Μαξίμ Γκόρκι, Ο παππούς Αρχίπ και ο Λιόνκα, Παιδική Λογοτεχνία 1972, Μόσχα, σελ. 95
Κατεβαίνοντας στην Κρήτη με έπιασαν τα υπαρξιακά μου άγχη. Βρήκα ένα σωρό βιβλία αδιάβαστα, που τώρα πια ξέρω ότι δεν θα τα διαβάσω ποτέ. Και σκέφτηκα, υπάρχει λόγος να διαβάσω κι άλλα βιβλία;
Είπα να ασχοληθώ με τις γλώσσες.
Ο λόγος;
Είμαι σε μια ηλικία που το Alzheimer είναι μια απειλή. Η ενασχόληση με τις γλώσσες και με το sudoku είναι μια καλή άμυνα απέναντί του.
Προτίμησα τις γλώσσες.
Ασχολήθηκα με αλβανικά, ρουμάνικα και εσπεράντο, γλώσσες που είχα ξαναδιαβάσει.
Και διάβασα και το «Ο παππούς Αρχίπ και ο Λιόνκα».
Στα ρώσικα.
Το βιβλίο το είχα πάρει πριν δεκαετίες.
20 δραχμές.
Δεν κατάφερα να το τελειώσω στην Κρήτη, έμεινα στο ομώνυμο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή και που είναι το μεγαλύτερο. Βρίσκεται λίγο μετά τη μέση
Το τέλειωσα χθες.
Είπα να γράψω δυο κουβέντες, όπως κάνω για κάθε βιβλίο που διαβάζω.
Ο παππούς και ο εντεκάχρονος εγγονός του ζητιανεύουν. Ο παππούς είναι ανήσυχος: Τι θα απογίνεις όταν φύγω από τη ζωή;
Τους βλέπουμε να περιμένουν τη μαούνα που θα τους περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού. Ένας κοζάκος τους παίρνει στο κάρο του. Πηγαίνουν στο χωριό. Ο παππούς θα πάει στην εκκλησία να ζητιανέψει. Ο εγγονός συναντάει ένα επτάχρονο κοριτσάκι που έχει σκάσει στο κλάμα: έχασε το μαντήλι του, και περιμένει ξύλο από τον πατέρα της. Ο Λιόνκα προσπαθεί να την παρηγορήσει.
Ο παππούς έκλεψε, το παίρνουν χαμπάρι και μόνο που δεν τον σκοτώνουν στο ξύλο. Καταφεύγουν στο δάσος. Ναι, ο παππούς έκλεψε εκείνο το μαντήλι.
-Είσαι κλέφτης, του λέει ο εγγονός κτυπώντας τον με τη μικρή γροθιά του. Μετανιώνει όμως αμέσως, του ζητάει συγνώμη, και του λέει να πάνε στο χωριό.
Και ο παππούς;
«Δεν πάω… δεν σε συγχωρώ… Εφτά χρόνια τώρα σε φροντίζω… Όλα για σένα… ζούσα… για σένα. Δεν μου χρειάζεται τίποτα πια… Πεθαίνω… Πεθαίνω… κι εσύ λες- κλέφτης… Για ποιο λόγο έγινα κλέφτης; Για σένα… Μόνο για σένα… Για να ζήσεις εσύ…. Για σένα μάζευα… έγινα και κλέφτης. Ο Θεός τα βλέπει όλα… Ξέρει αυτός… θα με τιμωρήσει. Δεν με λυπάται, το γέρικο σκυλί… για τις κλεψιές. Και με τιμώρησε ήδη… Θε μου! Με τιμώρησες!... ε; με τιμώρησες; Με το χέρι του παιδιού με σκότωσες… Αλήθεια Θε μου! Σωστά… Είσαι δίκαιος, Κύριε…» (σελ. 82).
Συγκινητικό.
Ο μικρός θα φύγει για το χωριό.
Νύχτα καταιγίδας. Αστραπές, βροντές, κεραυνοί.
Θα πεθάνουν και οι δυο, χωριστά.
Οι κοζάκοι θα τους θάψουν δίπλα δίπλα.
Όχι όμως στο νεκροταφείο, είναι ξένοι.
Θα τους θάψουν εκεί που βρήκαν τον γέρο.
Δυο λόγια και για τα υπόλοιπα διηγήματα.
«Το σπουργιτάκι» το προστάτεψε η μητέρα του από το γάτο.
«Τι έπαθε ο Εβσέικα»;
Πήγε στην ακτή να ψαρέψει με καλάμι, τον πήρε ο ύπνος, και ονειρεύτηκε ότι ήταν μέσα στη θάλασσα και μιλούσε με τα ψάρια.
Για τον ατίθασο «Πέπε» που κυκλοφορούν ένα σωρό ιστορίες, αποφαίνεται κάποιος: -Αυτός θα γίνει αναρχικός.
Στα «Παιδιά από την Πάρμα» διαβάζουμε για την συνάντηση παιδιών από τη Ρωσία με παιδιά από την Πάρμα.
Την «Κατσάδα» την έφαγε ο Μίσκα που είχε μαγευτεί τόσο από ένα τσίρκο, ώστε άρχισε να μιμείται τα καμώματα των κλόουν κάνοντας επίδειξη στους συμμαθητές του.
«Στα παιδικά χρόνια του Ηλία» έχουμε το επιμύθιο: Στο χωριό είναι καλύτερα από ό,τι στην πόλη (σελ. 46).
Το συνειδητοποίησα κι εγώ για άλλη μια φορά, μόλις επέστρεψα στην Αθήνα.
«Στο δάσος» διαβάζουμε για τον πιτσιρικά που έπιανε πουλιά, τα έβαζε στο κλουβί για να τα πουλήσει ο παππούς του.
«Η φλεγόμενη καρδιά του Ντάνκο» είναι κανονικό παραμύθι, με το φανταστικό μέσα.
Η φυλή ζει στο δάσος. Μια άλλη φυλή την εκτοπίζει σπρώχνοντάς τη προς τα μέσα. Φοβούνται να διασχίσουν το δάσος. Ο Ντάνκο τους ενθαρρύνει. Στο δρόμο αποθαρρύνονται. Τον κατηγορούν, ετοιμάζονται να τον σκοτώσουν. Αυτός βγάζει την καρδιά του και φωτίζει το δρόμο. Η καταχνιά χάνεται, αυτοί παίρνουν θάρρος.
Βγαίνουν από το δάσος, και μόλις βγαίνουν αυτός πέφτει νεκρός.
Ψάχνοντας τώρα στο διαδίκτυο βλέπω ότι εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δωρικός με τίτλο «Διηγήματα και παραμύθια» (Ο Αριστείδης ο Κλάδος μου εξέδωσε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας») αλλά φέρεται εξαντλημένο.
No comments:
Post a Comment