Φίλοι
και παιχνίδια
Πρόκειται
για ένα κεφάλαιο από μια αυτοβιογραφία που την έγραψα το 1970, όταν ήμουν
είκοσι χρονών. Δημοσιεύτηκε στο τριμηνιαίο έντυπο του συλλόγου Μεσελεριανών «Οι
Μεσελέροι» (είναι χωριό της επαρχίας Ιεραπέτρας), α.φ. 49,
Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης, 2012 καθώς και στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Λέξημα»,
και βέβαια στο blog μου. Το δημοσιεύω ατόφιο, σαν ντοκουμέντο, κυρίως γλωσσικό. Ελάχιστες
οι διορθώσεις, με κάποιες επεξηγηματικές εντός παρενθέσεως προσθήκες.
Οι
φίλοι είναι που καθορίζουν την κοινωνικότητα ενός παιδιού και τα παιχνίδια την
ενεργητικότητά του. Θα ήταν λοιπόν ασυγχώρητο σφάλμα εκ μέρους νου να παραλείψω
να πω δυο λόγια και γι’ αυτούς επειδή φαινομενικά τάχα πρόκειται για επουσιώδη
θέματα.
Οι
πρώτοι μου φίλοι υπήρξαν ο Αντώνης και ο Γιάννης. Για τον Γιάννη έχω μιλήσει
προηγουμένως. Ήταν ένας παχουλούτσικος μπόμπιρας, πολύ χαριτωμένος, όπως
δείχνουν οι τότε φωτογραφίες του που τις κοιτάζαμε αργότερα και σκούσαμε στα γέλια.
Ήταν ο πρώτος μου φίλος γιατί τα σπίτια μας ήταν δίπλα δίπλα. Αργότερα
προστέθηκε και ο Αντώνης και αποτελέσαμε την τριανδρία της κάτω γειτονιάς ή την
Αγία Τριάδα, όπως άρεσε στη γιαγιά του Γιάννη και θεία μου να μας αποκαλεί.
Φυσικά ο τίτλος ήταν μόνο κατ’ ευφημισμό, γιατί ήμασταν τόσο ατζούμπαλοι, που
κάθε άλλο παρά αγγελούδια θα μπορούσε κανείς να μας χαρακτηρίσει.
Το
πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι και παίζαμε ήταν ο «Γαϊτάνης». Σε ένα ασοβάντιστο
ακόμη δωμάτιο στο σπίτι του Γιάννη, ή του μπέμπη όπως τον φωνάζαμε τότε γιατί
ήταν ακόμη αβάπτιστος, υπήρχε ένα παλιοκρέβατο. Εμείς στο πι και φι το μετατρέψαμε
σε λεωφορείο. Ο ένας από μας έκανε τον σωφέρη και ο άλλος τον εισπράχτορα. Ο
σωφέρης έκανε τους κατάλληλους χειρισμούς που εκφραζότανε και φωνητικά και το
αμάξι έπαιρνε μπρος. –Ένας ακόμη και φύγαμε, φώναζε ο εισπράχτορας ενώ ο σωφέρ
πατούσε γκάζι. Έτσι το αμάξι κυλούσε κανονικά μέχρις ότου ο σωφέρ κουραζόταν να
κάνει ββββ, ββββ και το αμάξι σταματούσε. Κάποιος εχάλασε το αμάξι. Δώστου
λοιπόν από δω ο σωφέρ, απ’ εκεί ο βοηθός, να προσπαθούν να βρουν τη βλάβη. Στο
τέλος ξετουλούπωναν τον τρίτο, τον Γαϊτάνη που ήταν κουβαριασμένος πάνω σε ένα
παλιοπάπλωμα κάτω απ’ το κρεβάτι. Τον έπαιρναν λοιπόν του κυνηγητού φωνάζοντας:
-Γαϊτάνη, Γαϊτάνη που χάλασες τ’ αμάξι.
Ο Γαϊτάνης
δεν ήταν καθόλου φανταστικό πρόσωπο. Ήταν ένας χωριανός μας που πουλούσε
μουλάρια και γαϊδάρους. Κάποτε λοιπόν, όταν εμείς παίζαμε το παιχνίδι μας, να
τονε στον δρόμο καβαλικεύοντας το μπεγίρι του. Τον πήραμε λοιπόν από πίσω
φωνάζοντας –Γαϊτάνη, Γαϊτάνη, που χάλασες τ’ αμάξι. Όμως το μπεγίρι έτρεχε σαν
διαολισμένο και γρήγορα ξεμάκρυνε ενώ αυτός γελούσε με τα παιδιακίσια καμώματά
μας, χωρίς να ξέρει ότι έγινε ήρωας στα παιχνίδια μας, όπως ο Φαντομάς στη
«Μάσκα».
Αλλά
δεν παίζαμε πάντα τόσο φιλειρηνικά παιχνίδια. Η παιδική ηλικία ρέπει στην
αγριότητα και γι’ αυτό κι εμείς παίζαμε και πολεμόχαρα παιχνίδια. Μόλις πριν
δέκα χρόνια είχαν φύγει οι ιταλογερμανοί και μας άφησαν για σουβενίρ μερικές
ξιφολόγχες. Όχι δηλαδή σε μας προσωπικά, αλλά στον πατέρα του Αντώνη απ’ όπου
τις κλέψαμε εμείς. Έτσι παίζαμε ξιφομαχία. Ήταν λιγάκι βαριές, αλλά τι να
γίνει, ο πόλεμος είναι δύσκολος. Έτσι συχνά πηγαίναμε σπίτι και λείπανε απ’ τα
δαχτύλια μας ολόκληρες φλετζεσκούδες προβιά. Κι όταν μας έδερνε η μάνα μας δεν
τολμούσαμε να της πούμε να πάρει και αυτή μια ξιφολόγχη και λύσουμε τίμια τις
διαφορές μας «σαν άντρες». Όμως παρ’ όλο το ξύλο εμείς δεν λυγίζαμε και την
επομένη το πρωί πηγαίναμε και ξεχώναμε τις ξιφολόγχες απ’ εκεί που τις είχαμε
κρύψει και δώστου πάλι το παιχνίδι μας. Το ότι δεν μας λείπει σήμερα κανένα
δάχτυλο οφείλεται στο ότι ήταν σκουριασμένες και το ότι δεν πάθαμε τέτανο στο
ότι ήμασταν πολύ τυχεροί.
