Μέλπω Γρυπάρη, Φάος-Σελήνη-Φέγγαρος, Μελάνι 2012, σελ. 50
Η βιβλιοκριτική αυτή δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ποιήματα γεμάτα μουσικότητα περιέχει αυτή η πρώτη ποιητική
συλλογή της ποιήτριας
Αναρωτιέμαι αν
υπάρχει ποιητής που να μην έχει κάνει αναφορά στη σελήνη σε κάποιο ποίημά του. Κάποιοι
μάλιστα έχουν γράψει ξεχωριστά ποιήματα γι’ αυτήν, όπως για παράδειγμα ο
Λεοπάρντι («Στη σελήνη»),
και ο δικός μας ο Αντώνης Φωστιέρης («Στηναργυρή σελήνη»). Έχω υπόψη μου επίσης δυο ποιητικές συλλογές που έχουν στον
τίτλο τη λέξη «φεγγάρι». Είναι η ποιητική συλλογή της Κύπριας ποιήτριας
Ευρυδίκης Περικλέους-Παπαδοπούλου «Φεγγάρι μην κλαις»
και του Άρη Χαραλαμπάκη «Κόκκινοφεγγάρι». Η Γρυπάρη, εκτός από τη λέξη «σελήνη» ίσως βάζει τη λέξη
«φέγγαρος» αντί για «φεγγάρι» για να καλύψει και τα τρία γένη με τις τρεις
λέξεις του τίτλου.
Η ποίηση στη
μακρόχρονη ιστορία της ήταν συνδεμένη με τη μουσική. Τα πρώτα ποιητικά
δημιουργήματα στην ιστορία μας, αυτά των ραψωδών και των αηδών,
τραγουδιόντουσαν. Τα μέτρα πάνω στα οποία γράφεται η παραδοσιακή ποίηση
δημιουργούν μια μουσική αίσθηση, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που συχνά εκβιάζουν τη
μελοποίηση. Αυτό υποστηρίζει ο Νίκος Μαμαγκάκης ότι έγινε με τον «Ερωτόκριτο»:
η απαγγελία του μεγάλου αυτού επικολυρικού έργου της Κρητικής Αναγέννησης
μετεξελίχθηκε στη γνωστή μελωδία. Μάλιστα η μουσικότητα του παραδοσιακού στίχου
δεν ήταν ικανοποιητική για κάποιους γάλλους ποιητές, τους συμβολιστές, οι
οποίοι κυρίως με την τεχνική της παρήχησης και την υποχώρησης του νοήματος
θέλησαν να αναδείξουν την εγγενή μουσικότητα της ποίησης.
Αυτό ήταν και το
κύκνειο άσμα. Με τη σύγχρονη ποίηση εγκαταλείπεται η μουσικότητα, ενώ η
κυριολεκτικότητα του νοήματος διαχέεται στην πολυσημία και τη διακειμενικότητα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια, από τη στιγμή που
η ποίηση αρχίζει να χάνει την προφορικότητά της –ευτυχώς η λαϊκή ποίηση, μέσα
στην οποία ξεχωριστή θέση κατέχει η μαντινιάδα, καλά κρατεί.
Η μετατόπιση αυτή
όμως δεν γίνεται χωρίς κάποια νοσταλγία. Στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης
ποίησης πολλές φορές εμφιλοχωρεί ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, συχνά
ασυνείδητα, ενίοτε όμως, όπως στην περίπτωση του Μανόλη Πρατικάκη, συνειδητά. Αυτή
η νοσταλγία της μουσικότητας της παραδοσιακής ποίησης εκφράζεται εντελώς
αυθόρμητα στα ποιήματα της Γρυπάρη.
Τα ποιήματα αυτά τα
απόλαυσα σαν μουσικές συνθέσεις·
άλλοτε σαν μουσική δωματίου, όπως το Little red (μιλάει η κοκκινοσκουφίτσα) και
άλλοτε σαν συμφωνικά έργα, όπως το δεκασέλιδο «Φάος-Σελήνη-Φέγγαρος». Η μουσική
αίσθηση ήταν τόσο έντονη, που συχνά έπιανα τον εαυτό μου να παρασύρεται τόσο
από αυτή ώστε μην τον απασχολεί το νόημα. Εκφράζοντάς το με γλωσσολογικούς
όρους, θα έλεγα ότι στα ποιήματα αυτά υπάρχει μια διολίσθηση του σημαινομένου για
χάρη του σημαίνοντος.
