πεθάνει ο άντρας της, και αν είναι πεθαμένη θα καλογερέψει) του λέει ότι η Μάρω του πέθανε.
Γιατί λοιπόν δεν πάει να καλογερέψει; Διότι η Κρυστάλλω του θυμίζει τόσο τη Μάρω του.
Γιατί η Κρυστάλλω δέχεται να τον παντρευτεί; Διότι ο Λιάκος αρνείται να την πάρει μαζί του, είναι καταραμένος, σήκωσε μαχαίρι να σκοτώσει τον σωτήρα του. Αν θέλει να σώσει την ψυχή του, της λέει, να τον παντρευτεί.
Γιατί η κυρά Στάθαινα του αποκαλύπτει ότι αυτή είναι η Μάρω του; Διότι δεν βρίσκει άλλο τρόπο να του εξηγήσει γιατί ματαίωσε το γάμο.
ΛΑΜΠΡΟΣ: Δεν είναι αλήθεια… με γελάς, κυρά, με περιπαίζεις…
Πες μου σουσούμια του κορμού (του κορμιού μήπως;), αν θες να σε πιστέψω.
ΣΤΑΘΑΙΝΑ: Είχεν ελιά κατάμαυρη στ’ αριστερό της χέρι,
(α)που τη φιλούσες πάντοτε μ’ αγάπη και με τρέλα,
σαν εκαθόσαστε μαζί στα χόρτα τ’ ανθισμένα.
Βέβαια αυτό το μοτίβο της αναγνώρισης, που το ξέρουμε από την αρχαιότητα (Ιφιγένεια εν Ταύροις, Χοηφόροι, Ηλέκτρα) μέχρι τον Σαίξπηρ και τα έργα της Κρητικής Αναγέννησης, φαντάζει σήμερα ολότελα αντιρεαλιστικό, όμως ήταν ένας συνηθισμένος αφηγηματικός τόπος όλες αυτές τις εκατονταετίες.
Και τώρα να παραθέσουμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που η οικονομία της πλοκής των κινηματογραφικών μεταφορών δεν επέτρεπε να ακούσουμε.
Η Στάθαινα παινεύει την κόρη της:
Εκείνη’ ειν’ τόσο όμορφη, έχει και τόση χάρη,
είναι ψηλή, είναι λιγνή, είν’ χαμηλοβλεπούσα·
έχει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
κι όταν γελάει πέφτουνε τα ρόδα στην ποδιά της·
ξέρει και φαίνει στο βλατί, κεντάει στο βελούδο,
θα σηκωθεί ξημέρωμα στον αργαλειό να κάτσει
κι όντας ξεβγαίνει τα σκουτιά τα κάνει άσπρα χιόνι·
πρώτη θα πάει στην εκκλησιά, ολόστερνη θα φύγει
Και μες στο χρόνο απ’ του Χριστού ίσαμε τ’ Άγιο Πάσχα
ξεμολογιέται τρεις φορές και τρεις μεταλαβαίνει.
Μια τέτοια κόρη, Μήτρο μου, γιατί δεν τηνε θέλεις;
να την θρονιάσεις σπίτι σου, γυναίκα να την πάρεις;
Και ο Μήτρος:
Αχ, τι να κάνει πλάγι μου τέτοια χρυσή κοπέλα
στην ερημιά το λούλουδο, στη σκοτεινιά ο ήλιος,
που μ’ αποπήρενε ο καϋμός και σήμερις μου πρέπει
να ’χω την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα
κι’ αυτά τα λιανολίθαρα να τα ’χω συγγενάδα!
Οι τρόποι του δημοτικού τραγουδιού είναι εδώ ολοφάνεροι.
Είδαμε άλλες δυο ταινίες (θα αναρτήσουμε αμέσως μετά), μεταφορά του έργου του Κορομηλά. Η μια είναι επίσης του Ηλία Παρασκευά και η άλλη του Ντίμη Δαδήρα. Του Ντίνου Δημόπουλου δεν υπάρχει στο youtube. Και βέβαια το περίεργο είναι που και οι τρεις τους γυρίστηκαν μέσα στην ίδια διετία, 1955-1956.
No comments:
Post a Comment