Book review, movie criticism

Thursday, April 28, 2011

Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας

Ουμπέρτο Έκο, Τα όρια της ερμηνείας (μετ. Μαριάννα Κονδύλη), Γνώση 1993, σελ. 442

Το βιβλίο το είχα ξεκινήσει παλιά, διάβασα κάπου ογδόντα σελίδες, και για λόγους που δεν θυμάμαι το παράτησα. Μετά το έχασα, και το ανακάλυψα τώρα. Διάβασα τα σημεία που είχα υπογραμμίσει και το τέλειωσα-σχεδόν.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή: «Κι ερχόμαστε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, που οι πιο ανήσυχοι θεωρητικά αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν πρώτο».
Εγώ είμαι θεωρητικά ανήσυχος, αλλά έχω περιορίσει το πεδίο των ανησυχιών μου στην αφηγηματολογία, στην ηθολογία, στην ψυχολογία και στην κοινωνική ανθρωπολογία. Πριν 25 χρόνια ήμουν αρκετά νέος ώστε να διαβάσω τη «Θεωρία σημειωτικής» του Έκο δυο φορές, και τουλάχιστον δύο άλλα βιβλία περί σημειολογίας (Τη «Σημειολογία» του Pierre Guiraud, νομίζω τρεις φορές, και ένα τόμο με σχετικές μελέτες που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του), καθώς και αρκετά άλλα κείμενα. Έτσι αυτό το μέρος που είναι εντελώς σημειολογικό, με αρκετά στοιχεία τυπικής λογικής την οποία δεν χώνεψα ποτέ μου, δεν άντεξα να το διαβάσω όλο, παρά μόνο μερικές σελίδες.
Το «Κειμενική ιδιόλεκτος και παραλλαγή ερμηνειών» είναι ένα κομμάτι δύσκολο. Ο λόγος; Αποδέκτης στην πραγματικότητα δεν είναι o αναγνώστης αλλά ο Luciano Nanni, ο οποίος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος ενός βιβλίου του για να κρίνει τη «Θεωρία σημειωτικής». Ο Έκο ανταπαντάει με όχι λιγότερες από 21 σελίδες. Αυτή την πολεμική είναι δύσκολο να την παρακολουθήσει εξ ολοκλήρου ο αναγνώστης που δεν έχει υπόψη του το έργο του Nanni, και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει σε κάθε πολεμική τέτοιου είδους.
Διαβάζουμε: «Απαγωγή είναι μια διαδικασία συμπερασμού (αλλιώς αποκαλούμενη υπόθεση) που αντιπαρατίθεται στην παραγωγή, καθόσον η παραγωγή ξεκινάει από έναν κανόνα, εξετάζει μια περίπτωση αυτού του κανόνα και συμπεραίνει αυτομάτως κάποιο αναγκαίο αποτέλεσμα» (σελ. 281).
Και εμείς ρωτάμε: η επαγωγή πού βρίσκεται; Γιατί αυτή είναι που αντιπαρατίθεται στην απαγωγή. Υποθέτουμε ότι η μεταφράστρια μεταφράζει τον όρο inductio σε απαγωγή, λαθεμένα, γιατί πρόκειται για την επαγωγή, και τον όρο deductio σε παραγωγή, πολύ σωστά. Μόνο που ο όρος deductio μεταφράζεται στα ελληνικά και ως απαγωγή και ως παραγωγή.
Εδώ εντοπίζεται ένα μεταφραστικό πρόβλημα: Διάφοροι όροι, όπως για παράδειγμα το deductio, μεταφράζονται με περισσότερους από ένα τρόπους, για τους οποίους ο αναγνώστης δεν είναι πάντα ενήμερος, ενώ μπορεί να ξέρει μια χαρά τον ξένο όρο. Πιστεύω λοιπόν ότι θα ήταν καλό όταν πρωτοσυναντάται σε ένα κείμενο ένας όρος να δίνεται στο πρωτότυπο μαζί με τη μετάφρασή του, και στη συνέχεια ας υπάρχει μόνο η μετάφραση. Ο αναγνώστης θα ξέρει ποιος είναι ο όρος που μεταφράζεται έτσι.
Ο μεταφραστής μπορεί να μην ξέρει ότι η George Eliot είναι γυναίκα, οφείλει όμως να το ξέρει ο επιμελητής. Και εδώ επιμελητής δεν υπάρχει, ενώ είναι αναγκαίος για ένα τέτοιο έργο. Ακόμη ο διορθωτής θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στη διόρθωση των δοκιμίων, ειδικά με τα ξένα ονόματα. Σε πολλά βιβλία τα βλέπω να σφαγιάζονται, προπαντός αν είναι άγνωστα. Ο Mukařovskỳ είναι σχετικά άγνωστος για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, όμως δεν νομίζω να υπάρχει κανένας Κukařovskỳ. Πάλι καλά που δεν τον απόδωσε και στα ελληνικά, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα έγραφε Κουκαρόφσκι, όπως κάποιος μεταφραστής είδε Dvořak και έγραψε Ντβόρακ αντί Ντβόρζακ. (Ο θεωρητικός της γλωσσολογικής σχολής της Πράγας λέγεται Μουκαρζόφσκι (Το Μουκαργιόφσκι, αλλά με κρητική προφορά, είναι πιο κοντά στην τσέχικη προφορά του ονόματος).
Διαβάζουμε: «Ίδια φαίνεται να είναι η περίπτωση τους απόδοσης του έργου Del sublime στο Λογγίνο» (σελ. 223). Ο Έκο γνωρίζει το έργο στα λατινικά, όμως ο Λογγίνος είναι έλληνας, και το έργο του έχει τον ελληνικό τίτλο «Περί ύψους». Θα μπορούσε να μπει ο ελληνικός τίτλος αντί του λατινικού.
Τα «Όρια της ερμηνείας» εκδόθηκαν την ίδια χρονιά στην Ελλάδα με το άλλο σχετικό βιβλίο του Έκο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», αυτό από τα Ελληνικά Γράμματα. Πάντως το «Τα όρια της ερμηνείας» πρέπει να προηγείται, γιατί στο δεύτερο διαβάζουμε ένα απόσπασμα από ένα κείμενο του Richard Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων».
Τη διάκριση αυτή την βρήκαμε στα «Όρια της ερμηνείας». Μας φάνηκε πολύ χρήσιμη διάκριση, γιατί διαπιστώσαμε μια κραυγαλέα περίπτωση χρήσης στο βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη». Αλλά γι' αυτή την περίπτωση έχουμε γράψει στο «Ερμηνεία και υπερερμηνεία», από όπου παραπέμπουμε στη βιβλιοκριτική που κάναμε στο βιβλίο της Ναφισί.
Διαβάζουμε: «Υποστηρίζω ότι είναι αντιοικονομικό να θεωρούμε ότι (ο Λεοπάρντι) έχανε καιρό (πολύτιμο, δεδομένης της κατάστασης της υγείας του) να σπέρνει στα ποιήματά του μυστικά μηνύματα όταν ποιητικά καταπιανόταν τόσο πολύ να καταστήσει σαφή την ψυχική του κατάσταση με εντελώς διαφορετικά γλωσσικά και υφολογικά μέσα» (σελ. 142).
Όπως παλιά υπήρχε ο φετιχισμός της αισθητικής, έτσι και σήμερα υπάρχει ο φετιχισμός της ερμηνείας. Ψάχνουμε αδιάκοπα να εντοπίσουμε γρίφους, να λύσουμε αινίγματα, όπως κάποιοι μανιωδώς λύνουν σταυρόλεξα. Είναι κληροδότημα φαντάζομαι του σκοτεινού μοντερνισμού. Εγώ, συντηρητικός και παραδοσιακός, είμαι οπαδός της αισθητικής. Ένα κείμενο δεν κοιτάζω να το ερμηνεύσω, κοιτάζω να δω για ποιους λόγους είναι όμορφο, πράγμα που έχει να κάνει με υφολογικές και αφηγηματικές τεχνικές. Και στη μεταφορά, με την οποία ασχολείται διεξοδικά ο Έκο, το όχημα δεν έχει σαν στόχο να κάνει πιο κατανοητό το μεταφερόμενο, παρά μόνο στην καθημερινή χρήση, και εκεί όχι πάντα. Στη λογοτεχνική χρήση το όχημα τίθεται για την φαντασμαγορία της εικονοπλασίας του ή για την τολμηρότητα της σύνδεσής του με το μεταφερόμενο, και πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι μεταφορές που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Ξανθούλης, στα πρώτα του έργα τουλάχιστον.
Θα φέρω ένα ακραίο παράδειγμα: Η στρατευμένη λογοτεχνία είναι άραγε δυνατόν να κρύβει νοήματα και να περιμένει τον επαρκή αναγνώστη να τα αποκαλύψει; Θα έχανε το στόχο της. Το μήνυμά της πρέπει να είναι –και είναι- διάφανο, αν όχι για όλους, τουλάχιστον για τους περισσότερους αναγνώστες. Για να το ανασυστήσουμε δεν χρειάζονται ερμηνευτικές ακροβασίες. Το αν θα μεταδοθεί ή όχι το μήνυμα δεν εξαρτάται από τις ερμηνευτικές ικανότητες του αναγνώστη αλλά από τη ρητορική, δηλαδή τη λογοτεχνικότητα, του κειμένου. Και η λογοτεχνικότητα δεν «κρύπτεσθαι φιλεί», τουλάχιστον όχι πάντα.
Κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε. Θα τελειώσουμε εκφράζοντας για άλλη μια φορά το θαυμασμό μας για αυτόν τον μεγάλο θεωρητικό.

Wednesday, April 27, 2011

Γιώργος Ξηροτύρης, Ψάχνοντας για χρυσό

Γιώργος Ξηροτύρης, Ψάχνοντας για χρυσό, ΑΛΔΕ 2011, σελ. 491

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα γλαφυρό πορτραίτο της νεολαίας της Θεσσαλονίκης δίνεται σ’ αυτό το μυθιστόρημα
Ο Γιώργος Ξηροτύρης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, από νωρίς ξεκίνησε να γράφει. Το «Ψάχνοντας για χρυσό» είναι το πρώτο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα-ποταμός σχεδόν πεντακοσίων σελίδων. Η δράση του τοποθετείται στη γενέθλια γη, τη Θεσσαλονίκη.
Το μυθιστόρημα είναι νεανικό, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος, καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά τη νεανική αργκό. Αναφέρεται σε μια παρέα νέων, στα προβλήματά τους, τις διασκεδάσεις τους και τις ερωτικές τους περιπέτειες. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Άρης, που συχνά παίρνει την σκυτάλη της αφήγησης από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή. Αγαπάει τη Δανάη, όμως κάποια στιγμή χωρίζουν, και στη ζωή του τώρα μπαίνει η Φανή. Ο φίλος του ο Μάνος αγαπάει την Ελένη, που είναι παντρεμένη με ένα τέρας που την κακοποιεί. Το κοριτσάκι της, η Θάλεια, υποφέρει από αυτά που υφίσταται η μητέρα της, και στο τέλος με ανακούφιση τη βλέπει στην αγκαλιά του Μάνου.
Δεν έχω σκοπό να γράψω όλες τις ιστορίες των ηρώων του έργου, απλά με εντυπωσίασε η σύμπτωση –λάθος. Οι συμπτώσεις έχουν πάψει να με εντυπωσιάζουν πια- η σύμπτωση της ομοιότητας της παραπάνω ιστορίας με την ιστορία που αφηγείται η Ελένη Στασινού στο πρώτο της μυθιστόρημα «Η κουμπάρα η Μαργαρίτα». Η Μαργαρίτα αγαπάει την γυναίκα στην οποία βρήκε καταφύγιο ο πατέρας της ξεφεύγοντας από μια μέγαιρα σύζυγο. Έχουμε το ίδιο θέμα σε δυο εκδοχές: Στη μια είναι η μητέρα ενώ στην άλλη είναι ο πατέρας που ξεφεύγει από τον ανυπόφορο σύντροφο. Η «Κουμπάρα η Μαργαρίτα» ήταν το βιβλίο που διάβασα αμέσως πριν από το «Ψάχνοντας για χρυσό».
Και η σύμπτωση δεν σταματάει εκεί. Όπως και η Στασινού, ο Ξηροτύρης επικεντρώνεται σε σκηνές που είναι χαλαρά συνδεμένες μεταξύ τους. Ενώ όμως στο μυθιστόρημα της Στασινού μαθαίνουμε την ιστορία σχεδόν από την αρχή, εδώ η ιστορία ξετυλίγεται με ένα πολύ αργό ρυθμό. Και αυτό γιατί τα περισσότερα επεισόδια είναι καταλύτες και όχι πυρήνες–για να χρησιμοποιήσω τους όρους του Ρολάν Μπαρ- επεισόδια δηλαδή που εικονογραφούν ένα κλίμα, καθώς και την ψυχολογία και τις διαθέσεις των ηρώων και όχι επεισόδια που το ένα πυροδοτεί το άλλο.
Ο Ξηροτύρης εισάγει έναν «μαγικό ρεαλισμό» στο μυθιστόρημά του, που έχει όμως περισσότερο να κάνει με το μυθιστόρημα «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» (να και άλλη Μαργαρίτα) του Μπουλγκάκοφ και όχι με τους λατινοαμερικάνους συγγραφείς. Τον κεντρικό ήρωα, τον Άρη, τον ακολουθεί μια μάγισσα που υπερίπταται πάνω σε μια σκούπα. Συχνά πιάνει κουβέντα μαζί της. Παραίσθηση; Δεν μας το λέει ο Ξηροτύρης. Αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι πραγματική, για εκείνους τους αναγνώστες που πιστεύουν ακόμη στους μάγους και στις μάγισσες, με ή χωρίς σκούπα.
Οι περισσότεροι συγγραφείς κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη λογοτεχνία ξεκινώντας από την ποίηση. Αλλά και φτασμένοι ποιητές κάνουν κάποια στιγμή τη μεταγραφή τους στην πεζογραφία, όπως η Ρέα Γαλανάκη, ενώ άλλοι, όπως ο Μανώλης Πρατικάκης, φλερτάρουν κάποια στιγμή με την πεζογραφία (αναφέρομαι στα πεζογραφήματά του «Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου» που κυκλοφόρησαν πρόπερσι και έχοντας υπόψη μου κάποια άλλα που θα κυκλοφορήσουν σύντομα). Ο Ξηροτύρης, για τον οποίο προφανώς η ποίηση είναι ένα απωθημένο, εγκαταλείπει συχνά τον αφηγηματικό λόγο για χάρη του ποιητικού, με μικρά στιχουργήματα ενσωματωμένα μέσα στα μικρά υποκεφάλαια, ή τελειώνοντάς τα μ΄ αυτά. Σε μια περίπτωση μάλιστα ολόκληρο το υποκεφάλαιο είναι ένα ποίημα:
Σε είδα.
Εκεί ψηλά να με κοιτάς,
σε είδα.
Πόσο μπορείς να μ’ αγαπάς,
το είδα.
Το κλάμα μέσα σου βαθιά,
το είδα.
Και ήθελα μόνο να σε δω.
Σε είδα (σελ. 349).
Ένα ξεχωριστό υφολογικό στοιχείο στον Ξηροτύρη είναι η τάση του κάποιες φορές να βάζει το ρήμα στο τέλος, όπως γίνεται περίπου στα γερμανικά. Διαβάζουμε για παράδειγμα: «Τουλάχιστον το κενό σπάει και τον ήχο ομορφαίνει, της ζωής μου. Και το βλέπει στα μάτια μου ότι τη θλίψη αναπνέω και μαζί μου σιωπά, ξανά. Ο χρόνος μαζί της τρέχει, αλλά όμορφες στιγμές αφήνει, μέσα μου. Δύο κουβέντες, ένα χαμόγελο, ένα χάδι στο μάγουλο. Μέχρι εκεί. Τη βροχή που από τον ουρανό βαθιά μέσα μου πέφτει, βλέπει, και για ένα τραγούδι μου λέει, καινούριο. Λες και ξέρει ότι ο Νοέμβρης, ο μήνας του δικού μου φόβου είναι». Ακολουθεί ένα μικρό στιχούργημα, για να συνεχίσει πάλι ο Ξηροτύρης σε πρόζα.
Παρά τον αφηγηματικό μύθο ο Ξηροτύρης στην ουσία δίνει μια εικόνα της Θεσσαλονίκης και ένα πορτραίτο των νεαρών ηρώων του, που υποθέτουμε ότι στέκουν συνεκδοχικά για ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας της Θεσσαλονίκης. Πολλοί θεσσαλονικείς νέοι διαβάζοντας αυτό το βιβλίο θα βρουν πολλά πράγματα από τον εαυτό τους. Και όχι μόνο οι θεσσαλονικείς. Όλοι οι νέοι έχουν λίγο πολύ κοινά χαρακτηριστικά.
Ο Ξηροτύρης έχει επιδείξει ένα αξιόλογο λογοτεχνικό ταλέντο σ’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα. Το ταλέντο του αυτό είμαστε σίγουροι ότι θα το αναπτύξει περισσότερο στα μεταγενέστερα έργα του.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Sunday, April 24, 2011

Ελένη Στασινού, Η κουμπάρα η Μαργαρίτα

Ελένη Στασινού, Η κουμπάρα η Μαργαρίτα, Μπουκουμάνης 1997, σελ. 126.

Η «Κουμπάρα η Μαργαρίτα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ελένης Στασινού. Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα μυθιστορήματά της «Οντισιόν» και «Νύχτες υποταγής», και είχαμε μια περιέργεια να δούμε πώς θα ήταν αυτή η πρώτη της λογοτεχνική απόπειρα.
Καταρχάς είδαμε μια πολύ πρωτότυπη πλοκή. Η κόρη η Μαργαρίτα που μένει με τη μητέρα της γίνεται κουμπάρα στον γάμο του πατέρα της με την γυναίκα που τους διέλυσε το σπίτι. Στην πραγματική ζωή αυτό που συναντούμε είναι συνήθως η διάρρηξη των δεσμών των παιδιών με τον πατέρα τους όταν αυτός τους εγκαταλείψει για χάρη μιας άλλης γυναίκας. Όμως η Μαργαρίτα, με την οπτική γωνία της οποίας κυλάει το μυθιστόρημα, δίνει όλα τα δίκαια στον πατέρα της που εγκατέλειψε μια περίπου υστερική σύζυγο.
Συνήθως η αφήγηση των επεισοδίων μιας ιστορίας γίνεται με τη χρονολογική τους διαδοχή, με τις απαραίτητες βέβαια αναδρομές και προσημάνσεις, με την περίπτωση in media res να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Όμως η Στασινού δεν ακολουθεί την χρονολογική σειρά των επεισοδίων. Το έργο αναπτύσσεται σε μια συνειρμική διαδοχή επεισοδίων μιας ιστορίας που τον σκελετό της τον μαθαίνει ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες. Δεν είναι σαν ένα σκοινί που ξετυλίγεται, δίνοντας έτσι την αίσθηση του χρόνου, αλλά σαν μια κουβέρτα που απλώνεται, μια κουβέρτα κουρελού, σαν αυτές που έφτιαχναν στο χωριό μου όταν ήμουν μικρός, από μικρά κομμάτια ύφασμα από παλιωμένα ρούχα που δεν φοριόντουσαν πια, ραμμένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Τα βασικά επεισόδια-κόμβοι, που είναι εξάλλου ελάχιστα, επαναλαμβάνονται – για παράδειγμα η κραυγή της Μαργαρίτας στην αρχή του έργου «νύφη!!!» - για να αποτελέσουν την αφετηρία αναστοχασμών, ρεμβασμών, αναμνήσεων και έκφρασης αισθημάτων, που παρατίθενται σε μικρά αυτόνομα ή με χαλαρή σύνδεση αποσπάσματα που κάποιες φορές καλύπτουν λιγότερο από το μισό μιας σελίδας.
Στο έργο γίνεται αρκετός λόγος για μουσική, πολλές φορές μάλιστα τόσο λεπτομερειακά –για παράδειγμα μια εκτεταμένη παράγραφος για την «Ηρωική» του Μπετόβεν στη σελίδα 24-που μας έρχεται στο νου ο «Δόκτωρ Φάουστους» του Τόμας Μαν. Όμως περισσότερος λόγος γίνεται για τον Μάλερ (η Μαργαρίτα – ξεχάσαμε να του πούμε – είναι βιολονίστρια).
«Όταν ακούω Μάλερ, του είχε πει κάποτε, όσα κομμάτια και να ’χω γίνει, αυτά επανασυγκολλούνται βαθμιαία και γίνομαι πάλι ένα σύνολο αμιγές. Χωρίς ραφές. Η θερμότητά του με επαναδημιουργεί» (σελ. 58).
Αυτό μου συμβαίνει εμένα με τον Μπετόβεν, όμως οι τόσο συχνές αναφορές στον Μάλερ με έβαλαν στον πειρασμό να ακούσω όλες τις συμφωνίες αυτού του συνθέτη με τον οποίο, για λόγους συμπτωματικούς, δεν είχα ποτέ ασχοληθεί. Είχα όμως διαβάσει το «Θάνατος στη Βενετία», πάλι του Τόμας Μαν, έργο του οποίου ο κεντρικός ήρωας έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον Μάλερ.
Το μυθιστόρημα, παρά το ότι είναι το πρώτο της συγγραφέως, δεν είναι πρωτόλειο. Η Στασινού είναι μια ταλαντούχος πεζογράφος και το απέδειξε με τα επόμενα έργα της. Περιμένουμε με ανυπομονησία το καινούριο της μυθιστόρημα, που όπως μαθαίνω θα κυκλοφορήσει σε λίγες βδομάδες.

