Ο Τζανγκ Γιμόου ήταν ο πρώτος κινέζος
σκηνοθέτης που γνώρισα. Έχω δει αρκετές ταινίες του, όμως για λίγες έχω γράψει,
για αυτές που είδα αφού έκανα λογαριασμό στο blogspot όπου και αναρτώ τις κριτικές μου. Εν όψει της προβολής
της τελευταίας του ταινίας «Σκιά» αποφάσισα να τον δω πακέτο, δηλαδή όλες τις
ταινίες του για τις οποίες δεν έχω γράψει.
Μαζί με τον Chen Kaige είναι
οι δυο πιο ξεχωριστοί εκπρόσωποι της λεγόμενης πέμπτης γενιάς. Η γενιά αυτή,
διαβάζω στη βικιπαίδεια, εγκατέλειψε τις παραδοσιακές μεθόδους αφήγησης και
επέλεξε μια πιο ελεύθερη και ανορθόδοξη προσέγγιση. Η λογοτεχνική «γενιά των
πληγωμένων» που εμφανίστηκε μετά το θάνατο του Μάο (τέλη της δεκαετίας του ’70)
και διεκτραγώδησε τα βάσανα των διωγμένων διανοουμένων και στελεχών κατά την
πολιτιστική επανάσταση (θα ξαναδώ το «Να ζεις» του Γιμόου) τους άνοιξε το
δρόμο.
Η «Σκιά» θα
προβληθεί στις 14 του μηνός, εκτός και αν αλλάξει κάτι. Εγώ θα ξεκινήσω να αναρτώ
ό,τι θα γράψω για τις ταινίες που δεν είδα, ενώ θα ενημερώνω τη σελίδα μου στο facebook και τις τρεις ομάδες
στις οποίες είμαι μέλος (στη μια συνδιαχειριστής).
Η πρώτη ταινία του
είναι το «Κόκκινο σόργο», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του νομπελίστα
Μο Γιαν, για την οποία έχουμε αναρτήσει
εδώ.
Ξαναείδα την ταινία
με την ευκαιρία της βράβευσης του Μο Γιαν με το βραβείο Νόμπελ 2012, καθώς
στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του
Τζανγκ Γιμόου, και έχει βραβευθεί με την Χρυσή Άρκτο. Σ’ αυτήν επίσης κάνει το
ντεμπούτο της ως ηθοποιός η νεαρή (τότε) και όμορφη (ακόμη) γυναίκα του (τότε)
Γκονγκ Λι. Την είδα πέρυσι σε μια απολαυστική κωμωδία με τίτλο «Αυτό που θέλουν
οι γυναίκες», (Ο κινέζικος είναι «Εγώ ξέρω τη γυναικεία καρδιά»).
Πέρυσι τέτοια εποχή
περίπου που έκανα μια εγχείρηση καταρράκτη και δεν μπορούσα να διαβάσω για ένα
μήνα, έβλεπα μετά μανίας ταινίες. Αμέσως μετά άρχισα να διαβάζω βιβλία για τον
κινηματογράφο. Σε αρκετά από αυτά γινόταν λόγος για τον ποιητικό κινηματογράφο.
Βλέποντας την ταινία αυτή συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για ένα από τα καλύτερά
του δείγματα. Καλύτερα, γιατί δεν τραβάει την ποίηση προς το ασαφές και το
ακατανόητο, όπως π.χ. οι ταινίες του Παρατζάνοφ.
Θυμόμουνα την πρώτη
σκηνή. Μέσα σε ένα φορείο κάποιοι νεαροί μεταφέρουν τη νύφη στο σπίτι του
γαμπρού τραγουδώντας. Την είχα δει σε ένα ντοκιμαντέρ που πέτυχα σε ζάπινγκ στο
κινέζικο κανάλι CCTV-4 για
τον Τζανγκ Γιμόου. Είναι μεγάλης διάρκειας και φοβερά εντυπωσιακή.
Η ταινία είναι μια
σκληρή ηθογραφία της επαρχίας στην προπολεμική Κίνα. Ο off-stage αφηγητής αφηγείται την ιστορία της γιαγιάς και του παππού
του. Τη γιαγιά του την πούλησε κυριολεκτικά ο πατέρας της σε κάποιον ηλικιωμένο
αλλά πλούσιο. Όμως δεν ήταν μόνο ηλικιωμένος, ήταν και λεπρός. Η αμοιβή ήταν
ένα μουλάρι.
Ένας από τους
βαστάζους του φορείου είναι και ο παππούς του αφηγητή. Πώς γίνεται παππούς του;
Αυτή είναι η ιστορία της ταινίας. Για να τα καταφέρει να σμίξει τελικά με τη
γιαγιά του θα πρέπει να σκοτώσει τον άντρα της. Τουλάχιστον αυτό εικάζει ο
εγγονός. Αλλά και πάλι θα συναντήσει δυσκολίες.
Και εκεί που
πηγαίνουν όλα καλά, και ο πατέρας του αφηγητή, μικρό παιδί, τριγυρνάει αμέριμνο
στο οικογενειακό εργαστήρι που παράγουν λικέρ από sorghum (ζαχαρόχορτο μεταφράζεται στα
ελληνικά, δεν το έχω δει ποτέ μου) πλακώνουν οι γιαπωνέζοι.
Οι γιαπωνέζοι είναι
κάτι σαν τούρκοι της Άπω Ανατολής. Όπως οι τούρκοι έγδαραν ζωντανό τον
Δασκαλογιάννη το 1770, έτσι και οι γιαπωνέζοι, χειρότεροι, αντί να γδάρουν οι
ίδιοι, βάζουν έναν από το προσωπικό του εργαστηρίου να γδάρει έναν άλλο, σε
κάτι σκηνές ολότελα φρικιαστικές. Όμως αμέσως μετά αρχίζει η αντίσταση, κανγκ
ρι στα κινέζικα, με ένα σαμποτάζ, στο οποίο θα χάσει τη ζωή της η γιαγιά του αφηγητή,
ενώ ο πατέρας του, παρατηρώντας στη συνέχεια με γυμνό μάτι μια έκθλιψη ηλίου,
θα τα βλέπει στο εξής όλα κόκκινα, από όπου και ο τίτλος του έργου.
Η ποιητική ματιά του
Τζανγκ Γιμόου αμβλύνει την αγριότητα της ταινίας. Πολύ θα ήθελα να διαβάσω το έργο
του Μο Γιαν, για να μπορέσω να κάνω σύγκριση.
Για τον Μο Γιαν και
για την ταινία διάβασα κάποια πράγματα στο
Bookstand, ένα ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και την
ανάγνωση. Για την ταινία μπορείτε να διαβάσετε εδώ
http://bit.ly/TsOx5K και για τον συγγραφέα εδώ
http://bit.ly/RRFBaR Επίσης μετάφρασα ένα
σύντομο βιογραφικό του Μο Γιαν και το ανάρτησα στο
blog μου. Είναι η προηγούμενη ανάρτηση
και βρίσκεται
εδώ.
Τι είναι το cougar; Πάνθηρας της Αμερικής, μεταφράζω τον
κινέζικο τίτλο. Αυτός είναι ο κωδικός της επιχείρησης.
Μια ταϊβανέζικη
τρομοκρατική οργάνωση καταλαμβάνει ένα αεροπλάνο στο οποίο επιβαίνει ένας
ταϊβανός αξιωματούχος. Προορισμός του ήταν η Σεούλ. Ο Ge You
(Γκε
Γιόου) που τον είδαμε σε πάρα πολλές ταινίες του Feng Xiaogang ο οποίος είναι ο επί κεφαλής των
αεροπειρατών πυροβολεί χωρίς να καταλαβαίνει το ζημιά το ταμπλό του πιλοτηρίου.
Ο πιλότος του λέει ότι έχουν μόλις ένα τέταρτο στη διάθεσή τους να κάνουν
αναγκαστική προσγείωση, αλλιώς το αεροπλάνο θα πέσει. Αναγκάζεται να δεχθεί.
Βρίσκονται πάνω από την Κίνα, και εκεί κάνουν την αναγκαστική προσγείωση.
Αρχίζουν οι
διαπραγματεύσεις, θέλουν την απελευθέρωση κάποιων συντρόφων τους. Όμως υπάρχει
μια δυσκολία: πρέπει οι κινέζικες αρχές να επικοινωνήσουν με τις ταϊβανέζικες
αρχές, με τις οποίες δεν έχουν καμιά επαφή για πάνω από 40 χρόνια (Το 1949 οι
κομμουνιστές νίκησαν κατά κράτος τους εθνικιστές που υποχώρησαν στην Ταϊβάν).
Η ταινία έχει όλα τα
χαρακτηριστικά των ταινιών του είδους, πυροβολισμούς, πτώματα, ανάμεσα στα
οποία βέβαια θα είναι στο τέλος και τα πτώματα των αεροπειρατών.
Στο IMDb δεν έχω δει χαμηλότερη βαθμολογία:
4,5. Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι θεωρείται σαν μια «υποσημείωση» στο έργο του
Τζανγκ Γιμόου.
Δεν συμφωνώ.
Όχι μόνο γιατί η ταινία
είναι συναρπαστική σαν θρίλερ, αλλά και γιατί, πιστεύω, έχει ένα στόχο τον
οποίο αγνόησε η κριτική και το κοινό (ή μήπως όχι;). Η αεροπειρατεία αυτή
προσφέρει μια δυνατότητα επαφής των δύο πλευρών που είναι άσπονδοι εχθροί. Οι
φιλοφρονήσεις των επικεφαλής των δυο αντιτρομοκρατικών ομάδων καταδείχνουν στην
ανάγκη της επαφής. Σίγουρα ο απλός λαός δεν ενδιαφέρεται τόσο για τις πολιτικές
αντιθέσεις όσο για την ανάγκη επικοινωνίας με τους αδελφούς που βρίσκονται στην
άλλη πλευρά. Σήμερα υπάρχει αρκετή
επικοινωνία ανάμεσα στις δυο χώρες. Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι το
1989 που γυρίστηκε η ταινία.
Και η μεγαλύτερη κίνηση φιλοφροσύνης:
ο κινέζος επικεφαλής θέλει να πάει αυτός στο αεροπλάνο ως όμηρος αντί του
ταϊβανέζου. Είναι δική σας υπόθεση του λέει, και εσύ θα είσαι πιο χρήσιμος στην
επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων. Αυτό τελικά θα το πληρώσει με τη ζωή του.
Και βέβαια βλέπουμε κινέζους και ταϊβανέζους κομάντος να συνομιλούν. Δυο μάλιστα
διαπιστώνουν ότι έχουν κοινή καταγωγή, από το Πεκίνο.
Την ταινία μπορείτε να την
κατεβάσετε από το youtube με το 4K video
downloader και στη
συνέχεια, ανοίγοντάς την με τον VLC, ψάχνετε
για τους αγγλικούς υπότιτλους (προβολή/VLsubs).
Zhang Yimou-Yang
Fengliang 3, Ju Dou (菊豆 1990)
Η ταινία είναι μεταφορά της νουβέλας
του
Liu Heng «
Fuxi fuxi» (Φούσι φούσι). Η
υπόθεση του έργου τοποθετείται, υποθέτω, στα χρόνια της αυτοκρατορίας, σίγουρα
όχι στην κομμουνιστική Κίνα.
Ο θείος έχει ένα
εργαστήριο βαφής υφασμάτων. Επειδή δεν μπορεί να κάνει παιδί κυριολεκτικά
εξοντώνει από την κακομεταχείριση τις δυο προηγούμενες γυναίκες του και αγοράζει
μια τρίτη. Και σ’ αυτήν φέρεται το ίδιο. Όμως αυτή τα φτιάχνει με τον ανιψιό
του, που όταν έμεινε ορφανός τον περιμάζεψε, γιατί ο κόσμος άρχισε να
σχολιάζει. Όμως του φέρεται χειρότερα και από απλό εργάτη.
Θα μείνει έγκυος, το
γιο του ανιψιού. Ο άντρας της είναι ενθουσιασμένος που έκανε γιο. Όμως λίγο
μετά θα μείνει, έπειτα από ένα ατύχημα, παραπληγικός. Δεν μπορεί να περπατήσει.
Εξακολουθεί να φέρεται άσχημα στη γυναίκα του. Αυτή, αγανακτισμένη, του λέει
ότι το παιδί δεν είναι δικό του, ότι είναι του ανιψιού του. Αυτός θα
προσπαθήσει να το σκοτώσει, όμως όταν το παιδί τον φωνάζει μπαμπά, ενώ μέχρι
τότε δεν είχε πει ούτε μία λέξη, συγκινείται. Το αγκαλιάζει. Και θα το
μεγαλώσει σαν πραγματικό του γιο. Όμως ένα ατύχημα, για το οποίο ευθύνεται ο
μικρός, θα του στοιχίσει τη ζωή. Σύμφωνα με τις παραδόσεις η γυναίκα πρέπει να
μείνει χήρα για να τιμήσει τη μνήμη του άντρα της και ο ανιψιός να μετοικήσει
σε άλλο συγγενή.
Βλέπονται κρυφά.
Σχεδιάζουν να φύγουν. Ο μικρός ακούει τα κουτσομπολιά. Χωρίς να δηλώνεται με
σαφήνεια στην ταινία, μάλλον άκουσε τη μητέρα του, μετά από ένα τσακωμό, ότι ο
πατέρας του είναι αυτός που μέχρι τώρα παρουσιαζόταν σαν αδελφός του.
Στο τέλος ο μικρός,
ήδη προέφηβος, θα ρίξει τον ημιαναίσθητο πατέρα του μέσα στη δεξαμενή με το
νερό όπου είχε ρίξει κατά λάθος και τον δήθεν πατέρα του και πνίγηκε. Έντρομη η
μητέρα του θα δει τι έκανε ο γιος της.
Στο τέλος του έργου
τη βλέπουμε ανάμεσα σε φλόγες. Αποφάσισε να αυτοκτονήσει βάζοντας φωτιά στο
σπίτι.
Εξαιρετικός
σκηνοθέτης ο Γιμόου (η κριτική θεωρεί ότι η ματιά της ταινίας είναι μόνο η δική
του, παρόλο που την υπογράφουν και οι δυο σκηνοθέτες), μας δείχνει με πολύ
λεπτό τρόπο το πώς αναπτύχθηκε η σχέση του ανιψιού και της θείας, πατώντας πάνω
σε μια λεπτή γραμμή που λίγο αν ξέφευγε θα την έδειχνε εκχυδαϊσμένη.
Δεν είναι η πρώτη
ταινία που βλέπουμε που δείχνει την καταπίεση της γυναίκας και τη ματαίωση του
έρωτα, όμως για πρώτη φορά με τόσο δραματικό τρόπο. Όχι, τώρα θυμήθηκα και την
ταινία του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν «
Κάποτε
στην Ανατολία», στην οποία η ματαίωση των πατρικών αισθημάτων φαίνεται με επίσης
πολύ δραματικό τρόπο.
Αναρωτιέμαι ποιος
μικρονοϊκός κομμουνιστικός εγκέφαλος απαγόρευσε την ταινία, αφού αναφερόταν στα
προ-κομμουνιστικά χρόνια. Ευτυχώς κάποιος πιο ξύπνιος απ’ αυτόν το είδε, και η
προβολή της ταινίας επιτράπηκε μετά από δυο χρόνια.
Εν όψει της προβολής
της «Σκιάς» στις 14 Μαρτίου.
Και πάλι έχουμε μια
ταινία εποχής που διεκτραγωδεί τη μοίρα της γυναίκας.
Η Gong Li πηγαίνει στο πανεπιστήμιο.
Όταν όμως πεθαίνει ο πατέρας της και τα οικονομικά τους έχουν πάρει την κάτω
βόλτα αναγκάζεται να το παρατήσει, έχοντας φοιτήσει μόλις έξι μήνες. Τι άλλο
της μένει να κάνει από το να παντρευτεί;
Θα πάρει τον άρχοντα.
Όμως θα είσαι παλλακίδα του, της λέει η μητέρα. «Και λοιπόν; Αυτή δεν είναι η
μοίρα της γυναίκας;», της απαντάει. Και τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε από τα
μάγουλά της.
Είναι η τέταρτη
γυναίκα του άρχοντα αυτού. Παρακολουθούμε τα διάφορα τυπικά που ακολουθούνται σ’
αυτές τις αριστοκρατικές οικογένειες, όπως εκείνο με τα κόκκινα φανάρια που υψώνονται
στο σπίτι της γυναίκας με την οποία θα περνούσε ο άρχοντας το βράδυ του.
Η δυστυχία μπορεί να
εκθρέψει την καλοσύνη, όμως και την κακία. Βλέπουμε την δεύτερη και την τρίτη
σύζυγο να μηχανορραφούν, με θύμα την Gong Li. Προσπαθεί να αντιδράσει, όσο μπορεί, μια φορά με μοιραία
αποτελέσματα.
Ένα δωματιάκι στην
κορυφή του αρχοντικού κινεί την περιέργειά της. Τελικά θα μάθει, εκεί κρεμούσαν
τις γυναίκες του άρχοντα που είχαν ερωτικές σχέσεις με άλλους. Είχαν κρεμαστεί,
της λένε, δύο όλες κι όλες, κάποιων προγόνων του τωρινού άρχοντα. Όταν θα πέσει
θύμα και η τρίτη σύζυγος, μια πρώην τραγουδίστρια (την ακούμε να τραγουδάει κάποιες
άριες από την Όπερα του Πεκίνου) που τα είχε φτιάξει με ένα γιατρό, η Gong Li θα
τρελαθεί. Τρελή θα περιφέρεται πια στο αρχοντικό.
Η γυναίκα,
συνειδητοποιώ τώρα φέρνοντας στο νου μου και άλλες ταινίες του Γιμόου που έχω
δει, αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα στα έργα του. Τον συγκινεί η μοίρα της
γυναίκας; Ή μήπως επιλέγει ιστορίες (και αυτή η ταινία του είναι μεταφορά από
μυθιστόρημα) όπου κεντρικός χαρακτήρας είναι μια γυναίκα, για να βάλει την όμορφη
γυναίκα του να πρωταγωνιστήσει; Άβυσσος
η ψυχή του Τζανγκ Γιμόου.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «
Ju Dou».
Εν όψει της προβολής
της «Σκιάς» στις 14 του Μάρτη.
Αν σας ενδιαφέρει
πολύ η ταινία, καλό θα ήταν να διαβάσετε αυτό που έγραψα για την
νουβέλα
της οποίας είναι μεταφορά, όπου μιλάω πιο αναλυτικά για την πλοκή.
Η Τσιουτζού πάει στο
δικαστήριο είναι η μετάφραση του κινέζικου τίτλου, ενώ στην Ελλάδα προβλήθηκε
με τον τίτλο (άσε, να μην αντιγράψω τη λάθος προφορά)… μια γυναίκα της Κίνας.
Είναι δεδομένο ότι
μια κινηματογραφική μεταφορά δεν θα μείνει πιστή στο λογοτεχνικό έργο, αλλά
συνήθως αυτό αφορά σε παραλείψεις (δεν μπορούν να χωρέσουν όλα μέσα σε μια
δίωρη ταινία), σε προσθήκες και σε παραλλαγές. Όμως εδώ, όπως και σε κάποιες
κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματος του Χόθορν «
Άλικο γράμμα»,
σίγουρα και σε άλλες που δεν θυμάμαι, έχουμε ριζικές διαφορές.
Πρώτα πρώτα ο Γιμόου
προσθέτει μια αδελφή που συνοδεύει την Τσιουτζού στην πόλη, όπου κάνει την μια
έφεση μετά την άλλη για την απόφαση (Να δοθεί στον άντρα της αποζημίωση, τα
χρήματα της οποίας όμως ο κοινοτάρχης της τα πετάει περιφρονητικά μπροστά στα
πόδια της να τα μαζέψει). Έπειτα, η Τσιουτζού είναι έγκυος. Επίσης η διένεξη με
τον κοινοτάρχη δεν αφορά την καλλιέργεια αλλά το κτίσιμο μιας αποθήκης. Ο
κοινοτάρχης έχει δυο κόρες, και νομίζει ότι τον κορόιδεψε γι’ αυτό ο άνδρας της
Τσιουτζού. Ακόμη, βλέπουμε την οικογένεια του κοινοτάρχη να καλοδέχεται την
Τσιουτζού, παρά την κόντρα τους. Όμως η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο «μήνυμα»
του έργου.
Η Τσιουτζού,
ετοιμόγεννη, έχει χάσει πολύ αίμα. Τρέχουν στον κοινοτάρχη να συντρέξει. Αυτός
πράγματι συντρέχει και το μωρό, αν όχι και η ίδια η Τσιούτζου, σώζονται.
Είναι αγόρι.
Πηγαίνει να τον ευχαριστήσει για την συνδρομή του. Τον καλεί σε ένα κινέζικο
έθιμο, τον γιορτασμό του νεογέννητου όταν γίνει 30 ημερών. Το περνάνε μέσα από
μια ψωμένια κουλούρα, την οποία μετά τρώνε. Και το γλέντι για τους χωριανούς
είναι στρωμένο. Περιμένουν μόνο τον κοινοτάρχη που θέλει πρώτα να ξυριστεί.
Ο κοινοτάρχης δεν θα
έλθει. Ο σύμβουλος Λι τους ενημερώνει ότι τον πήρε η αστυνομία. Θα φυλακισθεί.
Η Τσιουτζού κέρδισε την υπόθεση, όμως φωνάζει έκπληκτη: -Εγώ μια συγνώμη ήθελα,
όχι να πάει φυλακή.
Τρέχει μήπως προλάβει
το περιπολικό. Η ταινία τελειώνει με την Τσιουτζού να έχει σταματήσει, όταν
βλέπει ότι το περιπολικό έχει πια απομακρυνθεί.
Στην ταινία του
Γιμόου αυτό που βλέπουμε είναι το πείσμα και από τις δυο μεριές, το οποίο
βέβαια απαξιώνεται, καθώς στις δύσκολες στιγμές ο κοινοτάρχης τρέχει, και αυτή,
ξεχνώντας την απαίτησή της για συγνώμη, τον καλεί στη γιορτή. Στην ταινία
βλέπουμε τις αγαθές σχέσεις των οικογενειών των δύο πλευρών, παρά τη διένεξη.
Στη νουβέλα όμως του
Chen Yuanbin «Η
ιστορία της Τσιουτζού», το μήνυμα είναι διαφορετικό. Δείχνει τη θέληση μιας
απλής γυναίκας του λαού να κερδίσει το δίκιο της. Επίσης είδαμε τον μανιχαϊσμό,
πιο έντονος στην επόμενη νουβέλα, με τον κοινοτάρχη να είναι ένας απόλυτα κακός
χαρακτήρας, σε αντίθεση με την Τσιουτζού.
Η ταινία είναι
μεταφορά ενός μυθιστορήματος του
Yu Hua, που έχει τον ίδιο τίτλο. Υποθέτω ότι ο συγγραφέας αυτός
ανήκει στην «γενιά των πληγωμένων» που τόσο επηρέασε την 5
η
κινηματογραφική γενιά στην οποία ανήκει ο Γιμόου, και η οποία έχει σαν θέμα στα
έργα της τις διώξεις που υπέστησαν διανοούμενοι και κομματικά στελέχη κατά τη
διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το ότι δεν
επιτράπηκε η προβολή της στην Κίνα, και ακόμη λιγότερο αν σκεφτούμε ότι στη
Ρωσία απαγορεύτηκε «
Ο
θάνατος του Στάλιν», μια κωμωδία που σατίριζε το Στάλιν, ενώ το ΚΚΣΕ είναι
πια παρελθόν.
Ο Ge You είναι
πλούσιος, όμως είναι και αθεράπευτα τζογαδόρος, μόνιμο ζήτημα προστριβών με τη
γυναίκα του την Γκονγκ Λι. Στο τέλος θα χάσει το αρχοντικό του στα ζάρια. Θα
ζήσει κάνοντας τον καραγκιοζοπαίχτη (εννοούμε τον χειριστή θεάτρου σκιών). Θα
στρατολογηθεί και από τους εθνικιστές και από τους κομμουνιστές. Μετά το τέλος
του πολέμου θα ζήσει μια φτωχική ζωή, ενώ αυτός που του πήρε το αρχοντικό θα
εκτελεστεί σαν πλούσιος αντεπαναστάτης.
Θα ζήσουν και άλλους
κλυδωνισμούς. Θα χάσουν πρώτα το γιο τους σαν συνέπεια του «
Μεγάλου
άλματος» (για την γρήγορη εκβιομηχάνιση της Κίνας) και την κόρη τους
εξαιτίας των συνεπειών της Πολιτιστικής Επανάστασης. Μετά τη γέννα της είχε
ακατάσχετη αιμορραγία, και στο νοσοκομείο υπήρχαν μόνο νοσοκόμες που δεν ήξεραν
πώς να την αντιμετωπίσουν. Οι γιατροί είχαν διωχθεί σαν αντεπαναστάτες. Ένας
που έφεραν από τη φυλακή δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Καθώς ήταν νηστικός τρεις
μέρες, καταβρόχθισε και τα επτά ψωμάκια που του έδωσαν με αποτέλεσμα να κοντέψει
να πεθάνει. Στο τέλος της ταινίας τους βλέπουμε μαζί με τον γαμπρό τους και τον
εγγονό τους στον τάφο της.
Το «Να ζεις» είναι
από τις ταινίες του Γιμόου που μου άρεσαν περισσότερο.
