Το Φραγκιό, εκδόσεις ΑΛΔΕ 2011, σελ. 55
Κυκλοφόρησε στη σειρά "metroαναγνώσματα", και αποτελείται από πέντε διηγήματα. Τα δύο αναρτήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα, το Requiem (1997) και η Πασχαλινή ιστορία (2010), η οποία μετονομάστηκε σε Φραγκιό, δίνοντας και τον τίτλο στη συλλογή. Το Requiem δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό "Γεραπετρίτικη Απόπειρα", την ίδια χρονιά που γράφηκε. Έγιναν ελάχιστες τροποποιήσεις. Ξεκινώντας από σήμερα θα αναρτήσουμε στο blog μας και τα υπόλοιπα τρία διηγήματα. Ξεκινάμε με το "Πρωταπριλιάτικο" (2000).
Κυκλοφόρησε στη σειρά "metroαναγνώσματα", και αποτελείται από πέντε διηγήματα. Τα δύο αναρτήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα, το Requiem (1997) και η Πασχαλινή ιστορία (2010), η οποία μετονομάστηκε σε Φραγκιό, δίνοντας και τον τίτλο στη συλλογή. Το Requiem δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό "Γεραπετρίτικη Απόπειρα", την ίδια χρονιά που γράφηκε. Έγιναν ελάχιστες τροποποιήσεις. Ξεκινώντας από σήμερα θα αναρτήσουμε στο blog μας και τα υπόλοιπα τρία διηγήματα. Ξεκινάμε με το "Πρωταπριλιάτικο" (2000).
Την τελευταία φορά που τον
είδα ήταν στο πανηγύρι του αγίου Αντωνίου, πέρυσι. Σαν μέλος του πολιτιστικού
συλλόγου του χωριού, βοηθούσε κι αυτός να βγει άψογη η βραδιά, να φύγουν όλοι
ευχαριστημένοι, όπως κάθε χρόνο. Ήταν στα ποτά. Οι διψασμένοι από την κάψα του
χορού πήγαιναν κι έπαιρναν μπύρες, αναψυκτικά και εμφιαλωμένα νερά από το
φορτηγάκι που ήταν σταματημένο στην είσοδο της πλατείας. Ο Γιώργης έπαιρνε την
παραγγελία, έδινε την εντολή, έπαιρνε τα λεφτά, έδινε πίσω τα ρέστα.
Δεν θυμάμαι τι λόγια ανταλλάξαμε. Για την
κοσμοσυρροή στο πανηγύρι, για τον Γαργανουράκη, για την αδελφή του που
παντρεύτηκε πρόσφατα; Αυτό που δεν ήξερα τότε είναι ότι θα ήταν τα τελευταία
μας.
Ήταν ο δεύτερος γιος μιας πολυμελούς
οικογένειας. Έξυπνος, ωραίος, υπεύθυνος, όπως όλα τα παιδιά σ’ αυτές τις
οικογένειες, που ξέρουν ότι θα πρέπει να παλέψουν στη ζωή, γιατί ο
οικογενειακός κλήρος που θα τους πέσει είναι μικρός για να τους φτάσει να
ζήσουν. Από καιρό εξάλλου τα εισοδήματα από τα λιοχώραφα είχαν καθηλωθεί. Έτσι,
εκτός από γεωργός, δούλευε και οικοδόμος. Δούλευε και τα χωράφια της Μαρίας. Ο
άντρας της τής είχε αφήσει χρόνους, και μια κόρη να φροντίσει.
Ο Γιώργης ανέλαβε τα χωράφια τους, που η γριά
μάνα ήταν ανίκανη να καλλιεργήσει. Κλάδεψε, ξεχέρσωσε, φύτεψε καινούρια δένδρα,
οι δυο τόνοι λάδι το χρόνο γίνηκαν έξι. Ευχαριστημένη η μάνα, ευχαριστημένη και
η κόρη, που ένα τέτοιο ωραίο παιδί έμπαινε στο σπίτι τους, για να δώσει αναφορά
πώς πήγε η σοδειά, για να λογαριαστούνε.
Όμως μια περίεργη μελαγχολία σκίαζε το όμορφο
πρόσωπό του, που ο Γιώργης την έκρυβε καλά κάνοντας συνεχώς αστεία. Ήταν ο πιο
εύθυμος, ο πιο γλεντζές της παρέας. Πού να οφειλόταν άραγε;
Ο Γιώργης ένιωθε όλο και πιο έντονη την
ανάγκη να κρύψει αυτή τη μελαγχολία, που φαίνεται ότι θέριευε μέσα του, γι αυτό
και έτρεχε πιο συχνά στις ταβέρνες και τα μπαρ με τους φίλους του. Η ευθυμία
του ποτού γινόταν κανονικό μεθύσι.
Ήλθε ο Μάρτης (Αχ, καρδούλα μου, γιατί μας το
’κανες αυτό), και σε μια ταβέρνα δηλώνει στην παρέα του ότι θα κάνει ένα
πρωταπριλιάτικο αστείο, που θα τους αγγίξει όλους. Μεθυσμένα λόγια. Τα
θυμήθηκαν όμως όλοι με ανατριχίλα την πρώτη του Απρίλη, του ίδιου αυτού Απρίλη
που γράφω αυτές τις γραμμές.
Ήταν η τελευταία μέρα του μήνα. Ο
περισσότερος κόσμος ούτε που είχε στο μυαλό του τα πρωταπριλιάτικα αστεία της
επομένης. Όμως κάποιοι λίγοι τα σχεδίαζαν αχνογελώντας το βράδυ στο κρεβάτι
τους, πριν κοιμηθούν. Τι θα κάνουν, τι θα πουν, σε ποιους θα το κάνουν, σε
ποιους θα το πουν. Μ’ αυτή τη σκέψη τους πήρε ο ύπνος.
Έφευγαν από το μπαρ. -Έχεις πιει πολύ Γιώργη,
πρόσεξε μην σε πιάσουν για αλκοτέστ στο δρόμο, και πάει το καινούριο σου αμάξι.
Δυο δόσεις είχε προλάβει να πληρώσει μόνο. Γέλασε χωρίς να σχολιάσει.
Αχ, γιατί να μην τη στήσουν οι αστυνομικοί,
όπως το έκαναν τόσο συχνά, στο σταυροδρόμι, για αλκοτέστ. Ο Γιώργης έζεχνε
ουίσκι, θα τον βούταγαν και θα τον έχωναν στο κρατητήριο. Θα του έκαναν
κατάσχεση και στο αμάξι, αλλά ποιος νοιάζεται για το αμάξι, σημασία έχει ότι
δεν θα πήγαινε σπίτι του, να βάλει μπρος το σατανικό του σχέδιο, για το
μακάβριο πρωταπριλιάτικο αστείο που μας ετοίμαζε.
Σπίτι έφτασε ξημερώματα. Πήγε στην τουαλέτα,
και ξυρίστηκε με επιμέλεια, φροντίζοντας να μην κοπεί. Χτενίστηκε, και έριξε
πάνω του αντρική κολόνια, σαν να πήγαινε για γαμπρός.
Ή μήπως πήγαινε;
Όμως δεν έβαλε το καλό του κουστούμι, που θα
μπορούσε να είναι και γαμπριάτικο. Φόρεσε τις πιτζάμες του με ήρεμες κινήσεις,
γεμάτες τελετουργική μεγαλοπρέπεια. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ίσως να είπε κάποια
προσευχή από μέσα του, όμως κανείς δεν είναι σίγουρος. Αν ναι, τι λόγια να είπε
άραγε;
Άπλωσε το χέρι και πήρε το μπουκάλι που ήταν
δίπλα στο κομοδίνο. Μα καλά, αυτό το παιδί, τόσο ήπιε απόψε, ακόμα δεν χόρτασε
το πιοτό;
Στο μπαρ κατέβασε πολλά ποτήρια ουίσκι.
Πρόσεχε Γιώργη, μην το ανακατέψεις με άλλο ποτό και σε πειράξει περισσότερο. Να
δούμε μήπως αυτό το μπουκάλι έχει ουίσκι, κι έτσι δεν υπάρχει φόβος.
Πλησιάζουμε το κρεβάτι, ο Γιώργης έχει κλειστά τα μάτια. Σκύβουμε στο κομοδίνο,
και σηκώνουμε το μπουκάλι, να δούμε τι ήπιε, πριν κοιμηθεί. Όχι, δεν μοιάζει
για ουίσκι. Τι καινούριο ποτό είναι πάλι αυτό το Λανέιντ; Δεν το συνάντησα στην
Αθήνα σε κανένα μπαρ, τόσα χρόνια που είμαι εκεί. Τέλος πάντων, καλή νύχτα Γιώργη.
- Τον χάσαμε τον Γιώργη...
- Βρε τον άθλιο, πού εξαφανίστηκε, αυτό ήταν
το πρωταπριλιάτικο αστείο του; Κάπου θα κρύβεται.
- Δεν κατάλαβες, αυτοκτόνησε.
Η είδηση έπεσε σε όλους κεραυνός. Μακάβριο
αστείο. Πάει ο Γιώργης, στα τριαντατρία του, στην ηλικία του Χριστού. Και του
Μεγαλέξαντρου.
Θυμάμαι τον Γιώργο τον Ντεμίρη, συνάδελφο της
γυναίκας μου. Είχε την έμμονη ιδέα ότι θα πέθαινε τριαντατριών χρονών. Μια μέρα
δεν πήγε στη δουλειά, χωρίς να ειδοποιήσει. Ανησύχησαν όλοι. Τι να κάνουμε;
Επέμεινα να ανοίξουμε το σπίτι του εκείνο το
βράδυ, μήπως και είναι σοβαρά άρρωστος. Η αστυνομία, παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις,
ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με τον κλειδαρά που είχαμε φωνάξει. Άνοιξαν την πόρτα.
Ήταν ξαπλωμένος νεκρός πάνω στο κρεβάτι του. Όλες οι αρτηρίες της καρδιάς
βουλωμένες, έδειξε η νεκροψία. Κάπνιζε πάρα πολύ. Ήταν τριαντατριών χρονών.
Τι να γίνεται άραγε ο αντικαταστάτης μου στο
στρατό, έφεδρος ανθυπολοχαγός, στο Λόχο διοικήσεως της Λάρισας; Θυμάμαι μόνο το
επώνυμό του, Κοτσάφτης, και ότι ήταν δάσκαλος. Είχε κι αυτός την έμμονη ιδέα
ότι θα πέθαινε τριαντατριών χρονών.
Μα γιατί αυτό το μακάβριο πρωταπριλιάτικο
αστείο σου, Γιώργη;
Άκουσα διάφορες εκδοχές.
Πρώτη εκδοχή:
Η Μαρία είχε πεθάνει πριν λίγο καιρό,
αφήνοντας μόνη της την κόρη της. Ο Γιώργης της στάθηκε σαν αδελφός.
Όμως υπάρχουν και οι καχύποπτοι. Κάποιοι
είπαν ότι ο Γιώργης έβαλε χέρι στα χρήματά της. Με ποιον τρόπο; Τάζοντάς της
γάμο.
Ποτέ δεν αποδείχτηκε. Όμως ο Γιώργης ήταν
ευαίσθητος, και οι υποψίες, και περισσότερο οι φήμες που άρχισαν να διαδίδονται
σιγά σιγά, τον πλήγωναν. Πλήγωναν το φιλότιμό του, την αξιοπρέπειά του, το
«πρόσωπό» του. Οι γιαπωνέζοι, όταν «χάσουν το πρόσωπό» τους, χρησιμοποιούν την
αυτοκτονία ως μέσο επανόρθωσης. Δεν νομίζω ότι ο Γιώργης είχε διαβάσει για τους
γιαπωνέζους. Όμως είναι ίσως γραμμένο σε κάποια γονίδια, όταν νιώθεις ότι
προσβάλλεσαι να αυτοκτονείς. Και ο Γιώργης φαίνεται ότι είχε πολλά από αυτά τα
γονίδια ευθιξίας, αν και δεν ήταν γιαπωνέζος.
Δεύτερη εκδοχή:
Ο Γιώργης δήλωσε μια μέρα ότι θα πάει στην
Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις. Πήγε, γύρισε. Δεν δήλωσε ποτέ τη φύση της
αρρώστιας του. Ήξεραν όλοι ότι υπέφερε από τη μέση του. Όμως αυτή η αρρώστια
δεν είναι θανατηφόρα, και οι πόνοι της δεν είναι δα και τόσο αβάσταχτοι. Μήπως
είχε και κάποια άλλη αρρώστια, την οποία δε μολόγησε; Και ποια να είναι αυτή;
Η φαντασία μπορούσε να οργιάζει ανάμεσα στον
καρκίνο και το έητζ.
Άκουσον, άκουσον, η τρίτη εκδοχή: Ο Γιώργης,
όπως όλοι, ή σχεδόν όλοι, έπαιξε στο χρηματιστήριο, με δανεικά χρήματα. Μπορεί
να μην έπαιξε φούσκες, όμως όλες οι μετοχές ξεφούσκωσαν, και πολύς κόσμος έχασε
τα λεφτά του. Κι όταν τα λεφτά που παίζεις είναι δικά σου, μικρό το πρόβλημα.
Όταν όμως είναι ξένα, και δεν έχεις να τα επιστρέψεις, όπως υποσχέθηκες, τότε
τι κάνεις;
Αβασάνιστη η απάντηση, ότι αυτοκτονείς.
Θα απορρίψω όλες τις παραπάνω εκδοχές. Ως
λογοτέχνης, θα υπεραμυνθώ της δικής μου εκδοχής. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι η
αληθινή. Νεκρός ο Γιώργης ανήκει στη σφαίρα του μύθου, δηλαδή στη δική μου
αρμοδιότητα.
Ο Γιώργης αγάπησε κάποτε μια κοπέλα. Δεν ξέρω
αν ήταν ξανθιά ή μελαχρινή, πάντως ήταν πολύ ωραία. Γιατί πρέπει να την
ερωτεύτηκε με πάθος. Κι αν δεν το μάθαμε, είναι γιατί το πάθος αυτό κρατήθηκε
κρυφό, μη μαθευτεί, και πρώτα απ’ όλα από τους γονείς της κοπέλας, που ήθελαν
για την κόρη τους τον σπουδασμένο, τον δημόσιο υπάλληλο, τον πλούσιο, τον...
Ο Γιώργης δεν είχε να τους παρουσιάσει παρά
την εργατικότητά του και την καλή του καρδιά. Φτηνή πραμάτεια για τις
απαιτήσεις των γονιών. Όμως, όπως είπαμε, ήταν ωραίο παιδί, και αυτό έφτανε και
περίσσευε για την κόρη.
Δεν ξέρω πού σκάλωσε το πράγμα. Χώρισαν. Στην
πραγματική ζωή λίγες είναι οι Αρετούσες. Μάλλον όμως δεν ήταν αιτία οι γονείς, αλλά
ο πλούσιος συμφοιτητής της. Μάτια που δεν βλέπονται... Οι φοιτητές ζουν το «εδώ
και τώρα» στα μπαράκια, και οι καλοκαιρινοί έρωτες μοιάζουν με όνειρα θερινής
νυκτός. Αν και δεν γνωρίστηκαν στα μπαράκια, στα μπαράκια ζεστάθηκε το πράγμα
που είχε ξεκινήσει από τις φοιτητικές εκλογές, όταν δίπλα δίπλα μάχονταν για τη
νίκη της παράταξης. Η παράταξη κέρδισε, μαζί και ο συμφοιτητής της που την
κέρδισε. Ο Γιώργης ήταν ο μεγάλος χαμένος.
Είχε αραιώσει τα δικά της τηλεφωνήματα. Όσο
πιο σπάνια τον έπαιρνε αυτή, τόσο πιο συχνά την έπαιρνε αυτός. Μήπως δεν τον
αγαπάει πια; Μήπως βρήκε άλλον; Μην είσαι ανόητος, μόνο εσένα αγαπάω, του
έλεγε, όμως ο τόνος της φωνής της δεν ήταν πειστικός. Αυτός άρχισε να γίνεται
πιεστικός, επίμονα πιεστικός, τι μου κρύβεις, στο τέλος του το ξεφούρνισε,
λυπάται, πέρασε ωραία μαζί του, ήταν και ο άλλος που ήξερε την ιστορία της, και
την πίεζε να ξεκαθαρίσει, είχε τους δικούς του φόβους.
Ο Γιώργης έμεινε βουβός στην άλλη άκρη της
γραμμής. Δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Κατέβασε σιγά σιγά το ακουστικό.
Σωριάστηκε στο κρεβάτι που ήταν δίπλα του. Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στις
παλάμες του, αλλά δεν μπόρεσε να κλάψει. Αυτό θα τον ανακούφιζε, το ήξερε, αλλά
δεν μπόρεσε. Έτσι, ο πόνος που δεν βρήκε την έξοδο στο ρυάκι των ματιών, έμεινε
μέσα του και του φαρμάκωσε την καρδιά.
Το ίδιο βράδυ μέθυσε με τους φίλους του. Οι
νέοι στην επαρχία συχνά μεθούνε χωρίς λόγο, ή μάλλον ο λόγος είναι η επαρχιακή
ανία. Αυτός είχε συγκεκριμένο λόγο να μεθύσει. Μόνο που δεν τον εξομολογήθηκε
στους φίλους του.
Μέθυσε κι άλλα βράδια. Όμως το οινόπνευμα δεν
σβήνει τη φωτιά, την φουντώνει. Μήπως μπορεί να τη σβήσει το νερό; Όμως,
«Αυτό το αχ δεν είν’ φωτιά, να πιω νερό να
σβήσει,
μόνο ’ναι πόνος στην καρδιά, και θα με
βασανίσει».
Πρωτοδιόριστος στην Κάρπαθο, άκουσα πολλές
φορές τον συνάδελφο το Γιάννη τον Αγγελάκη να τραγουδάει αυτή την μαντινιάδα.
Ομοιοπαθής.
Όταν την άκουσε κι ο Γιώργης, κατάλαβε ότι
δεν θα γλύτωνε έτσι εύκολα. Το φάρμακο που χρειαζόταν ήταν πιο δραστικό. Τότε
άρχισε να επεξεργάζεται το φρικιαστικό σχέδιό του. Αυτό που σας περιγράψαμε πιο
πάνω.
Φρικιαστικό; Θα ’λεγα υπέρμετρα καλλιτεχνικό.
Παρόμοια καλλιτεχνικό μπορώ να θεωρήσω μόνο το σχέδιο του καθηγητή Λιαντίνη,
που εξαφανίσθηκε μέσα σε χαράδρα του Ταϋγέτου, κατά το παράδειγμα του Εμπεδοκλή
που έπεσε στην Αίτνα.
Υπάρχει όμως κάτι που το υπερβαίνει. Εδώ
έχουμε το Χρονικό μιας προαναγγελμένης
αυτοκτονίας, για να παραφράσουμε τον τίτλο του έργου του Μάρκες,
τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Κάθε
υποψήφιος αυτόχειρας έχει την δυνατότητα, και την πολυτέλεια, να δειλιάσει την
τελευταία στιγμή, να ακυρώσει, να αναβάλει. Ο Γιώργης δεν την είχε. Τι θα έλεγε
στους φίλους του την πρωταπριλιά, που θα τον ρωτούσαν για εκείνο το φοβερό
πρωταπριλιάτικο που τους υποσχέθηκε, που «θα τους έπιανε όλους»; Ήταν μια
καταδίκη χωρίς ελπίδα αναστολής.
Είπα ότι θα υπεραμυνθώ της δικής μου εκδοχής.
Όμως τι νόημα έχει άραγε ποια εκδοχή είναι η αληθινή; Έχει καμιά σημασία αν ο
Οιδίπους τυφλώθηκε γιατί τον βάραινε μια κατάρα ή γιατί εκεί τον οδήγησε ένα
προσωπικό πείσμα; Σημασία για μας έχει η ψυχική οδύνη, αυτό το ανακάτεμα των
σπλάχνων που λέγεται απελπισία, που οδηγεί στις πιο παρανοϊκές ενέργειες, που
και η πιο μεγάλη συμπόνια που είναι δυνατόν να νιώσουμε δεν μπορεί να τις ακυρώσει,
να τις κάνει αντιστρεπτές. Μια απελπισία, που ο αριστοτελικός ‘έλεος’ μας κάνει
να τη βιώνουμε σαν δική μας, ενώ η αριστοτελική ‘ταύτιση’ μας κάνει να νιώθουμε
καταδικό μας το μέγεθος της αγωνίας του.
Χλεύασες κατάμουτρα Γιώργη τη λαϊκή παροιμία
που λέει «και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι.» Έδειξες με την πράξη
σου ότι υπάρχουν όρια, πέρα από τα οποία η ζωή χάνει την όποια γλύκα της και
γίνεται αβάσταχτη.
Τον Γιώργη τον ντύσανε γαμπρό. Μοίρασαν
κουφέτα στον κόσμο, που τα έτρωγε και έκλαιγε. Η νύφη έλειπε, ήταν στην Αθήνα,
δεν το έμαθε. Ίσως γι αυτό ο γαμπρός δεν ήταν όρθιος, αλλά ξαπλωτός, μέσα στο
φέρετρο. Το γαμήλιο ταξίδι το έκανε μόνος του, πολύ κοντά, στο νεκροταφείο.
Όμως, αντίθετα από ό, τι συμβαίνει στους άλλους γάμους, ήταν πολύς ο κόσμος που
τον κατευόδωσε. Και τα δάκρυα εδώ δεν ήταν δάκρυα χαράς.
Ας είναι μνημόσυνο πρόσφορο αυτή η καταγραφή,
που γίνεται τον ίδιο Απρίλη, την παραμονή της επετείου της σταύρωσης, δυο
χιλιάδες χρόνια μετά. Ας συντηρήσει η τέχνη, έστω και με τις κάποιες
παραποιήσεις που έχει κάνει, ό, τι θα σβήσει μια μέρα από τα τεφτέρια της η
μνήμη. Για όσο μπορέσει.
Απρίλης 2000
No comments:
Post a Comment