Πέτρος Τατσόπουλος, Η καλοσύνη των ξένων, Μεταίχμιο 2006 σελ.303
Κ.Ε. Φλεβάρης 2007, και σε συνεπτυγμένη εκδοχή από τον φίλτατο το Μάκη, Ομπρέλα, Ιούνιος-Αύγουστος 2007
Με γλαφυρό τρόπο, αλλά και με αυτοσαρκασμό, ο Πέτρος Τατσόπουλος εκθέτει την πραγματική ιστορία της υιοθεσίας του.
«Μια αληθινή ιστορία» είναι ο υπότιτλος του νέου βιβλίου του Πέτρου Τατσόπουλου (γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959) που φέρει τον τίτλο «Η καλοσύνη των ξένων». Στα δεκαεννιά του, με το πρώτο του βιβλίο «Ανήλικοι» και λίγο αργότερα με το «Παυσίπονο» έδειξε στο ευρύ κοινό ότι ένας συγγραφέας γεννιέται, και για μένα άρθρωσε εμπειρίες που περνούσα τότε έντονα στο αριστερό γκρουπούσκουλο στο οποίο ανήκα, και από το οποίο πέρασε και ο ίδιος. Εγώ πτυχιούχος πια, έχοντας τελειώσει το στρατιωτικό μου, αυτός ακόμη μαθητής. Το διήγημά του που βραβεύτηκε σε διαγωνισμό που διοργάνωσε η οργάνωσή μας και που δημοσιεύτηκε στο μαθητικό περιοδικό «Μόρφωση Τέχνη Ζωή» πρέπει να βρίσκεται κάπου στα χαρτιά μου. Γράφει και γι αυτό στο βιβλίο του, μια αυτοβιογραφία εστιασμένη στην υιοθεσία του.
Το βιβλίο αυτό διαθέτει σε αφάνταστο βαθμό την αρετή που είχαν τα δυο πρώτα του έργα, και που λιγόστεψε στα τρία επόμενα που διάβασα, το χιούμορ. Και εδώ δεν πρόκειται για οποιοδήποτε χιούμορ, αλλά το αυτοσαρκαστικό χιούμορ. Διάβασα κάπου ότι τα άτομα που μπορούν και αυτοσαρκάζονται δεν κινδυνεύουν ποτέ να γίνουν ψυχωσικοί. Με παρηγόρησε, γιατί κι εγώ έχω αυτοσαρκαστεί σε κάποια μου κείμενα. Νευρωσικοί όμως;
Αυτό είναι άλλη κουβέντα, ας συνεχίσουμε με τον Τατσόπουλο.
Τη Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου 1969 ο Πέτρος Βασσάλος, βάσει αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γίνεται Πέτρος Τατσόπουλος. Πριν μας το πει, μας λέει ένα σωρό γεγονότα που κατέγραψε ο τύπος της εποχής. Η είδηση για την υιοθεσία του, μας λέγει τελειώνοντας το κεφάλαιο, «δεν προλαβαίνει να βρει το δρόμο προς τα πιεστήρια».
Και μια και τον παινέσαμε, ας κάνουμε μια διόρθωση. Στη δεύτερη κιόλας πρόταση του βιβλίου γράφει: «Ο αντιπρόεδρος του Νοτίου Βιετνάμ στρατηγός Κυ ανακοινώνει...». Δεν ήταν στρατηγός, ήταν πτέραρχος. Όταν ο δεκάχρονος Πετράκης ήταν στην τετάρτη δημοτικού, ο δεκαεννιάχρονος Χάρης (τότε) Δερμιτζάκης ήταν δευτεροετής στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόωρα πολιτικοποιημένος, συνδρομητής του TIME, και εφημεριδοφάγος. Δεν έχανε είδηση για το Βιετνάμ. Το «Φονιάδες των λαών, αμερικάνοι», το έλεγε ήδη τότε, αλλά από μέσα του.
Συνεχίζουμε, στη σελίδα 86. «Με κολάκευε η καταγωγή από ένα μέρος με τόσο βαριά ιστορία...». Το παραθέτω για να προσθέσω: Και μένα.
Άλλη διόρθωση: στη σελίδα 142 γράφει ότι διάδοχος του Περικλή Αθανασόπουλου στη διεύθυνση του περιοδικού Διαβάζω ήταν ο Ηρακλής Παπαλέξης. Ήταν ο Γιώργος Γαλάντης, εκδότης και διευθυντής ταυτόχρονα. Ο Παπαλέξης ήταν αρχισυντάκτης. Νομίζω από τότε που το Διαβάζω άρχισε να δίνει βραβεία ο Γιώργος Γαλάντης περιορίστηκε στη θέση του εκδότη.
Άλλη διόρθωση, στο κεφάλαιο «Το αίμα είναι μια μπούρδα» (μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, θα πρέπει να προσθέσω). Μιλώντας για το Λεωφορείον ο Πόθος του Τένεσι Ουίλλιαμς ο Τατσόπουλος γράφει για την Μπλανς ντι Μπουά. Λάθος: Μπλανς Dubois. Το γράφω αυτό για το λογοπαίγνιο. Μόνο από ξύλο δεν ήταν αυτή η ευαίσθητη, ψυχωτική γυναίκα. (du bois στα γαλλικά σημαίνει «από το ξύλο»).
Συνεχίζουμε με τις διορθώσεις.
Γράφω σε βιβλιοκριτική μου για την ποιητική συλλογή του Σταμάτη Πολενάκη, Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ, (Οδός Πανός 2006). «... ο Σταμάτης διακονεύει επαξίως την ποίηση...». Τη βλέπει (ευτυχώς πριν δημοσιευθεί) ο Κώστας Μαυρουδής και με διορθώνει: - Τι, διακονιάρης είναι ο Σταμάτης; Το ρήμα είναι διακονώ. «Βρε να πάρει, σκέφτομαι, έχει δίκιο». Καλού κακού το επιβεβαιώνω στο λεξικό. Γράφει λοιπόν και ο Τατσόπουλος «Κανένα φιλαράκι μου, όσο και να διακόνευε το μαύρο χιούμορ...» (σελ. 161). Θα έπρεπε να γράψει «διεκόνει» ή «διακονούσε». Ο Τατσόπουλος, ως κοινωνικός λειτουργός, δικαιολογείται, όχι όμως και ο επιμελητής των εκδόσεων, που μάλλον κάποιος φιλόλογος ή καμιά φιλολογίνα θα είναι. Ούτε βέβαια κι εγώ, αλλά εγώ, χάρη στον Κώστα, το πρόλαβα. Τώρα το Μεταίχμιο πρέπει να προλάβει τις ανατυπώσεις.
Παρεμπιπτόντως, και ο Τατσόπουλος διακονεί το μαύρο χιούμορ. Γράφει στη σελίδα 255: «Όπως αντιλαμβάνεσθε, με δικηγόρο σύζυγο, δεν σκέφτομαι καν το διαζύγιο, μόνο το έγκλημα».
Άλλο λάθος. Γράφει ο Τατσόπουλος για το σκεπτικό της διαγραφής του από το αριστερό γκρουπούσκουλο που διοργάνωσε τον διαγωνισμό διηγήματος που του χάρισε την πρώτη λογοτεχνική του δάφνη. «Γιατί ο σύντροφος Πέτρος πρότεινε στη συντρόφισσα Καίτη να πάνε μαζί εκδρομή στην Πεντέλη, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι η συντρόφισσα Καίτη έχει ήδη δεσμό με τον σύντροφο Αντρέα;» (σελ. 177). Εκτός του ότι δεν προσφωνούμασταν σύντροφοι αλλά φίλοι, η Καίτη δεν τα είχε με τον Αντρέα αλλά με το Σύλλα. Αλλά καλό κουμάσι και του λόγου της, τον κάρφωσε κατ’ ευθείαν.
