Book review, movie criticism

Saturday, March 23, 2019

Jaume Cabré, Confiteor


Jaume Cabré, Confiteor (μετ. Ευρυβιάδης σοφός) Πόλις 2016, σελ. 707
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα.
Ένα συναρπαστικό, αφηγηματικά πρωτότυπο, μυθιστόρημα

  Σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα (έχει μεταφραστεί στα ελληνικά μόνο ένα βιβλίο του ακόμη, το «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο»), ο Καταλανός Ζάουμε Καμπρέ είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, τιμημένος με πολλά βραβεία. Εκτός από πεζογράφος είναι και δοκιμιογράφος, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση και αργότερα πανεπιστημιακός, μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη διδασκαλία και στη συγγραφή.
  Αυτό συνήθως το γράφουμε στο τέλος, αλλά εγώ θα το γράψω στην αρχή: το «Confiteor», ο τίτλος που ζήτησε ο συγγραφέας να μπει στην ελληνική έκδοση (Jo confesso ο τίτλος στα καταλανικά, I confess της αγγλικής μετάφρασης, Ομολογώ) είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ και ευχαριστώ τη φίλη μου την Ελένη τη Στασινού που μου πρότεινε να μου το δανείσει. Οκτώ χρόνια πήρε η συγγραφή του.
  Πολυπρόσωπο έργο με δυο κεντρικούς ήρωες, τον Αντριά και τον Μπερνάτ, shite ο πρώτος, waki ο δεύτερος (δανείζομαι τους όρους από το θέατρο Νο). Και βέβαια η Σάρα, ο μεγάλος έρωτας του Αντριά. Όμως το μυθιστόρημα ξεκινάει από τον πατέρα του Αντριά, τον Φέλιξ, μια και προηγούμενη ζωή του θα έχει επίπτωση στη ζωή του Αντριά αργότερα.
  Ο Αντριά έχει αρκετά από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα: δοκιμιογράφος και πανεπιστημιακός και αυτός, και πιθανόν πολύγλωσσος όπως μπορούμε να υποθέσουμε από φράσεις και προτάσεις σε διάφορες γλώσσες που συναντούμε αρκετά συχνά, που είναι αμετάφραστες. Πιθανότατα ο Καμπρέ να είναι και μουσικός σαν τους δυο ήρωές του, όπως μπορούμε να εικάσουμε από τις πολυάριθμες μουσικές αναφορές που υπάρχουν στο έργο, που μας θύμισαν το «Δόκτωρ Φάουστους» του Τόμας Μαν.
   Στο βιβλίο παρακολουθούμε διάφορες ιστορίες που συμπλέκονται μεταξύ τους, που έχουν να κάνουν κυρίως με την ιστορία ενός βιολιού Στοριόνι από την κατασκευή του και ενός μενταγιόν που το βλέπουμε στο στήθος της Αμάνι, πιθανόν αιγύπτιας όπως μπορούμε να υποθέσουμε από κειμενικές ενδείξεις. Οι ιστορίες αυτές δίδονται αποσπασματικά, σαν ένα παζλ που τα κομμάτια του συνδέονται σιγά σιγά. Και, το πιο πρωτότυπο, η μετάβαση από τη μια στην άλλη γίνεται αρκετές φορές μέσα στην ίδια παράγραφο.
  Ακόμη ο Καμπρέ κάνει μια ανατροπή μεταβαίνοντας από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην τριτοπρόσωπη και αντίστροφα, ακόμη και μέσα στην ίδια περίοδο. Παράδειγμα:
  «Ο Μπερνάτ, που είχε ακόμη αγκαλιασμένο τον Αντριά, μου είπε ευχαριστώ, κωλόπαιδο, σ’ το λέω αλήθεια» (σελ. 310). Αυτός που λέει «μου» είναι ο Αντριά.
