Book review, movie criticism

Wednesday, October 16, 2019

Μπόρις Πάστερνακ, Δόκτωρ Ζιβάγκο


Μπόρις Πάστερνακ, Δόκτωρ Ζιβάγκο (μετ. Μαρία Τσαντσάνογλου), Το Βήμα 2010, σελ. 629


  Μετά τη «Λευκή φρουρά» και τον «Ήρεμο Ντον», σκέφτηκα ότι θα ήταν ευκαιρία να διαβάσω και τον «Δόκτορα Ζιβάγκο».
  Είδα την ταινία φοιτητής. Φοιτητής επίσης αγόρασα την αγγλική μετάφραση, την οποία όμως δεν διάβασα. Χρόνια αργότερα, όταν ήμουν στην Πράγα, ανάμεσα στα ρώσικα βιβλία που αγόρασα ήταν και ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Φιλοδοξία μου να τον διαβάσω στο πρωτότυπο. Όταν όμως είπα να το επιχειρήσω είδα ότι είχα πολλές άγνωστες λέξεις, θα μου ήταν πολύ δύσκολο. Το ίδιο είχε γίνει και με τον «Ήρεμο Ντον». Τώρα πια «δεν με παίρνει ο τρύγος» (αυτό είναι ανέκδοτο, πραγματική ιστορία, αλλά ας μην τη γράψω, όσοι θέλετε μπορείτε να το διαβάσετε εδώ) και είπα να διαβάσω τις ελληνικές μεταφράσεις. Τελικά με τη γλώσσα των κλασικών είμαι πιο εξοικειωμένος.
  Το μυθιστόρημα είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Ο Ζιβάγκο είναι περσόνα του ίδιου του Πάστερνακ. Ο Ζιβάγκο δεν είναι γιατρός, είναι όμως ποιητής. Με την ξαδέλφη του Olga Freidenberg ήταν φίλοι από το νηπιαγωγείο, όμως χωρίστηκαν όταν η οικογένειά της μετακόμισε στην Πετρούπολη, το 1903. Αργότερα ξανασυναντήθηκαν, ερωτεύθηκαν, όμως ο έρωτάς τους έμεινε πλατωνικός, σε αντίθεση με τον έρωτα του Γιούρι και της Λάρα, που όταν ξανασυναντήθηκαν έσμιξαν και τα κορμιά τους. Όταν ο Πάστερνακ συνάντησε την Όλγκα Ιβίνσκαγια η οποία έμοιαζε πολύ με την άλλη Όλγκα, την ερωτεύθηκε, όμως αυτή τη φορά δεν χώρισε τη γυναίκα του, όπως έκανε με την πρώτη του γυναίκα. Τέλος κούτσαινε κι αυτός, λόγω παλιού τραυματισμού στο πόδι.   
  Ο Ζιβάγκο παρασύρεται από το κύμα των επαναστατικών και των μετεπαναστατικών χρόνων. Θα κινδυνεύσει κατά τον εμφύλιο. Η αγωνία για τον επιούσιο είναι το κύριο πρόβλημα. Οι επαναστάτες τον βλέπουν με λοξό μάτι, σαν αστό διανοούμενο. Δεν συμπαθεί το καθεστώς, όπως άλλωστε και ο Πάστερνακ (εκείνος αργότερα), απέναντι στο οποίο στέκεται αρκετά κριτικά.
  Τα περισσότερα μυθιστορήματα απαρτίζονται από τρία μέρη: το αφηγηματικό, τους διαλόγους και το δοκιμιακό.