Wednesday, April 20, 2011

Γιώργος Βακαλόπουλος, Ημερολόγιο ενός αγγέλλου

Γιώργος Βακαλόπουλος, Ημερολόγιο ενός αγγέλλου, ΑΛΔΕ 2011, σελ. 117

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Λιτά, διαυγή, συναρπαστικά, είναι αυτά τα πρώτα διηγήματα ενός νέου λογοτέχνη

Ο Γιώργος Βακαλόπουλος (1985), απόφοιτος του ΕΜΠ, κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα με μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το ημερολόγιο ενός αγγέλλου».
Το βασικό θέμα τους είναι ο έρωτας. Τον βλέπουμε ή σαν ευτυχισμένη πλήρωση ή σαν ανάμνηση μιας ευτυχίας, τον βλέπουμε στην αγωνία της προσμονής αλλά και στην απελπισία της εγκατάλειψης, τον βλέπουμε σαν νοσηρή εμμονή και αλλά και σαν ελπίδα. Τον βλέπουμε σε διηγήματα που ξεχειλίζουν από αισιοδοξία αλλά και σε διηγήματα σκοτεινά, απειλητικά.
Αφηγηματικά ο Βακαλόπουλος είναι επινοητικός. Καταφεύγει σε κάποια διηγήματά του στον μαγικό ρεαλισμό για να κάνει πιο ανάγλυφες τις παραισθήσεις που προέρχονται από την ερωτική ματαίωση. Σε κάποια άλλα χρησιμοποιεί το αφηγηματικό κενό για να δημιουργήσει ένα εφέ έκπληξης, με το οποίο δίνει ένα τέλος που άλλοτε χαροποιεί και άλλοτε τρομάζει τον αναγνώστη. Σε ορισμένα διηγήματα χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη και σε άλλα την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Στα δεύτερα ο αφηγητής πότε είναι άνδρας και πότε είναι γυναίκα. Και σε όλα τα διηγήματα είναι αφηγηματικά διαυγής, πράγμα που κάνει την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη.
Σε ένα σημείο όμως ενοχλήθηκα. «Την έλεγαν Ελένη, κι ήταν πράγματι βγαλμένη μέσα από τα έπη του Ομήρου, του αρχαίου ποιητή μας» (σελ. 94). Σαν νέος που είναι ο συγγραφέας μπορεί να μην το έχει νοιώσει, όμως για μένα που είμαι παλιός παραέχει γίνει κιτς αυτή η συνεχής αναφορά στο ένδοξο παρελθόν μας. Και εδώ έχουμε μόνο μια περίοδο, ενώ σε άλλους συγγραφείς στηρίζεται εκεί όλη η μυθοπλασία. Βέβαια στους περισσότερους αναγνώστες αυτό μπορεί να αρέσει, σε εμένα όμως τώρα πια όχι (και ποιος δίνει δεκάρα για σένα, θα μου πεις, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).
Στο διήγημα «Ίσως απόψε, ίσως χθες» το ζευγάρι, μετά από ένα χωρισμό, ξανασμίγει και κάνουν παθιασμένο έρωτα. Όμως το πρωί, ενώ ο νεαρός κοιμάται ακόμη, η κοπέλα θα σηκωθεί και θα φύγει, αφήνοντάς του ένα αποχαιρετιστήριο φιλί πάνω στον καθρέπτη του μπάνιου, δίπλα στο προηγούμενο που ο νεαρός δεν είχε σβήσει. Το διήγημα τελειώνει με την κοπέλα να ψιθυρίζει, σε ένα εφέ αποστροφής στον κοιμισμένο φίλο της, χαϊδεύοντας την κοιλιά της, καθώς προφανώς είναι έγκυος: «Η κόρη σου θα μάθει τι υπέροχο πατέρα είχε». Και συμπληρώνω εγώ, ως αγανακτισμένος αναγνώστης: «και τι μαλ….σμένη μάνα». Δεν παρατάς έτσι έναν υπέροχο πατέρα, έχοντας το μωρό του στην κοιλιά σου.
Τα διηγήματα είναι καταπληκτικά. Είμαστε σίγουροι πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα λογοτεχνικό ταλέντο που θα διαπρέψει, μπροστά σε ένα συγγραφέα που θα κατακτήσει μια περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Wednesday, April 13, 2011

Gene Wilder, Η γυναίκα που δεν ήθελε

Gene Wilder, Η γυναίκα που δεν ήθελε (μετ. Δημήτρης Μαμαλούκας) ΑΛΔΕ 2011, σελ. 172

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα μυθιστόρημα με δραματική πλοκή, που καταλήγει όμως σε ένα απροσδόκητα ευτυχισμένο τέλος

Όταν κάποιος έχει μια επιτυχημένη καριέρα ως ηθοποιός δεν θα ψάξει να βρει μήπως έχει και άλλα ταλέντα, ή, ακόμη και αν έχει, δεν θα διανοηθεί να τα καλλιεργήσει, αφού συνήθως δεν του μένει χρόνος να ασχοληθεί και μ’ αυτά. Ο Jean Wilder είναι λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά πιστεύω ότι το ανακάλυψε αργά στη ζωή του, και συγκεκριμένα μετά τα εξήντα του, όταν, μειώνοντας τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του. Εκεί αποκαλύφθηκε το ταλέντο του, και αποφάσισε να το καλλιεργήσει. Έτσι έγραψε τρία ακόμη βιβλία, δύο μυθιστορήματα και μια συλλογή με διηγήματα, που γνώρισαν ενθουσιώδη υποδοχή τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική. Τη βιογραφία του, ένα καταπληκτικό κείμενο, την έχουμε ήδη διαβάσει, και πρόκειται να εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ. Σήμερα θα μας απασχολήσει το μυθιστόρημά του «Η γυναίκα που δεν ήθελε», στα αγγλικά The woman who wouldn’t. «Would you like…» τη ρωτά επανειλημμένα ο Τζέρεμι Σπένσερ Γουέμπ προσπαθώντας να την φλερτάρει, όταν την πρωτοβλέπει να κάθεται στο διπλανό τραπέζι, στο σανατόριο όπου νοσηλεύονται και οι δυο, εισπράττοντας απανωτά «No, I wouldn’t». Όμως αυτά στην αρχή. Γιατί στη συνέχεια, όταν αναπτύσσεται ο δεσμός τους, η απάντησή της είναι μόνιμα θετική, καθώς συνεχίζουν το παιχνίδι με το would you like. Yes, I would. -Θα ήθελες να κάνεις έρωτα μαζί μου; -Ναι, θα ήθελα.
Πώς βρέθηκαν στο σανατόριο;
Η Κλάρα γιατί έπασχε από καρκίνο του στομάχου. Ο Τζέρεμι γιατί είχε περάσει μια νευρική κρίση. Και ο Τσέχωφ για να θεραπεύσει την φυματίωση από την οποία έπασχε, και η οποία τον οδήγησε τελικά στο θάνατο, το 1904, σε ηλικία 44 χρόνων.
Τόσο παλιά λοιπόν τοποθετείται η ιστορία;
Ναι, τόσο παλιά, και συγκεκριμένα το 1903.
Η ατμόσφαιρα του σανατορίου, και μάλιστα το γεγονός ότι το σανατόριο αυτό βρίσκεται στη Γερμανία, δεν μπορεί να μην ανακαλέσει στο νου του αναγνώστη το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, όπου οι δυο ήρωές του, ο Χανς Κάστορπ και η Clawdia Chauchat βρίσκονται επίσης σε ένα σανατόριο, στο γερμανόφωνο Davos της Ελβετίας, όπου διαδραματίζεται η ιστορία.
Ο Τζέρεμι είναι βιολονίστας, και μάλιστα σολίστας. Μια κακή κριτική τον οδήγησε σε νευρική κατάρρευση με αποτέλεσμα να χρειαστεί θεραπεία και τελικά να καταφύγει σε ένα ησυχαστήριο σαν κι αυτό μέχρι να ηρεμήσουν τα νεύρα του. Η Κλάρα έχει μόλις εγκαταλειφθεί από έναν ανάξιο σύζυγο, που δεν άντεξε στην ιδέα να καθίσει δίπλα σε μια γυναίκα που δεν της μένει πολύς χρόνος ζωής.
Ο Wilder εκδραματίζει εδώ ένα μέρος της προσωπικής του ιστορίας. Η γυναίκα του έπασχε από καρκίνο. Δεν μπόρεσε να τον θεραπεύσει, και τελικά κατέληξε. Περίμενα ένα εξίσου δραματικό τέλος και σ’ αυτό το έργο. Όμως ο Wilder το τέλειωσε όπως θα ήθελε να είχε τελειώσει και στην προσωπική του ζωή, με τη θεραπεία της γυναίκας του.
Και θυμόμαστε πάλι ένα άλλο έργο, αυτή τη φορά κινηματογραφικό, το «Μίλα της» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Η κοπέλα είναι σε κώμα και βρίσκεται κάτω από τις φροντίδες ενός νεαρού, ο οποίος την αγαπούσε από παλιά. Θα κάνει έρωτα μαζί της ενώ αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε κώμα, με ελάχιστες ελπίδες να συνέλθει. Ξαφνικά όμως αυτή αρχίζει να συνέρχεται. Οι γιατροί ξαφνιάζονται με αυτό το θαύμα, και αρχίζουν να της κάνουν εξετάσεις. Θα ανακαλύψουν ότι είναι έγκυος, πράγμα που θα οδηγήσει τον νεαρό στη φυλακή. Κάποια στιγμή μας λέει ότι θα αποδράσει. Δεν φανταζόμαστε ότι εννοούσε πως θα αυτοκτονήσει. Εδώ το τέλος είναι δραματικό.
Όπως το γεγονός της εγκυμοσύνης ενεργοποίησε τον ανοσοποιητικό μηχανισμό της κοπέλας με αποτέλεσμα να συνέλθει από το κώμα, έτσι και το γεγονός ότι η Κλάρα έμεινε έγκυος ενεργοποίησε το ανοσοποιητικό της σύστημα με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί ο καρκίνος από το στομάχι της. Το τέλος βρίσκει τους δυο ήρωες, που είχαν ήδη παντρευτεί στο σανατόριο, στη Νέα Υόρκη, ευτυχισμένους με το νεογέννητο μωρό τους.
Δυο είναι τα κύρια υφολογικά χαρακτηριστικά του Wilder: Η αφηγηματική λιτότητα και το χιούμορ. Μας ήταν ήδη γνωστά από την αυτοβιογραφία του, και τα συναντήσαμε κι εδώ. Η παντελής έλλειψη πλατειασμού και το χιούμορ, τόσο στα επεισόδια όσο και στην αφήγηση, κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου αυτού ιδιαίτερα ευχάριστη.
Το να υπάρχουν επώνυμα πρόσωπα ως ήρωες μυθιστορημάτων είναι πράγμα σπάνιο. Και δεν εννοώ μόνο το ιστορικό μυθιστόρημα ή το μυθιστόρημα που πλησιάζει το ιστορικό, όπως π.χ. ο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι όπου εμφανίζονται στην πλοκή ο Κουτούζωφ και ο Ναπολέων. Ο Άγιος Φραγκίσκος στον «Φτωχούλη του θεού» του Καζαντζάκη είναι πραγματικό πρόσωπο. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό και μια ταινία, ο «Ταχυδρόμος» (Il postino, 1994) του Μάικλ Ράντφορντ, με τον Φιλίπ Νουαρέ στο ρόλο του Νερούντα, που διδάσκει τον νεαρό ταχυδρόμο τις περιώνυμες metaphorae, που θα τις χρησιμοποιήσει με επιτυχία στα ποιήματα που γράφει για να κατακτήσει την εκλεκτή της καρδιάς του. Και όπως διαβάζω στο διαδίκτυο, το έργο είναι μεταφορά από το μυθιστόρημα του Αντόνιο Σκάρμετα «Ο ταχυδρόμος του Νερούντα», και είχε καλύτερη τύχη (πέντε υποψηφιότητες για όσκαρ) από ό, τι το μυθιστόρημα.
O Τζέρεμι, με βάση τις απαιτήσεις της οικονομίας του έργου, κάπως πρέπει να αποκτήσει επαφές και με κάποιον άντρα. Ένας επώνυμος σίγουρα είναι πιο ενδιαφέρων αφηγηματικά, και μπορεί να διηγηθεί ανέκδοτα που δεν θα πήγαιναν στο στόμα ενός κοινού θνητού, όπως το ότι ο Τολστόι σχολίασε μια παράσταση του Θείου Βάνια λέγοντας ότι ήταν κακή, αλλά ο συγγραφέας δεν ήταν χειρότερος από τον Σαίξπηρ. Και, κάτι το οποίο ήξερα, ότι μια κακή κριτική για την πρώτη συμφωνία του Σεργκέι Ραχμάνινωφ οδήγησε τον νεαρό συνθέτη σε νευρική κατάρρευση. Ευτυχώς συνήλθε, για να μας δώσει το υπέροχο δεύτερο κονσέρτο του για πιάνο και ορχήστρα.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικό. Όσοι έχουν απολαύσει τον Wilder ως ηθοποιό σε έργα όπως «Η γυναικάρα με τα κόκκινα» και «Φρανκεστάιν τζούνιορ» μπορούν να τον απολαύσουν σ΄ αυτό το μυθιστόρημα εξίσου και ως συγγραφέα.

Sunday, April 10, 2011

Σιδέρης Ντιούδης, Η βραδυπορία της στιγμής

Σιδέρης Ντιούδης, Η βραδυπορία της στιγμής, Αιώρα 2011, σελ. 27.

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα

Βαρομετρικός δείκτης της σύγχρονης εποχής τα ωραία αυτά ποιήματα ενός νέου ποιητή.

Ολιγογράφος ο Σιδέρης, μετά από πέντε χρόνια από τότε που εκδόθηκε η πρώτη του βραβευμένη ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελεύθερη πτώση» εκδίδει την δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η βραδυπορία της στιγμής». Δεν βιάζεται να μιλήσει, φαίνεται να έχει περί πολλού τη σιωπή. Τη λέξη αυτή τη συναντάμε σε κάμποσα ποιήματα της συλλογής. «Ας μαθητεύσουμε ξανά στη σιωπή/ας ξεχαστεί η αποχή μας… Σιώπησα/και μια αγαλλίαση/κούρνιασε στην ψυχή μου» (σελ. 14).
Σε μια εποχή που όλοι βιάζονται να μιλήσουν, στα τηλεοπτικά πάνελ ειδικά σκεπάζοντας με τις φωνές τους τις φωνές των άλλων, η σιωπή, και ας την τραγούδησαν οι Tremelous το 1967 λέγοντας «Silence is golden», έχει πέσει σε κάτι περισσότερο από ανυποληψία: σε ενοχή. «Καταδίκασαν τη σιωπή./ Είπαν, πως δεν μπορεί να μιλήσει/ και την κάθισαν/ στο εδώλιο/ για αυθάδεια και ειρωνεία… Η σιωπή όμως/ είχε αθωωθεί προ πολλού./ Απλά χαμογελούσε». Ειρωνικά. Εμείς την είχαμε αθωώσει. Εμείς που δεν είμαστε «εγκλωβισμένοι/ σε μια γλώσσα ξύλινη/ προϊόν ακραίας τυποποίησης» (από το «Σιωπή», σελ. 18).
Υπαρξιακή έχει χαρακτηριστεί η σύγχρονη ποίηση, που μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων αφηγείται την μικρή, προσωπική περιπέτεια του ποιητή σε μια έρημη χώρα, στην οποία εμείς οι αναγνώστες αναγνωρίζουμε πολλά στοιχεία από τη δική μας περιπέτεια. Αφηγηματικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ημερολογιακή, με μικρές καταχωρίσεις που εικονογραφούν καθημερινά επεισόδια τα οποία επενδύονται με ευρύτερες νοηματοδοτήσεις, ή σκέψεις πάνω σε προβλήματα και καταστάσεις, ή απλά εικόνες που συλλαμβάνει ο αμφιβληστροειδής μας, για να συλλάβουν στη συνέχεια αυτές με τη σειρά τους τη σκέψη μας.
Το ποίημα «Σύνθεση», που πυροδοτείται φαντάζομαι από ένα απλό γεγονός, μιλάει για το αδυσώπητο κύλισμα του χρόνου. «Νεκρά περιστέρια/ κείτονται στο δρόμο./ Στη φλεγόμενη άσφαλτο/μια σύνθεση∙/ νιφάδες πούπουλα,/αίμα και βλέμματα»…. Μια νεκρή φύση… Οι μέρες θα περάσουν,/ θα γυρίσουν/ οι δείχτες του ρολογιού,/ και οι νιφάδες πούπουλα/ θα αποσυντεθούν∙/ το αίμα θα στεγνώσει/ και τα βλέμματα/ σε μια άλλη σύνθεση/ σε μια άλλη νεκρή φύση/ θα εστιάσουν» (σελ. 10). Πιο κάτω, στο ποίημα «Σκόνη», ο Σιδέρης Ντιούδης γράφει: «Η σκόνη καταλάγιασε/ και ανάλαφρα σκέπασε τα πάντα./ Τόσο αθόρυβα/ σχεδόν αόρατα/ στο βασίλειο της εικόνας» (σελ. 15).
Το αδυσώπητο της ροής του χρόνου μπορεί να εξορκιστεί εν μέρει με τη «βραδυπορία της στιγμής». «Βαδίζω/ στον ίδιο δρόμο/ με τις ίδιες…» επαναλαμβάνει δυο φορές ο ποιητής, που, όπως μας λέει, «αφήνω πίσω τις σκιές/ και γεύομαι το φως» και έτσι «το σύνηθες/ φαίνεται καινούριο/ κάτω απ’ τον μοναδικό ουρανό» (σελ. 16).
Στην «Εταιρεία υποσχέσεων» γράφει: «Οι άνθρωποί μας/ σκλάβοι των ελπίδων/ θεμελιωτές των οραμάτων» (σελ. 20). Δεν υπάρχει μια μόνο εταιρεία υποσχέσεων, υπάρχουν πολλές, αλλά τέσσερις είναι οι μεγαλύτερες: Η εταιρεία των πολιτικών, ο ΟΠΑΠ, τα κρατικά λαχεία και τα λαϊκά λαχεία. Από τις μικρότερες είναι η λαχειοφόρος αγορά στο πανηγύρι του χωριού μου.
Αν οι ελπίδες χρειάζονται στήριξη, η επιθυμία πού μπορεί να στηριχθεί; Στα αντικαταθλιπτικά; Η ψυχολογία ως γνωστόν λέγει ότι ένα μείζον σύμπτωμα ψυχικής διαταραχής είναι η έλλειψη επιθυμίας, η αδιαφορία, η ανηδονία. Στο «Ναυάγιο» διαβάζουμε: «Η επιθυμία βυθίστηκε». Όμως η ελπίδα παρολαυτά υπάρχει. Και το ποίημα τελειώνει: «Και ποιος ξέρει,/ ίσως οι δύτες εντοπίσουν/ και ανασύρουν το ναυάγιο,/ ίσως η επιθυμία/ επιζήσει/ και κολυμπώντας/ να εντοπίσει τη στεριά» (σελ. 13).
Αλλά ας μην τα αφήσουμε όλα στην τύχη. «Ας αφήσουμε την θλίψη να ξαποστάσει!» μας προτρέπει στην αρχή και στο τέλος του ομώνυμου ποιήματος ο ποιητής.
Όμως, που να πάρει, «Στέρεψε και πάλι/ το πηγάδι των ευχών» (σελ. 19) μας λέει ο Ντιούδης σε ένα ποίημά του. Και το πιο φρικτό: «Τίποτα δεν είχε σημασία», όπως μας λέει στο ομώνυμο ποίημα ο ποιητής αποκαλύπτοντας σε υποσημείωση το διακείμενό του: «Φράση από τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ». Πού δεν είχε τίποτα σημασία; «Στα περιστύλια του θανάτου».
Παρόλο που κάποια ποιήματα γράφηκαν χρόνια πριν, η συλλογή αυτή εκδραματίζει την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και θα βρισκόμαστε για όσο διαρκέσει η ΔΝΤ εποχή. Ελπίζουμε όχι και μετά. Και ελπίζουμε επίσης η εποχή αυτή να είναι σύντομη.
Ο Σιδέρης Ντιούδης είναι ένας ελπιδοφόρος νέος ποιητής. Πρέπει να σπάζει πιο συχνά τη σιωπή του, και να μας δώσει πιο σύντομα την επόμενή του ποιητική συλλογή.

texts2

Το ξαναλέμε, τα πάντα (σχεδόν) βρίσκονται στην ιστοσελίδα μου

Tuesday, April 5, 2011

Ναζίμ Χικμέτ, Μια χειμωνιάτικη νύχτα

Ναζίμ Χικμέτ, Μια χειμωνιάτικη νύχτα (μετ. Γ. Εγγλέζος), εκδόσεις Δαμιανού, χχ, σελ. 135

Τον Ναζίμ Χικμέτ, τον στρατευμένο τούρκο αριστερό ποιητή, η γενιά μου τον γνωρίζει πολύ καλά. Οι περισσότεροί μας έχουμε τραγουδήσει τους στίχους του «Αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται εδώ πέρα, η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται…/ Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή/ την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα/ πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται», σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, πρωτοτραγουδισμένους από την αλησμόνητη Μαρία Δημητριάδη. Η καρδιά του Ναζίμ Χικμέτ βρισκόταν κοντά στους αγωνιστές για τα ιδανικά για τα οποία και ο ίδιος αγωνίστηκε και φυλακίστηκε.
Τη στρατευμένη λογοτεχνία την βλέπουμε σήμερα με καχυποψία, πράγμα που είναι λάθος. Συχνά δεν είναι υψηλή λογοτεχνία, όμως ξεχειλίζει από ένα γνήσιο αίσθημα που το νοιώθει κανείς αμέσως.
Ο Χικμέτ είναι κατά βάση ποιητής, όμως έγραψε και πεζογραφήματα, και ένα από αυτά είναι το «Μια χειμωνιάτικη νύχτα».
Κακή μετάφραση, κακή επιμέλεια, κακή έκδοση. Κατ’ αρχήν απουσιάζει ο χρόνος της έκδοσης, αν και ο επταψήφιος αριθμός τηλεφώνου του εκδοτικού οίκου θέτει ως terminus post quem την δεκαετία του ’70. Δεν αποκλείεται όμως να πρόκειται για επανέκδοση. Πριν από τον πρόλογο τον οποίο μάλλον έγραψε ο μεταφραστής υπάρχει ένα κείμενο του Ναζίμ Χικμέτ με ημερομηνία 10-8-1951 που απευθύνεται στον Έλληνα αναγνώστη, μέσω του εκδοτικού «Νέα Ελλάδα», ενώ κάπου στον πρόλογο διαβάζουμε: «όπως λέει ο σ(ύντροφος) Στάλιν» (σελ. 10). Μάλλον θα γράφηκε πριν το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Το βιβλίο το αγόρασα πέρυσι από το παζάρι στην πλατεία Κλαυθμώνος. Το πήρα για να το διαβάσω επειδή στο εξώφυλλο, κάτω από τον τίτλο, έγραφε «διηγήματα». Είχα σκοπό να διαβάζω ένα κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ.
Τελικά δεν επρόκειτο για διηγήματα, αλλά για μια νουβέλα. Μια νουβέλα με τα χαρακτηριστικά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Είναι η ιστορία του μάστρο Νουρή, με φόντο την οθωμανική αυτοκρατορία, από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Με ένα λιτότατο ύφος ο Χικμέτ αφηγείται την ιστορία των ηρώων του, που οι περισσότεροι είναι τυπικοί εκπρόσωποι συγκεκριμένων τάξεων και στρωμάτων. Ο καλόκαρδος μαστρο-Νουρής, τεχνίτης, παντρεύεται την Γκιουλιζάρ, που την έδιωξαν από το μεγαλόσπιτο όπου ήταν θετή κόρη, αφού έμεινε έγκυος από τον νεαρό ερωτιδέα του σπιτιού και υφίστατο συνεχείς παρενοχλήσεις. «Λοιπόν Σελήμ, αν κάποιο παιδάκι άταχτο πετάξει σ’ ένα ρέμα ένα μικρό γατάκι κι εσύ ξέρεις ότι με το άπλωμα του χεριού σου θα το σώσεις το ζώο, θα το απλώσεις το χέρι σου ή δεν θα το απλώσεις;» (σελ. 52). Ο γκιαούρης Τζεμάλ είναι ο φωτισμένος αστός, ενώ ο Αβδουραχμάν είναι ο μορφωμένος θεολόγος. Ο Σαΐτ όμως, αν και όχι τόσο μορφωμένος όσο οι δυο πρώτοι, αποτελεί την ελπίδα για το μέλλον. Είναι ο συνδικαλιστής που οργανώνει τους εργάτες. Εργάτης δουλεύει πια και ο μάστρο Νουρής, αφού ο πόλεμος κατέστρεψε πολλούς από την τάξη των μικρομεσαίων και ανέδειξε πολλά καινούρια τζάκια που έκαναν χρήματα εκμεταλλευόμενοι τις ελλείψεις που προκάλεσε, σε συνεργασία με τους διεφθαρμένους πολιτικούς. «… το μυαλό του είναι φωτεινό, υπάρχει κάποιος δρόμος στο μυαλό του Σαΐτ, ίσως βρίσκεται στα μισά αυτού του δρόμου, αλλά είναι βέβαιο ότι θα φτάσει μέχρι το τέλος. Ο Σαΐτ παραπονιέται για την αδικία αντί να μιλάει για τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη του είναι σταθερή. Ο μάστορας Νουρή εκτιμά πολύ τον Σαΐτ αλλά η εκτίμηση αυτή δεν μοιάζει με την εκτίμηση που ένοιωθε παλιά για τον γκιαούρη Τζεμάλ και τον Αβδουρραχμάν. Εκείνοι έδειχναν την ανωτερότητά τους∙ κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στον Σαΐτ» (σελ. 133). Πιο πριν λέει ο ήρωάς του: «θα διαβάσω, θα διαβάσω για να καταλάβω τον κόσμο μάνα, αφού τον καταλάβω θα τον ομορφήνω, θα τον αλλάξω μάνα!..» (σελ. 44). Ο Χικμέτ, ζώντας σε μια παρακμασμένη αυτοκρατορία με ένα καταπιεσμένο, αμόρφωτο λαό, βελτιώνει τη γνωστή μαρξιστική ρήση «Σημασία δεν έχει να γνωρίσουμε τον κόσμο, σημασία έχει να τον αλλάξουμε». Προϋπόθεση για να τον αλλάξεις είναι να τον γνωρίσεις.
Δεν μπόρεσα να βρω πότε γράφηκε αυτή η νουβέλα. Μια και η υπόθεση τοποθετείται στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, ίσως αποτελεί πρώιμο έργο του ποιητή, τότε που έψαχνε το δρόμο του. Τον βρήκε τελικά στην ποίηση.

Saturday, April 2, 2011

Πηνελόπη Δέλτα, Το παραμύθι χωρίς όνομα

Πηνελόπη Δέλτα, Το παραμύθι χωρίς όνομα, διασκευή και σκηνοθεσία Τάκης Τζαμαριάς

Θα ήταν μεγάλο τόλμημα για οποιονδήποτε να αναμετρηθεί με το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Το παραμύθι χωρίς όνομα» και η δική του προσπάθεια να συγκριθεί με τη θεατρική διασκευή που έκανε ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου Ιάκωβος Καμπανέλλης, που πέθανε μόλις πριν λίγες μέρες σε ηλικία 89 ετών. Ο Τάκης Τζαμαριάς, σκηνοθέτης και ΕΕΠ στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, το τόλμησε με μεγάλη επιτυχία. Η αίθουσα του Εθνικού Θεάτρου όπου δίνεται η παράσταση είναι κάθε φορά κατάμεστη από θεατές, μικρούς και μεγάλους, μαθητές σχολείων και παιδιά με τους γονείς τους.
Η ιστορία είναι γνωστή: Ο ανίκανος βασιλιάς, περιτριγυρισμένος από διεφθαρμένους αξιωματούχους, έχει οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Όμως την τελευταία στιγμή ο γιος του αναλαμβάνει τα ινία, καταφέρνει να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του λαού και να οδηγήσει νικηφόρα το στρατό του ενάντια στους εχθρούς που εποφθαλμιούσαν την ακεραιότητα της χώρας.
Το παιδικό θέατρο μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του ολιστικού θεάτρου. Ενώ το θέατρο για ενήλικες μπορεί να είναι σαν μια μουσική δωματίου, με ελάχιστους ηθοποιούς - καμιά φορά μόνο με έναν ηθοποιό πάνω στη σκηνή - με λιτά κουστούμια, υποτυπώδη σκηνικά και ελάχιστη μουσική διακόσμηση, το παιδικό θέατρο πρέπει να είναι σαν μια μουσική συμφωνία, που σημαίνει πολυπρόσωπο θίασο, φανταχτερά κοστούμια, πλούσια σκηνικά, μουσική, τραγούδι και χορό που θα κατακλύσουν τις αισθήσεις του ανήλικου θεατή σε μια εντυπωσιακή φαντασμαγορία. Όλα αυτά υπήρχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην παράσταση που είδαμε σήμερα στο Εθνικό Θέατρο, με τους εξαιρετικούς ηθοποιούς σε ένα ενορχηστρωμένο σύνολο κάτω από την χαρισματική διεύθυνση του Τάκη Τζαμαριά, σε μια πανδαισία χρωμάτων, τόσο των κουστουμιών όσο και των σκηνικών.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που μεγάλωσε ο γιος μου και έπαψα κι εγώ μαζί του να βλέπω παιδικό θέατρο. Έτσι η παράσταση του Τάκη Τζαμαριά ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη. Χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση κλισέ ενώ δεν θα έπρεπε, γιατί ξέρω τον Τάκη, ξέρω τις σκηνοθετικές του ικανότητες και έχω γράψει για άλλες σκηνοθετικές του δουλειές, που όμως ήταν για ενήλικους θεατές. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με παιδικό θέατρο, και αν και η επιτυχία ήταν αναμενόμενη, δεν ήταν αναμενόμενο το μέγεθός της.
Γράφοντας αυτές τις γραμμές μου ήλθε στο νου κάτι που ειπώθηκε προ-προχθές στην παρουσίαση του βιβλίου «Η χώρα του Τοτώρα», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη και με την επιμέλεια του καθηγητή θεατρολογίας Θόδωρου Γραμματά, ενός τόμου με μελέτες πάνω στο θέατρο για παιδιά και νέους: "Το θέατρο για παιδιά δεν το απολαμβάνουν υποχρεωτικά μόνο τα παιδιά, μπορεί εξίσου να το απολαύσουν και οι μεγάλοι, όπως και αντίστροφα". Και αυτό ισχύει απόλυτα για την παράσταση αυτή.
Να δώσω ένα παράδειγμα και για το αντίστροφο. Θυμάμαι το γιο μου, μαθητή δευτέρας δημοτικού, που επέμεινε να δούμε δεύτερη φορά το «Όνειρο θερινής νύχτας» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, που δόθηκε πριν χρόνια. Ήταν μια παράσταση για μεγάλους, που όμως άρεσε υπερβολικά στο γιο μου. Φυσικά δεν του χάλασα το χατίρι.
Κλείνοντας να αναφέρουμε για όσους θα ήθελαν να δουν το έργο ότι παραστάσεις δίνονται κάθε μέρα στο θέατρο Ρεξ του Εθνικού Θεάτρου στις δέκα η ώρα, και κάθε Σάββατο και Κυριακή στις τρεις.