Του τάφου, 33η
ιστορία, Το στοίχημα
Η ιστορία αυτή έχει κάποια ομοιότητα
με την 28η ιστορία,
«Προσδοκώ ανάσταση νεκρού». Την άκουσα χθες βράδυ σε μια παρέα.
Η χήρα
μοιρολογιέται πάνω στον τάφο του άντρα της. Φαίνεται απαρηγόρητη. Δυο φίλοι
παρατηρούν από μακριά. Λέει ο ένας:
-Βάζεις
στοίχημα να πάω να την πηδήξω;
-Μας
δουλεύεις; Το βρίσκεις τόσο εύκολο;
-Και εγώ
σε ξαναρωτώ: πας στοίχημα; Αν είσαι σίγουρος πώς θα χάσω, γιατί φοβάσαι να
βάλεις στοίχημα;
-Εν τάξει,
βάζω στοίχημα.
-Και τι θα
χάσεις;
-Το
μουλάρι μου. Εσύ;
-Εγώ θα
σου δώσω δυο χιλιάρικα. Πάει;
-Πάει.
Ικανοποιημένος
με το στοίχημα, σίγουρος ότι θα κερδίσει, πηγαίνει στον διπλανό τάφο από αυτόν
της χήρας και αρχίζει να μοιρολογιέται.
-Γυναικούλα μου, που με άφησες μόνο, και ποιος θα μου μαγειρεύει τώρα,
και ποιος θα μου πλύνει τα ρούχα, και με ποια…
Όχι, αυτό
δεν το γράφουμε.
Η χήρα κάποια
στιγμή σταματάει το κλάμα και τον ρωτάει με θλιμμένο ύφος.
-Κι εσύ
καημένε έχασες το ταίρι σου;
-Πάει ένας
μήνας, και δεν μπορώ να συνηθίσω τη μοναξιά.
-Και πώς
πέθανε η κακομοίρα;
-Άσε, πού
να στα λέω. Είμαι φαρμακοψ@λ#ς και άθελά μου τη φαρμάκωσα στο τέτοιο της. Έτσι
πέθανε.
-Αχ, να
πέθαινα κι εγώ, δεν την θέλω πια αυτή τη ζωή τώρα που έχασα τον άντρα μου, αλλά
δεν θέλω και να αυτοκτονήσω, είναι αμαρτία, το λέει η θρησκεία μας. Τι λες, μπορείς
να με φαρμακώσεις κι εμένα για να πάω να τον συναντήσω στον άλλο κόσμο;
-Αμέ; λέει
αυτός προσπαθώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
Την πιάνει
λοιπόν, την ξαπλώνει στην ταφόπλακα, και ξεκινάνε τη δουλειά.
Η χήρα κάποια
στιγμή φτάνει στον οργασμό και αρχίζει να ουρλιάζει.
-Άντρα
μου, χάνομαι.
Ο φίλος
που την ακούει από μακριά μουρμουρίζει αγανακτισμένος.
-Εσύ μωρή
χάνεσαι ή εγώ χάνω το μουλάρι μου;
No comments:
Post a Comment