  Με το δοκιμιακό έχω συνήθως πρόβλημα, καθώς συχνά δεν συμμερίζομαι τις απόψεις που εκφράζονται, και που αρκετές φορές δίνονται μέσα από τους διαλόγους. Εννοώ βέβαια τα τμήματα εκείνα που, όπως στους πλατωνικούς διαλόγους, εκφράζουν τις απόψεις του συγγραφέα. Εδώ δεν συμφωνώ με τον θρησκευτικό αντικομουνισμό του Πάστερνακ (δεν χάνει ευκαιρία να παραθέσει αποσπάσματα από τη Βίβλο). Έγινα κομμουνιστής στα δεκατρία μου, όχι γιατί οι κομμουνιστές αγωνίζονταν και να βελτιώσουν τη θέση της φτωχολογιάς, αν και κατάγομαι από φτωχή αγροτική οικογένεια, αλλά γιατί ήταν άθεοι, και εγώ μόλις τότε είχα πάψει να πιστεύω στο θεό. Σήμερα βέβαια δεν δηλώνω πια κομμουνιστής, αν και ο Μάρξ – ή καλύτερα ο Ένγκελς – μαζί με την ηθολογία, την ψυχολογία και την ιστορία έχουν καθορίσει την κοσμοαντίληψή μου. Και οι αντιλήψεις μου για το μεταφυσικό δεν είναι τόσο απλές για να τις εκθέσω εδώ.
  Ακόμη, όσο κι αν φανεί σε κάποιους απλοϊκό αυτό που θα πω, είναι και η ταξική του θέση που τον κάνει αντικαθεστωτικό. Η αστοί υπέφεραν περισσότερο στον εμφύλιο από τις ελλείψεις. Και όλοι οι συγγενείς του Πάστερνακ έφυγαν για το εξωτερικό με την επικράτηση των μπολσεβίκων.
  Επίσης με ξένισε που ο Πάστερνακ δίπλα στη γυναίκα του είχε και την γκόμενα. Όλοι οι μεγάλοι είχαν τη μούσα τους, διαβάζω κάπου στη βικιπαίδεια που προσπαθεί να τον δικαιολογήσει. Ναι, και ο Λένιν δίπλα στην Ελπίδα Κρούπσκαγια είχε την Ινέσα Αρμάν, όμως αυτός δεν ήταν χριστιανός. Αλήθεια, ο Πάστερνακ είχε ξεχάσει τις δέκα εντολές; Ή μήπως νόμιζε ότι στο «ου μοιχεύσεις» ξέχασε ο θεός να βάλει μπροστά τη λέξη «γυνή»;
  Και όμως, η γυναίκα μοιχός είναι ο μεγάλος ένοχος, όχι ο άντρας, ξέρω ότι έτσι συμβαίνει στο Ισλάμ. Το θέμα το έχω πραγματευθεί και σε μια εισήγησή μου σε ημερίδα.  
  Μου φάνηκε το λιγότερο αφελής να υποβάλει τον «Δόκτορα Ζιβάγκο» για έκδοση στην ΕΣΣΔ. Φυσικά του τον απέρριψαν για την κριτική που ασκεί στο καθεστώς, αν και πρόκειται για το καθεστώς εκείνης της εποχής. Οι περιπέτειες του Γιούρι και της Λάρας, τόσο στη Μόσχα όσο και στην επαρχία όπου τους συμβούλευσε να πάνε ο ετεροθαλής αδελφός του, του επιτρέπει να δείξει όλες τις πλευρές των ταλαιπωριών του σοβιετικού λαού την περίοδο εκείνη. Δεν παραλείπει μάλιστα να στείλει τη Λάρα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με ένα συντομότατο απόσπασμα. Είναι η τελευταία παράγραφος πριν τον Επίλογο.
    «Μια μέρα η Λαρίσα Φιόντοροβνα βγήκε από το σπίτι, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ. Φαίνεται πως τη συνέλαβαν στο δρόμο και πέθανε ή χάθηκε σε κάποιο άγνωστο μέρος, ξεχασμένη, σαν ανώνυμος αριθμός σε μια λίστα εξαφανισμένων σε κάποιο από τα απειράριθμα μεικτά ή γυναικεία στρατόπεδα συγκέντρωσης του βορρά» (σελ. 577).
  Τρεις σελίδες πιο κάτω, στο Επίλογο, ο Πάστερνακ μέσω της αφήγησης κάποιου, θα δώσει μια εικόνα των γκουλάγκ. Βέβαια την πιο πλήρη εικόνα θα τη βρούμε στο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Σολζενίτσιν.  
  Οι σοβιετικοί δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους γιατί το μυθιστόρημα φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, όπου το εξέδωσε ένας ιταλός εκδότης. Αυτό του στοίχισε τη διαγραφή του από το ΙΚΚ. Οι ιταλοί κομμουνιστές είχαν να διανύσουν ακόμη αρκετό δρόμο μέχρι τον Ιστορικό Συμβιβασμό. Στη συνέχεια υπήρξαν αλλεπάλληλες εκδόσεις σε ένα σωρό χώρες.
  Οι δυτικοί όμως την έκαναν πολύ καλά τη δική τους δουλειά. Για το βραβείο Νόμπελ και για την έκδοση στα ρώσικα, σε βιβλίο τσέπης για να μπορεί να μπει λαθραία στην ΕΣΣΔ, έβαλε το χεράκι της και η CIA, όπως διαπιστώθηκε αργότερα όταν αποχαρακτηρίστηκαν απόρρητα έγγραφα. Όσο για την KGB, με εντολή του πολιτικού γραφείου περικύκλωσαν τη ντάτσα του Πάστερνακ και τον απείλησαν όχι μόνο να τον συλλάβουν αλλά και να στείλουν πίσω στο γκουλάγκ τη γκόμενά του, όπου την είχε φυλακίσει ο Στάλιν. Επίσης ότι αν πήγαινε να παραλάβει το βραβείο, θα απαγορευόταν η επιστροφή του. Έτσι ο Πάστερνακ το αρνήθηκε.
  Το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά στη Ρωσία το 1988, επί περεστρόικας. Σήμερα διδάσκεται στην δευτέρα Λυκείου. Για περισσότερες λεπτομέρειες θα παραπέμψω στο σχετικό λήμμα της βικιπαίδειας.
  Πριν προχωρήσω στην παράθεση αποσπασμάτων όπως το συνηθίζω, να πω ότι καλώς έπραξαν τόσο η CIA όσο και η KGB. Η λογοτεχνία διαμορφώνει αντιλήψεις και στάσεις ζωής. Αν σας φαίνεται προκλητικό αυτό που γράφω, σκεφτείτε πώς θα αντιδρούσατε αν ένας φασίστας εξέδιδε ένα μυθιστόρημα στο οποίο προπαγάνδιζε φασιστικές ιδέες, ακόμη και αν αυτό το μυθιστόρημα ήταν λογοτεχνικό αριστούργημα.
  Εκτιμώ την καλή λογοτεχνία αφήνοντας στην άκρη τις ιδέες που μπορεί να πρεσβεύει ένας συγγραφέας. Πολύ θα ήθελα να διαβάσω τον φασίστα Σελίν, όμως έχω πια σταματήσει να αγοράζω βιβλία. Περιμένω να πέσει κάποιο βιβλίο του στα χέρια μου.
  Και τώρα τα αποσπάσματα.
  «Υπήρχαν η Βιοτεχνία Ζιβάγκο, η Τράπεζα Ζιβάγκο, το οικοδομικό συγκρότημα Ζιβάγκο, ο κόμπος γραβάτας Ζιβάγκο, η καρφίτσα γραβάτας Ζιβάγκο, ακόμη κι ένα γλυκό, με στρογγυλή φόρμα, σαν κέηκ με ρούμι, έφερε το όνομα αυτό» (σελ. 13-14).
  Τα πουλόβερ Ζιβάγκο ήλθαν πολύ αργότερα. Με αυτά μπήκε στον πολιτικό στίβο ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας, μέχρι που έγινε πρωθυπουργός και οι σύμβουλοί του τού ψιθύρισαν ότι καλό θα ήταν να τα εγκαταλείψει.
  «Οι Κοζάκοι τους έψαξαν εντελώς ξεδιάντροπα, ψαχουλεύοντάς τους από τα γόνατα μέχρι το κεφάλι. Φορούσαν τα πηλήκιά τους στραβά στο ένα αυτί κι έμοιαζαν όλοι τους μονόφθαλμοι» (σελ. 68).
  Τους είδα στην ταινία «Ο ήρεμος Ντον» να φοράνε έτσι τα καπέλα. Και όπως είπα να διαβάσω για τον ρώσικο εμφύλιο («Λευκή φρουρά», «Ήρεμος Ντον», «Δόκτωρ Ζιβάγκο»), έτσι είπα να διαβάσω και για τους Κοζάκους. Διάβασα τον «Ταράς Μπούλμπα» του Γκόγκολ και μόλις τέλειωσα την ομώνυμη νουβέλα του Τολστόι.
