Πιτιγκρίλι,
Η παρθένος των δεκαοχτώ καρατιών (μετάφραση από το πρωτότυπο με την άδεια του
συγγραφέα υπό Μιχ. Πριονιστή), Άτλας 1956, σελ. 191
Θέλοντας να διαβάσω
ένα μυθιστόρημα αποφάσισα, αντί για τον «Μάρτιν Ίντεν» του Τζακ Λόντον να
διαβάσω το «Η παρθένος των 18 καρατιών» του Πιτιγκρίλι. Με έχει πιάσει μια
νοσταλγία για βιβλία που αγόρασα μικρός αλλά δεν εδέησε να διαβάσω. Πέρυσι το
καλοκαίρι διάβασα τη «Γυμνή μάγια», βιβλίο που «κατακράτησα» από τον ξάδελφό
μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη όταν ήμουν μαθητής αλλά δεν το διάβασα. Και βέβαια
ξαναδιάβασα τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη. Με παρότρυνε επίσης το γεγονός ότι ο
Πιτιγκρίλι είναι σήμερα σχεδόν ξεχασμένος. Στη βάση της biblionet υπάρχουν μόνο δυο έργα του,
κανένα από τα οποία δεν είναι «Η παρθένος των 18 καρατιών».
Τελικά άρχισα να έχω
αμφιβολίες για το αν το αγόρασα τότε. Βλέπω σημειωμένους στο κενό μιας σελίδας
κάποιους αριθμούς. Έκανα τη σκέψη ότι το αγόρασα από κάποιο πάγκο
μεταχειρισμένων, πριν χρόνια ασφαλώς, καθώς ο Πιτιγκρίλι φιγουράριζε τότε στη
βιτρίνα με τα βιβλία του πρακτορείου
εφημερίδων της κυρίας Σοφίας Αεράκη στην Ιεράπετρα. Όμως δεν είμαι εντελώς
σίγουρος.
Σαρκαστικός και
ευφυολόγος, το γράψιμό του, από τις πρώτες σελίδες, μου θύμισε τον Όσκαρ
Ουάιλντ, έναν αγαπημένο συγγραφέα, του οποίου είχα διαβάσει, επίσης μαθητής, το
«Πορταίτο του Ντόριαν Γκρέι», το οποίο ξαναδιάβασα πριν μερικά χρόνια. Και
θεωρώ το «De profundis»
το καλύτερο ερωτικό έργο που έχω διαβάσει.
Το έργο ξεκινάει σαν
νατουραλισμός για να εξελιχθεί σε romance. Αργότερα όμως παίρνει μια στυφή γεύση, με τη σάτιρα να
κυριαρχεί. Θέλοντας να σατιρίσει ο Πιτιγκρίλι δίνει κάποιες απιθανότητες στην
πλοκή.
Ο Σκετς, γεμάτος
ερωτικές περιπέτειες, ερωτεύεται μια ηθοποιό και γίνεται κυριολεκτικά το
σκυλάκι της. Μετά όμως ερωτεύεται την παρθένα, μια κοπέλα στις φλέβες της
οποίας κυλάει τσιγγάνικο αίμα. Την τσιγγάνα μάνα της ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε
ο πάμπλουτος πατέρας της. Γυρνάει σαν τσιγγάνα τον κόσμο. Όμως τώρα βρίσκεται
στο μέρος που «μονάζει» ο αδελφός της, αποτραβηγμένος με τον υπηρέτη του σε ένα
ψηλό βουνό, παρέα με ένα σκυλί, τα βιβλία του και ένα ραδιοφωνικό δέκτη. Σε μια
στενή χαράδρα είχε πέσει η αγαπημένη του πριν χρόνια, εκεί κοντά.
Στη συνέχεια έχουμε
τις απιθανότητες. Οι δυο εραστές έχουν επιστρέψει στην πόλη. Η παρθένα που δεν
είναι πια παρθένα μένει στο σπίτι της και ο Σκετς σε ένα διαμέρισμα που έχει
νοικιάσει, και συναντώνται τα απογεύματα.
Ο μέλλων γαμπρός της
(θα παρατήσει την αδελφή της όταν γίνεται κάτοχος μιας μεγάλης κληρονομιάς)
τους βλέπει και τους καρφώνει. Και ο πατέρας σκέφτεται ότι πρέπει να
αποκατασταθεί η τιμή της κόρης του με το να την παντρευτεί (o tempora o mores!!! Ένας τέτοιος πατέρας
σήμερα ούτε που θα διανοείτο να δώσει την κόρη του σε ένα φτωχό γαμπρό, και ας
της είχε πάρει την παρθενιά).
Όμως ο Σκετς, κι
αυτός αντίθετα από οποιονδήποτε θα βρισκόταν στη θέση του σήμερα, κλωτσάει στην
πίεση του πατέρα. Μάλιστα τα αισθήματά του παγώνουν, καθώς υποπτεύεται ότι η Μέλιττα
(αυτό το όνομα έδωσε στην παρθένα, με αυτό την φωνάζει και όχι με το πραγματικό
της, το Ιλούσκα) βρίσκεται πίσω από αυτή την συνομωσία που έχει σαν στόχο να τον
κάνουν να την παντρευτεί.
Παντρεύονται, και
μόλις γίνεται ο γάμος φεύγει από την εκκλησία, κάτι απίστευτο, όπως
σχολιάζεται, για τα τότε δεδομένα, αλλά και για τα σημερινά. Εν τάξει, να το
σκάσει ο γαμπρός πριν το γάμο, σαν τον δημοσιογράφο στις «Θλιμμένες πουτάνες
της ζωής μου» του Μάρκες, κατανοητό, αλλά να το σκάσει αμέσως μετά;
Η τιμή
αποκαταστάθηκε, τώρα ο πατέρας σκέφτεται ότι η κόρη του πρέπει να αποκατασταθεί
και κοινωνικά. Ένας μεσήλικας καθηγητής, αρκετά πλούσιος, ζητάει το χέρι της. Ο
πατέρας δεν θα του το αρνηθεί. Η τέως παρθένα θα έχει μεγάλες αντιρρήσεις. Όμως
ο πατέρας της επιμένει. Αλλά για να βγει το διαζύγιο πρέπει να περάσουν
τέσσερις μήνες, και βέβαια όχι στην Ιταλία του 1924, αλλά σε κάποια άλλη χώρα.
Η παρεξήγηση
διαλύεται, και οι δυο σύζυγοι ξαναζούν τον φλογερό τους έρωτα σε ένα γαμήλιο
ταξίδι που στην πραγματικότητα είναι ταξίδι διαζυγίου.
Ο συγγραφέας, για να
σατιρίσει τέτοιου είδους γάμους σαν του καθηγητή και της παρθένας, βάζει τον
Σκετς να αυτοκτονεί, θύμα μιας κληρονομικής ψυχασθένειας από την οποία
αυτοκτόνησαν και άλλα μέλη του σογιού του, την δε παρθένα, αντίθετα από ότι
γίνεται στα romance (βλέπε
Αρετούσα) την βάζει να αποδέχεται τελικά αυτό τον αταίριαστο γάμο.
Και πώς τελειώνει το
μυθιστόρημα;
Η μαστροπός την
πλευρίζει, και της λέει:
«Ο ευγενέστατος
αυτός κύριος, για τον οποίο είχα την τιμή να σας πω, θα ήταν πολύ ευτυχής να
σας έβλεπε στο σπίτι μου, μια απ’ αυτές τις ημέρες. Παραδείγματος χάριν, αύριο
στις τρεις. Κι επειδή θα σας δοθή η ευκαιρία να πιστοποιήσετε κατά τρόπον
θετικόν τη συμπάθειά του, τότε μόνο θα μπορέσετε να του παραχωρήσετε κανένα από
τ’ απογεύματά σας, για να λάβη το θάρρος, και να του επιτρέψετε να σας προσφέρη
ένα δώρο: ένα δωράκι: ένα αντικείμενο καλλιτεχνικό, ένα κόσμημα, ένα οτιδήποτε
άχρηστο πραγματάκι. Αλλ’ επειδή δεν θα είχε εμπιστοσύνη στο γούστο του, θα
προτιμούσε να εμπιστευθή σε σας την ίδια την φροντίδα της εκλογής, και εν
τοιαύτη περιπτώσει θα μπορούσε να σας δίνει, μέσω εμού, και άλλα πεντακόσια
φράγκα για κάθε απόγευμα» (σελ. 186).
Το κάνουν και άλλες;
Είναι περίεργη να μάθει.
«Όλες πιστεύουν πως
θάρθουν για μια φορά, για το γούστο της αλλαγής για κάτι καινούριο ή για να
μελετήσουν το περιβάλλον. Αλλά έπειτα ξαναγυρίζουν. Πολλές φορές κοπιάζω να τις
διώξω» (σελ. 187).
Και το μυθιστόρημα
τελειώνει:
«Έψαξε μεσ’ στο
τσαντάκι της ζητώντας να βρη το επισκεπτήριο που ήταν από καλό χαρτί
πολυτελείας και η διεύθυνση γραμμένη με λιθογραφημένα κυρτά γράμματα.
Δεν υπήρχε. Πάντως
θυμόταν πολύ καλά τη διεύθυνσι.
Έγειρε μπρος με
σιγανή φωνή, μήπως την ακούσει κι αυτός ακόμη ο οδηγός [του ταξί], διέταξε:
-Οδός Καρολίνα,
Ιντερμέτζιο, αριθμός δεκαεννέα».
Μεταφραστικά, έχει
ενδιαφέρον η γλώσσα, με τα διάσπαρτα καθαρευουσιάνικα στοιχεία, κυρίως στις
καταλήξεις (Η παρθένος, τη διεύθυνσι, να βρη, κ.λπ. Φυσικά τα αποσπάσματα δεν
κάθισα να τα γράψω στο πολυτονικό, ούτε και που ξέρω πώς γίνεται στο word).
Συγγραφικά, έχει
ενδιαφέρον το ότι ο Πιτιγκρίλι απευθύνεται στους αναγνώστες, ή μάλλον στις
αναγνώστριες, με αρκετό σαρκασμό. Βγάζει το άχτι του που μηνύθηκε για το πρώτο
του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Πολυτελή θηλαστικά» (1920), το
οποίο χαρακτηρίστηκε ως άσεμνο.
«Ντροπαλή μου
αναγνώστρια… Ανεπίληπτη αναγνώστρια… Αδιάφθορη αναγνώστρια… [θα παραθέσω μόνο
ένα απόσπασμα από τις δυο σελίδες της αποστροφής του στην αναγνώστρια] ε,
λοιπόν, άφθαρτη και αγνή μου αναγνώστρια, με την κυκλική ψυχή και την ορθογώνια
συνείδησι, που για τη θέσι που κατέχεις στην κοινωνία έχεις το καθήκον να
κατηγορείς τα βιβλία μου: Συ, που απατάς το σύζυγό σου μονάχα στις έκτακτες
μεγάλες ευκαιρίες και όταν τον απατάς το κάνεις αποκλειστικά για να τον
αγαπήσεις έπειτα πιο πολύ και για να δης πόσο είναι ανώτερος εκείνος από όλους
τους άλλους άνδρες. Εξυπνότατη κυρία, προτιμότερο να φαντασθής εσύ τι μπορούσε
να συμβή μεταξύ των δύο εραστών εκείνη τη νύχτα» (σελ. 69).
Οι σημερινοί
συγγραφείς, επειδή δεν έχουν και μεγάλη εμπιστοσύνη στη φαντασία των
αναγνωστριών του, περιγράφουν με αρκετές γαργαλιστικές λεπτομέρειες τέτοιες
σκηνές-βλέπε τις 50 αποχρώσεις.
Υφολογικά, ο
Πιτιγκρίλι χρησιμοποιεί συχνότατα το εφέ της απαρίθμησης καθώς και πρωτότυπες
συγκρίσεις και μεταφορές.