Αλλά
δεν ήμασταν μόνο ρέμπελοι που γύριζαν από δω και από κει άσκοπα. Από
πιτσιρικάκια πέντε χρονών σκεφτόμασταν το μέλλον μας. Τι επάγγελμα θα
ακολουθούσε καθένας μας όταν τα χρόνια θα τον έριχναν μέσα στην κοινωνία και τη
βιοπάλη; Για την εκλογή δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου. Θα διαλέγαμε τα πιο
αξιοσέβαστα επαγγέλματα του χωριού. Και πρώτος πρώτος ο Αντώνης, θα γινόταν
Μαθιός. Πώς, δεν ξέρετε τι επάγγελμα είναι αυτό; Μα χωροφύλακας. Μάλιστα,
χωροφύλακας. Τον χωροφύλακα του χωριού μας τον λέγανε Μαθιό και έτσι στα
μικρούλικα μυαλά μας κάναμε τη σκέψη ότι όποιος φοράει πράσινη στολή τον λένε
Μαθιό. Ο Γιάννης θα γινόταν Μαστρογιάννης. Το Γιάννης ήδη το είχε, δεν έμενε
παρά να αποχτήσει και το μαστρο-. Επειδή ασφαλώς ούτε αυτό δεν ξέρετε τι επάγγελμα
είναι, σας πληροφορώ ότι είναι ηλεκτρολόγος. Έ, όσο για μένα διάλεξα το πρώτο
και καλύτερο επάγγελμα: Κυδώνης (Κυδώνης ήταν το επίθετο του αγροφύλακα), δηλαδή
δραγάτης. Αλλά εγώ θα γινόμουνα καλός κυδώνης. Δεν θα έπαιρνα από κανένα παιδί
τη σφεντόνα, και αν τσάκωνα κανένα παιδί να κλέβει τζάνερια δεν θα το τάραζα
στο ξύλο, όπως μου ’έκανε εμένα κάποτε. Α, όλα κι όλα, είπαμε κυδώνης, αλλά όχι
κι έτσι. Κάποτε εγώ και ο Αντώνης
κάναμε σκοποβολή με το λάστιχο (σφενδόνα) σε κάτι αμύγδαλα. Ο Αντώνης πότε πότε
για να με τρομάξει μου έλεγε –Ο Κυδώνης! Κι εγώ αναπετάριζα απ’ την τρομάρα.
Μια στιγμή, ενώ ξάμωνα (σκόπευα) σε κάτι δίδυμα κορφινά αμύγδαλα μου
ξαναφωνάζει –Ο Κυδώνης. Ε, άει στο διάβολο πια, σκέφτηκα, και πολεμώ (κοντεύω)
να χάσω το σημάδι. Όμως με την άκρη του ματιού μου είδα τον Αντώνη που άλλαζε
χρώματα. Κοιτάζω τρομαγμένος προς τα κάτω στο δρόμο και βλέπω την γκρίζα στολή
που θα φορούσα κι εγώ όταν μεγάλωνα να μας πλησιάζει απειλητικά, ενώ το γείσο
του καπέλου στραφτάλιζε (έλαμπε) στον ήλιο.
-Για
ελάτε δω, μας φωνάζει με χαμηλή, γεμάτη απειλή, φωνή, και θα σας δείξω εγώ πόσα
απίδια βάνει ο σάκος. Εγώ δεν είχα καμιά όρεξη να μάθω πόσα απίδια βάνει ο
σάκος, και ντουγρού το βάνω στα πόδια, ρίχνοντας πίσω το λάστιχο γιατί φοβόμουν
ότι αν δεν του το ’δινα θα μ’ έπαιρνε από πίσω, απαράλλαχτα όπως κάνει ο
κλέφτης, που όταν τον πάρουν αξοπίσω παρατά τα κλεμμένα, με την ελπίδα ότι θα
τον αφήσουν μια και δεν έχουν πια λόγο να τον κυνηγούν. Ο Αντώνης όμως έμεινε
με την ελπίδα ότι θα την γλίτωνε με την κατάλληλη επιχειρηματολογία.-Ε, Κυδώνη,
δε θα μου αφήσεις εμένα το λάστιχο, πού μαστε φίλοι; Και το κρατούσε συγχρόνως
απ’ το πετσάκι ενώ ο Κυδώνης έσυρνε τον στύλο. Ξαφνικά τον μολέρνει (παρατάει)
και παίρνει μια ο Αντώνης στα ξερά που κουζουλάθηκε απ’ τον πόνο. Πάτησε τα κλάματα
και έτσι γλίτωσε το ξύλο, όχι όμως και το λάστιχο. Από τότε έμαθα να μην ελπίζω
στην επιείκεια και στις υποσχέσεις των ανθρώπων. Το είδωλό μου όμως αμαυρώθηκε
στην συνείδησή μου. Για δες Κυδώνη που ’βγαλε το χωριό μας να σου πετύχει;.
Αλλά
δεν ήταν αυτή η μόνη κατσαγανιά (κατεργαριά) που κάναμε με τον Αντώνη. Στη
γειτονιά ζούσε κι ένας καλοκάγαθος άνθρωπος που συχνά έπιανε κουβέντα με μας τα
πιτσιρίκια, ιδιαίτερα με τον Αντώνη που τα σπίτια τους ήταν δίπλα δίπλα. Να σου
λοιπόν μια μέρα ο Αντώνης και λέει στη συμμορία: Παιδιά, ελάτε α πάμε στα
τζάνερια του Βασιλικιώτη που είναι φίλος μου. Μια και δυο ξεκινάμε για το
περβόλι του Βασιλικιώτη. Ήτανε θε μου κάτι τζάνερια, σκέτη γλύκα. Πέσαμε λοιπόν
πάνω στην τζανεριά σαν τους κοράκους και μέχρι να πεις κιχ την είχαμε ρημάξει.
Οι τσέπες μας φουσκώνανε απ’ τα τζάνερια και με δυσκολία περπατούσαμε. Ώσπου να
σου και προβάλει η Αθηνά του Παραουλάκη- Ωροί στα ξένα μπουρνέλια; Ωροί ε
ντρεπόσαστε μια ολιά; -Εμένα είναι φίλος μου, πήρε το λόγο ο Αντώνης να διαμαρτυρηθεί,
με φωνή γεμάτη προκλητικότητα.
–Εγώ α σασε πω κερατάδες. Α πάω α το πω του
Κυδώνη. Μέχρι ν’ ακούσομε μεις ότι θα το πει του Κυδώνη, όπου φύγει φύγει. Το
βράδυ το ξέρανε οι γονείς μας. –Γιάε ανθρώποι και θέλουνε φιλίες με τσι
μεγάλους!
Η
παρέα είχε ήδη μεγαλώσει. Είχαν προστεθεί ο Γιώργης και ο Νικολής. Είχαμε γίνει
κανονική σπείρα. Αυτό εμεγάλωσε και το μέγεθος των επιχειρήσεων και το πεδίο
δράσης. Μαζί με μας μεγαλώσανε και οι διαμαρτυρίες των γειτόνων που δεν τους
αφήναμε ήσυχους, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια να κοιμηθούνε. Μα δεν βαριέσαι, στου
κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που ήμασταν στο
περβόλι του Αντώνη και κάναμε τους στρατιώτες, κρατώντας βέργες στους ώμους μας
και περπατώντας στρατιωτικά, ενώ ξελαρυγγιζόμασταν στα εμβατήρια. Ξαφνικά να
σου το Βαγγελιώ του Χαμηλού και μας παίρνει από πίσω, γιατί λέει κάναμε φασαρία
και αυτή μόλις κοίμισε το μωρό της. Εμείς δεν καταλαβαίναμε γιατί τα μωρά είναι
τόσο ιδιότροπα και προτιμούν να κοιμούνται τη μέρα αντί για τη νύχτα (ήταν δέκα
η ώρα το πρωί) και όταν προσπαθήσαμε να συζητήσουμε το ζήτημα, να σου πάλι και
μας ξαναπαίρνει από πίσω. Φυσικά με την επιχειρηματολογία του μπερνταχιού δεν
μπορεί να τα βάλει κανείς, κι έτσι το βάλαμε στα πόδια. Και νιώθαμε την πικρή
γεύση ότι μας είχε νικήσει ένα μωρό.
Θα μου
ήταν δύσκολο να συνεχίσω χωρίς να πω προηγουμένως δυο λόγια για το εντευκτήριο
της παρέας μας και γενικά όλης της λιλιπούτειας νεολαίας-την Αγιά Τριάδα. Πού
μας έχανες πού μας εύρισκες, στην Αγιά Τριάδα. Εκεί βρισκόμασταν όλα τα πρωινά,
πηγαίναμε το μεσημέρι σπίτι για να φάμε και δώστου πάλι για την Αγιά Τριάδα.
Η Αγιά
Τριάδα είναι μια μικρούτσικη εκκλησία που βρίσκεται στο νότιο μέρος του χωριού,
εκεί που τελειώνει ο συμπαγής του όγκος, η μεσοχωριά, και αρχίζει η γειτονιά μας,
με τα μεμονωμένα σπιτάκια της τριγυρισμένα απ’ το περβόλι του το καθένα. Η αυλή
της ήταν αρκετά ευρύχωρη ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των παιδικών
παιγνιδιών μας. Εκεί παίζαμε σκατούλι, κουτί χωστό, μάϊνα, μπουμ και
ποδόσφαιρο. Τον καιρό των διακοπών των Χριστουγέννων γινόταν και καζίνο. Παίζαμε
τότε σβουράκι, γαλλικό και ζάρι.
Κοντά
στην Αγιά τριάδα υπήρχε το καταφύγιο, απομεινάρι της κατοχής. Δεν υπάρχει
κανείς από μας που να μην κάπνισε εκεί μέσα, σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία
εννοείται. Οι γονείς μας μάς έλεγαν να μη μπαίνουμε μέσα γιατί υπάρχει φόβος να
πέσει να μας πλακώσει και να ψοφήσουμε σαν τους ποντικούς στη φάκα. Εκεί μέσα
παίζαμε χωστό, και η μυστηριώδης αγωνία του σκοταδιού μαζί με τον φόβο μην
πέσει και μας πλακώσει έδινε μια ενδιαφέρουσα γεύση στο παιχνίδι.
Μέσα
στο καταφύγιο δεν κρυβόμαστε χωρίς φως. Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαμε κεριά για να
βρίσκουμε τους κατάλληλους κρυψώνες, αλλά συνήθως και μαρκούτσια από παλιές
ρόδες αυτοκινήτων. Έβγαναν ένα αποπνικτικό καπνό και ένα διαβολεμένο βρώμο,
αλλά είχαν το πλεονέχτημα ότι ήταν τσάμπα. Με τον καπνό σχηματίζαμε στους
τοίχους (το καταφύγιο είχε τρεις κάμερες τσιμεντένιες) σταυρούς, νεκροκεφαλές
και πολλά άλλα μακάβρια, και έτσι το καταφύγιο έμοιαζε περισσότερο με άντρο
μεσαιωνικής μάγισσας.
Αλλά
καιρός είναι να πω και για τα παιχνίδια που ανέφερα ήδη. Το σκατούλι το παίζαμε
με ένα κουτί με πλακωτές πέτρες, τα «μπαλέτρια». Ένας καθόταν και φύλαγε
τιμωρία στο κουτί, ενώ οι άλλοι από πάνω, πίσω από μια γραμμή σε ορισμένη απόσταση
από το κουτί, ξάμωναν πάνω του με τα μπαλέτρια. Αν κανένας κατάφερνε να το
χτυπήσει, τρέχαμε όλοι οι υπόλοιποι που είχαμε πετάξει τα μπαλέτρια μας και δεν
είχαν βρει το κουτί και τα πατούσαμε με το πόδι μας. Έπρεπε όμως να τρέξουμε να
προλάβουμε, γιατί αν ο τιμωρημένος προλάβαινε και έβαζε το κουτί στη θέση του
και έπιανε κανένα που δεν είχε προλάβει να πατήσει το μπαλέτρι του, τότε αυτός
ο άλλος έχανε και καθόταν στο κουτί.
Τότε
υπήρχαν δυο τρόποι να πάρει κανείς το μπαλέτρι του: ή να περιμένει μέχρι να
ξαναχτυπήσει κανείς το κουτί ή να το κάνει «κουτάλα» και να το πάρει. Η κουτάλα
ήταν να βάλει το μπαλέτρι πάνω απ’ την πατούχα του ποδιού του, να το πετάξει
ψηλά και να το πιάσει στον αέρα χωρίς να του πέσει. Αν του έπεφτε έπρεπε πάλι
να τρέξει πίσω απ’ τη γραμμή, και φτου κι από ξαρχής, γιατί μόνο όσοι είχαν
πατήσει το μπαλέτρι είχαν το δικαίωμα να μένουν κάτω απ’ τη γραμμή.
Το
κουτί-χωστό παιζόταν με ανάλογο τρόπο με το συνηθισμένο χωστό (κρυφτό). Μόνο
που όποιος έκανε «ελευθερία» αντί να φτύνει στο ορισμένο σημείο, κτυπούσε το
κουτί με το ποδάρι του όσο πιο μακριά μπορούσε. Αυτός που καθόταν στο κουτί
έτρεχε και το μάζωνε και μετά πήγαινε πίσω πίσω στην αφετηρία, για να μη βλέπει
τους άλλους πού κρυβότανε.
Η
μάινα παιζόταν ως εξής: χωριζόμασταν σε δυο ομάδες και μετά κορωνίζαμε ποιος να
κάνει την αρχή. Έπειτα οι κερδισμένοι καθόταν πίσω από ένα πλακωτό ορθό πελέκι
και έπαιζε καθένας το τοπάκι κατά διαφόρους τρόπους μέχρι να χάσει οπότε συνέχιζε
ο άλλος από την ομάδα του. Όποιος από την άλλη ομάδα έπιανε το μπαλάκι ξάμωνε
να βρει το πελέκι, και αν το εύρισκε, αυτός που έπαιζε έχανε, αλλιώς εσυνέχιζε.
Αν όμως το μπαλάκι το έπιανε στον αέρα χωρίς να φάει χώμα, τότε αυτόματα έχανε
αυτός που το πέταξε. Αυτό το λέγαμε σμηλάκι.
Πρώτα
έπαιζαν κάθε ομάδα τρεις φορές από πίσω. Δηλαδή ήταν ο παίχτης γυρισμένος κατά
μέτωπο με το πελέκι και κτυπούσε το μπαλάκι προς τα πίσω. Αυτό γινόταν τρεις
φορές. Αν έχανε τότε συνέχιζε άλλος παίχτης μετρώντας απ’ την αρχή. Αλλιώς
έπαιζε μετά από μπροστά. Αν κέρδιζε στην πρώτη παιξιά εθεμέλιωνε, δηλαδή αν
έχανε μετά ο επόμενος παίχτης στη σειρά δεν είχε να παίξει από πίσω, αλλά από
μπροστά. Είχαμε έτσι έξι επτά συνδυασμούς παιξίματος.
Υπήρχε
και ένας άλλος θεσμός. Αν το μπαλάκι το έπιανε κανείς σμηλάκι, αλλά αφού
προηγουμένως κτυπούσε σε σώμα συμπαίκτη του, ή αν σκάλωνε σε κανένα δένδρο ή
πήγαινε πάνω σε χόρτα χωρίς προηγουμένως να φάει χώμα, τότε ένας παίκτης,
στέκοντας στο σημείο που έπεσε το μπαλάκι, το έβαζε πάνω απ’ την παλάμη του, το
πετούσε ψηλά και μετά το κτυπούσε με όλη τη δύναμη της γροθιάς του προς τη
μάινα. Αν περνούσε τη μάινα τότε καλώς, η άλλη ομάδα έχανε. Αλλιώς απ’ το
σημείο που κτυπούσε το μπαλάκι ξάμωναν στην μάινα, και επειδή πάντα έπεφτε
κοντά της, σχεδόν πάντα την εύρισκαν.
Όποιος
επίσης έπιανε σμηλάκι, έπρεπε να ρίξει χάμω το μπαλάκι, να φάει χώμα, γιατί αν
τον έπιανε κανείς απ’ την άλλη ομάδα τότε το σμηλάκι ήταν άκυρο. Αυτό έδινε
πολλές ευκαιρίες στον παίχτη που έπιανε το σμηλάκι να παιγνιδίζει με τους
αντίπαλους παίχτες.
Το
συνηθισμένο πείραγμα στο παιχνίδι, όταν πετούσε κανείς παίχτης μακριά το
μπαλάκι, ήταν να λέει –Έχει βρουβάσταχα; Και απ’ την άλλη ομάδα απαντούσαν
περιφρονητικά , για να διατηρήσουν το γόητρο: -και λαχανάσταχα.
Το
μπουμ ήταν μια πρόσφατη ανακάλυψη, που την κάναμε εγώ, ο Γιάννης και ο μεγάλος
του αδελφός, ο Γιώργης. Κρυβόμαστε στο σπίτι τους και όποιος πρωτόβλεπε τον
άλλο του έλεγα μπουμ και το όνομά του, π.χ. μπουμ Γιωργιό, και ο άλλος
εθεωρείτο νεκρός. Μέχρι που στο τέλος έμενε ένας από τους τρεις μας.
Πολύ
γρήγορα διαδώσαμε το παιχνίδι στην παρέα και μάς ήταν το πιο αγαπητό. Για να
παίζουμε δε σε φυσικότερο ντεκόρ, οπότε δεν βαριόμασταν πηγαίναμε στον λόφο του
προφήτη Ηλία, στους πρόποδες του οποίου είναι κτισμένο το χωριό μας. Τότε
είχαμε την αληθινή αίσθηση ότι ήμαστε στρατιώτες, ή, κατά τη φρασεολογία ενός
δασκάλου μας που μας πέτυχε κάποτε εκεί πάνω –Είντα κάνετε βωρέ επαέ πάνω, τσι
αντάρτες παίζετε; Εμείς του είπαμε ότι παίζουμε πόλεμο, γιατί για μας είτε με
αντάρτες γίνεται είτε με άλλο κράτος ο πόλεμος είναι πόλεμος. Τώρα το ιδανικό
μου είναι όλοι οι μελλοντικοί πόλεμοι να είναι ανταρτοπόλεμοι.
Το
παιχνίδι καθώς παιζόταν μ’ αυτό τον τρόπο μπορούσε κανείς να κάνει πολλές
παγαπονθιές. Π.χ. αρκούσε να βρεις πού ήταν κρυμμένος κάποιος για να του πεις
μπουμ χωρίς να τον έχεις δει πραγματικά, γιατί αυτός ούτε που είχε ξεμυτίσει
απ’ το ταμπούρι του. Τότε το μπουμ ήταν κάτι σαν έκρηξη όλμου , αλλά εμάς το
παιχνίδι υποτίθεται παιζόταν μόνο με τουφέκια. Χώρια που οι σκοτωμένοι έκαναν
τους ανιχνευτές και πρόδινα την αντίπαλη ομάδα. Το αληθινό τσάκωμα όμως γινόταν
στο μπουμ, όταν καμιά φορά το έλεγαν και οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα, και μετά
άντε να βρεις ποιος από τους δυο το πρωτοείπε.
Παρ’
όλες όμως τις ατέλειές του ήταν το παιχνίδι που μας άρεσε περισσότερο, και
καμιά φορά όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια είναι το μόνο παιγνίδι που
νοσταλγώ ιδιαίτερα.
Παίζαμε και ποδόσφαιρο στην μικρή αυλίτσα της Αγιάς Τριάδας, χωρίς
εντεκάδες φυσικά, χωρίς διαιτητή και χωρίς γκολπόστ. Έτσι πολλές φορές
τσακωνόμασταν για τα γκολ, ενώ παίζαμε τόση πετσαρία που συχνά πηγαίναμε σπίτι
με σπασμένα πόδια.
Καμιά
φορά δίναμε και νυχτερινά ματς, και τους προβολείς τους αντικαθιστούσε μια
λάμπα σε ένα γωνιακό στύλο στη μεριά του δρόμου. Το παιχνίδι τότε γινόταν
δύσκολο, αλλά σήμαινε ότι είχε βράσει,
γιατί τα νυχτερινά ματς ήταν παράταση των ημερησίων. Μόλις που βλέπαμε την
μπάλα και αμυδρά τις σκιές των αντιπάλων, ενώ είχαμε μια καλή δικαιολογία για
τις κλωτσιές. Επίσης συναντούσαμε δυσκολίες να βρούμε την μπάλα όταν έπεφτε
κάτω στην παλιά φάμπρικα που συνόρευε με την αυλή της εκκλησίας και που είναι
γεμάτη αγκαλιές (δεμάτια ξύλα) και ατσιγκνίδες (τσουκνίδες), και όλων των ειδών
τα αγριόχορτα. Με το ψάξιμο σχεδόν πάντα μας έφευγε το κέφι κι έτσι το διαλύαμε
αμέσως μετά.
Ένα
άλλο παιχνίδι ήταν οι φάλιες. Κάνουμε σε ένα γύρο (μιαν άκρη) μια σειρά από
λακκουδάκια, ίσια που να χωρούν ένα μικρό τοπάκι. Μοιραζόμασταν τα λακκουδάκια
και κάθε ένας μας έβαζε πέντε χαλικάκια δίπλα στο δικό του λακκουδάκι. Κατόπιν
μαζευόμασταν όλοι σε μια ορισμένη απόσταση και ένας από μας πετούσε το μπαλάκι
του τσουρλιστά (κυλώντας δηλαδή στο χώμα) στη σειρά με τα λακκουδάκια. Σ’
ότινος το λακκουδάκι έπεφτε το τοπάκι έτρεχε και το άρπαζε και το πετούσε στους
υπόλοιπους. Αν εύρισκε κανένα, λιγάκι σπάνιο, τότε αυτός έχανε και έβαζε ένα
χαλικάκι στο λακκουδάκι του, αλλιώς αυτός που κτυπούσε. Όποιος έβαζε και τα
πέντε χαλικάκια στο λακκουδάκι του έχανε και έβγαινε απ’ το παιχνίδι.
Η
μεγάλη πλάκα όμως ήταν τα Χριστούγεννα, και τύφλα να ’χει το Μόντε Κάρλο
μπροστά στην Αγιά Τριάδα. Υπήρχαν πάνω από εφτά στέκια όπου παίζαμε κουμάρι. Οι
καιρικές συνθήκες δεν μας τρόμαζαν και συχνά παίζαμε κάτω από χαμηλή ψιχαλίδα.
Όταν έσφιγγαν τα πράγματα, ή περιμέναμε να ξεκόψει ή πηγαίναμε σε κάτι πλαϊνά
χαλάσματα και συνεχίζαμε. Όταν το μάθανε οι δικοί μας έγιναν έξω φρενών γιατί
φοβόντουσαν μήπως παλύνουν (μουλιάσουν) με τη βροχή και πέσουν και μας
πλακώσουν. Με δε βαριέσαι, τον αράπη σαπουνίζεις το σαπούνι σου χαλάς. Τη ζωή
μας δεν τη ψηφούσαμε καθόλου μπροστά στο παιχνίδι.
Θυμάμαι πόσες φορές πήγα στο σπίτι κάργα στενοχώρια γιατί είχα χάσει όλο
μου το χαρτζιλίκι. Τότε κοίταζα να παρηγορηθώ με τη σκέψη ότι αυτά που έχασα
ήταν ψιλοπράματα μπροστά σ’ αυτά που θα είχα όταν επρόκειτο να μεγαλώσω. Ήξερα
ότι το χαρτζιλίκι μεγάλωνε με την ηλικία, καθώς και η καλή χέρα (το φιλοδώρημα
της πρωτοχρονιάς).
Όταν
ήμουν μικρός είχα ένα απίστευτο πάθος με το κουμάρι και, όπως συμβαίνει σε
τέτοιες περιπτώσεις, πάντα έχανα. Όταν μεγάλωσα αρκετά δεν μου άρεσε ιδιαίτερα
και έπαιζα μόνο για την παράδοση. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που κέρδιζα αρκετά
συχνά.
Όταν
μεγαλώσαμε λιγάκι μάθαμε και τα χαρτιά. Θυμάμαι που περνούσαμε ολόκληρα πρωινά
και απογεύματα, με μόνη διακοπή το μεσημεριανό φαῒ, στου Νικολή τον οντά και παίζαμε χαρτιά.
Παίζαμε ακόμη και πώματα απ’ τις πορτοκαλάδες και τις λεμονάδες. Και όχι
πάντα καινούρια. Υπήρχε μια τοποθεσία που ο Παραουλάκης ο λεμονατζής έριχνε τα
σκουπίδια. Εμείς πηγαίναμε και σκάβαμε και τα βρίσκαμε, λες και ήταν ορυκτά. Θυμάμαι
μια φορά που λήστεψαν όλη μου την περιουσία σε «σιντεράκια», όπως τα λέγαμε.
Γύρισα ένα βράδυ από του Λιανού (ένα χωράφι μας στη μέση της απόστασης προς τη
Θριπτή) όπου είχα πάει με τον πατέρα μου και έλειπε όλη η σκάφη τα σιντεράκια
που είχα φυλαγμένα στο δώμα. Δεν φαντάζεστε τη λύπη μου. Ένιωθα σαν άνθρωπος
που του λήστεψαν και την τελευταία του δεκάρα.
Αργότερα παίζαμε τις φωτογραφίες των ηθοποιών που βρίσκαμε στις τσίχλες
και τα μπισκότα. Τις παίζαμε είτε κουρκουνιστά, κάτι σαν κορώνα γράμματα, είτε πάσο. Το πάσο το παίζαμε όπως τις
μπίλιες. Στήναμε όρθιες στη σειρά τις φωτογραφίες και μετά ξαμώναμε (σκοπεύαμε)
πάνω τους με μπαλέτρια. Οι κακομοίρες μαρτύρησαν, και πολλές φορές γίνονταν
κομμάτια. Εγώ επίσης είχα εισηγηθεί μια καινοτομία: οι φωτογραφίες με έλληνες
ηθοποιούς να αξίζουν όσο δύο με ξένους. Αργότερα όταν μεγάλωσα και είδα πολλά
έργα κατάλαβα ότι είχα κάνει ένα χοντροκομμένο λάθος και ότι αντίστροφα έπρεπε
να γίνουν τα πράγματα: η μια ξένη φωτογραφία να ισοδυναμεί με δυο ελληνικές.
Θυμάμαι που είχα ολόκληρες κατοσταριές τέτοιες φωτογραφίες. Όταν κάποτε
πήγαμε με τον Γιάννη ραντολόι στα χαρούπια, κρατούσα στην τσέπη μου ένα μπακάκι
απ’ αυτές. Όταν καθίσαμε να ξεκουραστούμε κάτω από μια χαρουπιά σε ένα ποταμό
τις βγάλαμε και τις κοιτάζαμε. Ανάμεσά τους, όλως τυχαίως, ήταν και η φωτογραφία
της Μέριλιν Μονρόε που μόλις πριν ενάμισι μήνα είχε πεθάνει. Έτσι τη θάψαμε με
μεγάλη επισημότητα κάτω από ένα σωρό χώμα ψάλλοντας το «μετά πνευμάτων δικαίων
τετελειωμένων» και άλλα θρησκευτικά άσματα. Φτιάξαμε και ένα ξύλινο σταυρό και
βάλαμε τέλος στην κηδεία.
Απ’ την παιδική μου ηλικία δυο
χαρές θα μου μείνουν αξέχαστες: το Μεγάλο Σάββατο και το καλοκαίρι που
πρωτοπετούσα τα παπούτσια μου κι έμενα αξυπόλυτος.
Το
μεγάλο Σάββατο ήταν αληθινή γιορτή. Πρωί πρωί παίρναμε τα διάπαντα (η ετυμολογία
της λέξης ίσως είναι δια+άπαντα, δηλαδή σε όποιο μέρος μπορούσες να
φανταστείς), και γυρεύαμε ξύλα να κάψουμε τον Ιούδα. Οι κλεψιές που κάναμε στις
αγκαλιές (δεμάτια από λεπτά ξύλα, κυρίως κλαδιά από λιόδεντρα) στα δώματα ήταν
άλλο πράγμα. Πηγαίναμε και στον προφήτη Ηλία και κόβαμε σκίνους. Τους δέναμε σ’
ένα σκοινί και μετά παίρναμε σκλιμίδα (τρέξιμο των αλόγων και των γαϊδάρων) τον
κατήφορο για την Αγιά Τριάδα. Τι υπερηφάνεια που νοιώθαμε όταν κάναμε μεγαλύτερο
σωρό από τ’ άλλα χωριά! Και το σούρουπο το παιχνίδι στην Αγιά Τριάδα έπαιρνε
μια ιδιαίτερη γεύση, κάτω απ’ το βλέμμα του Ιούδα που κρεμότανε μελλοθάνατος σε
ένα στύλο στην κορφή του σωρού με τα ξύλα (τα σωριάζαμε σε ένα υπερυψωμένο
παρακείμενο χωράφι) και την προσμονή της Ανάστασης, που θα καιγόταν το
πελεκούδι με τα παρτατζίκια (αυτοσχέδια πυροτεχνήματα).
Με
ανυπομονησία περιμέναμε πότε να έλθει το καλοκαίρι να ξυπολητωθούμε. Τι ευτυχία
να νοιώθεις κάτω απ’ τα γυμνά πόδια σου την καυτή άσφαλτο! Και με τι χαρά
καταβρεχόμασταν στη μικρή βρύση ή πιάναμε μαλάι στις γούρνες της (βουτάγαμε το
κεφάλι μέσα στη γούρνα από όπου έπιναν γαϊδούρια και κατσίκια, και πιάναμε με
το στόμα ένα αντικείμενο, συνήθως μια πέτρα, που είχαμε ρίξει επί τούτου).
Ξυπολησιά, κατάβρεγμα και καλοκαίρι έγιναν στη συνείδησή μου ένα, και γι αυτό,
τώρα μεγάλος, το νοιώθω λειψό το καλοκαίρι.
Πόσο
πλούσια που είναι η παιδική ηλικία σε ευχάριστες αναμνήσεις. Ξεγνοιασιά,
παιχνίδι, γέλιο, ευτυχία. Πόσο ακριβά αλήθεια πληρώνουμε το αντίτιμο της
ωριμότητας. Και η νοσταλγία για την παιδική ηλικία είναι πάντα τόσο έντονη,
τόσο ακαταμάχητη.
Φίλοι
και παιχνίδια-Συμπλήρωμα
Δημοσιεύτηκε στο επόμενο τεύχος της τρίμηνης
έκδοσης στου συλλόγου Μεσελεριανών «Οι Μεσελέροι», α.φ. 50,
Οκτώβρης-Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2012
Ήταν
κρίμα που στο αυτοβιογραφικό μου κείμενο «Φίλοι και παιχνίδια», γραμμένο όταν
ήμουν είκοσι χρονών, δεν έγραψα για όλα τα παιχνίδια παρά μόνο για εκείνα που
θεωρούσα πιο σημαντικά ή που μου άρεσαν περισσότερο. Πού να φανταζόμουν τότε
ότι μετά από 40 χρόνια τα παιχνίδια αυτά θα ξεχνιόντουσαν, και ότι τα σημερινά
παιδιά θα έπαιζαν άλλα παιχνίδια, στους υπολογιστές. Τώρα το καλοκαίρι (2012)
ρώτησα κάποιους φίλους μου για παιχνίδια που είχα ξεχάσει ή που δεν
καλοθυμόμουνα πώς παιζόντουσαν. Ευτυχώς υπήρχαν μερικοί που τα θυμόντουσαν.
Κατέγραψα ό,τι μου είπαν όσο πιο πιστά μπορούσα, στο παρακάτω κείμενο.
Τις
μπίλιες τις παίζαμε με δυο τρόπους: μόρδο και πάσο. Στον μόρδο φτιάχναμε ένα
τρίγωνο κάτω στο χώμα, και σε κάθε μεριά του τριγώνου βάζαμε και μια μπίλια,
όταν παίζαμε τρία άτομα. Αν έπαιζε και τέταρτος βάζαμε και μια στη μέση. Μετά
«μπροκώναμε», δηλαδή ρίχναμε τις μπίλιες μας από το τρίγωνο σε μια γραμμή,
πέντε βήματα πιο μακριά. Όποιος πλησίαζε πιο κοντά στη γραμμή έπαιζε πρώτος.
Κτυπούσε την «ομάδα» του, μια καλή του μπίλια, ως εξής: ένωνε τον αντίχειρα με
τον δείκτη ή τον μεσαίο τον οποίο ακουμπούσε πίσω από την μπίλια, και μετά τον
απελευθέρωνε με δύναμη, τινάζοντας έτσι την μπίλια μπροστά. «Ξάμωνε» τις
μπίλιες στο μόρδο. Αν πετύχαινε μια, την έπαιρνε και συνέχιζε. Όταν δεν πετύχαινε,
ακολουθούσαν οι άλλοι. Μετά ξανά ο πρώτος, από το σημείο όπου είχε σταματήσει η
μπίλια του, κ.ο.κ., μέχρι που πετύχαιναν όλες τις μπίλιες του μόρδου. Μετά πάλι
από την αρχή. Η καλύτερη ομάδα ήταν η σιδερίνα, που δεν πουλιόταν στην αγορά.
Ήταν σιδερένια, από ρουλεμάν.
Το
πάσο το έχω περιγράψει με τις φωτογραφίες. Τοποθετούσαμε τις μπίλιες σε μια
σειρά, σε κάποια απόσταση τη μια από την άλλη. Μετά πάλι μπροκώναμε από το
σημείο όπου ήσαν οι μπίλιες σε μια γραμμή, πάλι σε απόσταση πέντε βημάτων. Στόχο
βάζαμε τις μπίλιες προς τα αριστερά, γιατί αν πετυχαίναμε μια μπίλια, παίρναμε
όλες τις μπίλιες που ήσαν προς τα δεξιά. Κανείς δεν έβαζε στόχο αυτή που ήταν
άκρη άκρη αριστερά, γιατί υπήρχε περίπτωση να πάει η ομάδα του αριστερότερα και
να αστοχήσει. Όταν παίζανε όλοι, συμπληρώνανε πάλι με μπίλιες και παίζανε από
την αρχή.
Παίζαμε και κουμάρι. Το ζάρι βέβαια είναι γνωστό. Επίσης και το
σβουράκι. Ακόμη έχω το σβουράκι εκείνης της εποχής. Είχε έξι πλευρές, στην κάθε
πλευρά της οποίας ήταν γραμμένο: Πάρε ένα, πάρε δύο, βάλε ένα, βάλε δυο, πάρτα
όλα, βάλετε όλοι. Παίζαμε με τη σειρά, αφού βέβαια στην αρχή βάζαμε ο καθένας
από μια δεκάρα.
Επίσης
ήταν το γαλλικό. Στο γαλλικό χαράζαμε στο έδαφος ένα Η, με πολύ μεγάλη τη
μεσαία γραμμή και πολύ μικρότερες τις ακρινές. Ξαμώναμε πάλι από μιαν απόσταση
με ένα παλιό νόμισμα, προκατοχικό, από τα οποία είχαμε αρκετά. Εκείνου το
νόμισμα που έπεφτε έξω από τις δυο κάθετες γραμμές έχανε. Μετά βάζαμε όλοι από
μια δεκάρα. Ο τελευταίος τις «κουρκουνούσε» στις χούφτες του, και μετά τις
τίναζε ψηλά. Ο πρώτος έλεγε κορώνα ή γράμματα, και έπαιρνε ανάλογα τις δεκάρες.
Μετά ερχόταν η σειρά του δεύτερου, κ.ο.κ. Ο τελευταίος έπαιρνε ότι περίσσευε,
αν περίσσευε.
Η
μακριά γαϊδούρα είναι γνωστή στο πανελλήνιο. Χωριζόμασταν σε δυο ομάδες.
Ξεκινούσαμε με κορώνα γράμματα. Ένας από τη χαμένη ομάδα ακουμπούσε σκυμμένος
σε ένα τοίχο, πίσω του ο δεύτερος, μετά ο τρίτος, μετά ο τέταρτος, κ.λπ. Η άλλη
ομάδα πηδούσαν πάνω τους. Όταν πηδούσαν όλοι, ένας από την άλλη ομάδα φώναζε
«ένα δύο τρία τέσσερα…», μέχρι το δέκα, για να καταλήξει θριαμβευτικά
«Κικιρίκουουουου». Κέρδιζαν. Αν όμως δεν άντεχαν μέχρι το κικιρίκου και σωριάζονταν
χάμω, τότε έχαναν και η διαδικασία επαναλαμβανόταν μέχρι να κερδίσουν.
Ένα
άλλο παιχνίδι ήταν η πρωτελιά. Την πρωτελιά τη συνάντησα και στο στρατό σαν
άσκηση. Έσκυβε ένας με τα χέρια στα γόνατα και οι άλλοι πήδαγαν από πάνω του.
«Πρωτελιάααα» φώναζε θριαμβευτικά ο πρώτος και πήδαγε. «Δεύτερη με τα κλαδιά» ο
δεύτερος. Τα παρακάτω είναι βαϊνιώτικα, από σχόλια της Ελένης της Ροβυθάκη. Τρίτη, πήραμε την Κρήτη, τετάρτη πήραμε την Σπάρτη, πέντε,
φέγγε, έξε, φέξε (στην Κρήτη δεν λέμε έξι αλλά έξε, πώς αλλιώς θα
ομοιοκαταληκτούσε με το «πιάστηνε και παίξε;» που λέγαμε στους απρόσεκτους;),
εφτά βαλ’ τα πόδια σου στ’ αυτιά, οκτώ, το φουστάνι σου κοντό, εννιά, τα παιδιά
στη γειτονιά, δέκα, παρ’ την Κούκαινα
γυναίκα (Βαϊνιώτισσα αυτή).
Καθένας πηδούσε ακουμπώντας στην πλάτη του σκυμμένου όχι την παλάμη,
αλλά τα τεντωμένα δάκτυλα για να πονέσει. Επίσης τον κλώτσαγε στον πισινό καθώς
πηδούσε. Αν δεν κατάφερνε να πηδήξει, έχανε και έπαιρνε τη θέση του σκυμμένου.
