Αμίν
Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, Η απορρύθμιση του κόσμου και Τα λιμάνια της Ανατολής
Αμίν
Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, μετ. Θεόφιλος Τραμπούλης, Ωκεανίδα 1999 σελ. 214
Πέρυσι στο παζάρι της Κλαυθμώνος αγόρασα πάνω
από 30 βιβλία 150 ευρώ. Δεν θυμάμαι να διάβασα κανένα, και φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω
να τα διαβάσω όλα. Φέτος αγόρασα 12 με 50 ευρώ, αλλά είπα ότι θα διαβάσω τα
περισσότερα αμέσως, αφήνοντας κάποιες άλλες προτεραιότητες για αργότερα.
Ξεκίνησα κατ’ ευθείαν την πρώτη μέρα με τις «Φονικές ταυτότητες» του Αμίν
Μααλούφ.
Κάπου είχα δει το βιβλίο του που τον έκανε
γνωστό, το «Οι σταυροφορίες από τη μεριά των αράβων», μπορεί και να το έχω
αγοράσει και να βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο. Πάντως αυτό εδώ το πέτυχα στην
κατάλληλη στιγμή, αφού μόλις είχα τελειώσει το «Για μια ανθρωπολογία των
σύγχρονων κόσμων» του Marc Augé (Μαρκ Ωζέ, δεν έχουμε την απαίτηση να είναι όλοι γαλλομαθείς),
βιβλίο από το οποίο πρέπει να παρουσιάσω ένα κεφάλαιο στην ομάδα κοινωνικής
ανθρωπολογίας που συμμετέχω. Και ένα ζήτημα που συζητάει η κοινωνική
ανθρωπολογία, με το οποίο ασχολείται και ο Augé,
είναι το ζήτημα της ταυτότητας.
Ο Μααλούφ ίσως είναι ο πιο κατάλληλος για να
συζητήσει το πρόβλημα –πολλές φορές είναι περισσότερο πρόβλημα παρά ζήτημα -
της ταυτότητας. Με έκπληξη διάβασα στο βιογραφικό του ότι γεννήθηκε «στους
κόλπους μιας κοινότητας που ονομάζεται ελληνο-καθολική ή ουνιτική και η οποία,
ενώ αναγνωρίζει την εξουσία του Πάπα, μένει ταυτόχρονα πιστή σε ορισμένα
στοιχεία από το βυζαντινό τελετουργικό» (σελ. 27). Νόμιζα ότι ήταν
μουσουλμάνος. Οι πρόγονοί του, άραβες, είχαν μετακομίσει στο Λίβανο κατά τον
τρίτο αιώνα, πριν το Ισλάμ, και είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό. Ξέφυγε από τον
εμφύλιο του Λιβάνου και κατέφυγε στη Γαλλία, όπου ζει από τότε. Και θυμάμαι
τώρα μια άλλη λιβανέζα, την Venus Khoury Ghata που κι αυτή έφυγε από το Λίβανο
και ζει στη Γαλλία, και που από το Λέξημα παρουσιάσαμε το βιβλίο της «7 πέτρες
για τη μοιχαλίδα».
Για το πρόβλημα της ταυτότητας γράφει ο
Μααλούφ: «Κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά εξαίρεση, διαθέτει μια σύνθετη ταυτότητα∙
αρκεί να θέσει στον εαυτό του ορισμένες ερωτήσεις για να βγάλει στο φως τις
ξεχασμένες ρωγμές, διακλαδώσεις που δεν τις είχε υποψιαστεί και να ανακαλύψει
πως ο εαυτός του είναι σύνθετος, μοναδικός, αναντικατάστατος» (σελ. 30). Και
θυμάμαι που διάβασα, ή άκουσα, δεν θυμάμαι, κάποιον να λέει αυτά περίπου: Τι
είμαι λοιπόν; Είμαι λίγο άραβας, λίγο εβραίος, λίγο έλληνας, λίγο λατίνος,
δηλαδή είμαι ισπανός. Ο άνθρωπος αναγνώριζε τις «ξεχασμένες ρωγμές και
διακλαδώσεις» μέσα του. Μήπως ήταν ό Αλμοδοβάρ;
Άτομα που προέρχονται από δυο ταυτότητες,
υποστηρίζει ο Μααλούφ, αντί να επιλέγουν μια από τις δυο, μπορεί να παίξουν το
ρόλο κυματοθραύστη-διαμεσολαβητή ανάμεσα στις κοινότητες που ανήκουν, όπως π.χ.
ένας που έχει τον ένα γονιό σέρβο-χριστιανό και τον άλλο βόσνιο-μουσουλμάνο.
Ενώ το πρόβλημα της ταυτότητας καταλαμβάνει
το αρχικό μέρος του βιβλίου, στη συνέχεια ο Μααλούφ το βλέπει σε συνάφεια με
άλλα προβλήματα, όπως το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης. Το παρακάτω απόσπασμα
είναι αποκαλυπτικό για τις αντιλήψεις του:
«Με λίγα λόγια, ο καθένας μας κατέχει δύο
κληρονομιές: τη μία, την ‘κάθετη’, του την έχουν αφήσει οι πρόγονοί του, οι
παραδόσεις του λαού του, της θρησκευτικής του κοινότητας∙ την άλλη, τον
‘οριζόντια’, του τη δίνει η εποχή του, οι σύγχρονοί του. Κατά τη γνώμη μου, η
πιο σημαντική είναι η δεύτερη, και κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο
καθοριστική∙ κι όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν αντανακλάται στην αντίληψη που
έχουμε για τον εαυτό μας. Δεν διεκδικούμε την ‘οριζόντια’ κληρονομιά μας,
διεκδικούμε την άλλη» (σελ. 137).
