Book review, movie criticism
Tuesday, November 29, 2011
Με αφορμή τον Κιαροστάμι
Είδα πακέτο όσες ταινίες είχα του Κιαροστάμι και δεν τις είχα δει, και έγραψα δυο λογάκια για αυτές. Την ανάρτηση την έκανα χθες. Και είδα ότι ταινίες όπως το Ten και το Abc Africa γυρίστηκαν με βιντεοκάμερα, και, αν θυμάμαι καλά, και το The wind will carry us. Είχα την εντύπωση ότι η ποιότητα μιας ταινίας γυρισμένη με βιντεοκάμερα είναι πολύ κατώτερη από την ποιότητα μιας ταινίας γυρισμένη με κανονική κινηματογραφική μηχανή λήψης. Και να που δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αυτό μου έδωσε καινούριες ιδέες.
Βιντεοκάμερα αγόρασα νομίζω το 1998. Απαίτηση του γιου μου. Πανάκριβη, πολύ βαριά, με κασέτα. Ο γιος μου έκανε μερικές λήψεις, τις οποίες αργότερα μετέτρεψα σε ψηφιακές. Επίσης τη χρησιμοποίησα για να γράψω ένα κινέζικο θίασο που έπαιζε όπερα του Πεκίνου, στα πλαίσια πολιτιστικών εκδηλώσεων του δήμου Αμαρουσίου. Δεν είχα καμιά ιδέα πώς παιζόταν η όπερα του Πεκίνου, και τότε δεν υπήρχε (νομίζω) το youtube όπου μπορείς να αποκτήσεις οπτική εμπειρία για τα πάντα. Και φλερτάριζα βέβαια με την ιδέα να γράψω για το θέατρο της Κίνας. Άρχισα να γράφω δυο χρόνια αργότερα, ξεκινώντας όμως από το θέατρο της Ιαπωνίας. Ο γιαπωνέζος φίλος μου Οτάνι Τοσινόρι, που ξέρει ελληνικά και αλληλογραφούμε στα ελληνικά, μου έστειλε κασέτες με θέατρο Νο. Είχα πετύχει και κάτι εκπομπές στην τηλεόραση και τις είχα γράψει. Το βιβλίο βγήκε τελικά πέρυσι, από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, με τον τίτλο «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας».
Η λήψη που έκανα ήταν πανάθλια. Δεν είχα ρυθμίσει σωστά το φωτισμό, ήταν νύχτα, αλλά πήρα μια ιδέα για το πώς είναι η όπερα του Πεκίνου. Τότε ήταν που αποφάσισα να βάλω δορυφορική τηλεόραση. Έπρεπε όμως να είμαι σίγουρος ότι θα έπιανα κινέζικο κανάλι. Ρώτησα έναν τεχνικό, και αφού μου έδειξε στην τηλεόρασή του το cctv 4, πήρα την απόφαση. Βάλαμε και στην Κρήτη δορυφορική, για το γιο μου, αφού μας έκανε κανονικό εκβιασμό. Ήθελε και αυτός να βλέπει τα δικά του.
Από τότε την βιντεοκάμερα την ξεχάσαμε. Έμεινε πεταμένη σε μια γωνιά, στην ντουλάπα. Πήρα όμως κάποια μικρά βίντεο με την φωτογραφική μου μηχανή. Και ανάρτησα και κάποια στο youtube, όχι όλα δικά μου. Το ένα ήταν της δασκάλας μου στα ρώσικα, της Σβετλάνας. Η λήψη έγινε το 1996. Μιλάμε μαζί, ενώ σε μια καρέκλα κάθεται και μας παρακολουθεί ο γιος μου, δέκα χρονών τότε.
Το άλλο είναι από το πανηγύρι του χωριού μου, του προφήτη Ηλία, το 2001. Πάρθηκε από έναν συμφοιτητή μου, τον Τόμη, που είχε έλθει στο χωριό μου με έναν άλλο συμφοιτητή μας και έμεναν στο σπίτι του θείου του. Μόλις είχε αγοράσει τη βιντεοκάμερα, και ήταν ορεξάτος. Ανέβασα το κομμάτι όπου χορεύει μια πολύ όμορφη κοπέλα, και που χορεύει επίσης καταπληκτικά, μαλεβιζιώτη. Σ’ αυτήν ζουμάριζε συνέχεια. Κάπου φαίνομαι να χορεύω κι εγώ. Το κομμάτι το ανέβασα πρόπερσι, μετά πάλι από το πανηγύρι του προφήτη Ηλία. Με την ίδια κοπελιά να χορεύει, πάλι μαλεβιζιώτη, και εγώ δίπλα της. Όταν τέλειωσε ο χορός και πήγαινα να καθίσω, μου λέει ένας χωριανός «Μπαγάσα, έπιασες δίπλα στην πιο ωραία». Δυο άλλα μίνι βίντεο που ανέβασα, από κάμερα υπολογιστή, με δείχνουν να παίζω λύρα, στο ένα να λέω τα κρητικά κάλαντα και στο άλλο να λέω δυο μαντινιάδες.
Κοιτάζω στο youtube και βλέπω ότι τα βίντεο αυτά τα είδαν κάπου τετρακόσια άτομα. Και αναρωτιέμαι: τις αναρτήσεις με τις βιβλιοκριτικές που κάνω, πόσοι τις διαβάζουν; Πόσο χρόνο αφιερώνει ένας έλληνας να δει ταινίες και πόσο για να διαβάσει κάποια βιβλία;
Έχω γράψει ένα βιβλίο για το χωριό μου. Εκδόθηκε χωρίς εικόνες, γιατί θα ανέβαζαν φοβερά το κόστος. Εκεί έγραφα ότι ένα κατωχωριτάκι (Κάτω Χωριό λέγεται το χωριό μου), μετά από 100 χρόνια, θα διαβάζει ίσως με συγκίνηση πώς ζούσαν οι προπαππούδες του. Αργότερα σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν αυτό το κατωχωριτάκι να έβλεπε πώς ήταν το χωριό τότε. Σίγουρα κάποιοι χωριανοί θα έχουν φωτογραφίες. Έχω κι εγώ. Αλλά ένα βίντεο δεν θα ήταν καλύτερο;
Φλερτάριζα για καιρό με την ιδέα να αγοράσω ένα βίντεο και να πάρω το χωριό μου. Μετά θα το ανέβαζα στο youtube. Όμως δεν το αποφάσιζα. Είχα την εντύπωση ότι τη βιντεοκάμερα τη χρησιμοποιεί κανείς για να πάρει ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές (γάμους, βαφτίσια, ταξίδια, κ.λπ), και ότι μόνο οι επαγγελματίες τη χρησιμοποιούν για τέτοιου είδους δουλειές.
Έβλεπα την ταινία Ten on ten, όπου ο Κιαροστάμι μιλούσε για το Ten, που γυρίστηκε ολόκληρο με βιντεοκάμερα, δίνοντας ταυτόχρονα μαθήματα σκηνοθεσίας. Βρισκόμουν στα μισά της ταινίας και τη σταμάτησα. Κάθισα στον υπολογιστή και παράγγειλα μια βιντεοκάμερα στο e-shop. Συνεχίζοντας να βλέπω την ταινία σκεφτόμουν ότι έκανα πολύ καλά.
Γιατί γράφω αυτές τις γραμμές.
Κάνοντας αυτή την ανάρτηση θέλω να δεσμευτώ ψυχολογικά, να μην υπαναχωρήσω. Με αυτή τη βιντεοκάμερα θέλω να κάνω τουλάχιστον ένα ντοκιμαντέρ, για το χωριό μου. Τα κείμενά μου ποτέ δεν τα διαβάζω. Βλέπω όμως παλιές φωτογραφίες, εκείνα τα παλιά βίντεο, και με συγκίνηση ξαναείδα το μονόλεπτο φιλμ όπου μιλάω για το βιβλίο μου «Οικολογικά παραμύθια και διηγήματα», στην εκπομπή του Νίκου Λαγκαδινού «Με τη φωνή του συγγραφέα» στη ΝΕΤ, πριν από περισσότερο από δέκα χρόνια, και που ανάρτησα προχθές. Αν γυρίσω αυτό το φιλμ, θα το βλέπω αργότερα με την ίδια συγκίνηση. Αυτό για μένα είναι το πιο μεγάλο κίνητρο.
Monday, November 28, 2011
Abbas kiarostami, Όσα είδαμε
http://en.wikipedia.org/wiki/Abbas_Kiarostami_filmography
Οι ταινίες του, όσες είχαμε και είδαμε.
The bread and Alley (Noon va Koucheh) 1970
Είναι η πρώτη ταινία του Κιαροστάμι, δεκάλεπτη. Σ’ αυτήν φαίνεται καθαρά ο ταλαντούχος σκηνοθέτης. Θεματικά, η παιδική ηλικία, που θα τον απασχολήσει και σε μεταγενέστερα έργα του. Υφολογικά, ένα παιγνίδι σκιάς και φωτός στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Και η πλοκή; Μια χιουμοριστική, γλυκόπικρη ιστορία, ενός σκυλιού και ενός παιδιού.
Breaktime (Zang-e Tafrih) 1972
Η δεύτερη, μικρού μήκους ταινία του, κάπου 9 λεπτά, είναι περίπου μια συνέχεια της πρώτης. Ήρωας της ταινίας είναι πάλι ένας πιτσιρίκος. Τον βλέπουμε να φουσκώνει ένα μπαλόνι, μετά να παρακολουθεί μια ομάδα παιδιών που παίζουν μπάλα. Τους κλέβει την μπάλα, και ακολουθεί και εδώ η καταδίωξη (στην προηγούμενη ταινία το σκυλί καταδιώκει τον πιτσιρικά). Τους ξεφεύγει, και περιπλανιέται εδώ και εκεί με την μπάλα στην αγκαλιά. Στο τέλος τον βλέπουμε να απομακρύνεται στο βάθος ενός δρόμου, με την εικόνα του να χλομιάζει κάτω από ένα εκτυφλωτικό φως. Πουθενά δεν υπάρχει λόγος, μόνο μουσική, όπως και στην προηγούμενη.
The experience (1973)
Φαίνεται πώς ο Κιαροστάμι αναπαράγει οντογενετικά τη φυλογένεση του κινηματογράφου. Από τον ασπρόμαυρο βουβό με τις δυο πρώτες του ταινίες πηγαίνει στον ασπρόμαυρο ομιλούντα, για να πάει αργότερα στον έγχρωμο. Στο έργο αυτό βλέπουμε έναν δεκατετράχρονο Οδυσσέα στην καθημερινότητά του. Δουλεύει σαν παραγιός σε ένα φωτογράφο που είναι ο αδελφός του πατέρα του, φλερτάρει, κλέβει ένα πορτοφόλι, σφουγγαρίζει σκάλες κ.λπ. Η ταινία τελειώνει με το να του κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα στο σπίτι της κοπέλας που φλερτάρει. Εμπειρία.
Mosafer (Μουσαφίρης στα κρητικά), 1974.
Και σ’ αυτή την ταινία (επίσης ασπρόμαυρη), ήρωας είναι ένας μαθητής, που ονειρεύεται να παρακολουθήσει έναν αγώνα της εθνικής. Περνάει μια οδύσσεια μέχρι να φτάσει στο γήπεδο. Κουρασμένος, μαζί με άλλους, ξαπλώνει και κοιμάται σε ένα πάρκο απ’ έξω. Ο αγώνας ξεκινάει, οι άλλοι έχουν ξυπνήσει. Αυτός ονειρεύεται. Ξάφνου ξυπνάει και ορμάει στο γήπεδο. Είναι άδειο, δεν υπάρχουν παρά μόνο οι σκουπιδιάρηδες που σκουπίζουν. Unhappy end, όπως και στην «Εμπειρία». Και όμως, αυτός σαν αρσενικός θα μπορούσε να δει τον αγώνα, αντίθετα με τα κορίτσια στο Off-side του Τζαφάρ Παναχί.
Colors (1975)
Πρόκειται για ένα μικρό, δεκαπεντάλεπτο φιλμ, με το οποίο ο Κιαροστάμι, μπαίνοντας στον έγχρωμο κινηματογράφο, αποτίει φόρο τιμής στο χρώμα. Παρουσιάζονται διάφορες σκηνές με διάφορα αντικείμενα, στα οποία συνήθως κυριαρχεί ένα χρώμα το οποίο σχολιάζει ένας αφηγητής. Ο Κιαροστάμι εμφανίζεται πολύ επινοητικός σε κάποιες σκηνές, όπως π.χ. στη σκηνή με τα αυτοκινητάκια, ή στη σκηνή που ο μικρός πυροβολεί και σπάζει διαδοχικά κάποια μπουκάλια που είναι γεμάτα με υγρό διαφόρων χρωμάτων.
Two solutions for one problem (1975)
Αυτό είναι ένα ακόμη πιο μικρό φιλμ, μόλις τεσσάρων λεπτών, έγχρωμο, με τη φιλοσοφία όμως του βωβού κινηματογράφου: οι δυο φίλοι δεν μιλούν, μιλάει ένας αφηγητής. Ένας μαθητής δανείζει σε ένα φίλο του ένα βιβλίο. Αυτός του το επιστρέφει ελαφρά σκισμένο. Η πρώτη λύση: Του ξεσκίζει σε αντίποινα ένα δικό του βιβλίο. Αυτός με τη σειρά του του σπάζει το λουρί της τσάντας του, εκείνος το μολύβι του, κι αυτός το χάρακά του, κ.λπ. κ.λπ. για να καταλήξουν να παίζουν ξύλο στο πάτωμα. Η σκηνή επαναλαμβάνεται. Όμως τώρα δεν του σκίζει σε αντίποινα το δικό του βιβλίο, αλλά του κάνει την παρατήρηση πώς του το έφερε σκισμένο. Αυτός παίρνει κόλλα και το κολλάει. Η άλλη λύση.
The wedding suit 1976
Μια μητέρα παραγγέλνει ένα κοστούμι για το γιο της, και ένας φίλος του παραγιού του ράφτη τον πιέζει να του το δανείσει. Θα τον πείσει τελικά. Πηγαίνει κουστουμαρισμένος σε μια παράσταση ενός θαυματοποιού (είχα δει παρόμοιο στο χωριό μου, μικρός). Επεισοδιακά το κουστούμι επιστρέφει στη θέση του την τελευταία στιγμή.
The report, 1977
Τα θέματα της ταινίας είναι η διαφθορά, οι συζυγικές συγκρούσεις και ο αντίκτυπος στα παιδιά. Η σκηνή που το ζευγάρι τσακώνεται και το μικρό κοριτσάκι κλαίει είναι ιδιαίτερα σκληρή. Η γυναίκα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, ο άντρας μένει για λίγο στο δωμάτιό της στο νοσοκομείο, και μετά φεύγει. Πάλι unhappy end, πάλι απαισιόδοξος ο Κιαροστάμι. Η διαφθορά θεματοποιείται στο πρόσωπο του άντρα, που εργάζεται στην εφορία και δωροδοκείται – στο συγκεκριμένο επεισόδιο απαιτεί να δωροδοκηθεί, πράγμα που οδηγεί στην καταγγελία του-και σε μια ιστορία που αφηγείται κάποιος σε ένα καφενείο.
The chorus (1982)
Είχε πολύ πλάκα – ή μήπως δεν είχε;- αυτή η δεκαεπτάλεπτη ταινία. Ο παππούς είναι κουφός, φοράει ακουστικό. Όταν ακούει εκνευριστικούς θορύβους το βγάζει. Φθάνοντας σπίτι του βλέπει ένα κομπρεσέρ να δουλεύει στο δρόμο. Βγάζει το ακουστικό. Ανεβαίνει πάνω –μένει στον πάνω όροφο. Τρώει κάτι σαν ραπανάκια, φτιάχνει τσάι, ανάβει τσιγάρο. Στο μεταξύ οι δυο εγγονούλες του τον φωνάζουν από κάτω. Φυσικά δεν ακούει. Έρχονται συμμαθήτριές τους για να τις βοηθήσουν φωνάζοντας κι αυτές. Μαζεύονται όλο και περισσότερες. Στο τέλος ο παππούς σαν να ακούει κάτι και φοράει το ακουστικό. Ακούει τις φωνές των κοριτσιών που φωνάζουν εν χορώ: «παππού, άνοιξε την πόρτα». Πηγαίνει στο παράθυρο και βλέπει το παιδομάνι. Χαμογελάει.
First graders, 1984
Τα πρωτάκια, εικόνες από ένα σχολείο, με το μεγαλύτερο μέρος της τα πρωτάκια να απολογούνται για τις αταξίες τους.
Where is the friend’s home, 1987
Με απλά μέσα δημιουργεί ο Κιαροστάμι ένα σασπένς που κρατεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Ο μαθητής πήρε κατά λάθος το τετράδιο εργασιών ενός συμμαθητή του που κάθονται στο ίδιο θρανίο, και πρέπει να του το επιστρέψει γιατί κινδυνεύει να τιμωρηθεί αν δεν κάνει τις εργασίες του. Και αρχίζει η Οδύσσειά του. Ο συμμαθητής του μένει σε μια μακρινή γειτονιά, και δεν ξέρει πού είναι το σπίτι του. Οι μεγάλοι δεν είναι και τόσο πρόθυμοι να τον βοηθήσουν στην αναζήτησή του. Εδώ θεματοποιεί ο Κιαροστάμι το γεγονός ότι και τα παιδιά ανήκουν σε μια λίγο πολύ καταπιεσμένη μειονότητα.
Δεν θα καταφέρει να επιστρέψει το τετράδιο. Τι θα γίνει; Όλα τα παιδιά είναι στα θρανία, αυτός απουσιάζει. Ο δάσκαλος εξετάζει τα τετράδια των μαθητών. Έρχεται καθυστερημένος, και ζητάει την άδεια να μπει. Ο δάσκαλος του τη δίνει. Κάθεται δίπλα στο συμμαθητή του. Του δίνει το τετράδιό του. Συμπληρωμένο. Έκανε ο ίδιος τις ασκήσεις. Ο δάσκαλος κοιτάζει και τα δυο τετράδια, και υπογράφει. Δεν πήρε χαμπάρι.
Θυμάμαι που μαθητής, τρίτη γυμνασίου, έγραψα τρία διαγωνίσματα στα αγγλικά, ένα για μένα και από ένα για δυο φίλους μου. Ο καθηγητής δεν πήρε χαμπάρι. Τώρα σε πόσα παρόμοια εγώ, σαν καθηγητής, δεν πήρα χαμπάρι, δεν ξέρω. Οι μαθητές μου ξέρουνε.
Homework, 1989
Μετά τα «Πρωτάκια» ο Κιαροστάμι γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ, όπου εδώ τα παιδιά αντί να απολογούνται για τις αταξίες τους μιλάνε για την «κατ’ οίκον εργασία», πώς την αντιμετωπίζουν και πώς τα αντιμετωπίζουν οι γονείς τους σε σχέση μ’ αυτήν. Τα τιμωρούν αν δεν την κάνουν, τα βοηθούν ή όχι, τι γίνεται με τα αδέλφια τους κ.λπ. Ένας γονιός παραπονιέται για το φόρτο εργασίας που έχουν τα παιδιά στο σπίτι. Εντύπωση μου έκανε το μεγάλο ποσοστό των αναλφάβητων γονιών. Επίσης, ανθρωπολογικά, πώς εδώ η άρνηση δεν δηλώνεται με στρίψιμο της κεφαλής αριστερά-δεξιά, όπως στη Δύση, αλλά πάνω και πίσω, όπως σε μας, και μάλιστα με τη συνοδεία του «τσου», μια αγένεια που τη διαπράτταμε και εμείς ως μαθητές και οι δάσκαλοί μας μας επέπλητταν λέγοντάς μας πως πρέπει να λέμε «όχι» και όχι «τσου».
Close up, 1990
Για το Close up γράψαμε ξεχωριστά, βρίσκεται στον κατάλογο με τις ταινίες στην ιστοσελίδα μου, καθώς και στο blog μου, σ’ αυτή τη διεύθυνση http://hdermi.blogspot.com/2009/12/close-up.html
Life, and nothing more (1991).
Μισοντοκιμαντερίστικη, η ταινία αποτελεί ένα οδοιπορικό στις σεισμόπληκτες περιοχές. Μου θύμισε το Aftershock του Feng Xiaogang. Ο κεντρικός ήρωας ψάχνει να δει τι απέγιναν οι μικροί πρωταγωνιστές της ταινίας «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου», που είχε γυριστεί πριν 4 χρόνια σ’ αυτές τις περιοχές. Με παρέα το μικρό γιο του περνάει μπροστά από τα χαλάσματα και τους άστεγους. Σταματάει σε ένα χωριό με μισογκρεμισμένα σπίτια, όπου οι κάτοικοι προσπαθούν να στήσουν ένα υποτυπώδες νοικοκυριό για να επιβιώσουν. Πολλοί αφηγούνται πώς επέζησαν, και πώς κάποιοι συγγενείς τους δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί όσο αυτοί. Ένα παιδί τη γλίτωσε γιατί ένοιωθε να ενοχλείται πολύ από τα κουνούπια, και βγήκε έξω να κοιμηθεί. Ο αδελφός του που δεν ένοιωθε να ενοχλείται ιδιαίτερα έμεινε μέσα, με αποτέλεσμα να καταπλακωθεί στο σεισμό.
Έπρεπε να το γράψω μιλώντας για την ταινία «Πού είναι το σπίτι του φίλου μου», αλλά εδώ είναι πιο εμφανές: το χωριό που γυρίστηκε η ταινία μου θύμισε κρητικό χωριό, στη μεσοχωριά. Τα γαλάζια χρώματα, οι εσοχές στους τοίχους που χρησίμευαν για ντουλάπια, τα δοκάρια στα ταβάνια, μου θύμισαν τα σπίτια της μεσοχωριάς των παιδικών μου χρόνων, το σπίτι του παππού μου, το σπίτι της γιαγιάς μου. Τα εσωτερικά των σπιτιών, με κάποιους από τους τοίχους γκρεμισμένους, βρίσκονταν τώρα πια σε κοινή θέα.
Νομίζω έκανα πολύ καλά να δω όσα έργα του Κιαροστάμι δεν είχα δει μαζεμένα, σε χρονολογική σειρά, τα παλιότερα πρώτα και έπειτα τα νεότερα. Μπορείς να δει κανείς έτσι πιο καθαρά τις υφολογικές και τις θεματικές διαφοροποιήσεις, αλλά προπαντός γίνεται κατανοητή η παραπομπή σε άλλα έργα. Το έργο αυτό, όπως διαβάζω στην Βικιπαίδεια, είναι το μεσαίο της τριλογίας του Κόκερ (το χωριό όπου βρίσκεται το «Σπίτι του φίλου μου», και το οποίο αποτελεί τώρα τον προορισμό του ήρωά μας, ένα από τα χωριά που θρήνησαν τα περισσότερα θύματα αναλογικά με τον πληθυσμό). Εκεί θα γυριστεί το τρίτο μέρος της τριλογίας, το αμέσως επόμενο έργο).
Through the olive trees, 1994.
Την είδα πριν χρόνια, και την ξαναείδα επίσης πριν χρόνια. Η πρωτοτυπία της έγκειται στον εγκιβωτισμό. Γυρίζεται μια ταινία, και ο πρωταγωνιστής ερωτεύεται την πρωταγωνίστρια. Μάταια όμως. Στο τέλος (το ξαναβλέπω γιατί δεν το θυμόμουν καθαρά) η ηρωίδα απομακρύνεται ενώ ο ήρωας την ακολουθεί. Όχι σε δρόμο, σε μονοπάτι. Τους βλέπουμε σε μακρινό πλάνο. Πίσω από τα λιόδεντρα προφανώς θα την προφτάσει. Θα την μεταπείσει; Τον βλέπουμε πάντα σε μακρινό πλάνο να επιστρέφει. Προφανώς άπρακτος.
The taste of cherry, 1997
Χρυσός φοίνικας στις Κάνες, την είδα πριν χρόνια και την ξαναείδα πρόσφατα. Ένας άνθρωπος προσπαθεί να βρει κάποιον να τον βοηθήσει στην αυτοκτονία του. Όχι να τον σκοτώσει, αλλά να σκεπάσει το σώμα του με χώμα. Κάποιοι αρνούνται, κάποιοι προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Στο τέλος δεν θα αυτοκτονήσει. Χρησιμοποίησα την ατάκα που δίνει και τον τίτλο, στο διήγημά μου «Να αυτοκτονήσει κανείς ή να μην αυτοκτονήσει» από τη συλλογή «Το Φραγκιό». Ο ήρωάς μου δεν θα αυτοκτονήσει. Αλλά γιατί; Αφήνω ανοικτές διάφορες εκδοχές. Παραθέτω τις δυο σχετικές παραγράφους (για να διαφημίσουμε παρεμπιπτόντως και τα διηγήματά μας, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ).
«Θα μπορούσα να τον φανταστώ να θυμάται ξαφνικά τα κεράσια – σε λίγους μήνες είναι η εποχή τους - και να σκέφτεται τρομαγμένος: «Αλήθεια, δεν θα ξαναδοκιμάσω πια κεράσια;»
Όμως αυτό ειδικά δεν γίνεται, γιατί είναι ατάκα από την ταινία «Η γεύση του κερασιού» του ιρανού σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι, που έχει σαν θέμα της την αυτοκτονία. Ο ήρωας έχει σκοπό να αυτοκτονήσει. Ένας άνθρωπος τον οποίο έχει προσλάβει για να τον θάψει μετά, θα προσπαθήσει να τον μεταπείσει. Ο ίδιος είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας στο παρελθόν. Ανάμεσα στα άλλα του λέει: «Θέλεις να εγκαταλείψεις τη γεύση του κερασιού;» Πρέπει να τον έπεισε, γιατί τελικά δεν αυτοκτόνησε. Ο Κριστόφ Κισλόφσκι αντίθετα, ανελέητος, θα αφήσει την ηρωίδα του στο «Δίχως τέλος» να αυτοκτονήσει».
The wind will carry us, 1999
Ένας δημοσιογράφος πηγαίνει σε ένα απομονωμένο χωριό για να τραβήξει φωτογραφίες από την κηδεία μιας ετοιμοθάνατης γριάς. Αυτή αργεί να πεθάνει, και τον βλέπουμε στις σχέσεις του με τους χωρικούς. Η απομόνωση του χωριού τονίζεται συνεχώς με το να μην έχει καλό σήμα για να επικοινωνήσει με το κινητό του, να παίρνει το αυτοκίνητό του και να πηγαίνει στην κορυφή ενός λόφους όπου έχει σήμα, σε ένα εφέ επανάληψης. Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία.
ABC Africa, 2001
Πρόκειται για παραγγελία των Ηνωμένων Εθνών, με στόχο να ευαισθητοποιήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη για την πληθώρα των ορφανών στην Ουγκάντα, αποτέλεσμα ενός εμφύλιου πόλεμου και του aids που πλήττει όλη την Αφρική. Οι ανθρωπιστικές καθολικές οργανώσεις προσφέρουν πολλά, αλλά στον τομέα της διαφώτισης υστερούν. Σε μια αφίσα που είδαμε λέει ότι virginity is the best protection against aids. Και αν ο άντρας σου, για τον οποίο έχεις φυλάξει την παρθενιά σου δεν έχει φυλάξει αυτός τη δική του ή αντίστροφα; Δεν θα ήταν καλύτερα να έγραφε ότι η καλύτερη προστασία είναι τα condones, τα προφυλακτικά;
Ο απαισιόδοξος Κιαροστάμι εδώ εγκαταλείπει την απαισιοδοξία του. Δεν έχει σαν στόχο να δείξει μόνο το δράμα ενός λαού, αλλά και τις ευτυχισμένες στιγμές του. Υποφέρει, αλλά διασκεδάζει, χορεύει, τραγουδάει, τα παιδιά παίζουν, μαθαίνουν αγγλικά, και παρακολουθούν με περιέργεια την κάμερα που τους παίρνει.
Σε κάποιο σημείο η κάμερα είναι σκοτεινή για πάνω από πέντε λεπτά. Παρακολουθούμε όμως τον διάλογο. Ο ντόπιος ξεναγεί τον Κιαροστάμι σε ένα σκοτεινό κτίριο. Δεν υπάρχει φως στους διαδρόμους. Εδώ ζουν πολλές οικογένειες, που οι περισσότερες έχουν, εκτός από τα παιδιά τους, και υιοθετημένα ορφανά. Εξάλλου και τα δικά τους παιδιά δεν έχουν επιβιώσει όλα.
Για μεμονωμένα παιδιά, υπάρχουν περισσότερες ελπίδες. Ένα ζευγάρι αυστριακών υιοθετεί ένα μωράκι, κοριτσάκι. Δεν είναι ρατσιστές, δεν ξέρουμε όμως τι θα είναι οι συμμαθητές του στην Αυστρία, όταν θα φτάσει στην ηλικία που πρέπει να πάει σχολείο. Και οι γείτονες και οι φίλοι πώς θα τους αντιμετωπίσουν; Ο Κιαροστάμι δεν κάνει εικασίες, μένει μπροστά σε αυτό το ελπιδοφόρο γεγονός, φιλμογραφώντας το χαριτωμένο κοριτσάκι που ακροβατεί καθώς περπατάει, στα πρώτα του βήματα ασφαλώς. Στο τέλος δεν θα τα καταφέρει, θα πέσει κάτω.
Ten, 2002
Πρόκειται για δέκα επεισόδια που διαδραματίζονται μέσα σε ένα αυτοκίνητο, και στα οποία εκτίθενται μείζονες καταστάσεις που αντιμετωπίζονται στη ζωή. Οδηγός είναι η Mania Akbari. Στο πρώτο επεισόδιο συνομιλεί με το γιο της (που είναι και πραγματικός της γιος). Θέμα είναι το πρόβλημα των παιδιών που οι γονείς τους έχουν χωρίσει, και ο καθένας τους προσπαθεί να τα προσεταιρισθεί. Το παιδί αγανακτεί. Το πλάνο διαρκεί πάρα πολλά λεπτά. Τι διάβολο, απομνημόνευσε ο πιτσιρικάς (δεν πρέπει να είναι πάνω από δέκα χρονών) όλες τις ατάκες του; Ή παίζει εκ του φυσικού; Άλλα θέματα είναι ο χωρισμός, το σεξ, ο έρωτας, η πορνεία. Κάποια επαναλαμβάνονται.
Five, Dedicated to Ozu, 2003
Στο ABC Africa είδαμε για πάνω από πέντε λεπτά μια σκοτεινή οθόνη, και δυο ανθρώπους να συζητάνε. Στο Five ο Κιαροστάμι χρησιμοποιεί περίπου το ίδιο εύρημα, ιδιαίτερα προκλητικό. Μια ακίνητη κάμερα τραβάει σκηνές ενός τοπίου. Αφηγηματικά δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, έχει όμως εικαστικά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έργο αυτό είναι κάτι ενδιάμεσο, μεταξύ φωτογραφίας και κινηματογράφου. Η κάμερα σταθερή παίρνει τη θάλασσα, με ένα μέρος της παραλίας. Υπάρχει η κίνηση των κυμάτων, με την αίσθηση μιας αιώνιας επιστροφής σε μίνι έκδοση-όλοι οι κολυμβητές την ξέρουν καλά-αλλά και το μοναδικό (singulatif) γεγονός, το ότι σπρώχνουν στην ακτή δυο μικρά ξύλα. Το σασπένς: θα τα ξεβράζει το κύμα τελικά ή όχι; Κάποια στιγμή τα ξεβράζει, αλλά ένα μεγαλύτερο κύμα τα ξαναπαίρνει σε λίγο μέσα.
Στη δεύτερη σκηνή βλέπουμε πάλι τη θάλασσα, αλλά από ένα πεζοδρόμιο-νυφοπάζαρο, όπως αυτό στην Ιεράπετρα. Βλέπουμε τη θάλασσα μέσα από κιγκλιδώματα. Η κίνηση εδώ δημιουργείται από ανθρώπους που περνάνε πάνω-κάτω. Στην τρίτη σκηνή βλέπουμε την πρώτη παραλία, με κάτι σκούρα πράγματα κοντά στο κύμα. Η ρυθμικά επαναλαμβανόμενη κίνηση των κυμάτων κάποια στιγμή συμπλέκεται με την μη ρυθμική κίνηση αυτών των πραγμάτων, που καθώς κινούνται βλέπουμε ότι είναι σκυλιά. Η τέταρτη σκηνή, στην ίδια παραλία, είναι αρκετά χιουμοριστική: βλέπουμε πάρα πολλά παπάκια, το ένα πίσω από το άλλο, να κατευθύνονται προς τα δεξιά. Τώρα τι έγινε και άλλαξαν γνώμη; Κάποια στιγμή επιστρέφουν πίσω, εδώ σε πιο μαζικούς σχηματισμούς. Πάμπολα. Πού τα πέτυχε τόσα πολλά ο Κιαροστάμι;
Στην πέμπτη σκηνή κυριαρχεί το σκοτάδι. Είναι νύχτα, ο ουρανός είναι μισοσυννεφιασμένος, και ένα φεγγάρι καθρεφτίζεται στο νερό μιας λιμνούλας, ή ίσως μιας στέρνας. Ακούμε βατραχάκια να κοάζουν επίμονα. Ακούγονται και τσαρφαλίδες (τώρα πώς τις λένε αυτές στην κοινή νεοελληνική δεν μου έρχεται, α, ναι, τριζόνια), ενώ κάπου κοντά γαυγίζουν σκυλιά. Το φεγγάρι κάποιες φορές σκεπάζεται από τα σύννεφα, χάνεται η αντανάκλασή του στο νερό, η οθόνη σκοτεινιάζει, ακούμε μόνο τα βατραχάκια, τα τριζόνια και τα σκυλιά. Ξάφνου ξεσπάει βροχή. Ξανά σκοτάδι. Έπειτα αρχίζει σιγά σιγά να ξημερώνει. Προβάλει η θάλασσα. Εμένα το χωριάτη, που μεγάλωσα σε χωριό, δεν με ξεγελάει. Εδώ έχουμε μοντάζ.
Υπάρχει στο youtube, μπορείτε να τη δείτε, είναι χωρίς υπότιτλους γιατί απλούστατα δεν υπάρχει λόγος.
Σαν φόρο τιμής στον Κιαροστάμι γύρισα κι εγώ, χωρίς να είμαι κινηματογραφιστής, το Five, dedicated to Kiarostami.
Ten on ten, 2004
Με αφορμή το Ten, ο Κιαροστάμι, καθισμένος στο αυτοκίνητό του ενώ τον παίρνει η κάμερα, όπως και την ηρωίδα στο Ten, δίνει δέκα μαθήματα για το σινεμά: για τους ηθοποιούς, για τη σκηνοθεσία, για τη μουσική, για τους χώρους, κ.λπ. Είχα δει το μισό όταν το πήρα απόφαση και έκανα την παραγγελία μου στο e-shop: αγόρασα μια βιντεοκάμερα. Η παλιά που είχα, αγορασμένη πριν 12 χρόνια, με κασέτα, εδώ και πολλά χρόνια είχε περιέλθει σε αχρησία. Ήταν και πολύ βαριά. Αλλά για αυτό σκοπεύω να γράψω ξεχωριστά.
The Roads of Kiarostami 2005
Μικρού μήκους ταινία, 32 λεπτά, την είδα πριν μήνες. Δείχνει δρόμους σε έργα του Κιαροστάμι. Για να γυριστεί τέτοια ταινία φαίνεται πως ο Κιαροστάμι έχει ένα φετίχ με τους δρόμους. Τώρα που το θυμάμαι, το The wind will carry us ξεκινάει δείχνοντας ένα τζιπ να ανεβαίνει έναν οφιοειδή δρόμο σε ένα βουνό, μακρινό πλάνο, ενώ ακούμε τον οδηγό να μιλάει με το κινητό του. Δρόμους πολλούς θυμάμαι και στο The taste of cherry.
Tickets: 2005 (Με τον Ken Loach και τον Ermano Olmi)
Παρακολουθούμε τρεις ιστορίες-επεισόδια σε ένα τραίνο. Στο πρώτο βλέπουμε έναν καθηγητής να αναρωτιέται αν έχει περάσει την ηλικία που του επιτρέπεται να ερωτευθεί. Τον εντυπωσίασε μια νέα γυναίκα σε ένα συνέδριο. Της γράφει στο λάπτοπ ένα email που δεν θα το στείλει τελικά. Στο δεύτερο ένας νεαρός συνοδεύει μια γηραιά κυρία που του βγάζει την πίστη. Φωτεινό διάλλειμα η συνομιλία του με μια χωριανή του πιτσιρίκα. Στο τρίτο βλέπουμε τρεις σκωτσέζους φιλάθλους να προσπαθούν να τα βολέψουν με δυο μόνο εισιτήρια. Το τρίτο τους το έχουν κλέψει.
To each his cinema, 2007
Έργο συλλογικό, έχουμε γράψει παλιά γι’ αυτό. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ: http://hdermi.blogspot.com/2009/07/to-each-his-cinema-2007.html
Shirin, 2008
Το «Πού είναι ο Ρωμαίος μου» στο «To each his cinema» ο Κιαροστάμι το αναπτύσσει στην μεγάλου μήκους Shirin. Το έργο το ακούμε, δεν το βλέπουμε. Αν θυμάμαι καλά την υπόθεση, ήταν ένας Πέρσης βασιλιάς και μια Αρμένια βασιλοπούλα που ερωτεύονται ο ένας τον άλλο, ρομάντζο κανονικό. Αυτό που βλέπουμε είναι τα πρόσωπα των θεατών που υποτίθεται ότι βλέπουν το έργο σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Κάποιες φορές κυλούν δάκρυα από τα μάτια τους. Οι θεατές είναι, αν όχι όλοι αρκετοί τουλάχιστον, ηθοποιοί. H Juliette Binoche που θα πρωταγωνιστήσει στο Certified copy είναι ανάμεσά τους. Πολύ πρωτότυπη σύλληψη, αν και αναρωτιέμαι αν είναι ελκυστική για ένα ευρύτερο κοινό.
Certified copy, 2010
Και για αυτό το έργο έχουμε γράψει ξεχωριστά, και η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/12/abbas-kiarostami-copie-confirme.html
Ο Κιαροστάμι είναι κορυφαίος σκηνοθέτης. Όπου ακούσετε ότι παίζεται έργο του, να τρέξετε να το δείτε. Υπάρχουν έργα του και στα video-club. Ψάχνετε και τα τηλεοπτικά προγράμματα, τα κανάλια όλο και κάποιο έργο του βάζουν.
Σκοπεύω να συνεχίσω με σκηνοθέτες σε έργα των οποίων ο Κιαροστάμι έχει γράψει το σενάριο. Αυτοί είναι οι Ebrahim Forouzesh στο έργο του «Το κλειδί», και ο Τζαφάρ Παναχί στο «Άσπρο μπαλόνι» και στο Grimson gold.
Μεγάλος ο Κιαροστάμι, ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Αιωνία η μνήμη του δεν λέω, γιατί θα είναι αιώνια-δηλαδή όσο γίνεται. Να παραθέσω εδώ τους συνδέσμους για την προ-τελευταία ταινία του και για την τελευταία.
Sunday, November 27, 2011
Wednesday, November 23, 2011
Mania Akbari, 20 fingers
Πρώτα είδα το «10 of ten» του Abbas Kiarostami. Μέχρι να πάρω γυαλιά, σε καμιά δεκαπενταριά μέρες, είπα να δω όσες ταινίες του κατάφερα να μαζέψω και δεν έχω δει μέχρι τώρα. Φυσικά δεν μπορώ να γράψω εκτενώς για κάθε μια, παρά μόνο μια σύντομη παράγραφο. Όταν τελειώσω θα τις αναρτήσω όλες μαζί. Παραθέτω εδώ την παράγραφο που έγραψα για αυτό το έργο του Κιαροστάμι, πριν προχωρήσω στην Μάνια Ακμπαρί, η οποία πρωταγωνιστεί στην ταινία του.
«Πρόκειται για δέκα επεισόδια που διαδραματίζονται μέσα σε ένα αυτοκίνητο, και στα οποία εκτίθενται σημαντικές καταστάσεις που αντιμετωπίζονται στη ζωή. Οδηγός είναι η Mania Akbari. Στο πρώτο επεισόδιο συνομιλεί με το γιο της (που είναι και πραγματικός της γιος). Θέμα είναι το πρόβλημα των παιδιών που οι γονείς τους έχουν χωρίσει, και ο καθένας τους προσπαθεί να τα προσεταιρισθεί. Το παιδί αγανακτεί. Το πλάνο διαρκεί πάρα πολλά λεπτά. Τι διάβολο, απομνημόνευσε ο πιτσιρικάς (δεν πρέπει να είναι πάνω από δέκα χρονών) όλες τις ατάκες του; Ή παίζει εκ του φυσικού; Άλλα θέματα είναι ο χωρισμός, το σεξ, ο έρωτας. Κάποια επαναλαμβάνονται».
Αυτά για την ταινία του Κιαροστάμι.
Στις ταινίες πάντα παίζουν ωραίες γυναίκες. Σπάνια θα δεις για παράδειγμα άσχημη νοσοκόμα, ενώ στα πραγματικά νοσοκομεία σπάνια θα δεις όμορφη. Η Μάνια Ακμπαρί δεν είναι απλά μια ωραία γυναίκα, αλλά μια πολύ ωραία γυναίκα (ο θεός να της δίνει χρόνια, διάβασα ότι πάσχει από καρκίνο, και μάλιστα η τελευταία της ταινία, «10+4» αναφέρεται σ’ αυτό. Όσο και να έψαξα να τη βρω στο ίντερνετ, να την αγοράσω, δεν τα κατάφερα. Ελπίζω να τη βάλει κάποια στιγμή η ελληνική τηλεόραση, ο Μπακογιαννόπουλος στην κινηματογραφική λέσχη ίσως).
Την είχα την ταινία (μαζεύω κάθε ιρανική ταινία που θα βρω, για να τη δω εν ευθέτω χρόνω). Την είδα. Είναι αφιερωμένη στον Αμπάς Κιαροστάμι. Και αφού την είδα, κατάλαβα γιατί. Είναι στην πραγματικότητα μια συνέχεια του «Ten of 10», με κάποιες διαφοροποιήσεις. Και εδώ έχουμε επεισόδια με θέματα από την πραγματική ζωή: το ταμπού της παρθενίας, η ζήλεια, η εγκυμοσύνη με το δίλλημα της έκτρωσης, η συζυγική απιστία, η πορνεία. Από την τελευταία προέρχεται ο τίτλος. Η γιαγιά της ηρωίδας τής είχε πει ότι μια γυναίκα μπορεί να πάει με τόσους άνδρες όσα είναι και τα δάκτυλά της. Αν πάει με περισσότερους όμως είναι πόρνη. (Και, να προσθέσω εγώ, αν έχει σκοπό να πάει με πολλούς αλλά να μη γίνει πόρνη, πρέπει να κρατάει καλό λογαριασμό, μήπως κατά λάθος ξεπεράσει τους 20. Και, να σχολιάσω επίσης, αν ένας άντρας πάει με πάνω από 20 γυναίκες τι είναι, πόρνος; Μπα, είναι φοβερός γκόμενος).
Είναι ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, όπως και οι περισσότερες ιρανικές ταινίες άλλωστε, που αποδεικνύουν άλλη μια φορά ότι το μέγεθος (του προϋπολογισμού) δεν μετράει (για την ποιότητα της ταινίας). Η ταινία γυρίστηκε με μια κάμερα που εστιάζει διαδοχικά στον άντρα και στη γυναίκα, που είναι ζευγάρι. Συζητούν, για να καταλήξει τις περισσότερες φορές η συζήτησή τους σε έναν πολύ άγριο καυγά. Τσακώνονται σε διάφορες φάσεις της ζωής τους. Σκηνές από ένα γάμο θα τις έλεγε ο Μπέργκμαν.
Και η διαφορά: ενώ στο έργο του Κιαροστάμι η Μάνια συζητάει οδηγώντας το αμάξι της, με το γιο της, την αδελφή της, δυο τυχαίες γυναίκες, ξανά με το γιο της κ.λπ., εδώ συζητάει πάντα με τον άντρα της, αλλά σε διαφορετικούς χώρους: Σε ένα αμάξι, νύχτα (η κάμερα τους παίρνει από πίσω, δεν έχουν παντρευτεί ακόμη), στο βαγόνι ενός τελεφερίκ που περνάει πάνω από ένα χιονισμένο τοπίο, όπως στην Πάρνηθα, πάνω σε ένα μηχανάκι, ξανά σε ένα αμάξι, μέρα αυτή τη φορά, σε ένα εστιατόριο και σε μια βάρκα. Η συζήτηση φωτίζει τις προσωπικότητες, αλλά περισσότερο τις νοοτροπίες. Νοοτροπίες που δεν είναι ειδικά ιρανικές, αλλά γενικότερες.
Θα τελειώσω αυτή την παρουσίαση κάνοντας μια προσευχή στον Αλλάχ να θεραπεύσει τη Μάνια Ακμπαρί, αν δεν το έχει κάνει ήδη.
Saturday, November 19, 2011
Γιλμάζ Γκιουνέι, To κοπάδι
Το κοπάδι είναι σε σενάριο Γιλμάζ Γκιουνέι, η σκηνοθεσία είναι του Tomris Giritlioglou (το δεύτερο μεταφράζεται «κρητικού»). Εμείς θα εξακολουθούμε να θεωρούμε το σενάριο εξίσου σημαντικό με τη σκηνοθεσία.
Μέσα από μια θλιβερή ιστορία ο Γκουνέι μας δείχνει μια εικόνα της Τουρκίας αμέσως πριν από τη δικτατορία του 1980. Η καθυστέρηση και η διαφθορά βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Η βεντέτα εξακολουθεί να υπάρχει σε ορεινές περιοχές. Η γυναίκα αρνείται να σηκώσει τα ρούχα της και να την εξετάσει ο γιατρός, παρά τις παροτρύνσεις του συζύγου. Στο τέλος θα πεθάνει. Η μίζα είναι απαραίτητη για να κάνεις σωστά τη δουλειά σου. Οι προοδευτικοί πάνε φυλακή ή δολοφονούνται. Και βέβαια οι κλέφτες κυκλοφορούν παντού. Ο πατριάρχης της γενιάς βρίσκεται στο τέλος μόνος στην Άγκυρα. Τον επιληπτικό του γιο τον παράτησαν σε ένα σταθμό. Ο άλλος του γιος είναι φυλακή, η νύφη του νεκρή και ο μικρότερός του γιος τον έχει παρατήσει για να μείνει στην Άγκυρα, να μην ξαναγυρίσει στο κοπάδι. Η κάμερα στο τελευταίο πλάνο τον δείχνει από ψηλά, απελπισμένο, μέσα σε ένα πλήθος στο οποίο είναι ξένος.
Tahmineh Milani, Οι δυο γυναίκες και Το κρυμμένο μισό
Οι δυο γυναίκες αναφέρεται στην ιστορία μιας γυναίκας που ένας ερωτιδέας τρελός την κυνηγάει, με αποτέλεσμα ο πατέρας της να την βγάλει από το πανεπιστήμιο, και όταν την βρίσκει ο τρελός στην επαρχιακή πόλη που ζουν ο πατέρας της την πιέζει να παντρευτεί. Όμως και ο άντρας της την καταπιέζει. Μια ταινία που αναφέρεται σε μια τριπλή ανδρική καταπίεση, των ανδρών ερωτιδέων, των πατεράδων και των συζύγων. Η ταινία ξεκινάει από το τέλος, όταν η ηρωίδα τηλεφωνεί στην φίλη της να τη βοηθήσει για τον άντρα της, που ο τρελός τον έχει μαχαιρώσει και τον έχει σκοτώσει. Η ταινία μετά αναφέρεται στη ζωή της και πώς έφτασαν μέχρι εκεί. Η ταινία τελειώνει με την ηρωίδα αποφασισμένη να τα βγάλει πέρα στη ζωή με δυο παιδιά.
Το κρυμμένο μισό (The hidden half) έχει την ίδια αφηγηματική τεχνική. Ξεκινάει από το τέλος, με την ηρωίδα να αφήνει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο στο σύζυγό της, έναν ανώτερο δικαστικό, όπου αναφέρεται στον έρωτά της για ένα μεγαλύτερο άνδρα απ’ αυτήν, διανοούμενο και εκδότη. Όταν μαθαίνει ότι είναι παντρεμένος τον αφήνει, αν και αυτός είναι αποφασισμένος να χωρίσει και να την παντρευτεί, γιατί έμοιαζε πολύ με μια πρώτη του αγάπη που είχε σκοτωθεί στις ταραχές του ’53. Τον συναντάει χρόνια, και αυτός παραπονιέται ότι δεν κάθισε να ακούσει και τη δική του εκδοχή, παρά μόνο τον εγκατάλειψε αρκούμενος στην εκδοχή της γυναίκας του. Με αυτή της την ενέργεια η γυναίκα θέλει να κάνει τον σύζυγό της να ακούσει τη φωνή της καταδικασμένης σε θάνατο γυναίκας. Το τέλος της ταινίας βρίσκει τον δικαστικό να επισκέπτεται τη φυλακή και να ακούει τη γυναίκα να του αφηγείται την ιστορία της
Masud Kimiai, Snake’s fang (1990)
Στο έργο βλέπουμε πάλι την καταπίεση της γυναίκας. Ο ήρωας, με προβλήματα στην όραση, σώζει από τους άντρες τους την αδελφή του και μια άλλη γυναίκα. Με τη βοήθεια ενός καλού ανθρώπου που τον βοηθάει, παίρνει πίσω κάποια πράγματα που του πήρε ο κακός. Ο καλός και ο κακός παλεύουν στο τέλος, αφού ο καλός έχει βάλει φωτιά στην αποθήκη του κακού, και κατά τα φαινόμενα τον εξοντώνει. Μια τεράστια πυρκαγιά θυμίζει τις δυτικές ταινίες καταστροφής. Καλογυρισμένη ταινία με σασπένς, που αντλεί τη θεματική της από την πραγματικότητα στο σημερινό Iράν και κυρίως την καταπίεση της γυναίκας, χωρίς να την προβάλει σαν κεντρική ιδέα όπως στα έργα της Tahmine Milani.
Lou Ye, Summer palace
Είδαμε και το «Θερινό ανάκτορο». Παρακολουθούμε τη ζωή μιας νέας κοπέλας, τους έρωτές της και τους φίλους της, μέσα σε μια εικοσαετία περίπου. Δεν μας άρεσε ιδιαίτερα. Απελπισμένη, χρησιμοποιεί το σεξ σαν αντικαταθλιπτικό (βλέπουμε αρκετές σκηνές με άφθονο σεξ), ενώ μια φίλη της δεν έχει καλύτερη τύχη, αφού καταλήγει να αυτοκτονήσει. Το τέλος, εντελώς unhappy, δείχνει το αδιέξοδο των σχέσεων, την αδυναμία σύναψης μόνιμων δεσμών.
Hiner Salem, Vodka lemon
Έγραψα μια βιβλιοκριτική για το βιβλίο του «Το τουφέκι του πατέρα μου». Τώρα η ταινία. Νομίζω οι σκηνοθέτες χωρίζονται στους εικαστικούς και στους ατμοσφαιρικούς, στο ακραίο κινηματογραφικό στυλ. Ο Σαλέμ ανήκει στους πρώτους. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα χιονισμένο ορεινό κουρδικό χωριό, κάπου στην Αρμενία. Δεν βλέπουμε άνοιξη, μόνο χειμώνα, το χιόνι είναι ο πρωταγωνιστής.
Η ταινία ξεκινάει σαν ειδύλλιο, ανάμεσα σε ένα άντρα και μια γυναίκα, χήρους, που πηγαίνουν συχνά στο κοιμητήριο όπου είναι θαμμένοι οι σύζυγοί τους. Στο τέλος η ταινία σκοτεινιάζει: Ο σύζυγος της εγγονής είναι έτοιμος να την παρατήσει, και ο πατέρας της, ο γιος του χήρου, τον σκοτώνει. Η κόρη της χήρας, που εκπορνεύεται, τσακώνεται με τον εραστή της. Η μητέρα της μένει χωρίς δουλειά καθώς ο ιδιοκτήτης της καντίνας Vodka lemon την κλείνει, θεωρώντας την ασύμφορη. Το τέλος είναι κουστουριτσιστικό: οι δυο χήροι κάθονται μπροστά στο πιάνο και παίζουν για τέσσερα χέρια, ενώ το πιάνο μαζί με το σκαμνί που κάθονται κυλάει στον δρόμο.
Ελάχιστοι διάλογοι, με την κάμερα να αποφεύγει να κινείται. Και άσπρο, πολύ άσπρο, ανθρωπιά, αλλά και αγριότητα.
Guillermo del Torro, El laberinto del fauno
Ένα παραμύθι με νεράιδες και ένα φαύνο, που συμπλέκεται με μια ρεαλιστική ιστορία από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Η μητέρα του μικρού κοριτσιού πεθαίνει στην εγκυμοσύνη, ο πατριός της, αξιωματικός του Φράνκο την σκοτώνει, αλλά στο τέλος τον σκοτώνουν οι δημοκρατικοί.
Cai Ming Liang, 蔡明亮, He liu, Το ποτάμι
Σκοτεινή ταινία. Διάβασα ότι δείχνει την αποδιοργάνωση της οικογενειακής ζωής στην Ταϊβάν. Ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένας νεαρός. Μόνο σταδιακά καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για οικογένεια. Η ταινία ξεκινάει με φωτεινό πλάνο, το γύρισμα μιας ταινίας, όπου ο νεαρός καλείται να παίξει ένα βουβό ρόλο. Κάνει και έρωτα με μια από το κινηματογραφικό συνεργείο. Μετά περνάμε σε σκοτεινούς χώρους, από τη στιγμή που ο γιος πέφτει με τη μηχανή και παθαίνει αυχενικό σύνδρομο. Αλλοτρίωση, αποξένωση, ομοφυλοφιλία. Και μέσα σε όλα αυτά, πνευματική καθυστέρηση. Ο πατέρας καταφεύγει στον παραδοσιακό μάγο για να λύσει το πρόβλημα υγείας του γιου του. Αυτός, έξυπνα, θα τον στείλει σε κανονικό γιατρό αφού βλέπει ότι δεν μπορεί να προσφέρει βοήθεια. Αλλά μόνο μετά από δυο μέρες.
Ελάχιστοι διάλογοι, καθόλου αβανταδόρικη ταινία για μένα που ένας λόγος που βλέπω κινέζικες ταινίες είναι για να προπονηθώ λίγο στα κινέζικά μου, έστω ακούγοντάς τα μόνο. Θέλω να δω και άλλες ταινίες του Cai Ming Liang, από περιέργεια.
Μπαχμάν Γκομπαντί
Τον είδαμε στα «Μεθυσμένα άλογα», τον είδαμε στο «Κανείς δεν ξέρει για τις περσικές γάτες», τον είδαμε πρόσφατα και στο «Μισοφέγγαρο». Δεν θέλω να αναλύσω τις ταινίες, απλά να μιλήσω για το απαισιόδοξο τέλος και για τα χιονισμένα τοπία όπως στο Vodka lemon του επίσης Κούρδου Χινέρ Σαλέμ (έχουμε γράψει γι αυτήν). Ταλαιπωρημένος λαός οι Κούρδοι, ιστορικός λαός (Οι Μήδοι της αρχαιότητας), και δεν έχει καταφέρει ακόμη να πετύχει την ανεξαρτησία του. Τα «Μεθυσμένα άλογα» αναφέρονται στην απεγνωσμένη προσπάθεια ενός αδελφού να βοηθήσει τον ανάπηρο αδελφό του μεταφέροντάς τον σε ένα νοσοκομείο στο Ιράκ, καθώς πρέπει να περάσουν παράνομα τα σύνορα Ιράν Ιράκ. Το «Κανείς δεν ξέρει για τις περσικές γάτες» αναφέρεται στις προσπάθειες κούρδων μουσικών να επιβιώσουν και να διαδώσουν τη μουσική τους μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, και το «Μισοφέγγαρο» (half moon) αναφέρεται επίσης στην αποτυχημένη προσπάθεια μουσικών από το Ιράν να πάνε να παίξουνε στην περιοχή των Κούρδων στο Ιράκ.
Bahman Farmanara, Smell of camphor, fragrance of jasmine (2000) και Tall shadows of the wind (1979)
Bahman Farmanara, Booye kafoor, atre yas και Tall shadows of the wind Death surrounds Bahman, a director who hasn't made a film in 24 years (he can't get past the censors). He's working on a documentary, for Japanese TV, on Iranian burial practices. On the anniversary of his wife's death, a hitchhiker tells him a story of spousal abuse and infant mortality, he discovers that someone has been buried in his plot next to his wife, and he needs the help of his attorney, a well-connected fixer. He dreams of death, even as he investigates it for his film. His niece's husband, a well-known writer, fails to return home; he searches hospitals for an unclaimed body. His heart disease is flaring up. Is he prepared for death? Is that all that's left? Καταπληκτική η μουσική του Ahmad Bejman
Tall shadows of the wind (1979) Ένα περίεργο θρίλερ, με ένα σκιάχτρο που τρομοκρατεί το χωριό. Ο ήρωας που πάει να το αψηφήσει πεθαίνει στο τέλος.Based on a short story by Houshang Golshiri, who also collaborated with director Bahman Farmanara on his breakout feature Prince Ehtejab (1974), this film centers on mysterious and chilling events that take place in a village. A group of superstitious inhabitants have erected a scarecrow for protection but soon find themselves terrorized by it. Made at the end of the Shah’s reign, the film offers a metaphorical reflection on power relations — how people create their own idols who turn around to terrorize them. The film’s alleged political message was found so dangerous that it was banned both pre- and post-revolution. It was presented to great acclaim in Cannes Film Festival’s Critics’
Bahran Beizai, Yazdgerd
Τελικά το έργο ήταν θεατρικό, και αναφέρεται στη δολοφονία του τελευταίου βασιλιά της δυναστείας των Σασσανιδών, Yazdgerd III. Έξυπνο έργο με έξυπνους διαλόγους, βλέπουμε την υποκριτική μέσα στην υποκριτική, καθώς και τα τρία μέλη της οικογένειας, ο μυλωνάς, η γυναίκα του και η κόρη του υποδύονται διαδοχικά το βασιλιά, προτείνοντας κάθε φορά και διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας μπροστά στους αξιωματούχους του βασιλιά που τους έχουν ήδη καταδικάσει σε θάνατο. Βλέπουμε τις διάφορες όψεις της εξουσίας καθώς και της καταπίεσης του απλού λαού, αλλά και ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Πολύ καλό έργο, πρωτότυπο και έξυπνο.
Bahram Beizai, Bashu
Αναφέρεται στην ιστορία ενός αγοριού από τα νότια της Περσίας, αραβικής καταγωγής (είναι πολύ μελαχρινό) που οι γονείς του σκοτώνονται σε βομβαρδισμό κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ. Φεύγει από τη βομβαρδισμένη πόλη, καταλήγει στα βόρεια του Ιράν, όπου μιλάνε το ιδίωμα Gilaki, σε ένα χωριό, και μια γυναίκα, που αρχικά τον διώχνει, στη συνέχεια τον λυπάται και τον περιθάλπει παρά τις αντιρρήσεις των χωριανών και του άντρα της που λείπει στην πόλη αλλά τον ενημερώνουν οι χωριανοί. Στο τέλος όμως γίνεται από όλους αποδεκτός. Στο τέλος του έργου τον βρίσκομε να αγκαλιάζει τον άντρα, που έχει γυρίσει, με ένα χέρι όμως – το έχασε σε εργατικό ατύχημα.
Σχεδόν από όλους. Από τα παιδιά ναι, που στην αρχή τον δέρνουν, το βλέπουμε, όχι όμως και από τους χωριανούς, αυτό δεν το βλέπουμε. Το έργο θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο «Μητρική αγάπη». Στο έργο αυτό του Kamal Tabrizi το παιδί που ψάχνει για μητρική αγάπη δεν θα τη βρει έγκαιρα. Θα το σκάσει από τη γυναίκα που ήθελε να την κάνει μητέρα του, και αυτή μάταια θα τον ψάχνει. Στην ταινία όμως του Beizai έχουμε ευτυχισμένο τέλος.
Αναφέρεται στην ιστορία ενός αγοριού από τα νότια της Περσίας, αραβικής καταγωγής (είναι πολύ μελαχρινό) που οι γονείς του σκοτώνονται σε βομβαρδισμό κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ. Φεύγει από τη βομβαρδισμένη πόλη, καταλήγει στα βόρεια του Ιράν, όπου μιλάνε το ιδίωμα Gilaki, σε ένα χωριό, και μια γυναίκα, που αρχικά τον διώχνει, στη συνέχεια τον λυπάται και τον περιθάλπει παρά τις αντιρρήσεις των χωριανών και του άντρα της που λείπει στην πόλη αλλά τον ενημερώνουν οι χωριανοί. Στο τέλος όμως γίνεται από όλους αποδεκτός. Στο τέλος του έργου τον βρίσκομε να αγκαλιάζει τον άντρα, που έχει γυρίσει, με ένα χέρι όμως – το έχασε σε εργατικό ατύχημα.
Σχεδόν από όλους. Από τα παιδιά ναι, που στην αρχή τον δέρνουν, το βλέπουμε, όχι όμως και από τους χωριανούς, αυτό δεν το βλέπουμε. Το έργο θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο «Μητρική αγάπη». Στο έργο αυτό του Kamal Tabrizi το παιδί που ψάχνει για μητρική αγάπη δεν θα τη βρει έγκαιρα. Θα το σκάσει από τη γυναίκα που ήθελε να την κάνει μητέρα του, και αυτή μάταια θα τον ψάχνει. Στην ταινία όμως του Beizai έχουμε ευτυχισμένο τέλος.
Bahram Beizai, Bashu
Αναφέρεται στην ιστορία ενός αγοριού από τα νότια της Περσίας, αραβικής καταγωγής (είναι πολύ μελαχρινό) που οι γονείς του σκοτώνονται σε βομβαρδισμό κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ. Φεύγει από τη βομβαρδισμένη πόλη, καταλήγει στα βόρεια του Ιράν, όπου μιλάνε το ιδίωμα Gilaki, σε ένα χωριό, και μια γυναίκα, που αρχικά τον διώχνει, στη συνέχεια τον λυπάται και τον περιθάλπει παρά τις αντιρρήσεις των χωριανών και του άντρα της που λείπει στην πόλη αλλά τον ενημερώνουν οι χωριανοί. Στο τέλος όμως γίνεται από όλους αποδεκτός. Στο τέλος του έργου τον βρίσκομε να αγκαλιάζει τον άντρα, που έχει γυρίσει, με ένα χέρι όμως – το έχασε σε εργατικό ατύχημα.
Σχεδόν από όλους. Από τα παιδιά ναι, που στην αρχή τον δέρνουν, το βλέπουμε, όχι όμως και από τους χωριανούς, αυτό δεν το βλέπουμε. Το έργο θα μπορούσε να πάρει τον τίτλο «Μητρική αγάπη». Στο έργο αυτό του Kamal Tabrizi το παιδί που ψάχνει για μητρική αγάπη δεν θα τη βρει έγκαιρα. Θα το σκάσει από τη γυναίκα που ήθελε να την κάνει μητέρα του, και αυτή μάταια θα τον ψάχνει. Στην ταινία όμως του Beizai έχουμε ευτυχισμένο τέλος.
Alexandr Sokurov, Αλεξάνδρα (2007)
Μετά από τις τρυφερές σχέσεις μητέρα και γιου και πατέρα και γιου, στην Αλεξάνδρα ο Σοκούροφ δείχνει τις τρυφερές σχέσεις γιαγιάς και εγγονού. Ο εγγονός είναι αξιωματικός κάπου στην Τσετσενία. Οι εικόνες δίνουν την αντίθεση ανάμεσα στα νιάτα των στρατιωτών και τα νιάτα της γριάς. Ακόμη, δίνει την συμπάθεια απλών ανθρώπων (της Αλεξάνδρας με μια συνομήλική της Τσετσένα, από την οποία αγοράζει τσιγάρα), που είναι πάνω ή πέρα από τις πολιτικές αντιθέσεις. Στο τέλος του έργου οι δυο γυναίκες αποχαιρετιούνται με την Αλεξάνδρα να την προσκαλεί να την επισκεφθεί.
Ακίρα Κουροσάβα, Το μυστικό φρούριο
Ο Κουροσάβα είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης. Αγόρασα πριν μήνες την ταινία του «Το μυστικό φρούριο» από το «Ποντίκι», αλλά την είδα μόλις προχθές με το γιο μου. Την είχα ξαναδεί βέβαια πριν χρόνια στην τηλεόραση.
Η ταινία αναφέρεται στην εποχή της φεουδαρχίας, με τον ένα φεουδάρχη να πολεμά τον άλλο, πριν έλθει η περίοδος Tokugawa, όπου με δικτατορική πυγμή μπήκε τέλος σε αυτό το αιματοκύλισμα.
Έχουν γραφεί αρκετά για τον ανθρωπισμό και τον δυτικό προσανατολισμό του Κουροσάβα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εμπνέεται από σαιξπηρικά έργα, από τον Μάκβεθ στο «Ο θρόνος του αίματος» και από τον «Βασιλιά Ληρ» στο «Ραν».
Δεν σκοπεύω να κάνω διεξοδικές αναλύσεις στα έργα που θα σχολιάζω, δεν είμαι εξάλλου κριτικός κινηματογράφου ούτε έχω τη σχετική παιδεία γι αυτό, απλά θα κάνω κάποιες παρατηρήσεις γι αυτά που με εντυπωσιάζουν κάθε φορά.
Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με την κριτική στον κώδικα τιμής των σαμουράι, που κάνουν όλοι σχεδόν οι Ιάπωνες σκηνοθέτες. Εδώ γίνεται με το παρακάτω επεισόδιο. Ο Τοσίρο Μιφούνε νικάει τον αντίπαλό του. Ο κώδικας των σαμουράι λέει ότι πρέπει να τον εκτελέσει. Ο Μιφούνε δεν το κάνει. Ο άρχοντας του νικημένου όμως, επειδή ντροπιάστηκε με το να μην εκτελεστεί, διατάζει και τον κτυπάνε τόσο σκληρά που του παραμορφώνουν το πρόσωπο. Αυτή την ακραία εφαρμογή του κώδικα των σαμουράι στηλιτεύει ο Κουροσάβα, θέτοντας την ανθρωπιστική αξία της φειδούς της ζωής του νικημένου αντιπάλου πιο πάνω. Ο Μιφούνε φείστηκε της ζωής του αντιπάλου του, τώρα έρχεται η σειρά του να τον σώσει απελευθερώνοντάς τον μαζί με την πριγκίπισσα, που τους περίμενε η εκτέλεση.
Η δεύτερη παρατήρηση που έχω να κάνω είναι πιο σημαντική. Γιατί οι άνθρωποι του λαού παρουσιάζονται πάντοτε με κωμικό τρόπο; Εδώ οι δυο χωρικοί, κατά τη γνώμη μου τραγικές φιγούρες που προσπαθούν να επιβιώσουν από τις συγκρούσεις των αρχόντων, εμφανίζονται φιλοχρήματοι και εριστικοί μεταξύ τους. Στην οικονομία του έργου βέβαια προσφέρουν το κωμικό στοιχείο που χαλαρώνει από την ένταση της πλοκής. Την ίδια παρατήρηση έχω να κάνω και για το έργο του Τομ Στόπαρντ «Οι Ρόζενκρατς και Γκίλντερστεν είναι νεκροί», που το ξέρουμε από την κινηματογραφική του εκδοχή, όπου και εδώ οι συνοδοί του Άμλετ, απλοί στρατιώτες, παρουσιάζονται κωμικά, για να εκτελεστούν στο τέλος όπως συμβαίνει και στη σαιξπηρική τραγωδία.
Κάπου μέσα μου κρύβεται ένας ζντανοφικός εαυτός, που θέλει έντονα να χαρακτηρίσει αυτά τα έργα αντιδραστικά.
Friday, November 18, 2011
Asghar Farhadi, A separation (Ένας χωρισμός) and the rest
http://www.theatlantic.com/entertainment/archive/2012/02/is-there-a-lesson-for-the-us-in-irans-oscar-nominated-a-separation/253018/
(Δεν έχω κάνει ειδικές σπουδές, αλλά επειδή μου αρέσει ο κινηματογράφος, όπως σε όλους μας άλλωστε, γράφω καμιά φορά στο blog μου για καμιά ταινία. Γράφω ακόμη και εκτός blog, σε ένα αρχείο, για δική μου χρήση, έστω και μόνο για να δω αν έχω ήδη δει μια ταινία για να μην την ξαναδώ. Αυτά τα κείμενα αποφάσισα, κατόπιν παρότρυνσης αγαπητής φίλης, να τα αναρτήσω και στην ιστοσελίδα μου. Όταν τα έψαξα, είδα με έκπληξη ότι ήταν σχεδόν 100. Κάποια από αυτά είναι απλές περιλήψεις και δεν έχουν αναρτηθεί στο blog. Τα αναρτημένα στο blog μου αναφέρονται κυρίως σε ό,τι με εντυπωσίασε. Και φυσικά δεν γράφω για όλες τις ταινίες που βλέπω, αντίθετα από ό,τι κάνω με τα βιβλία που διαβάζω. Τέλος, μια και ο κατάλογος γίνεται λίγες μόλις μέρες μετά την ενεργοποίηση αυτής της ιστοσελίδας, έχω όλη την άνεση να τον κάνω αλφαβητικά. Φαντάζομαι να γίνεται σε δυο μέρη: στο πρώτο μέρος με αγαπημένους μου σκηνοθέτες, και στο δεύτερο με σκηνοθέτες που έχω δει ένα μόνο έργο τους).
Το κείμενο αυτό υπάρχει στην αρχή του καταλόγου, που βρίσκεται στην ιστοσελίδα μου http://www.babisdermitzakis.eu
Τον είδαμε σε τρεις ακόμη ταινίες, των οποίων μια σύνοψη παραθέτουμε παρακάτω. Η κάμερα κινείται γρήγορα, ασθματικά, δημιουργώντας μια αίσθηση αγωνίας, αποδίδοντας σε υφολογικό επίπεδο την αγωνία που βιώνουν οι ήρωες: ένας άντρας κατηγορείται ότι προκάλεσε την αποβολή μιας εγκύου γυναίκας, και η γυναίκα αυτή ότι εγκατέλειψε τον πατέρα του άντρα, γέρο με άνοια του οποίου είχε αναλάβει τη φύλαξη, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί. Και οι δυο κινδυνεύουν να πάνε φυλακή. Και στη μέση ένα κορίτσι που πρέπει να αποφασίσει με ποιον από τους γονείς της, που έχουν χωρίσει, θέλει να μείνει.
Για δεύτερη φορά βλέπω το εφέ του «ανοιχτού τέλους» στον Φαραντί. Η πρώτη ήταν στην «Όμορφη πόλη» (βλέπε παρακάτω). Το έργο τελειώνει με τους δυο γονείς να έχουν βγει έξω από την πόρτα του δικαστηρίου, για να πει το κορίτσι μόνο του στον δικαστή με ποιον από τους δυο θέλει να μείνει. Πιο πριν μας λέει ότι έχει αποφασίσει με ποιον, αλλά δεν θέλει να είναι παρόντες οι γονείς της όταν θα πει την απόφασή της στο δικαστή. Οι γονείς περιμένουν απέξω, ενώ πέφτουν τα γράμματα του τέλους.
Το εφέ του ανοιχτού τέλους παραβιάζει μια αφηγηματική σύμβαση, να μη μένει άλυτο σασπένς στο τέλος μιας αφήγησης. Το πρωτοσυναντήσαμε σε μια ταινία περιπέτειας, όπου βλέπουμε τους ήρωες, απομονωμένους σε ένα νησί, να κοιτάζουν ένα αεροπλάνο που εμφανίζεται στον ορίζοντα. Είναι οι σωτήρες τους ή οι διώκτες τους; Δεν το μαθαίνουμε, εδώ τελειώνει η ταινία. Το να αγανακτείς με την παραβίαση μιας αφηγηματικής σύμβασης κάνει ώστε να σου εντυπώνεται η ταινία, όπως συνέβη και σε μένα, παρόλο που ξέχασα τον τίτλο. Εδώ όμως η παραβίαση αυτή δεν έχει αυτό το στόχο. Με το ανοιχτό τέλος θέλει να υπογραμμίσει ο Φαραντί το σπαραγμό του παιδιού, που πρέπει τελικά να επιλέξει έναν από τους δυο γονείς. Το ποιον θα επιλέξει δεν έχει τελικά σημασία.
Φαίνεται πως το ανοιχτό τέλος το προτιμούν και άλλοι σκηνοθέτες. Παραθέτω εκ των υστέρων το τέλος από την ανάρτηση για το "Copie conforme" του Κιαροστάμι:
" Το έργο αυτό είναι ένα από τα λίγα αφηγηματικά έργα που έχω δει με ανοιχτό τέλος. Τελικά μένει; Φεύγει; Όμως παρόλο που το τέλος είναι πρωτότυπα ανοιχτό, παραβιάζει παγιωμένες αφηγηματικές συμβάσεις, όπως αυτή του να θέλει ο θεατής να ξέρει το τέλος της ιστορίας. Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο. Ναι, αυτό πράγματι είναι κάτι γενικό.
(Όσο και να προσπαθώ, εδώ και χρόνια, δεν κατάφερα να βρω την ταινία, από τις πρώτες που είδα σε dvd, όπου οι ήρωες, απομονωμένοι σε ένα νησί, βλέπουν ένα αεροπλάνο να έρχεται, και δεν ξέρουν αν κουβαλά φίλους ή τους διώχτες τους. Σ’ αυτό το σημείο τελειώνει το έργο. Παρεμπιπτόντως ανοιχτό τέλος έχει και το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν".
About Elly (2009)
Αναφέρεται σε κάποια ζευγάρια Ιρανών που πηγαίνουν διακοπές ένα τριήμερο κοντά στη θάλασσα. Για μισή ώρα παρατηρούμε απλά το πόσο διασκεδάζουν, πράγμα που δημιουργεί την αφηγηματική αναμονή της κρίσης που επικρέμεται. Ένα κοριτσάκι ξεφεύγει την προσοχή της Έλλυ, που για να το σώσει πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Αυτό είναι η μία εκδοχή, γιατί η άλλη είναι να έχει φύγει. Πάνω εκεί οικοδομείται ένα σασπένς, και βλέπουμε την ένταση στις σχέσεις της παρέας, και έναν απελπισμένο αρραβωνιαστικό που μαθαίνει ότι η Έλλυ ήταν στην παρέα για να γνωρίσει έναν άλλο άντρα, λίγο πριν κληθεί να αναγνωρίσει το πτώμα που επί τέλους βρέθηκε.
Fireworks Wednesday (2006)
Μια καθαρίστρια, ένας άντρας που απατάει τη γυναίκα του με την κομμώτρια, το παιδάκι του άντρα με την καθαρίστρια παρακολουθεί τα πυροτεχνήματα. Στην τελευταία σκηνή βλέπουμε τη μοναξιά: του άντρα της κομμώτριας με τον οποίο είναι χωρισμένη, μέσα στο αμάξι, και του άντρα, που κοιμάται μόνος, γιατί η γυναίκα του έχει ξαπλώσει με το γιο τους υποκρινόμενη την κοιμισμένη. Η γυναίκα υποπτεύεται ότι ο άντρας της την απατά με την κομμώτρια. Δεν το ξέρουμε. Το μαθαίνουμε αργά στην ταινία, όταν παρατάει την υπηρέτρια με το γιο του στα πυροτεχνήματα για να τη συναντήσει.
Το παραπάνω κείμενο το έγραψα τότε που δεν είχα διανοηθεί ότι ο κινηματογράφος θα με απασχολούσε περισσότερο σαν τέχνη. Έγραψα αργότερα ξαναβλέποντας την ταινία ένα πιο εκτενές κείμενο. Μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Beautiful city (2004)
Ο καταδικασμένος σε θάνατο νεαρός για το φόνο της φίλης του, η προσπάθεια της αδελφής του και του φίλου του να μεταπείσουν τον πατέρα της και να δεχθεί αποζημίωση και να μην τον εκτελέσουν. Ο έρωτας του νεαρού με την αδελφή του. Στο τέλος της κτυπάει την πόρτα επανειλημμένα. Θα ανοίξει; Δεν το ξέρουμε, έτσι τελειώνει η ταινία.
Le passe (2013) και Χορεύοντας στη σκόνη (2003)
Ο εμποράκος
Tuesday, November 15, 2011
OnMyMind
Saturday, November 12, 2011
Wednesday, November 9, 2011
ΟΙ ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ...
Στείλτε το παντού!!!!!! Σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνον!!!! Ψηφίστε ΟΛΟΙ! Στην παρακάτω Αμερικανική τοποθεσία, γίνεται «δημοσκόπηση» για το αν η Μακεδονία είναι Ελληνική ή όχι. Μπείτε, ψηφίστε και διαδώστε το σε όσους ξέρετε!http://www.topix.com/forum/world/macedonia/TAAAAFN23PMGMJ147 Είναι πολύ απλό. Ούτε όνομα πρέπει να βάλετε, ούτε στοιχεία, ούτε τίποτε. Έχουν μπει οι Σκοπιανοί και έχουν σαρώσει. GO GO GO !!!!!!!!
Ένας ρωμαίος προσωπογραφεί τους έλληνες
Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα αλληλογραφίας του Ρωμαίου συγκλητικού Μενένιου Άπιου , στον φίλο του Ατίλιο Νάβιο , ο οποίος τον διαδέχεται στην διακυβέρνηση της Αχαίας και τον συμβουλεύει για το πώς μπορεί να χειριστεί τους Έλληνες.
Οι πάπυροι βρέθηκαν στην τοποθεσία Οξύρρυγχος , εξ ου και το όνομα του τίτλου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
… κερδίσαμε αγαπημένε Ατίλιε τον κόσμο με τις λεγεώνες μας , αλλα θα μπορέσουμε να τον κρατήσουμε μονάχα με την πολιτική τάξη που θα του προσφέρουμε.
Διώξαμε τον πόλεμο στις παρυφές της γης . Από τον Περσικό κόλπο , ως την Μαυριτανία και από την γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία , αδιατάρακτη βασιλεύει η ρωμαϊκή ειρήνη.
Δύσκολο φαίνεται να εξηγήσει κανείς , πως μια πόλη έφτασε να κυβερνά την οικουμένη. Μέσα στους λόγους όμως που θα αναφέρονταν για μια τέτοια εξήγηση θα έπρεπε πρώτος να ηταν ετούτος :
Καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας ξένους λαούς αναλαμβάνουμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους. Τούτη η συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βαρβάρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες.
Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από μας είχε την συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για την δόξα της Ρώμης , πέθανε νέος , γιατι αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου.
Αλίμονο στους λαούς όταν τις προσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες , σε θεσμούς που αντέχουν στην ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων.
Έχουμε την σοφία να μην θέλουμε να είμαστε δυσβάσταχτοι εκμεταλλευτές των λαών που υποτάχτηκαν στην εξουσία μας.
… Αλλα δεν φτάνει να τους χαρίζουμε την ειρήνη και τάξη, γιατι αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι, δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιμονίας των ανθρώπων.
… θα έπρεπε και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαμε στις χώρες που κυβερνούμε. Το μέγα όμως τούτο έργο είμαστε άξιοι να το κάνουμε μόνο στις δυτικές επαρχίες , γιατι εκεί που βρίσκεσαι εσύ , οι Έλληνες το επιτελούν ακόμη σήμερα καλύτερα από μας.
Ας επαναλάβουμε και εμείς την δυσάρεστη ομολογία του Οράτιου Φλάκκου :
Graecia capta , ferum victorem cepti , et artes intulit agresti Latio.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
… Μάθε φίλτατέ μου Ατίλιε , πως όσοι θέλουν να είναι κοσμοκράτορες, πρέπει να έχουν νοοτροπία πατρικίων και όχι νοοτροπία ιππέων.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
… Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από εμάς και συνεπώς από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομό του είναι «πάντων χρημάτων μέτρον» κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο , αυθαίρετο και ατίθασο , αλλα και αληθινά ελεύθερο , ορθώνεται το «εγω» των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί , οσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερα να σκεφθούμε σύμφωνα με την σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια τους και όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν , με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει , αλλα είναι πάντα νέα , δροσερή και το κάθε τι , χάρις σε αυτό το «εγω» αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους.
Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισμα.
Το ίδιο «εγω» που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα, αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων.
Και ήρθανε καιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλα δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες.
Και εμείς τους συναντήσαμε , καλέ Ατίλιε, σε τέτοιους καιρούς και γι αυτό η κρίση μας γι αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή που κάποτε καταντά άδικη.
Αλλα και πώς να μην είναι ; Η μοίρα μας έταξε νομοθέτες του κόσμου και το ελληνικό άτομο περιφρονεί τον νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του , που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια.
Απορείς πως η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών , εχει τόση λίγη πίστη στον νόμο.
Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των.
Σπάνια οι έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι».
Πείθονται μονο στα ρήματα τα δικά τους και η αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο ανάλογα με τα κέφια της στιγμής , η όταν δεν μπορούν να τους αλλάξουν , τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον τους η τη βία η τον δόλο.
Α! πόσο την χαίρεται ο έλληνας την εύστροφη καταδολίευσή τους , τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη!
Ο έλληνας εχει την πιο αδύνατη μνήμη από μας, έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο , μόλις δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Θες να σαγηνεύσεις την εκκλησία του δήμου σε μια πόλη ελληνική ;
Πες τους : «Σας υπόσχομαι αλλαγή» Πες τους : «Θα θεσπίσω νέους νόμους» Αυτό αρκεί.
Με αυτό χορταίνει η ανυπομονησία τους , το αψίκορο πάθος του.
Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής! Εμείς δειλά-δειλά και μόνο με το χέρι του πραίτωρα τολμήσαμε , διολισθαίνοντας μέσα στους αιώνες να ξεφύγουμε από τους άκαμπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου μας , και πάλι διατηρώντας όλους τους τύπους , όλα τα εξωτερικά περιβλήματα.
Τούτη η υποκρισία των μορφών , όταν η ουσία αλλάζει , δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη μας μπρος σε κάθε τι που είναι θεσμός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχειά του βαραίνουν στην πορεία μας και πόσο δίκαια αντέχουμε αιώνες εκεί που οι έλληνες εκάμφθησαν σε δεκαετηρίδες.
… Μεσα στους πιο πολλούς έλληνες , άμα σκάψεις λίγο , θα βρεις ένα ισχνό υπερόπτη Κοριολανό , έναν άσημο εκδικητικό Αλκιβιάδη , ένα εγω μεγαλύτερο από την πατρίδα.
Όχι βέβαια σε όλους , αλλιώς δεν θα υπήρχαν σήμερα πια ελληνικές πόλεις. Αλλα όποιος διοικεί , σαν κι εσένα , έναν λαό, πρέπει να γνωρίζει τις άρχουσες ροπές , που δεν φτάνουν βέβαια ως την φανερή ακρότητα του ωραίου αθηναίου η του δικού μας Γάιου Μάρκου , αλλα τείνουν προς τα εκεί.
Οι πολλοί , από χίλιους δυο λόγους, γιατι είναι πιο μικροί και πιο αδύνατοι, σταματούν μεσοδρομίς. Μα και μ' αυτούς , το κακό γίνεται.
… Οι έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν επάνω από τα πράγματα. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος , θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής τους περίπτωσης ακόμα κι όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία η στο δικαστήριο.
Ο έλληνας ζητεί από τον νόμο δικαιοσύνη για την δική του προσωπική περίπτωση. Εάν τύχει και ο νόμος , δίκαιος στην ολότητά του και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις όπως η δική του , δεν μπορεί αυτό να το παραδεχτεί. Και
εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τους Πλάτων , πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων , πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη. Το διακήρυξε αυτό και ο Σταγειρίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Δεν δέχεται να θυσιάσει την δική του περίπτωση , το δικό του εγώ σε έναν νόμο σκόπιμο και δίκαιο στην γενικότητά του.
Ετσι είναι πολλοί στις πόλεις που τώρα πρόκειται να διοικήσεις .
Ετσι διαφορετικοί , αν όχι από μας , όμως από τους πατέρες μας , που θεμελίωσαν το μεγαλείο της παλιάς , της αληθινής μας δημοκρατίας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
… Οσο περνούν οι αιώνες , τόσο εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε γινόμαστε περισσότερο ατομιστές , ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στην μόνωση των μικρών μας εαυτών. Νομίζω ότι οι έλληνες επάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν τον θανάσιμο κατήφορο.
Δεν σου έκανε κιόλας εντύπωση καλέ μου Νάβιε , η αδιαφορία του έλληνα για τον συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείσει μια χύτρα να μαγειρέψει , όχι πως αν τύχει μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψει , όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα , για να του δείξει μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του , βοηθά ο έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον.
Βοηθά και τον ξένο πρόθυμα , με την ιδέα μάλιστα , που χάρις στους μεγάλους στωικούς , πάντα τον κατέχει , μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Του αρέσει να δίνει στον ασθενέστερο , στον αβοήθητο. Είναι κι αυτό ένας τρόπος υπεροχής…
Λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του , κάτι άλλο θέλω να πω, αλλα μου πέφτει δύσκολο να σου το εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξεις , ανάλογα θα δεις και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου.
Ακόμη υπάρχουν ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασέ τους καθώς είναι χρέος σου και πες μου αν άκουσες κανέναν από αυτούς ποτέ να επαινεί τον ομότεχνό του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους ο έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρεται όμως τον ψόγο και γι αυτόν πάντα βρίσκει καιρό. Για την κατανόηση , την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από την συμπάθεια γι αυτό που κατανοείς , δεν θέλει τίποτε να θυσιάσει. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέσει ότι αξίζει τον έπαινο.
Όχι πως δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος , αλλα δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Θαυμάζει ότι είναι ο δικός του κόσμος. Κάθε άλλον τον υποτιμά !
Όταν ένας πολίτης άξιος , δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του , λέει ο έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιώτερός του , τι πειράζει αν και αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον έλληνα την δυνατότητα να είναι δίκαιος.
…Μόνον όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί , βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη.
Στον κάθε έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. Γι αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων, και το ιδανικό του κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
…Νάβιε , ο Κάτων από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του και η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζουμε κι εμείς τον δρόμο των ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότεροι να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους την Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΚΤΟ
Εδώ και δυο εβδομάδες σου έγραφα για το φυγόκεντρο εγωισμό των ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο.
Κινημένος από την ίδια εγωπάθεια , την ρίζα αυτή του κάθε ελληνικού κακού (ας βοηθήσουν οι θεοί να μην γίνει και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή) , ο έλληνας δε συχωράει στον συμπολίτη του καμία προκοπή. Όποιον τον ξεπεράσει , ο έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίσει από εκεί που ανέβηκε θα το κάνει.
Μα το πιο σπουδαίο , για να καταλάβεις τον έλληνα , είναι να σπουδάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφηύρε για να γκρεμίζει καλύτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του παλατιού , αλλα η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου , ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου την σάρκα σχεδόν ανέπαφη , να περιφέρει την ατίμωση και την γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες.
Γιατί και την συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι έλληνες , οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινοήσεις ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις , αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει.
Η τέχνη είναι να συκοφαντείς χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη την συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να την συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει.
Η τέχνη είναι να βρίσκεις τον διφορούμενο λόγο , που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες , να μπορείς να πεις πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία.
…. Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο έλληνας τον έλληνα , ο ηγέτης τον ηγέτη , ο φιλόσοφος τον φιλόσοφο , ο ποιητής τον ποιητή αλλά και ο ανάξιος τον άξιο , ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό.
.... και ξένος , θα δοκιμάσεις την αιχμή τούτου του όπλου κι εσύ όπως την δοκίμασα κι εγώ.
Θα απορήσεις σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας , πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί , και πως τους υπολήπτονται οι χρησμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις στοές και στην αγορά.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΒΔΟΜΟ
…Το ανυπότακτο σε κάθε πειθαρχία , η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος , η αρρωστημένη διόγκωση της ατομικότητας σπρώχνουν σχεδόν τον Έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο ανάμεσα στους άλλους.
Αδιαφορώντας για όλους και για όλα , παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του , αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος τον δρόμο το σωστό.
Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες.
Παρά να υποβάλει τη σκέψη του στην βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης , προτιμάει να ριψοκινδυνεύει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις.
Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών μερίδων τους με τους δήθεν φίλους των και θα δεις ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λεει την γνώμη του , βελτιώνει την διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις , χωρίς ούτε να περιμένει , ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν καλά αυτό και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις η για να μάθουν τα νέα της ημέρας η για να βρουν ευκαιρία να κολακέψουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις , γιατι πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του , η το χειρότερο γιατι η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του , θα περιόριζε την κυριότητά του επάνω στο έργο, θα το έκανε περισσότερο τέλειο , αλλα λιγότερο δικό του , και εκείνο που προέχει για τον έλληνα δεν είναι το πρώτο , αλλα το δεύτερο.
Ετσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του και σε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσεις στους έλληνες δημόσιους άνδρες , που κατά τα άλλα είναι και πιο υψηλόφρονες και πιο αδέκαστοι και σχεδόν πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Οι παλιοί όμως ρωμαίοι , αυτοί κατείχαν την αρετή της μετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίασε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι' αυτό τότε κατορθώσανε , αν και σε τόσα καθυστερημένοι , να πάρουν την κοσμοκρατορία από τα χέρια των ελλήνων. Γιατί βλέπεις , τούτη η μοιραία για την τύχη των ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό : Όπου βασιλεύει , τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα , πριν το πρόσωπο εκλείψει. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δε σηκώνει ούτε βιασύνη , ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλα σε ομάδες προσώπων , σε διαδοχικές γενιές.
Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση , διαρκέστερες υποστάσεις , λαοί , οικογένειες ,πολιτικές μερίδες , η κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μεσα στην ιστορία είναι υπέρ προσωπικά . Και δυστυχώς , οι έλληνες μονο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι αυτό η δεν φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου , η όταν φτάσουν , φέρνει μέσα του το έργο του το ίδιο το σπέρμα της φθοράς.
Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου , όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του ιδίου του έργου. Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυία του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη. Αλλα και εκεί το έργο , στηριγμένο σε ένα πρόσωπο , όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων , ούτε σε μία πολύχρονη παράδοση , μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός του , διαλύθηκε μέσα σε χέρια των ιδίων εκείνων ανθρώπων που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε , στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλα το έργο , βλέπεις , δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου , αλλα θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΓΔΟΟ
Ποτέ , μα ποτέ δεν θέλησα να σου πω ότι λείπει η πολιτική σκέψη από την Ελλάδα. Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο μάλιστα απ' όσο φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα από έξω. Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία της , γιατι οι άνδρες που την κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλον σε μιαν αδιάκοπη πεισματική και το πιο συχνά , μάταιη σύγκρουση. Εάν λείπει κάτι των ελλήνων πολιτικών, δεν είναι ούτε η δύναμη της σκέψης , ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στο χαρακτήρα , στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτομό τους για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου. Δεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη το συναγωνιστή τους και γι αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υπομονή μέσα στον κύκλο των ισοτίμων , να περιμένουν με την τάξη του κλήρου η της ηλικίας την σειρά τους. Ετσι διασπαθίζοντας την δύναμη του και τις αρετές του κατάντησε ο λαός με την υψηλότερη και πλουσιότερη στην θεωρία πολιτική σκέψη, να μείνει τόσο πίσω από μας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.
… τα δεινά , όσα υποφέρανε ως τα σήμερα οι έλληνες , μα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον , μια έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία , την νόμιμη θυγατέρα του τρομερού των εγωισμού.
Μου γράφεις πως αυτό συμβαίνει και αλλού και προ παντός σε μας. Η διαφορά καλέ μου φίλε , έγκειται στο μέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας . Βέβαια και εμείς σήμερα δεν υστερούμε . Αλλα την εποχή που θεμελιώνονταν το μεγαλείο της Ρώμης δεν είχαν υπερβεί οι δικοί μας το πρεπούμενο μέτρο. Υποτάσσονταν στον κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας , ενώ οι έλληνες το ξεπέρασαν πριν προφτάσουν να στεριώσουν την δύναμή τους στην οικουμένη. Όσο όμως αυστηρότερος και αν θέλω να είμαι , καθώς είναι χρέος μου, για μας τους ρωμαίους , δεν ξέρω αν μεταξύ των ρωμαίων , και σήμερα ακόμα , υπάρχουν τόσο φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγημα των τιμών , όσοι υπήρξανε μεταξύ των ελλήνων στους ενδοξότερους τους αιώνες.
Μήπως υπερβάλω καλέ μου φίλε ; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας ; μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη , Δημοσθένη , Ευριπίδη , Θεόφραστο , Επίκουρο , Ζήνωνα , Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι φίλε μου , Δε βλέπω πως είμαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα η και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους , αλλα να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από την δική τους θέση , όποια κι αν είναι. Την αρχαία «ύβριν» των την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο. Κάποτε με τούτη την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν ότι επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης την «δημοκρατία» (Σ.Μ. οχλοκρατία) από την «πολιτεία» (Σ.Μ. ορθή δημοκρατία). Η θέλησή τους για ισότητα , άμα την αναλύσεις , θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης , αλλα από τον φθόνο της υπέρτερης αξίας. «Μια που εγώ , λεει ο έλληνας, δεν είμαι άξιος να ανέβω ψηλότερα από σένα , τότε τουλάχιστον και εσύ να μην ανεβείς από μένα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα».
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο έλληνας , γιατι τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μία ίση με των άλλων ! Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας , όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής .
Και ύστερα θα συναντήσεις και μεταξύ των ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούνε την μία αρετή που έχουν και να υποτιμούν τις άλλες που τους λείπουν.
Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν ότι δεν χρειάζεται να γίνουν πρώτοι , ούτε η επιστήμη , ούτε η αρετή.
Είδα κάτι σοφούς που θελαν να σταθούν επάνω από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και την σοφία. Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτωνας ! Πόσους δολοπλόκους πήρε στο λαιμό του που νομίσανε πως είναι «άνδρες βασιλικοί» !
Μα είδα τέλος , αγαπητέ μου Νάβιε , και κάτι ενάρετους , που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία , αφού ηταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δεν στασίαζαν όπως οι βάναυσοι και οι κακοί , αλλά αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς των , αφήνοντας τον δήμο στα χέρια των δημαγωγών και των συκοφαντών , η δηλητηριάζανε την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα της αποτυχίας των , σαν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοιραία υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν από την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων η των μέτριων.
Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων.
Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών , έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον μακάριο εκείνο τόπο. Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί , μόνο όσοι έχασαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Ετσι θα παρατηρήσεις ότι πιστοί οπαδοί είναι μόνο οι γεροντότεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οι οπαδοί από πίστη ιδεολογική η από πίστη στον ηγέτη. Οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα πράγματα, γιατι ατύχησαν , γιατι βαρέθηκαν η λιγοψύχησαν. Γι αυτό είναι και όλοι προσωρινοί , άπιστοι , ενεδρεύοντες οπαδοί , ώσπου να περάσει η κακιά ώρα. Μα και αυτοί που μένουν και όσο μένουν οπαδοί , προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη.
Γι αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες που προσφέρονται ευκολότερα στην παρασκηνιακή ηγεσία των οπαδών τους.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να ξέρεις ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής μερίδας αλλά ποιοι εκ του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις είναι μερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτάς τα φαινόμενα της ηγεσίας αλλά μονο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της , για την άσκηση της εξουσίας . Είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιοριστούν στον ρόλο του υποβολέα και να αφήσουν τους άλλους που κατέχουν τα φαινόμενα να χαριεντίζονται επάνω στην σκηνή.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΑΤΟ
…Και ύστερα ,μήπως δεν βλέπω και την άλλη όψη του πράγματος ; Ας παραπονιόμαστε για την ελληνική εγωπάθεια εμείς που διαρκώς επάνω της σκοντάφτουμε , γιατι έχουμε να κάνουμε με την ελληνική πόλη και τους πολιτικούς της.
Εχει και την εξαίσια πλευρά της η υπερτροφία αυτή της προσωπικότητας , που στις κακές της όψεις την ονομάζουμε εγωπάθεια.
Εχει την πλευρά την δημιουργική , στην φιλοσοφία , στην ποίηση , στις τέχνες , στις επιστήμες , ακόμη και στο εμπόριο και στον πόλεμο. Από αυτήν αναβλύζει όλη η δόξα των ελλήνων , η μόνη δόξα στην ιστορία που μπορεί να σταθεί πλάι στην δική μας.
Φοβάμαι μονάχα , γιατι , και ας μην το βλέπεις εσύ , κατά βάθος με γοητεύουν και εμένα οι έλληνες , που είναι και θα είναι πάντα οι δάσκαλοί μου. Φοβάμαι πως φτάσαμε στον καιρό , που η φωτεινή πλευρά της προσωπικότητάς των πηγαίνει όλο μικραίνοντας και αντίθετα η σκοτεινή όλο και αυξάνει , και δεν ξέρω , δεν μπορώ να ξέρω αν ετούτος ο κατήφορος μπορεί ποτέ πια να σταματήσει.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΕΚΑΤΟ
… Δεν σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου , πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους έλληνες.
Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι αυτούς, για να ξεπλύνω έτσι κάπως την μομφή σου.
Ο εγωισμός δεν κάνει τους έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες σον πόλεμο. Εχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στην μνήμη τους γίνονται σαν νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέεις την διάλυση της στρατιωτικής δύναμης , που εχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες , με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των ελλήνων .
Μα δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής , αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατι η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική , σαν των περισσοτέρων λαών , αλλά ατομική , γι αυτό δεν φοβάται , και εκεί που βρίσκεται μόνος του , να ριψοκινδυνεύσει, στην ξενιτιά , στο παράτολμο ταξίδι , στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ και θεμελίωσε για αιώνες αποικίες , έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα στα χιόνια της Σκυθίας . Και στον καιρό μας ακόμη , έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στην χώρα των Ινδών και στις έμπειρες χώρες πιο κάτω από την γη των Αιθιόπων; Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο έλληνας;
Επειδή είναι γενναίος ο έλληνας , είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του , την ζωή του και κάποτε την τιμή του.
Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος , για να δρα μόνος , για να μάχεται μόνος και γι αυτό δεν φοβάται την μοναξιά.
Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη.
Σκεπτόμαστε μαζί , δρούμε μαζί , μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή , τα λάφυρα , την δόξα.
Οι έλληνες δε δέχονται , όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη , να μοιραστούν τίποτε με κανέναν.
Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει με έναν καυγά , γιατι θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δεν δέχονται (Σ.Μ. αναφέρεται στην Ιλιάδα).
Και μια που πήρα τον δρόμο των επαίνων , άκουσε και αυτόν , που δεν είναι και ο μικρότερος.
Οι αυστηρές κρίσεις που τώρα βδομάδες σου γράφω , θαρρείς πως είναι μόνο δικές μου; Τις πιο πολλές τις διδάχτηκα από έναν έλληνα , από τον Επίκτητο.
Νέος τον άκουσα να εξηγεί το μέγα δράμα του γένους του. Ήσυχα , καθαρά , με την ακριβολογία και την χάρη που σφράγιζε τον λόγο του , μας ετοίμαζε για έναν κόσμο που είχε πια περάσει, για μίαν Ατλαντίδα που είχε κατακαλύψει ο Ωκεανός.
Κάποτε κάνοντας την απολογία της πατρίδας του , μας έλεγε : «Δεν είναι τόσο δίκαια τα ανθρώπινα, ώστε μόνο αμαρτήματα να είναι οι αιτίες των τιμωριών. Η Τύχη , η τυφλή θεά , η τελευταία στην οποία θα πάψω να πιστεύω , πρόδωσε συχνά τους έλληνες στον δρόμο τους. Αλλα και αυτοί , πρόσθετε , την συντρέξανε με τον δικό τους τρόπο».
Μην νομίσεις όμως πως μόνο ένας Επίκτητος κατέχει την αρετή του «γνώθι σαυτόν» . Σε κάθε κόχη , απάγκια της αγοράς κάθε πόλης , σε κάθε πλάτανο από κάτω της ευλογημένης ελληνικής γης , θα βρεις και έναν έλληνα , αδυσώπητο κριτή του εαυτού του. Και εύκολα θα σου ξανοιχτεί και ας είσαι ξένος. Αρκεί εσύ να μην αρχίσεις να κακολογείς τίποτε το ελληνικό, γιατι τότε ξυπνάει μέσα του μια άλλη αρετή , η περηφάνια.
Ναι , ναι , σε βλέπω να γελάς , Ατίλιε Νάβιε , αυτούς τους ταπεινούς κόλακες που σέρνονται στους προθαλάμους μας, γελάς που τους ονομάζω περήφανους. Και όμως θα αστοχήσεις στο έργο σου αν αγνοήσεις αυτήν την αλήθεια. Πρόσεξε την υπεροψία και την φιλοτιμία των ελλήνων. Μην πλανάσαι ! `Εχουν την ευαισθησία των ξεπεσμένων ευγενών. Είναι γκρεμισμένοι κοσμοκράτορες , ποτέ όμως τόσο χαμηλά πεσμένοι ώστε να ξεχάσουν τι ήτανε !
Η πολυσύνθετη ψυχή τους χωράει λογής αντιφάσεις και έρχονται ώρες που για πολλούς είναι δίκαιος ο ειρωνικός λόγος του Ιουβενάλιου "Graeculus esuriens, in coelum jusseris , ibit" (τον λιμασμένο γραικύλο , κι αν στον ουρανό τον προστάξεις να πάει , θα πάει) . Άλλοι όμως είναι τούτοι οι γραικύλοι και άλλοι οι έλληνες.
Και το πιο περίεργο , οι ίδιοι τούτοι σε άλλες ώρες είναι γραικύλοι (graeculus) και σε άλλες έλληνες (graeci) . Δεν πρέπει ποτέ να δώσεις την εντύπωση στον έλληνα ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. `Άφησε τον , όσο μπορείς , να ταράζεται, να θορυβεί , και να ικανοποιεί την πολιτική του μανία , μέσα στην σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχεις την τέχνη να επεμβαίνεις μόνο την τελευταία στιγμή, όταν δεν μπορείς να βάλεις τους έλληνες να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες μεταξύ των ελλήνων, που θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν , είτε θεληματικά, είτε , συνηθέστερα , άθελά τους.
Υποβοηθώντας το τυφλό παιγνίδι των φατριών από το παρασκήνιο , χωρίς να προσβάλλεις την περηφάνιά τους , μπορεί να οδηγήσεις τις ελληνικές πόλεις προς το καλό πολύ ευκολότερα παρά με τις σοφότερες διαταγές που θα εξέδιδες, αν ήσουνα ανθύπατος στην Ισπανία η στην Ιλλυρία.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Όμως αν θέλεις στην Ελλάδα πραγματικά να επιβάλεις μία απόφασή σου, όσο σωστή και αν είναι , κοίταξε να μην φανεί η πρόθεσή σου. Πρέπει να θυσιάσεις την τιμή μίας απόφασης για να την επιβάλεις μεταξύ των ελλήνων. Κάλεσε ιδιαιτέρως έναν-έναν τους αρχηγούς των μερίδων , δώσε στον καθένα την ευκαιρία μίας επίπλαστης πρωτοβουλίας.
Φυσικά , αν δυστροπούν , να τους τρομάξεις , αλλα και αυτό υπό εχεμύθεια , χωρίς να αναγκάσεις την φιλοτιμία τους να πάρει τα όπλα. Δώσε τους κάποια περιθώρια έντιμης υποχώρησης και όταν ακόμη στην πραγματικότητα διατάσεις , μην τους πεις ότι διατάσεις. Πες τους ότι δεν διατάσεις , αλλά ότι αν δεν γίνει τούτο κι εκείνο, τότε οι ρωμαϊκές λεγεώνες θα αναγκαστούν να μετασταθμεύσουν για λόγους ασφαλείας σε άλλη επαρχία και τότε μπορεί τίποτε Γέτες η Κέλτες η Δακοί να στείλουν τα στίφη τους να δηώσουν την χώρα και ας αναμετρήσουν οι ίδιοι τις συνέπειες και ας αποφασίσουν.
… Όλα αυτά δεν σου τα λεω για να σε κάνω να περιφρονείς τους έλληνες. Απεναντίας σου τα λεω για να τους καταλάβεις και να τους προσέξεις. Ακόμη και σήμερα διατηρούν τα ίχνη μερικών αρετών που μοιάζουν με την χόβολη μίας μεγάλης πυρράς.
Μελετητές της ψυχής των ατόμων και του όχλου , θα τους δεις να εκτελούν μερικούς θαυμάσιους ελιγμούς, να χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα , με μια ευκινησία στην σκέψη και μια γοργότητα στις αντιδράσεις που εμείς εδώ ποτέ δεν φτάσαμε. Μόνο που ύστερα θα μελαγχολήσεις βλέποντας πως είναι πια ασήμαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα εξαίσια χαρίσματα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Πρόσεξε αυτούς τους παλικαράδες της πολιτικής , που δεν καταλαβαίνουν ότι είναι γελοίο να έχεις το ύφος του δυνατού και του τρανού , όταν από καιρό έχεις πάψει να είσαι.
Καθώς τρέφονται από την οπτασία των περασμένων τους μεγαλείων και δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις σημερινές τους διαστάσεις, πολύ θα σε ταλαιπωρήσουν με την αξίωσή τους να μην επεμβαίνεις στα πράγματα της πόλης τους.
Εδώ τελειώνουν οι Οξυρρύγχειοι πάπυροι (σε μετάφραση Κωνσταντίνου Τσάτσου).
Ευχαριστούμε τον αντιγραφέα, που αν και με λάθη επιμέλειας είχε την υπομονή να το αντιγράψει και να μας το δώσει στο διαδίκτυο.Χ.Δ.
Monday, November 7, 2011
Το Φραγκιό
Το Φραγκιό, Αθήνα 2011, ΑΛΔΕ, σελ. 55
Αντί να δώσουμε εδώ δείγμα γραφής θα παραπέμψουμε στην πρώτη ανάρτηση του πρώτου διηγήματος της συλλογής, στο Λέξημα
Wednesday, November 2, 2011
Ηλιούπολη, σελίδες ιστορίας – Λεύκωμα
Παρουσίαση στο Νέο Δημαρχιακό Μέγαρο Ηλιούπολης την Τρίτη 27 Ιουνίου 2006.
Λένε πως μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Έχοντας να κάνω αυτή την παρουσίαση νιώθω λίγο αμήχανα, γιατί έχω να παρουσιάσω σε ένα δεκάλεπτο ένα λεύκωμα με άφθονες εικόνες. Εικόνες που διατρέχουν την ιστορία της Ηλιούπολης παράλληλα με την ιστορία της ίδιας της φωτογραφίας. Είναι τόσο παλιές.
Και ακόμη πιο παλιές. Αρκετές από αυτές τις φωτογραφίες είναι φωτογραφίες από γκραβούρες, τότε που η τέχνη της φωτογραφίας δεν είχε επινοηθεί ακόμη, και η εικαστική αναπαράσταση της πραγματικότητας στηριζόταν ακόμη στο έμπειρο χέρι ενός ζωγράφου.
Μια πανδαισία φωτογραφιών είναι αυτό το λεύκωμα, που προς το τέλος του γίνεται και πανδαισία χρωμάτων, με τις έγχρωμες φωτογραφίες να απεικονίζουν την Ηλιούπολη στα πιο πρόσφατά της χρόνια.
Ως βιβλιοκριτικός σε μια Κρητική εφημερίδα, τα Κρητικά Επίκαιρα, έχω παρουσιάσει πάρα πολλά βιβλία τοπικής ιστορίας, που σαν περιεχόμενο έχουν όλα «Το χωριό μου». Μέχρι τον επόμενο αιώνα πιστεύω ότι θα έχει κυκλοφορήσει και από ένα βιβλίο για κάθε χωριό της Κρήτης. Έχω γράψει κι εγώ ένα βιβλίο για το χωριό μου, με ακριβώς τον ίδιο τίτλο: «Το χωρίο μου», με υπότιτλο «Από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Αρκετοί που το διάβασαν, ακόμη και μη Κρητικοί, μου είπαν ότι το χωριό μου τους θύμιζε πολύ το δικό τους χωριό.
Διαβάζοντας αυτό το λεύκωμα, θυμήθηκα τη δική μου συνοικία, το δικό μου Δήμο, το Δήμο Γαλατσίου. Πιστεύω ότι η ιστορία των περιφερειακών δήμων της Αθήνας είναι περίπου παράλληλη. Χωράφια με αγριόχορτα ήταν η Ηλιούπολη στις αρχές του 20ου αιώνα, και ακόμη πιο ύστερα. Το ίδιο και το Γαλάτσι, για ακόμη περισσότερο χρόνο. Προβλήματα με το ιδιοκτησιακό είχε και η Ηλιούπολη, το ίδιο και το Γαλάτσι, με το περιώνυμο κτήμα Βεϊκου. Η μεγάλη διαφορά που υπάρχει, και είναι προς τιμήν του Δήμου σας, είναι ότι εκπονήθηκε ευθύς εξ αρχής ένα σχέδιο πόλεως ανθρώπινο, που δεν κοίταζε να καλύψει με τσιμέντο όσο το δυνατό περισσότερη γη. Έτσι η τσιμεντοποίηση που χαρακτηρίζει την περίπου άναρχη οικοδόμηση του λεκανοπεδίου, συμπεριλαμβανομένου και του Γαλατσίου, δεν χαρακτηρίζει την Ηλιούπολη. Εδώ βλέπεις πολλές πλατείες. Στο Γαλάτσι δεν υπάρχει ούτε μια πλατεία, με εξαίρεση εκείνη της προσκεκολλημένης συνοικίας, της Λαμπρινής. Εδώ βλέπεις δρόμους πλατείς. Στο Γαλάτσι υπάρχουν μόνο στενάκια, και ευτυχώς που έχω μικρό αμάξι, γιατί συχνά υπάρχει πρόβλημα στις στροφές.