Επίσης έχανε αν τον ακουμπούσε πέφτοντας.
Παίζαμε επίσης και μιντίρι. Το μιντίρι ήταν το κότσι από ένα πρόβατο ή
ένα κατσίκι. Το τινάζαμε και έπεφτε με μια από τις τέσσερις επιφάνειες στην
κορυφή. Οι δυο πιο μεγάλες ήταν ο ψωμάς και ο κλέφτης. Η πλευρά με ένα ελαφρύ
εξόγκωμα ήταν ο ψωμάς, ουδέτερο, ενώ η πλευρά με ένα μικρό βαθούλωμα ήταν ο κλέφτης,
που έτρωγε το ξύλο. Οι άλλες δυο μικρότερες πλευρές ήταν ο βεζύρης, με τη λεία
επιφάνεια, που εκτελούσε, και ο βασιλιάς, με την επιφάνεια που είχε ένα μικρό
βαθούλωμα, που διέτασσε. Αν ήσουν
βασιλιάς και ήταν φίλος σου ο κλέφτης διάταζες δέκα «της Ελένης». Τότε ο
βεζίρης έσερνε τη βέργα σαν δοξάρι πάνω από την παλάμη του κλέφτη, σαν να ήταν
λύρα ή βιολί. Αν δεν τον χώνευες, διέτασσες δέκα της βαράς φωτιάς, που ήταν
όπως το ξύλο που μας έδιναν οι δάσκαλοι στο σχολείο. Υπήρχαν και «του κλέφτη»,
καρφωτές, που η βέργα μπηγόταν με την άκρη στην παλάμη του κλέφτη.
Θυμάμαι μια φορά που παίζαμε μιντίρι στου Κατεργιανού εμείς οι μικροί με
τους μεγάλους, με τους οποίους είχαμε περίπου τρία χρόνια διαφορά. Μας είχαν
ταράξει στο ξύλο, μέχρι που πήραμε και το βασιλιά και το βεζύρη. Όμως ο πρώτος
μεγάλος κλέφτης δεν κάθισε να τις φάει, το έβαλε στα πόδια, μαζί και οι
υπόλοιποι. Εμείς οι μικροί τους πήραμε στο κυνήγι πετροβολώντας τους
αγριεμένοι.
Υπήρχε
και ένα παιχνίδι σαν φιδάκι, που το χαράζαμε κι αυτό στο έδαφος, όπως επίσης
και το κουτσό, που ήταν ένα μακρύ παραλληλόγραμμο που το χωρίζαμε σε τετραγωνάκια.
Πηδώντας στο ένα πόδι πετάγαμε το «μπαλέτρι», μια πλακωτή πέτρα στο επόμενο ή
στο μεθεπόμενο τετράγωνο, ανάλογα τη φάση του παιχνιδιού, και στη συνέχεια
πηδάγαμε κι εμείς.
Ήταν
και οι αλεκατρίδες, πετραδάκια που τα πετάγαμε ψηλά και μετά όταν έπεφταν, με
κάποιους τρόπους, διαφορετικούς κάθε φορά, με το δεξί χέρι τα σπρώχναμε σε ένα
άνοιγμα που κάναμε με το αριστερό. Δεν θυμάμαι περισσότερα από αυτό το παιχνίδι
γιατί το παίζαμε σπάνια εμείς τα αγόρια, το έπαιζαν κυρίως τα κορίτσια. Το είδα
πριν ένα χρόνο να παίζεται σε ένα ιρανικό έργο.
Ήταν
επίσης και ο σβούρος. Δεν έπαιζα συχνά και έτσι δεν τον καλοθυμάμαι. Παίζαμε
τον σβούρο, τον τοποθετούσαμε στην παλάμη μας και μετά τον ρίχναμε ενώ γύριζε
πάνω στο σβούρο ενός άλλου, σπρώχνοντάς τον σε ένα μέρος, νομίζω σε κάποιο
λάκκο. Μια ποινή για τον χαμένο θυμάμαι ότι ήταν να του «μπιμπικώσουμε» το
σβούρο, κρατώντας τον με το αριστερό χέρι και κτυπώντας τον με τη μύτη του δικού μας, κάνοντάς του
έτσι ένα βαθούλωμα.
Δεν
ξέρω αν έχω ξεχάσει κανένα παιχνίδι. Πάντως δεν αποκλείεται να συμπληρώσω αργότερα,
στην ανάρτηση που έχω κάνει στο blog μου.
Συμπληρώνω από τον τοίχο του Μανώλη Λαμπράκη
στο facebook
Οι ποιο παλιοί θυμούνται άραγε ένα παιγνίδι ,
βασιλιάς, βεζίρης , ο ψωμάς, και ξυλιές , … σας λέει κάτι ????????????? τα
παιδιά κάθονταν οκλαδόν σε κύκλο. Έριχναν το κόκαλο με την σειρά , αν έφερνες
βασιλιά ήσουν αυτός που επέβαλε την ποινή σε όποιο από τους επόμενους έφερναν
ξυλιές. Την ποινή εκτελούσε με ένα βεργαλάκι στα χέρια ο βεζίρης, αν κάποιος
έφερνε ψωμά περνούσε την σειρά του χωρίς ποινή. Η εξουσία του βασιλιά και του
βεζίρη άλλαζε κάθε φορά που κάποιος από τους επόμενους παίκτες έφερναν βασιλιά
ή βεζίρη , οπότε ανταπέδιναν και τις ξυλιές που είχε διατάξει ο βασιλιάς .
Φανταστείτε λοιπόν το αυστηρό βασιλιά η το βεζίρη που έβαζε πολύ δύναμη στις
διατασσόμενες ξυλιές όταν γύριζε ο τροχός . Στην φωτό το πάνω μέρος είναι ο
βασιλιάς , κάτω ο βεζίρης μπροστά όπως βλέπουμε είναι η ξυλιές και πίσω ο ψωμάς
. Ήταν αρκετά δύσκολο να σταθεί βασιλιάς ή βεζίρης , στην αρχή και μέχρι να
βγουν οι εξουσίες δεν υπήρχαν ποινές . οι εξουσίες όσο την είχαν δεν έριχναν το
κόκκαλο . το κόκκαλο αυτό το λέγαμε * μιντίρι * και ήταν από την άρθρωση του
πίσω ποδιού στα κατσίκια !!!!! ΑΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΊ ΊΣΩΣ ΛΙΓΟΙ ΠΛΕΟΝ ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΟΎΝΤΑΙ
…….
No comments:
Post a Comment