Θα χρησιμοποιήσω μια
μεταφορά: στα ποιήματα της Γρυπάρη ο ελεύθερος στίχος είναι ένας τάπητας
διακοσμημένος με τις κανονικότητες του παραδοσιακού στίχου, και μάλιστα σε
φόρμες της δημοτικής ποίησης με τον ίαμβο να κυριαρχεί, κυρίως στην εκδοχή του κρητικού
δεκαπεντασύλλαβου με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Η εμμονή με τη ρίμα είναι
τόσο έντονη ώστε συχνά βλέπουμε να ριμάρουν τα ημιστίχια μέσα στον ίδιο στίχο.
«λοιπόν αυτός ο Υμηττός, όρθρος βαθύς από νυχτός
οι τρεις φορές του πετεινού, το λυκαυγές του μαχαιριού»
(σελ. 47).
Ο ιαμβικός
δεκαπεντασύλλαβός της όμως δεν δείχνει να έχει άμεση προέλευση από την δημοτική
μας ποίηση·
περισσότερο παραπέμπει στο Σολωμό. Συχνά διαβάζοντας τους ιαμβικούς
δεκαπεντασύλλαβούς της είχα την αίσθηση ότι είχα διαβάσει παρόμοιους στο
Σολωμό, κυρίως όσον αφορά το στιχουργικό σχήμα. Για παράδειγμα ο στίχος «μμμ!
κοριτσάκια αμάθητα και ποθητά κι αθώα» (σελ. 21) μου θύμισε τον σολωμικό
«όμορφη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία» («Ελεύθεροι πολιορκημένοι», Γ΄
σχεδίασμα).
Όμως ας δώσουμε ένα
μεγαλύτερο δείγμα, από την τελευταία σελίδα του «Φάος-Σελήνη-Φέγγαρος».
«Είμαι η σελήνη, είμαι αυτό
το φέγγος κυκλωμένο
το κατεβατό
μητρώο το απόρρητο
η επαγωγή, η ρυθμοδέτις
το γάλα, το ρολόι, το δρεπάνι εγώ, ο καθρέφτης
το έσοπτρό του, η αγκαλιά
του κήπου μου,
η φθίνουσα, η πλήθουσα
η νυχτόβια, με τα σκυλιά
το δέος, το δέλεαρ, το γόητρό του…» (σελ. 24).
Το εφέ της απαρίθμησης
παραπέμπει συνειρμικά στις προσωνυμίες της Παναγίας.
Η συνειρμοί όμως λειτουργούν
ποικιλοτρόπως. Διαβάζοντας το «φέγγαρος» στον τίτλο θυμήθηκα ένα από τα
ανέκδοτα της γιαγιάς μου και, αδιόρθωτος ανεκδοτάς καθώς είμαι, παρά το ότι το
πλήρωσα ακριβά κάποτε, θα το παραθέσω.
Εκείνοι την εποχή τη
θέση των Ποντίων, στα κρητικά ανέκδοτα τουλάχιστον, την είχαν οι Συμιώτες. Ένας
Συμιώτης λοιπόν θέλει να βγάλει νερό από το πηγάδι του τη νύχτα. Έχει
πανσέληνο, και καθώς σκύβει στο πηγάδι για να ρίξει τον κουβά βλέπει το φεγγάρι
να καθρεφτίζεται στο νερό. Βάζει τις φωνές: -Τρεχάτε χωριανοί, έπεσε το φεγγάρι
στο πηγάδι μου, ελάτε να το βγάλουμε.
Μαζεύονται οι
χωριανοί, κάποιος φέρνει ένα τσιγκέλι, το παίρνει ο Συμιώτης και το ρίχνει στο
πηγάδι. Το τσιγκέλι σκαλώνει σε κάποια πέτρα στα τοιχώματα, και δεν λέει να
ξεκολλήσει. Ο Συμιώτης βέβαια πιστεύει ότι έχει γαντζώσει το φεγγάρι. Κάποια
στιγμή, μετά από πολύ προσπάθεια, απαγκιστρώνεται το τσιγκέλι και ο Συμιώτης
πέφτει πίσω ανάσκελα. Καθώς σ’ αυτή τη στάση βλέπει το φεγγάρι στον ουρανό,
φωνάζει ενθουσιασμένος στους χωριανούς (ακριβώς τα λόγια της γιαγιάς μου): -Για
ιδέτε, ήπεσα και εβάρικα (κτύπησα), μα γιάε (κοίταξε) πού επέταξα το φέγγαρο;
Στον ουρανό.
Η δεύτερη φορά που
συναντάω τη λέξη «φέγγαρος» είναι στο τίτλο αυτής της συλλογής.
Η Γρυπάρη είναι μια
ταλαντούχα ποιήτρια, με μια ιδιότυπη ποιητική φωνή. Η μουσικότητα της ποίησής
της με αυτή την ιδιότυπη σύζευξη ελεύθερου και παραδοσιακού στίχου την κάνουν
εντελώς ξεχωριστή. Σίγουρα θα ξαναγράψουμε γι’ αυτήν.
No comments:
Post a Comment