  Ο αποδέκτης της πρωτοπρόσωπης αφήγησής του μας είναι άγνωστος. Αργότερα θα μάθουμε ότι είναι η Σάρα. Κάποια στιγμή θα υποπτευθώ ότι στην πραγματικότητα έχουμε μια αποστροφή σε νεκρό. Θα ενισχυθεί η υποψία μου αργότερα με μια ένδειξη, και θα επιβεβαιωθεί κάπου κοντά στο τέλος του μυθιστορήματος.
  Όμως η πιο πρωτότυπη «σουρεαλιστική» επινόηση είναι οι δυο ήρωες των παιδικών αναγνωσμάτων του Αντριά, ο Μαύρος Αετός και ο σερίφης Κάρσον (αν θυμάμαι καλά από τα δικά μου παιδικά αναγνώσματα, αυτός πρέπει να ήταν ο Κιτ Κάρσον), που παρεμβαίνουν συχνά σαν σχολιαστές και συμβουλάτορές του.
  Μέσω αυτού του αφηγηματικού παζλ ο Καμπρέ σχολιάζει καταγγέλλοντας την ιερά εξέταση, τις θηριωδίες των ναζί στα στρατόπεδα εξόντωσης, τον φανατισμό, θρησκευτικό ή μη, και το λιθοβολισμό της γυναίκας μέσω της ιστορίας του μενταγιόν το οποίο, μαζί με το βιολί, καταλήγουν τελικά στον Αντριά. Τέλος μαθαίνουμε αρκετά πράγματα για ένα θέμα που δεν το έχουμε συναντήσει μέχρι τώρα, τουλάχιστον σε τόση έκταση ώστε να το θυμούμαστε: το συλλεκτικό πάθος παλαιών αντικειμένων (ο πατέρας του Αντριά είναι τέτοιος συλλέκτης, αλλά και πωλητής ταυτόχρονα), αλλά κυρίως το πάθος συλλογής χειρογράφων.
  Το χιούμορ που υπάρχει διάχυτο στο βιβλίο, πιο συχνό στο τέλος του, μου άρεσε ιδιαίτερα, ενώ τα δοκιμιακό αποσπάσματα, συνήθως για τη φύση του κακού, δεν με ξένισαν γιατί ήταν μικρής έκτασης και για μένα λειτουργούσαν ως στοιχεία της προσωπογράφησης των ηρώων. Για το κακό έχω εντελώς διαφορετική άποψη από αυτές που είδα να εκτίθενται στους διαλόγους αυτούς, και όχι μόνο γιατί εμπλέκουν και το θεό. Τέλος οι πρωτότυπες μεταφορές και παρομοιώσεις του, στις οποίες ο Καμπρέ δεν κάνει κατάχρηση όπως π.χ. o Χοσέ Λεσάμα Λίμα στο «Paradiso», μου άρεσαν ιδιαίτερα.
  Και θα προχωρήσουμε στο σχολιασμό κάποιων αποσπασμάτων, όπως το συνηθίζουμε.
  «Το τελευταίο δεν το ’πιασα. Μιλούσαν για το μέλλον μου με ηρεμία. Κι εγώ είχα ησυχάσει, γιατί δεν μιλούσαν καθόλου για την κωωλοζωή.
  -Καταλανικά, ισπανικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, αγγλικά, λατινικά, ελληνικά, αραμαϊκά και ρώσικα.
  -Τι είναι αυτά;
  -Οι δέκα γλώσσες που πρέπει να μάθει. Τις τρεις πρώτες τις ξέρει ήδη» (σελ. 43).
  Πολύγλωσσος κι εγώ, ήξερα ήδη τρεις γλώσσες τελειώνοντας το Λύκειο, στις οποίες ήμουν αυτοδίδακτος, εκτός από τα αγγλικά. Στον παραπάνω κατάλογο θα αντικαταστήσω τα καταλανικά με τα πορτογαλικά και τα αραμαϊκά με τα κινέζικα. Για τα ελληνικά, είμαι φιλόλογος, ενώ τα λατινικά,
παρά το 17 στις πανελλήνιες, ο μεγαλύτερος βαθμός που πήρα, με το πενταράκι που μου έβαλε ο Ηλιόπουλος το πρώτο έτος και που δεν  τα έχω διδάξει ποτέ, δεν μπορώ να τα διεκδικήσω σαν γλώσσα που ξέρω. Όσο για τον πατέρα μου, φτωχός γεωργός, δεν είχε καθόλου την ίδια άποψη με τον πατέρα του Αντριά. «Να κοιτάζεις τα μαθήματά σου», μου έλεγε, «όποιος κυνηγά πολλούς λαγούς μόνο τον κόπο χάνει». Όμως αυτή την ιστορία την έχω αφηγηθεί αλλού.
  «Εν ολίγοις, ήμουν ένα μοναχοπαίδι που οι γονείς του το παρακολουθούσαν διαρκώς, και λαχταρούσαν να δουν τον έξυπνο γιο τους να λάμπει. Αυτή θα μπορούσε να είναι η σύνοψη της παιδικής μου ηλικίας: υψηλοί στόχοι» (σελ. 56).
  Κι εγώ μοναχοπαίδι για τη μητέρα μου, ήξερα από την αρχή ότι είχα έναν ετεροθαλή αδελφό από τον πατέρα μου. Ο Αντριά, αντίθετα, ανακάλυψε πολύ αργότερα ότι είχε μια ετεροθαλή αδελφή. Όσο για τους υψηλούς στόχους, «Εσύ παιδί μου έχεις φιλοδοξίες», μου είπε κάποτε με άκρως επιτιμητικό ύφος η μητέρα μου όταν της αποκάλυψα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Μια φορά την πρόλαβα στο τσακ όταν πήγε να μου βάλει όλα τα βιβλία του Νίτσε στο φούρνο, γιατί με είχανε κάνει λέει άθεο. Αν ήταν καμιά φανατική την εποχή της ιεράς εξέτασης θα με είχε χώσει κι εμένα στο φούρνο.
  «Η γυναίκα χαμήλωσε το κεφάλι και είπε ψιθυριστά, σχεδόν χωρίς να ακούγεται, η Εξοχότητά του με βίασε και θέλω να σκοτωθώ και να μην το μάθει ο άντρας μου, γιατί τότε θα με σκοτώσει εκείνος» (σελ. 64).
  Μια ακόμη καταγγελία για τους κώδικες τιμής μιας παλιάς εποχής, για την Ευρώπη σίγουρα. Σε εμάς ένας απόηχός της υπάρχει το έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
  Και για την Αμάνι, αυτή που είχε το μενταγιόν και την οποία λιθοβόλησαν, διαβάζουμε ότι τον πατέρα της «δεν τον άφησαν ούτε να την αποχαιρετήσει αφού, ως ενάρετος άνθρωπος που ήταν, την αποκήρυξε, μόλις έμαθε ότι είχε επιτρέψει να τη βιάσουν».  
  Φυσικά δεν είχε επιτρέψει να τη βιάσουν (οξύμωρο καθ’ αυτό), και ο πατέρας της αμέσως μετά αυτοκτόνησε από τη λύπη του για το λιθοβολισμό της.  
  «…το ηγουμενείο του Αγίου Πέτρου του Μπουργάλ ήταν τόσο απομονωμένο και δύσκολα προσβάσιμο που δεν ήταν εντελώς σίγουρο αν ακόμα και οι σκέψεις έφταναν ολόκληρες ως εκεί» (σελ. 67).
  Τέτοιες ποιητικές εκφράσεις σουρεαλιστικής υπερβολής θα συναντήσουμε και αλλού.   
  Μετά από τέσσερις μόλις σελίδες διαβάζω: «…ο χρόνος ξεγλιστράει ακόμα και σ’ αυτές τις σελίδες» (σελ. 74). Επίσης: «Η μητέρα κάλεσε τον επιθεωρητή και τη μυρωδιά του να περάσουν στο γραφείο» (σελ. 168).
  «Έχεις καταλάβει ότι η ζωή είναι μια απέραντη σύμπτωση; Από τα εκατομμύρια σπερματοζωάρια του πατέρα, μόνο ένα γονιμοποιεί το κατάλληλο ωάριο. Το ότι γεννήθηκες εσύ, ότι γεννήθηκα εγώ, είναι τεράστιες συμπτώσεις. Θα μπορούσαν να έχουν γεννηθεί εκατομμύρια διαφορετικά όντα που δεν θα ήμασταν ούτε εσύ ούτε εγώ» (σελ. 132-133).
  Και σύμπτωση ήταν που οι μανάδες μας δεν έκαναν έκτρωση παρά αποφάσισαν, ή πείσθηκαν, να μας κρατήσουν (αυτό δικό μου).
  Έχω κι εγώ εμμονή με τις συμπτώσεις, και σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο έχω δώσει τον τίτλο ενός βιβλίου του Άρθουρ Κέσλερ, «Οι ρίζες της σύμπτωσης».
  «-Μαρίκα; Ο Μπερνάτ [δεκάχρονο αγόρι ακόμη] κοίταξε μακριά συλλογισμένος, παρά τον σαματά των φανατισμένων ποδοσφαιριστών. -Όχι. Έτσι λένε οι Ρώσοι τις Μαρίες». -Αυτό το ήξερα ήδη. -Τότε ψάξ’ το στο λεξικό. Ή μήπως πρέπει να σου εξηγώ όλα όσα…» (σελ. 141-142.
  Μπα, δεν το ήξερα ότι Μαρίκα είναι το υποκοριστικό της Μαρίας και στα ρώσικα, όπως και σε μας στην Κρήτη. Ξέρω όμως ότι Μαρίκα στα ισπανικά, και φαίνεται και στα καταλανικά, λένε την αδελφή (με μια μεταφορική σημασία, όχι αυτή της νοσοκόμας).
  Πιο κάτω έχει κι άλλο παρόμοιο χιουμοριστικό επεισόδιο με τη λέξη «πορνείο» την οποία κανείς από τους δυο μικρούς φίλους δεν ξέρει.
  «-Τότε, ας ψάξουμε πορνείο. Στο λεξικό Εσπάσα, ναι. -Πορνείο: προαγωγείο, χαμαιτυπείο ή μπουρδέλο. -Στο καλό, πρέπει να ψάξουμε το λήμμα προαγωγείο. Αυτό είναι.
  -Προαγωγείο: πορνείο, χαμαιτυπείο, οίκος ανοχής με κοινές γυναίκες.
  Σιωπή. Κι οι τρεις, πολύ μπερδεμένοι.
  -Και χαμαιτυπείο;
  -Χαμαιτυπείο: προαγωγείο, πορνείο, μπουρδέλο» (σελ. 170). Υπάρχει και συνέχεια, εξίσου χιουμοριστική, αλλά εμείς ας σταματήσουμε εδώ.
  «Εκείνη την εποχή που διοικούσε ο Φράνκο και η γη ξαναγινόταν επίπεδη για μας» (σελ. 180).
  Η γη ξαναγινόταν επίπεδη, σαν μεταφορά του σκοταδισμού. Στο διαδίκτυο κυκλοφόρησε ένα βίντεο στο οποίο ένας μουσουλμάνος ιερωμένος αποδείκνυε με αποσπάσματα από το Κοράνι ότι η γη είναι επίπεδη. Και, ψάχνοντας να το παραθέσω από το youtube, βρήκα πράγματα ακόμη πιο εντυπωσιακά.
  «Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο Αντριά Άντερβολ συνειδητοποίησε…» (σελ. 185). Έπρεπε να διαβάσω το βιβλίο μέχρι τέλος για να καταλάβω ότι αυτό δεν ήταν προσήμανση αλλά παρωδία της αρχής από το «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες.
  «Δεκαεννιά χρονών και μπορείς να διαβάσεις σε μια, δύο… οκτώ γλώσσες, και φοβάσαι να ξεκινήσεις το όγδοο έτος στο βιολί, ανόητε;» (σελ. 205).