Ένα χιουμοριστικό
απόσπασμα με εφέ απαρίθμησης:
Μετά που κάνουν σεξ,
η κοπέλα στον άντρα:
«Μια μοδιστρούλα θα
φώναζε: -Τώρα θα με περιφρονήσεις!
Μια φοιτήτρια της φιλολογίας: -Με μεταχειρίστηκες σαν
μοδιστρούλα! [δηλαδή μια φοιτήτρια της νομικής, του πολυτεχνείου κ.λπ. θα έλεγε
κάτι διαφορετικό; Και τι;].
Μια δασκάλα: -Έμεινα αγνή, ακόμη ως χθες!
Μια κοπέλα αριστοκρατικής οικογενείας: -Τώρα είμαι κι εγώ
σαν τις άλλες!
Μια κοπέλα αστικής οικογένειας: -Με κατέστρεψες! Κι έπειτα
από λίγο θα του έλεγε: -Ξέρεις ποιο είναι το καθήκον σου! Κι έπειτα… πάλι από
λίγο θα τούλεγε: -Αν όχι θα το πω στον πατέρα μου και στα οκτώ αδέλφια μου.
(Είναι περίεργο:
μερικά κορίτσια, έπειτα από κάτι τέτοια ατυχήματα, έχουν συνήθως πιο πολλά
αδέλφια από πριν. Κι αντί να εγκυμονούν παιδιά, εγκυμονούν αδέλφια).
Η Μέλιττα δεν είπε
τίποτα. Τραγούδησε το τσιγγάνικο τραγούδι…» (σελ. 71).
Ναι, η παρθένα που
δεν ήταν πια παρθένα δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες.
Και μια παρομοίωση:
«Η κοινωνία είναι
σαν τις βρώμικες μυρωδιές: ζώντας κανείς ανάμεσά τους συνηθίζει, γιατί τις
εισπνέει» (σελ. 136).
Και κάποια
αποσπάσματα ακόμη:
«Οι παροιμίες είναι
ο πλούτος εκείνων που έχουν φτωχό το πνεύμα» (σελ. 131).
Προσυπογράφω
απόλυτα, και επεκτείνω και στα αποφθέγματα. Το παραπάνω εξαιρείται.
«Ο καθηγητής άκουσε
τη δικαιολογία ενός ξαφνικού κεφαλόπονου της Ιλούσκας, που τον περιέγραψε
λεπτομερώς η θεία της, και χάιδεψε τα μουστάκια του λέγοντας μια φράσι
λατινική, την οποία δεν επαναλαμβάνομε, για να μην υποχρεωθούμε και να τη
μεταφράσωμε» (σελ. 156).
Εγώ παραθέτω κάποιες
φορές αποσπάσματα από τα αγγλικά χωρίς να τα μεταφράζω γιατί βαριέμαι,
ελπίζοντας όμως ότι η γνώση των αγγλικών του αναγνώστη μου είναι επαρκής για να
τα καταλάβει.
Και μια (τουλάχιστον)
φορά ο Πιτιγκρίλι συμφύρει το ενδοκειμενικό της πλοκής με το εξωκειμενικό της
συγγραφής, παρουσιαζόμενος, αν και τριτοπρόσωπος αφηγητής, ως μη παντογνώστης:
«-Κάθε μέρα,
επρόσθεσε ο καθηγητής, και πρόσθεσε πάλι μια λατινική φράσι, η οποία χάθηκε στο
θόρυβο του τραίνου, κι έτσι δεν την ακούσαμε να σας την εξηγήσουμε» (σελ. 160).
Δεν τον πιστεύω,
έκανε πως δεν την άκουσε για να μην υποχρεωθεί να τη μεταφράσει.
Εξαιρετικός ο
Πιτιγκρίλι, διαβάζοντας το βιογραφικό του έμαθα γιατί έχει πέσει η φήμη του.
Συνεργάστηκε με τους φασίστες καταδίδοντας αντιφασίστες συγγραφείς. Αν πέσει
κανένα άλλο βιβλίο του στο χέρι μου σίγουρα θα το διαβάσω.
No comments:
Post a Comment