Και συνεχίζει πιο κάτω: «Η αλήθεια βέβαια
είναι πως διακηρύσσουμε τόσο λυσσαλέα τις διαφορές μας, ακριβώς επειδή είμαστε
όλο και λιγότερο διαφορετικοί. Γιατί παρ’ όλες τις συγκρούσεις μας, τις
προαιώνιες εχθρότητές μας, κάθε μέρα που περνά αμβλύνει λίγο περισσότερο τις
διαφορές μας, αυξάνει λίγο παραπάνω τις ομοιότητές μας» (σελ. 139). Η
ενδυμασία, λέει αλλού, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μου άρεσε πολύ η αντίληψή του για τη γλώσσα.
«…σήμερα είναι προφανές πως κάθε άτομο χρειάζεται να μιλάει τρεις γλώσσες. Η πρώτη
είναι η γλώσσα της ταυτότητάς του∙ η τρίτη, τα αγγλικά. Μεταξύ των δύο πρέπει
υποχρεωτικά να προωθήσουμε τη χρήση μιας δεύτερης γλώσσας, την οποία θα
διαλέγει ο καθένας ελεύθερα, και η οποία συχνά, αλλά όχι πάντα, θα είναι μια
ευρωπαϊκή γλώσσα… θα είναι η γλώσσα της καρδιάς του, η γλώσσα που θα έχει
υιοθετήσει, που θα έχει παντρευτεί, η αγαπημένη γλώσσα…» (σελ. 185).
Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Αν κάποιος δεν
παίρνει από ξένες γλώσσες, καλύτερα να ξεχάσει τη «γλώσσα της καρδιάς» και ας προσπαθήσει
να βελτιώσει όσο μπορεί τη γλώσσα της διεθνούς επικοινωνίας: τα αγγλικά. Εγώ
είμαι πολύγλωσσος, αλλά τα αγγλικά μου είναι στο πιο πάνω επίπεδο, μια και το
πρώτο μου πτυχίο είναι το πτυχίο της αγγλικής φιλολογίας. Έχω βέβαια κι εγώ τη
γλώσσα της καρδιάς, που είναι τα ισπανικά. Πιστοποιημένα στο επίπεδο intermedio.
Το πιο εκπληκτικό όμως που διάβασα σ’ αυτό το
βιβλίο, που, θυμίζω, εκδόθηκε το 1999, είναι το παρακάτω: «Και τίποτε δεν μας
εμποδίζει να σκεφτούμε πως μια μέρα θα εκλεγεί μαύρος πρόεδρος στις Ηνωμένες
Πολιτείες…» (σελ. 204).
Φαντάζομαι ότι o
Μααλούφ δεν φανταζόταν όταν έγραφε αυτές τις γραμμές πως αυτό μπορούσε να γίνει
τόσο σύντομα, πριν περάσουν καν δέκα χρόνια.
Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με όλες τις
αντιλήψεις του, με όλα τα συμπεράσματά του. Διαβάζω για παράδειγμα:
«Καμία θρησκεία δεν είναι απαλλαγμένη από τη
μισαλλοδοξία, αλλά εάν κάναμε τον απολογισμό των δύο ‘αντίπαλων’ θρησκειών, θα
παρατηρούσαμε πως το ισλάμ δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Εάν οι πρόγονοί μου
ήταν μουσουλμάνοι σε μια χώρα κατακτημένη από τα στρατεύματα των χριστιανών και
όχι χριστιανοί σε μια χώρα κατακτημένη από τα μουσουλμανικά στρατεύματα, δεν
νομίζω πως θα είχαν καταφέρει να ζήσουν επί δεκατέσσερις αιώνες διατηρώντας τη
θρησκεία τους. Τι απέγιναν, αλήθεια, οι μουσουλμάνοι της Ισπανίας; Και οι
μουσουλμάνοι της Σικελίας; Εξαφανίστηκαν όλοι, μέχρι τον τελευταίο, τους
έσφαξαν, τους υποχρέωσαν να εξοριστούν ή να βαπτιστούν με το ζόρι» (σελ. 78)
και πιο κάτω:
«Δεν κρίνω, διαπιστώνω μόνο τη μακραίωνη
πρακτική συνύπαρξης και ανεκτικότητας, κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής
ιστορίας… Πρέπει όμως να συγκρίνουμε ό, τι είναι συγκρίσιμο. Το ισλάμ είχε
θεσμοθετήσει ένα ‘πρωτόκολλο ανεκτικότητας’, σε μια εποχή που οι χριστιανικές
κοινωνίες δεν ανέχονταν τίποτα» (σελ. 79).
Οι ενστάσεις μου:
Μπορεί να δημιουργηθεί η αντίληψη ότι το
ισλάμ εγγενώς είναι μια ανεκτική θρησκεία. Η ανεκτικότητα δεν οφείλεται στο
ισλάμ, αλλά στην αυτοκρατορία. Όλες οι αυτοκρατορίες ήσαν ανεκτικές στις
θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων λαών όπως η περσική, του Αλέξανδρου
και των επιγόνων του, η ρωμαϊκή, η οθωμανική, για να αναφέρω μόνο αυτοκρατορίες
που τις ξέρουμε λίγο καλύτερα. Και αυτό βέβαια από υπολογισμό: προσβολή στις
θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων σήμαινε εξεγέρσεις και κόστος
καταστολής. Όσο για τη μη ανεκτικότητα του χριστιανισμού, και αυτή
δικαιολογείται: Πριν λίγο τους έτρωγαν τα λιοντάρια, οι εθνικοί τους δίωκαν
αλύπητα, και κάποτε ήλθε η στιγμή να πάρουν εκδίκηση. Και οι φρικαλεότητες της Reconquista δεν είναι συγχωρητέες, αλλά είναι κατανοητές. Όχι,
ο χριστιανισμός δεν είναι ανεκτικός, τα χριστιανικά κράτη έγιναν ανεκτικά, στο
βαθμό που η επιρροή της θρησκείας στα του κράτους μειώθηκε. Ας μην πάμε μακριά:
γιατί στις ταυτότητες δεν αναγράφεται το θρήσκευμα; Επειδή ο χριστιανισμός
είναι ανεκτικός;
Η θρησκευτική ανοχή στο ισλάμ εξισορροπούνταν
με οικονομική καταπίεση. Δεν ξέρω αν οι μη μουσουλμανικές αυτοκρατορίες είχαν
θεσπίσει το χαράτσι για τους μη ομόθρησκους υπηκόους. Το παρακάτω το διάβασα
πρόσφατα, στην «Ιστορία του αραβικού κόσμου» νομίζω, που παρουσιάσαμε στο
Λέξημα: από τους κατακτημένους λαούς, πολλοί μεταστρέφονταν στον μουσουλμανισμό
όχι γιατί πείθονταν για την ανωτερότητά του, ή ότι στην άλλη ζωή, αν ζούσαν
ενάρετοι, τους περίμεναν 72 παρθένες, αλλά για να αποφύγουν το χαράτσι. Μάλιστα
η μουσουλμανική εξουσία αποθάρρυνε αυτούς τους προσηλυτισμούς γιατί μειώνονταν
τα έσοδα του κράτους.
(Και πάλι «οι ρίζες της σύμπτωσης». Μόλις τέλειωσα
την βιβλιοκριτική αυτή έπιασα να διαβάσω την τριμηνιαία εφημερίδα «Οι
Μεσελέροι», του συλλόγου του ομώνυμου χωριού της επαρχίας Ιεραπέτρας, αριθμός
φύλου 39, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 2010. Στο άρθρο «Τουρκοκρητικοί» του Μανώλη
Μαυράκη υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα ξένων περιηγητών. Το πρώτο, του
Scevalier, χρονολογείται το 1699. «Την ύπαιθρον
χώραν κατοικούσι και καλλιεργούσι οι ιθαγενείς Κρήτες. Τόσον όμως πιέζονται και
καταδυναστεύονται υπό των Τούρκων, ώστε πολλοί εξ αυτών, δια να σωθώσι από τα
δεινά και από την πληρωμή του χαράτς, είδος κεφαλικού φόρου, αλλαξοπιστούν».
Και το δεύτερο, του Pougueville:
«Εκατόν χιλιάδες Κρήτες χριστιανοί πλήρωναν το χαράτσι κατ’ αρχάς, αλλά με τόση
θηριωδία μετεχειρίσθησαν αυτούς οι τούρκοι κατακτηταί, ώστε πλέον των 60.000 εξ
αυτών εξηναγκάθησαν να εξισλαμισθούν». Αυτά για την ανοχή του ισλάμ στις άλλες
θρησκείες).
Πέρα από αυτές τις επί μέρους ενστάσεις, το
βιβλίο είναι θαυμάσιο. Όχι μόνο για τις θέσεις που προτείνει, αλλά και για το
ύφος του, απλό και σαφές, που κάνει την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη. Θα το
πρότεινα σε μαθητές, αφενός γιατί αποκτούν μια αρκετά πλήρη εικόνα για
προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο σήμερα, και αφετέρου γιατί πολλοί από
αυτούς είναι παιδιά μεταναστών, και θα πρέπει να ξεφύγουν από τα ψυχοπαθολογικά
διλήμματα της επιλογής ταυτότητας. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι οι ταυτότητες δεν
είναι μονόχρωμες, αλλά όπως και οι φωτογραφίες που έχουν αντικαταστήσει τις
ασπρόμαυρες στα δελτία ταυτότητας, είναι πολύχρωμες. Εγώ, αποδεχόμενος την οριζόντια κληρονομιά
δηλώνω κοσμοπολίτης και διεθνιστής, και αποδεχόμενος την κάθετη, δηλώνω «Έλληνας
μα και κρητικός, κατόπιν ευρωπαίος/ Κι
ας μου αρπάξαν τα ευρώ, μου έμεινε το…» Έτσι, για να τονίσω την κρητική
«υπαγωγή» - λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο Μααλούφ- της ταυτότητάς μου. (Για να
μη μου κάνουν πάλι καμιά ΕΔΕ για την ομοιοκαταληξία, δηλώνω ότι η λέξη με την
οποία ομοιοκαταληκτεί η μαντινιάδα μου είναι «κλέος»).