  «…για όλους όσους ήθελαν…» (σελ. 134).
  Μπράβο στον μεταφραστή που ακολουθεί την έλξη του αναφορικού, όπως κάνουμε στον προφορικό λόγο.
  «Σ’ ένα απ’ αυτά τα χωριά ένας νεαρός Κοζάκος, κάτω απ’ το δυνατό γέλιο των παρευρισκομένων, στροβίλιζε στον αέρα μια χάλκινη πεντάρα κι ανάγκαζε έναν γέρο Εβραίο με άσπρα γένια και μακρύ παλτό να πηδάει για να την πιάσει» (σελ.144).
  Για τον αντισημιτισμό των Κοζάκων διαβάζω τώρα στον «Ταράς Μπούλμπα».
  «Σήμερα τα ρούχα αυτά δημιουργούσαν την εντύπωση του αιώνιου φοιτητή ή του οραματιστή» (σελ. 321).
  Στην εποχή μου οι αιώνιοι φοιτητές ήταν δοσμένοι στον αγώνα για τον σοσιαλισμό. Τέτοιος ήταν ο φίλος μου ο Φιοντόρ Νικολάγιεβιτς. Σήμερα είναι απλά τεμπέληδες (να μην το γράφω συνεχώς, είναι αυτονόητο, υπάρχουν πάντα και οι εξαιρέσεις). 
  «… θα μας δώσει πατατόσπορο» (σελ. 323).
  Πατατόσπορο; Ο πατέρας μου φύτευε πολυκαιρισμένες πατάτες που είχαν βγάλει μάτια κομματιάζοντάς τις, κάθε κομμάτι κι ένα μάτι. Πρώτη φορά ακούω για πατατόσπορο. Στο ρώσικο σήριαλ είδα όμως να ξεδιαλέγουν τις μικρές πατάτες που θα φύτευαν.  
  «Η σόμπα να καίει κι εγώ, ως παλιός αναγνωρισμένος θερμαστής, την επιβλέπω και φροντίζω να κλείνω εγκαίρως το καπάκι να μη φεύγει η ζέστη…» (σελ. 330).
  Θυμάμαι.
  Αξιωματικός υπηρεσίας στη μονάδα μου στην Κοζάνη, σε ένα γυάλινο περίπτερο δίπλα στην είσοδο, φρόντιζα τη σόμπα. Τα πάντα ήταν σκεπασμένα το χειμώνα με χιόνι. Όταν κοιμόμουνα τη φρόντιζε ο φρουρός. Με συμπαθούσαν οι φαντάροι. Όμως όταν είχε υπηρεσία ένας συνάδελφος που δεν τους ήταν συμπαθής,  την άφηναν και έσβηνε, και ο φουκαράς ξεπάγιαζε.
  «…καταλάβαινε τα λάθος πράγματα…» (σελ. 374).
  Προς επίρρωση αυτών που είπε σε συνέντευξη ο φίλος μου ο Χρίστος, ότι η λέξη «λάθος», παρόλο που είναι ουσιαστικό, χρησιμοποιείται και ως επίθετο.
  «…της εμπόρισσας Γκοργκεγλιάντοβα…» (σελ. 471).
  Το σύμπλεγμα γλ δεν υπάρχει στα ρώσικα. Ψάχνω στο πρωτότυπο. купчихи Гореглядовой. Γκορεγκλιάντοβοϊ (γενική). Και τρεις σελίδες πιο κάτω βλέπω και ένα κ πριν το λ: Γκοργκεκγλιάντοβα (σελ. 474). Το πρόβλημα της επιμέλειας όταν απαντώνται ξένα ονόματα είναι συχνά μεγάλο. Άντε τώρα να ψάχνει ο επιμελητής. Εναπόκειται στην ευσυνειδησία του μεταφραστή και του τυπογράφου για τη σωστή γραφή. Και το μεγάλο πρόβλημα είναι με τα κινέζικα ονόματα τα οποία, καθώς δεν ξέρουν οι μεταφραστές τα pinyin, πολλές φορές τα διαστρέφουν ολότελα. Ο Ζαν Γιμού στην πραγματικότητα είναι Τζανγκ Γιμόου και ο νομπελίστας Γκάο Ξινγκγιάν είναι Γκάο Σιντζιάν (Gao Xingjian).
  «Οι λύκοι στέκονταν πλάι πλάι με τις μουσούδες τους στραμμένες προς το σπίτι κι ανασηκώνοντας τα κεφάλια ούρλιαζαν στο φεγγάρι και στα παράθυρα του σπιτιού των Μικουλίτσιν, που λαμπύριζαν από την ασημένια αντανάκλαση του φωτός» (σελ. 507).
  Και θυμήθηκα, πάλι στην Κοζάνη, όμως όχι στη μονάδα αλλά στα Πετρανά, μια αποθήκη καυσίμων.
  Τα σκυλιά πάντα τα φοβόμουνα. Τα ξεφοβήθηκα  τότε. Με ακολουθούσαν κάθε φορά που πήγαινα για έφοδο, πάντα με γεμάτο όπλο. Υπήρχαν λύκοι έξω. Μια φορά είχαν φτάσει μέχρι την είσοδο, κατατρομοκρατώντας τον φρουρό, που ευτυχώς ήταν ψηλά, στο φυλάκιο.
  Αργότερα άρχισα πάλι να τα φοβάμαι, ιδιαίτερα τα αδέσποτα που με έπαιρναν από πίσω όταν ήμουν με τη μηχανή. Εξαίρεση αποτελεί η Λάρα (ναι, έτσι βάφτισε ο Βλάσσης τη σκύλα του).
  Διάβασα και τα ποιήματα του Ζιβάγκο, με τα οποία τελειώνει το βιβλίο. Το πρώτο είναι ο «Άμλετ», που όπως διάβασα στη βικιπαίδεια ήταν απαγορευμένο.
  Συγκρίνοντας κάποια με το πρωτότυπο είδα βέβαια τη διαφορά. Δεν ξέρω πόση προσπάθεια έκανε ο μεταφραστής για την ποιητική τους απόδοση. Πάντως η νέα ελληνική πλατειάζει, σε αντίθεση με την πυκνότητα της ρώσικης (ευρεία χρήση μετοχών για παράδειγμα), που έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την αρχαία ελληνική. Στο πρωτότυπο είδαμε και ρίμες, που κάποιες ήταν ψευδορίμες, (ίσως μόνο για τη γλώσσα μας και όχι για τη ρώσικη), καθώς ομοιοκαταληκτούσε μόνο η τελευταία συλλαβή, σύμφωνο-φωνήεν, και όχι φωνήεν-σύμφωνο-φωνήεν. Ας δώσουμε ως παράδειγμα την πρώτη στροφή από τον «Άμλετ».

Гул затих. Я вышел на подмостки.
Прислонясь к дверному косяку,
Я ловлю в далеком отголоске,
Что случится на моем веку.
Το βουητό έπαψε. Βγαίνω στη σκηνή
Και γέρνοντας πάνω σε μια κολόνα της εισόδου
Νιώθω τον μακρινό αντίλαλο
Αυτά που είναι να μου συμβούν στις μέρες μου.

  Όλο το ποίημα σε μετάφραση Άρη Δικταίου μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
  Όπως βλέπουμε, ομοιοκαταληκτεί μόνο το ку στις λέξεις косяку και веку.
  Ξαναείδα και την ταινία με συγκίνηση, καθώς μου θύμισε τα φοιτητικά μου χρόνια. Φυσικά ο David Lean δεν μπορούσε, παρά την τρίωρη διάρκειά της, να παραθέσει τα πάντα που υπάρχουν στο μυθιστόρημα, εξακόσιες σελίδες είναι αυτές, επικεντρώθηκε περισσότερο στο ρομάντζο.
  Η ταινία ξεκινάει από το τέλος, με τον στρατηγό, ετεροθαλή αδελφό του Γιούρι, να ρωτάει τη νοσοκόμα για το παρελθόν της. Είναι σίγουρος ότι είναι η κόρη που απέκτησε ο Γιούρι με τη Λάρα. Στο μυθιστόρημα αυτό αφήνεται ανοικτό, και ο Πάστερνακ, πιστεύω, την κόρη αυτή τη χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα για να πει μια συνταρακτική ιστορία. Στην ταινία, μια και ο κινηματογράφος είναι μια λαϊκή τέχνη, αποδεικνύεται τελικά ότι είναι κόρη του.
  Επίσης υπάρχει μια συμπύκνωση γεγονότων. Ο Γιούρι λέει στη Λάρα ότι πρέπει να διακόψουν. Την αγαπάει, αλλά στη ζυγαριά τελικά βαραίνει το χρέος προς την οικογένεια. Στο μυθιστόρημα, την επομένη μέρα επιστρέφει για να της ξαναμιλήσει, για να αμβλύνει τη θλιβερή εντύπωση που της προκάλεσαν τα λόγια του. Στην ταινία γυρίζει πίσω την ίδια ώρα, λίγο πριν φτάσει σπίτι του στο χωριό. Όμως στα μισά της διαδρομής τον παίρνουν οι παρτιζάνοι γιατί χρειάζονται γιατρό.
  Ο Πάσια, ο άντρας της Λάρας, αυτοκτονεί στο σπίτι του γιατρού στο μυθιστόρημα, αφού έχει προηγηθεί μια μακρά συζήτηση μαζί του, ενώ στην ταινία δεν συναντιέται με τον Γιούρι, απλά τον συλλαμβάνουν και, ξέροντας ότι θα τον εκτελέσουν, αυτοκτονεί. Και η μεγαλύτερη παράλειψη, στην ταινία δεν υπάρχει ο γάμος του Γιούρι με τη Μαρίνα, την οποία παντρεύτηκε όταν επέστρεψε στη Μόσχα και αφού οι προσπάθειές του να πάρει βίζα για το εξωτερικό και να συναντήσει τους δικούς του που είχαν απελαθεί στο Παρίσι απέβησαν άκαρπες. Με τη Μαρίνα απέκτησε μάλιστα και δυο κόρες. Η κινηματογραφική οικονομία είναι μόνο ο ένας λόγος, ο άλλος είναι για να μη φανεί η αγάπη του για την Λάρα αδύνατη.
  Βλέποντας την ταινία συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά ότι καμιά κινηματογραφική μεταφορά δεν μπορεί να φτάσει ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όταν είναι λοιπόν να δούμε μια τέτοια ταινία καλύτερα να μην πηγαίνουμε με ψευδαισθήσεις, ας ξεχάσουμε ότι είναι μεταφορά και να την απολαύσουμε σαν κάτι αυτόνομο, ας μην τη συγκρίνουμε με το μυθιστόρημα γιατί αυτό θα μας στερήσει ένα μεγάλο μέρος της απόλαυσης.
  Είδα και τα δυο σήριαλ, το αγγλικό, έξι επεισόδια, και το ρώσικο, έντεκα επεισόδια.
  Στο αγγλικό, υπήρξε μεγάλη αλλαγή στα επεισόδια και στους διαλόγους, καθώς και προσθήκες. Για παράδειγμα, βλέπουμε στη σκηνή τον Μπλοκ και τον Μαγιακόφσκι. Προσαρμοσμένο στα δυτικά δεδομένα, μας παρουσιάζει εκτενέστατα το πώς «αποπλάνησε» τη Λάρα ο Κομαρόφσκι, δεκαεπτάχρονη μαθήτρια, ικανοποιώντας την φαντασίωση των μεσήλικων θεατών ότι τα φτιάχνουν με μια πιτσιρίκα. Μάλιστα την παρουσιάζει να κάνει αυτή το δεύτερο βήμα πριν το κάνει αυτός, πρόσκληση για σεξ. Βέβαια ο Ναμπόκοφ με τη Λολίτα του θα μείνει αξεπέραστος. Ο Πάστερνακ, αν θυμάμαι καλά, όταν μπάζει τη Λάρα στη σκηνή η σχέση αυτή είχε ήδη ξεκινήσει, ενώ και στην ταινία το ξεκίνημα της σχέσης παρουσιάζεται με μεγάλη ταχύτητα.
  Το σήριαλ επίσης ξεκινάει από το τέλος, με τη συνάντηση του ετεροθαλή αδελφού του Γιούρι με την κόρη του, και το κυρίως στόρι εκτυλίσσεται σαν αναδρομή.
  Πολύ καλό σήριαλ, μου άρεσε ιδιαίτερα η Keira Nightly στο ρόλο της Λάρας, δεκαεπτάχρονη τότε όπως και η ηρωίδα του Πάστερνακ. Και η Τζεραλντίν Τσάπλιν (ολόφτυστη ο πατέρας της) εξαιρετική σαν Τόνια, όπως και όλοι οι ηθοποιοί.
  Είδαμε και το ρώσικο σήριαλ.
  Να πούμε πάλι το αυτονόητο, ο σκηνοθέτης παραλλάζει επεισόδια και στις λεπτομέρειές τους, παραλείπει άλλα και προσθέτει άλλα. Το τέλος διαφέρει πάρα πολύ από το μυθιστόρημα. Εμφανίζεται μεν η Μαρίνα αλλά έγκυος, χωρίς να είναι παντρεμένη με τον Γιούρι. Ο Γιούρι πεθαίνει στο τραμ. Δεν βλέπουμε τη Λάρα στην κηδεία του. Και το χρονικό άλμα, πολλά χρόνια αργότερα, με τον ετεροθαλή αδελφό να μιλάει με την κόρη του, δεν υπάρχει.
  Απολαύσαμε και την απαγγελία του ποιήματος «Άμλετ», στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω.
  Σε κάποιο επεισόδιο άκουσα μια γνωστή μελωδία. Βρε κάπου την ξέρω, κάπου την ξέρω! Και θυμήθηκα. Ήταν ένα τραγούδι που άκουγα στη μέθοδο Assimil από την οποία μάθαινα ρώσικα (Τα κείμενά της φαίνεται τα είχαν επιλέξει εμιγκρέδες. Υπήρχαν κάποια σαρκαστικά αποσπάσματα για τους μουζίκους). Ποτέ δεν ξέχασα αυτούς τους τέσσερις στίχους:
- Чижик, чижик, где ты был?
- На Фонтанке водку пил
стала музика играть,
стал наш Чизик танцевать
  Είναι ένα εύθυμο ρώσικο λαϊκό τραγούδι.
  Αμέσως μετά άκουσα το «Στο Ζάππειο μια μέρα, περιπατούσα…», δηλαδή αναγνώρισα τη μελωδία. Να είναι άραγε ρώσικη η καταγωγή της;
  Και στα δυο σήριαλ άκουσα την ερώτηση, γιατί σκότωσαν τον Τσάρο και την οικογένειά του οι Μπολσεβίκοι. Και η απάντηση: Για να μην το μετανιώσουν.
  Για ποιο λόγο μπορεί να το μετάνιωναν δεν το λένε, γιατί προφανώς δεν τον ήξεραν. Το διάβασα στη βικιπαίδεια νομίζω: γιατί πλησίαζαν οι Λευκοί στην περιοχή όπου τους κρατούσαν φυλακισμένους, και αν την καταλάμβαναν θα τους ελευθέρωναν.
  Και μια απολαυστική μεταφορά από τον Γκόγκολ: «Τα δένδρα έγερναν και συνομιλούσαν ακατάληπτα σαν κεφάλια μεθυσμένων Κοζάκων».
  Μόλις δω τις τρεις ταινίες που γυρίστηκαν πάνω στον «Ταράς Μπούλμπα» του Γκόγκολ θα αναρτήσω.
  Και τι εξαιρετική η Τσουλπάν Χαμάτοβα στο ρόλο της Λάρας! (Την είδαμε και στην γερμανική κωμωδία «Αντίο, Λένιν»). Ταταρικής καταγωγής, μάλλον το Χαμάτοβα είναι δυσλεκτικός αναγραμματισμός του Αχμάτοβα.
  Πολύ μου άρεσε και αυτό το σήριαλ.
  Μου φαίνεται ότι θα ξαναρχίσω να βλέπω σήριαλ, όμως μόνο αυτά που αποτελούν μεταφορές μυθιστορημάτων.

No comments: