Τάσος Αγγελίδης-Γκέντζος, Όλα ξεκίνησαν στο κοιμητήριο,
εκδώσεις Δωδώνη 2018, σελ. 91
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Στην ανάρτησή μου
για το βιβλίο του Τάσου Αγγελίδη-Γκέντζου «Οι δυο ώρες ύπνου
και το memento mori
ενός συγγραφέα» είχα γράψει: «Εξαιρετικό το βιβλίο του Τάσου Αγγελίδη-
Γκέντζου. Ευφάνταστο, βαθυστόχαστο, συγκινητικό, δείχνει ένα συγγραφέα με ταλέντο,
που θα μπορούσε πιστεύω να το αξιοποιήσει επίσης στη συγγραφή θεατρικών έργων».
Και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω ότι το έκανε, με το θεατρικό του
έργο «Όλα ξεκίνησαν στο κοιμητήριο».
Οξύμωρος ο τίτλος,
αφού όλα τελειώνουν στο κοιμητήριο και ξεκινούν στο μαιευτήριο. Μου θύμισε το
τελευταίο βιβλίο τους Ελένης Δραμητινού «Οι αθώοι ανάμεσά
μας» στο οποίο ένας ήρωάς της, άστεγος, βρίσκει καταφύγιο σε ένα
κοιμητήριο.
Ο Αστέριος
Λαμπράντης, άστεγος κι αυτός, συζητεί στο πρώτο μέρος με την Παρθένα Ορφανίδου,
ηθοποιό της παλιάς γενιάς του θεάτρου, «έξω από την εκκλησία του νεκροταφείου
μιας ελληνικής επαρχιακής πόλης». Ο Αστέριος λέγει: -Ο μακαρίτης ο Γιάννης
έλεγε για μένα με χιούμορ πως είμαι ο μοναδικός άστεγος από επιλογή.
Από επιλογή; Μα
είναι τρελός;
Όσο τρελός ήταν και
ο άγιος Φραγκίσκος και ο Βούδας, που παράτησαν τα αρχοντιλίκια και τα πλούτη
τους και περιφέρονταν σαν ζητιάνοι. Η μόνη διαφορά, ο Αστέριος δεν κηρύττει και
δεν έχει οπαδούς.
Πιο κάτω στο βιβλίο
αλλά σε αναδρομή, ο ζωντανός Γιάννης σχολιάζει απορημένος: -Έχετε δικό σας
σπίτι και μένετε στο δρόμο; Και ο Αστέριος: -Ο καθένας ζητάει τη λύτρωση με το
δικό του τρόπο. Θέλω να έχω την επιλογή να λυτρωθώ…ζωντανός! Μόλις απαλλαγώ από
το σπίτι και τα υπόλοιπα περιουσιακά μου στοιχεία, θα παραιτηθώ και από τη
δουλειά μου.
«Τα πράγματα μας
κατέχουν», δηλώνει ο υπαρξιστής Σαρτρ.
Σήμερα πολλοί
απαλλάσσονται από τα περιουσιακά τους στοιχεία πουλώντας τα για κομμάτι ψωμί,
όχι επειδή υπακούν σε κάποια κατηγορική προσταγή, υπαρξιακή ή καντιανή, αλλά
για να ζήσουν. Στην Κατοχή, ίδια και χειρότερα. Και αυτοί που δεν τους κατείχαν
πράγματα για να τα εκποιήσουν πέθαναν από πείνα.
Η επιλογή είναι
επίσης μια από τις κεντρικές έννοιες στον υπαρξισμό του Σαρτρ. Όμως η επιλογή
αυτή πρέπει να γίνεται χωρίς εξωτερική ή εσωτερική πίεση για να είναι
αυθεντική. Και η επιλογή του Αστέριου είναι αυθεντική.
Γυρνώντας στο παρόν
βλέπουμε την Παρθένα να κάνει την ίδια επιλογή: «Συμφώνησα να μου πάρουν το
θέατρο. Δεν έχω τίποτα άλλο για πούλημα.
Για να ακολουθήσει
αμέσως μετά το σατιρικό χιούμορ: -Με τη σύνταξή σου, το αποφάσισες; -Να
καταθέσω τα χαρτιά μου για σύνταξη; Και να μάθει το κοινό την ηλικία μου για
τριακόσια ευρώ; Προτιμώ να πεθάνω.
Και θυμήθηκα.
Στο χωριό μου,
πολλές γυναίκες, όταν κλήθηκαν να δηλώσουν στην κοινότητα την ημερομηνία
γέννησής τους (παλιά δεν ασχολιόντουσαν με τέτοιες λεπτομέρειες), για να
κρύψουν τα χρόνια τους έδιναν μια μεταγενέστερη ημερομηνία, πέντε και έξι χρόνια
πιο ύστερα, σαν μεταχρονολογημένες επιταγές, για να μπορούν να «αποδεικνύουν»
μια μικρότερη ηλικία από την πραγματική τους. Όταν ψηφίστηκαν οι αγροτικές
συντάξεις, λίγο πριν τη χούντα, τραβούσαν τα μαλλιά τους (ευτυχώς που οι γυναίκες,
σε αντίθεση με τους άντρες, με τα γερατειά δεν φαλακραίνουν, γιατί αλλιώς θα
μπορούσαν να προβούν σε ένα πιο απονενοημένο διάβημα).
Όμως πρόσωπο του
νεκροταφείου δεν είναι μόνο ο Αστέριος, είναι και ο νεωκόρος και ο νεκροθάφτης.
Ο Τάσος τους έχει σαν φωνή Α και φωνή Β στους διαλόγους. Από τους διαλόγους
αυτούς είδα ότι τον ένα τον λένε Χαράλαμπο και τον άλλο Παντελεήμονα. Δεν
κατάλαβα αν ο συνονόματός μου είναι ο νεκροθάφτης ή ο νεωκόρος. Πάντως αν ήμουν
ηθοποιός θα ήθελα να έχω το ρόλο του νεωκόρου, που τον έχω παίξει άλλωστε.
Πώς;
Όταν ήμασταν μικροί,
φτώχεια στο χωριό, στα σπίτια δεν υπήρχαν ρολόγια. Ούτε και εμείς είχαμε, και
θυμάμαι ότι μια φορά που ήμουν άρρωστος οι γονείς μου δανείστηκαν το ρολόι ενός
χωριανού για να βάλουν το ξυπνητήρι να ξυπνήσουν τη νύχτα για να μου δώσουν το
φάρμακο. Χωρίς ρολόγια λοιπόν, πώς θα ήξεραν τα παιδιά πότε να πάνε στο
σχολείο, που τότε λειτουργούσε και απόγευμα, εκτός Τετάρτης και Σαββάτου;
Κτυπούσαμε λοιπόν εκ περιτροπής την καμπάνα εμείς οι μαθητές που είχαμε ρολόγια
στο σπίτι μας (πήγαινα δευτέρα δημοτικού θυμάμαι όταν οι γονείς μου αγόρασαν
ρολόι).
Η εκκλησία είναι
θεσμός συντηρητικότατος. Τα κεριά είχαν ρόλο παλιά να φωτίσουν το χώρο, τώρα με
τον ηλεκτρισμό έχουν γίνει περιττά. Το ίδιο και η καμπάνα, μια και όλοι έχουν
ρολόγια. Οι χωριανοί μου που τα σπίτια τους δεν είναι αρκετά μακριά από την
εκκλησία (κάποιοι απ’ αυτούς τουλάχιστον) είναι αγανακτισμένοι με την καμπάνα
που κτυπάει εγερτήριο κάθε Κυριακή. Ευτυχώς το δικό μας σπίτι είναι στην άκρη
του χωριού, μακριά από την εκκλησία.
Πέρα από τη λύτρωση
μαθαίνουμε όμως ότι ο Αστέριος έχει και άλλο κίνητρο που θέλει να ζήσει στους
δρόμους. Σε σχετική ερώτηση του Γιάννη, πάλι σε μια αναδρομική σκηνή, ο
Αστέριος ομολογεί.
-Θα ηρεμήσει η σκέψη
μου. Θα σκέφτομαι πώς να προφυλάξω τον εαυτό μου, κι επιτέλους κάποιος θα
δείχνει να με λυπάται. Θα ντυθώ με το άγγιγμα της λύπης.
Παλιά διάβασα σε
κάποια βιβλία ψυχολογίας ότι κάποιοι αρρωσταίνουν και κάποιοι αρνούνται να
αναρρώσουν ακριβώς γιατί θέλουν να βλέπουν τους άλλους δίπλα τους να τους
λυπούνται, να αγωνιούν και να τους φροντίζουν.
Η Παρθένα θέλει να
συμμεριστεί τη ζωή του Αστέριου. Όμως τι θα κάνει; -Θα πουλάτε στο δρόμο την
εφημερίδα των άστεγων.
Ήξερα ότι υπάρχει
εφημερίδα των τσιγγάνων, είχα πάρει κάποτε μία, και τώρα τελευταία και βιβλιοπωλείο
των αστέγων όπου μπορεί κανείς να δωρίσει βιβλία που δεν του χρειάζονται
(Πειραιώς 132 στην Αθήνα, δεν ξέρω αν υπάρχει και στην συμπρωτεύουσα ή σε άλλες
πόλεις. Πάντως πολύ ωραία πρωτοβουλία), όμως για εφημερίδα των αστέγων πρώτη
φορά ακούω.
Ένα ακόμη απόσπασμα:
Μιλάει ο Αστέριος:
-Βοήθησα ανθρώπους που με πρόδωσαν στην πρώτη ευκαιρία. Πήραν αυτό που ήθελαν
από μένα και με πέταξαν.
Ένας ρωμαίος
αυτοκράτορας (έχω ξεχάσει ποιος), ακούγοντας να του διαβάζουν τον κατάλογο με
τα ονόματα των επάρχων που στασίασαν εναντίον του, διέκοψε σε ένα όνομα: «Μα
και αυτός; Αφού αυτόν δεν τον ευεργέτησα».
Και τα τελευταία
λόγια στο έργο:
ΠΑΡΘΕΝΑ: Δεν σου
μιλώ για την αγάπη… μα για τον έρωτα.
ΑΣΤΕΡΙΟΣ: Μεγάλη
αγάπη… ο έρωτας!
Επέμενε να της γράψω
στην αφιέρωση στο βιβλιαράκι μου «Πες
της το με μια μαντινάδα», «με έρωτα». Εγώ πρόσθεσα, «και με αγάπη».
Ναι, δεν είναι ακριβώς
το ίδιο. Όμως όταν ρωτά ο άλλος/η: μ’ αγαπάς; εννοεί: είσαι ερωτευμένος/η μαζί
μου;
Δεν θυμάμαι να έχω
ξαναγράψει βιβλιοκριτική σε θεατρικό έργο. Στα μυθιστορήματα, στις ποιητικές
συλλογές και στις συλλογές διηγημάτων τελειώνω συχνά με τη φράση: εύχομαι να
είναι καλοτάξιδο. Εδώ θα εκφράσω επί πλέον την ευχή να ανεβεί σύντομα και σε
θεατρική σκηνή.
No comments:
Post a Comment