Μάρκος Μέσκος, Τα πεζογραφήματα της νοσταλγίας
Τo παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα στον Μάρκο
Μέσκο του περιοδικού «Πάροδος», τ. 28 (Μάιος 2009), Λαμία.
Ο Μάρκος Μέσκος
είναι ποιητής, και όπως οι περισσότεροι ποιητές, έχει γράψει και πεζογραφήματα.
Όμως δεν έχει τη φλέβα του παραμυθά, που είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ
για γίνει κανείς πεζογράφος. Και στη Ρέα Γαλανάκη, που ξεκίνησε ως ποιήτρια,
λείπει επίσης η φλέβα του παραμυθά, και γι’ αυτό καταπιάνεται ή με τις ζωές των
άλλων (Ισμαΐλ Φερίκ Πασά, Ανδρέας Ρηγόπουλος, Ελένη Μπούκουρα), ή με
πραγματικές ιστορίες (το θυελλώδες ειδύλλιο της Τασούλας), με τίμημα να
εγκαταλείψει την ποίηση. Ο Μάρκος Μέσκος δεν εγκαταλείπει την ποίηση, αλλά και
δεν καταπιάνεται ούτε με της ζωές των άλλων ούτε με πραγματικές ιστορίες. Ή
μάλλον καταπιάνεται με τις ζωές των άλλων και με πραγματικές ιστορίες: όμως
αυτές οι ζωές και αυτές οι ιστορίες δένονται με τη δική του ζωή, με τις δικές
του ιστορίες. Ακουμπούν πάνω στη δική του αυτοβιογραφία, με την οποία εν
πολλοίς συμπλέκονται.
Τα πεζογραφικά, μη
δοκιμιακά έργα του Μάρκου Μέσκου είναι τέσσερα. Αυτά κατατάσσονται σε δυο
περιόδους: στην περίοδο της ωριμότητας και στην περίοδο της γεροντικής ηλικίας.
Μπαίνω στον πειρασμό να τη χαρακτηρίσω και ως περίοδο «πριν από το θάνατο»,
παίρνοντας τον χαρακτηρισμό αυτό από την πρώτη ποιητική συλλογή του ποιητή, που
έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο, «Πριν από το θάνατο», και που εκδόθηκε από το
περιοδικό «Νέα Πορεία» στη Θεσσαλονίκη, το 1958. Όμως όλων μας το έργο είναι
τελικά «πριν από το θάνατο», από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, και ευχόμαστε
στον Μάρκο Μέσκο, τον ποιητή και τον πεζογράφο, μακροημέρευση, ώστε να μας
δώσει ακόμη πολλά έργα «πριν από το θάνατο». (σελ. 3191)
Όμως ας γίνουμε πιο
συγκεκριμένοι. Τα δυο πρώτα του βιβλία με πεζογραφήματα εκδόθηκαν μέσα σε μια
διετία, το 1978-1979, λίγο πριν ο Μάρκος Μέσκος πατήσει τα σαρανταπέντε του. Τα
δυο τελευταία εκδόθηκαν με μια χρονική απόσταση έξι χρόνων το ένα από το άλλο,
το 1999 και το 2005 αντίστοιχα, με το τελευταίο να μπαίνει ο ποιητής στα
εβδομήντα του χρόνια.
Ο Καζαντζάκης γράφει
κάπου για μια κινέζικη κατάρα: «Την κατάρα μου να ’χεις και να γεννηθείς σε
ενδιαφέρουσα εποχή». Τους πατεράδες μας φαίνεται τους καταράστηκαν και
γεννήθηκαν σε ενδιαφέρουσα εποχή. Ένας πόλεμος και ένας εμφύλιος δεν είναι λίγο
πράγμα. Και ο Μέσκος πέρασε τα τρυφερά παιδικά χρόνια και τα χρόνια της
εφηβείας ακριβώς αυτή την εποχή. Αυτή την εποχή ανακαλεί στα πεζογραφήματά του,
γιατί είναι γεμάτη με επεισόδια «σπουδαία», σαν αυτά της τραγωδίας όπως μας
λέει ο Αριστοτέλης. Και η περίοδος αυτή ήταν πραγματικά μια περίοδος τραγική
για την νεότερη ιστορία μας. Σ’ αυτήν εστιάζονται και δυο αυτοβιογραφικά βιβλία
τα οποία παρουσίασα τελευταία, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» του Αντώνη Σουρούνη,
και το «Αχ, βρε κόσμε παράλογε» του πεθερού μου, του Νίκου Κουμερτά.
Εξαίρεση αποτελεί το
πρώτο βιβλίο με τίτλο «Παιχνίδια στον παράδεισο». Πριν καταπιαστεί ο Μέσκος με
την κόλαση της κατοχής και του εμφύλιου που αποτελεί την θεματική των επόμενων
πεζογραφημάτων του, καταπιάνεται με τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Και ενώ
περιμένει κανείς τη λέξη «παιχνίδια» με μια μεταφορική σημασία, την οποία έχει
εξάλλου η λέξη «παράδεισος», βλέπουμε τον Μέσκο να καταπιάνεται με πραγματικά
παιχνίδια, παιχνίδια που έπαιζε στην παιδική του ηλικία, τόσο toys όσο και
games, για να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στο software παιχνίδι από το hardware
παιχνίδι, μια και δεν την κάνει η γλώσσα μας.
Το βιβλίο αυτό με
συγκίνησε βαθύτατα γιατί μου θύμισε τα δικά μου παιδικά χρόνια και μου έφερε
στο νου παιχνίδια που παίζαμε κι εμείς, και που σήμερα δεν παίζονται πια. Τα
σημερινά παιδιά ξέρουν τους χαρταετούς και το κρυφτό, όμως πόσα ξέρουν τη
«μακρά γαϊδούρα», το «κράτη», τα «κότσια» και τα «κατρακύλια», παιχνίδια που τα
παίζαμε κι εμείς στην Κρήτη; Ο Μέσκος και οι φίλοι του στο βορειότερο άκρο της
Ελλάδας, εμείς στο νοτιότερο.
Το βιβλίο αυτό του
Μέσκου με παρακίνησε να κάνω κάτι που αμελώ εδώ και χρόνια.
Σε μια αυτοβιογραφία
μου που την έγραψα 20 χρονών, ένα κεφάλαιο το αφιερώνω στα παιχνίδια. (Σε μια
συνάντηση που είχα τότε με τον Κίμωνα Φράιερ, με ρώτησε αν είχα γράψει τίποτα.
Εγώ απάντησα με καμάρι ότι είχα γράψει την αυτοβιογραφία μου. Αυτός χαμογέλασε.
Νομίζω ότι είμαι η μοναδική περίπτωση συγγραφέα που το πρώτο βιβλίο που έγραψε
στη ζωή του είναι η αυτοβιογραφία του). Ένα μικρό μέρος το έβαλα στο βιβλίο μου
«Το χωριό μου, από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (Κάτω Χωριό Ιεράπετρας).
Τώρα, διαβάζοντας το βιβλίο του Μέσκου, σκέφτηκα ότι αρκετά το αμέλησα, θα
καθίσω να το αντιγράψω (τότε δεν (σελ. 3192) υπήρχαν οι υπολογιστές, κι εγώ δεν
είχα καν γραφομηχανή) και να το
αναρτήσω στο
blog μου.
Φαντάζομαι δεν είμαι
ο μόνος που είχα την ιδέα να γράψω για τα παιχνίδια που παίζαμε παιδιά. Θα είχε
ενδιαφέρον μια συγκριτολογική-λαογραφική μελέτη γι, αυτά. Προς το παρόν τα μόνα
δείγματα στα οποία μπορώ να παραπέμψω τον λαογράφο που θα είχε διάθεση να
ασχοληθεί, είναι το παρόν βιβλίο του Μέσκου, το δικό μου κείμενο στο βιβλίο μου
και σε ένα ακόμη κείμενο, εκδομένο: του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, καθηγητή
γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που μια από τις πρώτες δημοσιεύσεις του
είναι ένα άρθρο για τα παιχνίδια που έπαιζαν στο δικό του χωριό, την Ανατολή
Ιεράπετρας («Περιωρισμένης χρήσεως λαϊκά παιγνίδια εις τον νομόν Λασιθίου»,
Aμάλθεια, 2, 1971, 211-223).
Ο Μέσκος δεν περιορίζεται
σε μια εγκυκλοπαιδική καταγραφή των παιχνιδιών. Η ποιητικότητα της γλώσσας του
δεν φαίνεται μόνο από την ίδια την περιγραφή, αλλά και από τις λυρικές
παρεμβολές, ή εισαγωγές, στην κυρίως περιγραφή. Για παράδειγμα, πριν ξεκινήσει
να μιλάει για τη «μακρά γαϊδούρα» γράφει για την κερασιά: «…Τρυφερό, αιχμηρό
στην αρχή το φύλλο, στραφτάλιζε στον ήλιο του Απριλιού, ο κορμός το ίδιο
γεμάτος υγεία και τ’ άνθη λευκά, γιρλάντες συμμετρικές από τα πρώτα κλαδιά ώσμε
την κορυφή, πλοίο τριγωνικό που γιόρταζε την άνοιξη, σιωπηλά ετοιμάζοντας τον
καρπό» (σελ. 97).
Ένα υφολογικό
στοιχείο, ποιητικά ανοικειωτικό, που εμφανίζεται ήδη από τις πρώτες σελίδες του
βιβλίου, είναι η τοποθέτηση του ρήματος μετά από το αντικείμενο/κατηγορούμενο
και/ή το επίρρημα, όπως π.χ. στις παρακάτω φράσεις: «Εύκολα τα καλάμια
βρίσκαμε» (σελ. 12), «άλλοτε γρήγορα σηκώνονταν» (σελ. 13), «λίγο τα
προτιμούσαμε» (σελ. 32), «η νύστα ασήκωτη πέσει» («Κομμένη γλώσσα», σελ. 15),
«αέρας… τα σπίτια της γειτονιάς χαϊδεύει» (στο ίδιο, σελ. 34), «η απόσταση
μεγάλη δεν ήταν» (στο ίδιο, σελ 48), «μέσα στο δάσος τα χνάρια της αρκούδας δεν
βρήκαμε («Νερό καρκάγια», σελ. 13), «μαφιόζικη η ζωή μας κατάντησε» (στο ίδιο,
σελ. 14).
Τα τέσσερα αυτά
βιβλία του Μέσκου δεν είναι μόνο μια αναδρομή στην ιστορία και στον γενέθλιο
τόπο, είναι και μια αναδρομή στη γλώσσα. Τα κείμενά του είναι διάσπαρτα με
λέξεις, ανάμεσα στις οποίες αρκετές τούρκικες και σλάβικες, των οποίων τη
σημασία είναι απίθανο να γνωρίζει ο μη μακεδόνας, γι’ αυτό και στο τέλος
υπάρχει γλωσσάρι: εννιά σελίδες στο «Παιχνίδια στον παράδεισο», οκτώ στο «Μουχαρέμ»,
τέσσερις στο «Νερό Καρκάγια». Μόνο στην «Κομμένη γλώσσα» απουσιάζει το
γλωσσάρι, όμως οι άγνωστες λέξεις δίνονται σε υποσημείωση.
Γλωσσάρι συνήθως
τίθεται σε βιβλία νεοηθογραφίας, όπως σε πάρα πολλά που κυκλοφορούν στην Κρήτη
και έχουν σαν στόχο την καταγραφή και διάσωση κρητικών λέξεων. Ο Μέσκος όμως
δεν ξεκινάει με ηθογραφικές προθέσεις. Αν χρησιμοποιεί λέξεις της ιδιαίτερης
πατρίδας του το κάνει για τη συναισθηματική φόρτιση που έχουν στη συνείδησή του
και για το ανοικειωτικό εφέ που δημιουργούν (σελ. 3193) στο κείμενο.
Το δεύτερο βιβλίο,
εκδομένο το 1979, με τίτλο «Κομμένη γλώσσα», έχει σαν υπότιτλο «Ονόματα και
ιστορίες». Ιστορίες από την κατοχή και τον εμφύλιο, και ονόματα, δηλαδή
πρόσωπα.
Από τις ιστορίες η
πρώτη, η «Κομπαρσίτα», περιέχει κάποιες αναμνήσεις του Μέσκου από τον πόλεμο
και την κατοχή. Η δεύτερη, «Προς βορράν», αναφέρεται στην Αντίσταση. Ο μικρός
Μάρκος συνοδεύει έναν αντιστασιακό στη μεταφορά υλικού στις ανταρτοκρατούμενες
περιοχές, για κάλυψη. Στη «Χειμάρα» ξεκινάει μινιμαλιστικά και τελειώνει
μαξιμαλιστικά: Ο Αποστόλης ανοίγει μια ταβέρνα, στην κατοχή, και τη βαφτίζει
«Χειμάρα». Τραυματίζεται από γερμανικό όχημα, πηγαίνει στο νοσοκομείο, αλλά η
ταβέρνα κρατιέται και δεν κλείνει. Σ’ αυτή την ταβέρνα ακούστηκαν δυο ιστορίες.
Η πρώτη για ένα κακό αφεντικό που τον σκότωσε το μουλάρι του. Η δεύτερη για
έναν αχάριστο, που πρόδωσε τον ευεργέτη του. «…ακούς Βαν; δεν υπάρχει Θεία
Δίκη, αν υπάρχει ανθρώπινη θα ’ναι, μα εσύ την είδες πουθενά;» (σελ. 44). «Στο
ποτάμι του Χαλιμά» αναφέρεται στην αιματοχυσία του Εμφύλιου. Είναι
χαρακτηριστικό ότι ο Μέσκος δεν μιλάει για εθνικό και δημοκρατικό στρατό ή για
εθνικόφρονες και αριστερούς/αντάρτες, αλλά για πράσινους και μπλε.
Παραπέμποντας συνειρμικά στους Πράσινους και τους Βένετους θέλει να αναγάγει
στη σφαίρα του γενικού την αδελφοκτόνο σύρραξη που ταλάνισε την Ελλάδα μετά τον
πόλεμο.
Και τα πρόσωπα:
Πάλι από τον
μινιμαλισμό στον μαξιμαλισμό:
Ο Μελκονίκ.
Ο Μέσκος θυμάται ένα
συμμαθητή του που έφαγε κάποτε άγριο ξύλο από τη δασκάλα του γιατί κρυφάκουγε.
Πριν ακόμη φύγουν οι γερμανοί έφυγε με τους δικούς του για τη μακρινή Αρμενία.
Και ο Μέσκος αναρωτιέται, στην ποιητική τελευταία παράγραφο:
«Και τώρα μονάχα ο
ίσκιος μου στο δρόμο, μετά από κείνο το γλέντι, αέρας φυσάει τις μουριές, τα
σπίτια της γειτονιάς χαϊδεύει, μα πού να ’ναι ο Μελκονίκ, ‘τριών μηνών
άνθρωπος’, πού γυρίζει;» (σελ. 34).
Και ο «Μπάρμπα
Τρύφων»;
Αυτός είναι ο
δυστυχισμένος πατέρας που θα αναγνωρίσει το γιο του ανάμεσα στα τρία πτώματα
των ανταρτών, που έπεσαν σε ενέδρα.
Αφήσαμε τελευταίο το
«Δυο σταγόνες νερό» γιατί η ιστορία του, παρόλο που διαδραματίζεται στον Εμφύλιο,
φαίνεται επινοημένη.. Ο Μέσκος τελειώνει με ένα μοναδικό εφέ απροσδόκητου, που
το μόνο ανάλογό του που συναντήσαμε είναι στον «Τελευταίο Πειρασμό» του
Καζαντζάκη.
Είναι δυο φίλοι
αντάρτες, ο Αμύ… και ο Κω… (ο Μέσκος, αντί να δώσει πεποιημένα ονόματα σε
τοπωνύμια δίνει μια πρώτη συλλαβή ακολουθούμενη με τρεις τελείες, πράγμα που το
κάνει κάποιες φορές και με ονόματα). Ο Κω… ήταν μοναχογιός. (σελ. 3194) Ο Αμύ…
μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, με τα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργεί ο
ιδρυματισμός. Σε μια μάχη καταφέρνουν μόλις και μετά βίας να γλυτώσουν. Είναι
ξεκομμένοι από τους υπόλοιπους και οι δυο. Ο Αμύ… ξαφνικά πυροβολεί τον Κω… από
πίσω. Σκοπός του είναι να τον μεταφέρει, σκοτωμένο, στο χωριό, να τον παραδώσει
στους γονείς του. Τι ελπίζει; Αυτός ο ορφανός, να πάρει τη θέση του σκοτωμένου
παιδιού τους.
Και το εφέ του
απροσδόκητου;
«Εκεί, μετέωρος ο
Αμύ…, ξύπνησε και συνήλθε.
Ώστε ήταν ψέματα,
δεν ήταν αλήθεια, έτριψε τα μάτια του ακόμη ταραγμένος και
‘ου να χαθείς,
όνειρο καταραμένο’» (σελ. 75).
Κατά τη γνώμη μου
είναι το καλύτερο αφήγημα, γιατί πέρα από την τραγικότητα των γεγονότων δίνει
ψυχολογικό βάθος σε έναν από τους ήρωες.
Και πάμε στο τρίτο
βιβλίο, το «Μουχαρέμ».
Ξεκινάει
μινιμαλιστικά, με τον «Κόκορα», που βαρούσε εγερτήριο κάθε πρωί στη γειτονιά.
«Όμως, καθώς είπα, σ’ αυτές εδώ τις ανούσιες και αυστηρά προσωπικές σημειώσεις,
λίγα παραμένουν στη μνήμη μας» (σελ. 18). Παρόλο που υπάρχει το εφέ του
απροσδόκητου (ο κόκορας, όταν πέθανε κάποιο πρωί ο ιδιοκτήτης, αποκαλύφθηκε ότι
ήταν ρολόι) ο Μέσκος δεν το αξιοποιεί βάζοντας την αποκάλυψη στο τέλος του
αφηγήματος. Απλώς καταγράφει την ανάμνησή του, που επανέρχεται συχνά στο μυαλό
του. Το αφήγημα τελειώνει ως εξής: «Ο δε ‘κόκορας’ του διπλανού μου γείτονα,
εκεί, στην Ιπποκράτους 183 της Αθήνας, κάποια χρόνια της δεκαετίας του ’70,
κούρνιασε μέσα μου, από τότε, και δεν βγαίνει» (σελ. 18).
Και στις
«Επισκέψεις» καταγράφει μιαν ανάμνησή του, για τον συγκριτολογικό της
χαρακτήρα. Στο σπίτι που πάει επίσκεψη συναντάει έναν τέως σύντροφο που στη
Μακρόνησο έγινε βασανιστής. Τον αναφέρει απλώς ως Γ. Αυτός τον χαιρετάει σαν παλιό
γνωστό, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Εκείνος όμως ο που φύγει φύγει. Στο
δρόμο συναντάει άλλο σύντροφο, τον Σταύρο, που του κόψανε τα γαγγραινιασμένα
δάκτυλα του αριστερού του ποδιού. «Κούτσαινα και τότε, κουτσαίνω και τώρα».
Στο «Φανάρι» καταγράφει
ένα επεισόδιο στο οποίο υποδηλώνεται πάλι μια σύγκριση, ανάμεσα στα
μουσουλμανικά και στα χριστιανικά ήθη. Η παρέα πηγαίνει για μπάνιο. Πιο δίπλα
τους στην αμμουδιά έρχεται μια οικογένεια μουσουλμάνων, ένα αγόρι, ένα κορίτσι,
μια νέα γυναίκα και μια ηλικιωμένη.
«Η διαφορά λοιπόν
ήταν γνωστή, τα παιδιά (αγόρι και κορίτσι) μπορούσαν να παίζουν κολυμπώντας με
το αλμυρό νερό γυμνά μα η νεότερη γυναίκα, είτε όρθια είτε καθισμένη παράμερα,
έπρεπε να ’ναι μακριά από το νερό, δεν έπρεπε να δείξει το σώμα της. Αυτό έλεγε
η μουσουλμανική τους παράδοση και η μεγάλη γυναίκα, ο θεματοφύλακας, δεν
εννοούσε να απιστήσει, ο τιμωρός Αλλάχ βλέπει τα πάντα. Μπορεί, ακόμη, να ’ταν
και η πεθερά, το βράδυ θα έδινε το ρεπόρτο στο (σελ. 3195) γιο της για τη
διαγωγή της νύφης, όλα πιθανά» (σελ. 39).
Τη διάσταση αυτή,
ανάμεσα στο κορίτσι και τη γυναίκα, τη δίνει πολύ καθαρά και η ιρανή σκηνοθέτις
Μαρζιγιέ Μεσκινί στην ταινία της με τίτλο «
Την
ημέρα που έγινα γυναίκα». Η Μεσκινί δίνει μια συγκινητική εικόνα αυτής της
μετάβασης, που αν και δεν γίνεται με καμιά διαβατήρια τελετή σαν το βάπτισμα
είναι ολότελα τραυματική. Το κοριτσάκι μπορεί να παίξει με τον φίλο της μέχρι
τις 12 η ώρα, την ημέρα που κλείνει τα εννιά της χρόνια, γιατί τέτοια ώρα
γεννήθηκε. Μετά θα πρέπει να τον αφήσει και να γυρίσει σπίτι, γιατί σαν γυναίκα
που είναι δεν επιτρέπεται πια να παίζει με τα αγόρια.
Στο διήγημα του
Μέσκου βλέπουμε την ίσως πεθερά να μην αντέχει τη ζέστη και να πηγαίνει στο
νερό. Στην αρχή «Ξυπόλυτη πλατσούριζε τα πόδια της στο άκρον της θαλάσσης!
Κρατούσε τα φουστάνια ελάχιστα πάνω από τις πατούσες της. Μαγνήτης το νερό, η
φύση της δεν άντεξε, φαίνεται, πανάθεμα τη ζέστη που την ανέτρεπε εκ βάθρων…
Ξάφνου ακούστηκαν φωνές! Ανήσυχοι κάποιοι έτρεχαν κιόλας προς το μέρος της
‘άπιστης’΄. Που φαίνεται ότι ενδίδοντας στον πειρασμό του νερού όλο και πιο
πολύ, προχώρησε περισσότερο και να σου την τώρα, αναποδογυρισμένη, με το
σαλβάρι της πολύχρωμη μέδουσα και το κεφάλι κάτω. Πώς έχασε την ισορροπία της;
Πώς το κύμα του μελτεμιού, που δυνάμωνε στιγμή τη στιγμή, τουμπάρισε την
πανικόβλητη;» (σελ. 40-41).
«Γρήγορα τη
συνέφεραν», ενώ αυτή, «καταντροπιασμένη μονολογούσε: Ρεζίλ ολντούμ, ρεζίλ
ολντούμ (έγινα ρεζίλι, έγινα ρεζίλι)» (σελ. 41).
Με μια υπερερμηνεία
θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι ο Μέσκος σχολιάζει το αδύνατον της προσαρμογής
του Ισλάμ στα σύγχρονα δεδομένα. Το πιθανότερο είναι ότι παραθέτει το συμβάν ως
ένα κωμικό επεισόδιο, που του δίνει τη δυνατότητα να κάνει ένα εφέ τέλους με
ένα διακείμενο.
«Ένας σπασμός
αποστροφής κατόπιν προς όλους τους άλλους που χάζευαν, έγειρε το κεφάλι της στο
πλάι, να μη βλέπει κανέναν, και η Τουρκάλα έμεινε Τούρκα, πάλι» (σελ. 42).
Το διακείμενο
παραπέμπει στο διήγημα «Μοσκώφ Σελίμ» του Γεώργιου Βιζυηνού, που τελειώνει «και
ο Τούρκος έμεινε τούρκος», παρά τις προσπάθειές του να εκρωσισθεί.
Το επόμενο διήγημα
είναι «Το σπίτι με τα σκυλιά». Ο Μέσκος περιγράφει αρχικά το ακατοίκητο δίπατο
αρχοντικό, που πέρασε στην ιδιοκτησία του Δημόσιου και χαρακτηρίστηκε
διατηρητέον. Στη συνέχεια μας αναφέρει για τον γέροντα που «ξεκολλημένος από
παλιές ιστορίες, τον μπροστινό χώρο του υπογείου τον έκανε απάγκιο του και τον
κατοικεί» (σελ. 48).
Ο γέρος αυτός
περιμαζεύει κάθε αδέσποτο σκυλί. Η αποικία των αδέσποτων αυτών που τώρα έχουν
αποκτήσει δεσπότη αυξάνει γοργά, με αποτέλεσμα να ξεσηκώνουν τη γειτονιά με τα
γαβγίσματά τους.
Εδώ ο Μέσκος δεν
περιγράφει κανένα «σπουδαίο» επεισόδιο. Το περιγράφει (σελ. 3196) ως τυπικό επεισόδιο, που
συμβαίνει καθημερινά. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που το τελειώνει:
«Για όσους δεν
αρκούνται στα κολλυβογράμματά μου απαντώ ήρεμα: αν πίστευα ότι είναι πολύ
σπουδαίο να μιλάει κανείς για παλιά σπίτια και για σκυλιά θα ’δινα τη
διεύθυνση, έστω με κάποιες αλλαγές, μα είναι σχεδόν στον καθημερινό σας δρόμο.
Και υπάρχει. Ακόμη» (σελ. 52).
Εγώ μπορώ να το
βεβαιώσω, για τη δικιά μου γειτονιά. Φαντάζομαι κι εσείς.
«Η Μπέση»
αποτελείται από δυο ιστορίες. Η πρώτη αναφέρεται στο κοπρόσκυλο που βρήκε ο
αφηγητής. Η δεύτερη αναφέρεται στον παππού του, που στα νιάτα του ξενιτεύτηκε
στην Αμερική. Πώς συνδέονται; Με το όνομα Μπέση. Ο παππούς μάλλον είχε μια
νέγρα φιλενάδα στην Αμερική. Την έλεγαν Μπέση. Αυτό το όνομα έδωσαν στη σκύλα.
Ο Μέσκος κορυφώνει
τη λογοτεχνική του δεινότητα στο τέλος των ιστοριών του. Να παραθέσουμε και την
τελευταία παράγραφο αυτού του διηγήματος.
«Εδώ, τα ’παμε για
την Μπέση. Που κυματίζει φιλικά, προς πάσαν κατεύθυνσιν, την ουρά της, σαν
κατάρτι, όλη μέρα. Για τη νύχτα δεν εγγυώμαι. (Δουλεύει καλά και τον
αιφνιδιασμό.) Τότε είναι που παλεύει με τους ίσκιους γαβγίζοντας» (σελ. 69).
Στο «Μνήμες ζωής ο
θάνατος» έχουμε δυο ξεχωριστά, μοναδικά γεγονότα, ενώ κυριαρχούν τα
επαναλαμβανόμενα, με τους παρατατικούς και τα επιρρήματα συχνότητας, όπως:
«Εκεί κοντά οι επισκέψεις στον τάφο της μπάμπας
κάθε Σάββατο, ν’ ανάψουμε το καντήλι. Η θλίψη του ντέντου μαλάκωνε καθώς
έβαε τα καλά του και μας έπαιρνε απ’ το χέρι για τις ανάγκες της αγαπημένης
νεκρής» (σελ. 76). Μετά την περιγραφή των τελετουργιών που συνοδεύουν τον
θάνατο υπάρχουν σε εφέ απαρίθμησης ονόματα «των νεκρών της γειτονιάς», πολλοί
από τους οποίους χάθηκαν στο άνθος της ηλικίας τους.
Και τα μοναδικά
γεγονότα: το κορίτσι που το «δάγκωσε φίδι και χάθηκε (είπαν) περιπλανώμενο»,
και μια κηδεία που θυμάται ο αφηγητής:
«Θυμάμαι μια κηδεία,
παγωμένο απομεσήμερο, που είχε: το μαύρο άλογο, τον παπά με το πετραχήλι στην
καρότσα και πίσω μια γυναίκα μόνο, τίποτε άλλο. Το ελάχιστο επιτρεπόταν τότε –
ποια ήταν η γυναίκα και ποιος ο νεκρός; Σιωπηλές μάνες έκλαιγαν κρυφά τα
βλαστάρια τους» (σελ. 78).
Στους «Καφέδες του
μπάρμπα Γιάννη» συνάντησα το «πολλά», όχι σαν επίθετο στον πληθυντικό του
ουδετέρου, αλλά με τη σημασία επιρρήματος, «πολύ». Θυμάμαι τη μητέρα μου να
σχολιάζει κάποια γυναίκα και να λέει ότι ήταν «πολλά εγωίστρια». Ήταν η πρώτη
φορά που άκουγα το «πολλά» σε επιρρηματική χρήση και μου έμεινε. Από τότε δεν
το άκουσα παρά ελάχιστες φορές, και σήμερα η χρήση αυτή έχει εκλείψει. Εδώ
συνάντησα τη φράση «πολλά πρωί» (σελ. 91). Και φυσικά δεν νομίζω να έμεινε από
τους Κρήτες μακεδονομάχους.
Ένα κακόγουστο αστείο
με συνέπεια την απόπειρα αυτοκτονίας του δύστυχου (σελ. 3197) καφετζή αποτελούν
την πλοκή του διηγήματος, με ένα εφέ απαρίθμησης άκρως ενδιαφέρον για τους
«θεριακλήδες του καφέ»: μια απαρίθμηση των τρόπων παρασκευής του τούρκικου
καφέ: τον μέτριον, τον βαρύ, τον γλυκύβραστον, αλλά και τον σεκερλί, τον ατζέμ,
τον μπουγιούκ κ.λπ.
Το «Μουχαρέμ» που
δίνει τον τίτλο στη συλλογή είναι το τελευταίο αφήγημα, εκτενέστατο, 39
σελίδες. Για πρώτη φορά η αφηγηματική φωνή δεν είναι του συγγραφέα αλλά του
παππού του, που ξενιτεύτηκε στην Αμερική αλλά ξαναγύρισε. Εδώ εγκαταλείπεται η οιονεί λόγια γλώσσα που
χαρακτηρίζει τα υπόλοιπα αφηγήματα, και έχουμε μια απλή δημοτική, διάστικτη
όμως με λέξεις και φράσεις ντοπιολαλιάς όπως «δεν ξεύραμεν τι γένεται»,
«παγαίνοντας», «ψες ήρθεν η πολίτσια», «φχαριστιέμαι», κ.ά. Τόσο γλωσσικά όσο
και θεματικά παραπέμπει στο «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» του Θανάση
Βαλτινού. Καθώς το έργο του Βαλτινού ανθολογείται στα κείμενα νεοελληνικής
λογοτεχνίας του Γυμνασίου, το διήγημα αυτό του Μέσκου θα μπορούσε να διδάσκεται
σαν παράλληλο κείμενο.
Θα παραθέσουμε ένα
απόσπασμα, από την «εθνοκάθαρση» του Μεταξά:
«Τα νέα πάλι
δυσκόλευαν τη ζωή, ντροπής πράγματα, βγήκε διαταγή, όσοι μιλάνε τη γλώσσα των
γονιών τους, ρετσινόλαδο και ρέγκα. Πολλοί δεν ξέρουν τα ελληνικά, ντόπιοι και
πρόσφυγες, από παντού· από το τζάκι τους μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, μεγάλοι
στα σχολειά δεν πάνε.
Μπροστά μου, ένα
παζάρι, τζιανταρμάδες δίναν με το ζόρι βρόμικο λάδι και ρέγκα σε δυο γερόντους
– «είχαν άλλη φωνή», «μιλούσαν άλλα». Μαζεύτηκε κόσμος περίεργος, φώναξαν
«ντροπή». Κάποιοι έφυγαν φοβισμένοι, τον μπελά σου θέλεις, οι γέροι έμειναν
εκεί, χεσμένοι» (σελ. 128).
Τα αφηγήματα αυτής
της συλλογής, δημοσιευμένα κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά μέσα σε ένα
διάστημα δέκα ετών (εκτός από τα δυο τελευταία που ήταν αδημοσίευτα) μάλλον
δημιουργήθηκαν από παρόρμηση της στιγμής. Αντίθετα τα «πεζογραφήματα», όπως
χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο, της τελευταίας συλλογής με τίτλο «Νερό καρκάγια»,
φαίνεται να γράφηκαν προγραμματικά, και μάλιστα κατόπιν παρότρυνσης, όπως
διαβάζουμε στην αφιέρωση: «Στην Ελένη Χ. που, εν πολλοίς, τα προκάλεσε», και σε
εντελώς σύντομο χρονικό διάστημα, όπως διαβάζουμε αμέσως κάτω από την αφιέρωση:
«Καλοκαίρι, Ιερισσός Χαλκιδικής, 2003». Ο Μέσκος καταγράφει αναμνήσεις, όχι σαν
απομνημονεύματα αλλά σαν ποιητικά πεζογραφήματα, όχι για να διασώσει πρόσωπα
(κυρίως), γεγονότα και καταστάσεις από τη λήθη, αλλά για να αναδείξει έναν
εσώτατο πυρήνα τους, για να προβάλει την ουσία τους μέσω της φαινομενολογικής
προβολής τους με τη λογοτεχνικότητα της γλώσσας.
Και εδώ πάλι ο
Μέσκος διατρέχει όλη την κλίμακα, από το ελάχιστο στο μέγιστο, από την αφήγηση
για τον «Σκύλο-τροχονόμο», την «Τζιτζικιάδα» και «Στον μπαξέ του Αλιώπη»
μέχρι το «Σταθμό», «Το εξάμηνο» και τους
«Ανταρτόπληκτους», σε 22 συνολικά αφηγήματα, μικρότερα τα περισσότερα σε έκταση
από ό, τι (σελ. 3198) τα διηγήματα της προηγούμενης συλλογής.
Όπως στο «Μνήμες
ζωής ο θάνατος» στο Μουχαρέμ με ένα εφέ απαρίθμησης διασώζει τους
(περισσότερους τουλάχιστον) νεκρούς, έτσι και στο πεζογράφημα (ας διατηρήσουμε
εδώ την ονομασία που δίνει στα κείμενα αυτά ο Μέσκος) «Η κυρά-Καλλιόπ’ η
ντουντού» διασώζει τους κατοίκους της γειτονιάς, με ένα εφέ απαρίθμησης που
φτάνει σχεδόν τη μια σελίδα.
Ο Μέσκος προσπαθεί
να μεταφέρει στη λογοτεχνία τη λαϊκή παροιμία «τέλος καλό, όλα καλά»,
επιχειρώντας εφέ τέλους, που κάποτε, όπως είδαμε, είναι πολύ εντυπωσιακά. Το
πρώτο πεζογράφημα, το «Σκύλο-τροχονόμο», τελειώνει, μετά το ερωτηματικό τι να
έγινε ο σκύλος, με μια όμορφη ποιητική εικόνα: «Ίσως ένα αστεράκι τεφρό,
νοτισμένο από τη μέσα βροχή του σιωπηλού ουρανού» (σελ. 20). Στο αμέσως επόμενο
πεζογράφημα με τίτλο «Τζιτζικιάδα», με ένα εφέ αντίθεσης αναφέρεται στα
μυρμήγκια, παραπέμποντας συνειρμικά στον Αισώπιο μύθο: «Κάτω, ήσυχα και σιωπηλά
και άφαντα δια γυμνού οφθαλμού τα περισσότερα, τα μυρμήγκια εργάζονται σοβαρά…
αεικίνητα, άλλα σκέφτονται, για άλλα νοιάζονται» (σελ. 23). «Στον μπαξέ του
Αλιώπη», όπου αναφέρεται σε ένα ασήμαντο επεισόδιο με μια μικρή του γειτόνισσα,
όταν ήταν παιδιά, αναρωτιέται κλείνοντας το πεζογράφημα: «Μήπως παρέμεινα,
μονίμως, κάποιο παιδί στα έντεκά του χρόνια; Και η Ρίνα τι απόγινε;» (σελ. 19).
Στο μαξιμαλιστικό «Το εξάμηνο», που αναφέρεται στην εκτέλεση ενός μικρού
παιδιού από τους παρακρατικούς, ο Μέσκος
τελειώνει με τη μεταφορά με την οποία ξεκινάει το πεζογράφημα: «Σαν τα λάστιχα,
τα συμπαγή και τα δύσκαμπτα, της δικής μου σαΐτας, που δεν άνοιγαν, δεν τέντωνε
η χαρά τους με τίποτε» (σελ. 50).
Ο «Κύκλος» είναι
τρεις προσωπογραφίες, η προσωπογραφία του «τρελού (τάχα) Δημήτρη Τραϊανού», του
«άλλου τρελού, του ιθαγενή Κλείτου Περδίκα» και του «Παύλου, καλλιτέχνη,
ζωγράφου…». Έξι μακροπερίοδοι παράγραφοι είναι χωρισμένοι σε τέσσερα μέρη. Κάθε
μέρος ξεκινάει με τη φράση «Παλαιόθεν, θαρρείς και από αιώνων», με ελάχιστες
παραλλαγές. Μαζί με τον τίτλο παραπέμπει στην ιδέα μιας αιώνιας επιστροφής.
Το τελευταίο
πεζογράφημα «Τα χελιδόνια» δίνει μια ποιητική εικόνα στα συμπαθή πτηνά με
διδακτικές προεκτάσεις στην τελευταία παράγραφο:
«Όλα μαζί, και τα
μικρόσωμα ασπρόμαυρα (ας τα ονομάσουμε φετινά παιδιά), και τα ενδιάμεσα
σπαθάτα, και τα παλιά, οι μάνες, τ’ αυτοκρατορικά, όλα χελιδόνια παραταγμένα
στα καλώδια, να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να παραδειγματίζονται (αν γίνεται),
ποτέ αντίπαλα μεταξύ τους, μια κοινότητα χελιδονιών πρωί βράδυ στη ζωή».
Αν η συλλογή
ξεκινούσε με την «Τζιτζικιάδα» θα είχαμε μια πλαισίωση των «ανθρωποκεντρικών»,
ας τα πούμε έτσι, πεζογραφημάτων, με δυο κατ’ εξοχήν ποιητικά πεζογραφήματα,
όπου στο πρώτο επικρατούν ηχητικές εντυπώσεις και στο τελευταίο εικαστικές.
(σελ. 3199)
Αφηγήματα αναμνήσεων
λοιπόν περιέχουν και οι τέσσερις αυτές συλλογές, αναμνήσεων που δίνονται με ένα
ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο από ένα λογοτέχνη που είναι κυρίως ποιητής. Το
λαογραφικό τους ενδιαφέρον δεν είναι λιγότερο έντονο από το ιστορικό, καθώς τα
περισσότερα αφηγήματα τοποθετούνται στην πιο σημαντική περίοδο της νεότερης
ιστορίας μας, τη δεκαετία του ’40. Τέλος, το πολυτονικό με το οποίο είναι
τυπωμένες οι συλλογές αυτές υπογραμμίζει ένα αίσθημα νοσταλγίας που ξεχύνεται
απ’ αυτά. (σελ. 3200)
Μπάμπης Δερμιτζάκης