Book review, movie criticism

Monday, July 30, 2012

Του τάφου, 9η ιστορία, Ο αδιάβαστος παπάς



Του τάφου, 9η ιστορία, Ο αδιάβαστος παπάς

  Δεν ξέρω κατά πόσο συνηθίζεται ακόμη στα χωριά, πάντως παλιά, την παραμονή της κηδείας ενός νεκρού, όταν συγγενείς και φίλοι ξενυχτούσαν δίπλα στο φέρετρο, πήγαινε και ο παπάς και έλεγε πάνω από τον νεκρό κάποια λόγια της εκκλησίας.
  Όχι όμως και ο συγκεκριμένος παπάς, που δεν ξέρουμε το όνομά του, ούτε σε ποιο χωριό έγινε η ιστορία που θα διηγηθούμε. Αυτός απαιτούσε από τους οικείους του νεκρού να μεταφέρουν το φέρετρο στην εκκλησία και, κάτω από τα βλέμματα του Θεού, του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων θα έλεγε τα εκκλησιαστικά εκείνα λόγια που λέγονται σ’ αυτή την περίπτωση. Οι συγγενείς είχαν βέβαια τις αντιρρήσεις τους, αλλά μπροστά στην επιμονή του παπά και τον κίνδυνο να μεταβεί στον άλλο κόσμο ο νεκρός τους μισοδιαβασμένος, τι να κάνουν, υποχωρούσαν.
  Μια παρέα νεαρών του χωριού άρχισαν να υποψιάζονται πως κάτι δεν πάει καλά με αυτή την ιστορία. Έπρεπε να ανακαλύψουν τι έτρεχε πίσω από την απαίτηση αυτή του παπά. Και στο τέλος τους ήλθε μια φαεινή ιδέα.
  Ένας από την παρέα θα έκανε τον νεκρό. Θα τον έβαζαν στο φέρετρο και θα τον πήγαιναν στην εκκλησία. Μέσα από το φέρετρο θα άκουγε τι λόγια έλεγε ο παπάς, και θα λυνόταν επί τέλους το αίνιγμα.
  Να σου τον λοιπόν και πεθαίνει. Και, κατά τα συμφωνημένα, τον πηγαίνουν στην εκκλησία.
  Το βράδυ ο δήθεν νεκρός ακούει τα βήματα του παπά να πλησιάζουν το φέρετρο. Ήταν γεμάτος περιέργεια να ακούσει τι θα έλεγε ο παπάς.
  Και να τι άκουσε.
  Ο παπάς έλεγε: «Ότι είναι να πάει από εδώ (και κτυπούσε με το χέρι του το κάτω μέρος της κάσας, στα πόδια του νεκρού) μέχρι εκεί (και κτυπούσε τώρα το πάνω μέρος της κάσας, στο κεφάλι του νεκρού), είναι και από εκεί (ξανακτυπούσε πάλι στο ίδιο μέρος) να γυρίσει (και κτυπούσε πάλι την άκρη της κάσας στα πόδια του νεκρού). Για την ακρίβεια δεν το έλεγε έτσι, το έλεγε στα κρητικά, «Ότι ’ναι α πάει από επαέ μέχρι εκειέ, είναι και από εκειά α γιαγείρει», αλλά εγώ το μετέφρασα για να γίνει κατανοητό και από τους μη κρητικούς αναγνώστες. Αυτό που ήθελε να πει ο παπάς είναι ότι αν μετρήσεις το φέρετρο από το κάτω μέρος προς το πάνω, θα βρεις να έχει το ίδιο μήκος και αν το μετρήσεις ανάποδα, από το πάνω μέρος προς τα κάτω.
  Αυτό το βιολί κράτησε για αρκετή ώρα, ο παπάς έλεγε τα ίδια και τα ίδια συνεχώς. Ο νεαρός μέσα στο φέρετρο κατάλαβε ότι ο παπάς ήταν εντελώς αγράμματος, δεν ήξερε τα άγια λόγια που έπρεπε να πει, και για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του επαναλάμβανε συνεχώς αυτό το τροπάρι. Στο τέλος όμως δεν κρατήθηκε, έβαλε τα γέλια και σήκωσε το καπάκι της κάσας για να βγει έξω. Ο παπάς, με το να δει τον νεκρό να σηκώνεται από το φέρετρο, κατατρόμαξε. Τον αρπάζει από το λαιμό, και το γέλιο κόπηκε μονομιάς στο λαρύγγι του άτυχου νεαρού. Τον έσφιγγε, τον έσφιγγε, μέχρι που τον έπνιξε.
  Την επομένη το πρωί η παρέα τού κάκου περίμεναν να φανεί ο φίλος τους να τους πει τα καθέκαστα. Πέρασε αρκετή ώρα, άρχισαν να ανησυχούν. Μια και δυο λοιπόν κινούν και πηγαίνουν στο σπίτι του παπά.
  -Παπά, τι έγινε με τον νεκρό, τον έψαλες χθες βράδυ;
  -Για ακούστε, άλλη φορά να μου τους φέρνετε καλά ποθαμένους, γιατί ο τελευταίος μ’ έσκασε.
  Δεν νομίζω να είναι πραγματική ιστορία, σαν ανέκδοτο μου φαίνεται. Γιατί αν είναι πραγματική, παραείναι μακάβρια.   

  Θυμήθηκα και την ατάκα του Κώστα Βουτσά, αλλά δεν θυμήθηκα σε ποια ταινία ήταν: πέθανε πολύ;
  Βρήκα και ένα σχετικό απόσπασμα από τον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη. «ήταν καλά σκοτωμένος, δεν μπορούσε να βγει από το μνήμα του» (σελ. 282).

Sunday, July 29, 2012

Του τάφου, 8η ιστορία, Το φέρετρο



Του τάφου, 8η ιστορία, Το φέρετρο

  Και αυτή την ιστορία την ξέρω από παλιά. Είναι γνωστή σε όλους τους γεραπετρίτες. Μάλιστα, όπως μου είπαν, δημοσιεύτηκε και σε μια γεραπετρίτικη εφημερίδα. Τώρα τελευταία έμαθα και το όνομα του ήρωά της. Όμως δεν θα το γράψω. Δεν θέλω να έχω μπλεξίματα με τίποτα συγγενείς. Ίσως να το έγραφα, αν δεν με προειδοποιούσε ένας φίλος μου που διαβάζει αυτές τις ιστορίες με ένα μήνυμα στο facebook. Το αντιγράφω:
  «Ένας πολιτιστικός σύλλογος από κάποιο χωριό εξέδιδε μια διμηνιαία εφημερίδα με τοπικά νέα, δραστηριότητες του συλλόγου και διάφορα άλλα. Πριν από δέκα δώδεκα περίπου χρόνια δημοσίευσε ένα ευθυμογράφημα για ένα ελαφρύ υποτίθεται πρόσωπο του χωριού, με λεπτομερείς περιγραφές, που στηριζόντουσαν είτε σε διηγήσεις συγχωριανών είτε σε βιώματα του ίδιου που τα έγραφε, δεν θυμάμαι ακριβώς. Μετά την κυκλοφορία της εφημερίδας έρχονται τα παιδιά και τα εγγόνια του και μηνύουν την εφημερίδα, η οποία είδε και έπαθε να ξεπλέξει. Συμπέρασμα : να έχεις το νου σου όταν αναφέρεσαι σε πρόσωπα που ζουν ή ζούσαν, γιατί ποτέ δεν ξέρεις την αντίδρασή τους ή την αντίδραση των παιδιών ή των κληρονόμων τους γενικά, αν λάβεις υπόψη σου ότι είναι πιθανόν να γνωστοποιήσεις στα εγγόνια λ.χ. κάτι δυσάρεστο για τον παππού ή τη γιαγιά, το οποίο οι γονείς επιμελώς έκρυβαν για όλη τους τη ζωή».
  Μεγάλη ιστορία οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο, πρόσφατη είναι η περίπτωση με τη Βούλα Παπαχρήστου, την έχω πληρώσει κι εγώ, ας έχουμε λοιπόν το νου μας.
  Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι διάφορες περιοχές διεκδικούνε την προέλευση ιστοριών που άρεσαν ιδιαίτερα. Την ιστορία με τις τρεις αδελφές τη διεκδικεί και το Μύρτος, ενώ η προηγούμενη ιστορία με το καρφί φαίνεται ότι διεκδικείται πανελλαδικά. Την ιστορία που θα αφηγηθώ σήμερα την ήξερα γεραπετρίτικη, αλλά φαίνεται πως την διεκδικούν και οι αγιανικολιώτες. Πάντως ο ήρωας της ιστορίας, είτε αυτή έγινε στον Άγιο Νικόλαο είτε στην Ιεράπετρα, είναι γεραπετρίτης. Πολλοί ξέρουν και το επώνυμό του, και ένας φίλος μάλιστα μου το άφησε σε σχόλιο στο blog. Όμως εμείς θα του δώσουμε το alias Διονύσης (στην αρχή έβαλα Γιώργος, αλλά έπειτα είπα να αποφύγω καμιά διαβολική σύμπτωση, μια και το όνομα «Γιώργος» είναι πολύ διαδεδομένο στην Κρήτη και εγώ ξέρω μόνο το επώνυμο).
  Θα ακολουθήσω την αγιονικολιώτικη εκδοχή της ιστορίας, που μου την είπαν με πιο πολλές λεπτομέρειες.
  Η ιστορία όπως είπαμε έγινε πολύ παλιά.  Τότε υπήρχαν και στις συγκοινωνίες της ξηράς άγονες γραμμές, όπου δεν έμπαιναν κανονικά λεωφορεία. Μια τέτοια άγονη γραμμή ήταν η γραμμή Άγιος Νικόλαος-Λασίθι. Κακός δρόμος, γεμάτος στροφές, λίγοι επιβάτες, δεν υπήρχε λόγος να βάλουν λεωφορείο σ’ αυτή τη γραμμή, και έτσι έβαλαν ένα φορτηγό που είχε κάποιες λίγες  θέσεις μπροστά στο κουβούκλιο. Αν υπήρχαν παραπάνω επιβάτες, αυτοί ανέβαιναν στην καρότσα.
  Σε μια τέτοια διαδρομή γέμισε το κουβούκλιο. Για τον Διονύση που έφτασε τελευταίος και καταϊδρωμένος δεν υπήρχε άλλη θέση, και έτσι υποχρεωτικά, αν ήθελε να ταξιδέψει, θα έπρεπε να ανέβη στην καρότσα. Έτσι και έκανε.
  Ο οδηγός όμως  τον ενημέρωσε: πάνω στην καρότσα υπάρχει ένα φέρετρο. Αλλά να μη φοβηθεί, το φέρετρο είναι άδειο. Κάποιος είχε πεθάνει στα Λασιθιώτικα, και έφερνε το φέρετρο για να τον θάψουν. Τον πειράζει;
  Τον Διονύση να πειράξει; Και νεκρός να υπήρχε μέσα δεν θα φοβόταν, και βρικόλακας να υπήρχε μέσα πάλι δεν θα φοβόταν, τόσα χρόνια αιμοδότης, τι, θα φοβόταν μήπως του πιει το αίμα;
  Ανεβαίνει λοιπόν στην καρότσα.
  Δεν είχαν ξεμακρύνει από τον Άγιο Νικόλαο και άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Διονύσης δεν κρατούσε ομπρέλα, αλλά και να κρατούσε, ο αέρας θα του την πετούσε μακριά. Ούτε καπαρντίνα με κουκούλα φορούσε, ήταν φθινόπωρο, πρωτοβρόχια, ποιος σκέφτεται ότι μπορεί να είναι τόσο άτυχος ώστε να τον πιάσει η βροχή.
  Έπρεπε όμως να προφυλαχτεί, να μην πάει μουσκεμένος στο Λασίθι και αρπάξει καμιά πούντα. Οι άλλοι μέσα στο κουβούκλιο καλά την είχαν.
  Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη ευφυΐα για να λύσει το πρόβλημα, πώς να μη βραχεί. Ανοίγει το καπάκι της κάσας και ξαπλώνει μέσα. Λίγο στενάχωρα βέβαια, αλλά οι νεκροί δεν αισθάνονται, γι’ αυτό τα φέρετρα τα κάνουν στενά, ίσα ίσα να χωράνε. Δεν παραπονέθηκε, εξάλλου πόσο θα κρατούσε η διαδρομή; Προκειμένου να γίνει μούσκεμα, καλλιά στριμωγμένος στο φέρετρο.
  Στο δρόμο το φορτηγό έκανε στάσεις για να πάρει και άλλους επιβάτες. Όλοι τους καροτσάδα, όλοι τους ψιλομουσκεμένοι από το φθινοπωρινό πρωτοβρόχι.
  Είπαμε ότι ο δρόμος για το Λασίθι είναι κακοτράχαλος, γεμάτος στροφές. Ο Διονύσης ζαλίστηκε, και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγμή όμως που το φορτηγό πήρε μια πολύ απότομη στροφή, ξύπνησε. Ένοιωθε όλο του το σώμα πιασμένο από αυτή την άβολη στάση. Να σταμάτησε άραγε η βροχή;
  Σήκωσε σιγά σιγά το καπάκι και έβγαλε έξω το χέρι του να δει αν βρέχει. Δεν έβρεχε. Όμως οι άλλοι επιβάτες, με το να δουν ένα χέρι να προβάλει κάτω από το καπάκι, ο που φύγει φύγει. Πήδηξαν έντρομοι από την καρότσα.
  Το φορτηγό δεν έτρεχε, καθώς ο δρόμος ήταν στενός και γεμάτος στροφές. Κουτρουβαλιάστηκαν όλοι κάτω χωρίς να πάθουν σοβαρές ζημιές, μόνο κάποιους μώλωπες που γρήγορα θα γιατρεύονταν. Κάποια χέρια και πόδια βέβαια θα πονούσαν για λίγες μέρες. Παρ’ ολ’ αυτά ένας από τους κακόμοιρους αυτούς επιβάτες έσπασε το χέρι του. Και έκανε μήνυση στον οδηγό του φορτηγού. Έπρεπε να τους είχε ενημερώσει για το φέρετρο, ότι ήταν άδειο. Ο φουκαράς ο οδηγός νόμιζε ότι θα τους εξηγούσε ο Διονύσης, όμως πού να φανταστεί ότι αυτός θα έμπαινε μέσα στο φέρετρο για να γλιτώσει τη βροχή.
  Ποιος να κέρδισε άραγε τη δίκη; Δεν ξέρω. Αν κάποιος δικηγόρος διαβάσει αυτή την ιστορία (Θοδωρή, εσένα λέω) με βάση αυτά τα δεδομένα ας μας πει ποιος είχε τις περισσότερες πιθανότητες να την κερδίσει. Έχω μια περιέργεια να μάθω.

Saturday, July 28, 2012

Του τάφου, 7η ιστορία, Και άλλο στοίχημα



Του τάφου, 7η ιστορία, Και άλλο στοίχημα

  Αυτή είναι η πρώτη ιστορία «Του τάφου» που πρωτάκουσα. Μου την είχαν διηγηθεί πολλές φορές τόσο η μητέρα μου, όσο και η γιαγιά μου.
  Η γιαγιά μου η παρσωτοπούλα. Που παντρεύτηκε στα δεκαπέντε της τον παππού μου, τον Γιάννη τον Ζωγραφάκη. Ο οποίος καταγόταν από μια πολύ πλούσια οικογένεια. Οικογένεια λόρδων.
  Λόρδοι ήταν το παρατσούκλι τους. Ήταν σαν τους Κολοκοτρωναίους: «Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε…». Δεν θα τους έβλεπες ποτέ πεζούς, μόνο πάνω στα άλογά τους. Μέχρι που ο προκομμένος ο προπάππους μου ξεπούλησε όλη του την περιουσία, «για τα κομματικά», όπως μου έλεγε η μάνα μου, και τα παιδιά του έμειναν πάμφτωχα. Ο παππούς μου ο Γιάννης, αφού γέννησε η γιαγιά μου την μητέρα μου και τον αδελφό της τον Μανώλη, ξενιτεύτηκε για την Αργεντινή, την πιο πλούσια χώρα της Λατινικής Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα. Πήγε στο «Βουένος Άερ», όπως το έλεγε η γιαγιά μου. Στην αρχή έστελνε χρήματα, μετά έπαψε να στέλνει. Ή έκανε άλλη οικογένεια εκεί ή πέθανε. Όσο κι αν τον ψάξαμε δεν βρήκαμε ίχνη του.
  Η γιαγιά μου γεννήθηκε στην Παρσά, ένα χωριό δίπλα στον Χριστό, βορειοδυτικά της Ιεράπετρας , και από εκεί πήρε το προσωνύμιο «παρσωτοπούλα». Τώρα το χωριό έχει μετονομαστεί σε Μεταξοχώρι,  προς τιμήν του διαπρεπούς τέκνου του, του Μελέτιου Μεταξάκη, που διετέλεσε οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και αργότερα, αφού παραιτήθηκε από τον οικουμενικό θρόνο μετά την άνοδο του Κεμάλ, πατριάρχης Αλεξανδρείας. Μια βιογραφία του έχει γράψει ο Θεοχάρης Προβατάκης, αλλά υπάρχει και μια μίνι βιογραφία του στη Βικιπαίδεια.
  Ο Μελέτιος Μεταξάκης ήταν ή θείος ή ξάδελφος της γιαγιάς μου της παρσωτοπούλας. Η γιαγιά μου ήταν κάπου είκοσι χρόνια μικρότερή του, αλλά αυτό δεν αποκλείει να ήταν ξαδέλφια. Ο Γιώργης ο Τζανετάκης που τον λέω ξάδελφο, είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου και όμως είναι ανιψιός μου, καθώς η γιαγιά του και ο πατέρας μου ήταν αδέλφια.
  Ο θείος λοιπόν ή ξάδελφος της γιαγιάς μου Μελέτιος Μεταξάκης, όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια πατριάρχης, κάλεσε τον γιο της να πάει κοντά του, όπου του ετοίμαζε εκκλησιαστική καριέρα. Ο θείος μου, γεννημένος το 1912, θα ήταν τότε εικοσάρης.
  Αυτός αρνήθηκε; Ή η γιαγιά μου που δεν ήθελε να στερηθεί τον κανακάρη της; Κανείς δεν ξέρει. Ούτε καν ο ξάδελφός μου ο Γιάννης, που είναι γιος του. Μπορεί και ο ίδιος με τα χρόνια να είχε ξεχάσει. Τώρα πια είναι αργά για να τον ρωτήσουμε, εδώ και κάποια χρόνια είναι πεθαμένος.
  Δεν πήγε λοιπόν ο θείος μου στην Αλεξάνδρεια. Προτίμησε να μείνει στο χωριό, στο Κεντρί Ιεράπετρας, όπου φαίνεται πως είχε καλή παρέα. Εκ των υστέρων θα αποδειχθεί πως δεν ήταν και τόσο καλή.
  Όπως ο ήρωας της προηγούμενης ιστορίας μας, ο θείος μου το έπαιζε ατρόμητος. Δεν φοβόταν κανένα, ούτε καν τους πεθαμένους. Η παρέα του που τους φοβόταν δεν τον πίστευαν. Ήθελαν αποδείξεις. Και έτσι έβαλαν το στοίχημα.
  Το στοίχημα ήταν διαφορετικό από το στοίχημα της προηγούμενης ιστορίας. Θα πήγαιναν όλοι μαζί στο νεκροταφείο, όχι νύχτα αλλά μέρα, και ο θείος μου θα κατέβαινε μέσα σε ένα τάφο και θα έβγαζε  έξω μια νεκροκεφαλή.
  Οι τάφοι στα χωριά μας δεν είναι όπως στην Αθήνα, όπου τους πεθαμένους τους σκεπάζουν με χώμα. Οι τάφοι λέγονται άρκλες, και είναι ορθογώνια παραλληλεπίπεδα σκαμμένα μέσα στο χώμα, με τσιμεντένια τοιχώματα. Κάπου στη μέση βρίσκονται δυο δοκάρια. Εκεί επάνω ακουμπάνε το φέρετρο του νεκρού. Μετά από τρία χρόνια γίνεται η ανακομιδή των οστών. Ο νεκροθάφτης κατεβαίνει, μαζεύει από την κάσα τα περισσότερα κόκκαλα, και τα ανεβάζει πάνω. Οι συγγενείς τα πλένουν με κρασί, έπειτα τα βάζουν μέσα σε ένα κασελάκι, και κατόπιν το κασελάκι αυτό το τοποθετούν στο οστεοφυλάκιο. Τα κασελάκια των γονιών μου, μαζί με κάποιων θείων και θειάδων μου, τοποθετήθηκαν στον οικογενειακό μας τάφο.
  Έχω ακόμη ζωντανή την εικόνα μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έκλαιγε γοερά καθώς έπλενε το κρανίο της μητέρας της. Θα ήμουν τότε πολύ μικρός, και γι’ αυτό μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
  Πολλές φορές η κάσα σαπίζει και σπάει, και τα συντρίμμια της μαζί με τα κόκκαλα του νεκρού πέφτουν στον πάτο της άρκλας. Ο νεκροθάφτης τότε είναι αναγκασμένος να τα μαζέψει από εκεί. Υπάρχουν υπολείμματα οστών από προηγούμενους νεκρούς καθώς και απομεινάρια από τις κάσες τους.
  Φτάνει λοιπόν η παρέα στο νεκροταφείο, ανοίγουν μια ταφόπλακα, και με ένα σκοινί κατεβάζουν τον θείο μου κάτω. Αυτός, ατρόμητος, αρπάζει μια νεκροκεφαλή και τους τη δείχνει θριαμβευτικά. Το στοίχημα το κέρδισε. Αλλά οι αφιλότιμοι οι φίλοι του, βλέποντας ότι έχασαν το στοίχημα, τον παράτησαν μέσα  στην άρκλα, δεν τον έβγαλαν έξω. Την κοπάνισαν κανονικά. Τους φώναξε κάμποσες  φορές ο θείος μου, κάποια στιγμή κατάλαβε ότι είχαν φύγει, και έτσι προσπάθησε να βγει μόνος του έξω. Άρχισε λοιπόν να βάζει κομμάτια από κάσες το ένα πάνω στο άλλο για να σκαρφαλώσει έξω, αλλά αυτά, καθώς ήταν σάπια, έσπαγαν. Με τα πολλά όμως κατάφερε και βγήκε.
  Έφτασε στο σπίτι και βρωμούσε πεθαμενίλα, χειρότερα και από τον «νεκρό αδελφό» στο γνωστό δημοτικό τραγούδι, που αυτός έβγαζε μόνο λιβανιά και χωματιά. Τον έπλυναν με ζεστό νερό και σαπούνι, όμως η μυρωδιά δεν έλεγε να φύγει. Και η επωδός της γιαγιάς μου κάθε φορά που διηγούνταν την ιστορία ήταν: «ξόδεψα μισή νταμιτζάνα ρακή για να τον ξεβρομίσω».
  Τι απόκαμε με τους φίλους του, τι στοίχημα είχαν βάλει και αν το πλήρωσαν, δεν ξέρω, και δεν θέλω «ποιητική αδεία» να το επινοήσω. Κι αυτό γιατί μου άρεσε πολύ το τέλος της αφήγησης της γιαγιάς, «ξόδεψα μισή νταμιτζάνα ρακή για να τον ξεβρομίσω».
  Θαύμαζα πάντα το θείο μου γι’ αυτή την επίδειξη αφοβίας. Πρέπει να έχουμε πάρει ίδια γονίδια, γιατί κι εγώ δεν φοβάμαι τους πεθαμένους.
  Αλλά μόνο τους πεθαμένους. Γιατί έναν επίδοξο διαρρήκτη που πιθανόν να οπλοφορεί, έναν εχθρό που μου την έχει στήσει χωρίς να το φαντάζομαι (ένα αναρχικό σύνθημα που έβαλα σαν μότο στο blog μου είναι το «Μας την έχουν στημένη από παντού», χωρίς να φαντάζομαι τότε ότι μου την είχαν ήδη στήσει), έναν πυροβολημένο που έχει διάθεση να τσακωθεί μαζί μου στα φανάρια (ένας φίλος μου παρά λίγο να χάσει το μάτι του σε έναν καβγά με κάποιον, γιατί λέει του κορνάρισε πολύ έντονα), ναι όλους αυτούς τους φοβάμαι. Τους πεθαμένους όμως καθόλου.
  Ούτε τους πρεζάκηδες που συναντάμε με τον Αλέξανδρο κάθε Σάββατο που πηγαίνουμε στην «Μπούκα» για φαγητό τους φοβάμαι, απλά τους λυπάμαι. Ούτε και τους μαύρους που συναντώ στην πλατεία Αμερικής πηγαίνοντας στη φίλη μου την Ελένη τη Στασινού τους φοβάμαι, απλά τους συμπονώ, και πιο πολύ όταν τους βλέπω να προσπαθούν να βγάλουν κάποιο σιδερένιο αντικείμενο ή κάποιο κουτί αναψυκτικών από τους κάδους απορριμμάτων για να εξοικονομήσουν τον άρτο τον επιούσιο, αν το καταφέρουν και αυτό. Και φυσικά δεν φοβάμαι τα φαντάσματα.

Thursday, July 26, 2012

Του τάφου, 6η ιστορία, Το στοίχημα



Του τάφου, 6η ιστορία, Το στοίχημα

 

Την ιστορία μού την πρωτοαφηγήθηκε ο συγχωρεμένος ο ξάδελφός μου ο Κωστής, και πριν λίγες μέρες ξανά ο ανιψιός μου ο Μανώλης.

  Το αφεντικό, ένας Χατζημαρκάκης από την Επισκοπή, πηγαίνει μαζί με τον εργάτη του στο εστιατόριο. Δεν θα αναφέρω το όνομα του εργάτη γιατί δεν μου το είπαν, μου είπαν μόνο το παρατσούκλι του, που και αυτό, καλού κακού, λέω να μην το πω. Ως γνωστόν τοις πάσι στα Πανωκατωχωρίτικα, δηλαδή την τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου στην οποία περιλαμβάνεται και η Επισκοπή (έδρα λατίνου επισκόπου την εποχή της ενετοκρατίας, γι’ αυτό και βρίθει το όνομα Μάρκος), οι περισσότεροι πισκοπιανοί είναι γνωστοί μόνο με τα παρατσούκλια τους. Παλιά ο ταχυδρόμος έβρισκε το διάβολό του μέχρι να βρει ποιος είναι ποιος, γιατί τα γράμματα έγραφαν πάνω το όνομα και το επώνυμο του παραλήπτη το οποίο όμως δεν γνώριζε κανείς, καθώς όλοι ήξεραν ο ένας τον άλλο μόνο με τα παρατσούκλια τους.
  –Θα σου έλθει το μεσημέρι για φαΐ, λέει ο Χατζημαρκάκης στον εστιάτορα. Ο λογαριασμός δικός μου, θα έλθω αύριο να σε πληρώσω.
  Το μεσημέρι πηγαίνει ο εργάτης στην κουζίνα, βλέπει τα φαγητά, του χτύπησε στο μάτι ένα ταψί με αρνί ψητό.
  –Το ψητό σου φαίνεται περίφημο, λέει στον εστιάτορα. Να μπορούσα, θα το έτρωγα όλο.
  –Σοβαρά, του λέει αυτός, μπορείς να φας ένα ολόκληρο ταψί;
  –Πάμε στοίχημα;
  –Και δεν πάμε. Αν το φας όλο, χάρισμά σου. Αν δεν το φας, θα μου το πληρώσεις.
  –Έγινε, του λέει ο εργάτης. Αλλά θα μου φέρεις και ένα κιλό κρασί.
  –Εν τάξει, του λέει ο εστιάτορας.
  Τον παρακολουθεί στην αρχή με περιέργεια, μετά με ανησυχία, στο τέλος με τρόμο, καθώς τον βλέπει να καταβροχθίζει το ένα κομμάτι κρέας μετά το άλλο, τη μια πατάτα μετά την άλλη, και για να κατεβαίνει πιο γρήγορα το φαγητό στο λαιμό του έπινε συχνά πυκνά και μερικές γουλιές κρασί. Στο τέλος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του: όλο το ταψί είχε αδειάσει.
  Όχι εντελώς.
  –Μου φέρνεις και μια φρατζόλα ψωμί και άλλο ένα κιλό κρασί;
  Η παραγγελία του εκτελέστηκε.
  Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του εστιάτορα μάζεψε όλη τη σάλτσα του ταψιού με το ψωμί και την έφαγε, και ήπιε όλο το κρασί.
  Την επομένη πηγαίνει ο Χατζημαρκάκης στο εστιατόριο.
  –Τι σου χρωστάω; ρωτάει στον εστιάτορα.
  –Τίποτα δεν μου χρωστάς, του απαντάει αυτός.
  –Καλά, δεν έφαγε τίποτα;
  – Έφαγε, που να φάει τη μουρνιά, αλλά να μη μου τον ξαναστείλεις για φαΐ.
  Ήμαστε ένας λαός που του αρέσουν τα στοιχήματα. Στοιχηματίζουμε αν θα νικήσουμε την Ρωσία, μετά αν θα νικήσουμε τη Γερμανία, στοιχηματίζουμε αν θα πτωχεύσουμε ή όχι, στοιχηματίζουμε ποιος θα πάρει το κύπελλο, και παίζουμε και «στοίχημα».
  Πάμε στοίχημα ότι τώρα σκεφτόσαστε «μα τι σχέση έχει η παραπάνω ιστορία» με τις ιστορίες «Του τάφου»;
  Δεν έχει καμιά σχέση, έχει όμως σχέση με την παρακάτω ιστορία που είναι «Του τάφου». Και αυτό γιατί και εκείνη έχει να κάνει με στοίχημα.
  Είναι η ιστορία που μου είπε ο Τέλης όπως έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση, που την ήξερα ήδη.
  Ο Μιχάλης κορδώνεται στους φίλους του ότι δεν φοβάται τίποτα.
  –Ούτε την πεθερά σου;
  –Ούτε την πεθερά μου.
  –Ούτε τα φαντάσματα;
  –Ούτε τα φαντάσματα.
  –Ούτε τους πεθαμένους;
  –Αφού δεν τους φοβόμουνα όταν ήσαν ζωντανοί, τώρα που είναι πεθαμένοι θα τους φοβηθώ;
  –Να μας το αποδείξεις.
  –Πώς;
  –Να πας το βράδυ τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο και να καρφώσεις ένα καρφί πάνω στον τάφο του Δημήτρη. Δεν χωνευόσασταν, πέρυσι δεν ήταν που τσακωθήκατε για τα σύνορα των χωραφιών σας; Τον έκανες μαύρο στο ξύλο, πού ξέρεις όμως, μπορεί τώρα πεθαμένος να θέλει να βγάλει το άχτι του και να σε δείρει αυτός. Λοιπόν τι λες, θα πας;
  Τον Δημήτρη δεν τον φοβότανε ζωντανό. Στο ζήτημα με τα σύνορα ήταν σίγουρος πως αυτός είχε δίκιο, γι’ αυτό και τον ξυλοκόπησε τόσο άγρια. Στα χωριά, οι μισοί τσακωμοί γίνονται για τα σύνορα των χωραφιών.
  –Σιγά το πράμα, και βέβαια θα πάω.
  Το ίδιο βράδυ η παρέα κάθισε μέχρι αργά στο καφενείο. Έπιναν τις ρακές τους και συζητούσαν για άλλα πράγματα και όχι για το στοίχημα. Ο Μιχάλης, πριν στρωθούν στη ρέουλα, τους είχε δείξει το καρφί και το σφυρί που κρατούσε.
  Έκανε κρύο, αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε, γιατί ο Μιχάλης τους είχε δηλώσει ότι δεν είχε καμιά διάθεση να γίνει μούσκεμα για να τους αποδείξει ότι δεν φοβάται.
  Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αφού άδειασαν και το τελευταίο καραφάκι, έφυγαν οι άλλοι για τα σπίτια τους και ο Μιχάλης για το νεκροταφείο. Το καρφί οι φίλοι του θα το έβλεπαν την επομένη, στο φως της μέρας. Μπορεί ο Μιχάλης να μη φοβόταν τους νεκρούς αλλά αυτοί τους φοβόντουσαν, και δεν είχαν καμιά διάθεση να πάνε άγρια μεσάνυχτα στο νεκροταφείο για να δουν αν κέρδισαν ή όχι το στοίχημα.
  Την επομένη το πρωί είχαν κανονίσει να μαζευτούν στο καφενείο. Μπορεί να ήταν μέρα, αλλά είπαν, καλού κακού, να πάνε όλοι μαζί στο νεκροταφείο. Μαζεύτηκε όλη η παρέα, εκτός από τον Μιχάλη. «Και μας έκανε τον παλληκαρά! Φοβήθηκε, έχασε το στοίχημα, και τώρα ντρέπεται να εμφανιστεί», σκέφτηκαν.
  Φτάνουν στο νεκροταφείο, πάνε στον τάφο του Δημήτρη, και πάνω στην ταφόπλακα βλέπουν ολόρθο το καρφί.
  –Το μπαγάσα, δεν έκανε την εμφάνισή του για να μας παραπλανήσει, για να νομίσουμε ότι δείλιασε την τελευταία στιγμή και έχασε το στοίχημα. Τώρα θα γελάει μαζί μας.
  Για μια ολόκληρη βδομάδα θα έπρεπε να πληρώνουν τις ρακές του στο καφενείο.
  –Μπράβο, τα κατάφερες, του λένε, άντε, στην υγειά σου και στην αντρειά σου, τσούγκρισαν τα ποτηράκια της ρακής όταν επί τέλους πήγε για τους βρήκε το ίδιο βράδυ στο καφενείο. Δεν φοβήθηκες καθόλου;
  –Καθόλου μα καθόλου. Μόνο ένα προβληματάκι αντιμετώπισα. Αφού κάρφωσα το καρφί και πήγα να σηκωθώ, ένοιωθα να τραβιέται προς τα κάτω η καπαρντίνα μου. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε ότι την τραβούσαν φαντάσματα, καταχανάδες, βρικολακιασμένοι νεκροί. Αναρωτήθηκα μόνο πού να έχει σκαλώσει. Ξανακάθομαι ανακούρκουδα, ψαχουλεύω, και βλέπω ότι η άκρη της είχε πιαστεί στο καρφί. Την είχα καρφώσει κατά λάθος πάνω στην ταφόπλακα. Έβγαλα το καρφί, τράβηξα την καπαρντίνα, και πάλι το ξανακάρφωσα. Έπειτα έκανα το σταυρό μου και έφυγα. Αυτή είναι όλη η ιστορία.
  Βάζω στοίχημα ότι πολλοί από εσάς θα λέτε: «Μα δεν τελειώνει έτσι η ιστορία».  Ναι, ξέρω πώς τελειώνει η κυρίαρχη εκδοχή της. Καθώς πήγαινε να καρφώσει το καρφί, μέσα στα μαύρα σκοτάδια, δεν πρόσεξε και κάρφωσε κατά λάθος και την καπαρντίνα του. Όταν λοιπόν πήγε να σηκωθεί και δεν μπορούσε, νόμισε ότι τον τράβαγε ο νεκρός και πέθανε από το φόβο του. Όμως αυτό το τέλος δεν κολλάει καθόλου με τις χιουμοριστικές ιστορίες «Του τάφου». 
  Εγώ τι λέτε, φοβάμαι τους νεκρούς;
  Ναι, πολύ τους φοβάμαι. Όταν μάλιστα πέθανε η μητέρα μου και ήθελα να της κάνω νυχτιάτικα έναν τελευταίο αποχαιρετισμό και πήγα στο νεκροταφείο, τα έκανα πάνω μου από το φόβο μου. Μια κουκουβάγια που έκραξε μόλις έφτασα μπροστά στον τάφο της ήταν αρκετή για να με κάνει να το βάλω στα πόδια.
  Βάζω στοίχημα πώς όσοι έχετε διαβάσει το διήγημά μου «Requiem» από τη συλλογή διηγημάτων «Το Φραγκιό» (εκδόσεις ΑΛΔΕ, σειρά metroαναγνώσματα, 2011), θα πείτε πως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα.
  Έχετε δίκιο. Έχω κάνει κατάχρηση παίζοντας σ’ αυτή την ιστορία τρεις φορές με την αφηγηματική τεχνική της διάψευσης μιας αναμονής. Όσοι δεν έχετε διαβάσει το Requiem και σας έχει πλήξει τόσο η κρίση ώστε δεν διαθέτετε ούτε πέντε ευρώ για να αγοράσετε το «Φραγκιό», μπορείτε να το διαβάσετε στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Λέξημα», όπου το έχω αναρτήσει. Βρίσκεται εδώ. Στο κάτω κάτω είναι κι αυτή μια ιστορία «Του τάφου».