Του τάφου, 9η
ιστορία, Ο αδιάβαστος παπάς
Δεν ξέρω κατά πόσο συνηθίζεται ακόμη στα χωριά, πάντως παλιά, την
παραμονή της κηδείας ενός νεκρού, όταν συγγενείς και φίλοι ξενυχτούσαν δίπλα
στο φέρετρο, πήγαινε και ο παπάς και έλεγε πάνω από τον νεκρό κάποια λόγια της
εκκλησίας.
Όχι όμως και ο συγκεκριμένος παπάς, που δεν ξέρουμε το όνομά του, ούτε
σε ποιο χωριό έγινε η ιστορία που θα διηγηθούμε. Αυτός απαιτούσε από τους
οικείους του νεκρού να μεταφέρουν το φέρετρο στην εκκλησία και, κάτω από τα
βλέμματα του Θεού, του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων θα έλεγε τα
εκκλησιαστικά εκείνα λόγια που λέγονται σ’ αυτή την περίπτωση. Οι συγγενείς
είχαν βέβαια τις αντιρρήσεις τους, αλλά μπροστά στην επιμονή του παπά και τον
κίνδυνο να μεταβεί στον άλλο κόσμο ο νεκρός τους μισοδιαβασμένος, τι να κάνουν,
υποχωρούσαν.
Μια παρέα νεαρών του χωριού άρχισαν να υποψιάζονται πως κάτι δεν πάει
καλά με αυτή την ιστορία. Έπρεπε να ανακαλύψουν τι έτρεχε πίσω από την απαίτηση
αυτή του παπά. Και στο τέλος τους ήλθε μια φαεινή ιδέα.
Ένας από την παρέα θα έκανε τον νεκρό. Θα τον έβαζαν στο φέρετρο και θα
τον πήγαιναν στην εκκλησία. Μέσα από το φέρετρο θα άκουγε τι λόγια έλεγε ο
παπάς, και θα λυνόταν επί τέλους το αίνιγμα.
Να
σου τον λοιπόν και πεθαίνει. Και, κατά τα συμφωνημένα, τον πηγαίνουν στην
εκκλησία.
Το
βράδυ ο δήθεν νεκρός ακούει τα βήματα του παπά να πλησιάζουν το φέρετρο. Ήταν
γεμάτος περιέργεια να ακούσει τι θα έλεγε ο παπάς.
Και να τι άκουσε.
Ο
παπάς έλεγε: «Ότι είναι να πάει από εδώ (και κτυπούσε με το χέρι του το κάτω
μέρος της κάσας, στα πόδια του νεκρού) μέχρι εκεί (και κτυπούσε τώρα το πάνω
μέρος της κάσας, στο κεφάλι του νεκρού), είναι και από εκεί (ξανακτυπούσε πάλι
στο ίδιο μέρος) να γυρίσει (και κτυπούσε πάλι την άκρη της κάσας στα πόδια του
νεκρού). Για την ακρίβεια δεν το έλεγε έτσι, το έλεγε στα κρητικά, «Ότι ’ναι α
πάει από επαέ μέχρι εκειέ, είναι και από εκειά α γιαγείρει», αλλά εγώ το μετέφρασα
για να γίνει κατανοητό και από τους μη κρητικούς αναγνώστες. Αυτό που ήθελε να
πει ο παπάς είναι ότι αν μετρήσεις το φέρετρο από το κάτω μέρος προς το πάνω,
θα βρεις να έχει το ίδιο μήκος και αν το μετρήσεις ανάποδα, από το πάνω μέρος
προς τα κάτω.
Αυτό το βιολί κράτησε για αρκετή ώρα, ο παπάς έλεγε τα ίδια και τα ίδια
συνεχώς. Ο νεαρός μέσα στο φέρετρο κατάλαβε ότι ο παπάς ήταν εντελώς
αγράμματος, δεν ήξερε τα άγια λόγια που έπρεπε να πει, και για να έχει ήσυχη τη
συνείδησή του επαναλάμβανε συνεχώς αυτό το τροπάρι. Στο τέλος όμως δεν
κρατήθηκε, έβαλε τα γέλια και σήκωσε το καπάκι της κάσας για να βγει έξω. Ο
παπάς, με το να δει τον νεκρό να σηκώνεται από το φέρετρο, κατατρόμαξε. Τον
αρπάζει από το λαιμό, και το γέλιο κόπηκε μονομιάς στο λαρύγγι του άτυχου
νεαρού. Τον έσφιγγε, τον έσφιγγε, μέχρι που τον έπνιξε.
Την επομένη το πρωί η παρέα τού κάκου περίμεναν να φανεί ο φίλος τους να
τους πει τα καθέκαστα. Πέρασε αρκετή ώρα, άρχισαν να ανησυχούν. Μια και δυο
λοιπόν κινούν και πηγαίνουν στο σπίτι του παπά.
-Παπά, τι έγινε με τον νεκρό, τον έψαλες χθες βράδυ;
-Για ακούστε, άλλη φορά να μου τους φέρνετε καλά ποθαμένους, γιατί ο
τελευταίος μ’ έσκασε.
Δεν νομίζω να είναι πραγματική ιστορία, σαν ανέκδοτο μου φαίνεται. Γιατί
αν είναι πραγματική, παραείναι μακάβρια.
Θυμήθηκα και την ατάκα του Κώστα Βουτσά, αλλά δεν θυμήθηκα σε ποια ταινία ήταν:
πέθανε πολύ;
Βρήκα
και ένα σχετικό απόσπασμα από τον «Καπετάν Μιχάλη» του Καζαντζάκη. «ήταν καλά
σκοτωμένος, δεν μπορούσε να βγει από το μνήμα του» (σελ. 282).