Amin Maalouf, Η
απορρύθμιση του κόσμου (μετ. Χριστιάννα Σαμαρά), Ωκεανίδα 2010, σελ. 371.
Οι «Φονικές ταυτότητες»
του Αμίν Μααλούφ ήταν ένα βιβλίο που μας εντυπωσίασε. Τώρα διαβάσαμε ένα ακόμη
βιβλίο του, κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του προηγούμενου, την «Απορρύθμιση του
κόσμου». Και σ’ αυτό επίσης ο Μααλούφ μιλάει για το πόσο φονικές είναι οι
ταυτότητες, και πόσο συντελούν στην απορρύθμιση του κόσμου. Πατώντας σε δυο
κουλτούρες, την αραβική και την ευρωπαϊκή (είναι Λιβανέζος χριστιανός που κατέφυγε
στη Δύση όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο), μπορεί να έχει μια
ευρύτερη εποπτεία του σημερινού κόσμου.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και διαβάζοντας τις
υπογραμμίσεις μου, θα παραθέσω χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Αυτή η διολίσθηση της ιδεολογικής διαπάλης
προς την ένταξη σε διακριτές ταυτότητες είχε καταστροφική επίδραση σ’ ολόκληρο
τον πλανήτη, πλήττοντας όμως πολύ περισσότερο την αραβομουσουλμανική
πολιτισμική σφαίρα, καθώς ο θρησκευτικός ριζοσπαστισμός, που για μεγάλο
διάστημα εκφραζόταν από διωκόμενες μειοψηφίες, απέκτησε μαζική πνευματική
υπεροχή στους κόλπους των περισσότερων κοινοτήτων αλλά και στους μουσουλμάνους
της διασποράς. Όσο κλιμακωνόταν αυτό το κίνημα, άρχισε να υιοθετεί μια έντονα
αντιδυτική γραμμή» (σελ. 29).
Στο απόσπασμα αυτό βρίσκεται μια από τις
βασικές θέσεις του βιβλίου. Θα διαφωνήσουμε με τη φράση «διολίσθηση της
ιδεολογικής διαπάλης». Και εδώ υπάρχει ιδεολογική διαπάλη, το φωτισμένο κοράνι
από τη μια μεριά και η φιλελεύθερη παράδοση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την
άλλη. Ειδικά για τα δικαιώματα της γυναίκας στον μουσουλμανικό κόσμο, οι
μουσουλμάνες φεμινίστριες έχουν πολλά να μας πουν.
«Δεν χωράει αμφιβολία πως η αποικιοκρατία
προξένησε βαθιά τραύματα, κυρίως στην Αφρική· όμως πολύ συχνά οι περίοδοι της
ανεξαρτησίας αποδείχτηκαν ακόμη πιο τραυματικές, και προσωπικά δεν τρέφω καμιά
συμπάθεια προς όλους αυτούς τους ανίκανους, διεφθαρμένους ή τυραννικούς ηγέτες
που κραδαίνουν με κάθε ευκαιρία το βολικό πρόσχημα της αποικιοκρατίας.
Όσον αφορά τη χώρα από την οποία κατάγομαι,
το Λίβανο, είμαι πεπεισμένος ότι η περίοδος της Γαλλικής Εντολής, από το 1918
έως το 1943, καθώς και η τελευταία φάση της οθωμανικής παρουσίας, από το 1864
έως το 1914, υπήρξαν πολύ λιγότερο ζημιογόνες από τα διάφορα καθεστώτα που
διαδέχτηκαν το ένα το άλλο μετά την ανεξαρτησία. Είναι ίσως πολιτικά ανορθόδοξο
να κρίνω με τη λογική του ‘το μη χείρον βέλτιστον’, αλλά μόνο έτσι μπορώ να
αναγνώσω τα γεγονότα» (σελ. 64-65).
Μου άρεσε η φράση «το μη χείρον βέλτιστον».
Την έχω χρησιμοποιήσει συχνά, και πολλές επιλογές μου έχουν βασισθεί σ’ αυτό το
αρχαίο ρητό.
«Σήμερα, η μοίρα όλων των μειονοτήτων είναι
προδιαγεγραμμένη· στην καλύτερη περίπτωση θα τερματίσουν την ιστορική διαδρομή
τους σε κάποια μακρινή γη που θα τους προσφέρει άσυλο· στη χειρότερη θα
αφανιστούν στον ίδιο τους τον τόπο, θα συνθλιβούν πιασμένες στα στραβά σαγόνια
της σύγχρονης βαρβαρότητας» (σελ. 88).
Παλιά έλεγα συχνά σε συζητήσεις με φίλους ότι
το χειρότερο για έναν άνθρωπο είναι να ανήκει σε μειονότητα. Τότε δεν είχε
υπάρξει ακόμη το μεταναστευτικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη, μετά την κατάρρευση
του ανατολικού μπλοκ και την κρίση στον μουσουλμανικό κόσμο. Σε πρόσφατη
ανάρτησή μου για το βιβλίο «Οι μικροί άγιοι» του Αντώνη Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ)
έγραψα ότι της γης οι κολασμένοι σήμερα είναι οι μετανάστες. Είτε ανήκουν είτε
όχι σε μειονότητα της χώρας από την οποία προέρχονται.
Και κάτι που αγνοούσα:
«…όταν η οθωμανική αυτοκρατορία του 16ου
αιώνα έφτανε στο απόγειο της εξάπλωσής της παραμένοντας φανατικά προσηλωμένη
στο σουνιτικό δόγμα κι αξιώνοντας τη συνένωση όλου του μουσουλμανικού κόσμου
υπό την κυριαρχία της, ο σάχης της Περσίας μετέτρεψε το βασίλειό του σε
προπύργιο του σιισμού. Με την απόφαση αυτή ο μονάρχης διασφάλιζε την
ανεξαρτησία της αυτοκρατορίας του, ενώ ταυτόχρονα απάλλασσε τους υπηκόους του,
που η γλώσσα τους ήταν η περσική, από τον κίνδυνο επικυριαρχίας ενός
τουρκόφωνου λαού» (σελ. 130).
Ο Μααλούφ μιλάει για τις μεταρρυθμίσεις του
Κεμάλ που πέτυχαν, ενώ απέτυχαν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Σάχη. Και
συνεχίζει λέγοντας:
«Σε αντιπαραβολή με το παράδειγμα Ατατούρκ, η
περίπτωση αυτή αποτελεί αντι-παράδειγμα. Ο κυβερνήτης που θα δείξει ότι ενεργεί
ως προστατευόμενος των αντίπαλων δυνάμεων, χάνει αυτόματα τη νομιμότητά του κι
οτιδήποτε επιχειρεί απαξιώνεται. Αν θελήσει να εκσυγχρονίσει τη χώρα, ο λαός
αντιτίθεται στον εκσυγχρονισμό. Αν επιδιώξει τη χειραφέτηση των γυναικών, οι δρόμοι
γεμίζουν με μαντίλες διαμαρτυρίας».
Για να καταλήξει αμέσως μετά:
«Πόσες λογικές μεταρρυθμίσεις δεν απέτυχαν
γιατί έφεραν την υπογραφή μιας μισητής εξουσίας! Και, αντίστροφα, πόσες
παράλογες ενέργειες δεν χειροκροτήθηκαν γιατί έφεραν τη σφραγίδα της μαχητικής
νομιμότητας! Είναι μια γενική αλήθεια με οικουμενική ισχύ. Όποτε μια πρόταση
υποβάλλεται σε ψηφοφορία, η κρίση των εκλογέων δεν καθορίζεται τόσο από το
περιεχόμενο της πρότασης όσο από την εμπιστοσύνη που επιδεικνύουν ή δεν
επιδεικνύουν στο άτομο που την εκπροσωπεί. Οι τύψεις, οι αναθεωρήσεις, έρχονται
αργότερα» (σελ. 137).
Παρόμοιο πείραμα με του Κεμάλ, διαβάζουμε
λίγο πιο πριν, επιχείρησε ένας νεαρός Αφγανός βασιλιάς όταν ανέβηκε στην
εξουσία το 1919. Ανατράπηκε από συντηρητικούς επιτελάρχες που τον κατηγόρησαν
για ασέβεια, κάπου δέκα χρόνια μετά. Πέθανε στην εξορία. Χρόνια αργότερα ήλθαν
οι Ταλιμπάν.
Διαβάζουμε:
«Ενώ ολόκληρος ο κόσμος είχε συνασπιστεί
ενάντια στον Σαντάμ Χουσεῒν, ο Χασεμίτης μονάρχης (ο βασιλιάς της Ιορδανίας)
τάχθηκε στο πλευρό του Ιρακινού ηγέτη. Μήπως επειδή ήθελε να τον δει να
κερδίζει; Σίγουρα όχι. Μήπως γιατί πίστευε σε μια ενδεχόμενη νίκη των Ιρακινών;
Ούτε κατά διάνοια. Απλά, σε μια ακόμη κρίσιμη φάση της μεσανατολικής ιστορίας,
ο βασιλιάς εκτίμησε πως ήταν καλύτερα να έχει άδικο συμπλέοντας με το λαό του
παρά δίκιο ενάντια σ’ αυτόν» (σελ. 192).
Δεν θυμάμαι πού το διάβασα, ίσως στο βιβλίο
του Κεραμά για τον Παπανδρέου. Σε ένα δείπνο στο σπίτι του εξέφρασε την
αναγκαιότητα η Ελλάδα να συνδεθεί στενότερα με την ΕΟΚ. –Μα, πρόεδρε, του λέει
κάποιος, εσύ στους λόγους σου δεν λες έξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων, ΕΟΚ και
ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο; -Άκουσε να δεις, του λέει, αυτό θέλει ο λαός να
ακούσει, αυτό του λέμε, εμείς όμως ξέρουμε ποιο είναι το συμφέρον για την Ελλάδα.
Ένα απόσπασμα ακόμη:
«Γιατί αυτό το πάθος για τον
μαρξισμό-λενινισμό θ’ αποδεικνυόταν τελικά ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην
εποχή των εθνικισμών και την εποχή των ισλαμιστών. Μια ιστορική παρένθεση που
με το κλείσιμό της άφησε μια πικρή γεύση σε πολλούς λαούς, διογκώνοντας ακόμα
περισσότερο αυτό το αίσθημα αποθάρρυνσης, έχθρας κι ανημπόριας» (σελ. 211).
Εθνικισμός-μαρξισμός-ισλαμισμός. Αυτή είναι
πράγματι η πορεία που διέγραψε ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου.
Στο παρακάτω απόσπασμα ο Μααλούφ θίγει την
καρδιά του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο σημερινός κόσμος, και που εμείς οι
Έλληνες το βιώνουμε τραγικά σήμερα:
«Όμως τι γίνεται όταν το χρήμα αποσυνδέεται
εντελώς από κάθε μορφή παραγωγής, από κάθε σωματική ή διανοητική προσπάθεια,
από κάθε χρήσιμη κοινωνικά δραστηριότητα; Τι γίνεται όταν τα χρηματιστήριά μας
μετατρέπονται σε γιγάντια καζίνο όπου η τύχη εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων,
πλούσιων ή φτωχών, κρίνεται με μια ζαριά; Τι γίνεται όταν τα πιο σεβαστά
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταλήγουν να συμπεριφέρονται σαν αλιτήριοι
μεθύστακες; Τι γίνεται όταν οι οικονομίες του μόχθου μιας ολόκληρης ζωής
μπορούν να εξανεμιστούν ή αντίθετα να εικοσαπλασιαστούν μέσα σε δευτερόλεπτα,
ακολουθώντας μια σειρά απόκρυφων μηχανισμών τους οποίους ακόμα κι οι ίδιοι οι
τραπεζίτες αδυνατούν πλέον να κατανοήσουν;» (σελ. 231).
Και ένα μικρό απόσπασμα ακόμη:
«…όχι μόνο δεν διαθέτω κανένα λάβαρο, αλλά
στέκομαι αρκετά μακριά από παρατάξεις, φατρίες, κλίκες, και τίποτα δεν θεωρώ
πολυτιμότερο από την ανεξαρτησία του πνεύματος» (σελ. 238).
Συμφωνώ απόλυτα μαζί του, τίποτα δεν θεωρώ κι
εγώ πολυτιμότερο από την ανεξαρτησία του πνεύματος.
Όπως και την Jane Goodall στην προηγούμενη ανάρτησή μας, τον Μααλούφ τον
απασχολεί η εξάντληση των πηγών.
«Τα δεκάδες παραπάνω χρόνια ζωής που μας
δώρισε η ιατρική πώς θα τα αξιοποιήσουμε; Είμαστε όλο και περισσότεροι όσοι
απολαμβάνουμε μακρύτερο και καλύτερο βίο. Αναπόφευκτα μας απειλεί η πλήξη και
το αίσθημα του κενού, αναπόφευκτα αναζητούμε διέξοδο υποκύπτοντας στον πειρασμό
της καταναλωτικής μανίας. Αν δεν θέλουμε να εξαντλήσουμε πολύ σύντομα τις πηγές
του πλανήτη, θα πρέπει να προαγάγουμε όσο το δυνατό περισσότερο νέες πηγές
ικανοποίησης, νέες πηγές ευχαρίστησης, και κυρίως την απόκτηση γνώσεων και την
ανάπτυξη μιας ακμαίας εσωτερικής ζωής» (σελ. 241).
Ας το υπογραμμίσουμε αυτό: την ανάπτυξη μιας
ακμαίας εσωτερικής ζωής.
Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε την ειρήνη και
την αρμονική συνύπαρξη; Με τη γνώση των άλλων. «Πρέπει να τους γνωρίσουμε από
κοντά, σε βάθος –ν’ αγγίξουμε, θα ’λεγα, τον εσώτερο κόσμο τους. Πράγμα που
μόνο η πνευματική δραστηριότητα μπορεί να εξασφαλίσει. Και πρώτ’ απ’ όλα η
λογοτεχνία» (σελ. 243).
Είναι κανείς που διαφωνεί;
Και τρεις σελίδες πιο κάτω διαβάζουμε: «Ο 21ος
αιώνας… ή θα σωθεί μέσω της πνευματικής καλλιέργειας ή θα καταποντιστεί». Χμ,
δεν είμαστε και τόσο σίγουροι, ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.
«…δεν πρέπει κανείς να περιμένει ν’ ακούσει
από μένα ότι όλες οι θρησκείες κηρύσσουν την ομόνοια-αφού βαθιά μου πεποίθηση
είναι ότι όλα τα δόγματα, θρησκευτικά ή κοσμικά, φέρουν μέσα τους το σπόρο του
δογματισμού και της αδιαλλαξίας. Σε κάποια άτομα οι σπόροι αυτοί αναπτύσσονται,
σε κάποια άλλα παραμένουν σε λήθαργο» (σελ. 259).
Σε κάποιους μουσουλμάνους είναι που οι σπόροι
αυτοί αναπτύσσονται σήμερα.
Το πρόβλημα με το Ισλάμ, υποστηρίζει ο
Μααλούφ, είναι η απουσία μιας ανώτατης θρησκευτικής αρχής που αποφασίζει
οριστικά και αμετάκλητα για κάτι, όπως συμβαίνει στη Δύση. Για παράδειγμα επί
αιώνες οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πηγαίνουν ακάλυπτες στην εκκλησία. «Μέχρι
την ημέρα που το Βατικανό αποφάσισε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πως οι
γυναίκες μπορούσαν πλέον να πηγαίνουν ακάλυπτες στην εκκλησία… κι είναι απόλυτα
λογικό να υποθέσουμε πως η κατάκτηση αυτή δεν πρόκειται στο εξής ν’
αμφισβητηθεί» (σελ. 272-273).
Τι συμβαίνει όμως στο Ισλάμ; «… οτιδήποτε
εγκρίνει σήμερα ένας επιεικής φετφάς μπορεί αύριο να το απαγορεύσει με την πιο
ακραία αυστηρότητα ένας ανελαστικός φετφάς. Οι ίδιες διαμάχες σχετικά με το τι
είναι θεμιτό και τι αθέμιτο επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο. Απουσία κάποιας ανώτατης αρχής, κανένα κεκτημένο δεν ‘επικυρώνεται’
αμετάκλητα, καμιά άποψη που ακούγεται απ’ τα βάθη των αιώνων δεν στιγματίζεται
οριστικά ως παρωχημένη. Κάθε βήμα προς τα εμπρός συνοδεύεται από ένα βήμα προς
τα πίσω, σε σημείο που δεν ξέρουμε πια πού είναι το εμπρός και πού το πίσω. Η
πόρτα είναι μονίμως ανοιχτή σε κάθε είδους υπερθεματισμό, σε κάθε είδους
λοιμογόνο δράση, σε κάθε μορφής οπισθοδρόμηση» (σελ. 275).
Τα αποσπάσματα που παράθεσα νομίζω ότι είναι
τα πιο αντιπροσωπευτικά των θέσεων του Μααλούφ. Είναι ένας εξαιρετικός
συγγραφέας, και κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα διαβάσω και το βιβλίο του «Οι
σταυροφορίες από την σκοπιά των αράβων».
Μόλις είχα γράψει αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση
και ανακάλυψα τυχαία ότι και αυτό το βιβλίο, όπως και της Γκούντολ (η
προ-προηγούμενη ανάρτηση) το είχα ήδη αγοράσει. Ευτυχώς που στη γιορτή της
αγίας Γλυκερίας το αγόρασα μόνο δύο
ευρώ.
Amin Maalouf, Τα
λιμάνια της Ανατολής (μετ. Νίκη Ντουζέ-Μαρία Ρομπλέν), Ωκεανίδα 1998, σελ. 230
Σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα, αυτό είναι
μυθιστόρημα. Γράφηκε δυο χρόνια πριν από τις «Φονικές ταυτότητες», το 1996. Εδώ
ο Οσσιάν και η Κλάρα αγνοούν τις φονικές ταυτότητές τους (μουσουλμάνος ο
πρώτος, εβραία η δεύτερη) και ερωτεύονται. Μια ακόμη περίπτωση της αγάπης χωρίς
σύνορα.
Το θέμα της αγάπης χωρίς σύνορα πραγματεύεται
επίσης η Πασχαλία Τραυλού στο μυθιστόρημά της «Ρόδα της σιωπής»
και ο Κώστας Θρασυβούλου στο βιβλίο του με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Αγάπη χωρίς σύνορα»,
όπου αφηγείται την αληθινή ιστορία μιας ελληνίδας και ενός ιταλού στρατιώτη τα
χρόνια της κατοχής. Και βέβαια την πραγματική ιστορία του Αντόνιο και της
Καλλιόπης, από τον Παχύ Άμμο, θεία του φίλου μου του Μιχάλη, την ξέρω πολύ
καλά.
Η ιστορία είναι στο μεγαλύτερο μέρος της
εγκιβωτισμένη. Τη μεταγράφει από τις σημειώσεις του ο αφηγητής, σημειώσεις που
κράτησε στις συναντήσεις που είχε με τον Οσσιάν, στη διάρκεια τεσσάρων μόλις
ημερών.
Ο Οσσιάν είναι από το Λίβανο, αλλά στα χρόνια
της κατοχής βρίσκεται στο Παρίσι. Παίρνει μέρος στην αντίσταση και γνωρίζεται
με την Κλάρα. Η Κλάρα είναι εβραία. Θα παντρευτούν, και θα ζουν κυρίως στο
Λίβανο, αλλά και στη Χάιφα. Όμως οι καιροί είναι ταραγμένοι, μιλάμε για το
1947. Πηγαίνοντας να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του ο Οσσιάν χωρίζεται από την
Κλάρα, που είναι έγκυος την κόρη τους. Παθαίνει μια νευρική κρίση που τον
βυθίζει στην «τρέλα». Τα ασυνάρτητα γράμματά του αποθαρρύνουν την Κλάρα από το
να επιστρέψει. Ο αδελφός του θα τον εγκλείσει σε μια νευρολογική κλινική με
απώτερο στόχο να οικειοποιηθεί το μερίδιό του από την πατρική περιουσία. Η κόρη
του που θα τον συναντήσει χρόνια μετά σχεδιάζει να τον απαγάγει, όμως θα
αποθαρρυνθεί από τον Μπερτράν, ηγετικό στέλεχος της Αντίστασης. Ο Οσσιάν θα ξεφύγει
μόνο όταν θα ξεσπάσει ο εμφύλιος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στο Λίβανο
που έχει σαν αποτέλεσμα κάποια στιγμή, μπροστά σε μια επαπειλούμενη επίθεση
στην κλινική, να το σκάσουν ο διευθυντής και το προσωπικό αφήνοντας τους
νοσηλευόμενους στην τύχη τους.
Ο Οσσιάν μπορεί να είχε μια κρίση τρέλας,
όμως στην κατάσταση αυτή βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια από τα φάρμακα που του
έδιναν για να τον έχουν σε καταστολή. Ήδη πριν από τη φυγή του θα κοιτάξει να
αποτοξινωθεί, μειώνοντας με πονηριά τις δόσεις. Ελεύθερος πια, στέλνει μια
επιστολή στην Κλάρα και της ζητάει να βρεθούν στο ίδιο μέρος που είχαν ορίσει παλιά
για ένα ραντεβού, τότε που ήσαν στην Αντίσταση. Θα έλθει;
Εδώ σταματάει η εγκιβωτισμένη ιστορία. Ο
αφηγητής παρακολουθεί από μακριά περίεργος.
Θα έλθει. Αλλά τι θα γίνει μετά; «Θα φύγουν
μαζί πιασμένοι χέρι χέρι ή θα πάρει καθένας το δρόμο του; Θα ’θελα να περιμένω,
θα ’θελα τόσο πολύ να μάθω. Όχι όμως, φτάνει, πρέπει να φύγω.
Ζευγάρια περαστικών σταματούν και τους
παρατηρούν, με περιέργεια, με στοργή. Εγώ δεν μπορώ να τους κοιτάξω με τον ίδιο
τρόπο. Εγώ δεν είμαι ένας περαστικός» (σελ. 230).
Αυτό είναι το τέλος του έργου. Καθόλου
ρεαλιστικό. Καθένας στη θέση του θα ήθελε να μείνει, να δει ακριβώς αυτό που ο
ίδιος δεν θέλει να δει: Θα φύγουν μαζί πιασμένοι χέρι χέρι ή θα πάρει καθένας
το δρόμο του;
Έχω γράψει για το «ανοιχτό τέλος» σε κάποιες
κριτικές μου για ταινίες
και έχω αναφερθεί στο «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό
βουνό» του Τόμας Μαν. Για την ταινία του Abbas Kiarostami
«Copie conforme» γράφω: «Όμως ο
Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα
ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος
αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας
μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο».
Θα μπορούσα να τελειώσω με ανάλογο τρόπο
λέγοντας ότι ο Μααλούφ δεν ήθελε να προσληφθεί το βιβλίο του ως ρομάντζο για να
προβληθούν καλύτερα τα κύρια θέματα του μυθιστορήματός του που είναι ο
ξεριζωμός (από την Τουρκία. Ο πατέρας του Οσσιάν είναι Τούρκος αλλά η μητέρα
είναι Αρμένισσα), η αγάπη χωρίς σύνορα σε πείσμα των «φονικών ταυτοτήτων», και
ο ζοφερός κόσμος των ψυχιατρείων.
Ένα από τα ελάσσονα θέματα του βιβλίου είναι
και η φιλία χωρίς σύνορα, ανάμεσα σε ένα Τούρκο, τον πατέρα του Οσσιάν, και σε
έναν Αρμένη. Μου θύμισε τη φιλία του Λιόντου με τον Νετζίπ στο «Ιμαρέτ» του
Γιάννη Καλπούζου.
Το ξέρω σαν ανέκδοτο, με ένα γιατρό και ένα
γύφτο. Το διαβάζω κι εδώ:
«-Να ξέρεις πως ο αδελφός σου θα ’χει πάντα
ένα μοναδικό πλεονέκτημα απέναντί σου.
–Ποιο;
Ρώτησα. –Εκείνος είναι ο αδελφός ενός πρώην αντιστασιακού ενώ εσύ είσαι μόνο ο
αδελφός ενός πρώην λαθρέμπορου» (σελ. 190).
Ο πρώην λαθρέμπορος λοιπόν που κανόνισε να
μείνει ο αδελφός του για πάντα στην ψυχιατρική κλινική κάποια στιγμή έγινε
υπουργός.
Το έχω λίγο βαρεθεί, να ψάχνω για ιαμβικούς
δεκαπεντασύλλαβους. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που βρήκα μόνο ένα. «Το έπαιζε στα
χέρια του, στριφογυρίζοντάς το» (σελ. 70).
Ελπίζω ότι θα ξαναδιαβάσω και άλλο έργο του
Μααλούφ, είναι πάρα πολύ καλός.