Μιχαήλ Μπαχτίν, Έπος και μυθιστόρημα, μετ. Γιάννης Κιουρτσάκης, Πόλις 1995.
Κάπου το έγραψα, δεν θυμάμαι πού, ότι η συγκριτολογική παρουσίαση είναι η καλύτερη, γιατί τα συγκρινόμενα φωτίζουν αμοιβαία το ένα το άλλο. Στις βιβλιοπαρουσιάσεις μου δεν χάνω ευκαιρία να συγκρίνω όπου μπορώ, με πιο χαρακτηριστική μια πρόσφατη βιβλιοπαρουσίαση στο blog μου του βιβλίου του μαροκινού συγγραφέα Abdellatif Laâbi, Le fou d’ espoir ou Le chemin des ordalies (Ο τρελός από ελπίδα ή ο δρόμος των βασανιστηρίων), που το συνέκρινα με το βιβλίο της Μαρίνας Νεμάτ Η φυλακισμένη της Τεχεράνης. Τακτοποιώντας το «ράφι των τύψεων», κατά την προσφυή έκφραση της Εαρινής Συμφωνίας, ανακάλυψα το Έπος και μυθιστόρημα του Μπαχτίν και είπα να το διαβάσω. Και είδα ότι ο Μπαχτίν κάνει ακριβώς αυτό, αντιπαραθέτει το μυθιστόρημα στο έπος, και σε αυτή την αντιπαράθεση παρουσιάζονται ανάγλυφα τα χαρακτηριστικά του κάθε είδους.
Αυτά σαν εισαγωγή.
Το να πούμε ότι ο Μπαχτίν είναι ένας κορυφαίος θεωρητικός της λογοτεχνίας κ.λπ. κ.λπ, είναι τρουισμός (συγνώμη για τη λέξη, δεν μου έρχεται πιο κατάλληλη, σημαίνει περίπου κάτι το δεδομένο, το παραδεδεγμένο από όλους). Επί πλέον, αφού πρόκειται για παλιό βιβλίο (γράφηκε το 1941 και η ελληνική του μετάφραση εκδόθηκε το 1985) δεν έχει νόημα να το παρουσιάσουμε όπως θα κάναμε για ένα καινούριο βιβλίο. Εδώ απλά θα σχολιάσουμε κάποια σημεία.
«…το μυθιστόρημα δεν έχει τον παραμικρό κανόνα! Από την ίδια του τη φύση είναι μη κανονιστικό. Είναι η ενσάρκωση της ευλυγισίας» (σελ. 86).
Και όμως, πολλοί κρίνοντας ένα μυθιστόρημα έχουν τους δικούς τους κανόνες, και ανάλογα το δέχονται ή το απορρίπτουν. Ο ίδιος ο Μπαχτίν δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Γράφει πιο πριν για τον Γκόγκολ:
«Ο Γκόγκολ έχασε τη θέα της Ρωσίας, θέλουμε να πούμε: έχασε το πλάνο που του επέτρεπε να την καταλάβει και να την αναπαραστήσει. Μπερδεύτηκε κάπου ανάμεσα στη μνήμη και στην οικεία επαφή. Για να το πούμε πιο απλά: δεν κατόρθωσε να ρυθμίσει τα κιάλια του» (σελ. 64).
Δεν το λέει πιο απλά, αλλά πιο περιεκτικά με μια μεταφορά.
Το ζήτημα όμως είναι αλλού, και έχει να κάνει και με την πρόσληψη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα ένα ένα.
Ο Μπαχτίν χρησιμοποιεί εδώ έναν πολύ διαδεδομένο κανόνα. Πρόκειται για έναν από τους βασικούς κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, και όχι μόνο της ζντανωφικής εκδοχής του. Ποιον κανόνα; Το μυθιστόρημα πρέπει να αναπαριστά την πραγματικότητα (θεωρία της αντανάκλασης). Και εδώ, κατά τον Μπαχτίν, ο Γκόγκολ απέτυχε, «έχασε τη θέα της Ρωσίας… έχασε το πλάνο που του επέτρεπε να την καταλάβει και να την αναπαραστήσει».
Και εδώ μπαίνει το ζήτημα της πρόσληψης. Τι με ενδιαφέρει εμένα, τον Μπάμπη Δερμιτζάκη, για να μην πω τον Έλληνα αναγνώστη γιατί ίσως υπάρχουν και εξαιρέσεις, η «θέα της Ρωσίας» στις αρχές του 19ου αιώνα; Σκοτίστηκα.
Ήταν πριν πολλά χρόνια, μόλις είχα γυρίσει από το στρατό, που ένας φίλος μου διάβαζε τις Νεκρές Ψυχές και μου μιλούσε γεμάτος ενθουσιασμό για το βιβλίο, για το χιούμορ του. Το έβαλα λοιπόν στα υπόψιν. Όμως δεν το διάβασα παρά πολλά χρόνια αργότερα, και για την ακρίβεια πριν τρία χρόνια. Θυμάμαι που σχεδόν σε κάθε σελίδα έσκαγα στα γέλια. Πιο απολαυστικό, πιο χιουμοριστικό, πιο σατιρικό, πιο σπαρταριστό βιβλίο δεν έχω διαβάσει.
Είναι αυτό το απόλυτο κριτήριο για την ποιότητα του έργου;
Σίγουρα όχι. Όμως δεν είναι και η ελλιπής αναπαράσταση της Ρωσίας, βάσει της οποίας ο Μπαχτίν φαίνεται να το απορρίπτει.
Θυμάμαι πριν χρόνια, μετά τη μεταπολίτευση, σε ένα αριστερό γκρουπούσκουλο που ήμουνα, που τσακωνόμουνα συνέχεια με τους συντρόφους για τις κωμωδίες. Σε μια κωμωδία ήθελαν να υπάρχει κοινωνικό μήνυμα. Αν αυτό δεν υπήρχε, η κωμωδία απορριπτόταν. Για μένα, αντίθετα, καθοριστικό στοιχείο ήταν το πόσο γέλιο έβγαζε, το πόσο γελούσα βλέποντάς την. Όμως ήμουν εξαίρεση, και όχι μόνο στο γκρουπούσκουλο. Φαντάζομαι ότι θα είμαι ο μοναδικός που βάζει στο ίδιο επίπεδο τον Τσάρλι Τσάπλιν με τον Χοντρό και τον Λιγνό.
Άλλο απόσπασμα:
«…το μυθιστόρημα ξεπερνάει συχνά τα όρια της ιδιαίτερης τέχνης που είναι η μυθοπλαστική λογοτεχνία και μεταμορφώνεται άλλοτε σε ηθικολογικό κήρυγμα, άλλοτε σε φιλοσοφική πραγματεία, άλλοτε σε πραγματικό πολιτικό λίβελο, ή εκφυλίζεται σε πρωτογενή προσωπική εξομολόγηση, σε μιαν υπερευαίσθητη «κραυγή που βγαίνει από την καρδιά» και που δεν έχει ακόμα βρει το μορφικό της περίγραμμα» (σελ. 74).
Φυσικά το μυθιστόρημα δεν είναι άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο, συχνά είναι ένα μίγμα από κάποια, ή από όλα αυτά, και σπάνια γέρνει προς τη μια ή την άλλη μεριά, όμως δεν βρίσκεται εδώ η ένστασή μας. Δεχόμαστε ότι ο Μπαχτίν χρησιμοποίησε ένα ακραίο τρόπο για να δείξει πιο παραστατικά τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, που είναι πράγματι αυτά. Η ένστασή μας βρίσκεται στο «εκφυλίζεται». Η λέξη δεν έχει απλά αρνητικές συνδηλώσεις, η ίδια η σημασία της εκφράζει μια πλήρη απαξίωση. Με αυτό το «εκφυλίζεται» ο Μπαχτίν απαξιώνει τον εσωτερικό μονόλογο ως λογοτεχνικό υποείδος, αλλά και την αφηγηματική τεχνική του «χείμαρρου της συνείδησης» (Stream of consciousness).
Ναι, αυτές οι δυο είναι οι μόνες ενστάσεις μας για ένα θαυμάσιο έργο που παρουσιάζει με ανάγλυφο τρόπο τόσο το έπος όσο και το μυθιστόρημα. Το να γράψω πού συμφωνώ δεν έχει νόημα, όμως θέλω να γράψω πού υπερθεματίζω. Ο Μπαχτίν μιλώντας για το έπος λέει ότι η υπόθεση ήταν γνωστή στον ακροατή, όπως και η υπόθεση της τραγωδίας στο θεατή. Αντίθετα, «Το μυθιστόρημα ποντάρει στην έννοια της άγνοιας» (σελ. 72). Πάντα πίστευα ότι το σασπένς, η άγνοια και η αγωνία για το τέλος ή για άλλα «μυστικά» της πλοκής είναι από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος. Και μου έρχεται τώρα στου νου και θα το πω, και ας φαντάζει προκλητικό: Ίσως ο μοντερνισμός δεν είχε συνέχεια γιατί περιόρισε το σασπένς.
Αλλά μου φαίνεται ότι απολυτοποιώ κι εγώ σαν τον Μπαχτίν. Το σωστό είναι να πω ότι η περιστολή του σασπένς, σχεδόν σε σημείο εξαφάνισης, είναι μια, ίσως η κυριότερη, από τις αιτίες που οδήγησαν τον μοντερνισμό σε αδιέξοδο και έμεινε χωρίς συνέχεια.
Αλλά και ο Κωστής Παπαγιώργης έχει μια ένσταση για τον Μπαχτίν. Έχουμε γράψει ήδη το κείμενο, αλλά προτιμώ να αναρτήσω πρώτα αυτό εδώ, που το έγραψα σήμερα, αν και το βιβλίο το διάβασα στην Κρήτη. Μετά θα βάλουμε τον Ντοστογιέφσκι του Παπαγιώργη.
Book review, movie criticism
Sunday, August 31, 2008
Saturday, August 30, 2008
Φ. Νοτοστογιέφσκι, Το υπόγειο
Γυρίσαμε προχθές, αλλά αναρτούμε σήμερα αυτό που γράψαμε στην Κρήτη. Από τα κρητικά γραψίματά μας μένει ο Ντοστογιέφσκι του Κωστή Παπαγιώργη. Μόλις τον ξανακοιτάξω θα τον αναρτήσω κι αυτόν.
Καλό Χειμώνα
Φ. Νοτοστογιέφσκι, Το υπόγειο, μετ. Γιώργη Σημηριώτη, Αθήνα χχ, εκδόσεις Σ. Δαρεμά.
Τον Ντοστογιέφσκι τον ανακάλυψα όταν ήμουν μαθητής δευτέρας γυμνασίου, και ήταν ο αγαπημένος μου συγγραφέας σε όλα τα γυμνασιακά μου χρόνια. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με ενθουσίασε ήταν ο Ηλίθιος. Από τότε κάθε μέρα που σχόλαγα, αντί να ξεκινάω με το ποδήλατό μου για το χωριό μου (Κάτω Χωριό, επτά χιλιόμετρα βόρεια της Ιεράπετρας), κατέβαινα πρώτα στο βιβλιοπωλείο της κας Αεράκη, μιας μαυροντυμένης χήρας. Βρισκόταν στην άκρη της πλατείας, περίπου απέναντι από τα ουρητήρια που τα επιτηρούσε η κουτσο-Μαρία, με μόνιμη συντροφιά ένα γλάρο. Στη θέση αυτή είναι σήμερα το δημαρχείο.
Τα βιβλία έρχονταν στο βιβλιοπωλείο όπως έρχονται σήμερα τα περιοδικά στα περίπτερα. Κάθε εβδομάδα περίπου υπήρχε και καινούρια παραλαβή. Ήταν αραδιασμένα σε πάγκους. Έβλεπα λοιπόν τι καινούρια έρχονταν, και χάζευα τα παλιά, που κάποια θα ήθελα να μπορούσα να τα αγοράσω. Μόλις μάζευα δέκα δραχμές χαρτζιλίκι έτρεχα να αγοράσω ένα βιβλίο. Έτσι αγόρασα τα έργα του Σαίξπηρ, σε πεζή απόδοση. Για τον Ντοστογιέφσκι και για τον Νίτσε έπρεπε να περιμένω μέχρι το δεκάρικο να γίνει εικοσάρικο ή τριάντα δραχμές.
Ένα από τα βιβλία που αγόρασα τότε ήταν και το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Ήταν από τα πρώτα πρώτα, γιατί στο εξώφυλλο βλέπω γραμμένο τον αριθμό 3. Κάποια στιγμή άρχισα να τα γράφω σε κατάλογο, όχι ακριβώς με τη σειρά που τα είχα αγοράσει γιατί δεν θυμόμουνα, και στο εξώφυλλο έγραφα τον αριθμό που είχαν στον κατάλογο. Τον αριθμό 1, θυμάμαι, τον είχε η Πείνα του Κνουτ Χάμσουν.
Και ενώ ρούφηξα κυριολεκτικά τα υπόλοιπα βιβλία του Ντοστογιέφσκι (Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, Δαιμονισμένοι, Έγκλημα και Τιμωρία και Αδελφοί Καραμάζωφ), στο Υπόγειο κόλλησα. Δεν πρέπει να διάβασα πάνω από τρεις σελίδες και το παράτησα. Το είχα όμως έγνοια να το διαβάσω κάποια στιγμή. Δόθηκε τώρα η ευκαιρία, γιατί διάβασα κάτι γι αυτό, νομίζω στο βιβλίο του Ερνέστο Σάμπαντο Ο συγγραφέας και η καταστροφή, που είναι η προ-προηγούμενη ανάρτηση στο blog μου. Πριν λίγες μέρες είχα διαβάσει και τον Παίχτη. Αποφάσισα λοιπόν να το διαβάσω.
Η νουβέλα αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ακριβώς 32 σελίδες. Το δεύτερο 64.
Η αφήγηση είναι εγκιβωτισμένη. Ο συγγραφέας ακολουθεί μια σύμβαση της εποχής, τη σύμβαση της εύρεσης χειρογράφων. Ένας ανώνυμος αφηγητής, στις δυο πρώτες σελίδες μας δίνει κάποια βιογραφικά στοιχεία του Ορντίνοφ, ενώ στη συνέχεια θα μας παραδώσει τα χειρόγραφά του που, όπως μας λέει, τα αγόρασε από τον υπηρέτη του μετά το θάνατό του.
Τώρα, σ’ αυτή την πρώτη ανάγνωση του έργου που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν 45 χρόνια, κατάλαβα τι ήταν αυτό που δεν μου άρεσε και με έκανε να το παρατήσω αμέσως από την αρχή.
Το πρώτο μέρος είναι μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τα χαρακτηριστικά του εσωτερικού μονόλογου, παρόλο που υπάρχει ο αποδέκτης της αφήγησης, ο δυνητικός αναγνώστης. Ο Ορντίνοφ δεν αφηγείται σ’ αυτό μια ιστορία αλλά καταγράφει ένα χείμαρρο σκέψεων και αισθημάτων.
Αυτό ήταν που με ενόχλησε. Και με ενόχλησε και για δεύτερη φορά. Εγώ ήθελα να διαβάσω μια ιστορία, και όχι τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός ανθρώπου. Διάβαζα πιέζοντας τον εαυτό μου και τον έπιανα συχνά να αφαιρείται. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας που έχει ένα μεγάλο τμήμα με ξένιζε, όπως μας ξενίζει ένα δοκίμιο που δεν συμφωνούμε με τις ιδέες του. Και γιατί να με ενδιαφέρουν τα αισθήματα ενός ατόμου που ακόμη δεν το είδα να εμπλέκεται σε δράση;
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν το πρώτο αυτό μέρος ήταν κατακερματισμένο μέσα στο δεύτερο. Τότε πραγματικά θα με ενδιέφερε η ανάγνωσή του, όπως μας ενδιαφέρει να διαβάζουμε για τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός προσώπου που έχει εμπλακεί σε μια δράση με το συνακόλουθο σασπένς. Οι σκέψεις και τα αισθήματα ενός ήρωα μας ενδιαφέρουν γιατί φωτίζουν την προσωπικότητά του και ρίχνουν φως στις πράξεις του. Αυτό γίνεται σχεδόν σε κάθε μυθιστόρημα. Όμως αυτός ο χείμαρρος εξομολογήσεων των 32 σελίδων στην αρχή του έργου, και μόνο με την έκτασή του κουράζει.
Κουράζει τον απλό αναγνώστη, κι εγώ έχω τη συνήθεια να διαβάζω σαν απλός αναγνώστης. Ένας μελετητής που θέλει να γράψει μια μονογραφία για τον Ντοστογιέφσκι ή για το συγκεκριμένο έργο, θα το διαβάσει βέβαια με τη δέουσα προσήλωση. Όμως ο απλός αναγνώστης δεν έχει το δικό του ειδικό ενδιαφέρον, και όταν διαβάζει ένα μυθιστόρημα έχει την τάση να είναι ανυπόμονος.
Ο ήρωας ξεκινάει την αφήγησή του με έναν αυτοχαρακτηρισμό: «Είμαι άρρωστος… Είμαι κακός… Δεν είμαι διόλου ευχάριστος». Λίγο πιο κάτω μαθαίνουμε ότι είναι σαράντα χρονών. Κάπου προς το τέλος λέει «Θα νομίζετε ίσως, κύριοι, πως είμαι τρελός» (σελ. 33). Σίγουρα, αφού αυτή την εντύπωση θέλει ο Ντοστογιέφσκι να σχηματίσουμε για τον ήρωά του, εντύπωση που θα μας ενισχυθεί όταν διαβάσουμε παρακάτω: «αν πίστευα ο ίδιος και τόσο δα σε ό, τι έγραψα! Σας ορκίζομαι κύριοι, πως δεν πιστεύω ούτε σε μια, μα ούτε σε μια λέξη» (σελ. 37).
Έχει ειπωθεί ότι ο Ντοστογιέφσκι προλαβαίνει την ψυχανάλυση. Πριν λίγους μήνες, μιλώντας με τον Μανόλη τον Πρατικάκη, τον είδα να εκφράζεται με απερίγραπτο ενθουσιασμό για τη νουβέλα του «Ο σωσίας». Μου έλεγε ότι ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια ένα ψυχωσικό σύμπτωμα, το σύμπτωμα του διπλού προσώπου. Τελικά σε κάποια λογοτεχνήματα ο επαρκής αναγνώστης δεν είναι ο απλά καλλιεργημένος αλλά ο ειδικός. Και ο Πρατικάκης, με την ιδιότητα του ψυχίατρου, είναι αρκετά ειδικός ώστε να εκτιμήσει αυτή τη νουβέλα στο βάθος της.
Να παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την προτελευταία σελίδα.
«Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ’ όλο τον κόσμο, μα μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του, και μόλις τα λέγει στον εαυτό του κι αυτό στα κρυφά. Και τέλος υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος φοβάται να τα ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτού του είδους τα πράγματα μαζεύονται σε αρκετά μεγάλη ποσότητα σε κάθε άνθρωπο καθώς πρέπει. Όσο μάλιστα είναι πιο καθώς πρέπει ο άνθρωπος, τόσο και περισσότερα πρέπει νάχει απ’ αυτά τα πράγματα» (σελ. 39, η υπογράμμιση δική μας). Με τα λόγια αυτά περιγράφεται ο άνθρωπος που έχει ισχυρές απωθήσεις και ανεπτυγμένο υπερεγώ.
Μπορεί να με κούρασε υπερβολικά η ανάγνωση του πρώτου μέρους, όμως η ανάγνωση του δεύτερου με αποζημίωσε με το παραπάνω. Ο ήρωας είναι διπλοτυπία των τυπικών ηρώων του Ντοστογιέφσκι, και, όπως διαβάζω στο δοκίμιο του Κωστή Παπαγιώργη Ντοστογιέφσκι, για το οποίο θα γράψουμε επίσης δυο λογάκια, είναι επίσης διπλοτυπία του εαυτού του, όταν δέχτηκε ένα σωρό ταπεινώσεις στα λογοτεχνικά σαλόνια που σύχναζε, όπου δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν το ταλέντο του, διαισθανόμενοι πως κάποτε θα τους επισκίαζε. Η διπλοτυπία αυτή βέβαια δίνεται σε μια ακραία μορφή, όμως όπως στην καρικατούρα και στον εξπρεσιονισμό, με την παραμόρφωση αποκαλύπτονται καλύτερα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά.
Ο ήρωας ταπεινώνεται, και ταπεινωμένος καταδιώκει αυτούς που τον ταπείνωσαν, σε μια μαζοχιστική αναζήτηση μιας παραπέρα ταπείνωσης. Στο πορνείο που θα τους καταδιώξει θα συναντήσει τη Λίζα. Θα της μιλήσει με λόγια συγκινητικά και θα της ζητήσει να τον επισκεφτεί στο σπίτι του. Το μετανιώνει σχεδόν αμέσως και τρέμει τον ερχομό της.
Μετά από τρεις μέρες θα έλθει. Τώρα η συμπεριφορά του αλλάζει. Την ταπεινώνει σε μια τιράδα μιάμισης σελίδας, στην οποία υπάρχει ένας ακόμη αυτοχαρακτηρισμός: «Λοιπόν εγώ ξέρω πως είμαι τιποτένιος, άνανδρος, εγωιστής και τεμπέλης. Εδώ και τρεις μέρες έτρεμα μήπως έλθεις» (σελ. 107).
Το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη γι αυτόν.
«Και να τι συνέβηκε: Η Λίζα προσβλημένη και εξευτελισμένη έτσι από μένα κατάλαβε πολύ περισσότερο παρ’ ότι περίμενα. Κατάλαβε απ’ όλα αυτά εκείνο που μια γυναίκα πρώτα-πρώτα καταλαβαίνει, όταν αγαπά ειλικρινά: πως ήμουν δυστυχισμένος» (σελ.108).
Και η συνέχεια;
«Μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της παράφορα.
Ύστερα από ένα τέταρτο ανεβοκατέβαινα στο δωμάτιό μου ξαναμμένος…» (σελ. 109).
Τι συνέβη σ’ αυτό το αφηγηματικό κενό του ενός τετάρτου;
Το ίδιο που συνέβη και στον Παίχτη, την προτελευταία μας ανάρτηση, και δίνεται με τρεις τελίτσες. Έκαναν έρωτα.
Τα αισθήματα βέβαια του ήρωα είναι αμφιθυμικά. Θα τη διώξει αφού της βάλει στο χέρι ένα χαρτονόμισμα, για να την ταπεινώσει. «Από κακία». Όμως αμέσως μετά θα μετανιώσει και θα τη φωνάξει. Αυτή όμως θα κλείσει την εξώπορτα χωρίς να απαντήσει. Γυρνώντας πίσω θα ανακαλύψει το χαρτονόμισμα που της έδωσε πεταμένο πάνω στο τραπέζι. Θα τρέξει πάλι πίσω της, αλλά στα «διακόσια βήματα απάνω κάτω ως τη γωνιά του δρόμου σταμάτησα. Πού πήγε; Γιατί έτρεξα ξοπίσω της;
Γιατί; Για να πέσω γονατιστός μπροστά της να κλάψω από μετάνοια, να φιλήσω τα πόδια της, να την ικετέψω να με συγχωρέσει!... Μα γιατί; σκέφτηκα. Μήπως δεν θα τη μισήσω αύριο πάλι, επειδή σήμερα θα της φιλήσω τα πόδια; Θα της δώσω την ευτυχία; Μήπως δε μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω σήμερα ακόμα το τι αξίζω, για εκατοστή φορά; Μήπως δεν θα τη βασανίσω;» (σελ. 112).
Θα γυρίσει πίσω. Δεν θα την ξαναδεί. Θέλοντας μαζοχιστικά να αυτοβασανίζεται θα αναρωτηθεί: «τι είναι προτιμότερο: η μέτρια ευτυχία ή οι υψηλοί πόνοι;» (σελ 112).
Οι τελευταίες σελίδες είναι από τις πιο ωραίες που έγραψε ο Ντοστογιέφσκι.
Δεν ξέρω, για εκείνους που θα νιώσουν την ίδια ανυπομονησία που ένιωσα κι εγώ διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες, ίσως θα ήταν καλύτερα να διαβάσουν πρώτα το δεύτερο μέρος. Μετά θα διάβαζαν το πρώτο μέρος με άλλο μάτι, σίγουρα με ενδιαφέρον. Αυτή τη συμβουλή έχω να δώσω, εγώ ο τέως σχολικός σύμβουλος (τέως εξ αιτίας αυτού του blog).
Καλό Χειμώνα
Φ. Νοτοστογιέφσκι, Το υπόγειο, μετ. Γιώργη Σημηριώτη, Αθήνα χχ, εκδόσεις Σ. Δαρεμά.
Τον Ντοστογιέφσκι τον ανακάλυψα όταν ήμουν μαθητής δευτέρας γυμνασίου, και ήταν ο αγαπημένος μου συγγραφέας σε όλα τα γυμνασιακά μου χρόνια. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με ενθουσίασε ήταν ο Ηλίθιος. Από τότε κάθε μέρα που σχόλαγα, αντί να ξεκινάω με το ποδήλατό μου για το χωριό μου (Κάτω Χωριό, επτά χιλιόμετρα βόρεια της Ιεράπετρας), κατέβαινα πρώτα στο βιβλιοπωλείο της κας Αεράκη, μιας μαυροντυμένης χήρας. Βρισκόταν στην άκρη της πλατείας, περίπου απέναντι από τα ουρητήρια που τα επιτηρούσε η κουτσο-Μαρία, με μόνιμη συντροφιά ένα γλάρο. Στη θέση αυτή είναι σήμερα το δημαρχείο.
Τα βιβλία έρχονταν στο βιβλιοπωλείο όπως έρχονται σήμερα τα περιοδικά στα περίπτερα. Κάθε εβδομάδα περίπου υπήρχε και καινούρια παραλαβή. Ήταν αραδιασμένα σε πάγκους. Έβλεπα λοιπόν τι καινούρια έρχονταν, και χάζευα τα παλιά, που κάποια θα ήθελα να μπορούσα να τα αγοράσω. Μόλις μάζευα δέκα δραχμές χαρτζιλίκι έτρεχα να αγοράσω ένα βιβλίο. Έτσι αγόρασα τα έργα του Σαίξπηρ, σε πεζή απόδοση. Για τον Ντοστογιέφσκι και για τον Νίτσε έπρεπε να περιμένω μέχρι το δεκάρικο να γίνει εικοσάρικο ή τριάντα δραχμές.
Ένα από τα βιβλία που αγόρασα τότε ήταν και το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Ήταν από τα πρώτα πρώτα, γιατί στο εξώφυλλο βλέπω γραμμένο τον αριθμό 3. Κάποια στιγμή άρχισα να τα γράφω σε κατάλογο, όχι ακριβώς με τη σειρά που τα είχα αγοράσει γιατί δεν θυμόμουνα, και στο εξώφυλλο έγραφα τον αριθμό που είχαν στον κατάλογο. Τον αριθμό 1, θυμάμαι, τον είχε η Πείνα του Κνουτ Χάμσουν.
Και ενώ ρούφηξα κυριολεκτικά τα υπόλοιπα βιβλία του Ντοστογιέφσκι (Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, Δαιμονισμένοι, Έγκλημα και Τιμωρία και Αδελφοί Καραμάζωφ), στο Υπόγειο κόλλησα. Δεν πρέπει να διάβασα πάνω από τρεις σελίδες και το παράτησα. Το είχα όμως έγνοια να το διαβάσω κάποια στιγμή. Δόθηκε τώρα η ευκαιρία, γιατί διάβασα κάτι γι αυτό, νομίζω στο βιβλίο του Ερνέστο Σάμπαντο Ο συγγραφέας και η καταστροφή, που είναι η προ-προηγούμενη ανάρτηση στο blog μου. Πριν λίγες μέρες είχα διαβάσει και τον Παίχτη. Αποφάσισα λοιπόν να το διαβάσω.
Η νουβέλα αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ακριβώς 32 σελίδες. Το δεύτερο 64.
Η αφήγηση είναι εγκιβωτισμένη. Ο συγγραφέας ακολουθεί μια σύμβαση της εποχής, τη σύμβαση της εύρεσης χειρογράφων. Ένας ανώνυμος αφηγητής, στις δυο πρώτες σελίδες μας δίνει κάποια βιογραφικά στοιχεία του Ορντίνοφ, ενώ στη συνέχεια θα μας παραδώσει τα χειρόγραφά του που, όπως μας λέει, τα αγόρασε από τον υπηρέτη του μετά το θάνατό του.
Τώρα, σ’ αυτή την πρώτη ανάγνωση του έργου που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν 45 χρόνια, κατάλαβα τι ήταν αυτό που δεν μου άρεσε και με έκανε να το παρατήσω αμέσως από την αρχή.
