Book review, movie criticism

Wednesday, November 2, 2011

Σταμάτης Δανάς, Στα μονοπάτια του ανέφικτου

H μία από τις δυο παρουσιάσεις του μυθιστορήματος του Σταμάτη Δανά Στα μονοπάτια του ανέφικτου από τον Μπάμπη Δερμιτζάκη (η άλλη έγινε από τον Γιώργο Παπαδάκη) στο αμφιθέατρο του Πολεμικού Μουσείου την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2004.


Στα μονοπάτια του ανέφικτου

Το «Στα μονοπάτια του ανέφικτου», το δεύτερο μυθιστόρημα του Σταμάτη Δανά, είναι ένα ιδιάζον έργο, με έντονο το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, όπως γράφεται και στο οπισθόφυλλο, προσαρμοσμένου βέβαια στα καθ’ ημάς. Στην παρουσίασή μας θα αναφερθούμε στα στοιχεία που του δίνουν την ξεχωριστή του φυσιογνωμία, καθώς και στα στοιχεία που μας εντυπωσίασαν.
Το πρώτο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ο γρήγορος, σχεδόν ασθματικός, αφηγηματικός ρυθμός του. Ο λόγος του χρόνου της ιστορίας με το χρόνο της αφήγησης, για να χρησιμοποιήσουμε της όρους της σύγχρονης αφηγηματολογίας, είναι πολύ υψηλός, ή, για να το πούμε με πιο απλούς, καθημερινούς όρους, τα γεγονότα δίνονται συμπυκνωμένα στα κύρια χαρακτηριστικά τους. Αυτό τον ρυθμό αφήγησης τον συναντήσαμε μέχρι τώρα σε ένα μόνο έργο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, στον «Μακαβέττα» του Απόστολου Δοξιάδη. Μπορεί η γλώσσα του έργου να φαίνεται διεκπεραιωτική, όμως αναδεικνύει τα επεισόδια και τα γεγονότα της μυθοπλασίας χωρίς να γίνεται καθόλου αυτάρεσκη και αυτοαναφορική. Και τα γεγονότα αυτά μπορεί να είναι «κατά το εικός και το αναγκαίον», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, πράγμα που παραπέμπει στο ρεαλισμό, είναι όμως ταυτόχρονα «σπουδαία και τέλεια», όχι καθημερινά και τετριμμένα αλλά ξεχωριστά, σχεδόν μαγικά. Το «μαγικό» βρίσκεται τόσο στα μεγάλα επεισόδια, όπως η προσπάθεια να σώσουν τα σπουργίτια, το σώσιμο της αλεπούς από την πλημμύρα, η εκδίκηση με τον σκορπιό κλπ, όσο και στα μικρά και ασήμαντα, όπως το παρακάτω:
«Αλλά εκεί που έγινε το ανεπανάληπτο ήταν στο ‘Ησαϊα χόρευε’. Όλα τα ζώα ακολουθούσαν τον παπά και το ζευγάρι στους μικρούς κύκλους που διέγραφαν στο κέντρο του ναού με τη μικρόσωμη σκυλίτσα της Ευτέρπης να ηγείται» (σελ. 57).
Τρεις ιστορίες μπλέκονται σ’ αυτό το βιβλίο, οι ιστορίες του Βούλγαρου Αντριάν και του Έλληνα Οδυσσέα, βίοι σε σημαντικό βαθμό παράλληλοι, θυμίζοντάς μας τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» του Κισλόφσκι, και η ζωή της Ευτέρπης.
Το όνομα του έλληνα ήρωά του δεν παραπέμπει στον ομηρικό ήρωα, αλλά σε έναν άλλο Οδυσσέα, πιο σύγχρονο, τον Οδυσσέα του Τζόυς. Και ενώ ο Τζόυς με μια αυτοαναφορική γλώσσα καταγράφει ένα συνηθισμένο εικοσιτετράωρο από τη ζωή του ήρωά του, ο Δανάς με μια διεκπεραιωτική γλώσσα καταγράφει την πιο σημαντική περίοδο της εφηβείας του δικού του ήρωα, όταν εγκαταλείπει το σπίτι του παππού του και πηγαίνει στην Αθήνα, όπου ζώντας μια περιθωριακή ζωή περνάει περιπέτειες ανάλογες με αυτές που έζησε ο ομηρικός ήρωας.
Ο Οδυσσέας, όπως και οι άλλοι δυο κύριοι χαρακτήρες του Δανά, κυρίως η Ευτέρπη, διακρίνεται για τον αντικομφορμισμό του. Το φλερτ με το περιθώριο είναι χαρακτηριστικό αρκετών ηρώων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως του Μανιώτη και του Σκούρτη. Ο Οδυσσέας εγκαταλείπει τις προοπτικές μιας πετυχημένης μικροαστικής ζωής σπουδάζοντας γιατρός, επισύροντας έτσι την μήνη των γονιών του, βρίσκοντας όμως την κατανόηση του παππού και της γιαγιάς, και το σκάει για την Αθήνα. Εκεί θα γνωριστεί με μια ηλικιωμένη γυναίκα, την Ευτέρπη, που με το ένα πόδι πατάει στο περιθώριο, και σαν ζητιάνα πηγαίνει και ταϊζει τις γάτες στο Ζάπειο, και με το άλλο στο μικροαστικό περιβάλλον του καθώς πρέπει σπιτιού της. Θα σχετισθεί ερωτικά μαζί της και ο ένας θα στηρίξει τον άλλο συναισθηματικά. Η ερωτική σχέση όμως αυτή είναι γνήσια, ο Οδυσσέας δεν είναι ζιγκολό, είναι μια σχέση ταλαιπωρημένων ψυχών. Ο Οδυσσέας θα εγκαταλείψει την Κίρκη του όταν αυτή θα τον πιέσει να πάρει τον «καθώς πρέπει» δρόμο, προσφερόμενη να του πληρώσει τα φροντιστήρια για να περάσει στο Πανεπιστήμιο.
Ο Δανάς είναι φοβερά επινοητικός στην πλοκή της ιστορίας του. Όχι παρουσιάζοντας τον Αντριάν να παριστάνει τον Έλληνα, αυτό το κάνουν αρκετοί λαθρομετανάστες που παρουσιάζονται ως πόντιοι ή βορειοηπειρώτες, αλλά τον Οδυσσέα να παριστάνει τον μουγκό Αλβανό για να μπορέσει να βρει δουλειά, μια και οι ντόπιοι προτιμούν τους ξένους γιατί τους πληρώνουν λιγότερο.
Η αφήγηση εξελίσσεται σε ρυθμό crescendo καθώς πλησιάζει στο τέλος της, και γίνεται έτσι πιο συναρπαστική, ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του θεάτρου Νο, έχει τη δομή του jo-ha-kyu, αργή, γρήγορη πιο γρήγορη. Βλέπουμε κυνηγητά, μαχαιρώματα, ξυλοδαρμούς, πυροβολισμούς. Όλα αυτά θα πάρουν ένα τέλος με την επιστροφή στην Ιθάκη, τη γενέθλια γη.
Στη διαγραφή των χαρακτήρων διακρίνεται μια τυποποίηση και ένας μανιχαϊσμός, πράγματα που οδηγούν σε μια ρεαλιστική απόκλιση που φτάνει στην υπερβολή. Η Ευτέρπη για παράδειγμα είναι ένα υπόδειγμα καλοσύνης, που όσο κι αν ψάξουμε θα δυσκολευτούμε να το βρούμε στην πραγματική ζωή, που μοιράζει την περιουσία της στα ανήψια της. Το ίδιο και ο άντρας της που «ό,τι αποκτούσε όσο ζούσε το έγραφε στο όνομά της» (σελ. 60). Τα ανήψια της θα την παραπετάξουν, για να μπορέσει μόλις και μετά βίας να εξασφαλίσει στο τέλος ένα διαμέρισμα για να ζήσει. Οι γονείς του Οδυσσέα παρουσιάζονται επίσης ως φιλοχρήματοι σε βαθμό υπερβολής. «Παρατήρησε ότι κανένα χαρτί υγείας δεν ήταν ολόκληρο όταν άρχιζαν να το χρησιμοποιούν. Τις περισσότερες φορές ήταν λιγότερο από το μισό. Όλα τα σαπούνια και οι πετσέτες έγραφαν πάνω τους ένα όνομα, που αργότερα κατάλαβε ότι ήταν το όνομα ξενοδοχείου ή καραβιού». (σελ. 17).
Και πιο κάτω:
«Στα εγκαίνια καταστημάτων και επιχειρήσεων ήταν από τους πρώτους καλεσμένους. Από κει συγκέντρωναν τόσους αναμνηστικούς αναπτήρες, χαρτοπετσέτες και άλλα, όσες οι ανάγκες μιας γειτονιάς. Από τις κυριακάτικες λειτουργίες, τις γιορτές, τα βαφτίσια και τους γάμους εξασφάλιζαν το ψωμί και τα γλυκίσματά τους (σελ. 18).
Όλα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό υπερβολικά, όταν βλέπουμε το οικονομικό υπόβαθρό τους «Ο πατέρας του Οδυσσέα… έπρεπε να μελετά τους νόμους που συχνά ψηφίζονταν περί μισθώσεων, να μηχανεύεται πώς θα τους καταστρατηγεί ώστε να εισπράττει υπέρογκα μισθώματα από τα διαμερίσματα και τα μαγαζιά που είχαν στην Αθήνα. Και δεν ήταν και λίγα. Κάθε χρόνο προσθέτονταν ένα, ίσως και δύο, ανάλογα με το εμβαδόν και τη θέση τους» (σελ. 18).
Επίσης το σχήμα «αυστηροί γονείς-μαλακοί παππούδες» παίρνει εδώ το υπερβολικό σχήμα άκαρδοι γονείς, που στο τέλος αποκληρώνουν το παιδί τους, καλοί παππούδες, που κάνουν τα πάντα για τον εγγονό.
Αυτός ο μανιχαϊσμός εξυπηρετεί τις σατιρικές προθέσεις του συγγραφέα. Η υποκριτική ευλάβεια βρίσκεται στο στόχαστρό του, και ο αντικληρικαλισμός του συναγωνίζεται σε οίστρο τον Καζαντζάκη και τον Ροϊδη. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:
«Για πολλή ώρα, αν κάποιος καθόταν στην κορυφή του λόφου, θα έβλεπε δυο μαύρους κύκλους να διαγράφονται. Ο ένας στον ουρανό κι ο άλλος στη γη. Αυτός του ουρανού σχηματιζόταν από τα κοράκια που περίμεναν να απομακρυνθεί ο Οδυσσέας, για να φάνε το πτώμα. Εκείνος της γης σχηματιζόταν από τα ράσα των ιερέων και του δεσπότη, τα σκεύη, τα λάβαρα και ό,τι άλλο έπρεπε σύμφωνα με το τελετουργικό να φέρει τρεις βόλτες την εκκλησία, πριν μπουν για να συνεχιστεί η τελετή». (σελ. 78).
Για τα ερωτικά σκάνδαλα των ιερωμένων έχουμε όλοι γνώση, τα MME όλο και κάποιο μας παρουσιάζουν κατά καιρούς. Αγνοούμε όμως μη δημοσιογραφικές πληροφορίες, όπως το ότι κάποιος ιερωμένος αγιοποιήθηκε με το σκεπτικό ότι διήγαγε ζωή χωρίς σκάνδαλα. Παρατίθεται μάλιστα και ο αριθμός πρωτοκόλλου του Πατριαρχείου. Αυτός ο αντικληρικαλισμός προέρχεται πιθανόν από μια βαθιά θρησκευτικότητα του συγγραφέα, που φαίνεται από τις αρκετές αναφορές που κάνει στη βίβλο, κυρίως σε μορφή σύγκρισης ή παρομοίωσης. (σελ. 55, 57, 62 κ.α.)
Η σάτιρα είναι η δίδυμη αδελφή του χιούμορ, συχνά σιαμαία. Και το χιούμορ, το οποίο κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια από τις καλύτερες αρετές μιας αφήγησης, βρίσκεται διάσπαρτο σε όλο το έργο.
«Οι διοικητές… τραβούσαν τα μαλλιά τους. Και ο διοικητής του τάγματος προκαλύψεως προσπαθούσε να τα τραβήξει, αλλά δεν το κατόρθωνε. Μέρα και νύχτα έκανε τις προβλεπόμενες κινήσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Γιατί ήταν φαλακρός» (σελ. 69). Το χιούμορ δημιουργείται εδώ με τη δισημία ανάμεσα στη μεταφορά και στην κυριολεξία.
Και ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Τη σφαίρα η γυναίκα του καφετζή στην αρχή που ήταν ζεστή δεν την κατάλαβε. Αντίθετα τη γαργαλούσε, την ηδόνιζε. Όταν το αίμα κατεβαίνοντας έφτασε στα μπούτια, σταυροκοπήθηκε κι είπε: Σ’ ευχαριστώ άγιε Φανούριε που μου φανέρωσες πάλι την περίοδο κι είμαι ακόμα νέα». (σελ. 194)
Να αναφέρουμε ακόμη το επεισόδιο όπου ο Οδυσσέας, μεταμφιεσμένος σε παπά, κλήθηκε να εκτελέσει καθήκοντα ιερωμένου εξομολογώντας ένα κορίτσι και κάνοντας δέηση να σταματήσει η θαλασσοταραχή.
Οι ερωτικές περιγραφές είναι πολύ ωραίες, δοσμένες με λυρισμό, όπως οι παρακάτω: σελ. 104-105 της έβγαλε – κορυφή να διαβαστεί.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι μια περιγραφή ερωτικής πράξης, όχι με την Ευτέρπη αλλά με μια νεαρή δικηγορίνα, γεμάτη λυρισμό αλλά και με χιούμορ (σελ. 163, Εκείνος ήθελε--- των φόβων)
Ο Δανάς ονειρεύεται μια νέα pax europea, όπως την εποχή του Αδριανού, που δεν θα υπάρχουν σύνορα που να χωρίζουν τους ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία με τις δύο γριές που γεννήθηκαν στη μια μεριά των συνόρων και λόγω εθνικότητας βρέθηκαν στην άλλη, σε απόσταση αναπνοής από τον γενέθλιο τόπο τους χωρίς να μπορούν να τον προσεγγίσουν. Θα το προσπαθήσουν στα γεράματα. (Να διαβαστεί απόσπασμα σελ. 146 – 147 Η γιαγιά-πεθάνει)
Ο νόστος όμως χαρακτηρίζει και τους δυο νεαρούς ήρωες του Δανά, που κι αυτοί θα επιστρέψουν στη γενέθλια γη μετά την περιπετειώδη περιπλάνησή τους σε άξενους χώρους. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της στάσης του συγγραφέα απέναντι στους εθνικισμούς και άλλους –ισμούς, που χώρισαν τους ανθρώπους. «…ενώ τα στοιχεία του ουρανού και της φύσης έπλασαν το χώρο της Βαλκανικής ενιαίο, τα πονηρά πνεύματα μάντρωσαν μια βραδιά του Αρμαγεδώνα τους κατοίκους σε συρματοπλέγματα, τους απαγόρευσαν να συναναστρέφονται και να επικοινωνούν μεταξύ τους και άφησαν το δικαίωμα τούτο στα πουλιά, στα σύννεφα και στα όνειρα» (σελ. 14). Και το πιο θλιβερό, έβαλαν τέρμα στην επικοινωνία των ερωτευμένων: (να διαβαστεί απόσπασμα σελ. 145-146, Λίγο πριν-δένδρων)
Παρά τον ασθματικά γρήγορο αφηγηματικό του χαρακτήρα, το έργο είναι γεμάτο λυρικά στίγματα, μερικά πρωτότυπα, μερικά δάνεια, όπως το παρακάτω μοιρολόι (σελ. 29) Να διαβαστεί.
Επίσης ο παρακάτω διάλογος:
«-Και με τις γάτες πώς πέρασες;
- Τις επίταξαν οι Μούσες. Τις έκαναν αγωγιάτες των πιο γλυκών ονείρων μου και με σκέπασαν μ’ ένα πάπλωμα άνοιξης και καυτού καλοκαιριού» (σελ. 97).
Πιο χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα σελ. 151 , τα πλάγια.
Το μυθιστόρημα αυτό του Δανά είναι «ελληνικό», όχι με την εθνικιστική ή εθνική έννοια της αναδρομής στην παράδοση, αλλά με την έννοια ότι παρουσιάζει τις πιο χαρακτηριστικές πλευρές της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως είναι η πλημμυρίδα των λαθρομεταναστών από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και η αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης στην πρωτεύουσα των νέων της επαρχίας. Επεισόδια γεμάτα επινοητικότητα και σασπένς κάνουν συναρπαστική την ανάγνωση. Του ευχόμαστε και στα επόμενά του.

No comments: