Φραντς Κάφκα,
Περιγραφή ενός αγώνα (μετ. Μαρλένα Γεωργιάδη), Γνώση 1982, σελ. 69
Μικρά κείμενα περιέχονται σε αυτό το μικρό
βιβλίο. Το πρώτο χαρακτηρίζεται ως απόσπασμα, αλλά έχω την εντύπωση ότι απλά
είναι άτιτλο. Έχει μια πληρότητα από μόνο του που δυσκολεύομαι να το εντάξω στα
πλαίσια μιας μεγαλύτερης πλοκής, που όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί μια και τα
κεφάλαια στα μυθιστορήματα του Κάφκα έχουν μια ξεχωριστή αυτονομία, σε βαθμό
που θα μπορούσαν να διαβαστούν σχεδόν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Εδώ
έχουμε το εφέ της έκπληξης μαζί με το εφέ της αντιστροφής.
Ο ήρωας αφηγητής (ψηλός όπως και ο Κάφκα)
δέχεται να συνοδέψει κάποιον που μόλις γνώρισε σε μια δεξίωση να περπατήσουν.
Είναι πολύ χαρούμενος, ένα κορίτσι τον φίλησε θερμά.
Ο αφηγητής δυσανασχετεί. Τι περίεργος
άνθρωπος!!! Και γιατί να τον υποστεί; Μήπως να του ξεφύγει;
Στην πορεία όμως αποκαλύπτεται ότι ο
περίεργος είναι ο αφηγητής. Αρχίζει να υποψιάζεται τον άνθρωπό αυτό ότι
σκοπεύει να τον μαχαιρώσει. Στο τέλος συνέρχεται, δέχεται να τον συνοδέψει
μέχρι εκεί που του προτείνει και να ακούσει την εξομολόγησή του για το κορίτσι.
Η συνέχεια είναι ένα δεύτερο απόσπασμα που
βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου-δεν έχω καταλάβει για ποιο λόγο μπήκε εκεί.
Τους βλέπουμε μαζί να συζητάνε. Όμως φαίνεται ότι και ο άλλος είναι
διαταραγμένος. Ξάφνου βγάζει του καλού καιρού ένα μαχαίρι και το καρφώνει στον
μηρό του. Ο αφηγητής του το δένει όπως όπως και ψάχνει για βοήθεια, αλλά δεν
βρίσκει. Προσπαθεί να τον ενθαρρύνει πριν αποχωριστούν.
Τα επόμενα αφηγήματα ομαδοποιούνται σε μια
γενική κατηγορία που έχει τον περίεργο τίτλο «Χωρατά ή η απόδειξη πως δεν
μπορεί να ζεις».
Δεν με έπεισε η απόδειξη, αλλά δεν διέκρινα
και τίποτα χωρατά, εκτός και αν το γκροτέσκο είναι από μόνο του χωρατό.
Είναι τέσσερα τα αφηγήματα με ξεχωριστό τίτλο
το καθένα, ενώ το τρίτο που φέρνει το τίτλο «Ο χοντρός» χωρίζεται σε τέσσερα
υπο-αφηγήματα με τον δικό του τίτλο το καθένα. Δεν κατάλαβα γιατί το τέταρτο αφήγημα
που έχει τον τίτλο «Ο πνιγμός του χοντρού» δεν εντάσσεται στο τρίτο.
Ο αφηγητής στην «Ιππασία», το πρώτο αφήγημα,
φαίνεται διαταραγμένος ψυχολογικά. Εξόντωσε κυριολεκτικά το άλογό του στο
τρέξιμο. Και το αφήγημα τελειώνει:
«Τότε ο γνωστός μου [το άλογο] κατέρρευσε
και, όταν το εξέτασα, ανακάλυψα πως είχε χτυπήσει άσχημα στο γόνατο. Μιας και
δεν μπορούσε πια σε τίποτα να μου χρησιμέψει, τον άφησα εκεί πάνω στις πέτρες,
χωρίς πολύ να λυπηθώ, και σφύριξα σε μερικά όρνεα που, υπάκουα και με σοβαρά
ράμφη, κάθισαν πάνω του, για να τον προσέχουν».
Εξίσου διαταραγμένος είναι και ο αφηγητής
στον «Περίπατο». «Τα λιθάρια αφανίστηκαν με τη δική μου βούληση και ο άνεμος
κόπασε» (σελ. 33). «…ξέχασα ν’ αφήσω το φεγγάρι να βγει. Βρισκόταν πίσω απ’ το
βουνό θυμωμένο, το δίχως άλλο, από την αργοπορία» (σελ. 34). «Ξάπλωσα σ’ ένα
κλωνάρι και, γέρνοντας το κεφάλι μου στον κορμό, με πήρε γρήγορα ο ύπνος, ενώ
ένας σκίουρος, που επινόησα εκείνη τη στιγμή, κάθισε με τεντωμένη την ουρά στην
τρεμουλιαστή άκρη του κλώνου και κουνιόταν» (σελ. 35). Το σουρεαλιστικό της
εικονοπλασίας συμβαδίζει με το γκροτέσκο της αφήγησης.
Τα επόμενα τέσσερα αφηγήματα όπως είπαμε έχουν
τον γενικό τίτλο «Ο χοντρός». Το πρώτο έχει τίτλο «Προσφώνηση στο τοπίο». Πριν
δει τον χοντρό βλέπουμε τον αφηγητή, σε ένα εφέ αποστροφής, που όμως δεν είναι
το ποιητικό της ρεαλιστικής πεζογραφίας αλλά το γκροτέσκο της λογοτεχνίας του
φανταστικού, να απευθύνεται σε άψυχα και στην χλωρίδα, καταλήγοντας: «Τώρα όμως
–σας ικετεύω-βουνό, λουλούδια, χορτάρια, θάμνοι και ποτάμι, αφήστε μου λίγο
χώρο, για ν’ ανασάνω». Η «φαντασίωση» της παντοδυναμίας ακολουθεί αμέσως μετά:
«Εκείνη τη στιγμή τα γύρω βουνά άρχισαν να μετατοπίζονται υπακούοντας με βιάση
και αποσύρθηκαν πίσω από ένα παραπέτασμα ομίχλης» (σελ. 39). Μετά θα δει τον χοντρό που τον κουβαλούν τέσσερις
βαστάζοι σε ένα φορείο. Διασχίζουν το ποτάμι. Ο αφηγητής τρέχει να βοηθήσει,
μήπως οι βαστάζοι δεν τα καταφέρουν. Το ποτάμι είναι βαθύ, σιγά σιγά
καλύπτονται από το νερό. Όμως δεν λένε να κάνουν πίσω. Το ποτάμι τους
καταπίνει. Ο αφηγητής πηγαίνει δίπλα στο ποτάμι παρακολουθώντας τον χοντρό που
επιπλέει, και ο οποίος του πιάνει την κουβέντα που είναι τα επόμενα τρία
υποαφηγήματα, πριν τον καταπιεί κι αυτόν το νερό. Η αφήγησή του αφορά τη σχέση
του με τον προσκυνητή, τα άλλα τρία αφηγήματα.
Πηγαίνει συχνά στην εκκλησία για να δει μια
κοπέλα, αλλά την προσοχή του τη συλλαμβάνει πάντα ο προσκυνητής. Οι γονυκλισίες
του και ο πολύ φωναχτός τρόπος με τον οποίο προσεύχεται του προκαλούν την
περιέργεια. Και κάποια μέρα θα τον πάρει στο κατόπιν ζητώντας να πιάσει
κουβέντα μαζί του.
-Γιατί προσεύχεσαι έτσι στην εκκλησία; Τον
ρωτάει.
-Γιατί νοιώθω την ανάγκη να με κοιτάζουν οι
άνθρωποι, όπως εσύ.
Στο επόμενο αφήγημα του λέει την ιστορία του.
Ουσιαστικά του λέει ένα επεισόδιο με μια κοπέλα. Τη γνώρισε στην εκκλησία.
Κάθονται μαζί σε ένα μπαρ. Ξαφνικά η κοπέλα απομακρύνεται από κοντά του. Τον
πήρε χαμπάρι, ότι δεν στέκει στα καλά του. Πιο κάτω τον ακούμε να λέει: «Όμως,
καθώς έβγαινα απ’ την εξώπορτα με μικρά βήματα, μου ρίχτηκαν από τον ουρανό το
φεγγάρι και τ’ αστέρια. Σηκώνοντας τα χέρια μου σταμάτησα τους ψίθυρους της
νύχτας και άρχισα να στοχάζομαι» (σελ. 55).
Πίνει μόνος. Και ξαφνικά ζητάει από τον
πιανίστα να παίξει. Ο πιανίστας είναι αμήχανος, δεν ξέρει τι να κάνει. Η κοπέλα
τους παροτρύνει να τον αφήσουν. Τον αφήνουν. Όμως μετά από λίγο δυο κύριοι τον
πηγαίνουν σηκωτό στο τραπέζι του.
Όχι, εμένα δεν με πήραν σηκωτό. Μόλις πριν λίγους
μήνες είχα αρχίσει να μαθαίνω λύρα και είχα το θάρρος, καλύτερα το θράσος, να
ζητήσω από το λυράρη στο πανηγύρι της Θριπτής να παίξω λίγο. Ευτυχώς είχα και
κάποια αυτοσυνείδηση και έπαιξα μόνο μια σούστα. Λίγο αργότερα, σε μια κρητική
ταβέρνα στο Θησείο που έπαιζε κάποιος Γρύλλος (δεν θυμάμαι το μικρό του) είχα
το ίδιο θράσος. Ο Γρύλλος είχε παρατήσει τη λύρα και είχε απομακρυνθεί από το
πάλκο κάνοντας διάλειμμα, και εγώ πήγα και την πήρα ενώ ο λαουτιέρης είχε την
καλή διάθεση να με συνοδεύσει. Ο Γρύλλος άκουσε τη λύρα να παίζει, γύρισε και
είδε, και από την έκπληξή του «επογρύλλωσε» (άνοιξαν διάπλατα τα μάτια του,
αυτό για τους μη κρητικούς), όπως μου είπε η φίλη με την οποία ήμασταν μαζί.
Πριν τρία χρόνια ξαναέπαιξα σε ταβέρνα. Οι
παρέες ήταν ελάχιστες και έτσι πήρα θάρρος. Ναι, την κριτική για τα γραφτά μου
μπορώ να την αντιμετωπίσω, όχι όμως και την κριτική για τις επιδόσεις μου στη
λύρα. Έδωσα μάλιστα το κινητό μου σε κάποιον εκεί μπροστά να με βιντεοσκοπήσει.
Το βίντεο το ανέβασα στο youtube. Εγώ δεν σας λέω να το δείτε, αλλά αν θέλετε, μπορείτε να κάνετε κλικ εδώ (κατά την ιστορία που αρέσει πολύ στο φίλο μου τον Πρατικάκη και μας την
αφηγείται συχνά: -Γιωργιό, εγώ δε σου λέω να πα να κλέψεις (πρόβατα, κάπου στα
Ανώγεια), αλλά αν θες να κλέψεις, εδά ’ναι η ώρα).
Και ο χοντρός συνεχίζει την αφήγησή του, με
κεντρικό επεισόδιο τη συνάντησή του με έναν μεθυσμένο, στον οποίο σχολιάζει την
παρισινή ζωή, όπως την έχει διαβάσει. Και δίνει την ίδια απάντηση στην ερώτηση
«γιατί προσεύχεσαι στην εκκλησιά κάθε βράδυ», με υπαρξιακό χρώμα. «… μπορεί να
είναι καλή ιδέα να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να προσευχόμαστε με δυνατή
φωνή, ώστε να μας κοιτάζουν και να αποκτούμε ένα σώμα, μια υπόσταση» (σελ. 60).
Με κοιτάζουν οι άλλοι, άρα υπάρχω.
Και, όπως είπαμε, ακολουθεί ο πνιγμός του
χοντρού, αμέσως από την αρχή του αφηγήματος, για να συνεχιστεί με την παρανοϊκή
αφήγηση του αφηγητή, η οποία τελειώνει ως εξής:
Τα πόδια μου, όμως –τ’ απίθανα πόδια μου –
απλώνονταν πάνω από τα δασωμένα βουνά και ίσκιωναν τις κοιλάδες με τα χωριά.
Όλο και μεγάλωναν! Είχαν φτάσει κιόλας στο διάστημα εκείνο που δεν έχει
αρχιτεκτονική, γιατί το μήκος τους είχε πια φύγει απ’ το πεδίο της όρασής μου.
Όμως, όχι, δεν είν’ έτσι – στο κάτω κάτω είμαι
μικρός, για την ώρα είμαι μικρός – κυλάω – κυλάω – είμαι μια χιονοστιβάδα στα
βουνά! Σας ικετεύω, περαστικοί, αν έχετε την καλοσύνη, πέστε μου πόσο είμαι
αψηλός –Ορίστε! Μετρήστε τούτα τα χέρια, τούτα τα ποδάρια!» (σελ. 62).
Όχι, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσαν ιδιαίτερα
αυτά τα αφηγήματα του Κάφκα.
No comments:
Post a Comment