Το πρώτο μέρος είναι μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τα χαρακτηριστικά του εσωτερικού μονόλογου, παρόλο που υπάρχει ο αποδέκτης της αφήγησης, ο δυνητικός αναγνώστης. Ο Ορντίνοφ δεν αφηγείται σ’ αυτό μια ιστορία αλλά καταγράφει ένα χείμαρρο σκέψεων και αισθημάτων.
Αυτό ήταν που με ενόχλησε. Και με ενόχλησε και για δεύτερη φορά. Εγώ ήθελα να διαβάσω μια ιστορία, και όχι τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός ανθρώπου. Διάβαζα πιέζοντας τον εαυτό μου και τον έπιανα συχνά να αφαιρείται. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας που έχει ένα μεγάλο τμήμα με ξένιζε, όπως μας ξενίζει ένα δοκίμιο που δεν συμφωνούμε με τις ιδέες του. Και γιατί να με ενδιαφέρουν τα αισθήματα ενός ατόμου που ακόμη δεν το είδα να εμπλέκεται σε δράση;
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν το πρώτο αυτό μέρος ήταν κατακερματισμένο μέσα στο δεύτερο. Τότε πραγματικά θα με ενδιέφερε η ανάγνωσή του, όπως μας ενδιαφέρει να διαβάζουμε για τις σκέψεις και τα αισθήματα ενός προσώπου που έχει εμπλακεί σε μια δράση με το συνακόλουθο σασπένς. Οι σκέψεις και τα αισθήματα ενός ήρωα μας ενδιαφέρουν γιατί φωτίζουν την προσωπικότητά του και ρίχνουν φως στις πράξεις του. Αυτό γίνεται σχεδόν σε κάθε μυθιστόρημα. Όμως αυτός ο χείμαρρος εξομολογήσεων των 32 σελίδων στην αρχή του έργου, και μόνο με την έκτασή του κουράζει.
Κουράζει τον απλό αναγνώστη, κι εγώ έχω τη συνήθεια να διαβάζω σαν απλός αναγνώστης. Ένας μελετητής που θέλει να γράψει μια μονογραφία για τον Ντοστογιέφσκι ή για το συγκεκριμένο έργο, θα το διαβάσει βέβαια με τη δέουσα προσήλωση. Όμως ο απλός αναγνώστης δεν έχει το δικό του ειδικό ενδιαφέρον, και όταν διαβάζει ένα μυθιστόρημα έχει την τάση να είναι ανυπόμονος.
Ο ήρωας ξεκινάει την αφήγησή του με έναν αυτοχαρακτηρισμό: «Είμαι άρρωστος… Είμαι κακός… Δεν είμαι διόλου ευχάριστος». Λίγο πιο κάτω μαθαίνουμε ότι είναι σαράντα χρονών. Κάπου προς το τέλος λέει «Θα νομίζετε ίσως, κύριοι, πως είμαι τρελός» (σελ. 33). Σίγουρα, αφού αυτή την εντύπωση θέλει ο Ντοστογιέφσκι να σχηματίσουμε για τον ήρωά του, εντύπωση που θα μας ενισχυθεί όταν διαβάσουμε παρακάτω: «αν πίστευα ο ίδιος και τόσο δα σε ό, τι έγραψα! Σας ορκίζομαι κύριοι, πως δεν πιστεύω ούτε σε μια, μα ούτε σε μια λέξη» (σελ. 37).
Έχει ειπωθεί ότι ο Ντοστογιέφσκι προλαβαίνει την ψυχανάλυση. Πριν λίγους μήνες, μιλώντας με τον Μανόλη τον Πρατικάκη, τον είδα να εκφράζεται με απερίγραπτο ενθουσιασμό για τη νουβέλα του «Ο σωσίας». Μου έλεγε ότι ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια ένα ψυχωσικό σύμπτωμα, το σύμπτωμα του διπλού προσώπου. Τελικά σε κάποια λογοτεχνήματα ο επαρκής αναγνώστης δεν είναι ο απλά καλλιεργημένος αλλά ο ειδικός. Και ο Πρατικάκης, με την ιδιότητα του ψυχίατρου, είναι αρκετά ειδικός ώστε να εκτιμήσει αυτή τη νουβέλα στο βάθος της.
Να παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την προτελευταία σελίδα.
«Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σ’ όλο τον κόσμο, μα μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του, και μόλις τα λέγει στον εαυτό του κι αυτό στα κρυφά. Και τέλος υπάρχουν κι εκείνα που ο άνθρωπος φοβάται να τα ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτού του είδους τα πράγματα μαζεύονται σε αρκετά μεγάλη ποσότητα σε κάθε άνθρωπο καθώς πρέπει. Όσο μάλιστα είναι πιο καθώς πρέπει ο άνθρωπος, τόσο και περισσότερα πρέπει νάχει απ’ αυτά τα πράγματα» (σελ. 39, η υπογράμμιση δική μας). Με τα λόγια αυτά περιγράφεται ο άνθρωπος που έχει ισχυρές απωθήσεις και ανεπτυγμένο υπερεγώ.
Μπορεί να με κούρασε υπερβολικά η ανάγνωση του πρώτου μέρους, όμως η ανάγνωση του δεύτερου με αποζημίωσε με το παραπάνω. Ο ήρωας είναι διπλοτυπία των τυπικών ηρώων του Ντοστογιέφσκι, και, όπως διαβάζω στο δοκίμιο του Κωστή Παπαγιώργη Ντοστογιέφσκι, για το οποίο θα γράψουμε επίσης δυο λογάκια, είναι επίσης διπλοτυπία του εαυτού του, όταν δέχτηκε ένα σωρό ταπεινώσεις στα λογοτεχνικά σαλόνια που σύχναζε, όπου δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν το ταλέντο του, διαισθανόμενοι πως κάποτε θα τους επισκίαζε. Η διπλοτυπία αυτή βέβαια δίνεται σε μια ακραία μορφή, όμως όπως στην καρικατούρα και στον εξπρεσιονισμό, με την παραμόρφωση αποκαλύπτονται καλύτερα τα ουσιώδη χαρακτηριστικά.
Ο ήρωας ταπεινώνεται, και ταπεινωμένος καταδιώκει αυτούς που τον ταπείνωσαν, σε μια μαζοχιστική αναζήτηση μιας παραπέρα ταπείνωσης. Στο πορνείο που θα τους καταδιώξει θα συναντήσει τη Λίζα. Θα της μιλήσει με λόγια συγκινητικά και θα της ζητήσει να τον επισκεφτεί στο σπίτι του. Το μετανιώνει σχεδόν αμέσως και τρέμει τον ερχομό της.
Μετά από τρεις μέρες θα έλθει. Τώρα η συμπεριφορά του αλλάζει. Την ταπεινώνει σε μια τιράδα μιάμισης σελίδας, στην οποία υπάρχει ένας ακόμη αυτοχαρακτηρισμός: «Λοιπόν εγώ ξέρω πως είμαι τιποτένιος, άνανδρος, εγωιστής και τεμπέλης. Εδώ και τρεις μέρες έτρεμα μήπως έλθεις» (σελ. 107).
Το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη γι αυτόν.
«Και να τι συνέβηκε: Η Λίζα προσβλημένη και εξευτελισμένη έτσι από μένα κατάλαβε πολύ περισσότερο παρ’ ότι περίμενα. Κατάλαβε απ’ όλα αυτά εκείνο που μια γυναίκα πρώτα-πρώτα καταλαβαίνει, όταν αγαπά ειλικρινά: πως ήμουν δυστυχισμένος» (σελ.108).
Και η συνέχεια;
«Μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της παράφορα.
Ύστερα από ένα τέταρτο ανεβοκατέβαινα στο δωμάτιό μου ξαναμμένος…» (σελ. 109).
Τι συνέβη σ’ αυτό το αφηγηματικό κενό του ενός τετάρτου;
Το ίδιο που συνέβη και στον Παίχτη, την προτελευταία μας ανάρτηση, και δίνεται με τρεις τελίτσες. Έκαναν έρωτα.
Τα αισθήματα βέβαια του ήρωα είναι αμφιθυμικά. Θα τη διώξει αφού της βάλει στο χέρι ένα χαρτονόμισμα, για να την ταπεινώσει. «Από κακία». Όμως αμέσως μετά θα μετανιώσει και θα τη φωνάξει. Αυτή όμως θα κλείσει την εξώπορτα χωρίς να απαντήσει. Γυρνώντας πίσω θα ανακαλύψει το χαρτονόμισμα που της έδωσε πεταμένο πάνω στο τραπέζι. Θα τρέξει πάλι πίσω της, αλλά στα «διακόσια βήματα απάνω κάτω ως τη γωνιά του δρόμου σταμάτησα. Πού πήγε; Γιατί έτρεξα ξοπίσω της;
Γιατί; Για να πέσω γονατιστός μπροστά της να κλάψω από μετάνοια, να φιλήσω τα πόδια της, να την ικετέψω να με συγχωρέσει!... Μα γιατί; σκέφτηκα. Μήπως δεν θα τη μισήσω αύριο πάλι, επειδή σήμερα θα της φιλήσω τα πόδια; Θα της δώσω την ευτυχία; Μήπως δε μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω σήμερα ακόμα το τι αξίζω, για εκατοστή φορά; Μήπως δεν θα τη βασανίσω;» (σελ. 112).
Θα γυρίσει πίσω. Δεν θα την ξαναδεί. Θέλοντας μαζοχιστικά να αυτοβασανίζεται θα αναρωτηθεί: «τι είναι προτιμότερο: η μέτρια ευτυχία ή οι υψηλοί πόνοι;» (σελ 112).
Οι τελευταίες σελίδες είναι από τις πιο ωραίες που έγραψε ο Ντοστογιέφσκι.
Δεν ξέρω, για εκείνους που θα νιώσουν την ίδια ανυπομονησία που ένιωσα κι εγώ διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες, ίσως θα ήταν καλύτερα να διαβάσουν πρώτα το δεύτερο μέρος. Μετά θα διάβαζαν το πρώτο μέρος με άλλο μάτι, σίγουρα με ενδιαφέρον. Αυτή τη συμβουλή έχω να δώσω, εγώ ο τέως σχολικός σύμβουλος (τέως εξ αιτίας αυτού του blog).
Saturday, August 23, 2008
Έκκληση
Αναρτήστε την κι εσείς αν θέλετε
Argyris Paspalas wrote
kalispera se olous, thelw na zitisw mia xari... na proothisete to parakatw minima se osous kserete:
"Stis 13 avgoustou to apogevma 3 me 5, metaxi 78ou - 79ou xiliometrou stn ethniki odo athinwn - lamias egine ena thanatiforo troxaio atixima me ena prasino lancia delta kai ena mavro yamaxa fazer. se afto to atyxima skotothike o odigos tis mixanis, o aderfos mou ... KWSTANTINOS PASPALAS, 30 etwn. Episis apo oti me exoun enimerwsei apo tin troxaia den iparxei KANENAS martiras. Oloi exete aderfia kai mporeitai na katalavetai. to kinito mou einai 6979206490 kai to email mou argyris_paspalas@yahoo.gr... ean iparxei kapoios pou na kserei to otidipote sas parakalw as epikoinonisei mazi mou, apla thelw na mathw...
sas efxaristw poli"
kai esas olous sas efxaristw akoma pio poli.
Argyris Paspalas wrote
kalispera se olous, thelw na zitisw mia xari... na proothisete to parakatw minima se osous kserete:
"Stis 13 avgoustou to apogevma 3 me 5, metaxi 78ou - 79ou xiliometrou stn ethniki odo athinwn - lamias egine ena thanatiforo troxaio atixima me ena prasino lancia delta kai ena mavro yamaxa fazer. se afto to atyxima skotothike o odigos tis mixanis, o aderfos mou ... KWSTANTINOS PASPALAS, 30 etwn. Episis apo oti me exoun enimerwsei apo tin troxaia den iparxei KANENAS martiras. Oloi exete aderfia kai mporeitai na katalavetai. to kinito mou einai 6979206490 kai to email mou argyris_paspalas@yahoo.gr... ean iparxei kapoios pou na kserei to otidipote sas parakalw as epikoinonisei mazi mou, apla thelw na mathw...
sas efxaristw poli"
kai esas olous sas efxaristw akoma pio poli.
Thursday, August 21, 2008
Ερνέστο Σάμπατο, Ο Συγγραφέας και η καταστροφή
Ερνέστο Σάμπατο, Ο Συγγραφέας και η καταστροφή, Εξάντας-21ος Αιώνας, 1987, σελ. 217.
Το βρήκα σε βιβλιοπωλείο στον Άγιο Νικόλαο, στην Κρήτη. 4 ευρώ. Στην Αθήνα μάλλον θα είναι εξαντλημένο.
Ο Σαμπάτο είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν το Sobre heroes y tumbas, Περί ηρώων και τάφων, που το διάβασα στα Ισπανικά. Το Ο συγγραφέας και η καταστροφή είναι μια συλλογή δοκιμίων. Θα καταθέσω κάποιες σκέψεις που έκανα διαβάζοντάς το.
Η πρώτη:
Όλοι οι συγγραφείς έχουν μια ιδεοψυχαναγκαστική καθήλωση σε ορισμένα πρόσωπα. Για τον Βασίλης Αλεξίου που του παρουσιάσαμε στο «Λέξημα» το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Λογοπραξίες, τα πρόσωπα αυτά είναι ο Μπαχτίν, ο Μπουρντιέ, ο Μπένζαμιν και γενικά η σχολή της Φραγκφούρτης. Με τη σχολή της Φραγκφούρτης έχει και ο Φώτης Τερζάκης μια παρόμοια κάθεξη. Όσο για μένα, είμαι καθηλωμένος στον Φρόιντ και στον Κόνραντ Λόρεντς.
Και ο Σάμπατο;
Τα πρόσωπα στα οποία έχει καθήλωση ο Σάμπατο είναι ο Πλάτων, ο Σαρτρ και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Αναφέρεται συχνά σ’ αυτούς στα δοκίμιά του. Οι δυο τελευταίοι μάλιστα φιγουράρουν και σε τίτλους κάποιων από τα δοκίμια αυτά.
Η δεύτερη:
Πριν χρόνια διάβασα την Άγρια σκέψη του Κλωντ Λεβί Στρως. Εκεί ο μεγάλος Γάλλος ανθρωπολόγος υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα είναι δομημένη στην ανθρώπινη σκέψη σε ζεύγη αντιθέτων, όπως άσπρο-μαύρο, μέσα-έξω, πάνω-κάτω, ιερό-βέβηλο, κ.λπ. Πριν λίγους μήνες διάβασα την θαυμάσια Μίμηση του Erich Auerbach. Εκεί ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος αναλύει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σχολιάζει κορυφαίους συγγραφείς, από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα. Η οργανωτική δομή των αναλύσεών του στηρίζεται στη δυαδική αντίθεση Υψηλό-χαμηλό ύφος.
Και εγώ:
Το μεγαλύτερο μέρος του διδακτορικού μου στο οποίο πραγματεύομαι σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς στηρίζεται στη θεματική αντίθεση συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός.
Και ο Σάμπατο;
Αυτός κινείται στα δοκίμια αυτά σε δυο αντιθετικούς παραδειγματικούς άξονες, του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού. Στον παραδειγματικό άξονα του ορθολογισμού υπάγονται η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, ο θετικισμός, ο μαρξισμός, ο ρεαλισμός, ο άνδρας, κ.ά, ενώ στον παραδειγματικό άξονα του ανορθολογισμού εντάσσονται ο μύθος, η μαγεία, ο ρομαντισμός, ο σουρεαλισμός, η γυναίκα κ.λπ. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον οι σκέψεις και οι συλλογισμοί του, που δεν έχει νόημα να μεταφέρουμε εδώ. Απλώς να πούμε ότι προκρίνει τον παραδειγματικό άξονα του ανορθολογισμού, στον οποίο εντάσσεται η τέχνη γενικότερα, σε αντίθεση με τον παραδειγματικό άξονα του ορθολογισμού, στον οποίο εντάσσεται η επιστήμη και η τεχνολογία. Η ρήση του Χέντερλιν, με την οποία τελειώνει την εισαγωγή του, είναι χαρακτηριστική: «Οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι ένας θεός όταν ονειρεύεται, και τίποτα περισσότερο από ένας ζητιάνος όταν σκέφτεται». Το όνειρο βρίσκεται στον παραδειγματικό άξονα του ανορθολογισμού ενώ η σκέψη στον παραδειγματικό άξονα του ορθολογισμού.
Τώρα να σταχυολογήσω και να σχολιάσω κάποια αποσπάσματα:
Λίγες γραμμές πιο πριν γράφει: «…παρατηρώ ότι δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να ανασκαλεύω μερικές εμμονές μου...». Κάτι παρόμοιο διάβασα πριν λίγο καιρό, δεν θυμάμαι πού, ότι οι συγγραφείς σε όλα τους τα έργα αναπτύσσουν κάποιες συγκεκριμένες, τις ίδιες πάντα, εμμονές. Αυτό, για εκείνους που κατηγορούν κάποιους συγγραφείς για έλλειψη ανανέωσης.
Γράφει ο Σάμπατο: «Όμως με την μετανάστευση των Ελλήνων λογίων της Κωνσταντινούπολης είναι που αρχίζει στην Ιταλία η πραγματική ανάδυση του Πλάτωνα, και μέσω αυτού, του Πυθαγόρα» (σελ. 22). Σε ένα άλλο βιβλίο, αγγλικό, που διάβασα πρόσφατα (Το έχω στην Αθήνα και δεν μπορώ να μεταφέρω ακριβώς το απόσπασμα ή να παραπέμψω στη σελίδα) γράφει ότι η Αναγέννηση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους Έλληνες λογίους που μετανάστευσαν στην Ιταλία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Να κάνω μήπως εδώ το σαρδόνιο σχόλιο ότι η Δύση πρέπει να τρέφει αιώνια ευγνωμοσύνη στους Τούρκους που κατέκτησαν την Πόλη;
Ποια είναι τα θέματα που απασχολούν τη μεγάλη λογοτεχνία κατά τον Σάμπατο; «Η μοναξιά, το παράλογο και ο θάνατος, η ελπίδα και η απελπισία» (σελ. 107). Και πιο κάτω: «Ένα βαθύ μυθιστόρημα δεν είναι δυνατόν να μην είναι μεταφυσικό, επειδή κάτω από τα συνηθισμένα και γνωστά οικογενειακά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα για τα οποία συγκρούονται οι άνθρωποι, βρίσκονται πάντα τα έσχατα προβλήματα της ύπαρξης: το άγχος, ο πόθος για δύναμη, το σάστισμα και ο τρόμος μπροστά στο θάνατο, η επιθυμία του απόλυτου και της αιωνιότητας, η εξέγερση μπροστά στο παράλογο της ύπαρξης» (σελ. 186-187).
Ξεχνάει τίποτα;
Τον έρωτα, που κατά τον Ίρβιν Γιάλομ αποτελεί το ένα από τα τέσσερα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου (τα άλλα τρία είναι η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου και το νόημα της ζωής).
Όμως κάτι γράφει και γι αυτόν:
«Ας πάρουμε την περίπτωση του έρωτα: το σώμα του άλλου είναι ένα αντικείμενο και όταν η επαφή πραγματοποιείται μόνο με το σώμα δεν έχουμε παρά μια μορφή αυνανισμού. Μόνο μέσω της σχέσης με μιαν ακεραιότητα κορμιού-ψυχής είναι δυνατόν να βγει το εγώ από τον εαυτό του, να υπερβεί τη μοναξιά του και να επιτύχει την κοινωνία με τον άλλο. Γι’ αυτόν τον λόγο το σκέτο σεξ είναι θλιβερό, αφού μας αφήνει στην αρχική μοναξιά με το επιπλέον μειονέκτημα του ανεκπλήρωτου εγχειρήματος. Εξηγείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι, παρ’ όλο που ο έρωτας υπήρξε ένα από τα κεντρικά θέματα της κάθε είδους λογοτεχνίας, στην εποχή μας αποκτά μια τραγική προοπτική και μία μεταφυσική διάσταση την οποία δεν είχε προηγουμένως: δεν πρόκειται για τον ευγενή έρωτα της ιπποτικής εποχής, ούτε για τον κοσμικό έρωτα του ΧVIIΙ αιώνα» (σελ. 120-121).
Η μετάφραση του Μανώλη Παπαδολαμπάκη είναι αρκετά καλή, αλλά δείχνει άγνοια τίτλων και ονομάτων σε κάποια σημεία. Το βιβλίο του Σαρτρ L’ etre et le neant είναι γνωστό ως το Είναι και το μηδέν και όχι «Το όν και το τίποτα», και βέβαια ο Stendhal είναι ο Σταντάλ και όχι ο Στεντάλ. Όσο για τον Τσέστοφ που αναφέρει, υποπτεύομαι ότι είναι ο Λέων Σέστοφ.
Αυτά!!!!!!!!!. Καιρός είναι να πάμε να ρίξουμε και καμιά βουτιά.
Το βρήκα σε βιβλιοπωλείο στον Άγιο Νικόλαο, στην Κρήτη. 4 ευρώ. Στην Αθήνα μάλλον θα είναι εξαντλημένο.
Ο Σαμπάτο είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν το Sobre heroes y tumbas, Περί ηρώων και τάφων, που το διάβασα στα Ισπανικά. Το Ο συγγραφέας και η καταστροφή είναι μια συλλογή δοκιμίων. Θα καταθέσω κάποιες σκέψεις που έκανα διαβάζοντάς το.
Η πρώτη:
Όλοι οι συγγραφείς έχουν μια ιδεοψυχαναγκαστική καθήλωση σε ορισμένα πρόσωπα. Για τον Βασίλης Αλεξίου που του παρουσιάσαμε στο «Λέξημα» το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Λογοπραξίες, τα πρόσωπα αυτά είναι ο Μπαχτίν, ο Μπουρντιέ, ο Μπένζαμιν και γενικά η σχολή της Φραγκφούρτης. Με τη σχολή της Φραγκφούρτης έχει και ο Φώτης Τερζάκης μια παρόμοια κάθεξη. Όσο για μένα, είμαι καθηλωμένος στον Φρόιντ και στον Κόνραντ Λόρεντς.
Και ο Σάμπατο;
Τα πρόσωπα στα οποία έχει καθήλωση ο Σάμπατο είναι ο Πλάτων, ο Σαρτρ και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Αναφέρεται συχνά σ’ αυτούς στα δοκίμιά του. Οι δυο τελευταίοι μάλιστα φιγουράρουν και σε τίτλους κάποιων από τα δοκίμια αυτά.
Η δεύτερη:
Πριν χρόνια διάβασα την Άγρια σκέψη του Κλωντ Λεβί Στρως. Εκεί ο μεγάλος Γάλλος ανθρωπολόγος υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα είναι δομημένη στην ανθρώπινη σκέψη σε ζεύγη αντιθέτων, όπως άσπρο-μαύρο, μέσα-έξω, πάνω-κάτω, ιερό-βέβηλο, κ.λπ. Πριν λίγους μήνες διάβασα την θαυμάσια Μίμηση του Erich Auerbach. Εκεί ο μεγάλος γερμανός φιλόλογος αναλύει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και σχολιάζει κορυφαίους συγγραφείς, από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα. Η οργανωτική δομή των αναλύσεών του στηρίζεται στη δυαδική αντίθεση Υψηλό-χαμηλό ύφος.
Και εγώ:
Το μεγαλύτερο μέρος του διδακτορικού μου στο οποίο πραγματεύομαι σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς στηρίζεται στη θεματική αντίθεση συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός.
Και ο Σάμπατο;
Αυτός κινείται στα δοκίμια αυτά σε δυο αντιθετικούς παραδειγματικούς άξονες, του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού. Στον παραδειγματικό άξονα του ορθολογισμού υπάγονται η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, ο θετικισμός, ο μαρξισμός, ο ρεαλισμός, ο άνδρας, κ.ά, ενώ στον παραδειγματικό άξονα του ανορθολογισμού εντάσσονται ο μύθος, η μαγεία, ο ρομαντισμός, ο σουρεαλισμός, η γυναίκα κ.λπ. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον οι σκέψεις και οι συλλογισμοί του, που δεν έχει νόημα να μεταφέρουμε εδώ. Απλώς να πούμε ότι προκρίνει τον παραδειγματικό άξονα του ανορθολογισμού, στον οποίο εντάσσεται η τέχνη γενικότερα, σε αντίθεση με τον παραδειγματικό άξονα του ορθολογισμού, στον οποίο εντάσσεται η επιστήμη και η τεχνολογία. Η ρήση του Χέντερλιν, με την οποία τελειώνει την εισαγωγή του, είναι χαρακτηριστική: «Οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι ένας θεός όταν ονειρεύεται, και τίποτα περισσότερο από ένας ζητιάνος όταν σκέφτεται». Το όνειρο βρίσκεται στον παραδειγματικό άξονα του ανορθολογισμού ενώ η σκέψη στον παραδειγματικό άξονα του ορθολογισμού.
Τώρα να σταχυολογήσω και να σχολιάσω κάποια αποσπάσματα:
Λίγες γραμμές πιο πριν γράφει: «…παρατηρώ ότι δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να ανασκαλεύω μερικές εμμονές μου...». Κάτι παρόμοιο διάβασα πριν λίγο καιρό, δεν θυμάμαι πού, ότι οι συγγραφείς σε όλα τους τα έργα αναπτύσσουν κάποιες συγκεκριμένες, τις ίδιες πάντα, εμμονές. Αυτό, για εκείνους που κατηγορούν κάποιους συγγραφείς για έλλειψη ανανέωσης.
Γράφει ο Σάμπατο: «Όμως με την μετανάστευση των Ελλήνων λογίων της Κωνσταντινούπολης είναι που αρχίζει στην Ιταλία η πραγματική ανάδυση του Πλάτωνα, και μέσω αυτού, του Πυθαγόρα» (σελ. 22). Σε ένα άλλο βιβλίο, αγγλικό, που διάβασα πρόσφατα (Το έχω στην Αθήνα και δεν μπορώ να μεταφέρω ακριβώς το απόσπασμα ή να παραπέμψω στη σελίδα) γράφει ότι η Αναγέννηση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους Έλληνες λογίους που μετανάστευσαν στην Ιταλία μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Να κάνω μήπως εδώ το σαρδόνιο σχόλιο ότι η Δύση πρέπει να τρέφει αιώνια ευγνωμοσύνη στους Τούρκους που κατέκτησαν την Πόλη;
Ποια είναι τα θέματα που απασχολούν τη μεγάλη λογοτεχνία κατά τον Σάμπατο; «Η μοναξιά, το παράλογο και ο θάνατος, η ελπίδα και η απελπισία» (σελ. 107). Και πιο κάτω: «Ένα βαθύ μυθιστόρημα δεν είναι δυνατόν να μην είναι μεταφυσικό, επειδή κάτω από τα συνηθισμένα και γνωστά οικογενειακά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα για τα οποία συγκρούονται οι άνθρωποι, βρίσκονται πάντα τα έσχατα προβλήματα της ύπαρξης: το άγχος, ο πόθος για δύναμη, το σάστισμα και ο τρόμος μπροστά στο θάνατο, η επιθυμία του απόλυτου και της αιωνιότητας, η εξέγερση μπροστά στο παράλογο της ύπαρξης» (σελ. 186-187).
Ξεχνάει τίποτα;
Τον έρωτα, που κατά τον Ίρβιν Γιάλομ αποτελεί το ένα από τα τέσσερα μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου (τα άλλα τρία είναι η μοναξιά, ο φόβος του θανάτου και το νόημα της ζωής).
Όμως κάτι γράφει και γι αυτόν:
«Ας πάρουμε την περίπτωση του έρωτα: το σώμα του άλλου είναι ένα αντικείμενο και όταν η επαφή πραγματοποιείται μόνο με το σώμα δεν έχουμε παρά μια μορφή αυνανισμού. Μόνο μέσω της σχέσης με μιαν ακεραιότητα κορμιού-ψυχής είναι δυνατόν να βγει το εγώ από τον εαυτό του, να υπερβεί τη μοναξιά του και να επιτύχει την κοινωνία με τον άλλο. Γι’ αυτόν τον λόγο το σκέτο σεξ είναι θλιβερό, αφού μας αφήνει στην αρχική μοναξιά με το επιπλέον μειονέκτημα του ανεκπλήρωτου εγχειρήματος. Εξηγείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι, παρ’ όλο που ο έρωτας υπήρξε ένα από τα κεντρικά θέματα της κάθε είδους λογοτεχνίας, στην εποχή μας αποκτά μια τραγική προοπτική και μία μεταφυσική διάσταση την οποία δεν είχε προηγουμένως: δεν πρόκειται για τον ευγενή έρωτα της ιπποτικής εποχής, ούτε για τον κοσμικό έρωτα του ΧVIIΙ αιώνα» (σελ. 120-121).
