Sir Walter Scott, Ιβανόης (μετ. Α.Γ.Σκορδίλης), Καλέντης
2001, σελ. 532
Ο σερ
Ουόλτερ Σκοτ είναι ο πιο διακεκριμένος συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος.
Ο Γκέοργκ Λούκατς, στο θαυμάσιο έργο του «Το ιστορικό μυθιστόρημα» αναφέρεται
επανειλημμένα σ’ αυτόν. (Το βιβλίο αυτό του Λούκατς το διάβασα τρεις τέσσερις
φορές, το πρότεινα μάλιστα σε κάποιον τυπογράφο που φιλοδοξούσε να γίνει
εκδότης, δέχτηκε και το μετάφρασα, όμως συνειδητοποίησε νωρίς ότι δεν θα τα
κατάφερνε στον εκδοτικό στίβο, και έτσι δυστυχώς δεν εκδόθηκε). Από όλα τα έργα
του Σκοτ ο Ιβανόης είναι εκείνο που είχε την πιο πλατιά διάδοση. Όπως γράφει η
βικιπαίδεια, πολλοί πιστεύουν ότι συνέβαλε στο να αυξηθεί το ενδιαφέρον του
κόσμου για τον ρομαντισμό και το μεσαίωνα. Εκεί διαβάζουμε επίσης ότι, σε
αντίθεση με τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Σκοτ, το φόντο βρίσκεται σε δεύτερο
πλάνο, με μια μυθοπλασία εντελώς φανταστική, παρά το ότι τα περισσότερα πρόσωπα
είναι πραγματικά (Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ο αδελφός του Ιωάννης, ο Ρομπέν των
δασών, κ.ά). Επίσης, με το να παίρνει ο Σκοτ το μέρος των σαξόνων ενάντια στου
νορμανδούς κατακτητές (η κατάκτηση έγινε το 1066), δηλώνει την αγανάκτησή του
για την προσάρτηση της χώρας του, της Σκωτίας, από τους άγγλους, που έγινε το
1707, η οποία παρουσιάστηκε ως συγχώνευση, και το νέο βασίλειο ονομάστηκε
Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας).
Να
γράψουμε τώρα τις δικές μας παρατηρήσεις.
Ο διάλογος
των προσώπων έχει συχνά τον επιτηδευμένο χαρακτήρα που βλέπουμε στα θεατρικά
έργα του Σαίξπηρ. Βλέπουμε ακόμη και έναν τρελό, σαν τον τρελό στον «Βασιλιά
Ληρ».
Το έργο έχει
αρκετό χιούμορ. Ένα δείγμα: «Σκέψου την τριήμερη νηστεία τους, απάντησε ο Αθελστέιν.
Θα τιμωρηθούν αιματηρά όλοι τους. Ο Φρον ντε Μπεφ κάηκε ζωντανός για πιο
ασήμαντο λόγο, και είχε καλό τραπέζι στους φυλακισμένους του, αν κι έβαλε πολύ
σκόρδο στο βραστό κρέας με χόρτα…» (σελ. 493). «Η ευχή pax vobisum (ειρήνη υμίν) είναι ακατανίκητη. Φύλακας και σκοπός,
ιππότης και ακόλουθος, πεζός και καβαλάρης, όλοι συγκινούνται. Μου φαίνεται
πως, αν με πάρουν για κρεμάλα, θα το δοκιμάσω στο δήμιο» (σελ. 275).
Στο έργο
του ο Σκοτ παρουσιάζει ανάγλυφα τον αντισημιτισμό που κυριαρχούσε εκείνη την
εποχή, τόσο στους νορμανδούς όσο και στους αγγλοσάξονες. Όμως, παρά το ότι
καταγγέλλει τις ακρότητές του, ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τον Ισάκ, τον
πατέρα της Ρεβέκας, μας κάνει να πιστεύουμε ότι τον συμμεριζόταν σε μεγάλο
βαθμό. Ο ίδιος αντισημιτισμός επικρατούσε και στην Κρήτη, όπως διαβάζω
τουλάχιστον στους «Κρητικούς γάμους» του Σπύρου Ζαμπέλιου. Θα πρέπει να ήταν γενικά
διάχυτος πριν το ολοκαύτωμα, για να γράφει ο Κώστας Καρυωτάκης ανενδοίαστα στο
ποίημά του «Στην αργυρή σελήνη»: «Λευτεριά, λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν έμποροι,
κονσόρτσια κι εβραίοι».
Οι ναΐτες παρουσιάζονται με εντελώς αρνητικό τρόπο, προφανώς
γιατί ανήκαν στους κατακτητές νορμανδούς. Ήταν οι υπερασπιστές του ναού του
Σολομώντα, μετά την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Καλόγεροι
πολεμιστές, ήταν κάτι σαν τους Ταλιμπάν στην χριστιανική εκδοχή, αδίστακτοι στον
θρησκευτικό τους φανατισμό.
Στο
μεσαιωνικό ποίημα που ο Σκοτ βάζει σαν μότο στο τριακοστό έβδομο κεφάλαιο
διαβάζουμε: «…ήταν ο νόμος… ακόμη αυστηρότερος
όταν ψηλά το σιδερένιο ρόπαλο τυραννικής δύναμης ανέμισε, και την
ονόμασε δύναμη του θεού» (σελ. 419).
Ο Σκοτ αναφέρεται
επίσης στον αντικληρικαλισμό της εποχής, παραθέτοντας και σχετικές παροιμίες
όπως: «Όσο πιο κοντά στην εκκλησία, τόσο πιο μακριά από το Θεό» (σελ. 210) και «Το
να συναντήσεις στο δρόμο σου έναν καλόγερο, ένα λαγό ή ένα σκύλο που ουρλιάζει
φέρνει ατυχία ως το επόμενο γεύμα σου». Και, θυμήθηκα τώρα, μια ανάλογη πρόληψη
που είχαμε σαν μαθητές. Δεν ξέρω αν ήταν μόνο γεραπετρίτικη ή γενικότερα
κρητική. Όταν συναντούσαμε στο δρόμο παπά έπρεπε να πιάσουμε τα από τέτοια μας,
γιατί αλλιώς κάποιος καθηγητής θα μας έβγαζε στο μάθημα. Θυμάμαι τη φαρμακερή
ματιά που μου έριξε ο παπα-Γιωργάκης όταν με είδε που τα έπιασα, καθώς δεν είχα
την προνοητικότητα να περιμένω μέχρι να προσπεράσει.
Διαβάζουμε: «Έτσι τέλειωσε η αξιομνημόνευτη κονταρομαχία του Άσμπι ντε
λα Ζους, από τις καλύτερες της εποχής· αν και μόνο τέσσερις ιππότες πέθαναν στη μάχη
(μεταξύ τους ένας που πέθανε από τη ζέστη της πανοπλίας του), τριάντα περίπου
τραυματίστηκαν σοβαρά κι από αυτούς τέσσερις πέντε δεν γιατρεύτηκαν» (σελ. 44).
Από μια άποψη, ήταν τελικά μια εποχή βαρβαρότητας.
«Έτσι ο
Σέντρικ, που στέγνωσε τα χέρια του με μια πετσέτα αντί να περιμένει να
εξατμισθεί η υγρασία κουνώντας τα με χάρη στον αέρα, φαινόταν πιο γελοίος από…»
(σελ. 161). Άλλες εποχές, άλλα ήθη. Και, θυμήθηκα τώρα τον πατέρα μου, που όταν
έτρωγε έβαζε πάντα μια πετσέτα πάνω στα πόδια του. Έπρεπε να πάω στην Αθήνα για
να μάθω ότι αυτό δεν ήταν μια χωριάτικη συνήθεια, αλλά αριστοκρατική.
Και μια
θυμοσοφία της εποχής: «Καλύτερα τρελός σε πανηγύρι παρά ελεύθερος στη μάχη»
(σελ. 356).
Διαβάζουμε: «… δέκα βαρέλια κρασί από τη Χίο» (σελ. 34) και «…το
ελληνικό κρασί…» (σελ. 120). Εκείνη την εποχή το κρασί μας ήταν ανταγωνιστικό.
Δεν ξέρω αν είναι και σήμερα. Μπορεί βέβαια και να μην περισσεύει για εξαγωγή,
να το καταναλώνουμε όλο.
Στον
παραπάνω σύνδεσμο αναφέρονται διάφοροι αναχρονισμοί και ασυνέπειες που υπάρχουν
στο μυθιστόρημα. Εντόπισα κι εγώ δυο. «Δεν έμαθα ποτέ την τέχνη να πολεμάω
τέτοια οικοδομήματα τυραννίας, που οι νορμανδοί έκτισαν σ’ αυτή τη δυστυχισμένη
χώρα» (σελ. 336). Το κάστρο όμως στο οποίο γίνεται αναφορά ήταν ενός αγγλοσάξωνα
το οποίο είχαν κυριεύσει οι νορμανδοί, σκοτώνοντας τον άρχοντά του και την
οικογένειά του. Μόνο την Ούλρικα άφησαν, που ο νέος άρχοντας την έκανε
παλλακίδα του. Αυτή όμως εκδικήθηκε, όπως η Lady Kaede στο «Ραν»
του Κουροσάβα. Και:
«Είμαι
ένας φτωχός αδελφός του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου…» (σελ. 271). Έχοντας
(ξανα) διαβάσει πρόσφατα τον «Φτωχούλη του Θεού» είδα ότι αυτό δεν έστεκε. Και
το επιβεβαίωσα. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που στην επιστροφή του από την
αιχμαλωσία αναφέρεται το μυθιστόρημα αυτό, γύρισε στην Αγγλία το 1194, ενώ ο
Άγιος Φραγκίσκος ίδρυσε το τάγμα του το 1209).
Και ένα
μεταφραστικό λάθος (αν δεν κάνω λάθος): «Το κέρδισα σε μια μονομαχία με τον
Σολντάν του Τρεμπιζόν» (σελ. 504). Μάλλον πρόκειται για τον σουλτάνο της
Τραπεζούντας. Μην ξεχνάμε, εκείνη την εποχή η Κωνσταντινούπολη δεν είχε ακόμη
κατακτηθεί από τους τούρκους.
Είδα και
δυο ταινίες με τον τίτλο «Ιβανόης». Η μια του 1952, με την Ελίζαμπεθ Τέηλορ στο
ρόλο της Ρεβέκκας. Παρέλειπε αρκετά από το μυθιστόρημα, και επικεντρωνόταν
κυρίως στις θεαματικές σκηνές της κονταρομαχίας και της μάχης. Η άλλη, του
1982, μεγαλύτερης διάρκειας, ήταν πιο πιστή στο μυθιστόρημα. Στο ρόλο της
Ρεβέκκας ήταν η Ολίβια Χάσεϋ, που την είχαμε απολαύσει και σαν Ιουλιέτα στην
ταινία του Τζεφιρέλι. Αυτή μου άρεσε περισσότερο, παρά την εκθαμβωτική παρουσία
της Τέηλορ στην πρώτη.