Είμαι από παλιά φίλος του Γαλατσίου, εδώ και τριάντα χρόνια περίπου. Εδώ μένει ένας στενός μου φίλος, ο Μιχάλης Κωστάκης, γιος του δικηγόρου και παλιού πολιτευτή της Ένωσης Κέντρου Δημήτρη Κωστάκη. Άτομο με ειδικές ανάγκες, είναι τώρα συνταξιούχος συμβολαιογράφος, και τον επισκέπτομαι συχνά. Χάρη σ’ αυτή μου τη φιλία βρίσκομαι συχνά την Ηλιούπολη. Έχω επίσης παρακολουθήσει πολλές εκδηλώσεις του Συλλόγου Κρητών Ηλιούπολης, ενός από τους πιο δραστήριους συλλόγους Κρητών της Αθήνας. Χάρη στη φιλία μου επίσης με το Γιώργο το Βοϊκλή, το συντονιστή αυτής της έκδοσης και διευθυντή του Γραφείου Τύπου του Δήμου σας απόκτησα μια ακόμη στενή σχέση με το Δήμο Ηλιούπολης. Με δική του εισήγηση ο δήμος εξέδωσε και μοίρασε δωρεάν στους μαθητές των δημοτικών σχολείων της Ηλιούπολης το βιβλίο μου «Ο χορός της βροχής-οικολογικά παραμύθια και διηγήματα», του οποίου έγινε παρουσίαση σε αυτόν εδώ το χώρο πριν οκτώ χρόνια.
Κάθε σπιθαμή ελληνικής γης έχει μια αρχέγονη ιστορία, και η Ηλιούπολη δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή η Ηλιούπολη «ήταν η πατρίδα του μυθικού Ευώνυμου, του ομορφότερου από τα αμέτρητα παιδιά του Ουρανού και της Γης. Ίσως γιατί από την κορυφή του Υμηττού που δεσπόζει και στη σύγχρονη πόλη, ο ήλιος αντικρίζει κάθε πρωί τον κάμπο της Αθήνας και τις ακτές του Σαρωνικού. Σ’ αυτή τη μυθική παράδοση οφείλεται το γεγονός ότι στην κλασική αρχαιότητα, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη (508-507 π.χ.) ο δήμος που συγκρότησαν οι κάτοικοι της περιοχής που σήμερα μοιράζεται στους Δήμους Καλαμακίου, Αλίμου, Ηλιούπολης και Ελληνικού, ονομαζόταν δήμος Ευωνύμου…Ήταν ο μέγας δήμος της Αττικής ανήκων εις την Ερεχθηίδα Φυλήν».
Μπόρεσα και βρήκα ένα σχετικό κείμενο στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Σας το διαβάζω:
œsti kaˆ dÁmoj 'Aqhna…wn. ¢pÕ EÙwnÚmou toà GÁj kaˆ OÙ-
ranoà À Khfisoà. Ð dhmÒthj EÙwnumeÚj. t¦ topik¦ ™x EÙw-
numšwn [e„j EÙwnumšwn ™n EÙwnumšwn.] lšgetai kaˆ Ð dÁmoj
EÙènumoj.
Είναι από τα Εθνικά του Στεφάνου, σελ. 288, σειρά 11.
Συνεχίζω παραθέτοντας από την εισαγωγή:
«Αδιάλειπτη θα μπορούσε να θεωρηθεί και η συνέχεια των λατρευτικών τελετών στα σπήλαια, τις πηγές και τα δάση του Υμηττού που, από την προϊστορία μέχρι το τέλος του δωδεκάθεου απευθύνονταν στον βουκολικό Απόλλωνα, τον Πάνα και τις Νύμφες του, και στους αιώνες που ακολούθησαν έδωσαν τη θέση τους στα χριστιανικά Μοναστήρια και Προσκυνήματα που έφτασαν ως τις μέρες μας».
Στο λεύκωμα διαβάζουμε επίσης ότι η πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων της Ηλιούπολης μεταβάλλεται σταδιακά, με τα μεσοστρώματα να αυξάνονται όλο και περισσότερο. Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί και η πληθώρα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στην Ηλιούπολη, και που φωτογραφίες των εξωφύλλων τους παρατίθενται μέσα στο λεύκωμα.
Δεν έχει νόημα να δώσουμε σε περίληψη την σύντομη ιστορία που παρατίθεται στο Λεύκωμα. Θα την διαβάσετε οι ίδιοι. Θα ήθελα όμως να παραθέσω δυο εξαιρετικά αποσπάσματα από το βιβλίο της Γαβριέλλας Μάτακα-Χαμογεωργάκη, «Η Ηλιούπολη που χάθηκε για πάντα», (Ηλιούπολη 1887), που αναφέρονται στην κατοχή.
«Και νάσου τους οι Γερμαναράδες στις 27 του Απρίλη του 1941 στην Αθήνα...
Εμείς βέβαια στην Ηλιούπολη δεν πήραμε και πολύ χαμπάρι πότε μπήκαν οι δυνάστες μας...
Κι άρχισε σιγά - σιγά να μας σκεπάζει ο ζόφος.
Η πείνα, το φοβερό στοιχειό, άρχισε όλο και πιο έντονα να σπαράζει με τα νύχια της τα θύματά της...
Ο παπά Αντώνης δεν προλάβαινε να θάβει. Και πώς να φθάσει εκεί πάνω στο νεκροταφείο ξεθεωμένος απ' την πεί¬να...
Σιγά - σιγά άρχισαν να οργανώνονται και να λειτουργούν τα συσσίτια...
Στην Ηλιούπολη λειτούργησε το πρώτο στα Κανάρια, στο σπίτι της Μαρίας της Αποστολάτου...
Έγινε και ένα παράρτημα της ΕΟΧΑ (Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης) στην Ηλιούπολη. Κάτι βοηθούσε τον χειμαζόμενο λαό με κάποια ισχνά βοηθήματα...
Εκείνα τα χρόνια ιδρύθηκε και το Σωματείο Κυριών και Δεσποινίδων «Η ΠΡΟΟΔΟΣ»... Είχε ένα υποτυπώδες νηπια¬γωγείο... Σ' αυτό το νηπιαγωγείο τρώγανε εκατοντάδες παιδιά...
Εκτός απ' το Νηπιαγωγείο του ΠΙΚΠΑ όπου τρώγανε τα παιδιά, είχε και ο Ερυθρός Σταυρός ένα παράρτημα στην Ηλιούπολη... Εκεί μοίραζαν γάλα για μωρά, γιατί πολλές μανάδες, από έλλειψη τροφής, δεν είχαν γάλα. Έδιναν επίσης και κάποιες βιταμίνες που, όσο νάναι, βοηθούσαν κι αυτές...
Είχαμε φτιάξει ακόμα και εξωσχολικά συσσίτια για τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο...»
Συσσίτια οργανώνει επίσης η «Φιλανθρωπική Ένωσις Κυριών και Δεσποινίδων Ηλιουπόλεως Η ΤΑΒΙΘΑ», που ιδρύθηκε το 1942 από τον εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αιδεσιμότατο Αντώνιο Μιχ. Μπογατσά.
Παράλληλα με τη μάχη της επιβίωσης, η κ. Γαβριέλλα μας δίνει κάποιες εικόνες και από την Εθνική Αντί¬σταση στην Ηλιούπολη:
«Έβλεπα να ξεπροβάλλουν δειλά - δειλά κάτι συνθήματα στους τοίχους.
Ήταν κακογραμμένα με κόκκινη μπογιά.
Πολλές φορές η μπογιά είχε στάξει και σχημάτιζε ρυάκι πάνω στον τοίχο σαν να είχε τρέξει αίμα.
Και πόσο αίμα δεν έτρεξε!
Η φαντασία μου φούντωνε. Βρε λες να ξαναζωντάνεψε η Φιλική Εταιρεία;
Τι να σημαίνουν τα τρία γράμματα: Ε.Α.Μ.;»
«Πλησίαζε μεσημέρι όταν ακούσαμε τις ριπές.
Γερμανοί και τσολιάδες έκαναν μπλόκο στην Ηλιούπολη...
Κι εκεί κατά τον Άγιο Νικόλαο, εκεί που τώρα τιμούμε τη μνήμη των παιδιών της ΕΠΟΝ στο πρόσωπο της Ηρώς Κωσταντοπούλου, της μικρής ηρωίδας, σκότωσαν ένα νέο παιδί της αντίστασης, τον Νίκο Γιαταγαντζή που είχε το ψευδώνυμο Μαύρος.»
«Έβγαιναν τα επονιτάκια με το χωνί:
-Πατριώτες!!
Άρχιζαν οι ριπές.
Αμάν, θα χτυπήσουν τη Ζωίτσα!
Αμ δε... Η Ζωίτσα κουτρουβαλούσες τη ρεματιά και γινόταν άφαντη...»
Η καταγραφή της τοπικής ιστορίας έχει μεγάλη σημασία σήμερα και για την εκπαίδευση. Ένα από τα καινούρια βιβλία του Γυμνασίου, με υποχρεωτικό πια περιεχόμενο, είναι και η «Τοπική ιστορία». Δειγματικά παρατίθενται πέντε τοπικές ιστορίες και συστήνεται στους εκπαιδευτικούς να εκπονήσουν σχέδιο εργασίας με αντικείμενο τη διερεύνηση της τοπικής ιστορίας. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο πολύτιμο θα είναι αυτό το λεύκωμα για τους μαθητές των σχολείων της Ηλιούπολης. Ελπίζω ότι ο Δήμος θα δωρίσει από ένα αντίτυπο στα σχολεία. Και κάτι περισσότερο: Ότι θα τον μιμηθούν και άλλοι δήμοι.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Κώστα Θρασυβούλου, «Αγάπη χωρίς σύνορα»
Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Θρασυβούλου «Αγάπη χωρίς σύνορα» στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2005
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Κώστα Θρασυβούλου. Έχει γράψει επίσης τέσσερα μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων, έτοιμα προς έκδοση. Πέρυσι δημοσίευσε την μαρτυρία-χρονικό «Βουρκωμένα μάτια». Και τα δυο αυτά βιβλία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Υπερόριος».
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο ως μυθιστόρημα, πρόκειται όμως για μια αληθινή ιστορία. Ο συγγραφέας τη συνθέτει με βάση το ημερολόγιο μιας κοπέλας που ανακάλυψε τυχαία.
Πριν προχωρήσω στο σχολιασμό του έργου θα ήθελα να αναφέρω μια σύμπτωση. Πριν οκτώ χρόνια, σε συνέδριο στο Πυθαγόριο Σάμου, συμμετείχα με μια εισήγησή μου που είχε τίτλο «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία», όπου παρουσίαζα το «Τέλος της άνοιξης» του Γιώργου Βοϊκλή και την «Ασημόπετρα» του Κώστα Καλατζή. Και τα δύο αυτά έργα δομούνται πάνω σε πραγματικά γεγονότα. Δεν ξέρω αν είναι ιδιοτροπία μου ως αναγνώστη, αλλά πάντα με ενδιέφερε το πραγματικό γεγονός μέσα στη λογοτεχνία. Και όταν με μαγεύει ένα λογοτεχνικό έργο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι η ιστορία που παρουσιάζει είναι μια πραγματική ιστορία. Μόνιμη ερώτηση που κάνω σε φίλους λογοτέχνες είναι πόσα απ’ αυτά που γράφουν στο μυθιστόρημα που μου δώρισαν είναι πραγματικά γεγονότα και ποια. Έτσι με χαρά δέχτηκα την πρόταση του φίλου μου του Γιώργου Βοϊκλή να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο που αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία.
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των γρήγορων επικοινωνιών, είναι πια γεγονός. Από αυτή εδώ τη θέση μπορώ να ομολογήσω ότι την ξέρω από πρώτο χέρι. Μια γειτόνισσά μου παντρεύτηκε πέρυσι ένα Νορβηγό και ζει στην Νορβηγία. Από μια τυχαία επαφή στο Ίντερνετ μαθαίνω για μια άλλη σχέση, μιας ελληνίδας που όμως ζει στη Νορβηγία και ενός Έλληνα που ζει στη Θεσσαλονίκη. Να αναφέρουμε και τα δυο σήριαλ που παίχτηκαν, ή παίζονται ακόμη δεν ξέρω, που έχουν σαν θέμα τον έρωτα ενός έλληνα και μιας μουσουλμάνας ή αντίστροφα. Οι έρωτες μουσουλμάνων και χριστιανών απόκτησαν τόσο ενδιαφέρον ώστε απασχόλησαν και τον Κώστα Χαρδαβέλα στην εκπομπή του «Αθέατος κόσμος» στο Alter.
Η λέξη «σύνορα» έχει μια πολυσημία. Ας τη δούμε στο μυθιστόρημα του Θρασυβούλου. Κατ’ αρχήν σύνορα γεωγραφικά. Η ηρωίδα είναι ελληνίδα, ο ήρωας ιταλός. Στη συνέχεια σύνορα πολιτισμικά και κοινωνικά. Η ηρωίδα είναι ένα πανέμορφο και έξυπνο κορίτσι, γόνος πλούσιας οικογένειας, με το πιάνο της, αλλά τίποτα παρά πέρα. Ο ιταλός είναι γόνος μιας ακόμη πιο πλούσιας οικογένειας. Το σπίτι των γονιών του, διαβάζουμε στο τέλος, είναι σωστό παλάτι. Ο πατέρας του είναι καθηγητής πανεπιστημίου και ο ίδιος έχει όλες της περγαμηνές για να γίνει επίσης καθηγητής πανεπιστημίου. Στο τέλος τον βρίσκουμε πρύτανη στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Αν η κοπέλα είναι μια καλή μαθήτρια στο πιάνο, αυτός είναι βιρτουόζος. Τα γλωσσικά σύνορα ξεπερνιούνται. Αυτός μαθαίνει ελληνικά, και η κοπέλα επίσης αρκετά ιταλικά.
Υπάρχουν όμως και τα σύνορα του μίσους. Ο ιταλός ανήκει στους κατακτητές, η κοπέλα στους κατακτημένους. Ο πατέρας της μισεί τους ιταλούς, ο κόσμος μισεί τους ιταλούς, η ίδια η κοπέλα μισεί επίσης τους ιταλούς, και αυτό κάποιες φορές δημιουργεί αμφιταλάντευση στα αισθήματά της. Όμως ο έρωτας είναι παντοδύναμος. Τελικά ενδίδει, πρέπει να παίρνει όμως αφάνταστες προφυλάξεις για να μην το μάθουν οι δικοί της και προπαντός ο πατέρας της. Ο φίλος της θα συλληφθεί από τους γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τη μέρα που αποφασίζει να του πει ότι είναι έγκυος. Το καράβι όπου μεταφέρεται ως αιχμάλωτος βυθίζεται από τους συμμάχους. Δεν ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες, πρέπει να είναι νεκρός.
Η ομηρική Πηνελόπη περιμένει την επιστροφή ενός συζύγου και αρνείται τις προτάσεις των μνηστήρων. Η Ανθίππη αρνείται τις προτάσεις των μνηστήρων όχι όμως γιατί ελπίζει στην επιστροφή, αλλά γιατί θέλει να μείνει πιστή στη μνήμη του Τζουλιάνο.
Ο καλός θεός θα ανταμείψει την αγάπη της. Ο αγαπημένος της δεν σκοτώθηκε, απλά τραυματίστηκε βαριά, και γι αυτό δεν θέλησε να ψάξει να τη βρει. Δεν θέλει η κοπέλα που αγαπά να σπαταλήσει τη ζωή της δίπλα σε έναν ανάπηρο. Μετά από είκοσι χρόνια δοκιμασίας της αγάπης τους, και ύστερα από διάφορες συμπτώσεις, θα ξαναβρεθούν πάλι μαζί. Θα επισημοποιήσουν πια τον έρωτά τους, ο οποίος θα τους δώσει και ένα αγόρι, δίπλα στην κόρη που απέκτησαν στην κατοχή και η οποία στάθηκε η αιτία να ξαναβρεθούν και να ξανασμίξουν οι δυο ερωτευμένοι.
Η αγάπη που ξεπερνάει τα σύνορα του μίσους έχει θεματοποιηθεί και στον κινηματογράφο. Το αριστούργημα του Αλαίν Ρενέ, «Χιροσίμα αγάπη μου» αναφέρεται στη διαπόμπευση μιας γαλλίδας που αγάπησε ένα γερμανό στρατιώτη, ο οποίος σκοτώθηκε. Το έργο αυτό είναι από τους μεγαλύτερους ύμνους στον έρωτα. Όσο για το «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», φαντάζομαι ότι θα το έχετε δει όλοι, είτε στον κινηματογράφο είτε στην τηλεόραση.
Τελευταία είδα ένα κινέζικο έργο με τίτλο «2046» (γυρίστηκε πέρυσι) του Kar Wai Long, όπου δίπλα στην κύρια ιστορία υπάρχει η παράλληλη ιστορία μιας νεαρής κινέζας που είναι ερωτευμένη με ένα γιαπωνέζο, όχι στα χρόνια της γιαπωνέζικης κατοχής αλλά σήμερα. Ο πατέρας δεν θέλει να ακούσει τίποτα γι αυτή τη σχέση, που φαίνεται να ματαιώνεται προσωρινά. Ο γιαπωνέζος θα επιστρέψει στην πατρίδα του χωρίς να πάψει να την αγαπά. Αλληλογραφούν. Ο σκηνοθέτης δείχνει με αξιοθαύμαστα τρόπο την αγάπη της ηρωίδας του για το γιαπωνέζο φίλο της. Μετά από πέντε χρόνια η κοπέλα θα διαβεί τα όρια του μίσους, θα εγκαταλείψει την οικογένειά της και θα πάει να τον συναντήσει. Ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος μένει σε δωμάτιο στο ξενοδοχείο τους, θα πληροφορηθεί από τον πατέρα της ότι ετοιμάζεται να πάει στο Τόκιο, να παρευρεθεί στους γάμους της κόρης του. Και αυτός επίσης διάβηκε τα σύνορα του μίσους.
Η διάβαση των συνόρων του μίσους σαν λογοτεχνικός τόπος δεν είναι φυσικά επινόηση της εποχής μας. Και βέβαια το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το αριστούργημα του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Οι δυο νεαροί ερωτευμένοι διάβηκαν τα σύνορα του μίσους που χώριζαν τις οικογένειές τους. Δυστυχώς οι δυο οικογένειες θα τα διαβούν με τη σειρά τους μπροστά στα άψυχα σώματα των δυο νέων.
Η άλλη περίπτωση είναι λιγότερο γνωστή, αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον. Είναι το κρητικό δημοτικό τραγούδι «Το τραγούδι της Σούσας».
Η Σουσάνα ή Σούσα αγαπά τον τούρκο Σαλή Μπαχρί. Ο αδελφός της που δεν του αρέσει καθόλου ο έρωτας της αδελφής του τη μαχαιρώνει, και ο Σαλή Μπαχρή, απελπισμένος, αυτοκτονεί. Πιθανότατα πρόκειται για αληθινή ιστορία. Και στα δυο έργα οι ήρωες, διαβαίνοντας τα σύνορα του μίσους, έπεσαν πάνω σε ναρκοπέδιο.
Οι λογοτεχνικοί ήρωες περιβάλλονται πάντοτε με την αίγλη της μούσας. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν ευτύχησαν να πέσουν στην πένα ενός λογοτέχνη; Είναι μήπως ο έρωτάς τους μικρότερος από αυτόν των λογοτεχνικών ηρώων;
Το λέω αυτό γιατί η γενεολογία μου και η καταγωγή μου συνδέονται άρρηκτα με μια παρόμοια διάβαση των συνόρων του μίσους.
Την ιστορία την άκουσα από τον πατέρα ενός φίλου μου. Η καταγωγή μου, όπως και όλων των Δερμιτζάκηδων, είναι από τα Σφακιά. Ήταν εννιά αδέλφια, και είχαν μια πολύ όμορφη αδελφή. Η αδελφή τους αγαπήθηκε με ένα τούρκο. Τα αδέλφια το έφεραν βαρέως, και έσφαξαν τον τούρκο και τον έθαψαν κάτω από την κοπριά του στάβλου. Οι τούρκοι το έμαθαν και τους κυνήγησαν. Για να μην τους πιάσουν σκόρπισαν σε όλη την Κρήτη. Τρεις από αυτούς πήραν μια βάρκα και πλέοντας κοντά στην ακτή στα νότια παράλια αποβιβάστηκαν στην Ιεράπετρα. Ένας εγκαταστάθηκε σε ένα κοντινό χωριό, τη Βασιλική, από όπου κατάγεται ο προπάππος μου, ένας στο Καβούσι, χωριό λίγο πιο μακρινό, και ο τρίτος στη Σητεία, από όπου κατάγεται ο φημισμένος βιολάτορας και μαντιναδολόγος Δερμιτζογιάννης. Χωροφύλακας στο επάγγελμα, είναι εκείνος που συνέλαβε αυτούς που αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον Βενιζέλο τον Ιούνιο του 1933.
Δεν σας ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες. Σας ενδιαφέρει το πώς ένιωσε η μακρινή μου πρόγονος όταν έμαθε ότι τα αδέλφια της σκότωσαν τον αγαπημένο της. Το ίδιο και μένα. Καταράστηκε άραγε τα αδέλφια της; Κλείστηκε σε μοναστήρι; Αυτοκτόνησε; Ή κατάφερε να ξεπεράσει τον πόνο της και να ξαναφτιάξει τη ζωή της; Πώς έμαθαν τα αδέλφια για τη σχέση τους; Διάβηκε το κατώφλι του μίσους του σπιτιού της και τη ζήτησε σε γάμο, αφελώς όπως ο πατέρας του Ερωτόκριτου για το γιο του; Πώς οι δυο ερωτευμένοι διάβηκαν τα σύνορα του μίσους, πώς αγαπήθηκαν;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όπως ποτέ δεν θα μαθαίναμε για τον έρωτα της Ανθίππης και του Τζουλιάνο, αν ο Θρασυβούλου δεν έσωζε την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά το ημερολόγιο της Ανθίππης, που ήταν σε μια σακούλα με άλλα αντικείμενα έτοιμο για τα σκουπίδια.
Υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην περίπτωση. Μια λογοτεχνική τεχνική παλιότερων εποχών είναι η τεχνική της δήθεν ανεύρεσης χειρογράφων, και δη ημερολογίων. Ήταν ο τρόπος για να αποφύγουν οι συγγραφείς τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, που ήταν παντοδύναμος εκείνο τον καιρό. Την τεχνική αυτή χρησιμοποιεί και ο Καζαντζάκης στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Όφις και Κρίνος». Ο συγγραφέας υποτίθεται ότι βρίσκει τα χειρόγραφα, και απλώς φροντίζει για την επιμέλεια της έκδοσής τους. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιεί και ο Παναγιώτης Κουμεντάκης στο έργο του «Σιωπηλή άνοιξη, σιωπηλό καλοκαίρι», που κυκλοφόρησε πέρυσι.
Ο Θρασυβούλου όμως, ο οποίος βρίσκει αυθεντικό ημερολόγιο, δεν ακολουθεί αυτή την αφηγηματική τεχνική. Θα μπορούσε να τα εκδώσει, διανθίζοντάς τα λογοτεχνικά. Αυτός, αντίθετα, στηριγμένος στο ημερολόγιο, αναπλάθει λογοτεχνικά την αυθεντική ιστορία του ζευγαριού εν είδει μυθιστορήματος. Χρησιμοποιεί και τα ημερολόγια της κόρης της Ανθίππης και του Τζουλιάνο, που χάρη σ’ αυτήν ξετυλίχτηκαν οι συμπτώσεις που ξανάσμιξαν το ζευγάρι.
Καταλαβαίνω το πρόβλημα του Θρασυβούλου. Μια πραγματική ιστορία δεν χωράει στον προκρούστη αυτής της τεχνικής, κάτι που είναι όμως εύκολο όταν η ιστορία είναι επινοημένη. Δεν θέλει πάλι να καταφύγει στην εύκολη λύση της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση πιστεύει ότι είναι η πιο κατάλληλη για την περιγραφή αισθημάτων, και από ρεαλιστική άποψη φαίνεται πιο αυθεντική. Η κατηγορία που προσάπτουν στον τριτοπρόσωπο αφηγητή είναι πώς μπορεί να μπαίνει, σαν παντοδύναμος θεός, στα μύχια της ψυχής των ηρώων και να περιγράφει τα συναισθήματά τους. Όταν όμως το κάνει αυτό ο ίδιος ο ήρωας, η αφήγησή του είναι πιο πειστική, και καθώς έχει και τον εξομολογητικό χαρακτήρα που έχουν οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, συναρπάζει τον αναγνώστη περισσότερο.
Όμως η παρέμβαση του τριτοπρόσωπου αφηγητή, που εδώ ταυτίζεται απόλυτα με τον συγγραφέα, δεν μπόρεσε να αποφευχθεί. Στα αρχικά τμήματα του έργου ο συγγραφέας εμφανίζεται στο τέλος κάθε κεφαλαίου, ελάχιστες φορές και ενδιάμεσα, με πλαγιαστά γράμματα, για να σχολιάσει και να διευκρινίσει. Θυμίζει τις συγγραφικές παρεμβάσεις του Ανδρέα Μήτσου στα μυθιστορήματά του, που και αυτός επεμβαίνει για να φωτίσει και να σχολιάσει. Όμως αυτό γίνεται μέσα στο σώμα του έργου, και καθώς η αφήγησή του είναι τριτοπρόσωπη ενσωματώνεται αρκετά εύκολα ο σχολιασμός του. Εδώ μοιάζει να έχει ένα κάπως τεχνικό χαρακτήρα, και διασπώντας την αφήγηση της ηρωίδας μάλλον αφαιρεί παρά προσθέτει. Ο συγγραφέας το συνειδητοποιεί αυτό, γι αυτό και στη συνέχεια παύει να παρεμβαίνει.
Ο Κώστας Θρασυβούλου, δίνοντάς μας μια πραγματική ιστορία «σπουδαία και τέλεια» κατά τον αριστοτελικό ορισμό, δεν νιώθει την ανάγκη της λογοτεχνικής εκζήτησης. Περιγράφει με λιτότητα την ιστορία του, και αυτό την κάνει ιδιαίτερα συναρπαστική, κυρίως στις στιγμές κορύφωσης:
«Σηκώθηκα το πρωί. Από την υπερένταση είχα πάθει τρέμουλο και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Τα σωθικά μου χόρευαν, κόντευαν να ξεκολλήσουν από το στέρνο. Για μια στιγμή άρχισαν να χτυπούν τα δόντια μου, σαν σε παγωνιά. Όλα βρίσκονταν σε υπερδιέγερση, γιατί πλησίαζε η ώρα της μεγάλης απόφασης. Κονταροκτυπιόμουν με τη συνείδησή μου και τις αξίες μου. Όμως η καρδιά, σαν αγαπήσει, ξεχνά κώδικες και ορμήνιες, ακολουθεί το δικό της δρόμο. Όλη τη νύχτα ψάχνω να βρω επιχειρήματα για να στηρίξω τον έρωτά μου. Οι σκέψεις βασανιστικές σαν Ερινύες δεν μ’ αφήνουν να βρω ησυχία, έχουν γίνει φονιάδες του ύπνου. Αλλά τελικά το αποφάσισα. Άρπαξα το κλειδί στα χέρια μου και είπα: ή τώρα ή ποτέ» (σελ. 57). Οι μικρές περίοδοι, σε υφολογικό επίπεδο, αποδίδουν την αγωνία της ηρωίδας.
Τα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, πολύτιμα για τον ερευνητή. Η Αγλαΐα μιλά για τα έθιμα της Μ. Ασίας, όταν χηρέψει η γυναίκα.
«Στα μέρη μας, όταν έχανε η γυναίκα τον άντρα της, για σαράντα μέρες ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι, με τα παράθυρα κλειστά, με ένα καντήλι αναμμένο στη μνήμη του. Επίσης παίρνει όλα τα χρυσά κοσμήματα και τα κοπανάει μέσα σ’ ένα μπρούτζινο γουδί. Επί σαράντα μέρες δεν θα πλυθεί, δεν θα μαγειρέψει, μόνο σιτάρι θα βράζει, για να έχει ο νεκρός κάτι να προσφέρει στον Παντοδύναμο…» (σελ. 181).
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω: Πάλι καλά, στην Ινδία τη γυναίκα την έκαιγαν ζωντανή. Και να διατυπώσω μια απορία: Ο άντρας, όταν πέθαινε η γυναίκα του, τι έκανε; Το έθιμο ξεκίνησε από μια γυναίκα, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να πενθήσει τον άντρα της που υπεραγαπούσε, ή επιβλήθηκε στη γυναίκα από την κοινωνία της εποχής, πιο πατριαρχική και πιο φαλλοκρατική από τη δική μας;
Άλλα λαογραφικά στοιχεία που συναντάμε στο έργο είναι οι παροιμίες, όπως: «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι» (σελ. 112), «Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο ναν’ κορίτσι (σελ. 133) κ.ά.
Ο Θρασυβούλου χρησιμοποιεί την απλή νεοελληνική, όχι την ντοπιολαλιά όπως κάνουν πολλοί συμπατριώτες μου, που καμιά φορά και εμείς οι κρητικοί χρειαζόμαστε λεξικό για να τους διαβάσουμε. Παραθέτει όμως πού και πού λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του, που άλλες γίνονται κατανοητές από τα συμφραζόμενα, άλλες όμως όχι για τους μη σαμιώτες. Παραθέτω τις λέξεις που συνάντησα, κάποιες με το συμπεριέχον τους. «Που να κλαθούν τα χέρια τους» , «κονταρέψει», «τσαμαντάνια», «χαρχατούριζαν», «αναμινάλε», «νταμλάς», «ξεθραγκώσαμε», «γκακλίζει», «μουσκόμαγκας», «πορδόμαγκας», «τα πήρε μπλαστρά» και «θροφατά». Συνάντησα επίσης τη λέξη «κύρη», και τότε συνειδητοποίησα τη μεταφορική σημασία που έχει στην Κρήτη. Στην Κρήτη σημαίνει «πατέρας», εδώ «κύριος, αφεντικό».
Πάντα μου αρέσει να ανιχνεύω δεκαπεντασύλλαβους του δημοτικού τραγουδιού σε πεζά κείμενα, αλλά και σε ποιητικά που είναι σε ελεύθερο στίχο. Εδώ εντόπισα τον παρακάτω δεκαπεντασύλλαβο.
«Σφιχτόδεσες τη νιότη σου με την καταστροφή σου» (σελ.138)
Πολλές φορές σε μια ωραία λογοτεχνική έκφραση υποπτευόμαστε ένα λαϊκό εκφραστικό τρόπο. Η φράση «του στέλνω φιλιά με τα σύννεφα και χαιρετίσματα με τ’ άστρα» πιθανότατα είναι μια ποιητική λαϊκή έκφραση που χρησιμοποιούν στη Σάμο. Εσείς οι σαμιώτες μπορείτε να ξέρετε καλύτερα.
Διαβάζω τη φράση «Ταξίδευα κάθε βράδυ με τον Έσπερο, ένα λαμπρό αστέρι που το λένε και Αφροδίτη ή Αποσπερίτη…» (σελ. 48), εννοώντας ότι ταξίδευε με τη φαντασία της. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι ο τίτλος του έργου του Άγγελου Τερζάκη έχει μεταφορική σημασία, και ότι πρόκειται μάλλον για έναν άλλο λαϊκό εκφραστικό τρόπο, αν δεν είναι δάνειος από τον Τερζάκη..
Το έργο μας άρεσε πάρα πολύ, παρά τις κάποιες αμέλειες στην επιμέλεια, κυρίως στην ορθογραφία ιταλικών λέξεων που θα ενοχλήσουν τους ιταλομαθείς. Το διάβασα απνευστί, σε ένα 24ωρο. Μου θύμισε μια παρόμοια ιστορία αγάπης, σε πρόσωπα γνωστά μου, που δεν είχε όμως τα τραγικά σκαμπανεβάσματα που είχε η ιστορία που μας διηγήθηκε ο Θρασυβούλου.
Η Καλλιόπη, μια όμορφη κοπέλα από ένα διπλανό χωριό από το δικό μου, αρρώστησε με φυματίωση στην κατοχή. Η φυματίωση εκείνη την εποχή ήταν όπως ο καρκίνος. Δύσκολο να γλιτώσεις. Την γιάτρεψε η ιταλός στρατιωτικός γιατρός και την ερωτεύτηκε. Αντιφασίστας, έδωσε μπόλικο ιατροφαρμακευτικό υλικό στο ΕΑΜ, στο οποίο ήταν στέλεχος και ο μελλοντικός μπατζανάκης του. Μετά την απελευθέρωση την κάλεσε στην πατρίδα του και παντρεύτηκαν.
Ο Αντώνιο και η Καλλιόπη έκαναν τρεις κόρες. Η μικρότερη, η Λορέτα με τον άντρα της τον Μαριάνο, είχαν παθολογική αγάπη για την Κρήτη και έρχονταν κάθε καλοκαίρι. Μαζί τους εξασκούσα τα ιταλικά μου, μέχρι που ο χάρος έβαλε τέρμα σε αυτά τα ταξίδια. Ο Μαριάνο πέθανε το καλοκαίρι του 1983 σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας. Η Λορέτα έκανε χρόνια να ξανακατεβεί στην Κρήτη. Ο Αντώνιο πέθανε πριν λίγα χρόνια και η Καλλιόπη, μετά το θάνατο της μικρής της αδελφής και μητέρας του φίλου μου του Μιχάλη, που συνέβη πριν ενάμιση χρόνο, δεν θέλει πια να κατέβει στην Κρήτη.
Αυτή την ιστορία αγάπης χωρίς σύνορα θέλησα να την κάνω γνωστή μέσα από την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Θρασυβούλου. Μια παρουσίαση που την αφιερώνω σε όλους αυτούς που έχουν ερωτευθεί αγνοώντας τα οποιαδήποτε σύνορα, ταξικά, φυλετικά, μίσους ή ό,τι άλλο, κι ας έχουν υποφέρει απ’ αυτό.
The beautiful country, 2004, Η ίδια ιστορία. Ο αμερικανός παντρεύεται τη βιετναμέζα, όμως τραυματίζεται, τυφλώνεται, γυρνάει στην Αμερική και δεν θέλει να ξαναγυρίσει στη γυναίκα του για να μην την παιδεύει με την αναπηρία του. Ο γιος του όμως τον ψάχνει και τον βρίσκει τελικά στην Αμερική, στο Χιούστον.
Hans Petter Moland
Writing credits (WGA)
Sabina Murray (story) and
Lingard Jervey (story) ...
(more
“The Princes and the Marine,”, based on the true love story between a Bahraini Princess and a U.S. Marine who risked everything to be together; ABC’s “King of the World: The Muhammad Ali Story,” based on the book by Pulitzer Prize winner
Ρεπορτάζ στον Αλτερ, για μια ιρακινή πριγκίπισσα και ένα έλληνα σφουγγαρά από τη Σύμη, τον Τάσο Χαραλάμπη. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν το 36, και έζησαν 4 χρόνια στη Σύμη. Αυτή έγινε χριστιανή και πήρε το όνομα Αναστασία. Στην κατοχή, οι ιταλοί πίεζαν το ζευγάρι να χωρίσει, για να διεκδικήσουν πετρελαιοπηγές της πριγκίπισσας. Μετά από επίμονη άρνηση δική της, πίεσαν τον Τάσο να γίνει ιταλός υπήκοος, αλλά αυτός αρνήθηκε. Τότε τους κάλεσαν στη Ρώμη στην πρεσβεία για να τακτοποιήσουν δήθεν κληρονομικές εκκρεμότητες. Εκεί ο Τάσος συνελήφθη, και η πριγκίπισσα φυγαδεύθηκε στο Ιράκ. Ο Τάσος, αφού μάταια περίμενε κάποια χρόνια, παντρεύτηκε. Η πριγκίπισσα έμεινε φυλακισμένη στα ανάκτορα στο Ιράκ, και πέθανε το 1973, χωρίς να αλλάξει θρησκεία. Φαίνεται ότι είχαν διαύλους επικοινωνίας, γιατί ο Τάσος μια μέρα είπε κλαμένος στο γιο του ότι πέθανε η πριγκίπισσα. Το όνομά της Νάνσα ή Άντζα, δεν άκουσα καλά.