Book review, movie criticism

Tuesday, January 26, 2016

78. Χρόνια πολλά-Καλή χρονιά



78. Χρόνια πολλά-Καλή χρονιά

  Έμμετρα μας ευχήθηκε στην κοπή της πίττας του συλλόγου μας (σύλλογος Κατωχωριτών) ο Μανώλης ο Μπαχλιτζανάκης (έχουμε αναφερθεί ξανά σ’ αυτόν, του οφείλουμε μια τουλάχιστον μαντινάδα):
 
Χρόνια πολλά σας εύχομαι για τον καινούριο χρόνο
Να είστε πλούσιοι στις χαρές και πάμφτωχοι στον πόνο

  Στο βίντεο που ανάρτησα στον τοίχο του στο facebook αντευχήθηκα:

Μανώλη ευχαριστούμε σε για τις θερμές ευχές σου
Χίλιοι να ’ναι οι χρόνοι σου και μύριες οι χαρές σου

Thursday, January 21, 2016

Νίκος Λαγκαδινός, Είσαι παράνομος ρε



Νίκος Λαγκαδινός, Είσαι παράνομος ρε, Δυτικός Άνεμος 2015, σελ. 140

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Πέντε άτομα αφηγούνται την προσωπική τους ιστορία, που ξεκινάει από τα μαύρα χρόνια της κατοχής και καταλήγει στη χούντα.

