Η ιστορία δεν είναι εντελώς κατωχωρίτικη,
αλλά την άκουσα στο Κάτω Χωριό, στην πλατεία. Μου την είπε ένας κεντριανός, ο
Γιώργης ο Χατζάκης. Για την ακρίβεια πρόκειται για τρεις σύντομες ιστορίες που
έχουν να κάνουν με τον παππού του, του οποίου μάλιστα πήρε και το όνομα.
Υπάρχει ένα κοινό νήμα σ’ αυτές τις
ιστορίες. Ο φόνος. Ναι, ο παππούς του σκότωσε τρεις ανθρώπους.
Σας φαντάζομαι να ανατριχιάζετε. Όμως
επίσης φαντάζομαι να σας μειώνεται η ανατριχίλα όταν ακούσετε ποιους σκότωσε.
Σκότωσε τρεις τούρκους.
Καλά, και γιατί τους σκότωσε;
Ο λόγος που γράφω αυτές τις τρεις
μικρούλες ιστορίες είναι για να μην ξεχάσουμε τι σημαίνει να είσαι υπόδουλος σε
κατακτητή, και πόσο μεγάλο δώρο είναι η λευτεριά που έχουμε σήμερα, και την
οποία βέβαια πλήρωσαν οι προπάπποι μας με το αίμα τους.
Ο πρώτος φόνος:
Πηγαίνει ο Γιώργης στη βρύση να
γεμίσει το σταμνί του. Ένας τούρκος έρχεται να γεμίσει κι αυτός το δικό του.
Δεν μπορεί να περιμένει, δίνει μια κλωτσιά στο σταμνί του Γιώργη και το σπάζει,
και βάζει στη θέση του το δικό του.
Το Κεντρί είναι τουρκοχώρι, με
διπλάσιους μουσουλμάνους από τους χριστιανούς, και ο τούρκος αυτός έχει επί
πλέον τον αέρα του κατακτητή. Όμως λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Γιώργης τον
αρπάζει από το κεφάλι και του στρουφίζει το λαιμό. Ο τούρκος έπεσε κάτω άψυχος.
Ο δεύτερος φόνος:
Ο Γιώργης πηγαίνει να βγάλει νερό
από κάποιο πηγάδι για να πιει με το γεράνι.
Βυθίζει τον κουβά στον πάτο του πηγαδιού και τον γεμίζει νερό. Τον σέρνει σιγά
σιγά προς την επιφάνεια, όμως ένας τούρκος έχει πλησιάσει στο μεταξύ. Όχι, δεν
θέλει νερό όπως ο προηγούμενος, απλά θέλει να πειράξει τον χριστιανό. Τραβάει
το μαχαίρι του και πριν προλάβει ο Γιώργης να τον εμποδίσει κόβει το σκοινί. Ο
κουβάς πέφτει με πάταγο στο βάθος του πηγαδιού. Μετά τον κουβά όμως έρχεται η
σειρά του τούρκου να πέσει στο πηγάδι.
Για τον τρίτο φόνο έχω κάποιες αντιρρήσεις.
Ο Γιώργης είναι φτωχός, η γυναίκα
του λεχώνα, και σκέφτηκε να την ταΐση με καμιά
πέρδικα. Δεν είναι εποχή του κυνηγιού, αλλά δεν είναι δα ούτε ο πρώτος ούτε ο
τελευταίος που θα παραβιάσει τον απαγόρευση. Τον τσακώνει όμως ο αγροφύλακας.
Του εξηγεί το λόγο που βγήκε να κυνηγήσει, και όπως ήταν φυσικό δεν τον έπεισε,
όπως δεν πείσθηκα κι εγώ, ούτε φαντάζομαι και ο Γιώργης όταν του είπαν την
ιστορία. Του ζήτησε λοιπόν να τον ακολουθήσει για να τον πάει αυτόφωρο.
Πάει κι αυτός.
Ο λόγος που τον σκότωσε είναι πιο
πειστικός από το λόγο που βγήκε να κυνηγήσει: του χρωστούσε κουκιά. Ο
αγροφύλακας αυτός παλιά εκτελούσε χρέη μουλτεζίμη, δηλαδή φοροεισπράκτορα. Οι
μουλτεζίμηδες αυτοί συχνά αυθαιρετούσαν, και ο συγκεκριμένος κάποτε είχε
εισπράξει πολύ περισσότερο φόρο από ότι έπρεπε, προφανώς για να κατακρατήσει το
πλεόνασμα για τον εαυτό του. Το πλήρωσε με τη ζωή του.
Πριν λίγους μήνες είδα ένα
ντοκιμαντέρ για τους οικονομικούς δολοφόνους, βασισμένο σε ένα βιβλίο. Σ’ αυτό
μιλούσε ο συγγραφέας του. Οι αμερικανοί έστελναν απεσταλμένους στους αρχηγούς
κρατών, κυρίως της Λατινικής Αμερικής, με τις προτάσεις τους για το πώς να
χειριστούν κάποια θέματα. Αν αρνιόντουσαν, σειρά είχαν οι δολοφόνοι. Τρεις
πρόεδροι λατινοαμερικάνικων χωρών σκοτώθηκαν από πτώση αεροπλάνου, τα αίτια της
οποίας και στις τρεις περιπτώσεις έμειναν αδιευκρίνιστα. Θυμάμαι πολύ
χαρακτηριστικά την αφήγηση του οικονομικού αυτού δολοφόνου στη χήρα του ενός,
πόσο στενοχωρήθηκε που δεν κατάφερε να τον πείσει, γιατί ήξερε ότι μετά από
αυτόν θα ακολουθούσαν οι δολοφόνοι.
Οι τούρκοι, μου είπε ο πατέρας μου,
έκαναν κάτι ανάλογο. Αν σε κάποιον τούρκο άρεσε το χωράφι σου, σου έστελνε έναν
απεσταλμένο που κρατούσε ένα φάκελο. Στον φάκελο μέσα υπήρχε ένα γράμμα με την
προσφορά του και μια σφαίρα. Είχες να επιλέξεις ή να δεχθείς την προσφορά ή να
ρισκάρεις τη ζωή σου.
Δεν ήταν όλοι οι τούρκοι καθάρματα
ούτε και όλοι οι χριστιανοί άγγελοι.
Την ιστορία την άκουσα από την
ξαδέλφη μου τη Μαρίκα χθες. Αλλά να μην τα γράφω από την αρχή, να κάνω μια αντιγραφή
και επικόλληση από άλλη ανάρτηση, την 20η ιστορία «Του τάφου» που
έχει τίτλο «Το φάντασμα του
πατέρα μου».
«Η γιαγιά μου η Ψαρουδάκαινα ήταν
αρχοντομαθημένη. Στην Επισκοπή δεν υπήρχε βρύση, οι γυναίκες ανέσυρναν νερό από
ένα πηγάδι. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου και άρχισε να μουρμουράει τον παππού μου
τον Χαραλάμπη να πάνε να καθίσουνε στο Κάτω Χωριό που είχε βρύση. Κάποια στιγμή
ο παππούς μου δεν άντεξε τη μουρμούρα της και υποχώρησε. Αγόρασε ένα σπίτι που το
είχε ένας τούρκος, ο Μπιλάλης· ο οποίος, όπως έμαθα, κατά την ανταλλαγή των
πληθυσμών αρρώστησε από τη στενοχώρια του και πέθανε στο πλοίο που τον μετέφερε
στη Μικρά Ασία».
Και τώρα η ιστορία που μου είπε η ξαδέλφη
μου.
Κάποιοι κατωχωρίτες τρύπησαν το δώμα του
σπιτιού του Μπιλάλη (ήταν χωματοταράτσα, στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την
αυτοκατανάλωση στην αγορά» γράφω σχετικά για τον τρόπο κατασκευής της) και
του έκλεψαν όλο το λάδι που είχε στα πιθάρια. Ήταν τόση η αγανάκτησή του, που
όταν αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι, είπε «Δεν το πουλάω σε κανένα κερατά
κατωχωρίτη». Το πούλησε στον παππού μου που ήταν από την Επισκοπή.
Το Κάτω Χωριό δεν ήταν τουρκοχώρι, οι
μουσουλμάνοι ήταν ελάχιστοι, και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τη δουλειά την
έκαναν οι χριστιανοί. Και δεν το έκαναν, είμαι γι’ αυτό πιο σίγουρος, για να
εκδικηθούν στο πρόσωπο του Μπιλάλη την τουρκιά, αλλά για να καρπωθούν το λάδι.
No comments:
Post a Comment