Ο Τατσόπουλος γράφει για την εξ αποστάσεως υιοθεσία. Υιοθετείς ένα τριτοκοσμικό παιδί, του στέλνεις χρήματα, κι εσύ παίρνεις φωτογραφίες και στοιχεία για την πρόοδό του. Μάλλον δεν θα είχε δει το έργο «Σχετικά με τον Σμιθ» με τον Τζακ Νίκολσον, αλλιώς θα το ανέφερε. Ο Νίκολσον, συνταξιούχος, βλέπει να μην τον υπολογίζουν πια στην εταιρία από όπου έφυγε στέλεχος, και μαθαίνει από κάτι γράμματα ότι η μακαρίτισσα γυναίκα του τον απατούσε με τον καλύτερό του φίλο. Το έργο τελειώνει με τον Νίκολσον να βλέπει με δάκρυα στα μάτια μια ζωγραφιά που του έστειλε ο «μαυρούκος» του, όπου είχε ζωγραφίσει και τους δυο τους.
Γράφει στη σελίδα 209, αρχίζοντας το 19ο κεφάλαιο με τίτλο: Τα χειρότερα ορφανά. «Σημειώστε το όνομα της Γιασμίν Γκατά. Διαισθάνομαι ότι θα το ακούσουμε κατ’ επανάληψη στο μέλλον. Γαλλιδούλα με τουρκικές και αλβανικές ρίζες, τριάντα ενός χρονών σήμερα...». Να βοηθήσουμε κι εμείς σ’ αυτό, να ακουστεί το όνομά της. Η ατάκα της είναι συγκινητική. «Τα χειρότερα ορφανά είναι εκείνα που έχουν ζωντανούς γονείς».
Θέλω να κλείσω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση με μια προσωπική εμπειρία, που δεν τη περνά καθένας στη ζωή σου. Φίλος μου με παρακαλεί να παραβρεθώ στη συνάντηση χωριανής του με το υιοθετημένο παιδί της. Το παιδί το είχε υιοθετήσει ένα ζευγάρι Σουηδών. Από τη γλώσσα των φυσικών γονιών του δεν ήξερε γρι. Και η πονήρω η φυσική του μάνα ήθελε να έχει ένα διερμηνέα δικό της στη συνάντηση, για να είναι σίγουρη ότι αυτά που θα λέει ή αυτά που θα ακούει μεταφράζονται επακριβώς από την κοινωνική λειτουργό.
Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, αλλά δεν έσκασε και κανένας κεραυνός. Αντάλλαξαν δώρα μητέρα και γιος – η μητέρα του έκανε δώρο ένα χρυσό σταυρουδάκι, θυμάμαι- και είπαν κάποια πράγματα για τη ζωή τους. Η μητέρα έκανε την πρόταση αν το παιδί θέλει, να εγκατασταθεί κάποια στιγμή στην Ελλάδα, κάπου κοντά της. Μυρίστηκε την κληρονομιά των θετών γονιών του; Λαχταρούσε το βλαστάρι της να βρίσκεται κοντά της;
Ρωτούσα τον παλιό φίλο, και σύντροφο στο ίδιο γκρουπούσκουλο που βρέθηκε και ο Πετράκης, κάθε φορά που τον έβλεπα - σπάνια, γιατί μένει στα Τρίκαλα - αν έγινε τίποτα μετά από αυτή συνάντηση. Φαίνεται δεν έγινε τίποτα. Ο γιος ήλθε, είδε και απήλθε. Η Αθήνα δεν του άρεσε καθόλου. Μου είπε χαρακτηριστικά ότι πριν πατήσεις το πόδι σου στο δρόμο από το πεζοδρόμιο πρέπει να κοιτάξεις προσεκτικά, μη σε παρασύρει κανένα αμάξι. Λες και πρόκειται για ποτάμι της Βραζιλίας και καραδοκούνε τα πιράνχας (πιράνιας επί το ορθότερον). Τέτοιο κυκλοφοριακό πανδαιμόνιο δεν υπάρχει στη Σουηδία. Κατά τα άλλα έχουν σοσιαλισμό κι εκεί.
Οι πιο συγκινητικές εμπειρίες είναι οι πιο σκληρές, και οι εμπειρίες του Τατσόπουλου, παρά το χιούμορ με το οποίο τις αφηγείται, είναι σκληρές και συγκινητικές ταυτόχρονα.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment