Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας (μετ. Μαριάννα Κονδύλη), Γνώση 1993, σελ. 442
Το βιβλίο το είχα ξεκινήσει παλιά, διάβασα κάπου ογδόντα σελίδες, και για λόγους που δεν θυμάμαι το παράτησα. Μετά το έχασα, και το ανακάλυψα τώρα. Διάβασα τα σημεία που είχα υπογραμμίσει και το τέλειωσα-σχεδόν.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή: «Κι ερχόμαστε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, που οι πιο ανήσυχοι θεωρητικά αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν πρώτο».
Εγώ είμαι θεωρητικά ανήσυχος, αλλά έχω περιορίσει το πεδίο των ανησυχιών μου στην αφηγηματολογία, στην ηθολογία, στην ψυχολογία και στην κοινωνική ανθρωπολογία. Πριν 25 χρόνια ήμουν αρκετά νέος ώστε να διαβάσω τη «Θεωρία σημειωτικής» του Έκο δυο φορές, και τουλάχιστον δύο άλλα βιβλία περί σημειολογίας (Τη «Σημειολογία» του Pierre Guiraud, νομίζω τρεις φορές, και ένα τόμο με σχετικές μελέτες που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του), καθώς και αρκετά άλλα κείμενα. Έτσι αυτό το μέρος που είναι εντελώς σημειολογικό, με αρκετά στοιχεία τυπικής λογικής την οποία δεν χώνεψα ποτέ μου, δεν άντεξα να το διαβάσω όλο, παρά μόνο μερικές σελίδες.
Το «Κειμενική ιδιόλεκτος και παραλλαγή ερμηνειών» είναι ένα κομμάτι δύσκολο. Ο λόγος; Αποδέκτης στην πραγματικότητα δεν είναι o αναγνώστης αλλά ο Luciano Nanni, ο οποίος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος ενός βιβλίου του για να κρίνει τη «Θεωρία σημειωτικής». Ο Έκο ανταπαντάει με όχι λιγότερες από 21 σελίδες. Αυτή την πολεμική είναι δύσκολο να την παρακολουθήσει εξ ολοκλήρου ο αναγνώστης που δεν έχει υπόψη του το έργο του Nanni, και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει σε κάθε πολεμική τέτοιου είδους.
Διαβάζουμε: «Απαγωγή είναι μια διαδικασία συμπερασμού (αλλιώς αποκαλούμενη υπόθεση) που αντιπαρατίθεται στην παραγωγή, καθόσον η παραγωγή ξεκινάει από έναν κανόνα, εξετάζει μια περίπτωση αυτού του κανόνα και συμπεραίνει αυτομάτως κάποιο αναγκαίο αποτέλεσμα» (σελ. 281).
Και εμείς ρωτάμε: η επαγωγή πού βρίσκεται; Γιατί αυτή είναι που αντιπαρατίθεται στην απαγωγή. Υποθέτουμε ότι η μεταφράστρια μεταφράζει τον όρο inductio σε απαγωγή, λαθεμένα, γιατί πρόκειται για την επαγωγή, και τον όρο deductio σε παραγωγή, πολύ σωστά. Μόνο που ο όρος deductio μεταφράζεται στα ελληνικά και ως απαγωγή και ως παραγωγή.
Εδώ εντοπίζεται ένα μεταφραστικό πρόβλημα: Διάφοροι όροι, όπως για παράδειγμα το deductio, μεταφράζονται με περισσότερους από ένα τρόπους, για τους οποίους ο αναγνώστης δεν είναι πάντα ενήμερος, ενώ μπορεί να ξέρει μια χαρά τον ξένο όρο. Πιστεύω λοιπόν ότι θα ήταν καλό όταν πρωτοσυναντάται σε ένα κείμενο ένας όρος να δίνεται στο πρωτότυπο μαζί με τη μετάφρασή του, και στη συνέχεια ας υπάρχει μόνο η μετάφραση. Ο αναγνώστης θα ξέρει ποιος είναι ο όρος που μεταφράζεται έτσι.
Ο μεταφραστής μπορεί να μην ξέρει ότι η George Eliot είναι γυναίκα, οφείλει όμως να το ξέρει ο επιμελητής. Και εδώ επιμελητής δεν υπάρχει, ενώ είναι αναγκαίος για ένα τέτοιο έργο. Ακόμη ο διορθωτής θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στη διόρθωση των δοκιμίων, ειδικά με τα ξένα ονόματα. Σε πολλά βιβλία τα βλέπω να σφαγιάζονται, προπαντός αν είναι άγνωστα. Ο Mukařovskỳ είναι σχετικά άγνωστος για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως δεν νομίζω να υπάρχει κανένας Κukařovskỳ. Πάλι καλά που δεν τον απόδωσε και στα ελληνικά, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα έγραφε Κουκαρόφσκι, όπως κάποιος μεταφραστής είδε Dvořak και έγραψε Ντβόρακ αντί Ντβόρζακ. (Ο θεωρητικός της γλωσσολογικής σχολής της Πράγας λέγεται Μουκαρζόφσκι (Το Μουκαργιόφσκι, αλλά με κρητική προφορά, είναι πιο κοντά στην τσέχικη προφορά του ονόματος).
Διαβάζουμε: «Ίδια φαίνεται να είναι η περίπτωση τους απόδοσης του έργου Del sublime στο Λογγίνο» (σελ. 223). Ο Έκο γνωρίζει το έργο στα λατινικά, όμως ο Λογγίνος είναι έλληνας, και το έργο του έχει τον ελληνικό τίτλο «Περί ύψους». Θα μπορούσε να μπει ο ελληνικός τίτλος αντί του λατινικού.
Τα «Όρια της ερμηνείας» εκδόθηκαν την ίδια χρονιά στην Ελλάδα με το άλλο σχετικό βιβλίο του Έκο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», αυτό από τα Ελληνικά Γράμματα. Πάντως το «Τα όρια της ερμηνείας» πρέπει να προηγείται, γιατί στο δεύτερο διαβάζουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Richard Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων».
Τη διάκριση αυτή την βρήκαμε στα «Όρια της ερμηνείας». Μας φάνηκε πολύ χρήσιμη διάκριση, γιατί διαπιστώσαμε μια κραυγαλέα περίπτωση χρήσης στο βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη». Αλλά γι' αυτή την περίπτωση έχουμε γράψει στο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», από όπου παραπέμπουμε στη βιβλιοκριτική που κάναμε στο βιβλίο της Ναφισί.
Διαβάζουμε: «Υποστηρίζω ότι είναι αντιοικονομικό να θεωρούμε ότι (ο Λεοπάρντι) έχανε καιρό (πολύτιμο, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του) να σπέρνει στα ποιήματά του μυστικά μηνύματα όταν ποιητικά καταπιανόταν τόσο πολύ να καταστήσει σαφή την ψυχική του κατάσταση με εντελώς διαφορετικά γλωσσικά και υφολογικά μέσα» (σελ. 142).
Όπως παλιά υπήρχε ο φετιχισμός της αισθητικής, έτσι και σήμερα υπάρχει ο φετιχισμός της ερμηνείας. Ψάχνουμε αδιάκοπα να εντοπίσουμε γρίφους, να λύσουμε αινίγματα, όπως κάποιοι μανιωδώς λύνουν σταυρόλεξα. Είναι κληροδότημα φαντάζομαι του σκοτεινού μοντερνισμού. Εγώ, συντηρητικός και παραδοσιακός, είμαι οπαδός της αισθητικής. Ένα κείμενο δεν κοιτάζω να το ερμηνεύσω, κοιτάζω να δω για ποιους λόγους είναι όμορφο, πράγμα που έχει να κάνει με υφολογικές και αφηγηματικές τεχνικές. Και στη μεταφορά, με την οποία ασχολείται διεξοδικά ο Έκο, το όχημα δεν έχει σαν στόχο να κάνει πιο κατανοητό το μεταφερόμενο, παρά μόνο στην καθημερινή χρήση, και εκεί όχι πάντα. Στη λογοτεχνική χρήση το όχημα τίθεται για την φαντασμαγορία της εικονοπλασίας του ή για την τολμηρότητα της σύνδεσής του με το μεταφερόμενο, και πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι μεταφορές που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Ξανθούλης, στα πρώτα του έργα τουλάχιστον.
Θα φέρω ένα ακραίο παράδειγμα: Η στρατευμένη λογοτεχνία είναι άραγε δυνατόν να κρύβει νοήματα και να περιμένει τον επαρκή αναγνώστη να τα αποκαλύψει; Θα έχανε το στόχο της. Το μήνυμά της πρέπει να είναι –και είναι- διάφανο, αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τους περισσότερους αναγνώστες. Για να το ανασυστήσουμε δεν χρειάζονται ερμηνευτικές ακροβασίες. Το αν θα μεταδοθεί ή όχι το μήνυμα δεν εξαρτάται από τις ερμηνευτικές ικανότητες του αναγνώστη αλλά από τη ρητορική, δηλαδή τη λογοτεχνικότητα, του κειμένου. Και η λογοτεχνικότητα δεν «κρύπτεσθαι φιλεί», τουλάχιστον όχι πάντα.
Κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε. Θα τελειώσουμε εκφράζοντας για άλλη μια φορά το θαυμασμό μας για αυτόν τον μεγάλο θεωρητικό.
Το βιβλίο το είχα ξεκινήσει παλιά, διάβασα κάπου ογδόντα σελίδες, και για λόγους που δεν θυμάμαι το παράτησα. Μετά το έχασα, και το ανακάλυψα τώρα. Διάβασα τα σημεία που είχα υπογραμμίσει και το τέλειωσα-σχεδόν.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή: «Κι ερχόμαστε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, που οι πιο ανήσυχοι θεωρητικά αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν πρώτο».
Εγώ είμαι θεωρητικά ανήσυχος, αλλά έχω περιορίσει το πεδίο των ανησυχιών μου στην αφηγηματολογία, στην ηθολογία, στην ψυχολογία και στην κοινωνική ανθρωπολογία. Πριν 25 χρόνια ήμουν αρκετά νέος ώστε να διαβάσω τη «Θεωρία σημειωτικής» του Έκο δυο φορές, και τουλάχιστον δύο άλλα βιβλία περί σημειολογίας (Τη «Σημειολογία» του Pierre Guiraud, νομίζω τρεις φορές, και ένα τόμο με σχετικές μελέτες που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του), καθώς και αρκετά άλλα κείμενα. Έτσι αυτό το μέρος που είναι εντελώς σημειολογικό, με αρκετά στοιχεία τυπικής λογικής την οποία δεν χώνεψα ποτέ μου, δεν άντεξα να το διαβάσω όλο, παρά μόνο μερικές σελίδες.
Το «Κειμενική ιδιόλεκτος και παραλλαγή ερμηνειών» είναι ένα κομμάτι δύσκολο. Ο λόγος; Αποδέκτης στην πραγματικότητα δεν είναι o αναγνώστης αλλά ο Luciano Nanni, ο οποίος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος ενός βιβλίου του για να κρίνει τη «Θεωρία σημειωτικής». Ο Έκο ανταπαντάει με όχι λιγότερες από 21 σελίδες. Αυτή την πολεμική είναι δύσκολο να την παρακολουθήσει εξ ολοκλήρου ο αναγνώστης που δεν έχει υπόψη του το έργο του Nanni, και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει σε κάθε πολεμική τέτοιου είδους.
Διαβάζουμε: «Απαγωγή είναι μια διαδικασία συμπερασμού (αλλιώς αποκαλούμενη υπόθεση) που αντιπαρατίθεται στην παραγωγή, καθόσον η παραγωγή ξεκινάει από έναν κανόνα, εξετάζει μια περίπτωση αυτού του κανόνα και συμπεραίνει αυτομάτως κάποιο αναγκαίο αποτέλεσμα» (σελ. 281).
Και εμείς ρωτάμε: η επαγωγή πού βρίσκεται; Γιατί αυτή είναι που αντιπαρατίθεται στην απαγωγή. Υποθέτουμε ότι η μεταφράστρια μεταφράζει τον όρο inductio σε απαγωγή, λαθεμένα, γιατί πρόκειται για την επαγωγή, και τον όρο deductio σε παραγωγή, πολύ σωστά. Μόνο που ο όρος deductio μεταφράζεται στα ελληνικά και ως απαγωγή και ως παραγωγή.
Εδώ εντοπίζεται ένα μεταφραστικό πρόβλημα: Διάφοροι όροι, όπως για παράδειγμα το deductio, μεταφράζονται με περισσότερους από ένα τρόπους, για τους οποίους ο αναγνώστης δεν είναι πάντα ενήμερος, ενώ μπορεί να ξέρει μια χαρά τον ξένο όρο. Πιστεύω λοιπόν ότι θα ήταν καλό όταν πρωτοσυναντάται σε ένα κείμενο ένας όρος να δίνεται στο πρωτότυπο μαζί με τη μετάφρασή του, και στη συνέχεια ας υπάρχει μόνο η μετάφραση. Ο αναγνώστης θα ξέρει ποιος είναι ο όρος που μεταφράζεται έτσι.
Ο μεταφραστής μπορεί να μην ξέρει ότι η George Eliot είναι γυναίκα, οφείλει όμως να το ξέρει ο επιμελητής. Και εδώ επιμελητής δεν υπάρχει, ενώ είναι αναγκαίος για ένα τέτοιο έργο. Ακόμη ο διορθωτής θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στη διόρθωση των δοκιμίων, ειδικά με τα ξένα ονόματα. Σε πολλά βιβλία τα βλέπω να σφαγιάζονται, προπαντός αν είναι άγνωστα. Ο Mukařovskỳ είναι σχετικά άγνωστος για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως δεν νομίζω να υπάρχει κανένας Κukařovskỳ. Πάλι καλά που δεν τον απόδωσε και στα ελληνικά, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα έγραφε Κουκαρόφσκι, όπως κάποιος μεταφραστής είδε Dvořak και έγραψε Ντβόρακ αντί Ντβόρζακ. (Ο θεωρητικός της γλωσσολογικής σχολής της Πράγας λέγεται Μουκαρζόφσκι (Το Μουκαργιόφσκι, αλλά με κρητική προφορά, είναι πιο κοντά στην τσέχικη προφορά του ονόματος).
Διαβάζουμε: «Ίδια φαίνεται να είναι η περίπτωση τους απόδοσης του έργου Del sublime στο Λογγίνο» (σελ. 223). Ο Έκο γνωρίζει το έργο στα λατινικά, όμως ο Λογγίνος είναι έλληνας, και το έργο του έχει τον ελληνικό τίτλο «Περί ύψους». Θα μπορούσε να μπει ο ελληνικός τίτλος αντί του λατινικού.
Τα «Όρια της ερμηνείας» εκδόθηκαν την ίδια χρονιά στην Ελλάδα με το άλλο σχετικό βιβλίο του Έκο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», αυτό από τα Ελληνικά Γράμματα. Πάντως το «Τα όρια της ερμηνείας» πρέπει να προηγείται, γιατί στο δεύτερο διαβάζουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Richard Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων».
Τη διάκριση αυτή την βρήκαμε στα «Όρια της ερμηνείας». Μας φάνηκε πολύ χρήσιμη διάκριση, γιατί διαπιστώσαμε μια κραυγαλέα περίπτωση χρήσης στο βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη». Αλλά γι' αυτή την περίπτωση έχουμε γράψει στο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», από όπου παραπέμπουμε στη βιβλιοκριτική που κάναμε στο βιβλίο της Ναφισί.
Διαβάζουμε: «Υποστηρίζω ότι είναι αντιοικονομικό να θεωρούμε ότι (ο Λεοπάρντι) έχανε καιρό (πολύτιμο, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του) να σπέρνει στα ποιήματά του μυστικά μηνύματα όταν ποιητικά καταπιανόταν τόσο πολύ να καταστήσει σαφή την ψυχική του κατάσταση με εντελώς διαφορετικά γλωσσικά και υφολογικά μέσα» (σελ. 142).
Όπως παλιά υπήρχε ο φετιχισμός της αισθητικής, έτσι και σήμερα υπάρχει ο φετιχισμός της ερμηνείας. Ψάχνουμε αδιάκοπα να εντοπίσουμε γρίφους, να λύσουμε αινίγματα, όπως κάποιοι μανιωδώς λύνουν σταυρόλεξα. Είναι κληροδότημα φαντάζομαι του σκοτεινού μοντερνισμού. Εγώ, συντηρητικός και παραδοσιακός, είμαι οπαδός της αισθητικής. Ένα κείμενο δεν κοιτάζω να το ερμηνεύσω, κοιτάζω να δω για ποιους λόγους είναι όμορφο, πράγμα που έχει να κάνει με υφολογικές και αφηγηματικές τεχνικές. Και στη μεταφορά, με την οποία ασχολείται διεξοδικά ο Έκο, το όχημα δεν έχει σαν στόχο να κάνει πιο κατανοητό το μεταφερόμενο, παρά μόνο στην καθημερινή χρήση, και εκεί όχι πάντα. Στη λογοτεχνική χρήση το όχημα τίθεται για την φαντασμαγορία της εικονοπλασίας του ή για την τολμηρότητα της σύνδεσής του με το μεταφερόμενο, και πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι μεταφορές που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Ξανθούλης, στα πρώτα του έργα τουλάχιστον.
Θα φέρω ένα ακραίο παράδειγμα: Η στρατευμένη λογοτεχνία είναι άραγε δυνατόν να κρύβει νοήματα και να περιμένει τον επαρκή αναγνώστη να τα αποκαλύψει; Θα έχανε το στόχο της. Το μήνυμά της πρέπει να είναι –και είναι- διάφανο, αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τους περισσότερους αναγνώστες. Για να το ανασυστήσουμε δεν χρειάζονται ερμηνευτικές ακροβασίες. Το αν θα μεταδοθεί ή όχι το μήνυμα δεν εξαρτάται από τις ερμηνευτικές ικανότητες του αναγνώστη αλλά από τη ρητορική, δηλαδή τη λογοτεχνικότητα, του κειμένου. Και η λογοτεχνικότητα δεν «κρύπτεσθαι φιλεί», τουλάχιστον όχι πάντα.
Κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε. Θα τελειώσουμε εκφράζοντας για άλλη μια φορά το θαυμασμό μας για αυτόν τον μεγάλο θεωρητικό.