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
Ο δεκατετράχρονος νεαρός, παρόλο που έχει το ρόλο του μάρτυρα, δεν είναι
αφηγητής όπως συμβαίνει συνήθως. Τον έχει φέρει ο θείος του από την επαρχία για
να υπηρετεί την γκόμενα του αρχηγού μιας συμμορίας. Ένα μεγάλο μέρος της πλοκής
είναι οι συνωμοσίες που εξυφαίνονται στο εσωτερικό της. Οι δυο πιο στενοί του
συνεργάτες μηχανορραφούν πίσω από την πλάτη του, ενώ ένας από αυτούς τα έχει με
την γκόμενά του. Όμως ο αρχηγός είναι αλεπού, τους παίρνει χαμπάρι, και τους
στήνει την παγίδα του. Βέβαια αυτό θα το δούμε στο τέλος.
Έχω ξαναγράψει ότι έργα με αρνητικούς χαρακτήρες δεν μου αρέσουν. Όλοι
οι κεντρικοί χαρακτήρες του έργου δεν έχουν τίποτα για να τους συμπαθήσεις, να
ταυτιστείς μαζί τους. Η γκόμενα φέρεται με αρκετή σκαιότητα στον νεαρό που
κλήθηκε να την υπηρετήσει. Αντιπαθέστατη, παρά την ομορφιά της. Μόνο προς το τέλος του έργου θα τη
συμπαθήσουμε, όταν θα δούμε να ξεχύνεται η πίκρα για τη μοίρα της στις
εξομολογήσεις της σε μια απλή γυναίκα. Όμως η γυναίκα αυτή θα το πληρώσει με τη
ζωή της. Όσο για το κοριτσάκι της, ο αρχηγός θα το πάρει μαζί του. Όταν
μεγαλώσει θα γίνει φιλενάδα του.
Και αυτό το έχω ξαναγράψει, δεν μου αρέσουν έργα με unhappy end. Μόλις που
προλάβαμε να συμπαθήσουμε την Γκονγκ Λι και ο αρχηγός της συμμορίας θα τη θάψει
ζωντανή μαζί με το φίλο της.
Αυτό δεν το έχω γράψει, θέλω στο τέλος την ποιητική δικαιοσύνη. Θα ήθελα
να πλάκωνε η αστυνομία και να τον έπιανε αυτό τον αρχηγό με τα υπόλοιπα μέλη
της συμμορίας.
Δεν ξέρω με ποια κριτήρια δίνονται οι υποψηφιότητες για τα βραβεία, αλλά
είναι η πρώτη ταινία του Γιμόου που δεν υπήρξε υποψήφια σε κανένα διαγωνισμό.
Αν και το στόρι δεν μου άρεσε, μου άρεσε η εξαιρετική σκηνοθεσία του.
Α, ναι, ο κινέζικος τίτλος είναι στίχος ενός τραγουδιού που τραγουδάει
το κοριτσάκι: «Κουνηθείτε για να φτάσετε στη γέφυρα της γιαγιάς».
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Να ζεις».
Εν όψει
της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
«Αν έχεις πράγματα να πεις, να τα πεις με ωραίο τρόπο» είναι η μετάφραση
του κινέζικου τίτλου.
Η ταινία αυτή είναι κωμωδία, νομίζω η μοναδική που γύρισε ο Τζανγκ
Γιμόου.
Ο πωλητής βιβλίων πολιορκεί την πρώην φίλη του, που τον παράτησε. Ο νυν
φίλος της όμως με κάποιους δικούς του τού επιτίθενται και τον σπάζουν στο ξύλο.
Προσπαθεί να αντεπιτεθεί. Αρπάζει την τσάντα ενός διερχόμενου και τους την
πετάει. Αυτή όμως, αντί να βρει το στόχο της, βρίσκει ένα φανοστάτη.
Η τσάντα ανήκει στον κύριο Τζανγκ και έχει μέσα έναν καινούριο υπολογιστή.
Φυσικά έγινε κομμάτια. Ο Τζανγκ τον πηγαίνει στο νοσοκομείο να περιποιηθούν τις
πληγές του, και του ζητάει να του πληρώσει τον υπολογιστή. Αυτός αρνείται. Ο
Τζανγκ επιμένει, και ζητάει να βρει και τον φίλο της πρώην του και να δουν πώς
θα τακτοποιήσουν το ζήτημα. Ο πρώην είναι πρόθυμος να αποζημιώσει, και τον
υπολογιστή και ψυχική οδύνη για τους τραυματισμούς. Όμως ο πωλητής βιβλίων έχει
άλλα σχέδια, θέλει να του κόψει το κεφάλι. Κρατάει μαζί του ένα χασαπομάχαιρο.
Ο Τζανγκ προσπαθεί να τον αποτρέψει.
Αυτό είναι το στόρι σε γενικές γραμμές, με πάρα πολλά κωμικά επεισόδια
αλλά προπαντός κωμικούς διαλόγους. Οι κωμικοί διάλογοι είναι ένα συνηθισμένο τηλεοπτικό
είδος στην Κίνα. Έχω δει τέτοιους στη δορυφορική μου, στο κανάλι CCTV. Μάλιστα πιστεύεται ότι το θέατρο στην Κίνα εξελίχθηκε
από έναν κωμικό διάλογο ανάμεσα στον γελωτοποιό του αυτοκράτορα και έναν
αξιωματούχο του, το 335 π.χ. Και το kyogen που παίζεται ανάμεσα σε δυο έργα Νο, είναι και
αυτό κωμικοί διάλογοι. «Οι κύριοι χαρακτήρες είναι ο shite και ο ado
(ανταγωνιστής). O shite είναι συνήθως το αστείο πρόσωπο, ο πανούργος υπηρέτης ή
ο ταλαιπωρημένος σύζυγος, και ο ado το σοβαρό πρόσωπο, το αγέλαστο αφεντικό ή η
γκρινιάρα γυναίκα» (από το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της
Κίνας»).
Παρόλο που και αυτή η ταινία είναι μεταφορά από μυθιστόρημα, η
προσαρμογή στη μεγάλη οθόνη που έγινε από το συγγραφέα του έχει τη φιλοσοφία
αυτών των διαλόγων.
Απολαυστική κωμωδία, αλλά αυτή η συνεχής κίνηση της κάμερας γύρω από τα
δυο πρόσωπα που συνομιλούν συνήθως με ζάλισε. Μόνο στο τέλος ζαλίστηκε κι αυτή
και σταμάτησε λίγο το στροβίλισμά της.
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ
Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας όπως και ο αγγλικός, από τον οποίο
συνήθως μεταφράζουμε αν δεν επινοούμε δικό μας, είναι η μετάφραση του
κινέζικου.
Ο δάσκαλος παίρνει άδεια για ένα μήνα, κανείς δεν δέχεται να τον
αντικαταστήσει. Τελικά βρίσκουν ένα δεκατριάχρονο κοριτσάκι, μαθήτρια λυκείου,
περίπτωση λίγο πιο προωθημένη από το αλληλοδιδακτικό του Καποδίστρια. Αμοιβή
πενήντα γιουάν (κάπου 25 ευρώ), αλλά να φροντίσει να μη χάσει κανένα μαθητή
της. Ήδη είχαν παρατήσει το σχολείο δέκα, είχαν μείνει μόνο 28.
Τελικά ένας το παρατάει, που είναι και ο πιο άτακτος. Ο πατέρας του έχει
πεθάνει, πρέπει να εργαστεί για να βοηθήσει τη μητέρα του να βγάλει τα χρέη
της. Το κοριτσάκι-δασκάλα πηγαίνει στην πόλη να τον βρει. Και αρχίζει μια
περιπέτεια αναζήτησης, ολότελα συγκινητική, που μου θύμισε την ταινία «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου» του Αμπάς Κιαροστάμι. Αλλά και όλη η ταινία
μου θύμισε ιρανικό κινηματογράφο, με παιδιά μαθητές να είναι οι κεντρικοί
ήρωες, όπως π.χ. «Hayat», «Το πιθάρι», «First graders», «Brick and mirror», αυτές οι ταινίες μου έρχονται τώρα στο
μυαλό.
Δύσκολη η ζωή στην κινέζικη επαρχία, πολλά παιδιά αναγκάζονται να
εγκαταλείψουν το σχολείο για να δουλέψουν. Διάφορες δωρεές από πολίτες,
διαβάζουμε στα γράμματα τέλους, έχουν σαν αποτέλεσμα να επιστρέφει στο σχολείο
το 15% αυτών που το έχουν εγκαταλείψει.
Δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από επαγγελματίες ηθοποιούς αυτοί που
έπαιξαν στην ταινία, κάποιοι από τους οποίους τον ίδιο ρόλο που είχαν και στη
ζωή. Την έχω ξαναδεί βέβαια, και θυμάμαι πόσο μου άρεσε όταν την πρωτοείδα,
όπως και τώρα δηλαδή.
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Keep cool».
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ
Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
Και αυτό το έργο είναι μεταφορά μυθιστορήματος. Τελικά υπάρχουν εξαιρετικοί
σκηνοθέτες που δεν κάνουν cinema d’ auteur, να
γράφουν δηλαδή μόνοι τους τα σενάρια, ή έστω να επινοούν τις ιστορίες.
Ο νεαρός δάσκαλος επισκέπτεται το χωριό του. Έχει πεθάνει ο πατέρας του
και πρέπει να παρευρεθεί στην κηδεία του. Φτάνοντας σπίτι θυμάται το ειδύλλιο
των γονιών του (Ο πατέρας μου και η μητέρα μου είναι ο κινέζικος τίτλος). Και
το ασπρόμαυρο του τώρα γίνεται η έγχρωμη αναδρομή σε αυτό το ειδύλλιο, αντίθετα
από ό,τι βλέπουμε συνήθως στις οθόνες, όπου το ασπρόμαυρο ανακαλεί συνειρμικά
το παρελθόν. Και ευτυχώς που ο Τζανγκ Γιμόου δεν με ξενέρωσε με το να πηγαίνει
μια στο παρελθόν και μια στο παρόν, όπως κάνουν συνήθως οι σκηνοθέτες, αλλά μας
δίνει αδιάλειπτα, οιονεί εγκιβωτισμένη, την ιστορία του ειδυλλίου.
Είναι το καλύτερο κινηματογραφικό ρομάντζο που έχω δει ποτέ, με την
όμορφη Zhi Yi, εικοσάρα τότε, στο κινηματογραφικό της
ντεμπούτο. Ο εικονολήπτης δεν κουράζεται να την παίρνει σε γκρο πλαν, συχνά
ακόμα και όταν τρέχει, και ο Τζανγκ Γιμόου την έχει συνεχώς στο τρέξιμο: να
προλάβει να δει τον νεαρό δάσκαλο όταν φεύγει από το σχολείο με τους μαθητές
του, να τον προλάβει να του δώσει το δείπνο που δεν έφαγε πηγαίνοντας βιαστικά
στην πόλη…
Η Τζι Γι αποφασίζει να πάει να τον βρει στην πόλη (είναι οι καιροί της
φουρτουνιασμένης Πολιτιστικής Επανάστασης) όπου τον έχουν καλέσει για λόγους
πολιτικούς, όμως ο δρόμος είναι χιονισμένος, πέφτει εξαντλημένη, τη βρίσκουν,
την φέρνουν στο σπίτι, είναι άρρωστη, μια ματιά του νεαρού δασκάλου θα την
γιατρέψει.
Θα το σκάσει να τη βρει, για να επιστρέψει αμέσως μετά. Τι έκαναν όμως
οι μικρόνοες της Πολιτιστικής Επανάστασης; Αντί να ενθαρρύνουν έναν έρωτα, το
καινούριο στην καινούρια κοινωνία μια και μέχρι τότε όλοι οι γάμοι γίνονταν με
προξενιό, τον τιμώρησαν να μείνει δυο χρόνια μακριά από το χωριό. Του Ge You όμως στο «Να ζεις» του
έκαψαν τις φιγούρες του, γιατί το θέατρο σκιών με τις ιστορίες των αυτοκρατόρων
κ.λπ. ήταν έκφραση του παλιού κόσμου, κάθε κατάλειπα του οποίου έπρεπε να ξεριζωθούν.
Ακούμε για έθιμα της εποχής όπως το να βάζουν ένα κόκκινο πανί στο
δοκάρι κάθε καινούριου κτιρίου (η Τζι Γι ύφανε στον αργαλειό τους το πανί για
το σχολείο που κτιζόταν τότε), να βάζουν ένα υφαντό στο φέρετρο του νεκρού (η
μητέρα του επέμενε να το υφάνει και όχι να το αγοράσουν) και να κουβαλάνε τον
νεκρό στον τόπο του σηκώνοντας το φέρετρο και όχι με νεκροφόρα. Αυτό το
τελευταίο είχε σταματήσει με την Πολιτιστική Επανάσταση.
Εγκαταλειμμένο και σε μας στο χωριό αυτό το έθιμο, που το θυμάμαι πολύ
καλά όταν ήμουνα μικρός.
Παρεμπιπτόντως, ο αργαλειός μας ήταν καλύτερος από αυτόν που είδα στην
ταινία. Η μητέρα μου δεν
ήταν μόνο ανυφαντού αλλά και περαματίστρα.
Εν όψει
της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
Ευτυχισμένες εποχές, ακριβής μετάφραση από τον κινέζικο τίτλο.
Η Jie Dong, ένα τυφλό κορίτσι, ζει με τη μητριά της η
οποία της φέρεται άσχημα. Ο πατέρας του κοριτσιού (η μητέρα της έχει πεθάνει) την
εγκατέλειψε αφού της δανείστηκε 5000 yuan για να πάει να
βρει δουλειά. Ούτε δουλειά βρήκε, και σίγουρα δεν σκοπεύει να γυρίσει. Της
γράφει ότι του έχουν μείνει μόνο 1000 yuan, οι καιροί είναι
δύσκολοι, αλλά όταν θα βρει δουλειά θα την ξοφλήσει. Για την κόρη του κουβέντα.
Ο Benshan Zhao τα έχει φτιάξει με τη μητριά της. Θέλει να
παντρευτούν. Αυτή δεν έχει αντίρρηση, όμως απαιτεί να κάνουν έναν εντυπωσιακό
γάμο για τον οποίο χρειάζονται πολλά λεφτά. Πού θα τα βρει;
Και σκαρώνει μια «επιχείρηση». Με τη βοήθεια φίλων του μετατρέπει ένα
παρατημένο κοντά σε ένα δασάκι λεωφορείο σε «σπιτάκι της ευτυχίας». Δηλαδή; Να,
εκεί μπορούν να καταφεύγουν τα ζευγάρια για να κάνουν έρωτα. Θα πληρώνουν με
την ώρα.
Η μητριά θέλει να ξεφορτωθεί την προγονή της και του λέει να της βρει
δουλειά. Μα είναι δυνατόν, τυφλό κορίτσι; Και του έρχεται η ιδέα: γιατί να μην
κάθεται στην είσοδο και να μαζεύει τα λεφτά των πελατών;
Δεν προλαβαίνει να την κουβαλήσει στο λεωφορείο και τον περιμένει η
έκπληξη. Βλέπει τον γερανό να το σηκώνει. Θέλουν να περιποιηθούν τον χώρο.
Και αυτή την περιμένει μια έκπληξη. Όταν γυρνάνε σπίτι δεν αναγνωρίζει
το δωμάτιό της. Πέταξαν την παλιά επίπλωση και έβαλαν καινούρια. Εκεί θα
εγκατασταθεί ο χοντρομπαλάς, σαν κι αυτή, γιος της.
Ο Zhao θα την περιμαζέψει όταν την βλέπει να στέκεται
στη μέση του δρόμου με τα αυτοκίνητα να περνούν σαν σφαίρες δίπλα της, μη
τολμώντας να προχωρήσει. Για να της δώσει κουράγιο θα σκαρφιστεί μια καινούρια
επιχείρηση. Θα διαμορφώσει με τους φίλους του, όλοι τους τώρα συνταξιούχοι, μια
παλιά αποθήκη στο εργοστάσιο που δούλευαν, σε χώρο μασάζ. Εκεί θα εργάζεται σαν
μασέρ. Θα κάνουν βέβαια αλλαγές και θα επενδύσουν τους σιδερένιους τοίχους ώστε
να μην το καταλάβει.
Και πελάτες;
Μα οι φίλοι του. Την πληρώνουν, όμως όταν βλέπουν να τους τελειώνουν τα
λεφτά, αντικαθιστούν τα χαρτονομίσματα με χαρτιά κομμένα στο μέγεθος των
χαρτονομισμάτων. Φαίνεται να πετυχαίνει το σχέδιο.
Κάποια στιγμή η Jie Dong εξαφανίζεται. Έχει αφήσει ένα κασετοφωνάκι,
για να ακούσουν την κασέτα. Τους λέει ότι από την αρχή κατάλαβε την απάτη αλλά
εκτίμησε την προσπάθειά τους να της αναπτερώσουν το ηθικό. Τους ευχαριστεί
όλους και τους λέει ότι οι μέρες που πέρασε μαζί τους ήταν οι πιο ευτυχισμένες
της ζωής τους.
Μετά από την κασέτα ακούμε το ψεύτικο γράμμα που της έγραψε ο Zhao, τάχα από τον πατέρα της, που της λέει ότι
γρήγορα θα βρει λεφτά για να την πάει για θεραπεία των ματιών της, όπως της
είχε υποσχεθεί.
Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε το τυφλό κορίτσι να περπατάει μόνο του
στο δρόμο. Ποια θα είναι άραγε η μοίρα του;
Η ταινία είχε το στυλ των κινέζικων τηλεοπτικών κωμωδιών όπου κυριαρχούν
οι μεγάλες σκηνές με τον διάλογο, σε πολύ λιγότερο βαθμό όμως από ότι στο «Keep cool». Σ’
αυτήν έκανε επίσης το κινηματογραφικό ντεμπούτο της η Τζιέ Ντονγκ, όπως στο «Δρόμο
στο σπίτι» έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της η Τζι Γι.
Περισσότερο δράμα παρά κωμωδία, η ταινία ήταν πολύ συγκινητική.
Διάβασα στη βικιπαίδεια ότι είναι χαλαρή μεταφορά του διηγήματος «Μάστορα,
τι πλάκα ήταν αυτή που μας έκανες;» του κινέζου νομπελίστα Μο Γιαν, του
οποίου το μυθιστόρημα «Το κόκκινο σόργο» μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Τζανγκ
Γιμόου με την πρώτη του, ομώνυμη,
ταινία. Μόλις τιμήθηκε με το Νόμπελ (2012) διάβασα τις «Μπαλάντες του σκόρδου» που είχα στο ράφι των τύψεων, ενώ η Άγρα
εξέδωσε ένα ακόμη βιβλίο του, την «Αλλαγή». Ένα project για τη μετάφραση του «Κόκκινου σόργου»
ναυάγησε.
Πόσο χαλαρή άραγε ήταν αυτή η μεταφορά; Πόσο «αποκλίνουν» ταινία και
διήγημα μετά την αρχή, όπως γράφει η βικιπαίδεια; Ευτυχώς με πληροφορεί ότι
έχει μεταφραστεί στα αγγλικά. Πριν το ψάξω στο διαδίκτυο κοιτάζω το αρχείο μου.
Ναι, το έχω.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην το διαβάσω.
Η πλοκή στο διήγημα είναι η εξής. Ο μάστορας απολύεται μαζί με άλλους
εργάτες από το εργοστάσιο που δουλεύει. Δεν πάνε καλά οι δουλειές, αν δεν
κάνουν απολύσεις θα αναγκαστούν κάποια στιγμή να κλείσουν. Και ο βοηθός,
απολυμένος κι αυτός, του δίνει την ιδέα με το λεωφορείο. Η δουλειά πάει καλά,
όμως κάποια στιγμή τον περιμένει μια έκπληξη. Ένα ζευγάρι μπαίνει μέσα, με τη
γυναίκα να είναι εντελώς απρόθυμη. Περιμένει να τελειώσουνε, τίποτα. Έχει
σκοτεινιάσει, τίποτα. Τους φωνάζει, τίποτα. Προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα,
τίποτα. Μήπως πρόκειται για διπλή αυτοκτονία, στην οποία είναι επιρρεπείς τόσο
οι κινέζοι όσο και οι γιαπωνέζοι; Τρέχει στον βοηθό του για να ζητήσουν τη
συνδρομή ενός αστυνομικού, συγγενή του. Πηγαίνουν και οι τρεις. Ο αστυνομικός δίνει
μια στην πόρτα. Ανοίγει αμέσως. Κανείς μέσα. Πώς γίνεται;
«Μικρέ Χου [ο βοηθός του], τώρα καταλαβαίνω, ήταν ένα ζευγάρι πνευμάτων»,
λέει ο μάστορας. Νοιώθει ανακούφιση, όχι όμως και ο βοηθός του. «Τι πλάκα ήταν
αυτή που μας έκανες;» του λέει.
Να παραθέσω και κάποια αποσπάσματα.
«Όταν κάνει κουμάντο η γυναίκα, ο άντρας κοιμάται με τα μουλάρια».
Δεν ξέρω αν έχουμε εμείς αντίστοιχη παροιμία.
Ο βοηθός του, βλέποντάς τον να καταφτάνει με πρόσωπο λυπημένο:
«-Μάστορα, τι συνέβη; Δεν πιστεύω να πέθανε η γυναίκα σου; -Όχι, απάντησε
αδύναμα. Είναι κάτι πολύ χειρότερο».
Το χειρότερο είναι να σου την απαγάγουν και να ζητάνε λύτρα. Έχω ξεχάσει
ποια είναι η κωμωδία όπου ο σύζυγος τρίβει τα χέρια του από χαρά όταν τον
ενημερώνουν οι απαγωγείς. Θυμήθηκα τώρα, παίζει η Μπέτι Μίντλερ, για να ψάξω να
τη βρω. Τη βρήκα, είναι η ταινία «Σας
παρακαλώ σκοτώστε τη γυναίκα μου» (1986).
«(Οι σημερινοί νέοι, όταν κάνουν έρωτα) ουρλιάζουν λάγνα, βογκάνε,
μερικοί απ’ αυτούς γεμίζουν τον αέρα με τέτοια αισχρόλογα που κάνουν τα πουλιά
να κοκκινίζουν». Εφέ υπερβολής.
«Μάστορα, μου επιτρέπεις να σου πω τι σημαίνει να είσαι πεινασμένος; Αν
έλθει μια τέτοια μέρα, να ξέρεις ότι στη διαμάχη ανάμεσα στην κοιλιά και την
περηφάνεια η κοιλιά θα κερδίζει πάντα».
Το νόημα: μη ντρέπεσαι να κάνεις μια δουλειά κατώτερη σε σχέση με τα
προσόντα που έχεις. Σήμερα, την εποχή της κρίσης, καλό είναι να το έχετε υπόψη
σας (εγώ είμαι πια συνταξιούχος).
Zhang Yimou, Ήρωας (英雄 2002)
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
Έτσι και στα κινέζικα, ήρωας.
Η πλοκή του έργου τοποθετείται κάπου 200 τόσα χρόνια π.Χ. Υπήρχαν επτά
κράτη, όλα σε σύγκρουση μεταξύ τους. Το πιο ισχυρό κράτος ήταν του Τσιν, το
οποίο με συνεχείς πολέμους προσπαθούσε να κατακτήσει τα υπόλοιπα. Ένα από αυτά
ήταν και το κράτος του Τζάο. Τρεις δολοφόνοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν
και απέτυχαν. Ο Ανώνυμος τους κυνήγησε και κατάφερε να τους εξοντώσει. Ήλθε να
εισπράξει τα εύσημα από τον βασιλιά, στην πραγματικότητα όμως για να τον
δολοφονήσει. Τον βλέπουμε στα δέκα μέτρα από τον βασιλιά (τόσο του επιτράπηκε
να πλησιάσει) να του αφηγείται την ιστορία με τους άλλους τρεις, σε μια
αναδρομή που διακόπτεται κατά διαστήματα από τη στιχομυθία μαζί τους.
Η μεγάλη ανατροπή είναι όταν ο βασιλιάς καταλαβαίνει ότι και αυτός ήλθε
να τον δολοφονήσει. Και βρισκόμαστε μπροστά σε μια φιλοσοφική συζήτηση, που
κεντρικό της σημείο είναι η έννοια 天下, τιάν σιά, κάτω από τον ουρανό. Χοντρικά εκφράζει την ενότητα της γης κάτω από έναν αυτοκράτορα
και ένα κέντρο. Η έκθεση της έννοιας του τιάν σιά οδηγεί σε μια φοβερή
απιθανότητα στην πλοκή, με τον αυτοκράτορα να αφήνεται να δολοφονηθεί, αν αυτό
είναι το θέλημα του Ουρανού, και τον Ανώνυμο να παραιτείται από την δολοφονία
του, καταλαβαίνοντας τη σημασία του και την ανάγκη ενοποίησης της Κίνας.
Εκτελείται όπως επιτάσσουν οι νόμοι τους οποίους ο βασιλιάς δεν μπορεί να
παραβεί, αλλά θάβεται με τιμές. Στα γράμματα τέλους διαβάζουμε ότι ο Τσιν Σι Χουάνγκ Ντι ενοποίησε την Κίνα το 221 π.Χ.
Σε ένα από τα κινέζικα αναγνωστικά διαβάσαμε ότι θεωρείται μια
αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Κυβέρνησε με σκληρότητα, και λίγο μετά το θάνατό
του έγινε ένας μεγάλος ξεσηκωμός των χωρικών. Όμως επέβαλε ενιαία μέτρα και
σταθμά καθώς μέχρι τότε κάθε κράτος είχε τα δικά του, πράγμα που ενίσχυσε την
ενοποίηση της Κίνας.
Η ταινία είναι ταινία πολεμικών τεχνών (武俠, wu xia, γου σιά), είδος
το οποίο δεν βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των προτιμήσεών μου (πιο κάτω από
τις ταινίες με σαμουράι), όμως την είδα ευχάριστα, καθώς είχε τη μαγεία του
παραμυθιού και την ομορφιά του μπαλέτου. Οι πολεμικές σκηνές με τον σούπερ ήρωα
δεν έχουν την ρεαλιστική απιθανότητα που βλέπουμε σε ανάλογες σκηνές στα δυτικά
έργα, αλλά το χορευτικό στυλιζάρισμα της Όπερας του Πεκίνου, που γίνεται ακόμη
πιο όμορφο με την ψηφιακή επεξεργασία και τις σκηνές σε slow motion.
Σίγουρα το έχω πει σε παρέες, δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναγράψει: Οι
ταινίες που βραβεύονται στις Κάννες θα με απογειώσουν, τις ταινίες που παίρνουν
Όσκαρ τις βλέπω απλά ευχάριστα. Αντιγράφω από την ανάρτηση που έκανα στο 2012
για την ταινία «Η κατάρα του χρυσού λουλουδιού».
«Δεν μου αρέσει αυτή η χολιγουντιανή στροφή του Τζανγκ Γιμόου στα
τελευταία του έργα. Σ’ αυτό οφείλεται και η απροθυμία μου να δω αυτή την
ταινία, αφήνοντάς τη για κάποια στιγμή που θα έβλεπα πακέτο όσα έργα του δεν
είχα δει. Η τραγικότητα του έργου αυτού χάνεται μέσα σε μια εκβιασμένη
επικότητα, που έχει σαν στόχο να τέρψει δυτικά γούστα. Όμως πάντα θα είναι ένας
από τους σκηνοθέτες που αγαπώ πολύ».
Κοιτάζω τώρα τη φιλμογραφία του Τζανγκ Γιμόου στη βικιπαίδεια, έχοντας
δει μόλις πριν λίγο την ταινία «Ο ήρωας» η οποία σηματοδοτεί τη στροφή του. Και
τι βλέπω; Η πρώτη του ταινία το «Κόκκινο σόργο», που δεν προκρίθηκε για «Όσκαρ
καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας» πήρε την Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου. Το
έχω ξαναγράψει, εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε ανώτερη κουλτούρα από τους
Αμερικάνους. Η «Ju Doe» και «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» προκρίθηκαν
για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά όχι η «Τσιουτζού, μια γυναίκα
της Κίνας». Όμως η επόμενη ταινία «Να ζεις» κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες.
Η ταινία «Ούτε ένας λιγότερος» πήρε το Χρυσό Λιοντάρι, και η αμέσως επόμενη
ταινία «Ο δρόμος για το σπίτι» ξανά το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες. Από αυτή την
ταινία και μετά, μόνο ο «Ήρωας» που σηματοδοτεί τη στροφή του προκρίθηκε για
Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ τρεις άλλες δεν προκρίθηκαν. Όμως η
«Σκιά» που θα δούμε την Πέμπτη κέρδισε Χρυσό Άλογο στο φεστιβάλ της Ταϊπέι (Ταϊβάν). Με τη στροφή αυτή οι Κάννες και το
Βερολίνο μάλλον είναι πια παρελθόν για τον Τζανγκ Γιμόου.
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Happy times».
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
House of flying daggers είναι o αγγλικός
τίτλος, ενώ σε μας συμπτύχθηκε στα «Ιπτάμενα στιλέτα». Ο κινέζικος είναι
«Παγίδα».
Είναι η δεύτερη ταινία του Τζανγκ Γιμόου με πολεμικές τέχνες και η
δεύτερη με romance. Εδώ οι πολεμικές τέχνες ισορροπούν
με το ρομάντζο, στο οποίο βλέπουμε πάλι το μοτίβο «τα σύνορα της αγάπης». Καθώς
έχω δηλώσει ότι τα romance μου αρέσουν, αυτή η ταινία μου άρεσε
περισσότερο από τον «Ήρωα», παρά το unhappy end.
Ο αυτοκράτορας της δυναστείας Tang (κάπου τον 9ο
αιώνα) είναι διεφθαρμένος και ανίκανος, η χώρα βρίσκεται σε κρίση, και η
οργάνωση «Το σπίτι των ιπτάμενων στιλέτων» θέλουν την δολοφονία του.
Μια γυναίκα δύο άντρες είναι ένα γνωστό μοτίβο, σε μια ταινία που έχει
αλλεπάλληλες ανατροπές. Η Τζι Γι, πράκτορας των συνωμοτών, θα ερωτευθεί τον
κυβερνητικό, ο οποίος κλήθηκε να ανακαλύψει τη νέα αρχηγό των «Ιπτάμενων
στιλέτων» μετά την εκτέλεση του παλιού και θα την ερωτευθεί κι αυτός. Όμως ο
συνάδελφός του, που τον προειδοποίησε να μην την ερωτευθεί, στην πραγματικότητα
είναι ο φίλος της Τζι Γι, πράκτορας και αυτός των «Ιπτάμενων στιλέτων». Όταν
βλέπει ότι η Τζι Γι είναι αμετάκλητα ερωτευμένη με τον συνάδελφό του θα τη
σκοτώσει. Αυτός θα του επιτεθεί και θα δούμε μια ακόμη μονομαχία. Βλέποντας
όμως την Τζι Γι να ξεψυχάει, όντας κι αυτός βαριά πληγωμένος, θα πετάξει το
ξίφος του και θα τρέξει να την αγκαλιάσει. Ο συνάδελφός του, βλέποντάς τους
αγκαλιασμένους, θα απομακρυνθεί.
Για τις πολεμικές σκηνές έχω γράψει στην προηγούμενη ανάρτηση, να μην
επαναλαμβάνομαι.
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Ήρωας».
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ
Γιμόου αύριο.
«Η έκπληξη του τρίκαννου πιστολιού» είναι κατά
προσέγγιση η ελληνική μετάφραση του κινέζικου τίτλου της ταινίας, η οποία είναι
remake
της ταινίας των αδελφών Κοέν «
Blood simple», μιας ταινίας
crime. Το
crime είναι
είδος που δεν μου αρέσει ενώ στην κορυφή των προτιμήσεών μου είναι η κωμωδία.
Τι κάνει ο συνδυασμός αυτών των δύο;
Black comedy.
Μαύρη κωμωδία είναι
αυτή που έφτιαξε ο Τζανγκ Γιμόου, και αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα
γιατί περίμενα να είναι και αυτή crime.
Ακολουθεί πάρα πολύ
πιστά τους αδελφούς Coen,
με εξαίρεση βέβαια ότι τοποθετεί το story στην Κίνα, κάπου τρακόσια χρόνια
πριν, τότε που για πρώτη φορά βγήκαν τα πυροβόλα όπλα. Επίσης στη θέση του
μαύρου υπαλλήλου στο noodle-bar υπάρχει
ένα ζευγάρι, που και αυτοί σκορπούν πάρα πολλές κωμικές νότες της ταινίας. Στη
θέση του ντετέκτιβ είναι ένας αστυνομικός.
Ο αστυνομικός
προτείνει στον ιδιοκτήτη να σκοτώσει την άπιστη γυναίκα του και τον εραστή της.
Την αγόρασε μαθαίνουμε, και της φέρεται πολύ άσχημα. Όμως ο αστυνομικός
προτιμάει να σκοτώσει αυτόν με το πιστόλι που είχε κλέψει από τη γυναίκα του,
ώστε να ενοχοποιηθούν αυτοί. Ο εραστής της βλέπει το αφεντικό στην ίδια στάση
όπως και στην ταινία των Κοέν, καθισμένο στην καρέκλα με σκυμμένο κεφάλι. Όταν
βλέπει το πιστόλι που είχε αφήσει δίπλα ο αστυνομικός νομίζει ότι τον σκότωσε η
γυναίκα του. Πρέπει να απομακρύνει το πτώμα για να μην ενοχοποιηθεί.
Σκέφτηκα ότι θα
βρισκόμουν μπροστά στην ίδια σκηνή που είδα στους Κοέν και που δεν μου άρεσε
καθόλου, όμως όχι.
Ο εραστής δεν έχει
σκάψει λάκκο, αρχίζει απλά να τον σκεπάζει με χώμα, όπως έκανε η Αντιγόνη τον
Πολυνείκη. Ξάφνου τον βλέπει έντρομος να σαλεύει. Ανασηκώνεται, βγάζει ένα
πιστόλι από την τσέπη του και σκοπεύει τον εραστή. Πιέζει επανειλημμένα τη
σκανδάλη, όμως δεν ακούγεται πυροβολισμός. Μήπως είναι χωρίς σφαίρες; -Έχει
μπλοκάρει, του εξηγεί ο εραστής αφού το έχει αρπάξει από το χέρι του και το
κοιτάζει. Και καθώς το ξεμπλοκάρει εκπυρσοκροτεί, η σφαίρα βρίσκει τον άντρα
της ερωμένης του στο στήθος, και αυτή τη φορά σκοτώνεται για τα καλά. Έτσι δεν
θάβει έναν ζωντανό όπως στην ταινία των Κοέν αλλά έναν πεθαμένο.
Το τελευταίο
επεισόδιο είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο της ταινίας των Κοέν, με μόνη τη
διαφορά ότι ο αστυνομικός δεν κρατάει πιστόλι αλλά τόξο και η γυναίκα καρφώνει
το χέρι του στο περβάζι του παραθυριού με ψαλίδι και όχι με μαχαίρι.
Κάθε ταινία που έχει
κωμικά στοιχεία μου αρέσει, έτσι δεν ήταν δυνατόν να μη μου αρέσει η ταινία
αυτή. Ένας λόγος επί πλέον είναι τα υπέροχα εικαστικά πλάνα στο βουνό με
πανσέληνο και ελαφρά συννεφιασμένο ουρανό. Και θυμάμαι τώρα ότι ξέχασα να γράψω
για τα πανέμορφα εικαστικά πλάνα, σαν πίνακες ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, που είδα
στο «
Δρόμο
για το σπίτι», στα «
Τα ιπτάμενα
στιλέτα» και στον «
Ήρωα».
Έχω
εκφράσει και σε άλλες αναρτήσεις μου τον θαυμασμό μου για τον Τζανγκ Γιμόου,
την τελευταία φορά γράφοντας για το «Yellow earth».
Για την ταινία Riding alone for thousands of miles μου μίλησε με ενθουσιασμό ο
φίλος μου ο Πάτροκλος ο Χατζηαλεξάνδρου, που έχει την ιστοσελίδα http://www.peri-grafis.com, και έτσι αποφάσισα να τη δω.
Μου άρεσε φοβερά. Τι ήταν όμως αυτό που μου άρεσε;
Το στόρι,
το σενάριο. Ένας πατέρας πηγαίνει να δει τον ετοιμοθάνατο γιο του με τον οποίο
δεν μιλιούνται εδώ και πέντε χρόνια. Αυτός αρνείται να τον δει. Η γυναίκα του
όμως δίνει στον πεθερό της μια βιντεοκασέτα. Πρόκειται για μια εκπομπή στην
τηλεόραση που έκανε ο γιος του. Λάτρης της παραδοσιακής όπερας της Κίνας,
επισκέπτεται ένα χωριό στο Γιουνάν όπου υπάρχει ένας εξαιρετικός τραγουδιστής.
Έχει επισκεφτεί κι άλλες φορές το χωριό, και έχουν γίνει φίλοι. Του υπόσχεται
να επιστρέψει του χρόνου και να βιντεοσκοπήσει την παράσταση του «Ταξιδεύοντας
μόνος για χιλιάδες μίλια», στην οποία είναι καταπληκτικός ερμηνευτής. Ο πατέρας
αποφασίζει να πάει στην Κίνα (είναι γιαπωνέζος, και η ταινία είναι
ιαπωνοκινέζικη συμπαραγωγή και συνυπογράφει και ο γιαπωνέζος σκηνοθέτης Yasuo Furuhata) να βιντεοσκοπήσει την ταινία
και να την προσφέρει στο γιο του.
Εκεί θα
συναντήσει δυσκολίες. Ο τραγουδιστής αυτός βρίσκεται στη φυλακή. Έχει
μαχαιρώσει κάποιον που είπε μπάσταρδο το γιο του. Αυτό εν μέρει είναι αλήθεια,
γιατί δεν είχε παντρευτεί τη μητέρα του και τον αναγνώρισε πολύ αργότερα. Μετά
από πολλά διαβήματα ο κος Τακάτα καταφέρνει να πάρει την άδεια να τον
βιντεοσκοπήσει στη φυλακή. Αυτός όμως δεν μπορεί να τραγουδήσει από τη
στενοχώρια του που δεν μπορεί να δει το γιο του, του οποίου η μητέρα είχε
πεθάνει πριν λίγο και τώρα τον φροντίζουν οι κάτοικοι του χωριού. Ο κος Τακάτα
αποφασίζει να πάει στο χωριό και να του τον φέρει. Και εκεί βρισκόμαστε σε ένα
αντίγραφο της δικής του ιστορίας: ο μικρός, ενώ πηγαίνουν στη φυλακή, το σκάει,
γιατί δεν θέλει να δει τον πατέρα του. Ο κος Τακάτα έχει πάρει μερικές
φωτογραφίες του μικρού και τις μεταφέρει στον πατέρα του στη φυλακή, που κλαίει
βλέποντάς τις. Λίγο πιο πριν ο κος Τακάτα έμαθε από τη νύφη του ότι ο γιος του
είχε πληροφορηθεί για το ταξίδι του, είχε συγκινηθεί και είχε μετανιώσει που
δεν τον δέχθηκε, και πέθανε ευχαριστημένος που ένοιωσε την πατρική αγάπη.
Με αυτή τη
σύντομη περίληψη δύσκολα μπορώ να μεταδώσω το πόσο συγκινητικό ήταν το έργο.
Και μπαίνει εδώ το ερώτημά μου: Γιατί ο σεναριογράφος μπαίνει σε τρίτη μοίρα σε
ένα κινηματογραφικό έργο, αφού, κατά τη γνώμη μου, η συμβολή του είναι
ιδιαίτερα αποφασιστική; Και ποιοι μπαίνουν στην πρώτη σειρά; Μα οι ηθοποιοί,
ενώ για τα έργα σινεφίλ οι σκηνοθέτες. Ο σεναριογράφος αγνοείται σχεδόν
ολότελα.
Στην
περίπτωση του παραπάνω έργου το σενάριο το συνυπογράφουν ο Τζανγκ Γιμόου και ο Bin Wang, που σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης έχει παρέμβει
αποφασιστικά. Βέβαια και άλλοι σκηνοθέτες παρεμβαίνουν σε σημαντικό βαθμό, και
συχνά το στόρι είναι δικής τους έμπνευσης. Όπως και να έχει όμως το πράγμα
είναι γεγονός ότι ο σεναριογράφος βρίσκεται αδικαιολόγητα σε πιο κάτω θέση.
Αυτό το
συνειδητοποιώ ιδιαίτερα στις κωμωδίες. Οι κωμωδίες που μου αρέσουν πάρα πολύ
είναι αυτές που έχουν έξυπνους διαλόγους, τους οποίους φυσικά γράφει ο
σεναριογράφος. Όμως νομίζω ότι μόνο στις κωμωδίες του Γούντυ Άλλεν το κοινό
ξέρει ποιος είναι ο σκηνοθέτης, στις υπόλοιπες τον αγνοεί. Ξέρει μόνο τους
ηθοποιούς. Ίσως γιατί ταυτίζεται μ’ αυτούς. Αυτό είναι σαν να λατρεύει κανείς
τον καραγκιόζη αγνοώντας τον καραγκιοζοπαίχτη. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει
και ονόματα όπως του Σπαθάρη και του Μίμαρου είναι σε όλους γνωστά. Γιατί να
συμβαίνει στον κινηματογράφο;
Και μια συμπλήρωση της
τελευταίας στιγμής: Το καλοκαίρι στην Κρήτη είδα ένα αμερικάνικο έργο που είχε
τίτλο "Riding in cars with boys". Τι κοινό είχε με το "Riding alone for thousands of miles"; Μόνο το riding.
31-8-2009
Προχθές το βράδυ έκανα ζάπιν και έπεσα
πάνω σε ένα κινέζικο έργο. Παρόλο που θέλω να βλέπω τα έργα από την αρχή, και
ήμουν σίγουρος ότι αυτό το έργο το είχα στο αρχείο μου και οπωσδήποτε θα το
έβλεπα κάποια στιγμή, είπα να το δω. Και συνειδητοποίησα στο τέλος πόσο δίκιο
έχω που θέλω να βλέπω τα έργα από την αρχή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρόλο
που έχασα, όπως διαπίστωσα τελικά, μόλις 15 λεπτά από την αρχή του έργου, αυτό είχε
καταλυτική επίδραση πάνω στην πρόσληψή του.
Βλέπω έναν
αυτοκράτορα να δίνει κρυφή εντολή σε κάποιον έμπιστό του να βάζει μέσα στο
φάρμακο της αυτοκράτειρας σκόνη από μαύρο μανιτάρι, το οποίο θα είχε σαν
αποτέλεσμα, μετά από λίγους μήνες, να οδηγηθεί στην τρέλα.
Τι κακός
αυτοκράτορας!!! Αρκετά προς το τέλος του έργου διαπιστώνω ότι η αυτοκράτειρα τα
έχει με τον μεγαλύτερο από τους δυο γιους του από την πρώτη του γυναίκα, και
ότι σχεδιάζει την ανατροπή του. Και λίγο αργότερα μαθαίνω ότι ο αυτοκράτορας
ήξερε για αυτή τη σχέση, πράγμα που τον είχε οδηγήσει σε βαθιά θλίψη. Η
αυτοκράτειρα δεν τον απατούσε με όποιον κι όποιον, αλλά με τον ίδιο του το γιο.
Είχε μεγαλύτερη τύχη από τη Φαίδρα, στον έρωτα της οποίας δεν ανταποκρίθηκε ο
Ιππόλυτος. Δεν ήταν λοιπόν μια πράξη για να την ξεφορτωθεί απλά, ήταν μια πράξη
εκδίκησης.
Όταν πέφτουν οι
τίτλοι βλέπω ότι το έργο είναι του αγαπημένου μου κινέζου σκηνοθέτη, του Τζανγκ
Γιμόου. Ψάχνω στο αρχείο μου. Έχω δει σχεδόν όλα του τα έργα. Με βάση τη
φιλμογραφία του εντοπίζω για ποιο έργο πρόκειται: για την «Κατάρα του
χρυσάνθεμου». Το βλέπω λοιπόν. Και διαπιστώνω ότι σε αυτά τα πρώτα 15 λεπτά του
έργου παρουσιάζεται αυτή η παράνομη σχέση. Αν είχα δει το έργο από την αρχή δεν
θα θεωρούσα τον αυτοκράτορα, για το μεγαλύτερο μέρος του έργου, έναν κακό
άνθρωπο που ήθελε απλά να ξεφορτωθεί τη γυναίκα του.
Στη βικιπαίδεια διαβάζω
ότι πρόκειται για την πιο ακριβή κινέζικη υπερπαραγωγή. Και όμως, το έργο είναι
μεταφορά ενός θεατρικού έργου στη μεγάλη οθόνη, με ένα μεγάλο μέρος της
υπόθεσης να διαδραματίζεται σε εσωτερικούς χώρους, έχοντας όλα τα
χαρακτηριστικά μιας αρχαίας τραγωδίας. Η αυτοκράτειρα σχεδιάζει την ανατροπή
του αυτοκράτορα, όχι όμως και το θάνατό του. Θέλει να τον κάνει να παραιτηθεί
υπέρ του γιου του. Στη συνομωσία αναγκάζει και τον δικό της γιο να συμμετάσχει.
Στο τέλος του έργου βλέπουμε τον μικρό γιο να μαχαιρώνει τον αδελφό του,
νοιώθοντας παραμελημένος και διεκδικώντας το θρόνο για τον εαυτό του. Ο
αυτοκράτορας τον σκοτώνει με το ίδιο του το χέρι, ενώ ο γιος της αυτοκράτειρας,
καταδικασμένος ήδη σε θάνατο από τον πατέρα του, αυτοκτονεί.
Η αυτοκράτειρα είχε
κάνει ένα λάθος: μαρτύρησε το σχέδιό της στο γιο του αυτοκράτορα. Όμως η υιική
αγάπη υπερίσχυσε, και αυτός μαρτύρησε τα σχέδιά της. Έτσι στο τέλος οι τριάντα
χιλιάδες πιστοί της αυτοκράτειρας που ετοιμάζονται να αλώσουν το παλάτι πέφτουν
πάνω στους φρουρούς του αυτοκράτορα που καραδοκούν. Έτσι βλέπουμε φοβερά
εντυπωσιακές σκηνές μάχης, οι οποίες και ανέβασαν το κόστος της παραγωγής.
Δεν μου αρέσει αυτή
η χολιγουντιανή στροφή του Τζανγκ Γιμόου στα τελευταία του έργα. Σ’ αυτό
οφείλεται και η απροθυμία μου να δω αυτή την ταινία, αφήνοντάς τη για κάποια
στιγμή που θα έβλεπα πακέτο όσα έργα του δεν είχα δει. Η τραγικότητα του έργου αυτού
χάνεται μέσα σε μια εκβιασμένη επικότητα, που έχει σαν στόχο να τέρψει δυτικά
γούστα. Όμως πάντα θα είναι ένας από τους σκηνοθέτες που αγαπώ πολύ.
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ
Γιμόου σήμερα.
Η αγάπη του λευκάκανθου
είναι η μετάφραση του κινέζικου τίτλου, ενώ ο τίτλος στα αγγλικά είναι «Under the hawthorn tree».
Γνωρίζονται στην επαρχία όπου είχαν σταλεί στα πλαίσια της Πολιτιστικής
Επανάστασης. Ερωτεύονται. Όμως οι καιροί είναι δύσκολοι. Η μητέρα του νέου
αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον τέταρτο όροφο, ενώ ο πατέρας της κοπέλας είναι
φυλακή, τυπικές ιστορίες της εποχής. Πρέπει να προσέχουν, ένα στραβοπάτημα θα
στοιχίσει την καριέρα της κοπέλας σαν καθηγήτριας. Όμως καταφέρνουν να
βλέπονται πότε πότε.
Κάποτε αυτός εξαφανίζεται. Αν τον αναζητήσει χάθηκε, δεν είναι καθόλου
πρέπον για μια κοπέλα, θα πέσει σε δυσμένεια. Στο τέλος θα την φωνάξουν να πάει
εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Ο φίλος της είναι στα τελευταία του, τελικά είχε
λευχαιμία, δεν ήταν απλή γρίπη όπως την άφησε να πιστεύει.
Θα παρατήσει τους μαθητές της και θα τρέξει. Είναι διασωληνωμένος. Του
μιλάει. Ξέρει ότι αυτός δεν μπορεί να μιλήσει. Ένα δάκρυ θα κυλήσει στο μάγουλό
του.
Ένα κινέζικο «Love story» με τη
διαφορά ότι εδώ πεθαίνει ο νεαρός, που πάρα πολύ με συγκίνησε. Επί τέλους, μετά
τη «στροφή» για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενη ανάρτηση, ο Τζανγκ Γιμόου
αναζητά πάλι σε βιβλία την έμπνευσή του. Το έργο είναι μεταφορά του
μυθιστορήματος του Ai Mi «Λευκάκανθος
για πάντα».
Α, ναι, το συγκεκριμένο δένδρο, κάτω από το οποίο εκτελέσθηκαν ήρωες της
επανάστασης, κάνει κόκκινα λουλούδια, καθώς ποτίσθηκε με το αίμα τους.
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ
Γιμόου σήμερα.
Και πάλι ο Τζανγκ
Γιμόου καταφεύγει στη λογοτεχνία, μεταφέροντας αυτή τη φορά μια νουβέλα της
Geling Yan, εμπνευσμένη από ένα
ημερολόγιο που αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά, με τίτλο
«Δεκατρία τσιμπιδάκια του Τζινγκλίν», με τα
τσιμπιδάκια να είναι συνεκδοχή για τα κορίτσια, τα οποία στέκουν μεταφορικά για
τις πόρνες. Τον κινέζικο τίτλο έχει και η ταινία, ενώ η αγγλική μετάφραση έχει
τον τίτλο «
The flowers of war».
Το επόμενο έργο του «Η μεγάλη επιστροφή» (
归来)βασίζεται επίσης σε μυθιστόρημα της Geling Yan
που
έχει τίτλο «The
criminal Lu Yanshi» (Ο κινέζικος τίτλος του είναι «陆犯焉识; 陸犯焉識,Μια εξομολόγηση της γης»).
Αναρτήσαμε
γι’ αυτό
τον Οκτώβρη του 2016.
Είναι η τρίτη φορά
σε ταινία του Τζανγκ Γιμόου που βλέπουμε γιαπωνέζους, με πολεμικές σκηνές. Η
πρώτη ήταν «
Το
κόκκινο σόργο» και η δεύτερη «
Να ζεις».
Η πλοκή τοποθετείται
το 1937 στη
Ναντσίνγκ,
πρωτεύουσα τότε της εθνικιστικής Κίνας. Για όσους δεν το ξέρουν, κατά την
κατάληψή της έγινε μια φοβερή σφαγή. Οι γιαπωνέζοι σκότωναν όποιους έβλεπαν στο
δρόμο, διάβασα «σαν τα κουνέλια», και βίαζαν όποια γυναίκα έπεφτε στα χέρια τους.
Στη
βικιπαίδεια
διαβάζω: «Κατά τη διάρκεια του δεύτερου Σινοϊαπωνικού πολέμου, η πόλη κατελήφθη
από τους
Ιάπωνες (το Δεκέμβριο του 1937), οι οποίοι προέβησαν σε
βιασμούς και εκτελέσεις του πληθυσμού της πόλης, με τους νεκρούς να
υπολογίζονται σε πάνω από 200.000 (οι αρχές της Κίνας ανεβάζουν τα θύματα σε
πάνω από 300.000, ενώ οι Ιαπωνικές τα υπολογίζουν ανάμεσα σε 40.000 με
200.000). Τα γεγονότα αυτά έμειναν γνωστά στην Δύση με τον όρο «
Σφαγή της Ναντσίνγκ» (ή «Βιασμός της
Ναντσίνγκ»)».
Τα θύματα ήσαν περισσότερα
από τα θύματα των δύο ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Αλλά, όπως
συμβαίνει πάντα στους πολέμους, τα θύματα είναι οι άμαχοι.
Και το πιο
απίστευτο: διάβασα ότι οι Κινέζοι παρακάλεσαν τους Άγγλους να ζητήσουν από τον
Χίτλερ να μεσολαβήσει ζητώντας από τους Γιαπωνέζους συμμάχους του να σταματήσουν
αυτή τη σφαγή, όπως και έγινε. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ξεσπάσει ακόμη.
Τα γεγονότα
συνέβησαν σε έναν καθολικό καθεδρικό ναό. Σ’ αυτόν κατέφυγαν πόρνες από ένα
κοντινό πορνείο για να σωθούν. Οι μαθήτριες αντιδρούν. Ο Αμερικάνος που ήλθε να
παραλάβει το σώμα του νεκρού ιερέα, ο οποίος όμως είχε κυριολεκτικά διαμελιστεί
από μια βόμβα, πείθεται να παραμείνει. Μεταμφιεσμένος σε ιερέα προσπαθεί να τις
σώσει από το βιασμό (οι πόρνες είναι κρυμμένες στο υπόγειο). Τελικά ένας ελεύθερος
σκοπευτής που σκοτώνει δυο γιαπωνέζους καθώς τις κυνηγούν για να τις βιάσουν τους
κάνει να σταματήσουν. Πρέπει να βγουν έξω να αντιμετωπίσουν τους κινέζους
στρατιώτες.
Ο Ιάπωνας αξιωματικός
που καταφτάνει ζητά συγνώμη για την απρέπεια των στρατιωτών. Είναι
καλλιεργημένος, παίζει πιάνο, ακούει τα κορίτσια να τραγουδάνε και τα καλεί να
συμμετάσχουν στον εορτασμό για την κατάληψη της Ναντσίνγκ. Αυτό που θα γίνει
είναι να αντικαταστήσουν οι πόρνες τις μαθήτριες καθώς θεωρούν σίγουρο ότι ο εορτασμός
θα καταλήξει στον βιασμό τους, κερδίζοντας τελικά την εκτίμησή τους σαν ηρωίδες.
Οι ίδιες θα το σκάσουν με το φορτηγό που κατάφερε να επισκευάσει ο Αμερικάνος.
Η ταινία προκάλεσε τις
αντιδράσεις της Ιαπωνίας, όπως διαβάζω σε ένα
σύνδεσμο. Αλλά και οι
Κινέζοι είχαν αντιδράσει, διάβασα πριν χρόνια, όταν η ιαπωνική κυβέρνηση
επισκέφτηκε τους τάφους των εκτελεσμένων ως εγκληματιών πολέμου για να
αποτίσουν φόρο τιμής. Φανταστείτε τη Μέρκελ με τα μέλη της κυβέρνησής της να
πηγαίνει στον τάφο των εκτελεσμένων μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης και να τους αποτίει
φόρο τιμής. Ή μήπως δεν πηγαίνει γιατί τάφηκαν σε άγνωστο σημείο;
Και ο συνειρμός: «The road home», μια
άλλη εξαιρετική ταινία του Γιμόου.
Και άλλος συνειρμός:
«Να ζεις», μια ταινία της οποίας το φόντο είναι το ίδιο με το «Γυρνώντας
σπίτι», η πολιτιστική επανάσταση και οι συνέπειές της.
Θα έπρεπε να το
γράψω στο τέλος, αλλά θα το γράψω τώρα. Υπάρχει το ιδεολόγημα για τη χρυσή νεολαία,
το μέλλον της κοινωνίας, πάντα προοδευτική, κ.λπ. κ.λπ. Η νεολαία είναι ικανή
για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο. Στον ναζισμό τα παιδιά διδάσκονταν
να καρφώνουν τους γονείς τους, νομίζω κάτι έχει γράψει ο Μπρεχτ γι’ αυτό που
όμως δεν το θυμάμαι. Στην κομμουνιστική Κίνα του Μάο οι ερυθροφρουροί
διδάσκονταν επίσης να καρφώνουν τους γονείς τους.
Για όσους δεν
ξέρουν, ο Μάο εξαπέλυσε την νεολαία να καταδιώξει τους αντεπαναστάτες και τα
αστικά στοιχεία που υπονόμευαν την επανάσταση. Οι νέοι άλλο που δεν ήθελαν,
παράτησαν τα μαθήματά τους για να κυνηγήσουν τους αντεπαναστάτες. Ο πατέρας της
δασκάλας μου της Helen (θυμάμαι μόνο το δυτικό της όνομα) ήταν ερυθροφρουρός.
Μας είπε ότι σήμερα τη γενιά αυτή που πήρε μέρος στην πολιτιστική επανάσταση, η
οποία κράτησε δέκα χρόνια (1966-1976) την ονομάζουν «η χαμένη γενιά» γιατί
έμεινε αμόρφωτη.
Ο καθηγητής Lu Yanshi
στάλθηκε σε στρατόπεδο εργασίας για αναμόρφωση. Για λόγους που δεν μας
εξηγούνται στο έργο το σκάει μετά από δέκα χρόνια για να επιστρέψει σπίτι του.
Η κόρη του είναι τώρα δεκατριών χρονών. Δασκαλεμένη στο σχολείο, αλλά και για
να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μπαλέτο «Το κόκκινο γυναικείο απόσπασμα»,
καρφώνει τη συνάντηση του πατέρα της με τη μητέρα της στο σταθμό.
Η πολιτιστική
επανάσταση τελειώνει. Ο Lu Yanshi δεν ήταν το μεγαλύτερο θύμα. Ο γιος του
κατοπινού προέδρου Deng Xiaoping έμεινε παραπληγικός από τα κτυπήματα των
ερυθροφρουρών επειδή αρνιόταν να αποκηρύξει τον πατέρα του, που ήταν τότε υπό
εκκαθάριση.
Με τη λήξη της
πολιτιστικής επανάστασης επιστρέφουν οι εκτοπισμένοι από τα στρατόπεδα εργασίας
και «αποκαθίστανται». Επιστρέφει και ο Lu Yanshi. Θα τον υποδεχθεί η κόρη του,
μετανιωμένη. Η γυναίκα του, διαταραγμένη ψυχολογικά, δεν θα τον αναγνωρίσει. Θα
τον όμως αναγνωρίσει τελικά;
Επειδή η ταινία
παίζεται τώρα
στους κινηματογράφους (γράφω στις 28-10-2016) δεν θα το αποκαλύψω. Βέβαια όσοι
τρώγεστε να το μάθετε, μπορείτε να ανοίξετε τον σύνδεσμο που έχω της βικιπαίδειας.
Κόντευα να το
ξεχάσω, στο ρόλο της γυναίκας είναι η
Gong Li, η παλιά μούσα του
Τζανγκ Γιμόου. Ξανάσμιξαν επαγγελματικά. Αν ξανάσμιξαν και στη ζωή δεν ξέρω.
Ό,τι έργο παίζεται
του Τζανγκ Γιμόου αξίζει να το δείτε, είναι από τους κορυφαίους.
Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ
Γιμόου σήμερα.
Είναι η τέταρτη ταινία εποχής του Τζανγκ Γιμόου. Η πέμπτη είναι η «Σκιά.
Βασίζεται πάνω σε ένα μύθο, από τους κάμποσους που κυκλοφορούν για το σινικό
τοίχος.
Το σινικό τοίχος χτίστηκε από τον Τσινγ Σι Χουάνγκ Ντι, τον πρώτο
αυτοκράτορα μιας ενοποιημένης Κίνας, τον οποίο είδαμε πριν την ενοποίησή της στο
έργο «Ο
ήρωας». Είναι το πιο κολοσσιαίο έργο της ανθρωπότητας, ορατό από τα
διαστημόπλοια.
Δυο Άγγλοι τυχοδιώκτες πηγαίνουν στην Κίνα. Θέλουν να ανταλλάξουν άλογα
με μπαρούτι. Το μπαρούτι, όπως και το χαρτί, είναι εφεύρεση των Κινέζων, που όμως
δεν είχαν σκεφτεί να το χρησιμοποιήσουν για πολεμικούς σκοπούς (στην ταινία,
αναχρονιστικά, το χρησιμοποιούν) αλλά μόνο για την κατασκευή πυροτεχνημάτων.
Πέφτουν πάνω σε ληστές που τους παίρνουν τα άλογα. Καταφέρνουν να ξεφύγουν, οι
μόνοι επιζήσαντες από τους συντρόφους τους σ’ αυτό το ριψοκίνδυνο ταξίδι.
Όμως γρήγορα
οι ληστές βρίσκουν τα ίχνη τους και τους καταδιώκουν. Αυτοί τρέχουν να ξεφύγουν
και φτάνουν μπροστά στο σινικό τοίχος. Τους περιμένουν οι κινέζοι στρατιώτες.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Θα προτιμήσουν τελικά τους στρατιώτες.
Αντιμετωπίζοντας αρχικά τη δυσπιστία τους θα γίνουν έμπιστοί τους όταν τους
βοηθούν να αντιμετωπίσουν κάτι μυθικά τέρατα που μοιάζουν με δεινόσαυρους, που εμφανίζονται
κάθε εξήντα χρόνια. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι οι συμπλοκές με αυτά
τα τέρατα. Στον αγώνα είναι και γυναίκες στρατιώτες, κάτι σαν αμαζόνες. Και
βέβαια το happy end είναι
δεδομένο, θα φύγουν, όμως χωρίς το μπαρούτι. Ο Matt Damon έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο μπαρούτι και
στον σύντροφό του τον Pedro Pascal, που ήταν σιδηροδέσμιος καθώς το είχε σκάσει
με τον Wilherm Dafoe, άλλον εγγλέζο που είχε έλθει και αυτός, πριν
εικοσιπέντε χρόνια, για τον ίδιο σκοπό.
Ταινίες φαντασίας και ταινίες εποχής δεν μου αρέσουν, και εδώ είχαμε δύο
σε ένα. Δεν θα την έβλεπα ποτέ αν δεν ήταν ταινία του Τζανγκ Γιμόου.
Έτσι κάνω πάντα: αν βλέπω πακέτο έναν σκηνοθέτη βλέπω και ταινίες του που
σαν είδος δεν μου αρέσουν.
Και θυμήθηκα μια παρόμοια ταινία, τους «47 ρονίν» με τον Κιάνου Ρηβς,
βασισμένη και αυτή σε πραγματικό γεγονός με το φανταστικό να εισχωρεί μέσα του.
Έχω δει όλες τις ταινίες που έχουν σχέση με το γεγονός αυτό, με πρώτη
την ταινία του Μιτζογκούτσι, και είναι αυτή που μου άρεσε λιγότερο, για να μην
πω καθόλου.
Zhang Yimou,
Σκιά
(
影, 2018)
Από σήμερα στους
κινηματογράφους.
Τελικά από ό,τι
φαίνεται, κάθε κινέζικη ταινία εποχής είναι και ταινία πολεμικών τεχνών, κάτι
που δεν συμβαίνει με τις ταινίες εποχής της Δύσης.
Η «Σκιά» είναι μια
ακόμη ταινία που εντάσσεται στη στροφή που έκανε ο Τζανγκ Γιμόου με τον «
Ήρωα» και
συνέχισε αμέσως μετά με τα «
Ιπτάμενα
στιλέτα», δηλαδή στις ταινίας
wu xia (πολεμικές τέχνες). Τοποθετείται στην
εποχή των «Τριών βασιλείων» (220-280 μ.Χ).
Οι σκιές, όπως μας
πληροφορούν τα γράμματα στην αρχή, είναι οι σωσίες που χρησιμοποιούσαν
βασιλιάδες και ευγενείς, καθώς αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο της
δολοφονίας.
Η πόλι Τζινγκ που ανήκει
στο βασίλειο του Πέι έχει καταληφθεί από τον βασιλιά του Γιανγκ. Όλοι είναι
υπέρ του αγώνα για την ανακατάληψή της εκτός από το βασιλιά, που θέλει πάση
θυσία να διατηρήσει την ειρήνη, ακόμη και με τίμημα να δώσει την αδελφή του σαν
παλλακίδα στο γιο του βασιλιά του Γιανγκ. Ο διοικητής, που στην πραγματικότητα
είναι ο σωσίας, έχει άλλη άποψη, με αποτέλεσμα να εξοργίσει το βασιλιά.
Όπως και στις
προηγούμενες ταινίες πολεμικών τεχνών υπάρχουν αλλεπάλληλες ανατροπές και
απροσδόκητα, ιδιαίτερα στο τέλος. Και η ανακατάληψη της πόλης γίνεται με έναν
εντυπωσιακό τρόπο. Όμως με απογοήτευσε που, ενώ είδα να διαφαίνεται ένα
ρομάντζο, δεν είχε συνέχεια.
Σίγουρα δεν είναι
από τις καλύτερες ταινίες του Τζανγκ Γιμόου, όμως δεν είναι κακή.
Ναι, δεν ήταν μόνο δική
μου αίσθηση, βρήκα μια ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα στο «
Taste of cinema» που κατατάσσει
τις 19 ταινίες του Τζανγκ Γιμόου από τις απλώς καλές στις άριστες. Καλύτερη απ’
όλες θεωρεί το «
Σήκωσε
τα κόκκινα φανάρια». Συμφωνώ ως προς την γενική κλιμάκωση, με τις πρώτες
του να θεωρούνται καλύτερες, αν και εγώ θα άλλαζα τη σειρά.
Με την τελευταία
αυτή ταινία του Τζανγκ Γιμόου τον οποίο είδα πακέτο (είχα αναρτήσει μόνο για
τέσσερις ταινίες του) αποφάσισα να συγκεντρώσω όλες τις αναρτήσεις μου σε
ενιαίο αρχείο το οποίο ανάρτησα εδώ.
Zhang
Yimou, One second (一秒钟,2020)
Όπως με τον Κιαροσταμί γνώρισα τον
ιρανικό κινηματογράφο, έτσι και με τον Τζανγκ Γιμόου γνώρισα τον κινέζικο. Και
τους δυο σκηνοθέτες τους έχω δει πακέτο.
Ο Τζανγκ είναι κάτι
παραπάνω από τον δικό μας Αγγελόπουλο, με την εμμονή του στον εμφύλιο που τον
χαρακτηρίζει. Υπήρξε θύμα της πολιτιστικής επανάστασης (1966-1976), και τη
στηλιτεύει στα έργα του «Να ζεις» (1994) «Το δένδρο με τα λευκά άνθη» (2010)
και «Coming home»
(2014). Πατήστε εδώ
για τη συλλογική ανάρτηση, αν θέλετε να διαβάσετε τι έχω γράψει γι’ αυτές.
Και πάλι συναντούμε το
μοτίβο του «Αρχικά δεν συμπαθιούνται αλλά μετά αγαπιούνται», που το είδαμε
μόλις πριν τέσσερις μέρες στην ταινία της Darya Charusha «Ο
μαραθώνιος των επιθυμιών». Με μια διαφορά: εκεί η αγάπη ήταν έρωτας. Εδώ, η
αγάπη είναι ανάμεσα σε έναν δραπέτη από στρατόπεδο εργασίας και σε ένα νέο
κορίτσι, ορφανό, που έχει και τη φροντίδα και του μικρού αδελφού της.
Αρχικά βλέπουμε τη
σύγκρουση, πολύ έντονη. Αυτός κλέβει μια μπομπίνα ταινίας από ένα μηχανάκι, που
θα τη μετέφερε σε ένα χώρο προβολής. Αυτή με τη σειρά της του την κλέβει. Και
αρχίζει η καταδίωξη, με την μπομπίνα να αλλάζει συνεχώς χέρια.
Σιγά σιγά θα μας
αποκαλυφθούν τα δυο δράματα.
Τότε ήταν της μόδας τα
αμπαζούρ από φιλμ ταινιών. Η αδελφός της έκαψε ένα τέτοιο αμπαζούρ (τα φιλμ
είναι πολύ εύφλεκτα), αντιμετωπίζει το bullying των παιδιών, πρέπει να βρει φιλμ να το αντικαταστήσει.
Αυτός θέλει να δει την
κόρη του που, όπως του είπαν, βρίσκεται στα επίκαιρα υπαριθ. 22. Κτύπησε έναν
ερυθροφρουρό με αποτέλεσμα να βρεθεί σε ένα στρατόπεδο εργασίας, νομίζω τα
λέγανε αναμόρφωσης. Η γυναίκα του τον χώρισε, η κόρη του δεν θέλει να έχει
παρτίδες μαζί του αλλιώς διακυβεύεται το μέλλον της. Έχουν περάσει έξι χρόνια,
τώρα είναι δεκατεσσάρων χρονών, και είναι ανάμεσα στα άτομα που διακρίθηκαν για
την προσφορά τους σε μια περιοχή. Έτσι ίσως «αποχαρακτηρισθεί», για να χρησιμοποιήσουμε
έναν οικείο σε εμάς όρο.
Και ο μηχανικός προβολής
κουβαλάει το δικό του δράμα. Αρρώστησε ο γιος του όταν ήταν μικρός, δεν τον
πρόσεξε όπως έπρεπε με αποτέλεσμα να πάθει εγκεφαλικές κακώσεις και να μείνει
καθυστερημένος. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να οδηγεί ένα κάρο.
Τα τραύματα της
πολιτιστικής επανάστασης είναι το ένα θέμα της ταινίας, το άλλο είναι ο
κινηματογράφος. Στην απομακρυσμένη αυτή περιοχή η προβολή μιας ταινίας είναι
γιορτή για τον κόσμο, την περιμένουν με ανυπομονησία.
Οι μπομπίνες φτάνουν με
καθυστέρηση, μάλιστα μια έχει κυλίσει στο δρόμο από το κάρο που τις κουβαλάει
(η μηχανή είχε χαλάσει στο δρόμο και ανέλαβε ο γιος του μηχανικού προβολής να
τις μεταφέρει με το κάρο του), η ταινία σέρνεται κουλουριασμένη στον σκονισμένο
δρόμο. Πρέπει να την καθαρίσουν. Και την καθαρίζουν. Ο Γιμόου μας λέει αρκετά
για τη διαδικασία καθαρισμού. Επίσης μας δείχνει τη μηχανή προβολής, την
τοποθέτηση του φιλμ, και βλέπουμε πώς γίνεται το loop, η κουλούρα, που κάνει μια μπομπίνα να παίζεται ξανά και ξανά,
όπως με την επιλογή «επανάληψη» στα προγράμματα αναπαραγωγής βίντεο στον
υπολογιστή.
Προς τι η κουλούρα;
Μόλις ένα δευτερόλεπτο
εμφανίζεται η κόρη του, και φυσικά δεν του φτάνει. Θέλει να τη δει κι άλλες
φορές.
Όμως ο μηχανικός προβολής
θα τον καρφώσει. Θα τον συλλάβουν, αφού πρώτα τον κτυπήσουν. Το κορίτσι θα
προσπαθήσει να τον υπερασπιστεί. Ο μηχανικός, μετανιωμένος που τον κάρφωσε (το
έκανε ελπίζοντας να μην τον αλλάξουν από το πόστο που έχει), του βάζει στο
τσεπάκι του σακακιού του ένα χαρτί. Ένας από τους στρατιώτες που τον οδηγούν
πίσω στο στρατόπεδο εργασίας διασχίζοντας την έρημο του παίρνει αυτό το χαρτί.
Τι ήταν αυτό;
Ένα κομμάτι εφημερίδας με τυλιγμένα
μέσα του δυο καρέ από τα επίκαιρα όπου εμφανιζόταν η κόρη του.
Μάταια θα τους
παρακαλέσει.
Δυο χρόνια αργότερα, με το
τέλος της πολιτιστικής επανάστασης, θα τα αναζητήσει μαζί με το κορίτσι, που
ακολουθώντας τους είδε πού το είχαν πετάξει. Κρατούσε στο χέρι της ένα αμπαζούρ.
Αυτή τη χάρη είχε ζητήσει από το μηχανικό όταν του έβαζε τα καρέ στο τσεπάκι, να
φτιάξει ένα αμπαζούρ από φιλμ για το κορίτσι.
Ψύλλοι στ’ άχερα, πού να
το βρουν, απαραίτητη όμως η σκηνή γιατί αφενός θα μας δείξει άλλη μια φορά το
μέγεθος της πατρικής αγάπης και αφετέρου θα τονίσει την αλλαγή των αισθημάτων
ανάμεσα στους δυο ήρωες της ταινίας, την αρχική εχθρότητα που μετατράπηκε σε
αγάπη.
Η ταινία αυτή με γύρισε
χρόνια πίσω.
Θυμάμαι τη χαρά μου που, περπατώντας
στο μονοπατάκι που βγάζει στο σπίτι μας στο χωριό, βρήκα ένα φιλμ με μερικά
καρέ του Κώστα Κακαβά. Πώς ξέπεσε εκεί, άγνωστο. Την ταινία την είχα δει την
προηγουμένη στο cine- Αστέρια,
τον θερινό κινηματογράφο του χωριού μου. Ήταν η «Κρυστάλλω». Αργότερα έπεσαν κι
άλλα τέτοια καρέ, από άλλες ταινίες, στα χέρια μου.
Πώς βρισκόντουσαν αυτά τα
καρέ;
Κοβόταν συχνά μια ταινία,
και για να την κολλήσει ο μηχανικός προβολής έκοβε κομμάτια πριν και μετά το
σημείο που είχε κοπεί. Τα πέταγε, και κάποια έφταναν στα χέρια μας.
Η λαχτάρα των παιδιών
εκείνης της περιοχής να δουν την ταινία μου θύμισε τη δική μου αγωνία, θα
παίξει άραγε απόψε ο σινεμάς; Το κεφάλι μου στριμμένο αριστερά, ώστε μόλις
προσπεράσω το σπίτι της Ερωφίλης να δω αν φωτίζεται η οθόνη ή όχι. Όταν την
έβλεπα να φωτίζεται η χαρά μου ήταν άπειρη: απόψε θα βλέπαμε ταινία.
Είχα επιλογή να δω είτε
τις επανεκδόσεις που παίζονται απ’ αυτή την Πέμπτη, καλές ταινίες ομολογουμένως
αλλά crime, είδος που δεν είναι στις προτιμήσεις
μου, ή να δω την τελευταία ταινία του Τζάνγκ Γιμόου και της Ναόμι Καβάσε, που
κι αυτή την έχω δει πακέτο.
Προτίμησα το δεύτερο.
Και δεν το μετάνιωσα
καθόλου.
Αν μου μείνει χρόνος θα δω
και τις επανεκδόσεις, αν δεν αποφασίσω να δω τις υπόλοιπες ταινίες του Ζαν Λυκ
Γκοντάρ (τον βλέπω μισο-πακέτο), μέχρι και τον «Τρελό πιερό» που θα παίζεται σε
επανέκδοση από την πρώτη του Ιούλη.
Νομίζω ότι θα κάνω το
δεύτερο.
Έτσι κι αλλιώς δεν είχα
καμιά διάθεση να δω την ταινία του David
Lynch. Είδα την ακαταλαβίστικη ταινία του «Mulholland Drive», φτάνει.
Κάνω αντιγραφή και
επικόλληση από το αρχείο μου «Tenies
pou ida ke den
egrapsa gi aftes».
110. David
Lynch, Mulholland drive, με την Naomi
Watts. Ευτυχώς
που έπαιζε η όμορφη Ναομί. Παλαβό έργο, μετά τη μέση δεν έβγαζες νόημα.
Όμως να κλείσουμε με τον Τζανγκ Γιμόου.
Εξαιρετική ταινία το «Ένα δευτερόλεπτο», ελπίζω
να φτάσει στις ελληνικές αίθουσες και αυτή η ταινία του, όπως η προηγούμενή
του, η «Σκιά».
Έγραψα ότι βλέπω τον Γκοντάρ μισο-πακέτο.
Είχα αποφασίσει να δω μέχρι και το «Week end», μια ταινία που την είδα φοιτητής και με
εντυπωσίασε. Κοίταξα τώρα από περιέργεια τις ταινίες του μέχρι τότε, μόνο δύο
είχαν βαθμολογία στο IMDb κάτω από 7, ενώ μετά το «Week end» και μέχρι το 1980, μόνο μια περνάει το 7, με
7,1.
Εν τάξει, έγραψα δυο φορές πρόσφατα ότι το IMDb δεν είναι να το εμπιστεύεσαι με τις
βαθμολογίες του, αλλά είπαμε, να δυσπιστούμε με μέτρο.
No comments:
Post a Comment