Κατωχωρίτικες
ιστορίες, 28η ιστορία, Η ώρα
Ένας
κατωχωρίτης, αγρότης, πηγαίνει στην Ιεράπετρα με το γαϊδαρό του. Τον έχει
φορτωμένο ξύλα, καυσόξυλα, από το κλάδεμα των ελιών. Όλο και κάποιον φούρνο θα
βρει να τα πουλήσει. Παλιά ιστορία, εκείνη την εποχή οι φούρνοι θερμαίνονταν με
ξύλα, γι’ αυτό και τους έλεγαν φούρνους. Φουρνάκια λέγαμε τους μικρούς φούρνους
που είχε κάθε οικογένεια στην αυλή του σπιτιού της για να ψήνει η νοικοκυρά το
ψωμί, το ψητό τις κυριακές και τα καλλιτσούνια το Πάσχα. Όταν ήλθε το ηλεκτρικό
ρεύμα οι φούρνοι αυτοί μετονομάσθηκαν σε αρτοποιεία.
Ενώ προχωρεί λοιπόν με το γαϊδαρό του προβαίνει μια γεραπετρίτισσα από τα
μπαλκόνι του σπιτιού της. Ήταν νέα, ωραία, καλλίγραμμη, με ωραία πόδια, για να
το πούμε σε υψηλό υφολογικό επίπεδο. Και για να το πούμε και σε χαμηλό,
γκομενάρα. Της είχε χαλάσει το ρολόι, το ένα ρολόι τραπεζιού που είχε κάθε
σπίτι, και δεν ήξερε τι ώρα ήταν. Να είχε ραντεβού, να ήθελε να ξέρει τι ώρα ήταν
για να υπολογίσει πότε να βάλει το ραδιόφωνο για να ακούσει τις περιπέτειες του
Μικέ ή τον αμίμητο Φωτόπουλο με εκείνο το «Ταχυδρόμος… δρόμος!!!!»; Ποιος
ξέρει. Πάντως δεν νομίζω να ήθελε να ακούσει τη «Φωνή της αλήθειας», αν και δεν
είναι απίθανο.
Η
ωραία λοιπόν αυτή γεραπετρίτισσα σκύβει από το μπαλκόνι και φωνάζει στο χωριανό
μου.
-Έ
κουμπάρε, έχεις ώρα;
Σηκώνει αυτός ψηλά το κεφάλι του, θαυμάζει τα κάλλη της που από χαμηλά
φαίνονταν ακόμη πιο πολύ, και απαντάει:
-Έχω ώρα, αλλά δεν έχω πού να δέσω το γάιδαρο.
No comments:
Post a Comment