  Μακάρι να είχα την τύχη του στη λύρα, στην οποία είμαι σχεδόν αυτοδίδακτος.
  Προσέξτε, λέει «να διαβάσεις». Για να μιλήσεις χρειάζεσαι έναν συνομιλητή για συνεχή εξάσκηση. Τα πορτογαλικά ποτέ δεν τα μίλησα, και τα ιταλικά έχω σχεδόν σαράντα χρόνια να τα μιλήσω. Εξάλλου τις γλώσσες τις έμαθα για να μπορώ να διαβάζω· βιβλία, σκεφτόμουνα τότε, και τελικά κατέληξα να διαβάζω κυρίως υπότιτλους. Έχω δει ιρανικές ταινίες με ισπανικούς, πορτογαλικούς κ.λπ. υπότιτλους, ντουμπαλισμένες στα ρώσικα, κ.λπ. Μάλιστα το καλοκαίρι, όταν οι αγγλικοί υπότιτλοι σταμάτησαν στη μέση σε μια ρώσικη ταινία που έβλεπα, συνέχισα με βουλγάρικους. Πάγωνα την εικόνα και διάβαζα. Τα βουλγάρικα είναι από τις γλώσσες που έχω εγκαταλείψει εδώ και τριάντα χρόνια, όμως μοιάζουν πολύ με τα ρώσικα και έτσι καταλάβαινα χοντρικά τι έλεγαν.
  Ναι, και μια αγγλική ταινία που θα παιζόταν πρώτη προβολή την είδα το καλοκαίρι με πορτογαλικούς υπότιτλους, γιατί έχω πρόβλημα ακοής ακόμη και με ελληνική ταινία. Μιλάμε για ταινίες μυθοπλασίας, με τη σλανγκ, κ.λπ., γιατί με τα ντοκιμαντέρ δεν έχω πρόβλημα. Ζηλεύω το γιο μου που μπορεί και βλέπει χωρίς υπότιτλους, για εξάσκηση, μου λέει.
  «Tu quoque;».
  Αμετάφραστο το διακείμενο. «Κι εσύ [τέκνον Βρούτε;].
  Τηλεφωνική συνδιάλεξη ανάμεσα στον Αντριά και στον Μπερνάτ:
  «-Α, ετοιμάσου για μια ευχάριστη έκπληξη.
-Είσαι έγκυος» (σελ. 330).
  Για το χιούμορ που λέγαμε.
  «Αν ξέρεις ρώσικα, τα σέρβικα δεν είναι και τόσο δύσκολα» (σελ. 349).
  Ναι, το ξέρω. Τα σερβοκροάτικα (ίδια περίπου γλώσσα με λατινικούς χαρακτήρες) τα εγκατέλειψα όπως και άλλες γλώσσες, καθώς ήθελα να περιοριστώ στις οκτώ.
  «-Τι άλλο έκανες εκτός από το να γράφεις και να διαβάζεις;
-έπαιζα βιολί ώρες ολόκληρες, μέρες και μήνες» (σελ. 357).
  Εγώ βλέπω ταινίες, ενώ λύρα παίζω αραιά και πού.
  «Σιωπή. Δεν ακουγόταν το τικ-τακ κανενός ρολογιού (σελ. 522).
  Παρωδία της γνωστής έκφρασης που τη χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μια «άκρα του τάφου σιωπή».
  «…τις μικρές απογοητεύσεις που κούρνιαζαν στις ρυτίδες» (σελ. 532)
  Μια ακόμη από τις ωραίες μεταφορές του Καμπρέ.
  «…να σε τρώει η σκέψη όλων όσων παραμένουν ατιμώρητοι» (σελ. 586).
 Κι εγώ χρησιμοποιώ την έλξη του αναφορικού που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας, αλλά κι εμείς στον προφορικό λόγο. Δεν θα έγραφα ποτέ «όλων όσοι», όπως κάνουν πολλοί άλλοι.
  Επαναλαμβάνω, από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ.

  Μπάμπης Δερμιτζάκης  

No comments: