Book review, movie criticism

Saturday, March 31, 2018

Griffin Feng Yueh (岳枫), Xi xiang ji (Το ρομάντζο του δυτικού δωματίου, 1965)


Griffin Feng Yueh (), Xi xiang ji (Το ρομάντζο του δυτικού δωματίου, 1965)


  Η ταινία είναι μεταφορά ενός από τα κορυφαία κινέζικα θεατρικά έργα, «Η ιστορία της δυτικής πτέρυγας» (西厢记), που συχνά μεταφράζεται και ως «Το ρομάντζο του δυτικού δωματίου», γραμμένο από τον Wang Shifu (1250-1337;).
  Στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» δίνω μια περίληψή του.
  «Αν ο Guan Hanqing (Γκουάν Χαντσίν) είναι ο Αισχύλος της Κίνας, ο Wang Shifu, ή Fe Xu, είναι ο κινέζος Σοφοκλής. Προέρχεται και αυτός από το Tatu (Peiping), και, όπως ο Guan Hanqing, πρέπει να γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της δυναστείας Yuan. Έγραψε 22 έργα, όμως η φήμη του στηρίζεται στην Ιστορία του δυτικού δωματίου, έργο σε τέσσερα μέρη, ενώ τότε η πρακτική ήταν το διμερές δράμα. Στο έργο αυτό ο Guan Hanqing πρόσθεσε ένα πέμπτο μέρος, με happy end, για το οποίο άλλοι τον έψεξαν και άλλοι τον επαίνεσαν.
  Στο πρώτο μέρος ο Chang Chunjui ή Chang Sheng συναντά στο ναό την όμορφη Ying Ying, την κόρη ενός πρώην πρωθυπουργού, και την ερωτεύεται. Στο δεύτερο μέρος τη σώζει από κάποιους ληστές, χωρίς να αμειφθεί για την πράξη του. Η Hung Niang, η υπηρέτρια της Ying Ying, το θεωρεί άδικο, και του ζητά να παίξει τη νύχτα το μαντολίνο του για να δουν την αντίδραση της Ying Ying. Αυτή, ακούγοντας το μαντολίνο, συγκινείται. Στο τρίτο μέρος ο Chang Sheng με τη βοήθεια της Hung Niang στέλνει ένα ερωτικό ποίημα στην Ying Ying, και της ζητάει να συναντηθούν. Στο τέταρτο μέρος, όταν η μητέρα της Ying Ying μαθαίνει τα καθέκαστα, στέλνει τον Chang Sheng στην πρωτεύουσα να πάρει μέρος στις κρατικές εξετάσεις, κάτι σαν το δικό μας ΑΣΕΠ, και αν πετύχει, να παντρευτούν. Στο δρόμο ο Chang Sheng διανυχτερεύει σε ένα πανδοχείο, ονειρεύεται ότι κρατάει στην αγκαλιά του την Ying Ying, αλλά ξυπνάει και βλέπει ότι έχει αγκαλιάσει τον λυράρη ακομπανιαδόρο του. Τότε συνειδητοποιεί ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο.
  Το πέμπτο μέρος που πρόσθεσε ο Guan Hanqing έχει, όπως είπαμε, ευτυχισμένο τέλος. Ο Chang Sheng πετυχαίνει στις εξετάσεις, όμως ο Cheng Huan, που θέλει να κερδίσει την Ying Ying, διαδίδει ψεύτικα ότι ο Chang Sheng παντρεύτηκε στην πρωτεύουσα. Μαθεύεται όμως η αλήθεια, και την βραδιά του γάμου των δυο νέων ο Cheng Huan αυτοκτονεί, απελπισμένος που δεν πέτυχε το σχέδιό του.
  Το έργο είναι πολύ μεγάλο, και συνήθως παίζεται κάθε μέρος χωριστά, πάντα με επιτυχία. Είναι από τα πιο αγαπητά στη νεολαία, καθώς ο δραματουργός έχει καταφέρει να δώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις στο ερωτικό συναίσθημα, κυρίως της κοπέλας, η οποία πρέπει να κρατήσει την έκφρασή του μέσα στα όρια της αξιοπρέπειας και της κομφουκιανής ηθικής».
  Αυτό που κατάφερε να δώσει ο δραματουργός το έδωσε με επίσης πολύ επιτυχημένο τρόπο και ο Γιουέ Φενγκ, δηλαδή την έκφραση του έρωτα της κοπέλας «μέσα στα όρια της αξιοπρέπειας και της κομφουκιανής ηθικής».
  Η ταινία μένει στα τέσσερα πρώτα μέρη, για να τελειώσει με την επιστροφή του Τσανγκ Σενγκ και το γάμο του με την Γινγκ γινγκ. Όσο για τον Τσενγκ Χουάν με τον οποίο την είχε αρραβωνιάσει ο πατέρας της δεν εμφανίζεται καθόλου.
  Εξαιρετική η Ching Lee στο ρόλο της υπηρέτριας, που πείθει την μητέρα της Γινγκ γινγκ να κρατήσει την υπόσχεσή της και να την παντρέψει με τον Τσενγκ Χουάν αφού αυτός τους γλίτωσε από τους ληστές.
  Η ταινία είναι σαν μεταφορά κινέζικης όπερας. Οι ενδυμασίες, το στυλιζαρισμένο παίξιμο, και φυσικά το τραγούδι, θυμίζουν έντονα την όπερα του Πεκίνου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι υπάρχει μια χορωδία που όμως, αντίθετα με το χορό της αρχαίας τραγωδίας, εδώ τραγουδάει «αφηγηματικά» και όχι λυρικά.
 Έχουμε δει άλλες δυο ταινίες του Griffin Yueh Feng, το «Άσπρο φίδι», κινηματογραφική μεταφορά της περίφημης όπερας του Πεκίνου, και τον «Βιασμό του ξίφους», ένα επίσης μουσικό έργο με την Ching Lee σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
  Σιγά σιγά θα δω και άλλες ταινίες του.   
  Εδώ είναι η ανάρτησή μου για την ταινία του 1927, που έγινε μετά. 

Rayhana Obermeyer, A mon age je me cache encore pour fumer (Ακόμα κρύβομαι για να καπνίσω, 2016)


Rayhana Obermeyer, A mon age je me cache encore pour fumer (Ακόμα κρύβομαι για να καπνίσω, 2016)


  Η ταινία μου θύμισε το «Εντός ορίων», που από προχθές προβάλλεται στους κινηματογράφους, για δυο λόγους: ο πρώτος, η ίδια πρωταγωνίστρια, η Hiam Abbass, σε μια επίσης εξαιρετική ερμηνεία, υποδυόμενη μια παρόμοια περσόνα. Ο δεύτερος, και εδώ η δράση τοποθετείται σε ένα κλειστό χώρο, ένα χαμάμ το οποίο διευθύνει η Abbass. Δίνει εντολές, κατευθύνει τις άλλες γυναίκες, προσπαθεί να τα προλάβει όλα· και κυρίως να προστατεύσει μια νεαρή γυναίκα που είναι έγκυος, και ο αδελφός της, φονταμενταλιστής μουσουλμάνος (η υπόθεση τοποθετείται στο Αλγέρι, το 1995), ζητάει να τη σκοτώσει γιατί πρόσβαλε την τιμή της οικογένειας.
  Και εδώ επίσης γύρω από το υποτυπώδες σασπένς - θα την ξετρυπώσει τελικά; - πλέκονται τα διάφορα επεισόδια, επεισόδια δεικτικά που διεκτραγωδούν τη θέση της γυναίκας σε μια ισλαμική κοινωνία. Ο τίτλος εξάλλου της ταινίας είναι ιδιαίτερα ενδεικτικός.
  Θα αναφέρουμε μόνο ένα επεισόδιο. Ένα κοριτσάκι, μουγγό, το βάζει στα πόδια όταν γίνεται αναφορά στο κοράνι. Γιατί; Η Abbass εξηγεί. Βίασαν και σκότωσαν τις αδελφές της και ξεκοίλιασαν την έγκυο μητέρα της φονταμενταλιστές ισλαμιστές κραυγάζοντας το γνωστό «Αλλάχ ακμπάρ», ο Αλλάχ είναι μεγάλος.
  Στο χαμάμ έρχεται κάποια στιγμή και μια ισλαμίστρια. Της λένε: το δικό σας ισλάμ δεν είναι ίδιο με το δικό μας.
  Το έχω ξαναγράψει, κάτι που το ξεχνάμε εύκολα. Αυτοί που κυρίως πολεμούν το φονταμενταλιστικό ισλάμ δεν είναι οι διάφορες υπηρεσίες της Δύσης αλλά οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι. Αυτοί απέτρεψαν στην Αίγυπτο τους αδελφούς-μουσουλμάνους από το να καταλάβουν την εξουσία. Και βέβαια στην Αλγερία ήταν η ίδια η κυβέρνηση που συγκρουόταν μαζί τους. Η Γιασμίνα Χαντρά στα πρώτα της βιβλία αναφέρεται σ’ αυτή τη σύγκρουση.
  Οι γυναίκες αποχωρούν από το χαμάμ παριστάνοντας όλες τις έγκυες. Ο αδελφός, χωρίς να το αντιληφθεί, ορμάει στην πρώτη έγκυο που βλέπει και την μαχαιρώνει. Η Abbass, αμέσως μετά, θα ορμήσει πάνω του και θα τον μαχαιρώσει.
  Δεν ήταν η αδελφή του. Είναι εκείνη που αφηγείται την ιστορία, νεκρή πια, από την ταράτσα του σπιτιού της, σε ένα εξαιρετικό ποιητικό τέλος, με τις μαντίλες που έχει αφαιρέσει από τις γυναίκες να πετάνε σαν κοράκια στον ουρανό.
  Και βέβαια στο μυαλό μου ήλθε επίσης μια άλλη ταινία, την οποία μάλιστα χρησιμοποίησα σε μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο, «Οι σιωπές του παλατιού» της Μουφίντα Τλατλί, που αναφέρεται και αυτή στην καταπίεση της γυναίκας στην Αλγερία. Η απελευθέρωση από τους γάλλους δεν έφερε και την απελευθέρωση της γυναίκας.
  

 

Friday, March 30, 2018

Julien Rambaldi, Bienvenue à Marly-Gomont (The African doctor, 2016)


Julien Rambaldi, Bienvenue à Marly-Gomont (The African doctor, 2016)



  Πραγματική ιστορία, που δίνεται όμως με αρκετά στοιχεία κωμωδίας.
  Ο γιος αφηγείται την ιστορία του πατέρα του, που την βλέπουμε σαν αναδρομή. Ο πατέρας του, από το Ζαΐρ, έχοντας μόλις πάρει το πτυχίο της ιατρικής, ψάχνει για δουλειά. Θα βρει σε ένα μικρό χωριό. Δεν είναι ό,τι καλύτερο, όμως αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να φέρει την οικογένειά του και να πάρει τη γαλλική υπηκοότητα. Έχει καλύτερη προσφορά στην πατρίδα του, προσωπικός γιατρός του προέδρου, όμως στη Γαλλία τα παιδιά του θα έχουν την ευκαιρία για μια καλύτερη μόρφωση.
  Δεν θα γίνει αποδεκτός αμέσως από τους κατοίκους του χωριού. Θα τα καταφέρει σιγά σιγά, και προπαντός όταν ξεγεννήσει μια έγκυο γυναίκα που της ήλθαν πρόωρα οι σπασμοί και δεν προλάβαινε να πάει στο νοσοκομείο.
  Μπορεί να γέλασα πολύ μ’ αυτή την κωμωδία, όμως μου άφησε και μια πικρή γεύση. Για μια ακόμη φορά βλέπω ότι ο ρατσισμός καλά κρατεί. Και βέβαια όχι σε ακροδεξιές οργανώσεις αλλά στον απλό κόσμο.

Thursday, March 29, 2018

Donato Carrisi, La ragazza nella nebbia (Το κορίτσι στην ομίχλη, 2017)


Donato Carrisi, La ragazza nella nebbia (Το κορίτσι στην ομίχλη, 2017)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Συναρπαστικό crime, thriller «Το κορίτσι στην ομίχλη». Διαθέτει σε μεγάλη δόση τη συνταγή, τις συνεχείς ανατροπές. Βέβαια αυτό το πετυχαίνει ο σκηνοθέτης, που είναι και ο σεναριογράφος, με μια επιτυχημένη σάτιρα, της αστυνομίας που όταν δεν βρίσκει «κατασκευάζει» ενόχους, των ΜΜΕ που μπορούν να σκαρώσουν τα πάντα για την τηλεθέαση, και των δικηγόρων που καραδοκούν σαν τσακάλια να απομυζήσουν τα θύματα της δικαιοσύνης.
  Ένα κορίτσι εξαφανίζεται. Υπάρχουν υποψίες, αλλά και ενδείξεις, ότι ένοχος είναι ένας καθηγητής. Όμως είναι;
  Το θέμα της σάτιρας που ανέφερα ανεβάζει σημαντικά την ταινία, την οποία αξίζει να δείτε.

Philippe Van Leeuw, Εντός ορίων (Insyriated, Innenleben, 2017


Philippe Van Leeuw, Εντός ορίων (Insyriated, Innenleben, 2017)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Εξαιρετικά πρωτότυπος ο αγγλικός νεολογισμός, Insyriated. Σαν παθητική μετοχή, θα μπορούσαμε να τον μεταφράσουμε με μια δική μας παθητική μετοχή, εγκλωβισμένοι: εγκλωβισμένος στη Συρία. Για την ακρίβεια, εγκλωβισμένοι σε ένα διαμέρισμα. Όχι μόνο η οικογένεια που ζει εκεί αλλά και ένα ζευγάρι από τον πάνω όροφο μιας πολυκατοικίας που έχει καταστραφεί από οβίδες, και τους φιλοξενούν. Έχουν και ένα μωρό. Είναι έτοιμοι για την «απόδρασή» τους από τη Συρία, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι συμπατριώτες τους που αποβιβάζονται ή ξεβράζονται στις ελληνικές ακτές. Ο άνδρας είναι διστακτικός, η γυναίκα όμως καθόλου.
  Φεύγοντας από το σπίτι θα τον πυροβολήσει ένας ελεύθερος σκοπευτής, αμέσως στην αρχή της ταινίας. Θα το κρύψουν από τη γυναίκα του. Και μετά;
  Η όλη ιστορία διαδραματίζεται σαν αρχαία τραγωδία με ενότητα χώρου, χρόνου, δράσης, συμβατικά σε μια μέρα. Η μητέρα Ουμ Γιαζάν (δηλαδή η μητέρα του Γιαζάν. Να σας ξενερώσω, η γυναίκα προσδιορίζεται σαν η μητέρα κάποιου. Το έμαθα από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, όπου ένα από τα απρόσωπα είναι η Ουμ Μιχάλης, η μητέρα του Μιχάλη) προσπαθεί να προφυλάξει την οικογένεια από τους βομβαρδισμούς. Όταν τα πράγματα σκληραίνουν και οι οβίδες πέφτουν πιο πυκνές και πιο κοντά, τους μαζεύει στην κουζίνα. Ακούραστη τρέχει από εδώ και από εκεί. Άξιζε το βραβείο ερμηνείας η Hiam Abbass. Αλλά και η Diamand Bou Abboud σαν Χαλίμα, η μητέρα του μωρού, όπως και η Julliete Navis σαν υπηρέτρια Delhani, δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες.
  Η Χαλίμα δεν θα γλιτώσει τον βιασμό.
  Ποιοι την βιάσανε; Από το στρατόπεδο των κυβερνητικών ή της αντιπολίτευσης; Ή απλώς πλιατσικολόγοι;
  Δεν θα μας ειπωθεί γιατί δεν έχει σημασία.
  Βλέποντας την ταινία μου ξανάλθε στο μυαλό μια παλιά μου διαπίστωση, που μου ήλθε και λίγες μέρες πιο πριν διαβάζοντας το «Γινάτι» του Γιάννη Καλπούζου: Οι θύτες είναι οι ένοπλοι, και από τις δυο μεριές, και τα θύματα οι άμαχοι, και από τις δυο μεριές.
  Εξαιρετική ταινία, δεν θα κάνω το σπόιλερ να σας πω το τέλος, όμως όταν δείτε την ταινία θα αποδεχτείτε αυτό το τέλος.

Mark Forster, All I see is you (Μόνο εσένα βλέπω, 2016)


Mark Forster, All I see is you (Μόνο εσένα βλέπω, 2016)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Αρκετά καλή ταινία. Προχωράει αργά και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αρχή, όμως κορυφώνεται σε ένα συναρπαστικό κρεσέντο.
  Η Τζίνα είναι τυφλή εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος στο οποίο σκοτώθηκαν οι γονείς της ενώ σώθηκε αυτή και η αδελφή της. Είναι παντρεμένη με τον Τζέημς, τον οποίο δεν γνώριζε πριν.  
Κάποια στιγμή ένας οφθαλμίατρος χειρούργος δίνει ελπίδες, για το ένα μάτι. Και το θαύμα γίνεται, μετά από την επιτυχημένη χειρουργική επέμβαση η Τζίνα βλέπει. Όμως αυτό αναστατώνει τη ζωή τους. Δεν νοιώθει εξαρτημένη πια από τον Τζέημς, πράγμα που του κακοφαίνεται. Δημιουργούνται εντάσεις ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή ο Τζέημς δοκιμάζει να την φέρει πάλι κοντά του.
  Με ποιο τρόπο;
  Με ανάλογο τρόπο με αυτόν που δοκίμασε και η γυναίκα στην «Αόρατη κλωστή». Χωρίς επιτυχία όμως.
  Ο Φόρστερ δημιουργεί εικαστικά πλάνα, μεταξύ εξπρεσιονισμού και αφηρημένης ζωγραφικής, υποβάλλοντας «ρεαλιστικά» τη θολή όραση της Τζίνας.
  Οι συνειρμοί λειτουργούν σε σχέση με την τυφλότητα. Δεν θα αναφερθώ στη λογοτεχνία παρά μόνο στον κινηματογράφο. Στην ανάρτηση που έκανα για το «Blind way» του Li Yang έκανα μια αναφορά σε κάποιες ταινίες με ίδιο θέμα, όμως ξέχασα να αναφέρω το «Άρωμα γυναίκας», ενώ την «Τυφλή αγάπη» της Naomi Kawase (παίζεται ακόμη στο Άστυ) την είδα μετά.

Barry Sonnenfeld, The Addams family (1991) και Addams family values (1993)




  Δυο μαύρες κωμωδίες γύρισε ο Barry Sonnenfeld πάνω σε ήρωες-καρτούν του Charles Samuel Addams (1912-1998), που δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει τους ήρωές του να ζωντανεύουν στη μεγάλη οθόνη.
  Μαύρες κωμωδίες και οι δυο, πολύ απολαυστικές, ιδιαίτερα η δεύτερη.
  Η πρώτη μου θύμισε τις κωμωδίες της Κρητικής Αναγέννησης. Εκεί, ο νεαρός αποδεικνύεται ότι είναι ο χαμένος γιος του γέρου ερωτύλου που προσπαθεί να παντρευτεί την κοπέλα που εκείνος αγαπά. Εδώ, ο Φέστερ που εισδύει στην οικογένεια Άνταμς υποκρινόμενος ότι είναι ο πεθαμένος αδελφός του Γκομέθ Άνταμς, ο οποίος μάταια καλούσε τόσα χρόνια το πνεύμα του σε συνεδρίες, για να τον κλέψει, αποδεικνύεται ότι είναι πράγματι ο αδελφός του, ότι δεν είχε πεθάνει.
  Στη δεύτερη εισδύει στην οικογένεια Άνταμς σαν γκουβερνάντα μια γυναίκα που σκοτώνει τους άνδρες της και τους κληρονομεί. Έχει όμως αποκαλυφθεί και η αστυνομία την καταδιώκει. Θα ξελογιάσει τον Φέστερ και θα τον παντρευτεί. Αλλά βέβαια δεν θα πετύχει το σχέδιό της.
  Και στις δυο κωμωδίες εμφιλοχωρεί το φανταστικό, με κυρίαρχο ένα χέρι που κάνει διάφορα. Στη δεύτερη ταινία θα το δούμε να οδηγεί ένα αμάξι. Και, όπως στις περισσότερες κωμωδίες, κωμικό δεν είναι κυρίως το στόρι αλλά τα διάφορα γκανγκ και οι κωμικές ατάκες, εδώ κατάμαυρες.
  Από τα πιο κωμικά επεισόδια είναι αυτά της κατασκήνωσης όπου στέλνονται τα δυο παιδιά του Γκομέθ και της Μορτίσια, την οποία υποδύεται έξοχα η Αγγέλικα Χιούστον. Εξαιρετικός και ο Raul Julia, που έμελε να πεθάνει την επόμενη χρονιά, από καρδιακή προσβολή, αφού είχε εγχειρισθεί για καρκίνο του στομάχου.    



Monday, March 26, 2018

Xie Fei (谢飞), Black snow (本命年1990)


Xie Fei (谢飞), Black snow (本命1990)


  Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο αγγλικός τίτλος είναι αυτός του μυθιστορήματος του οποίου ο Xie Fei (Σιέ Φέι) έκανε την κινηματογραφική μεταφορά. Ο κινέζικος σημαίνει τη χρονιά που κάποιους γίνεται 12, 24, 36, 48, 60, 72, 84, 96 χρονών, όταν τα Δώδεκα Γήινα Κλαδιά κάνουν μια πλήρη περιστροφή.
  Κάποιους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους παρακολουθεί στην ταινία του με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, με την κάμερα ανά χείρας, ο Xie Fei. Είναι η πρώτη κινέζικη ταινία που γυρίστηκε με steadycam.   Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους που βρίσκονται όχι μόνο στο κοινωνικό περιθώριο αλλά και στην παρανομία.
  Η κάμερα παρακολουθεί σε τρία πλάνα τον Τσουάν Τζι στην επιστροφή του από τη φυλακή, ενώ πέφτουν ταυτόχρονα και τα γράμματα της αρχής. Το τρίτο πλάνο, 1.11΄΄ λεπτά, τον παρακολουθεί καθώς κατευθύνεται στο σπίτι του μέσα από τα στενά δρομάκια του hutong. Το μακρύ αυτό πλάνο συμβολίζει τη μακρά πορεία της επιστροφής.
  Θα δουλέψει πουλώντας ρούχα σε ένα πάγκο. Θα αντισταθεί σε ένα γνωστό του που του προτείνει κάτι παράνομο.
  Θα γνωρίσει μια τραγουδίστρια που δουλεύει για τέσσερα yuan κάθε βράδυ, τη στιγμή που ο καφές κάνει πέντε. Χρειάζεται την πείρα που θα αποκτήσει για να ανέβει σε πιο πάνω σκαλιά. Από τα πιο πάνω σκαλιά όμως (τα τέσσερα yuan θα αυξηθούν) θα κατρακυλήσει. Ο Τσουάν Τζι θα την ερωτευθεί, πράγμα που θα αποβεί μοιραίο γι’ αυτόν.
  Ένας φίλος του, κατάδικος σε στρατόπεδο εργασίας, θα δραπετεύσει. Δεν αντέχεται η ζωή εκεί, λέει. Μα είσαι καταδικασμένος, δεν είναι εύκολο να τη γλιτώσεις. Θα προσπαθήσω πηγαίνοντας στο Νότο, και από εκεί ίσως τα καταφέρω να φύγω για το εξωτερικό.
  Ο Τσουάν Τζι περιφέρεται απελπισμένος για τη χαμένη του αγάπη, την τραγουδίστρια, και πέφτει πάνω σε κάτι κλεφτρόνια. Προσπαθώντας να τους αντισταθεί θα τον μαχαιρώσουν. Το τραγικό του τέλος, που είναι μεν κατά το εικός αλλά όχι και κατά το αναγκαίον (ένα τέτοιο τέλος είναι ευλογοφανές, αλλά θα μπορούσε και να αποφευχθεί), εκφράζει την απαισιόδοξη ματιά του σκηνοθέτη για τη ζωή.  
  

Sunday, March 25, 2018

Walter Salles (1956 - ) All his films


Walter Salles (1956 - ) All his films


  Έχω κάνει ήδη μια συνολική ανάρτηση με σχεδόν όλα τα έργα του βραζιλιάνου Βάλτερ Σάλες, παραπέμποντας όμως με συνδέσμους σ’ εκείνα για τα οποία είχα γράψει. Αποφάσισα τώρα, όπως το συνηθίζω πια, να κάνω συνολική ανάρτηση χωρίς συνδέσμους, με όλα τα κείμενα. Τα παραθέτω όχι με τη σειρά που τα ανάρτησα που είναι και η σειρά που είδα τις ταινίες αλλά με τη σειρά που γυρίστηκαν οι ταινίες. Σ’ αυτή την ανάρτηση προσθέτω την τελευταία και την πρώτη ταινία του, που δεν τις είχα δει τότε. Την πρώτη την είδα τώρα ενώ την τελευταία, «Στο δρόμο», την επόμενη χρονιά που γυρίστηκε. 

A grande arte (Exposure, the knife, 1991)

  Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Το «Η μεγάλη τέχνη» είναι φράση παρμένη από ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου. «ἓν δ᾽ ἐπίσταμαι μέγα, τὸν κακῶς ‹μ᾽› ἔρδοντα δεινοῖς ἀνταμείβεσθαι κακοῖς».
  Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τρεις μεταφράσεις (του Ι.Θ. Κακριδή εντελώς άστοχη, εκτός και αν δεν μεταφέρθηκε σωστά). Εγώ όμως θα προτείνω τη δική μου, προσπαθώντας να είναι σύμφωνη με τον τίτλο του έργου του Σάλες. «Μια μεγάλη τέχνη κατέχω, πώς σ’ εκείνον που μου κάνει κακό να κάνω μεγαλύτερο κακό».
  Προϊδεάζει ο τίτλος.
  Πρόκειται πράγματι για θρίλερ. Ένα θρίλερ με θέμα την εκδίκηση.
  Κάποιοι φονιάδες σκοτώνουν με μαχαίρι μια πόρνη και της χαράζουν το πρόσωπο. Ψάχνουν για μια δισκέτα. Πόρνη, αλλά είναι το αγαπημένο μοντέλο του φωτογράφου.
  Στην αρχή της ταινίας τον βλέπουμε να φωτογραφίζει ένα καυγά. Κάποιος κλέβει την τσάντα κάποιου. Αυτός τον κυνηγάει. Τον προφταίνει. Ο άλλος βγάζει μαχαίρι. Το αποφεύγει. Ένας συνεργός του βγάζει κι αυτός μαχαίρι, πίσω του. Ο φωτογράφος του φωνάζει «Πρόσεχε». Γυρνάει και τον αποφεύγει, βγάζοντας το δικό του μαχαίρι και καρφώνοντάς τον στην κοιλιά του.  
  Αργότερα θα ψάξει και θα τον βρει, από τις φωτογραφίες που έβγαλε. Ξέρει πολύ καλά την τέχνη του μαχαιριού, θέλει να του τη μάθει. Γιατί; Για να εκδικηθεί το θάνατο του μοντέλου του. Ένα πιστόλι θα ήταν πιο εύκολο και πιο ακίνδυνο, τον συμβουλεύει αυτός.
  Εδώ κολλάει το απόσπασμα του Αρχίλοχου: Όχι, ο θάνατος με σφαίρα θα ήταν ανώδυνος, θέλει να του κάνει μεγαλύτερο κακό.
  Και, να μην πούμε το στόρι, ξεκινάει η καταδίωξη, με μια μεγάλη ανατροπή στο τέλος. Και φυσικά με το χάπι εντ: μαζί με την κοπέλα του ξανά που τον είχε παρατήσει, μη συμφωνώντας με το σχέδιό του για μια τέτοια εκδίκηση. Αφού φυσικά μαχαίρωσε τον κακό.

Socorro Nombre (Life somewhere else, 1995)

  Η δεύτερη, αλλά μικρού μήκους, ταινία του Σάλες. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που αναφέρεται στην πραγματική ιστορία ενός πολωνού γλύπτη που κατέφυγε στην Βραζιλία μετά την εισβολή των γερμανών στην πατρίδα του, κατά την οποία έχασε όλη την οικογένειά του. Μια καταδικασμένη σε είκοσι χρόνια φυλακή, διαβάζοντας σε ένα περιοδικό ένα άρθρο για τη ζωή του, του γράφει, και από τότε αρχίζει μια αλληλογραφία ανάμεσά τους.

Terra estrangeira (Ξένη γη, 1996)

  Σίγουρα δεν είναι όπως ο «Κεντρικός σταθμός» που παρουσιάσαμε πριν κάμποσους μήνες από το blog μας. Πάντως είναι μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, με τους ταλαιπωρημένους νέους να έχουν μπλεχτεί στα γρανάζια κακοποιών. Η φτώχεια, η απελπισία και τα ναρκωτικά είναι αιτίες που μπορούν να σε σπρώξουν εύκολα στο δρόμο της παρανομίας. Οι δυο νέοι στο τέλος θα ξεφύγουν από το κυνήγι των κακοποιών, αφού σκοτώσουν έναν από αυτούς. Η κοπέλα οδηγεί, ενώ ο νεαρός είναι αιμόφυρτος στο διπλανό κάθισμα, και περνάνε τα ισπανικά σύνορα από την Πορτογαλία σπάζοντας την μπάρα σε έναν μικρό συνοριακό σταθμό. Η κάμερα τους δείχνει από μακριά, για πολύ ώρα, ένας από τους κλασικούς τρόπους με τους οποίους τελειώνει μια ταινία.
  Και αναρωτιόμαστε: και το βιολί που μέσα του είναι κρυμμένα τα διαμάντια τι έγινε; Μας κορόιδεψε ο σκηνοθέτης;
  Και έχουμε ένα εφέ έκπληξης. Εκεί που κανονικά θα έπρεπε να πέφτουν τα γράμματα του τέλους, βλέπουμε ένα φτωχό ζητιάνο να παίζει βιολί. Τελικά η κοπέλα είχε χαρίσει το βιολί σε ένα ζητιάνο, χωρίς να ξέρει για το περιεχόμενό του. Κάποιος απρόσεκτος αναποδογυρίζει τη θήκη που είναι δίπλα. Χύνονται τα διαμάντια σαν χάντρες ψεύτικου κομπολογιού. Οι περαστικοί περνάνε και τις πατάνε. Ίσως κάποιο παιδί, αργότερα, τις ανακαλύψει και τις πάρει για να παίξει. Όμως η ταινία δεν μας το δείχνει.

Central do Brazil (Κεντρικός Σταθμός, 1998)

  Το έχω ξαναγράψει πως ένας λόγος που μου αρέσει ο τριτοκοσμικός κινηματογράφος είναι για τα ανθρωπολογικά στοιχεία που προσφέρει. Η ταινία του βραζιλιάνου Walter Salles «Κεντρικός Σταθμός» (1998) είναι μια τρυφερή ταινία ανατροπών. Μια γυναίκα πουλάει ένα παιδάκι αλλά ύστερα μετανιώνει και το αρπάζει απ’ αυτούς που τους το πούλησε. Τα αγοράζουν δήθεν για υιοθεσία, αλλά στην πραγματικότητα για να τους πουλήσουν τα όργανα. (Ξαναδιαβάζοντας για διόρθωση θυμήθηκα και ένα ανάλογο διήγημα της Isabelle Allende, νομίζω το μόνο βιβλίο με διηγήματα που έγραψε. Για να δούμε, θα το βρω στο google; Το βρήκα, είναι από το Cuentos de Eva Luna). Κατόπιν θα ξεκινήσουν ένα μακρύ ταξίδι για να βρουν το πατέρα του παιδιού. Μετά από πολλά συγκινητικά επεισόδια θα φτάσουν στο σπίτι του. Ο ίδιος λείπει, αλλά βρίσκονται εκεί οι δυο μεγαλύτεροι γιοι του. Η γυναίκα θα φύγει αφήνοντας το παιδί στα ασφαλή χέρια των αδελφών του.
   Τα ανθρωπολογικά στοιχεία που βρήκα και με εντυπωσίασαν:
  Μεγάλο ποσοστό αγραμματοσύνης: Η γυναίκα είναι συνταξιούχος δασκάλα, και γράφει γράμματα για ανθρώπους που δεν ξέρουν να γράφουν.
  Η φοβερή εγκληματικότητα: Ένας άνδρας κλέβει κάτι, τον κυνηγούν, τον πιάνουν, αλλά δεν τον παραδίδουν στην αστυνομία. Τον εκτελούν αμέσως.

Walter Salles, Pamela Thomas, O primeiro Dia (Midnight, Η πρώτη μέρα, 1999)

  Μ’ αρέσει ο Salles, ο «Κεντρικός σταθμός» είναι μια καταπληκτική ταινία. Και η «Πρώτη μέρα», που στα αγγλικά έγινε «Μεσάνυχτα», είναι μια πολύ καλή ταινία. Παρόλο που έγινε, φαντάζομαι, με παραγγελιά (έχει σαν φόντο την γιορτή της χιλιετίας, την θυμόμαστε όλοι), και τα κατά παραγγελία έργα δεν είναι πάντοτε τα πιο επιτυχημένα, η ταινία μου άρεσε. Αποτελεί εξάλλου και μια παρωδία της παραγγελιάς: ενώ όλος ο κόσμος γιορτάζει τον ερχομό της νέας χιλιετίας, κάποιοι άνθρωποι ζουν δυστυχισμένες ζωές. Για μια στιγμή φαίνεται ότι η ζωή θα τους χαμογελάσει. Και τους χαμογελάει. Για λίγο. Μετά πάλι αλλάζουν όλα. Ο άνδρας δολοφονείται. Η γυναίκα μένει μόνη, όμως φαίνεται να έχει ξεπεράσει τη διάθεσή της να αυτοκτονήσει.
  Μου έχουν γίνει εμμονή οι «ρίζες της σύμπτωσης», και να τις πάλι, κάνουν την εμφάνισή τους, θυμίζοντάς μου κάτι ακριβώς τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, ίσως μόνο και μόνο για να κάνουν πιο μεγάλο αυτό το σημείωμα, που δεν σκόπευα να το κάνω μεγαλύτερο από την παράγραφο που έπιασε.
  Θα ξεκινήσω με διαφήμιση. Ο εκδότης μου, ο Αλέξανδρος Δεσύλλας (εκδόσεις ΑΛΔΕ, μου εξέδωσε φέτος το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας») αποφάσισε να βγάλει μια σειρά μικρών βιβλίων, των τριών δεκαεξασέλιδων που θα πωλούνται 4-5 ευρώ, με διηγήματα κυρίως, την οποία τιτλοφορεί «metroαναγνώσματα», για να τα διαβάζει κανείς στο μετρό, αλλά και στο λεωφορείο ή το τραμ, κατά τη διαδρομή από και προς τη δουλειά. Σήμερα πήρα τα τέσσερα πρώτα που κυκλοφόρησαν, και τα οποία είναι τα εξής: Αλέξανδρου Βαλαβάνη, «Για όσο κρατήσει», Χριστίνας Καμπά, «Κράτα με στα χείλη σου», Αντώνη Δεσύλλα, «Σαν παλιό σινεμά» και Δημήτρη Κεραμέα, «Το άλλο μπλουζ».
  Τέλειωσε η διαφήμιση.
  Και οι «ρίζες της σύμπτωσης»:
  Έχω γράψει κι εγώ τρία διηγήματα. Τα δυο έχουν αναρτηθεί στο Λέξημα, το άλλο είναι ανέκδοτο. Τα έγραψα το 1997, το 2000, και το περασμένο Πάσχα αντίστοιχα. Όλα μαζί μετά βίας μπορούν να καλύψουν 35 σελίδες, και έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω τουλάχιστον ένα διήγημα ακόμη για να καλυφθούν τα τρία δεκαεξασέλιδα.
  Το έγραψα χθες το βράδυ. Ο ήρωάς μου αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Με ποιον τρόπο; Πέφτοντας από την ταράτσα του σπιτιού του (μη σχηματίσετε λαθεμένη εντύπωση, είναι γραμμένο με χιούμορ). Την τελευταία στιγμή μετανιώνει και δεν πέφτει.
  Και η σύμπτωση:
  Η ηρωίδα του Salles ετοιμάζεται και αυτή να αυτοκτονήσει. Και όχι με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά πέφτοντας και αυτή από την ταράτσα. Σώζεται την τελευταία στιγμή.
  Οι συμπτώσεις φτάνουν μέχρι εδώ. Γιατί αυτή δεν το μετανιώνει, αλλά την αρπάζει ο ήρωας όταν έχει ήδη αρχίσει να πέφτει στο κενό.
  Ας το αναφέρω κι αυτό, έχω γράψει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με αυτόν τον κλεμμένο τίτλο (το έργο είναι του Άρθουρ Καίσλερ), για κάποιες φοβερές συμπτώσεις, και οι πιο φοβερές συνέβησαν τη μέρα που το έγραφα (με εξαίρεση τις 2 πρώτες σελίδες, Α4, οι υπόλοιπες 22 γράφηκαν σε μια μέρα).
  Πότε θα το εκδώσω; Μα δεν σκοπεύω. Ίσως ο κληρονόμος μου. Μαζί με άλλα τρία που θα απαρτίζουν μια τετραλογία. Τα δυο από αυτά είναι επίσης αυτοβιογραφικά (τελικά το ένα από αυτά εκδόθηκε. Είναι το μυθιστόρημά μου «Το μυστικό των εξωγήινων». Τώρα το γιατί δεν ήθελα να εκδοθεί ενόσω είμαι εν ζωή είναι πολύ μεγάλη ιστορία για να την αφηγηθώ εδώ).
  Αυτά για τον Salles και για τις «Ρίζες της σύμπτωσης».

Abril despedaçado (Ξεσκισμένος Απρίλης, Behind the sun, 2001)

  Πρόκειται για ένα έργο με θέμα τη βεντέτα. Το μόνο αντίστοιχο έργο που έχουμε υπόψη μας δεν είναι κινηματογραφικό αλλά μυθιστόρημα, το «Κουστούμι από χώμα» της Ιωάννας Καρυστιάννη, που η κινηματογραφική μεταφορά της «Μικράς Αγγλίας» έχει κατακτήσει το κινηματογραφόφιλο κοινό. Είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο του Ισμαήλ Κανταρέ. Η υπόθεση βέβαια τοποθετείται στη Βραζιλία.
  Δεν ξέρω αν συμβαίνει στην πραγματικότητα ή είναι απλά επινόηση μαγικού ρεαλισμού: Ο δολοφόνος παρίσταται στο πένθος της οικογένειας, με την οποία συνήθως κηρύσσεται ανακωχή μέχρι να κιτρινίσει το αίμα στο πουκάμισο του νεκρού, που είναι κρεμασμένο σε μια απλώστρα, εκτεθειμένο στον άνεμο και τη βροχή. Υπάρχουν κανόνες στη βεντέτα, ο εκάστοτε στόχος είναι ο τελευταίος δολοφόνος και όχι οποιοδήποτε μέλος της άλλης οικογένειας. Ο γέρο πατριάρχης αρνείται την υπόδειξη του γιου του να μαζέψουν τους δικούς τους και πάνε να ξεπαστρέψουν όλα τα μέλη της άλλης οικογένειας. Το αίμα έχει την ίδια αξία για καθένα. Δεν έχεις το δικαίωμα να πάρεις περισσότερο αίμα από ό, τι πήραν από σένα, γιατί αλλιώς θα το πληρώσεις διπλό, είτε εδώ είτε στην άλλη ζωή, του λέει.
  Όπως και στο έργο της Καρυστιάννη, η βεντέτα παίρνει τέλος, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αυτός που σκοτώνεται είναι ο μικρός αδελφός, κατά λάθος, ενώ ο μεγάλος, το επόμενο θύμα, είναι έτοιμος να το σκάσει, γεμίζοντας ντροπή την οικογένεια, υπακούοντας στην προσταγή του έρωτα. Αρνείται να πάρει το όπλο του πατέρα του για να εκδικηθεί. Η βεντέτα, όπως λέει η μητέρα του, έχει πάρει πια τέλος. Και συναινεί σ’ αυτό.
  Ο μεγάλος κινηματογράφος είναι σχεδόν πάντα ποιητικός. Η σκηνή με την κοπέλα να γυρνάει σαν προπέλα σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα σκοινί, ιδωμένη από διάφορες γωνίες της κάμερας, είναι ολότελα ποιητική, όπως και η τελευταία, με τον νεαρό Τόνιο να ατενίζει τη θάλασσα, με τεράστια κύματα να ξεσπάνε στην ακτή.

Diarios de moticicleta (Τα ημερολόγια μοτοσικλέτας, 2004)

  Το έργο το έχω ξαναδεί, όπως και ένα ντοκιμαντέρ πάνω στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα στο οποίο μιλάει ο σύντροφός του. Ο σύνδεσμος εδώ γράφει τα πάντα για το έργο. Εγώ να πω μόνο ότι θαύμασα το ήθος και την προσωπικότητα του Τσε από αυτή την ταινία. Δεν είναι να απορεί κανείς που έγινε το σύμβολο του αγνού επαναστάτη. 

Dark Water (Σκοτεινά νερά, 2005)

  Τα θρίλερ δεν μου αρέσουν καθόλου, αλλά όταν πρόκειται για τον Σάλες είπα να κάνω μια εξαίρεση. Και καθώς είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος, είπα να δω πρώτα την ομώνυμη ταινία του Hideo Nakata, που αν δεν ήταν κι αυτή βασισμένη στο μυθιστόρημα Honogurai Mizuno Soko Kara του Koji Suzuki θα λέγαμε ότι η ταινία του Salles ήταν απλά ένα remake. Βέβαια, όπως διαβάζουμε στα γράμματα τέλους, ο Σάλες βασίστηκε και στην ταινία του Hideo Nakata.
  Φυσικά δεν ξέρω το μυθιστόρημα, όμως καθώς αρχικά ο Σάλες ακολουθούσε ακριβώς τα βήματα του Nakata ένοιωθα να βαριέμαι. Γρήγορα όμως άρχισε να δίνει τη δική του παραλλαγή πάνω στην κύρια αφηγηματική γραμμή. Και το τέλος ήταν θα έλεγα αισιόδοξο, και όχι απαισιόδοξα σκοτεινό όπως του Νακάτα. Του οποίου η ταινία είναι επίσης εξαιρετική, και προφανώς αυτή ενέπνευσε τον Σάλες να γυρίσει τη δική του ταινία και όχι το μυθιστόρημα. 6,7 ο Νακάτα, 5,5 ο Σάλες στο IMDb, το βρίσκω φυσικό αφού προηγήθηκε ο Νακάτα. Εγώ πάντως δεν μπορώ να αποφανθώ ποια μου άρεσε περισσότερο.

Paris, Je taime (Παρίσι, σ’ αγαπώ, 2006)

  Συλλογικό έργο, με ολιγόλεπτα φίλμ. Το πεντάλεπτο φιλμ του Σάλες έχει τίτλο «Μακριά από το 16ο διαμέρισμα». Η μετανάστρια νεαρή μητέρα αφήνει το μωρό της σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό, μέσα σε ένα κρεβατάκι. Αυτό αρχίζει να κλαίει. Του τραγουδάει ένα νανούρισμα. Όταν αυτό ηρεμεί παίρνει το μετρό για να πάει στη δουλειά της. Ποια δουλειά; Να φυλάξει το μωρό μιας πλούσιας οικογένειας. Του τραγουδάει το ίδιο νανούρισμα.

To each his own cinema (Ο καθένας το σινεμά του, 2007)

  Το τετράλεπτο φιλμάκι στο συλλογικό «Ο καθένας το σινεμά του» είναι περίπου ντοκιμαντέρ. Δυο μουσικοί παίζουν ντέφια και τραγουδάνε μπροστά σε ένα σινεμά. Σινεμά στη Βραζιλία. «8.944 χιλιόμετρα (μακριά) από τις Κάννες».

Linha de passe, (Οριακή γραμμή, 2008)

  «Στην πόλη» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της ταινίας, κατά το «Στο δρόμο», την επόμενη ταινία του. Η πόλη είναι το Σάο Πάολο. Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, μιας ανύπαντρης μητέρας με τέσσερις γιους, πιθανώς όλοι τους από άλλο πατέρα και οπωσδήποτε ο μικρός μιγάς, βλέπουμε τη ζωή στο Σάο Πάολο. Η θρησκεία και τα ναρκωτικά είναι μια παρηγοριά, ενώ το ποδόσφαιρο είναι μια ελπίδα. Και η εγκληματικότητα πάντα ένα αδιέξοδο. Με εναλλαγή σκηνών πάνω στα ίδια επεισόδια ο Σάλες δίνει μια αίσθηση συγχρονικότητας αυτών που συμβαίνουν στα διάφορα μέλη της οικογένειας, ιδιαίτερα στο τέλος.
  Είναι εκπληκτικό πως ο Σάλες μας αιχμαλωτίζει με τις σκηνές του. Συνειδητοποιώντας την ικανότητά του αυτή τολμά να γυρίσει δυο ταινίες, αυτή και την επόμενη, με σχεδόν ανύπαρκτο σασπένς. Μου θύμισε το «Dodesukaden» του Κουροσάβα, που κι αυτό είναι μια ταινία με σκηνές ακόμα πιο ταπεινωμένων και καταφρονεμένων. Επίσης με εντυπωσίασε που, όπως και στο θρίλερ, ο Σάλες δίνει μια αίσθηση αισιοδοξίας στο τέλος, παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα όλου του έργου. Ο μεγάλος αδελφός πετυχαίνει το γκολ στο πέναλτι, που δεν φαίνεται αλλά μόλις που υποδηλώνεται με τις φωνές του πλήθους. Ο άλλος αδελφός, ο τσαντάκιας, εγκαταλείπει ενοχικά το αυτοκίνητο. Ο μικρός αδελφός, ο μιγάς, οδηγεί θριαμβευτικά ένα λεωφορείο στους δρόμους το Σάο Πάολο, ενώ ο θρησκευόμενος αδελφός περπατάει με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο, έχοντας επιτύχει το θαύμα. 
Να μην το ξεχάσουμε, η ταινία βρίσκεται στο youtube, αλλά χωρίς υπότιτλους. Για όσους ξέρουν πορτογαλικά.

On the road (Στο δρόμο, 2012)

  Ο Walter Salles είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Αν δεν έχω δει ακόμη όλα τα έργα του, που κάποια τα έχω στα αρχεία μου, είναι γιατί δίνω προτεραιότητα στις ιρανικές και στις κινέζικες ταινίες. Όμως τo «On the road» έπρεπε να το δω.
  Συνήθως διαβάζω πρώτα το μυθιστόρημα και αμέσως μετά βλέπω την ταινία. Όμως η ταινία γυρίστηκε πέρυσι, ενώ εγώ το μυθιστόρημα το διάβασα πριν από κάμποσα χρόνια, πριν το blog μου, έτσι δεν έγραψα γι’ αυτό. Ξέρω ότι θεωρείται ένα από τα καλύτερα αμερικάνικα μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα, εμένα όμως δεν με άγγιξε ιδιαίτερα. Αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό, χαρακτηρίζεται από επεισόδια «δεικτικά» και όχι «πυρηνικά», επεισόδια δηλαδή που εικονογραφούν τους ήρωες, το περιβάλλον και την εποχή και όχι επεισόδια που πυροδοτούν άλλα, σε μια πλοκή με σασπένς· και το σασπένς αποτελεί μια μεγάλη αρετή για ένα μυθιστόρημα, και πολύ μεγαλύτερη για μια ταινία. Έτσι δεν εκπλήσσομαι που η ταινία στο ΙΜDb παίρνει μια βαθμολογία μόλις 6,1 στα 10. Ούτε και εμένα μου άρεσε ιδιαίτερα η ταινία, παρόλο που σ’ αυτή αναγνωρίζω τον μεγάλο σκηνοθέτη της «Πρώτης μέρας», του «Κεντρικού σταθμού» και της «Ξένης γης».
  Στην ταινία υπήρξε κάτι που με ξένισε, με απογοήτευσε, με… δεν ξέρω τι άλλο να πω. Δεν μιλάω για τη σκηνή με την Kristen Stewart που αυνανίζει τους δυο φίλους μέσα στο αυτοκίνητο, ολόγυμνοι και οι τρεις τους ενώ οδηγούν, αυτό ίσως ανήκει στην κουλτούρα της εποχής, ένα προάγγελο της σεξουαλικής απελευθέρωσης των sixties, αλλά για το τέλος: Ο Ντην εγκαταλείπει άρρωστο το φίλο του τον Σαλ, κλέβοντάς του μάλιστα τα χρήματα από το πορτοφόλι του. Αυτός αναρρώνει. Μετά από ένα χρόνο νομίζω, εξαθλιωμένος, ο Ντην έρχεται να τον βρει στην Νέα Υόρκη, κάνοντας ένα δύσκολο ταξίδι πέντε ημερών, όπως του λέει. Όμως ο Σαλ τον αποπέμπει, πολύ ευγενικά. Όταν προδίδεις έτσι αισχρά τον φίλο, και μάλιστα όχι τον οποιοδήποτε φίλο αλλά τον κολλητό σου, μην περιμένεις την συγνώμη του.

Saturday, March 24, 2018

Antonio Pietrangeli, Lo la conoscevo bene (I knew her well, 1965)


Antonio Pietrangeli, Lo la conoscevo bene (I knew her well, 1965)


  «Γνώρισα τη θέρμη του κορμιού της», είναι ο τίτλος με τον οποίο προβλήθηκε στην Ελλάδα.
  Καμιά σχέση, αλλά ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή να βάζουν άσχετους τίτλους στις ξένες ταινίες, αλλά τραβηχτικούς. Ο ανυποψίαστος θεατής ασφαλώς θα νόμιζε ότι θα δει τσόντα, αλλά θα παρηγοριόταν με την ομορφιά της Stefania Sandrelli, ωραιότατη, είκοσι ενός χρονών. Ούτε μια ερωτική σκηνή δεν θα δει.
  Η Στεφανία είναι με διάφορα ονόματα στην ταινία. Όμορφη και αφελής χωριατοπούλα, ελπίζει να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο. Είναι τόσο αφελής που νομίζουν ότι θα την παρασύρουν εύκολα να γίνει πόρνη. Δεν θα τα καταφέρουν-προς το παρόν. Πηγαίνει με πολλούς, όμως επειδή της αρέσουν ή επειδή την έχουν συγκινήσει, όπως ο νεαρός του γκαράζ στην πολυκατοικία της. Μένει έγκυος, θέλει να κρατήσει το παιδί, αλλά θα τη μεταπείσουν.
  Έγραψα στην ανάρτησή μου για τους «Επισκέπτες» ότι μια ταινία δεν μου αρέσει αν ο ήρωας μου προκαλεί οίκτο και όχι συμπάθεια. Τα αισθήματά μου για την Στεφανία αμφιταλαντευόταν σε όλη την ταινία. Βέβαια με την τελική «κάθαρση» που συντελέστηκε μέσω της αυτοκτονίας της τα αισθήματά μου έγειραν οριστικά προς τη συμπάθεια. Την αυτοκτονία αυτή εξάλλου την είχα προϊδεασθεί.
  Κάποια στιγμή η Στεφανία θα μπλέξει με πλούσιους. Θα της κάνουν δώρα. Δεν θα το καταλάβει αμέσως ότι έχει γίνει περίπου πόρνη. Όμως όλα αυτά, μόνο στα τελευταία δέκα λεπτά της ταινίας.
  Με άφθονα τραγούδια με ταξίδεψε στην εποχή των sixties, τότε που τα ιταλικά και τα γαλλικά τραγούδια είχαν μια σχεδόν ισότιμη θέση με τα αγγλικά. Σήμερα έχουν σχεδόν εξοβελισθεί, με τα αγγλόφωνα και τα ισπανόφωνα να κυριαρχούν.
  Στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας διαβάζω ότι η ταινία επιλέχτηκε ανάμεσα στις «100 ιταλικές ταινίες που πρέπει να διασωθούν».
  Πολύ καλή υποκριτικά, η Στεφανία Σαντρέλι θα κάνει μια λαμπρή καριέρα στο πλευρό διάσημων σκηνοθετών. Ξαναείδα πρόσφατα τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι, ενώ πριν αρκετά χρόνια ξαναείδα το «Um film falado» (2003) του Μανουέλ ντε Ολιβέιρα στο οποίο έπαιζε και η δική μας η Ειρήνη Παπά. Διαβάζοντας τη φιλμογραφία της θυμάμαι έργα που είδα παλιά, όπως το «1900» του Μπερτολούτσι. Ίσως είναι μια πολυτέλεια να τα ξαναδώ, αλλά θα ήθελα να δω κάποια μεγάλων σκηνοθετών που δεν θυμάμαι να τα έχω δει, αν και είναι πολύ πιθανόν, όπως π.χ. το «Διαζύγιο α λα ιταλικά» του Pietro Germi.