Περί κουλτουριάρηδων
Ποτέ δεν μπορείς να συμφωνείς με όλα όσα γράφει κάποιος,
στην προκειμένη περίπτωση όμως συμφωνώ σχεδόν με το σύνολο όσων γράφει ο
Χριστιανόπουλος στο άρθρο του «Αλαμπουρνέζικα,
η γλώσσα των κουλτουριάρηδων».
Μια διαφωνία μου:
Λέει ο Χριστιανόπουλος: «Να μη λέει διαρκώς (ο κουλτουριάρης) «εγώ
νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη», και τα συναφή».
Εγώ υποστηρίζω ακριβώς το αντίθετο. Να μην
παριστάνουμε τους παντογνώστες, ειδικά όταν κρίνουμε ένα λογοτέχνημα, μια
ταινία ή ένα έργο τέχνης. Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι «περί ορέξεως
κολοκυθόπιτα» (τώρα, το να πω το λατινικό «De gustibus
non est disputandum» θα επισύρω τους μύδρους του). Και, να το πω άλλη μια φορά,
όταν γράφω στις κριτικές μου ότι «αυτό είναι εξαιρετικό» ή «αυτό είναι μάπα»,
εννοώ πάντα «κατά τη γνώμη μου». Ο Σάμιουελ Τζόνσον, κορυφαίος κριτικός, έθαψε
δυο αριστουργήματα του αιώνα του (18ος): τον «Τρίστραμ
Σάντι» και τον «Τομ Τζόουνς».
Έγραψε ότι ήταν κακά έργα, όχι κατά τη γνώμη του, αλλά αντικειμενικά κακά. ΚΑΤΑ
ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ μπορεί και να είχε δίκιο, και άδικο η μεγάλη μάζα που τους άρεσαν,
μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ.
Ο Χριστιανόπουλος κατακεραυνώνει τους κουλτουριάρηδες
επειδή, λέει, χρησιμοποιούν ακαταλαβίστικη γλώσσα. Κάποιες δεκαετίες πριν τους
κατακεραύνωνε η αριστερά-στα νεολαιίστικα πηγαδάκια τουλάχιστον. Το
«κουλτουριάρης» ήταν η βρισιά που έριχναν στους διανοούμενους, τους οποίους η
εργατική τάξη έβλεπε πάντα με δυσπιστία. Εγώ από αντίδραση αυτοπροσδιοριζόμουν
ως κουλτουριάρης.
Συμφωνώ με αυτά που γράφει για την
ακαταλαβίστικη γλώσσα, ιδιαίτερα στην ποίηση. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν
συμπαθώ την ποίηση όπως δεν την συμπαθούσε και ο Κωστής Παπαγιώργης, όπως
άκουσα σε ένα βίντεο αναρτημένο στο youtube. Όταν όμως ήμουν νέος και η
ποίηση φάνταζε πιο γκλαμουράτη πρόλαβα και διάβασα τους κλασικούς. Μάλιστα έγραψα για τέσσερις από αυτούς: Κάλβο, Σολωμό, Παλαμά
και Καβάφη, με κίνητρο το ότι θα τους δίδασκα. Φυσικά είχα διαβάσει όλο τον
Ελύτη και τον Σεφέρη, και πάρα πολύ Ρίτσο. Από τους σύγχρονους δεν έχω διαβάσει
κανέναν, και δεν σκοπεύω να διαβάσω. Διαβάζω μόνο ποιητικές συλλογές φίλων,
όπως του Μανόλη του Πρατικάκη. Όπως μπορείτε να συμπεράνετε, δεν έχω διαβάσει
ούτε Χριστιανόπουλο. Μάλιστα με ενόχλησε που αρνήθηκε να πάρει το Μεγάλο
Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του το 2011. Αυτό το θεώρησα ως πόζα.
Ξέρω ότι άλλοι βάζουν τα αδύνατα δυνατά, κινούμενοι παρασκηνιακά, για να πάρουν
ένα βραβείο. Αυτός, που του το έδωσαν χωρίς να κινήσει το δακτυλάκι του,
εκτιμώντας το έργο του, με το να το αρνηθεί, ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΜΟΥ, ήταν σαν να
τους έφτυσε. (Κοίτα να δεις, σκέφτομαι τώρα ξαναδιαβάζοντας αυτό το κείμενο για
διορθώσεις, μήπως τελικά το αρνήθηκε για να δηλώσει με έμμεσο τρόπο ότι δεν
κινήθηκε παρασκηνιακά και ότι το πήρε αξιοκρατικά; Γιατί ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ να κινήθηκε
παρασκηνιακά για να το πάρει και μετά να το αρνήθηκε). Μετά όμως από το εν λόγω
άρθρο του, σίγουρα θα διαβάσω κάτι δικό του αν πέσει στα χέρια μου.
Αυτό που ΝΟΜΙΖΩ πως θα αγνοεί ο
Χριστιανόπουλος είναι ότι ένας αμερικανός καθηγητής έγραψε ένα «κουλτουριάρικο»
κείμενο σκόπιμα ασυνάρτητο, και το έστειλε σε ένα περιοδικό που του το
δημοσίευσε. Μετά αποκάλυψε την απάτη. Η βικιπαίδεια που αναφέρεται σ’ αυτό
παραθέτει και τον σύνδεσμο με το ίδιο το κείμενο.
Θυμάμαι:
Πριν τριάντα τόσα χρόνια ήμουν βαθμολογητής
στην έκθεση στις πανελλαδικές εξετάσεις. Πέφτω πάνω σε ένα τέτοιο ασυνάρτητο
ακαταλαβίστικο κείμενο. Του έβαλα 3. –Αφηρημένος ήσουν; Με ρώτησε ο υπεύθυνος
για την έκθεση. –Καθόλου αφηρημένος, έτσι το αξιολόγησα.
Μια φίλη συναδέλφισσα μου έδειξε με θαυμασμό
μια παρόμοια «κουλτουριάρικη», ασυνάρτητη έκθεση. Εξέφρασα ήπια τις αντιρρήσεις
μου για να μην την προσβάλω.
Δεν συνάντησα παρόμοιες εκθέσεις, όμως σήμερα
δεν θα ήμουν τόσο αυστηρός. Τουλάχιστον αυτοί οι δυο μαθητές είχαν κάνει κάποια
διαβάσματα, σε σχέση με τη «σιωπηλή πλειοψηφία».
Παρεμπιπτόντως να πω ότι δεν με απασχόλησε
ποτέ αν θα είχα διαφορά βαθμολογίας με τον άλλο βαθμολογητή. Όταν έπεφτα πάνω
σε κάποιο χαρισματικό γραφτό που δεν ήταν παράφραση κάποιου εκθεσιολόγιου με
τις τετριμμένες τις περισσότερες φορές αντιλήψεις, του έβαζα ολοστρόγγυλο 100,
δηλαδή είκοσι. Αυτό συνέβη κάμποσες φορές.
Παρεμπιπτόντως και πάλι, ένα «κουλτουριάρικο»
σχήμα που το θεωρώ απλά σαν ένα υφολογικό στολίδι χωρίς βαθύτερο νόημα είναι
ένα σχήμα χιαστί, που, αν θυμάμαι καλά, το χρησιμοποιεί ο Βέλτσος, αλλά και
αρκετοί άλλοι. Βρήκα ένα παράδειγμα από κάποιο άλλο κείμενο: «Η γλώσσα
του Άλλου και το Άλλο της γλώσσας».
Τελειώνοντας θα πω ότι τα δικά μου κείμενα
δεν είναι καθόλου ακαταλαβίστικα. Πιθανότατα αυτό το οφείλω στην μαθητεία μου
στη «Νέα Αριστερά», ένα αριστερό γκρουπούσκουλο που έκανε επίσημα την εμφάνισή
του αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Ξεχυνόμασταν όλοι για τη λεγόμενη
«στρατολόγηση». Για να στρατολογήσεις κάποιον στην οργάνωση έπρεπε να του μιλάς
μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει. Ο Ιησούς μάλιστα, που κι αυτός μιλούσε
απλά, για να είναι απόλυτα σίγουρος ότι θα τον καταλάβουν χρησιμοποιούσε και
παραβολές. Βέβαια η απλή και κατανοητή γλώσσα του δεν θα ήταν αρκετή αν δεν
έκανε πού και πού κανένα θαύμα.
No comments:
Post a Comment