Η μετάφραση του Μανώλη Παπαδολαμπάκη είναι αρκετά καλή, αλλά δείχνει άγνοια τίτλων και ονομάτων σε κάποια σημεία. Το βιβλίο του Σαρτρ L’ etre et le neant είναι γνωστό ως το Είναι και το μηδέν και όχι «Το όν και το τίποτα», και βέβαια ο Stendhal είναι ο Σταντάλ και όχι ο Στεντάλ. Όσο για τον Τσέστοφ που αναφέρει, υποπτεύομαι ότι είναι ο Λέων Σέστοφ.
Αυτά!!!!!!!!!. Καιρός είναι να πάμε να ρίξουμε και καμιά βουτιά.
Sunday, August 17, 2008
Jack London, Ο θαλασσόλυκος
Jack London, Ο θαλασσόλυκος, μετ. Δέσποινα Κερεβάντη, Γράμματα 1996, σελ. 329
Το διάβασα καπάκι μετά τον Παίχτη, αγορασμένο κι αυτό από την Πρωτοπορία με 3 ευρώ. Δεν είχα ξαναδιαβάσει έργο του Jack London, και τον είχα στα υπόψη μου. Θυμάμαι μόνο το Κάλεσμα της άγριας φύσης που είχα δει σε ταινία, πριν χρόνια.
Το μυθιστόρημα αυτό με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Συναρπαστικό από την αρχή ως το τέλος, το χώρισα στη συνείδησή μου σε δυο μέρη. Το πρώτο από αυτά είναι ένας εφιάλτης, το δεύτερο ένα όνειρο. Το πρώτο μέρος είναι σκληρά νατουραλιστικό, με πρωταγωνιστή έναν αγριάνθρωπο που γεμίζει τον τόπο με πτώματα, το δεύτερο μια τρυφερή ερωτική ιστορία, στον αντίποδα του πρώτου.
Αλλά ας ξεκινήσουμε με το πρώτο μέρος. Γραμμένο στην παράδοση του νατουραλισμού, τον υπερβαίνει. Πρωταγωνιστής είναι ο Γουλφ Λάρσεν, ο καπετάνιος του Γκοστ, ενός ιστιοφόρου που κατευθύνεται στην Ιαπωνία για κυνήγι φώκιας. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο πλοίο είναι εντελώς ασύλληπτα στην υπερβολή τους. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο Λόντον μεταφέρει στο μυθιστόρημά του σκηνές που έζησε σαν ναυτικός, τόσο πολύ ξεφεύγουν από κάθε φαντασία.
Ο Γουλφ Λάρσεν είναι ένας αγριάνθρωπος, βαθιά μελαγχολικός, μοναχικός, σκληρός στα όρια του σαδισμού, που ταλαιπωρεί το πλήρωμά του. Παρολαυτά ο Λόντον τον παρουσιάζει να έχει μια ικανοποιητική μόρφωση και αρκετό ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, και τον βάζει να κάνει φιλοσοφικές συζητήσεις με τον Χόμφρεϋ, τον αφηγητή, που από ναυαγός κατέληξε σε ναύτη του πλοίου που τον έσωσε. Πήρε όμως γρήγορα προαγωγή σε υποπλοίαρχο. Ο Χόμφρεϋ εκφράζει έναν εκλεπτυσμένο ανθρωπισμό, ο Λάρσεν ένα κακοχωνεμένο δαρβινισμό. Η σκληρότητά του φαίνεται να τρέφεται από μια μεταφυσική απαισιοδοξία. Η καλλιέργειά του βρίσκεται σε αντίθεση με την σκληρότητά του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν πείθει. Οι ναζί, καλλιεργημένοι γερμανοί, ήταν ψυχροί εκτελεστές, αυτός όμως είναι σαδιστικά βασανιστής. Μια από τις περιγραφές που του κάνει ο αφηγητής είναι η παρακάτω:
«Ήταν ένα υπέροχο δείγμα αταβισμού, ένας άνθρωπος με πρωτόγονο ψυχισμό στην πιο αυθεντική μορφή του, απομεινάρι της εποχής πριν από την ανακάλυψη της ηθικής. Δεν ήταν ανήθικος, ήταν απλώς πέρα από κάθε ηθική».
Η προσωπικότητά του μου θύμισε τον Kurtz στο The heart of darkness του Κόνραντ, ένα μυθιστόρημα που δεν μου άρεσε, όπως δεν θα μου άρεσε και αυτό αν δεν υπήρχε το δεύτερο μέρος του. Η λέξη brutal, βάναυσος, σκληρός, χαρακτηρίζει εξίσου και τους δυο ήρωες, με τη διαφορά ότι ο Kurtz εμφανίζεται πολύ αργά στη σκηνή, όπου όμως κυριαρχεί η φήμη του, ενώ ο Λάρσεν την καταλαμβάνει με την ογκώδη και στιβαρή παρουσία του σχεδόν από την πρώτη στιγμή.
Για το πλήρωμα ο Χόμφρεϋ κάνει την νατουραλιστική του περιγραφή:
«Είναι μια κλειστή κοινωνία ανέραστων, σκληροτράχηλων αντρών, που η καθημερινή γκρίνια και η φαγωμάρα σκληραίνει ολοένα την καρδιά τους. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να τους έχει γεννήσει μάνα. Στα μάτια μου μοιάζουν με κάτι ανάμεσα στο κτήνος και στον άνθρωπο, ένα ξεχωριστό είδος, χωρίς φύλο. Λες κι έχουν εκκολαφθεί απ’ τον ήλιο σαν τα αυγά της χελώνας ή έχουν έρθει στον κόσμο με κάποιον παρεμφερή αποκρουστικό τρόπο. Όλη τους τη ζωή σιγοσαπίζουν μες στη κτηνωδία και την ακολασία, για να πεθάνουν στο τέλος όπως έζησαν, χωρίς να γνωρίσουν την αγάπη» (σελ. 121).
Η απιθανότητα του χαρακτήρα του Λάρσεν συναγωνίζεται την απιθανότητα των γεγονότων. Με τον αδελφό του τον Ντεθ Λάρσεν τους χωρίζει άσπονδο μίσος και στη σύγκρουσή τους γεμίζει ο τόπος πτώματα. Δεν ξέρω αν ο Λόντον είχε υπόψη του τον Αριστοτέλη που λέει ότι όταν οι συγκρούσεις γίνονται μεταξύ συγγενών είναι πιο τραγικές, και γι αυτό βάζει σαν αντίπαλο του Γουλφ Λάρσεν τον αδελφό του. Θέλει όντως να μας κάνει να νιώσουμε τραγικά αισθήματα για αυτούς τους ήρωες; Στην δική μου περίπτωση σίγουρα δεν τα καταφέρνει, αφού το μόνο που μπορώ να νιώσω είναι αποστροφή. Ο Λόντον, με το στόμα της ηρωίδας του, θα παρομοιάσει κάποια στιγμή τον Γουλφ Λάρσεν με τον Εωσφόρο, τον αντάρτη που δεν δέχεται να υποταχθεί στο θεό. Πάλι καλά που δεν τον παρομοιάζει με τον Προμηθέα.
Το Γκοστ περιμαζεύει και άλλους ναυαγούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και μια γυναίκα, ποιήτρια, με την οποία ο Χόμφρεϋ, που θαυμάζει την ποίησή της και έχει γράψει κριτικές για τις συλλογές της, γρήγορα θα νιώσει ερωτευμένος. Όταν ο Λάρσεν προσπαθεί να τη βιάσει χωρίς επιτυχία γιατί τον εμποδίζει ο Χόμφρεϋ, θα αποφασίσουν να το σκάσουν με μια από τις βάρκες του πλοίου. Θαλασσοδέρνονται μέρες πριν αράξουν σε ένα έρημο νησί. Οι δυσκολίες της επιβίωσης τρέφουν ένα αίσθημα το οποίο όμως δεν εκδηλώνεται, αλλά εκφράζεται κάθε στιγμή από τον αφηγητή, στην πιο ρομαντική ιστορία αγάπης σε συνθήκες διαβίωσης Ροβινσώνα Κρούσου. «Ήταν η πρώτη νύχτα που θα κοιμόμουν σ’ αυτό το στρωσίδι, και ήξερα προκαταβολικά ότι θα έκανα τον πιο γλυκό ύπνο αφού ήταν φτιαγμένο από τα χεράκια της» (σελ. 270).
Και με μια φοβερή απιθανότητα ξαναγυρνάει ο εφιάλτης, για να τους κάνει άλλη μια φορά τη ζωή δύσκολη. Το Γκοστ, νικημένο από το Μακεδονία του Ντεθ Λάρσεν, αράζει ακριβώς στον όρμο όπου βρίσκονται και οι δυο ερωτευμένοι ήρωές μας. Μόνος επιβάτης ο Γουλφ Λάρσεν. Αν και τυφλός από όγκο στο κεφάλι, που θα τον οδηγήσει σταδιακά στην παράλυση και στο θάνατο, θα τους κάνει τη ζωή κόλαση, προσπαθώντας να τους εμποδίσει να επισκευάσουν το πλοίο και να φύγουν. Θα τα καταφέρουν τελικά αφού πεθάνει. Μετά από λίγες μέρες θα τους βρει ένα ατμόπλοιο. Πριν τους πλευρίσει θα εκφράσουν επί τέλους τον έρωτά τους, στο πιο ευχάριστο σασπένς που βρήκα ποτέ σε μυθιστόρημα.
«-Ένα φιλί αγαπούλα μου, ψιθύρισα, ένα φιλί πριν μας προφτάσουν.
-Και μας γλιτώσουν απ’ τους εαυτούς μας, συμπλήρωσε, μ’ ένα αξιολάτρευτο χαμόγελο, σκανταλιάρικο, όπως δεν το είχα δει ποτέ άλλοτε, γιατί ήταν απ’ τη σκανταλιά του έρωτα τούτη τη φορά».
Έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα.
Το διάβασα καπάκι μετά τον Παίχτη, αγορασμένο κι αυτό από την Πρωτοπορία με 3 ευρώ. Δεν είχα ξαναδιαβάσει έργο του Jack London, και τον είχα στα υπόψη μου. Θυμάμαι μόνο το Κάλεσμα της άγριας φύσης που είχα δει σε ταινία, πριν χρόνια.
Το μυθιστόρημα αυτό με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Συναρπαστικό από την αρχή ως το τέλος, το χώρισα στη συνείδησή μου σε δυο μέρη. Το πρώτο από αυτά είναι ένας εφιάλτης, το δεύτερο ένα όνειρο. Το πρώτο μέρος είναι σκληρά νατουραλιστικό, με πρωταγωνιστή έναν αγριάνθρωπο που γεμίζει τον τόπο με πτώματα, το δεύτερο μια τρυφερή ερωτική ιστορία, στον αντίποδα του πρώτου.
Αλλά ας ξεκινήσουμε με το πρώτο μέρος. Γραμμένο στην παράδοση του νατουραλισμού, τον υπερβαίνει. Πρωταγωνιστής είναι ο Γουλφ Λάρσεν, ο καπετάνιος του Γκοστ, ενός ιστιοφόρου που κατευθύνεται στην Ιαπωνία για κυνήγι φώκιας. Τα γεγονότα που διαδραματίζονται στο πλοίο είναι εντελώς ασύλληπτα στην υπερβολή τους. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ο Λόντον μεταφέρει στο μυθιστόρημά του σκηνές που έζησε σαν ναυτικός, τόσο πολύ ξεφεύγουν από κάθε φαντασία.
Ο Γουλφ Λάρσεν είναι ένας αγριάνθρωπος, βαθιά μελαγχολικός, μοναχικός, σκληρός στα όρια του σαδισμού, που ταλαιπωρεί το πλήρωμά του. Παρολαυτά ο Λόντον τον παρουσιάζει να έχει μια ικανοποιητική μόρφωση και αρκετό ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, και τον βάζει να κάνει φιλοσοφικές συζητήσεις με τον Χόμφρεϋ, τον αφηγητή, που από ναυαγός κατέληξε σε ναύτη του πλοίου που τον έσωσε. Πήρε όμως γρήγορα προαγωγή σε υποπλοίαρχο. Ο Χόμφρεϋ εκφράζει έναν εκλεπτυσμένο ανθρωπισμό, ο Λάρσεν ένα κακοχωνεμένο δαρβινισμό. Η σκληρότητά του φαίνεται να τρέφεται από μια μεταφυσική απαισιοδοξία. Η καλλιέργειά του βρίσκεται σε αντίθεση με την σκληρότητά του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν πείθει. Οι ναζί, καλλιεργημένοι γερμανοί, ήταν ψυχροί εκτελεστές, αυτός όμως είναι σαδιστικά βασανιστής. Μια από τις περιγραφές που του κάνει ο αφηγητής είναι η παρακάτω:
«Ήταν ένα υπέροχο δείγμα αταβισμού, ένας άνθρωπος με πρωτόγονο ψυχισμό στην πιο αυθεντική μορφή του, απομεινάρι της εποχής πριν από την ανακάλυψη της ηθικής. Δεν ήταν ανήθικος, ήταν απλώς πέρα από κάθε ηθική».
Η προσωπικότητά του μου θύμισε τον Kurtz στο The heart of darkness του Κόνραντ, ένα μυθιστόρημα που δεν μου άρεσε, όπως δεν θα μου άρεσε και αυτό αν δεν υπήρχε το δεύτερο μέρος του. Η λέξη brutal, βάναυσος, σκληρός, χαρακτηρίζει εξίσου και τους δυο ήρωες, με τη διαφορά ότι ο Kurtz εμφανίζεται πολύ αργά στη σκηνή, όπου όμως κυριαρχεί η φήμη του, ενώ ο Λάρσεν την καταλαμβάνει με την ογκώδη και στιβαρή παρουσία του σχεδόν από την πρώτη στιγμή.
Για το πλήρωμα ο Χόμφρεϋ κάνει την νατουραλιστική του περιγραφή:
«Είναι μια κλειστή κοινωνία ανέραστων, σκληροτράχηλων αντρών, που η καθημερινή γκρίνια και η φαγωμάρα σκληραίνει ολοένα την καρδιά τους. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να τους έχει γεννήσει μάνα. Στα μάτια μου μοιάζουν με κάτι ανάμεσα στο κτήνος και στον άνθρωπο, ένα ξεχωριστό είδος, χωρίς φύλο. Λες κι έχουν εκκολαφθεί απ’ τον ήλιο σαν τα αυγά της χελώνας ή έχουν έρθει στον κόσμο με κάποιον παρεμφερή αποκρουστικό τρόπο. Όλη τους τη ζωή σιγοσαπίζουν μες στη κτηνωδία και την ακολασία, για να πεθάνουν στο τέλος όπως έζησαν, χωρίς να γνωρίσουν την αγάπη» (σελ. 121).
Η απιθανότητα του χαρακτήρα του Λάρσεν συναγωνίζεται την απιθανότητα των γεγονότων. Με τον αδελφό του τον Ντεθ Λάρσεν τους χωρίζει άσπονδο μίσος και στη σύγκρουσή τους γεμίζει ο τόπος πτώματα. Δεν ξέρω αν ο Λόντον είχε υπόψη του τον Αριστοτέλη που λέει ότι όταν οι συγκρούσεις γίνονται μεταξύ συγγενών είναι πιο τραγικές, και γι αυτό βάζει σαν αντίπαλο του Γουλφ Λάρσεν τον αδελφό του. Θέλει όντως να μας κάνει να νιώσουμε τραγικά αισθήματα για αυτούς τους ήρωες; Στην δική μου περίπτωση σίγουρα δεν τα καταφέρνει, αφού το μόνο που μπορώ να νιώσω είναι αποστροφή. Ο Λόντον, με το στόμα της ηρωίδας του, θα παρομοιάσει κάποια στιγμή τον Γουλφ Λάρσεν με τον Εωσφόρο, τον αντάρτη που δεν δέχεται να υποταχθεί στο θεό. Πάλι καλά που δεν τον παρομοιάζει με τον Προμηθέα.
Το Γκοστ περιμαζεύει και άλλους ναυαγούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και μια γυναίκα, ποιήτρια, με την οποία ο Χόμφρεϋ, που θαυμάζει την ποίησή της και έχει γράψει κριτικές για τις συλλογές της, γρήγορα θα νιώσει ερωτευμένος. Όταν ο Λάρσεν προσπαθεί να τη βιάσει χωρίς επιτυχία γιατί τον εμποδίζει ο Χόμφρεϋ, θα αποφασίσουν να το σκάσουν με μια από τις βάρκες του πλοίου. Θαλασσοδέρνονται μέρες πριν αράξουν σε ένα έρημο νησί. Οι δυσκολίες της επιβίωσης τρέφουν ένα αίσθημα το οποίο όμως δεν εκδηλώνεται, αλλά εκφράζεται κάθε στιγμή από τον αφηγητή, στην πιο ρομαντική ιστορία αγάπης σε συνθήκες διαβίωσης Ροβινσώνα Κρούσου. «Ήταν η πρώτη νύχτα που θα κοιμόμουν σ’ αυτό το στρωσίδι, και ήξερα προκαταβολικά ότι θα έκανα τον πιο γλυκό ύπνο αφού ήταν φτιαγμένο από τα χεράκια της» (σελ. 270).
Και με μια φοβερή απιθανότητα ξαναγυρνάει ο εφιάλτης, για να τους κάνει άλλη μια φορά τη ζωή δύσκολη. Το Γκοστ, νικημένο από το Μακεδονία του Ντεθ Λάρσεν, αράζει ακριβώς στον όρμο όπου βρίσκονται και οι δυο ερωτευμένοι ήρωές μας. Μόνος επιβάτης ο Γουλφ Λάρσεν. Αν και τυφλός από όγκο στο κεφάλι, που θα τον οδηγήσει σταδιακά στην παράλυση και στο θάνατο, θα τους κάνει τη ζωή κόλαση, προσπαθώντας να τους εμποδίσει να επισκευάσουν το πλοίο και να φύγουν. Θα τα καταφέρουν τελικά αφού πεθάνει. Μετά από λίγες μέρες θα τους βρει ένα ατμόπλοιο. Πριν τους πλευρίσει θα εκφράσουν επί τέλους τον έρωτά τους, στο πιο ευχάριστο σασπένς που βρήκα ποτέ σε μυθιστόρημα.
«-Ένα φιλί αγαπούλα μου, ψιθύρισα, ένα φιλί πριν μας προφτάσουν.
-Και μας γλιτώσουν απ’ τους εαυτούς μας, συμπλήρωσε, μ’ ένα αξιολάτρευτο χαμόγελο, σκανταλιάρικο, όπως δεν το είχα δει ποτέ άλλοτε, γιατί ήταν απ’ τη σκανταλιά του έρωτα τούτη τη φορά».
Έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα.
Sunday, August 10, 2008
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο παίχτης.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο παίχτης, Γράμματα 1991, μετ. Όλγα Αγγελίδη
Το βιβλίο το είχα αγοράσει πριν λίγα χρόνια, προσφορά της «Πρωτοπορίας», 3 ευρώ. Το πήρα μαζί μου τώρα στο ταξίδι στην Κρήτη, να το διαβάσω στο πλοίο. Δεν διάβασα παρά ελάχιστες σελίδες. Ήμουν τόσο κουρασμένος που το έριξα στον ύπνο μόλις έφτασα στο πλοίο. Με ξύπνησαν τα μεγάφωνα στις 12 η ώρα (ταξίδευα με το ημερήσιο), που ανάγγειλαν ότι το εστιατόριο είναι έτοιμο να υποδεχθεί το κοινό. Πήγα, έφαγα, γύρισα, διάβασα λίγες σελίδες και ξανακοιμήθηκα, κοντά στις μία. Με ξύπνησε η τηλεόραση κατά τις 4, καθώς ξεκινούσε μια ελληνική κωμωδία της δεκαετίας του 60. Κάθισα και την είδα. Έτσι το βιβλίο το διάβασα σχεδόν όλο την επομένη στην Κρήτη.
Πριν δυο χρόνια, μετά από δεκαετίες, ξαναδιάβασα Ντοστογιέφσκι, τον Αιώνιο σύζυγο, και έμεινα έκπληκτος μπροστά στον μεγάλο συγγραφέα, που μπορεί και συναρπάζει με ένα έργο που δεν θεωρείται από τα πρώτα του. Στον Παίχτη συνάντησα πάλι τον μεγάλο συγγραφέα, που μου έκανε όμως μια εντελώς διαφορετική εντύπωση. Τον έγραψε το 1866, πιθανότατα μόλις άρχισε να γίνεται χαρτοπαίχτης, γιατί περιγράφει τον εθισμό με πολύ παραστατικό τρόπο-όχι στα χαρτιά αλλά στη ρουλέτα. Αυτό που με συνάρπασε σε αυτό το μυθιστόρημα είναι η απολαυστική του σάτιρα, που μου θύμισε περισσότερο τον Γκόγκολ και τις Νεκρές ψυχές παρά τον Ντοστογιέφσκι που ήξερα μέχρι τότε.
Ένας απόστρατος Ρώσος στρατηγός έχει πάει σε μια γερμανική λουτρόπολη με τις κόρες του, τη φιλενάδα του, μια κατά πολύ νεότερή του courtesan, με την οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί, τις τρεις κόρες του και τον νεαρό δάσκαλο, τον «ουτσίτελ», λέξη με συνδηλώσεις περιφρόνησης, και ο οποίος αφηγείται την ιστορία.
Ο ουτσίτελ, ο δασκαλάκος, είναι ερωτευμένος με την Παυλίνα, τη μεγάλη κόρη, πλατωνικά, με την γνωστή αυτοταπείνωση που μας είναι γνωστή από τα μεταγενέστερα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ο στρατηγός βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, και κάθε τρεις και μια στέλνει τηλεγράφημα να δει αν πέθανε η θεία του, την οποία περιμένει να κληρονομήσει για να ξεπληρώσει τα χρέη του, αλλιώς χάνει όλη του την περιουσία την οποία έχει υποθηκευμένη. Και κάποια στιγμή αρχίζουν τα απολαυστικά επεισόδια. Καταφτάνει η γιαγιά, μισοπαράλυτη που την κουβαλάνε πάνω σε μια πολυθρόνα. Έχει μάθει για τα τηλεγραφήματα και του δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν θα του δώσει πεντάρα. Δελεάζεται από τη ρουλέτα, κερδίζει αρχικά, αλλά στη συνέχεια χάνει όσα χρήματα κουβαλάει μαζί της, ενώ μάταια ο ουτσίτελ και οι άλλοι, με την παράκληση του στρατηγού, προσπαθούν να την πείσουν να πάψει πια να παίζει. Κάθε καπίκι που χάνει, ο στρατηγός το νιώθει σαν προσωπική απώλεια.
Όμως ας μιλήσουμε για αυτά που μου έκαναν εντύπωση στο μυθιστόρημα.
Κατ’ αρχήν μια θεματική του fin de siecle: Η Μπλανς, η μνηστή του στρατηγού, δεν είναι παρά μια από τις νεαρές κοπέλες που συντηρούν πλούσιοι αριστοκράτες, μια Μανών Λεσκώ αλλά χωρίς τον ντε Γκριέ. Ή μάλλον υπάρχει ο ντε Γκριέ, ο οποίος όμως δεν είναι παρά ο δανειστής του στρατηγού. Σίγουρα ο Ντοστογιέφσκι θα είχε υπόψη του το μυθιστόρημα του αββά Πρεβώ, που ξέφυγε από τη λήθη χάρη στις όπερες του Πουτσίνι (Μανόν Λεσκώ) και του Μασνέ (Μανόν). Και η Μαργαρίτα Γκωτιέ, επίσης μια courtesan, η Κυρία με τας καμελίας του Αλέξανδρου Δουμά υιού, έμεινε κι αυτή στην ιστορία χάρη στην Τραβιάτα του Βέρντι. Ο Ζολά βέβαια παρουσίασε τη μη ρομαντική εκδοχή αυτού του τύπου γυναίκας με τη Νανά. Πάντως θα πρέπει να υπήρχαν αρκετές γυναίκες αυτού του τύπου για να ασχοληθεί μαζί τους η λογοτεχνία. Φαντάζομαι θα γράφηκαν και άλλα παρόμοια έργα που δεν έχω υπόψη μου.
Το δεύτερο πράγμα που μου προξένησε εντύπωση, και που συνάντησα και στον Θαλασσόλυκο του Τζακ Λόντον, για τον οποίο θα γράψουμε επίσης δυο λογάκια μόλις τον τελειώσουμε, είναι για τα χρυσά νομίσματα που κυκλοφορούσαν όπως όλα τα άλλα κέρματα.
Και το τελευταίο: Η συχνή αναφορά στα εθνικά στερεότυπα, που μελετάει η Imagologie. Ο Άγγλος είναι τέτοιος τύπος, ο Γάλλος τέτοιος, ο Γερμανός τέτοιος και ο Ρώσος τέτοιος.
(Αφηγείται ο ουτσίτελ) «Όπως όλοι οι Γάλλοι, ο Ντε Γκριέ ήταν ευχάριστος κι ευγενικός από συμφέρον και ανάγκη, και ανυπόφορα πληκτικός όταν η ανάγκη έπαυε να υπάρχει. Ο Γάλλος σπάνια είναι αξιαγάπητος από φυσικού του. Γίνεται τέτοιος κατά παραγγελία ή από υπολογισμό. Αν δει, λόγου χάρη, ότι είναι ανάγκη να παραστήσει τον εκκεντρικό, τον πρωτότυπο και ασυνήθιστο, τότε η εκκεντρικότητά του γίνεται τρομερά ανόητη και αφύσικη και παίρνει μορφές από παλιά αποδεκτές, μα από καιρό φθαρμένες και εκχυδαϊσμένες…» (σελ. 61).
Και κάπου αλλού, αφού μιλάει πιο πριν πάλι για τους Γάλλους: «…οι περισσότεροι Άγγλοι είναι απότομοι και τραχείς, ενώ οι Ρώσοι έχουν μια πολύ λεπτή αίσθηση της ομορφιάς, που την αγαπούν άλλωστε πολύ» (σελ. 187). Και πιο κάτω: «…όλοι οι Ρώσοι έτσι είναι φτιαγμένοι, ή έχουν την τάση να γίνουν έτσι. Αν δεν είναι η ρουλέτα, θα ’ναι κάτι παραπλήσιο» (σελ. 189).
Ο ήρωάς μας τελικά θα κατακτήσει την Παυλίνα-για μια βραδιά. Να πως την αφηγείται ο Ντοστογιέφσκι εκείνη τη βραδιά.
«Και πάλι μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε, ακουμπούσε με τρυφερότητα το πρόσωπό της στο δικό μου. Δεν σκεφτόμουν πια ούτε άκουγα τίποτα. Το κεφάλι μου γύριζε…
Πρέπει να ήταν εφτά το πρωί όταν συνήλθα πάλι. Ο ήλιος φώτιζε το δωμάτιο…» (σελ. 158).
Το πώς πέρασαν τη νύχτα είναι ένα απόλυτο αφηγηματικό κενό. Ή μάλλον όχι εντελώς, υπάρχουν οι τρεις τελείες. Για ένα σύγχρονο συγγραφέα, το σημείο αυτό της αφήγησης θα ήταν το πιο αβανταδόρικο. Αλλά άλλοι καιροί, άλλα ήθη.
Θα τελειώσω με κάτι που με ενδιαφέρει ως αφηγηματολόγο. Ο χρόνος της αφήγησης, ειδικά στα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα, είναι συνήθως μεταγενέστερος από το χρόνο της ιστορίας. Εδώ έχουμε δυο αφηγηματικούς χρόνους. Ο πρώτος είναι εμβόλιμος στην ιστορία, αφού διαδραματισθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Ο δεύτερος ακολουθεί σχεδόν αμέσως το τέλος της ιστορίας, στο τελευταίο κεφάλαιο το οποίο ξεκινάει ως εξής: «Είναι κοντά ένας χρόνος κι οχτώ μήνες που δεν έριξα ούτε μια ματιά στις σημειώσεις αυτές, και μόνο τώρα, μες στη θλίψη και τη μιζέρια μου, έτυχε να τις ξαναδιαβάσω και να διασκεδάσω λιγάκι» (σελ. 179). Σε περίληψη παραθέτει τι συνέβη στους μήνες αυτούς, για να εστιάσει στην συνάντηση που είχε μόλις πριν λίγο με τον Άστλυ, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα του λέει: «Ναι, δυστυχισμένε, σας αγαπούσε, τώρα μπορώ να σας το φανερώσω, γιατί είστε ξοφλημένος πια! Κι έπειτα, ακόμη κι αν σας πω ότι εξακολουθεί να σας αγαπάει, εσείς πάλι εδώ θα μείνετε. Ναι, καταστρέψατε τον εαυτό σας…πάρτε δέκα λουδοβίκια, δεν σας δίνω περισσότερα γιατί σίγουρα θα τα χάσετε» (σελ. 189).
Το έργο τελειώνει στην επόμενη σελίδα, με τον ουτσίτελ να ετοιμάζεται να πάει να παίξει αυτά τα δέκα λουδοβίκια, με την ελπίδα να κερδίσει και να προσπαθήσει να κατακτήσει ξανά τη γυναίκα που αγαπάει και τον αγαπάει.
Θα τα καταφέρει;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Άτομα με αφηγηματικές προσδοκίες δημιουργημένες από την παραλογοτεχνία και τον κινηματογράφο θα απογοητευτούν. Όχι όμως και οι ρομαν-φιλ (κατά το σινεφίλ), που βλέπουν το μυθιστόρημα όπως ο Roman Jakobson, σαν μια μεγάλη μετωνυμία της πραγματικότητας, ή αλλιώς σαν μια φέτα ζωής.
Το βιβλίο το είχα αγοράσει πριν λίγα χρόνια, προσφορά της «Πρωτοπορίας», 3 ευρώ. Το πήρα μαζί μου τώρα στο ταξίδι στην Κρήτη, να το διαβάσω στο πλοίο. Δεν διάβασα παρά ελάχιστες σελίδες. Ήμουν τόσο κουρασμένος που το έριξα στον ύπνο μόλις έφτασα στο πλοίο. Με ξύπνησαν τα μεγάφωνα στις 12 η ώρα (ταξίδευα με το ημερήσιο), που ανάγγειλαν ότι το εστιατόριο είναι έτοιμο να υποδεχθεί το κοινό. Πήγα, έφαγα, γύρισα, διάβασα λίγες σελίδες και ξανακοιμήθηκα, κοντά στις μία. Με ξύπνησε η τηλεόραση κατά τις 4, καθώς ξεκινούσε μια ελληνική κωμωδία της δεκαετίας του 60. Κάθισα και την είδα. Έτσι το βιβλίο το διάβασα σχεδόν όλο την επομένη στην Κρήτη.
Πριν δυο χρόνια, μετά από δεκαετίες, ξαναδιάβασα Ντοστογιέφσκι, τον Αιώνιο σύζυγο, και έμεινα έκπληκτος μπροστά στον μεγάλο συγγραφέα, που μπορεί και συναρπάζει με ένα έργο που δεν θεωρείται από τα πρώτα του. Στον Παίχτη συνάντησα πάλι τον μεγάλο συγγραφέα, που μου έκανε όμως μια εντελώς διαφορετική εντύπωση. Τον έγραψε το 1866, πιθανότατα μόλις άρχισε να γίνεται χαρτοπαίχτης, γιατί περιγράφει τον εθισμό με πολύ παραστατικό τρόπο-όχι στα χαρτιά αλλά στη ρουλέτα. Αυτό που με συνάρπασε σε αυτό το μυθιστόρημα είναι η απολαυστική του σάτιρα, που μου θύμισε περισσότερο τον Γκόγκολ και τις Νεκρές ψυχές παρά τον Ντοστογιέφσκι που ήξερα μέχρι τότε.
Ένας απόστρατος Ρώσος στρατηγός έχει πάει σε μια γερμανική λουτρόπολη με τις κόρες του, τη φιλενάδα του, μια κατά πολύ νεότερή του courtesan, με την οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί, τις τρεις κόρες του και τον νεαρό δάσκαλο, τον «ουτσίτελ», λέξη με συνδηλώσεις περιφρόνησης, και ο οποίος αφηγείται την ιστορία.
Ο ουτσίτελ, ο δασκαλάκος, είναι ερωτευμένος με την Παυλίνα, τη μεγάλη κόρη, πλατωνικά, με την γνωστή αυτοταπείνωση που μας είναι γνωστή από τα μεταγενέστερα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ο στρατηγός βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, και κάθε τρεις και μια στέλνει τηλεγράφημα να δει αν πέθανε η θεία του, την οποία περιμένει να κληρονομήσει για να ξεπληρώσει τα χρέη του, αλλιώς χάνει όλη του την περιουσία την οποία έχει υποθηκευμένη. Και κάποια στιγμή αρχίζουν τα απολαυστικά επεισόδια. Καταφτάνει η γιαγιά, μισοπαράλυτη που την κουβαλάνε πάνω σε μια πολυθρόνα. Έχει μάθει για τα τηλεγραφήματα και του δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν θα του δώσει πεντάρα. Δελεάζεται από τη ρουλέτα, κερδίζει αρχικά, αλλά στη συνέχεια χάνει όσα χρήματα κουβαλάει μαζί της, ενώ μάταια ο ουτσίτελ και οι άλλοι, με την παράκληση του στρατηγού, προσπαθούν να την πείσουν να πάψει πια να παίζει. Κάθε καπίκι που χάνει, ο στρατηγός το νιώθει σαν προσωπική απώλεια.
Όμως ας μιλήσουμε για αυτά που μου έκαναν εντύπωση στο μυθιστόρημα.
Κατ’ αρχήν μια θεματική του fin de siecle: Η Μπλανς, η μνηστή του στρατηγού, δεν είναι παρά μια από τις νεαρές κοπέλες που συντηρούν πλούσιοι αριστοκράτες, μια Μανών Λεσκώ αλλά χωρίς τον ντε Γκριέ. Ή μάλλον υπάρχει ο ντε Γκριέ, ο οποίος όμως δεν είναι παρά ο δανειστής του στρατηγού. Σίγουρα ο Ντοστογιέφσκι θα είχε υπόψη του το μυθιστόρημα του αββά Πρεβώ, που ξέφυγε από τη λήθη χάρη στις όπερες του Πουτσίνι (Μανόν Λεσκώ) και του Μασνέ (Μανόν). Και η Μαργαρίτα Γκωτιέ, επίσης μια courtesan, η Κυρία με τας καμελίας του Αλέξανδρου Δουμά υιού, έμεινε κι αυτή στην ιστορία χάρη στην Τραβιάτα του Βέρντι. Ο Ζολά βέβαια παρουσίασε τη μη ρομαντική εκδοχή αυτού του τύπου γυναίκας με τη Νανά. Πάντως θα πρέπει να υπήρχαν αρκετές γυναίκες αυτού του τύπου για να ασχοληθεί μαζί τους η λογοτεχνία. Φαντάζομαι θα γράφηκαν και άλλα παρόμοια έργα που δεν έχω υπόψη μου.
Το δεύτερο πράγμα που μου προξένησε εντύπωση, και που συνάντησα και στον Θαλασσόλυκο του Τζακ Λόντον, για τον οποίο θα γράψουμε επίσης δυο λογάκια μόλις τον τελειώσουμε, είναι για τα χρυσά νομίσματα που κυκλοφορούσαν όπως όλα τα άλλα κέρματα.
Και το τελευταίο: Η συχνή αναφορά στα εθνικά στερεότυπα, που μελετάει η Imagologie. Ο Άγγλος είναι τέτοιος τύπος, ο Γάλλος τέτοιος, ο Γερμανός τέτοιος και ο Ρώσος τέτοιος.
(Αφηγείται ο ουτσίτελ) «Όπως όλοι οι Γάλλοι, ο Ντε Γκριέ ήταν ευχάριστος κι ευγενικός από συμφέρον και ανάγκη, και ανυπόφορα πληκτικός όταν η ανάγκη έπαυε να υπάρχει. Ο Γάλλος σπάνια είναι αξιαγάπητος από φυσικού του. Γίνεται τέτοιος κατά παραγγελία ή από υπολογισμό. Αν δει, λόγου χάρη, ότι είναι ανάγκη να παραστήσει τον εκκεντρικό, τον πρωτότυπο και ασυνήθιστο, τότε η εκκεντρικότητά του γίνεται τρομερά ανόητη και αφύσικη και παίρνει μορφές από παλιά αποδεκτές, μα από καιρό φθαρμένες και εκχυδαϊσμένες…» (σελ. 61).
Και κάπου αλλού, αφού μιλάει πιο πριν πάλι για τους Γάλλους: «…οι περισσότεροι Άγγλοι είναι απότομοι και τραχείς, ενώ οι Ρώσοι έχουν μια πολύ λεπτή αίσθηση της ομορφιάς, που την αγαπούν άλλωστε πολύ» (σελ. 187). Και πιο κάτω: «…όλοι οι Ρώσοι έτσι είναι φτιαγμένοι, ή έχουν την τάση να γίνουν έτσι. Αν δεν είναι η ρουλέτα, θα ’ναι κάτι παραπλήσιο» (σελ. 189).
Ο ήρωάς μας τελικά θα κατακτήσει την Παυλίνα-για μια βραδιά. Να πως την αφηγείται ο Ντοστογιέφσκι εκείνη τη βραδιά.
«Και πάλι μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε, ακουμπούσε με τρυφερότητα το πρόσωπό της στο δικό μου. Δεν σκεφτόμουν πια ούτε άκουγα τίποτα. Το κεφάλι μου γύριζε…
Πρέπει να ήταν εφτά το πρωί όταν συνήλθα πάλι. Ο ήλιος φώτιζε το δωμάτιο…» (σελ. 158).
Το πώς πέρασαν τη νύχτα είναι ένα απόλυτο αφηγηματικό κενό. Ή μάλλον όχι εντελώς, υπάρχουν οι τρεις τελείες. Για ένα σύγχρονο συγγραφέα, το σημείο αυτό της αφήγησης θα ήταν το πιο αβανταδόρικο. Αλλά άλλοι καιροί, άλλα ήθη.
Θα τελειώσω με κάτι που με ενδιαφέρει ως αφηγηματολόγο. Ο χρόνος της αφήγησης, ειδικά στα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα, είναι συνήθως μεταγενέστερος από το χρόνο της ιστορίας. Εδώ έχουμε δυο αφηγηματικούς χρόνους. Ο πρώτος είναι εμβόλιμος στην ιστορία, αφού διαδραματισθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Ο δεύτερος ακολουθεί σχεδόν αμέσως το τέλος της ιστορίας, στο τελευταίο κεφάλαιο το οποίο ξεκινάει ως εξής: «Είναι κοντά ένας χρόνος κι οχτώ μήνες που δεν έριξα ούτε μια ματιά στις σημειώσεις αυτές, και μόνο τώρα, μες στη θλίψη και τη μιζέρια μου, έτυχε να τις ξαναδιαβάσω και να διασκεδάσω λιγάκι» (σελ. 179). Σε περίληψη παραθέτει τι συνέβη στους μήνες αυτούς, για να εστιάσει στην συνάντηση που είχε μόλις πριν λίγο με τον Άστλυ, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα του λέει: «Ναι, δυστυχισμένε, σας αγαπούσε, τώρα μπορώ να σας το φανερώσω, γιατί είστε ξοφλημένος πια! Κι έπειτα, ακόμη κι αν σας πω ότι εξακολουθεί να σας αγαπάει, εσείς πάλι εδώ θα μείνετε. Ναι, καταστρέψατε τον εαυτό σας…πάρτε δέκα λουδοβίκια, δεν σας δίνω περισσότερα γιατί σίγουρα θα τα χάσετε» (σελ. 189).
Το έργο τελειώνει στην επόμενη σελίδα, με τον ουτσίτελ να ετοιμάζεται να πάει να παίξει αυτά τα δέκα λουδοβίκια, με την ελπίδα να κερδίσει και να προσπαθήσει να κατακτήσει ξανά τη γυναίκα που αγαπάει και τον αγαπάει.
Θα τα καταφέρει;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Άτομα με αφηγηματικές προσδοκίες δημιουργημένες από την παραλογοτεχνία και τον κινηματογράφο θα απογοητευτούν. Όχι όμως και οι ρομαν-φιλ (κατά το σινεφίλ), που βλέπουν το μυθιστόρημα όπως ο Roman Jakobson, σαν μια μεγάλη μετωνυμία της πραγματικότητας, ή αλλιώς σαν μια φέτα ζωής.
Saturday, August 2, 2008
Abdellatif Laâbi, Le fou d’ espoir, Casablanca, Maroc, ed. Eddif.
Συνηθίζεται τελευταία να γίνεται παρουσίαση ξενόγλωσσων βιβλίων. Έτσι κι εμείς σκεφτήκαμε, μια και το διαβάσαμε, να παρουσιάσουμε το βιβλίο Le fou d’ espoir ou Le chemin des ordalies (Ο τρελός από ελπίδα ή ο δρόμος των βασανιστηρίων) του μαροκινού συγγραφέα Abdellatif Laâbi.
Το βιβλίο στο εσώφυλλο χαρακτηρίζεται ως roman, μυθιστόρημα. Δεν πειστήκαμε. Τελικά διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό βιβλίο. Όμως να δώσουμε τα βιογραφικά του συγγραφέα, όπως τα βρήκαμε στη Wikipedia.
Ο Abdellatif Laâbi είναι ένας μαροκινός ποιητής, που γεννήθηκε το 1942 στη Φεζ, στο Μαρόκο. Ο Laâbi, που τότε δίδασκε γαλλικά, ίδρυσε μαζί με άλλους ποιητές το καλλιτεχνικό περιοδικό Anfas/Souffles, μια σημαντική λογοτεχνική επιθεώρηση, το 1966. Το περιοδικό αυτό θεωρήθηκε ως σημείο συνάντησης μερικών ποιητών που ένιωσαν την ανάγκη μιας ποιητικής ανανέωσης, που όμως πολύ γρήγορα αποτέλεσε το βήμα ζωγράφων, σκηνοθετών του κινηματογράφου, ανθρώπων του θεάτρου, ερευνητών και διανοούμενων. Το 1972 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του, αλλά στη σύντομη διάρκεια της ύπαρξής του έγινε χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης και για άλλες χώρες του Μαγκρέμπ (αραβικές χώρες της δυτικής Αφρικής) και του Τρίτου Κόσμου. Ο Laâbi φυλακίστηκε, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση για τις πολιτικές του απόψεις, από το 1972 μέχρι το 1980. Υποχρεώθηκε τότε σε αυτοεξορία στη Γαλλία όπως και ο φίλος του Abraham Serfaty, συνεργάτης του περιοδικού, που μετά από 17 χρόνια φυλακή εξορίστηκε επίσης στη Γαλλία το 1991. Ο Laâbi ζει στη Γαλλία από το 1985, και από το 1988 είναι μέλος της Ακαδημίας Μαλλαρμέ. Έχει υπερασπιστεί συγγραφείς που διώχτηκαν για τα έργα τους, όπως ο Σαλμάν Ρασντί.
Υπήρξε σύμπτωση που διάβασα αυτό το βιβλίο αμέσως μετά το «Η φυλακισμένη της Τεχεράνης» της Μαρίνας Νεμάτ (το έχουμε ήδη παρουσιάσει στο blog του Λέξημα), και μάλιστα σε μια κατάλληλη στιγμή για μένα, για να παρηγορηθώ με τη σκέψη ότι υπάρχουν και χειρότερα. Και μια άλλη σύμπτωση: Σχεδόν όταν αποφυλακιζόταν ο Laâbi (μετά από δυο χρόνια για την ακρίβεια) φυλακιζόταν η Μαρίνα Νεμάτ. Περίπου σαν να της παρέδιδε τη σκυτάλη.
Και μια ακόμη σύμπτωση. Τόσο ο Laâbi όσο και η Μαρίνα Νεμάτ χρησιμοποιούν μια παρόμοια αφηγηματική τεχνική. Και οι δυο χρησιμοποιούν δυο χρόνους εναλλάξ: η Μαρίνα Νεμάτ το χρόνο της παιδικής της ηλικίας εναλλάξ με το χρόνο της φυλάκισης και των βασανιστηρίων της, και ο Laâbi το χρόνο της απελευθέρωσής του εναλλάξ με το χρόνο της φυλάκισής του.
Και οι διαφορές:
Ο αποδέκτης της αφήγησης στο βιβλίο της Νεμάτ είναι ο αναγνώστης. Στο βιβλίο του Laâbi ο αποδέκτης της αφήγησης, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι ενδοκειμενικός, και δεν είναι ένας. Εκτός από την αγαπημένη του γυναίκα είναι ρητορικά ο εαυτός του. Όμως συναντάμε και τον Βίκτωρ Χάρα, τον τραγουδιστή που σκότωσαν οι φασίστες του Πινοσέτ αφού πρώτα του έγδαραν τα δάκτυλα για να μην μπορεί να παίζει την κιθάρα του, ενώ προς το τέλος του βιβλίου αποδέκτης γίνεται ο αναγνώστης, στον οποίο ο Laâbi απευθύνεται άμεσα: mon frère, αδελφέ μου, σε ένα κείμενο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πνευματική διαθήκη. Ο αριστερός Laâbi στέκεται κριτικά απέναντι στην αριστερά. «Να γιατί δεν μπορώ, για παράδειγμα, να ξεχάσω πως η κόκκινη σημαία – κόκκινη από το αίμα των εργατών – φέρει με τρόπο ανεξίτηλο, με ζωηρό κόκκινο επίσης, το αίμα του Μπουχάριν…» (σελ. 190). Ακόμη επικεντρώνεται στα μείζονα προβλήματα της εποχής μας, και κυρίως στο πρόβλημα της φτώχειας που πλήττει πρώτα απ’ όλα τα παιδιά, όπως δείχνουν οι υψηλοί δείκτες παιδικής θνησιμότητας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. «…Αυτό το δικαίωμα είναι το δικαίωμα στη ζωή και πρώτα απ’ όλα το δικαίωμα στη ζωή των παιδιών (σελ. 192).
Ο Laâbi γράφει αμέσως μόλις αποφυλακίζεται. Η Νεμάτ γράφει κάπου είκοσι χρόνια μετά, όταν οι αναμνήσεις από τη φυλακή αρχίζουν να την κατακλύζουν και ανησυχεί για την ψυχική της υγεία. «Αφού δεν μπορούσα να ξεχάσω, ίσως η λύση ήταν να θυμάμαι», γράφει.
Η Νεμάτ στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα και σώθηκε την τελευταία στιγμή. Ο Laâbi δεν καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως βασανίστηκε πιο απάνθρωπα από ότι η Νεμάτ. Η περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστη είναι πραγματικά συγκλονιστική. Εν τούτοις εστιάζει κυρίως στον εσωτερικό αντίκτυπο, στα αισθήματα και στα συναισθήματα που του προκάλεσαν ο εγκλεισμός του στη φυλακή και τα βασανιστήρια.
Όμως οι φυλακισμένοι αναπτύσσουν τις άμυνές τους. Ο Laâbi γράφει χαρακτηριστικά:
«Γιατί οι φυλακισμένοι γελούν περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους; Γέλιο ειλικρινές, βαθύ, πλήρες. Τρελό γέλιο. Να ξεκαρδίζεσαι στο γέλιο. Να διπλώνεσαι από τα γέλια. Τόσες εκφράσεις για να το περιγράψουν! Το γέλιο αποτελεί μέρος της ίδιας φροντίδας για την υγεία που άλλους τους κάνει να πλένονται δυο και τρεις φορές την ημέρα» (σελ. 80).
Και μια τελευταία διαφορά: λυρικά ποιητικός ο Laâbi, δραματικά αφηγηματική η Νεμάτ.
Ας κλείσουμε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση με ένα ανέκδοτο (δεν είναι σόκιν) που παραθέτει ο Laâbi, για να γελάσουμε κι εμείς, μια και συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το γέλιο προσφέρει υγεία.
Είχε κάποιος ένα παπαγάλο που ήταν πολύ βρωμόστομα. Τον είχε σε ένα κλουβί στο μπαλκόνι του σπιτιού του, που έβλεπε στο δρόμο. Ο παπαγάλος ξεστόμιζε ένα σωρό βρωμόλογα στους περαστικούς. Ένας αξιωματούχος όμως δεν άντεξε το βρωμόστομά του και είπε στον ιδιοκτήτη του να τον βγάλει από το μπαλκόνι αλλιώς θα είχε να κάνει μαζί του. Φοβήθηκε αυτός και τον πήγε στο κοτέτσι. Με το να τον δουν οι κότες έτρεξαν φτερουγίζοντας φοβισμένες στο βάθος του κοτετσιού. Και ο παπαγάλος: -Πώς κάνετε έτσι φοβιτσιάρες κότες, δεν έχετε ξαναδεί πολιτικό κρατούμενο;
Το βιβλίο στο εσώφυλλο χαρακτηρίζεται ως roman, μυθιστόρημα. Δεν πειστήκαμε. Τελικά διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για αυτοβιογραφικό βιβλίο. Όμως να δώσουμε τα βιογραφικά του συγγραφέα, όπως τα βρήκαμε στη Wikipedia.
Ο Abdellatif Laâbi είναι ένας μαροκινός ποιητής, που γεννήθηκε το 1942 στη Φεζ, στο Μαρόκο. Ο Laâbi, που τότε δίδασκε γαλλικά, ίδρυσε μαζί με άλλους ποιητές το καλλιτεχνικό περιοδικό Anfas/Souffles, μια σημαντική λογοτεχνική επιθεώρηση, το 1966. Το περιοδικό αυτό θεωρήθηκε ως σημείο συνάντησης μερικών ποιητών που ένιωσαν την ανάγκη μιας ποιητικής ανανέωσης, που όμως πολύ γρήγορα αποτέλεσε το βήμα ζωγράφων, σκηνοθετών του κινηματογράφου, ανθρώπων του θεάτρου, ερευνητών και διανοούμενων. Το 1972 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του, αλλά στη σύντομη διάρκεια της ύπαρξής του έγινε χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης και για άλλες χώρες του Μαγκρέμπ (αραβικές χώρες της δυτικής Αφρικής) και του Τρίτου Κόσμου. Ο Laâbi φυλακίστηκε, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση για τις πολιτικές του απόψεις, από το 1972 μέχρι το 1980. Υποχρεώθηκε τότε σε αυτοεξορία στη Γαλλία όπως και ο φίλος του Abraham Serfaty, συνεργάτης του περιοδικού, που μετά από 17 χρόνια φυλακή εξορίστηκε επίσης στη Γαλλία το 1991. Ο Laâbi ζει στη Γαλλία από το 1985, και από το 1988 είναι μέλος της Ακαδημίας Μαλλαρμέ. Έχει υπερασπιστεί συγγραφείς που διώχτηκαν για τα έργα τους, όπως ο Σαλμάν Ρασντί.
Υπήρξε σύμπτωση που διάβασα αυτό το βιβλίο αμέσως μετά το «Η φυλακισμένη της Τεχεράνης» της Μαρίνας Νεμάτ (το έχουμε ήδη παρουσιάσει στο blog του Λέξημα), και μάλιστα σε μια κατάλληλη στιγμή για μένα, για να παρηγορηθώ με τη σκέψη ότι υπάρχουν και χειρότερα. Και μια άλλη σύμπτωση: Σχεδόν όταν αποφυλακιζόταν ο Laâbi (μετά από δυο χρόνια για την ακρίβεια) φυλακιζόταν η Μαρίνα Νεμάτ. Περίπου σαν να της παρέδιδε τη σκυτάλη.
Και μια ακόμη σύμπτωση. Τόσο ο Laâbi όσο και η Μαρίνα Νεμάτ χρησιμοποιούν μια παρόμοια αφηγηματική τεχνική. Και οι δυο χρησιμοποιούν δυο χρόνους εναλλάξ: η Μαρίνα Νεμάτ το χρόνο της παιδικής της ηλικίας εναλλάξ με το χρόνο της φυλάκισης και των βασανιστηρίων της, και ο Laâbi το χρόνο της απελευθέρωσής του εναλλάξ με το χρόνο της φυλάκισής του.
Και οι διαφορές:
Ο αποδέκτης της αφήγησης στο βιβλίο της Νεμάτ είναι ο αναγνώστης. Στο βιβλίο του Laâbi ο αποδέκτης της αφήγησης, στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι ενδοκειμενικός, και δεν είναι ένας. Εκτός από την αγαπημένη του γυναίκα είναι ρητορικά ο εαυτός του. Όμως συναντάμε και τον Βίκτωρ Χάρα, τον τραγουδιστή που σκότωσαν οι φασίστες του Πινοσέτ αφού πρώτα του έγδαραν τα δάκτυλα για να μην μπορεί να παίζει την κιθάρα του, ενώ προς το τέλος του βιβλίου αποδέκτης γίνεται ο αναγνώστης, στον οποίο ο Laâbi απευθύνεται άμεσα: mon frère, αδελφέ μου, σε ένα κείμενο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πνευματική διαθήκη. Ο αριστερός Laâbi στέκεται κριτικά απέναντι στην αριστερά. «Να γιατί δεν μπορώ, για παράδειγμα, να ξεχάσω πως η κόκκινη σημαία – κόκκινη από το αίμα των εργατών – φέρει με τρόπο ανεξίτηλο, με ζωηρό κόκκινο επίσης, το αίμα του Μπουχάριν…» (σελ. 190). Ακόμη επικεντρώνεται στα μείζονα προβλήματα της εποχής μας, και κυρίως στο πρόβλημα της φτώχειας που πλήττει πρώτα απ’ όλα τα παιδιά, όπως δείχνουν οι υψηλοί δείκτες παιδικής θνησιμότητας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. «…Αυτό το δικαίωμα είναι το δικαίωμα στη ζωή και πρώτα απ’ όλα το δικαίωμα στη ζωή των παιδιών (σελ. 192).
Ο Laâbi γράφει αμέσως μόλις αποφυλακίζεται. Η Νεμάτ γράφει κάπου είκοσι χρόνια μετά, όταν οι αναμνήσεις από τη φυλακή αρχίζουν να την κατακλύζουν και ανησυχεί για την ψυχική της υγεία. «Αφού δεν μπορούσα να ξεχάσω, ίσως η λύση ήταν να θυμάμαι», γράφει.
Η Νεμάτ στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα και σώθηκε την τελευταία στιγμή. Ο Laâbi δεν καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως βασανίστηκε πιο απάνθρωπα από ότι η Νεμάτ. Η περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστη είναι πραγματικά συγκλονιστική. Εν τούτοις εστιάζει κυρίως στον εσωτερικό αντίκτυπο, στα αισθήματα και στα συναισθήματα που του προκάλεσαν ο εγκλεισμός του στη φυλακή και τα βασανιστήρια.
Όμως οι φυλακισμένοι αναπτύσσουν τις άμυνές τους. Ο Laâbi γράφει χαρακτηριστικά:
«Γιατί οι φυλακισμένοι γελούν περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους; Γέλιο ειλικρινές, βαθύ, πλήρες. Τρελό γέλιο. Να ξεκαρδίζεσαι στο γέλιο. Να διπλώνεσαι από τα γέλια. Τόσες εκφράσεις για να το περιγράψουν! Το γέλιο αποτελεί μέρος της ίδιας φροντίδας για την υγεία που άλλους τους κάνει να πλένονται δυο και τρεις φορές την ημέρα» (σελ. 80).
Και μια τελευταία διαφορά: λυρικά ποιητικός ο Laâbi, δραματικά αφηγηματική η Νεμάτ.
Ας κλείσουμε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση με ένα ανέκδοτο (δεν είναι σόκιν) που παραθέτει ο Laâbi, για να γελάσουμε κι εμείς, μια και συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το γέλιο προσφέρει υγεία.
Είχε κάποιος ένα παπαγάλο που ήταν πολύ βρωμόστομα. Τον είχε σε ένα κλουβί στο μπαλκόνι του σπιτιού του, που έβλεπε στο δρόμο. Ο παπαγάλος ξεστόμιζε ένα σωρό βρωμόλογα στους περαστικούς. Ένας αξιωματούχος όμως δεν άντεξε το βρωμόστομά του και είπε στον ιδιοκτήτη του να τον βγάλει από το μπαλκόνι αλλιώς θα είχε να κάνει μαζί του. Φοβήθηκε αυτός και τον πήγε στο κοτέτσι. Με το να τον δουν οι κότες έτρεξαν φτερουγίζοντας φοβισμένες στο βάθος του κοτετσιού. Και ο παπαγάλος: -Πώς κάνετε έτσι φοβιτσιάρες κότες, δεν έχετε ξαναδεί πολιτικό κρατούμενο;
Subscribe to:
Posts (Atom)