  Ποιος είναι ο παράνομος;
  Ένας πιτσιρικάς που πουλάει κουλούρια.
  Και ποιος του το λέει;
  Ένας αστυνομικός.
  Και γιατί το «ρε»;
  Ε, δεν θα απαντήσω σ’ αυτό.
  Μιλάμε για την αμέσως μετά τον εμφύλιο περίοδο, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές τις από την κατοχή και τον εμφύλιο, όταν η απίστευτη φτώχεια έστελνε τα παιδιά της στην ξενιτιά (μετά από 60 χρόνια θα τα έστελνε πάλι στην ξενιτιά η ανεργία), και οι αριστεροί υφίσταντο κάθε είδους διώξεις από τους νικητές στον εμφύλιο.
Έχω δηλώσει στους φίλους μου ότι δεν αντέχω άλλο εμφύλιο. Εν τάξει, να ξέρεις το παρελθόν σου, αλλά όχι και να το αναμασάς συνεχώς.
Όμως το βιβλίο του Λαγκαδινού δεν είναι ένα βιβλίο για τον εμφύλιο, με εμβριθείς αναλύσεις για τα γεγονότα, τα οποία είναι σε όλους λίγο πολύ γνωστά. Είναι πέντε μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν, όχι ως πρωταγωνιστές αλλά ως μάρτυρες, μάρτυρες και με την άλλη σημασία της λέξης, όπως είναι ο άμαχος πληθυσμός που πληρώνει τα σπασμένα στις συγκρούσεις των ενόπλων. Για παράδειγμα, ένας παπάς με την ομάδα του σκότωσαν ένα γερμανό και εξευτέλισαν το πτώμα του, αλλά το χωριό την πλήρωσε.
Μπορεί να μη με ενδιαφέρει πια ο εμφύλιος, όμως με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο αντίκτυπος που είχε στους μάρτυρες αυτούς. Ίσως η ιστοριογραφία θα έπρεπε να λαμβάνει πολύ περισσότερο υπόψη της τέτοιου είδους μαρτυρίες.
Οι αφηγήσεις είναι πραγματικές όπως μπορώ να υποθέσω από ενδοκειμενικές ενδείξεις, αφηγήσεις τις οποίες ο Λαγκαδινός αναπαράγει με τη συγγραφική του πένα χωρίς να προδίδει την προφορικότητά τους, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της αυθεντικότητάς τους.
Υπάρχουν επίσης στις αφηγήσεις της Μαριγώς, του Γαρμπή (του κουλουρά από την αφήγηση του οποίου πήρε την ατάκα ο Λαγκαδινός και την έβαλε ως τίτλο του βιβλίου), του Γρατσουνιά και των άλλων εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, κάποιες από τις οποίες δεν έχουν άμεση σχέση με τα ιστορικά γεγονότα αλλά δίνουν μια χιουμοριστική νότα στη συνολική αφήγηση.
Όμως ας δώσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Μη νομίσετε ότι το έργο το είχα δει μέσα στην αίθουσα, καθισμένος σε καρέκλα. Απλώς ήταν ένα δέντρο δίπλα στη μάντρα του σινεμά και είχα σκαρφαλώσει μέσα στα κλαδιά» (σελ. 65).
Εγώ είχα δει πολλά έργα σκαρφαλωμένος στη μουριά που είναι μπροστά από το σινεμά του Φαφούτη στο χωριό μου. Πού λεφτά για εισιτήριο εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Μάλιστα μια φορά ήλθε και κοίταζε με το φακό από κάτω, μήπως είχε σκαρφαλώσει κανείς. Εγώ είχα λουφάξει στην κορυφή, με την καρδιά μου να τρέμει. Ευτυχώς το πυκνό φύλλωμα με έκρυψε.
Ναι, αυτοβιογραφούμαι συχνά μέσα από τις βιβλιοκριτικές μου.
Το παραπάνω επεισόδιο το θυμόμουνα πάντα, όμως αυτό που θα αφηγηθώ μετά το σχετικό απόσπασμα που θα παραθέσω το είχα ξεχάσει εντελώς, και ανακλήθηκε συνειρμικά στη μνήμη μου διαβάζοντάς το.
«…τότε παίρναμε εισιτήρια με την κανονική τιμή και τα πουλάγαμε στη μαύρη αγορά. Μας κυνηγούσε η αστυνομία, αλλά είχαμε μάθει να την αποφεύγουμε. Έβγαινε καλό μεροκάματο…» (σελ. 84).
Ήμουν φοιτητής, στα χρόνια της χούντας. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκε στα χέρια μου ένα εισιτήριο για κάποιο ματς. Ποδοσφαιρόφιλος δεν υπήρξα ποτέ, δυο φορές όλες κι όλες πήγα στη ζωή μου σε γήπεδο, φοιτητής, κι αυτό για λόγους πατριωτικούς, για να υποστηρίξω των ΟΦΗ (και τις δυο φορές έχασε). Θέλησα λοιπόν να το πουλήσω. Είχα ακούσει για τη μαύρη αγορά εισιτηρίων, και είπα να δοκιμάσω την τύχη μου. Θυμάμαι, είχα σταθεί σε ένα από τα πεζοδρόμια της Ομόνοιας.
-Εισιτήριο για το ματς…
Όσο και αν κατέβαζα την τιμή δεν τσίμπαγε κανείς. Ευτυχώς που κατάφερα την τελευταία στιγμή και το πούλησα στην κανονική του τιμή.
Πήγα και άλλη μια φορά σε γήπεδο, αλλά σε αγώνα μπάσκετ. Οικογενειακώς, με τσάμπα εισιτήρια. Φεύγοντας είχα πλουτίσει το λεξιλόγιό μου με μερικές βρισιές που μέχρι τότε αγνοούσα.
Η γυναίκα μου μού έβαζε συχνά τις φωνές γιατί δεν παίρνω το γιο μας να πάμε στο γήπεδο, «όπως κάνουν όλοι οι μπαμπάδες».
Ε, τι να κάνουμε, δεν είμαι όπως όλοι οι μπαμπάδες.
Μια εγκιβωτισμένη αφήγηση με μια παραβολική ιστορία καταλήγει:
«Αυτά μου είπε ο αστυνομικός με τον αριθμό 118, για να μου δώσει να καταλάβω ότι δεν πρέπει να στεναχωριέμαι, και ότι δεν είναι μόνο τα λεφτά στη ζωή μας, αλλά είναι κι άλλα πράγματα…» (σελ. 100).
Και θυμήθηκα μια γελοιογραφία που διάβασα παλιά στο facebook: Η βουλή, μετά από ολονύκτια συνεδρίαση για τη λήψη μέτρων για την κρίση, απεφάνθη: Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία στη ζωή.
Αυτή την ατάκα δεν μπορώ να μην την παραθέσω:
«Ρε, άφησέ τους… οι πολιτικοί δεν νοιάζονται για μας. Για τη μάσα νοιάζονται…» (σελ. 74).
Οι αφηγήσεις αυτές με συνάρπασαν κυριολεκτικά, και είμαι σίγουρος ότι θα συναρπάσουνε κι εσάς.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Wednesday, January 13, 2016

Nima Beltijeh, Utopie


Η ταινία υπάρχει στο youtube
Άλλη μια σύμπτωση: Βλέπω την ταινία μετά τα γεγονότα που συνέβησαν στην Κολωνία, και το μένος που έχει ξεσπάσει κατά των μεταναστών.
Ο Babak με τη μητέρα του είναι πρόσφυγες, σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Περιμένουν την απόφαση του δικαστηρίου, αν θα τους δεχθούν ως πολιτικούς πρόσφυγες ή όχι. Η ζωή είναι δύσκολη, ο Μπαμπάκ καταφέρνει να βρει μια δουλειά σε ένα καφέ, η μητέρα όμως όχι. Εργαζόταν ως babysitter στο Ιράν, εδώ όμως η γνώση της αγγλικής είναι απαραίτητη. Νοσταλγεί την πατρίδα.
Κάποια στιγμή τους ανεβάζουν το νοίκι. Δεν είναι δυνατόν να τα βγάλουν πέρα, ο φίλος του Babak που μεσολάβησε για να βρει δουλειά τους προτείνει να συγκατοικήσουν. Θα δεχτούν μετά από κάποιες αντιρρήσεις, μην τον ξεβολέψουν.
Βλέπουμε και άλλους ιρανούς μετανάστες που τα έχουν καταφέρει, κάποιοι μάλιστα πάρα πολύ καλά. Ο Babak φλερτάρει με την κόρη ενός τέτοιου.
Θα απορρίψουν το αίτημά τους για πολιτικό άσυλο. Σε δυο μήνες θα πρέπει να έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Δεν τους έπεισαν τα χαρτιά που τους έδωσε ο Babak για να αποδείξει ότι είναι πολιτικός ακτιβίστας. Πολλοί ισχυρίζονται ότι διώκονται πολιτικά για να γίνουν δεκτοί ως πολιτικοί πρόσφυγες, χωρίς να είναι πραγματικά. Ο άλλος δρόμος, να κάνουν αίτημα ως κανονικοί μετανάστες, είναι πολύ πιο δύσκολος, αφού προϋπόθεση τώρα πια για να σε δεχθούν σε οποιαδήποτε χώρα είναι να ξέρεις τη γλώσσα.
Ο Babak έχει αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο. Έχει γράψει ένα γράμμα και το αφήνει στο φίλο του με την εντολή να το διαβάσει στη μητέρα του μετά από παρέλευση κάποιων ημερών. Το γράμμα αυτό είναι αποχαιρετιστήριο: δεν σκοπεύει με κανένα τρόπο να γυρίσει στο Ιράν. Προηγουμένως ο φίλος του είχε κολλήσει αφίσες με τη φωτογραφία του ως εξαφανισθέντα.
Στις τελευταίες σκηνές τον βλέπουμε να βαδίζει το δρόμο προς την Ουτοπία, ένα δρόμο γεμάτο χιόνι. Καταριέται τον πατέρα του που τους εγκατέλειψε. Έψαχνε κι αυτός τη δική του Ουτοπία, και δεν είχε καταφέρει τη μητέρα του να τον ακολουθήσει.
Θα τα καταφέρει;
Έτσι φαίνεται προς το παρόν. Σε μια τελευταία σκηνή τον βλέπουμε στο κάθισμα του συνοδηγού ενός αυτοκινήτου, στον ίδιο χιονισμένο δρόμο. Κάποιος σταμάτησε και τον πήρε. Ένα ζευγάρι ζάρια-μπιμπελό που κρέμονται μπροστά στο παρμπρίζ ταλαντεύονται ανάμεσα στο πέντε-τρία και στις τριάρες.

Wednesday, January 6, 2016

Danis Tanović, Most of his movies



Danis Tanović (1969 - )

  Έγραψα σε προηγούμενη ανάρτησή μου πόσο με ενθουσίασε ο γιουγκοσλάβικος κινηματογράφος και ότι είχα πρόθεση να κάνω εβδομάδα γιουγκοσλάβικου κινηματογράφου. Ήξερα βέβαια ότι αυτό το έλεγα μεταφορικά, δεν μπορούσα να παρατήσω το διάβασμα για να βλέπω ταινίες, που για μένα είναι η δεύτερη προτεραιότητα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι οι περισσότερες ταινίες που θα έβλεπα στη συνέχεια θα ήταν γιουγκοσλάβικες. Έτσι σειρά έχει σήμερα ο Βόσνιος Τάνις Τάνοβιτς, που τον παρουσιάζω πακέτο, σχεδόν όλες τις ταινίες του.

  No man’s land (2001)

  Με είχε συγκλονίσει τόσο πολύ η ταινία όταν την πρωτοείδα, που είπα να την ξαναδώ τώρα που αποφάσισα να δω πακέτο τον Βόσνιο σκηνοθέτη Ντάνις Τάνοβιτς. Ειδικά το τέλος της μου έχει μείνει αξέχαστο.
  Μια ομάδα Βόσνιων στρατιωτών χάνονται, και πέφτουν πάνω στις γραμμές των Σέρβων. Αποδεκατίζονται. Ένας καταφέρνει να σωθεί πέφτοντας μέσα σε ένα χαράκωμα που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα στις γραμμές των Σέρβων και τις δικές τους. Δυο Σέρβοι έρχονται για ανίχνευση. Ο Βόσνιος κρύβεται. Βρίσκουν το πτώμα ενός Βόσνιου. Το τοποθετούν πάνω από ένα μικρό λάκκο, και από κάτω βάζουν μια νάρκη. Αν μετακινηθεί το πτώμα, η νάρκη θα εκραγεί. Ίσως έλθουν Βόσνιοι να το πάρουν.
Ο Βόσνιος που κρύβεται τους πυροβολεί.  Σκοτώνει τον ένα ενώ ο άλλος τραυματίζεται. Και ξαφνικά ο νεκρός αρχίζει να κινείται. Ο Βόσνιος δεν ήταν νεκρός, είχε απλά τραυματισθεί. Δεν πρέπει με κανένα τρόπο να μετακινηθεί, γιατί θα τιναχθούν όλοι στον αέρα.
Η συμβίωση είναι μια συμβίωση μίσους, που στο τέλος θα καταλήξει στο θάνατο και των δύο. Ενδιάμεσα θα εμπλακεί ο στρατός του ΟΗΕ, ενώ θα ανακατευθούν και οι δημοσιογράφοι. Ο Τάνοβιτς σατιρίζει την γραφειοκρατική αντιμετώπιση του ΟΗΕ, αλλά και τον «ζήλο» των δημοσιογράφων, που αυτό που τους νοιάζει είναι να προσφέρουν θέαμα στο κοινό. Μόνο ένας αξιωματικός του ΟΗΕ φαίνεται να ενδιαφέρεται πραγματικά.
Η νάρκη είναι αδύνατο να απασφαλισθεί. Αποχωρούν όλοι. Η κάμερα εστιάζει στον τραυματισμένο στρατιώτη που βρίσκεται πάνω στη νάρκη, απομακρυνόμενη προς τα πάνω, υποβάλλοντας την αίσθηση της εγκατάλειψης. Στο μεταξύ έχει νυχτώσει για καλά.  

Lenfer (2005)

Η «Κόλαση», ή «Η κόλαση μέσα μας» όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι η πέμπτη ταινία του Τάνοβιτς. Το σενάριο υπογράφουν οι Krzysztof Kieślowski and Krzysztof Piesiewicz. Επρόκειτο να αποτελέσει ένα μέρος μιας «δαντικής» τριλογίας, όπως εκείνη των τριών χρωμάτων, όμως ο θάνατος ματαίωσε το σχέδιο. Το σενάριο το τελείωσε ο Piesiewicz, για να το γυρίσει σε ταινία ο Τάνοβιτς.
Η μητέρα μαζί με τη μια της κόρη, επιστρέφοντας ξαφνικά στο σπίτι, βρίσκει ένα γυμνό νεαρό μπροστά στον σύζυγό της. Θεωρώντας δεδομένη την σεξουαλική τους σχέση τον αποπέμπει. Αυτός γυρνάει κάποια στιγμή απαιτώντας να δει τις κόρες του. Αυτή του αρνείται. Πάνω στον καυγά την τραυματίζει θανάσιμα. Βλέποντάς την ξαπλωμένη κάτω και αναίσθητη, αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο.
Αλλά η μητέρα δεν πέθανε. Ο θανάσιμος όμως τραυματισμός της τής στοίχισε την ομιλία. Με τους άλλους επικοινωνεί γράφοντας πάνω σε χαρτάκια. Την περιποιείται η Σόφι.
Και οι τρεις κοπέλες έχουν προβλήματα στις σχέσεις τους με το άλλο φύλο. Ο άντρας της Σόφι την απατά, και αυτή τον διώχνει, απαγορεύοντάς του να δει τα δυο παιδιά τους, απαράλλαχτα όπως έκανε η μητέρα της. Η Σελίν είναι χωρίς δεσμό.  Όταν την πλησιάζει ένας άντρας νομίζει ότι θέλει να κάνει σχέση μαζί της. Αυτός όμως την πλησίασε για άλλο λόγο: ήλθε για να της εξομολογηθεί ότι ήταν εκείνος ο νεαρός που είχε δει τότε, και ότι ο πατέρας της είχε αρνηθεί να κάνει σχέση μαζί του.
Άδικα λοιπόν τον έδιωξε η μητέρα τους.
Η Σελίν τα φτιάχνει με τον πατέρα της καλύτερής της φίλης, καθηγητή φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Αυτός, μη θέλοντας να καταστρέψει την οικογενειακή του γαλήνη, της ζητάει κάποια στιγμή να χωρίσουν. Αυτή επιμένει. Αυτός σκοτώνεται σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Μετά από αυτό το τραγικό συμβάν, ομολογεί τη σχέση τους στη φίλη της. Εκείνη εξοργισμένη τη διώχνει.
Η ματαίωση στις ερωτικές ζωές των τριών γυναικών μου έφερε στο νου τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ. Τη σχέση της ταινίας με μια αρχαιοελληνική τραγωδία δεν μπορούσα να την υποπτευθώ. Τη μαθαίνουμε όταν η Αν υποστηρίζει τη διατριβή της. Μπροστά στην εξεταστική επιτροπή μιλάει για τη «Μήδεια»:  
«Η κοινωνία υπαγορεύει οι γυναίκες να είναι ενάρετες και να υπακούν τους άντρες τους. Η Μήδεια θεωρείται σαν ιδανική σύζυγος που υφαίνει, γεννά παιδιά, κρατά το νοικοκυριό… Μέχρι τη μέρα που ο Ιάσων την προδίδει. Η ζήλεια της Μήδειας είναι τόσο μεγάλη που για να τον πληγώσει όσο γίνεται πιο βαθιά κάνει τη μεγαλύτερη θυσία: σφάζει τα ίδια της τα παιδιά. Ξέρει ότι είναι ο μόνος τρόπος για να τον τιμωρήσει πραγματικά. Ο Ευριπίδης μας δείχνει ότι, κάτω από υπερβολική πίεση, οι γυναίκες είναι αναπόφευκτο να εκραγούν. Και, όπως στη Μήδεια, τα παιδιά καταλήγουν να γίνονται κομμάτια. Η τραγωδία διερευνά τη φύση του ανθρώπου, τη θέση του στο σύμπαν και τη σχέση του με δυνάμεις που καθορίζουν την ύπαρξή του. Ο χαρακτήρας που ονομάζεται πρωταγωνιστής ή τραγικός ήρωας, υποφέρει από μια κακοτυχία που δεν είναι τυχαία, άρα δεν είναι κενή νοήματος, εφόσον οι πράξεις του ήρωα και η ατυχία του συνδέονται βαθύτατα. Η τραγωδία μας δείχνει πόσο ευάλωτος είναι ο άνθρωπος, του οποίου η δυστυχία προκαλείται από ένα συνδυασμό ανθρώπινων και θεϊκών ενεργειών. Να γιατί η τραγωδία δεν είναι δυνατή στις μέρες μας. Η κοινωνία μας έχει χάσει την πίστη. Ζούμε σε ένα κόσμο που έχει ξεχάσει το Θεό. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζήσουμε μέχρι τέλους το δράμα».
Από τα παραπάνω θα ξεχωρίσω αυτό εδώ: «Κάτω από υπερβολική πίεση, οι γυναίκες είναι αναπόφευκτο να εκραγούν. Και, όπως στη Μήδεια, τα παιδιά καταλήγουν να γίνονται κομμάτια».
Γίνονται κομμάτια με μια μεταφορική σημασία, ότι διαλύονται ψυχολογικά χάνοντας τον πατέρα τους. Στη μυθολογική «Μήδεια» η απατημένη γυναίκα τα σφάζει, μετά τα κομματιάζει, και ρίχνει ένα ένα τα κομμάτια στη θάλασσα, για να καθυστερήσει τον Ιάσωνα που σταματά για να τα μαζέψει.
Βέβαια, πρέπει να πούμε, υπάρχουν και αρσενικές Μήδειες. Στις ειδήσεις, πριν χρόνια, άκουσα για κάποιον που έπνιξε τα παιδιά του ρίχνοντάς τα στη θάλασσα, όταν τον εγκατέλειψε η γυναίκα του. Επίσης άκουσα για μια συνάδελφο που αντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα, όταν ο άντρας της πήρε την επιμέλεια των παιδιών τους και της έφερνε κάθε είδους προσκόμματα στο να τα βλέπει. Γνώρισα το ένα αγόρι. Σίγουρα θα είχε γίνει «κομμάτια», για να είναι πατωμένο στα μαθήματα και να αγωνιζόμαστε να πείσουμε τους συναδέλφους να τον περάσουν.
Ακούσαμε και ένα μέρος από μια παράδοση του καθηγητή της Σορβόννης, που είχε μεγάλο ενδιαφέρον.
«Έτσι, πριν δυο αιώνες, οι ορθολογιστές έπρεπε να βρουν κάτι να αντικαταστήσει τη Μοίρα. Γιατί σε ένα κόσμο όπου η Λογική έχει αντικαταστήσει το Θεό, η μοίρα δεν μπορεί να υπάρχει. Όμως έπρεπε να εξηγήσουν πραγματικά γεγονότα που ήσαν ακατανόητα για το ανθρώπινο μυαλό. Έτσι εφεύραν την σύμπτωση. Ίσως είμαι παλιομοδίτης, αλλά προτιμώ τη Μοίρα για να εξηγήσω το ανεξήγητο. Το βρίσκω πιο κομψό, πιο πειστικό, σε σχέση με τη σύμπτωση, που είναι κάτι το εντελώς μηχανικό. Θα μπορούσα να αποδεχθώ ακόμη και το θάνατο αν αποτελεί μέρος ενός Μεγάλου Σχεδίου, αν είναι ένα κεφάλαιο του μεγάλου Βιβλίου της Ζωής. Θα ήταν ένας θάνατος που τον είχε προδικάσει η Μοίρα. Πώς όμως να δεχθώ το θάνατο σαν αποτέλεσμα ενός τυχαίου συμβάντος; Όπως αν πέσει μια γλάστρα από ένα μπαλκόνι στο κεφάλι μου; Αυτός θα ήταν ένας εντελώς ανόητος και παράλογος θάνατος, χωρίς καμιά πνευματική διάσταση. Να γιατί προτιμώ τη Μοίρα. Από αισθητική άποψη είναι πολύ ανώτερη από τη Σύμπτωση. Η Μοίρα σε προκαλεί να γράψεις, ενώ το τυχαίο... Τι μπορεί να κερδίσει η λογοτεχνία από τη Σύμπτωση, εκτός από κλαψιάρικα παράπονα για την έλλειψη νοήματος στη ζωή, πράγμα που δεν έχει σημασία αφού όλα σ’ αυτήν είναι σάπια».
Το δίπολο αυτό βρίσκεται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα με το «Ελευθερία-Αναγκαιότητα». Μεγάλη κουβέντα, όμως θα ήθελα να γράψω δυο πραγματάκια εδώ.
Προχθές (4-1-2016) πηγαίνοντας με τη μηχανή μου, μια τετρακοσάρα Honda steed, στην Αθήνα, μια άλλη μηχανή με κτύπησε από πίσω. Παρεμπιπτόντως, πάντα είχα το φόβο μη με κτυπήσει κάποιος από πίσω. Και περισσότερο από τα αυτοκίνητα φοβάμαι τις μηχανές. Σε δυο ατυχήματα που ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, ήταν μηχανή με μηχανή.
Το ατύχημα ήταν Μοίρα ή Σύμπτωση;
Κυλίστηκα κάτω, όμως δεν έπαθα τίποτα. Αυτό ήταν Μοίρα ή Σύμπτωση;
Θέλω να πιστεύω ότι το πρώτο ήταν Σύμπτωση και το δεύτερο Μοίρα (Θέλω να πιστεύω, γιατί θα μπορούσαν να είναι και ανάποδα, ή μόνο σύμπτωση ή μόνο Μοίρα).
Ακόμη, το ότι μου συνέβη το ατύχημα όταν στο μυαλό μου ήταν ήδη αυτή η ανάρτηση, ήταν Μοίρα ή Σύμπτωση;
Έχω γράψει αλλού ότι είμαι «ο αγαπημένος του Θεού». Επίσης γράφω συχνά για τις «Ρίζες της σύμπτωσης» αναφερόμενος σε συμπτώσεις που μου έχουν συμβεί, παραπέμποντας διακειμενικά στο έργο του Άρθουρ Καίσλερ, ο ποίος αμφιβάλει αν αυτό που εμείς θεωρούμε σύμπτωση είναι όντως σύμπτωση, δηλαδή κάτι τυχαίο, ή είναι μέρος ενός «Μεγάλου Σχεδίου».   
(Βλέπω από το βάθος των χρόνων το δεύτερο βιβλίο μου, το «Η αναγκαιότητα του μύθου» που το έγραψα το 1981, να μου χαμογελάει σαρκαστικά).

Triage (2009)

Είχα δει μια πιο ήπια εκδοχή της «Διαλογής», νομίζω στο MASH. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, γιατί το MASH ήταν κωμωδία. Ο γιατρός, πάνω από τα κρεβάτια των τραυματισμένων στον πόλεμο της Κορέας, έλεγε ποιος θα ζήσει και ποιος όχι. Όμως ο γιατρός στο επαναστατημένο Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ δεν αποφάσιζε απλώς, εκτελούσε και την ευθανασία, πυροβολώντας τους βαριά τραυματισμένους στο κεφάλι.
Ο Μαρκ σοκάρεται βλέποντας αυτήν την πρακτική. Όμως δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη.
Ο Μαρκ τραυματίζεται, τον περιθάλπει ο γιατρός και στη συνέχεια φεύγει για την πατρίδα του, τις ΗΠΑ. Εκεί λέγει στη γυναίκα του ότι τραυματίστηκε πέφτοντας σε ένα ποτάμι. Όμως η αλήθεια δεν είναι ακριβώς αυτή. Τα ψυχολογικά του προβλήματα υποψιάζουν ότι κάτι άλλο συνέβη. Και η αλήθεια μας αποκαλύπτεται σιγά σιγά, με αποσπασματικά flash back. Στην πλάτη του κουβαλούσε τον τραυματισμένο φίλο του, με κομμένα τα πόδια. Έπρεπε να διασχίσει ένα ποτάμι κολυμπώντας. Το βάρος του φίλου του τον τραβούσε προς τον πυθμένα. Αναγκάστηκε να τον παρατήσει.
Ήταν κι αυτό μια επιλογή. Αναπόφευκτη. Δεν το αντέχουν όλες οι συνειδήσεις εύκολα αυτό.
Συναρπαστική και αυτή η ταινία του Τάνοβιτς, με άφθονο σασπένς και απροσδόκητα.  


Η υπόθεση της βραβευμένης ταινίας Cirkus Columbia του Βόσνιου σκηνοθέτη Ντάνις Τανόβιτς διαδραματίζεται στην Ερζεγοβίνη, λίγο πριν το ξέσπασμα το πολέμου.
O Μίκα επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από 20 χρόνια αυτοεξορίας στη Γερμανία, έπειτα από την κατάρρευση του κομμουνισμού και λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου. Μαζί του είναι και η νεαρή φιλενάδα του, η Άζρα. Είναι μεγαλύτερός της αλλά τη στήριξε στις δυσκολίες της και τον αγαπάει. Με τη βοήθεια του αστυνομικού φίλου του διώχνει τη γυναίκα του Λουτσία και το γιο του Μάρτιν από το σπίτι του και εγκαθίσταται αυτός. Αυτή την βολεύουν σε ένα απαίσιο δημοτικό διαμέρισμα. Ο γιος του όμως είναι καλοδεχούμενος στο σπίτι. Ο γιος βέβαια θα μείνει με τη μητέρα του, όμως θα επισκέπτεται κρυφά το σπίτι του όπου έχει εγκαταστήσει έναν πομπό μεγάλου βεληνεκούς και επικοινωνεί με Αμερική.
Η γουρλίδικη γάτα που κουβαλάει μαζί του ο Μάρτιν εξαφανίζεται. Εξοργισμένος, βάζει το γιο του και την Άζρα να την ψάχνουν όλη μέρα. Στο χωριό τον κοροϊδεύουν.
Αναπτύσσεται μια συμπάθεια ανάμεσα στον Μάρτιν και στην Άζρα, που καταλήγει σε έρωτα. Στο μεταξύ ο Μάρτιν μαθαίνει ότι οι εθνικιστές ετοιμάζονται να επιτεθούν στα χαρακώματα που τα κατέχουν οι Σέρβοι, επικεφαλής των οποίων είναι ένας στρατιωτικός που μαζί με τον κομμουνιστή πρώην δήμαρχο τους στήριξαν στις δυσκολίες τους πάρα πολύ. Ο Σέρβος αυτός είχε κανονίσει να το σκάσει για τη Γερμανία, παίρνοντας μαζί του την Λουτσία και το γιο της. Τον ενημερώνει μέσω του ασυρμάτου για την επικείμενη επίθεση. Όμως εντοπίζουν ότι τον ενημέρωσε και τον συλλαμβάνουν.
Υπάρχουν αφηγηματικές αναμονές που διαψεύδονται. Αυτό που φανταστήκαμε είναι ότι ο Μίκα παράτησε γυναίκα και γιο για την γκόμενα. Μαθαίνουμε όμως στο τέλος ότι τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι. Έφυγε φοβούμενος τη σύλληψη, επειδή ο πατέρας του ήταν στην Ουστάζη, συνεργάτης των Γερμανών. Το σχέδιο ήταν να τον ακολουθήσει κι αυτή,  όμως εκείνη δεν το έκανε, γιατί η μυστική υπηρεσία την έσπρωχνε να τον ακολουθήσει με τον όρο να τους αναφέρει κάθε του κίνηση, αλλιώς θα σκότωναν τους δικούς της. Αν πάλι έμενε θα τον σκότωναν. Έτσι τον παρότρυνε και η ίδια να φύγει. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν τον ακολούθησε, και αυτός το παρεξήγησε. Δεν της τηλεφώνησε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια.
Ο πατέρας θα τρέξει να ελευθερώσει το γιο και θα τους βοηθήσει στην απόδραση, και τους τέσσερις.
Εδώ θυμήθηκα την ταινία «Whatever works», όπου στο τέλος ο Woody Allen δίνει ένα χάπι εντ ζευγαρώνοντας τους πάντες.
Το ίδιο κάνει και εδώ ο Τανόβιτς, ή μάλλον ο Ivica Đikić, που πάνω στο ομώνυμο μυθιστόρημά του βασίζεται το σενάριο της ταινίας.
Φεύγοντας με το αυτοκίνητο συναντούν την χαμένη γάτα. Η Λουτσία την μαζεύει και πηγαίνει να του τη δώσει. Θα μείνει μαζί του. Ευτυχισμένοι και οι δυο, τους βλέπουμε καθισμένους στις κούνιες ενός λούνα παρκ στο τέλος της ταινίας.    


«Ένα επεισόδιο στη ζωή ενός…», αλήθεια, πώς τους λέμε στα ελληνικά αυτούς που μαζεύουν σιδερικά και τα πουλάνε; Το «παλιατζής» δεν είναι η κατάλληλη λέξη, αυτοί γυρνάνε με τα ντάτσουν και τη ντουντούκα και αναγγέλλουν την άφιξή τους στη γειτονιά: «Ο παλιατζής στη γειτονιά σας!!!!!». Έτσι επελέγη η άστοχη μετάφραση «Στιγμές στη ζωή ενός ήρωα».
Ο Ναζίφ είναι Ρομά, και ζει στο φτωχόσπιτό του με τη γυναίκα του Σενάντα και τα δυο μικρά παιδιά τους, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι (σε όλες τις ταινίες, όταν υπάρχουν δυο παιδιά, το ένα είναι αγοράκι και το άλλο κοριτσάκι). Είναι χειμώνας, τα πάντα είναι χιονισμένα. Δεν έχουν καυσόξυλα, πηγαίνει στο διπλανό δάσος και κόβει ένα δέντρο. Μεταφέρει τον κορμό στο σπίτι και τον κόβει κομμάτια.
Τη γυναίκα του την πιάνει πόνος στην κοιλιά. Την πηγαίνει στο γιατρό. Έχει κάνει αποβολή. Πρέπει να εγχειριστεί. Στο νοσοκομείο αρνούνται να την εγχειρήσουν, δεν έχει ασφάλεια και δεν έχουν τα 870 ευρώ που χρειάζονται για την εγχείρηση. Παρακαλεί, μάταια όμως.
Θα κάνει κι άλλες προσπάθειες, χωρίς αποτέλεσμα. Στο παραπέντε θα τα καταφέρνει να τη δεχθούν, μετά από μεγάλη περιπέτεια. Στο μεταξύ τους κόβουν και το φως.
Άθλια η μοίρα των φτωχών Ρομά, και αλίμονό τους αν αρρωστήσουν. Σε εμάς εδώ φαίνεται να λήφθηκε κάποια πρόνοια για τους ανασφάλιστους, όμως δεν ξέρω μέσα από ποιους γραφειοκρατικούς σκοπέλους.
Το τέλος είναι happy. Αφού έχει διαλύσει ένα παλιό αμάξι και έχει πουλήσει τα παλιοσίδερα, ο Ναζίφ πληρώνει το λογαριασμό για το φως και αγοράζει τα φάρμακα που χρειάζεται η γυναίκα του μετά την επέμβαση. Η ταινία τελειώνει βλέποντάς τους, μια ευτυχισμένη οικογένεια, να βλέπουν τηλεόραση.
Βλέπω τους ηθοποιούς να παίζουν με τα πραγματικά τους ονόματα. Υποθέτω ότι δεν είναι επαγγελματίες. Αυτό δεν εμπόδισε τον Nazif Mujić να κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο για την ερμηνεία του. Και η ταινία κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο των Κριτικών στο φεστιβάλ του Βερολίνου.