Έχω κάνει ήδη μια συνολική ανάρτηση με σχεδόν όλα τα έργα του βραζιλιάνου Βάλτερ Σάλες,
παραπέμποντας όμως με συνδέσμους σ’ εκείνα για τα οποία είχα γράψει. Αποφάσισα
τώρα, όπως το συνηθίζω πια, να κάνω συνολική ανάρτηση χωρίς συνδέσμους, με όλα
τα κείμενα. Τα παραθέτω όχι με τη σειρά που τα ανάρτησα που είναι και η σειρά
που είδα τις ταινίες αλλά με τη σειρά που γυρίστηκαν οι ταινίες. Σ’ αυτή την
ανάρτηση προσθέτω την τελευταία και την πρώτη ταινία του, που δεν τις είχα δει
τότε. Την πρώτη την είδα τώρα ενώ την τελευταία, «Στο δρόμο», την επόμενη
χρονιά που γυρίστηκε.
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Το «Η μεγάλη
τέχνη» είναι φράση παρμένη από ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου. «ἓν δ᾽
ἐπίσταμαι μέγα, τὸν κακῶς ‹μ᾽› ἔρδοντα δεινοῖς ἀνταμείβεσθαι κακοῖς».
Εδώ μπορείτε
να διαβάσετε τρεις μεταφράσεις (του Ι.Θ. Κακριδή εντελώς άστοχη, εκτός και αν
δεν μεταφέρθηκε σωστά). Εγώ όμως θα προτείνω τη δική μου, προσπαθώντας να είναι
σύμφωνη με τον τίτλο του έργου του Σάλες. «Μια μεγάλη τέχνη κατέχω, πώς σ’
εκείνον που μου κάνει κακό να κάνω μεγαλύτερο κακό».
Προϊδεάζει ο τίτλος.
Πρόκειται πράγματι
για θρίλερ. Ένα θρίλερ με θέμα την εκδίκηση.
Κάποιοι φονιάδες
σκοτώνουν με μαχαίρι μια πόρνη και της χαράζουν το πρόσωπο. Ψάχνουν για μια
δισκέτα. Πόρνη, αλλά είναι το αγαπημένο μοντέλο του φωτογράφου.
Στην αρχή της ταινίας
τον βλέπουμε να φωτογραφίζει ένα καυγά. Κάποιος κλέβει την τσάντα κάποιου. Αυτός
τον κυνηγάει. Τον προφταίνει. Ο άλλος βγάζει μαχαίρι. Το αποφεύγει. Ένας συνεργός
του βγάζει κι αυτός μαχαίρι, πίσω του. Ο φωτογράφος του φωνάζει «Πρόσεχε».
Γυρνάει και τον αποφεύγει, βγάζοντας το δικό του μαχαίρι και καρφώνοντάς τον
στην κοιλιά του.
Αργότερα θα ψάξει
και θα τον βρει, από τις φωτογραφίες που έβγαλε. Ξέρει πολύ καλά την τέχνη του
μαχαιριού, θέλει να του τη μάθει. Γιατί; Για να εκδικηθεί το θάνατο του
μοντέλου του. Ένα πιστόλι θα ήταν πιο εύκολο και πιο ακίνδυνο, τον συμβουλεύει αυτός.
Εδώ κολλάει το
απόσπασμα του Αρχίλοχου: Όχι, ο θάνατος με σφαίρα θα ήταν ανώδυνος, θέλει να
του κάνει μεγαλύτερο κακό.
Και, να μην πούμε
το στόρι, ξεκινάει η καταδίωξη, με μια μεγάλη ανατροπή στο τέλος. Και φυσικά με
το χάπι εντ: μαζί με την κοπέλα του ξανά που τον είχε παρατήσει, μη συμφωνώντας
με το σχέδιό του για μια τέτοια εκδίκηση. Αφού φυσικά μαχαίρωσε τον κακό.
Socorro Nombre (Life somewhere else, 1995)
Η δεύτερη, αλλά μικρού μήκους, ταινία του
Σάλες. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που αναφέρεται στην πραγματική ιστορία
ενός πολωνού γλύπτη που κατέφυγε στην Βραζιλία μετά την εισβολή των γερμανών
στην πατρίδα του, κατά την οποία έχασε όλη την οικογένειά του. Μια
καταδικασμένη σε είκοσι χρόνια φυλακή, διαβάζοντας σε ένα περιοδικό ένα άρθρο
για τη ζωή του, του γράφει, και από τότε αρχίζει μια αλληλογραφία ανάμεσά τους.
Terra estrangeira (Ξένη γη, 1996)
Σίγουρα δεν είναι όπως ο «Κεντρικός σταθμός»
που παρουσιάσαμε πριν κάμποσους μήνες από το blog μας. Πάντως είναι μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, με
τους ταλαιπωρημένους νέους να έχουν μπλεχτεί στα γρανάζια κακοποιών. Η φτώχεια,
η απελπισία και τα ναρκωτικά είναι αιτίες που μπορούν να σε σπρώξουν εύκολα στο
δρόμο της παρανομίας. Οι δυο νέοι στο τέλος θα ξεφύγουν από το κυνήγι των
κακοποιών, αφού σκοτώσουν έναν από αυτούς. Η κοπέλα οδηγεί, ενώ ο νεαρός είναι
αιμόφυρτος στο διπλανό κάθισμα, και περνάνε τα ισπανικά σύνορα από την
Πορτογαλία σπάζοντας την μπάρα σε έναν μικρό συνοριακό σταθμό. Η κάμερα τους
δείχνει από μακριά, για πολύ ώρα, ένας από τους κλασικούς τρόπους με τους
οποίους τελειώνει μια ταινία.
Και αναρωτιόμαστε: και το βιολί που μέσα του
είναι κρυμμένα τα διαμάντια τι έγινε; Μας κορόιδεψε ο σκηνοθέτης;
Και έχουμε ένα εφέ έκπληξης. Εκεί που
κανονικά θα έπρεπε να πέφτουν τα γράμματα του τέλους, βλέπουμε ένα φτωχό
ζητιάνο να παίζει βιολί. Τελικά η κοπέλα είχε χαρίσει το βιολί σε ένα ζητιάνο,
χωρίς να ξέρει για το περιεχόμενό του. Κάποιος απρόσεκτος αναποδογυρίζει τη
θήκη που είναι δίπλα. Χύνονται τα διαμάντια σαν χάντρες ψεύτικου κομπολογιού.
Οι περαστικοί περνάνε και τις πατάνε. Ίσως κάποιο παιδί, αργότερα, τις
ανακαλύψει και τις πάρει για να παίξει. Όμως η ταινία δεν μας το δείχνει.
Central do Brazil (Κεντρικός Σταθμός, 1998)
Το έχω ξαναγράψει πως ένας λόγος που μου
αρέσει ο τριτοκοσμικός κινηματογράφος είναι για τα ανθρωπολογικά στοιχεία που
προσφέρει. Η ταινία του βραζιλιάνου Walter Salles «Κεντρικός Σταθμός» (1998) είναι μια τρυφερή ταινία
ανατροπών. Μια γυναίκα πουλάει ένα παιδάκι αλλά ύστερα μετανιώνει και το
αρπάζει απ’ αυτούς που τους το πούλησε. Τα αγοράζουν δήθεν για υιοθεσία, αλλά
στην πραγματικότητα για να τους πουλήσουν τα όργανα. (Ξαναδιαβάζοντας για
διόρθωση θυμήθηκα και ένα ανάλογο διήγημα της Isabelle Allende, νομίζω το μόνο βιβλίο με διηγήματα που έγραψε. Για να
δούμε, θα το βρω στο google; Το βρήκα, είναι
από το Cuentos de Eva Luna). Κατόπιν θα ξεκινήσουν
ένα μακρύ ταξίδι για να βρουν το πατέρα του παιδιού. Μετά από πολλά συγκινητικά
επεισόδια θα φτάσουν στο σπίτι του. Ο ίδιος λείπει, αλλά βρίσκονται εκεί οι δυο
μεγαλύτεροι γιοι του. Η γυναίκα θα φύγει αφήνοντας το παιδί στα ασφαλή χέρια
των αδελφών του.
Τα ανθρωπολογικά στοιχεία που βρήκα και με
εντυπωσίασαν:
Μεγάλο ποσοστό αγραμματοσύνης: Η γυναίκα
είναι συνταξιούχος δασκάλα, και γράφει γράμματα για ανθρώπους που δεν ξέρουν να
γράφουν.
Η φοβερή εγκληματικότητα: Ένας άνδρας κλέβει
κάτι, τον κυνηγούν, τον πιάνουν, αλλά δεν τον παραδίδουν στην αστυνομία. Τον
εκτελούν αμέσως.
Walter Salles, Pamela Thomas, O primeiro Dia (Midnight, Η πρώτη μέρα, 1999)
Μ’ αρέσει ο Salles, ο «Κεντρικός σταθμός» είναι μια καταπληκτική
ταινία. Και η «Πρώτη μέρα», που στα αγγλικά έγινε «Μεσάνυχτα», είναι μια πολύ
καλή ταινία. Παρόλο που έγινε, φαντάζομαι, με παραγγελιά (έχει σαν φόντο την
γιορτή της χιλιετίας, την θυμόμαστε όλοι), και τα κατά παραγγελία έργα δεν
είναι πάντοτε τα πιο επιτυχημένα, η ταινία μου άρεσε. Αποτελεί εξάλλου και μια
παρωδία της παραγγελιάς: ενώ όλος ο κόσμος γιορτάζει τον ερχομό της νέας
χιλιετίας, κάποιοι άνθρωποι ζουν δυστυχισμένες ζωές. Για μια στιγμή φαίνεται
ότι η ζωή θα τους χαμογελάσει. Και τους χαμογελάει. Για λίγο. Μετά πάλι
αλλάζουν όλα. Ο άνδρας δολοφονείται. Η γυναίκα μένει μόνη, όμως φαίνεται να
έχει ξεπεράσει τη διάθεσή της να αυτοκτονήσει.
Μου έχουν γίνει εμμονή οι «ρίζες της
σύμπτωσης», και να τις πάλι, κάνουν την εμφάνισή τους, θυμίζοντάς μου κάτι
ακριβώς τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, ίσως μόνο και μόνο για να κάνουν
πιο μεγάλο αυτό το σημείωμα, που δεν σκόπευα να το κάνω μεγαλύτερο από την
παράγραφο που έπιασε.
Θα ξεκινήσω με διαφήμιση. Ο εκδότης μου, ο
Αλέξανδρος Δεσύλλας (εκδόσεις ΑΛΔΕ, μου εξέδωσε φέτος το βιβλίο μου «Εισαγωγή
στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας») αποφάσισε να βγάλει μια σειρά μικρών βιβλίων,
των τριών δεκαεξασέλιδων που θα πωλούνται 4-5 ευρώ, με διηγήματα κυρίως, την
οποία τιτλοφορεί «metroαναγνώσματα»,
για να τα διαβάζει κανείς στο μετρό, αλλά και στο λεωφορείο ή το τραμ, κατά τη
διαδρομή από και προς τη δουλειά. Σήμερα πήρα τα τέσσερα πρώτα που
κυκλοφόρησαν, και τα οποία είναι τα εξής: Αλέξανδρου Βαλαβάνη, «Για όσο
κρατήσει», Χριστίνας Καμπά, «Κράτα με στα χείλη σου», Αντώνη Δεσύλλα, «Σαν
παλιό σινεμά» και Δημήτρη Κεραμέα, «Το άλλο μπλουζ».
Τέλειωσε η διαφήμιση.
Και οι «ρίζες της σύμπτωσης»:
Έχω γράψει κι εγώ τρία διηγήματα. Τα δυο
έχουν αναρτηθεί στο Λέξημα, το άλλο είναι ανέκδοτο. Τα έγραψα το 1997, το 2000,
και το περασμένο Πάσχα αντίστοιχα. Όλα μαζί μετά βίας μπορούν να καλύψουν 35
σελίδες, και έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω τουλάχιστον ένα διήγημα ακόμη για να
καλυφθούν τα τρία δεκαεξασέλιδα.
Το έγραψα χθες το βράδυ. Ο ήρωάς μου
αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Με ποιον τρόπο; Πέφτοντας από την ταράτσα του
σπιτιού του (μη σχηματίσετε λαθεμένη εντύπωση, είναι γραμμένο με χιούμορ). Την
τελευταία στιγμή μετανιώνει και δεν πέφτει.
Και η σύμπτωση:
Η ηρωίδα του Salles ετοιμάζεται και αυτή να αυτοκτονήσει. Και όχι με
οποιοδήποτε τρόπο, αλλά πέφτοντας και αυτή από την ταράτσα. Σώζεται την
τελευταία στιγμή.
Οι συμπτώσεις φτάνουν μέχρι εδώ. Γιατί αυτή
δεν το μετανιώνει, αλλά την αρπάζει ο ήρωας όταν έχει ήδη αρχίσει να πέφτει στο
κενό.
Ας το αναφέρω κι αυτό, έχω γράψει ένα
αυτοβιογραφικό κείμενο με αυτόν τον κλεμμένο τίτλο (το έργο είναι του Άρθουρ
Καίσλερ), για κάποιες φοβερές συμπτώσεις, και οι πιο φοβερές συνέβησαν τη μέρα
που το έγραφα (με εξαίρεση τις 2 πρώτες σελίδες, Α4, οι υπόλοιπες 22 γράφηκαν
σε μια μέρα).
Πότε θα το εκδώσω; Μα δεν σκοπεύω. Ίσως ο
κληρονόμος μου. Μαζί με άλλα τρία που θα απαρτίζουν μια τετραλογία. Τα δυο από
αυτά είναι επίσης αυτοβιογραφικά (τελικά το ένα από αυτά εκδόθηκε. Είναι το
μυθιστόρημά μου «Το μυστικό των εξωγήινων». Τώρα το γιατί δεν ήθελα να εκδοθεί
ενόσω είμαι εν ζωή είναι πολύ μεγάλη ιστορία για να την αφηγηθώ εδώ).
Αυτά για τον Salles και για τις «Ρίζες της σύμπτωσης».
Abril despedaçado (Ξεσκισμένος Απρίλης, Behind the sun, 2001)
Πρόκειται για ένα έργο με θέμα τη βεντέτα. Το μόνο
αντίστοιχο έργο που έχουμε υπόψη μας δεν είναι κινηματογραφικό αλλά
μυθιστόρημα, το «Κουστούμι από χώμα» της Ιωάννας Καρυστιάννη, που η κινηματογραφική
μεταφορά της «Μικράς Αγγλίας» έχει κατακτήσει το κινηματογραφόφιλο κοινό. Είναι
εμπνευσμένο από το ομότιτλο έργο του Ισμαήλ Κανταρέ. Η υπόθεση βέβαια
τοποθετείται στη Βραζιλία.
Δεν ξέρω αν συμβαίνει στην πραγματικότητα ή
είναι απλά επινόηση μαγικού ρεαλισμού: Ο δολοφόνος παρίσταται στο πένθος της
οικογένειας, με την οποία συνήθως κηρύσσεται ανακωχή μέχρι να κιτρινίσει το
αίμα στο πουκάμισο του νεκρού, που είναι κρεμασμένο σε μια απλώστρα,
εκτεθειμένο στον άνεμο και τη βροχή. Υπάρχουν κανόνες στη βεντέτα, ο εκάστοτε
στόχος είναι ο τελευταίος δολοφόνος και όχι οποιοδήποτε μέλος της άλλης
οικογένειας. Ο γέρο πατριάρχης αρνείται την υπόδειξη του γιου του να μαζέψουν
τους δικούς τους και πάνε να ξεπαστρέψουν όλα τα μέλη της άλλης οικογένειας. Το
αίμα έχει την ίδια αξία για καθένα. Δεν έχεις το δικαίωμα να πάρεις περισσότερο
αίμα από ό, τι πήραν από σένα, γιατί αλλιώς θα το πληρώσεις διπλό, είτε εδώ
είτε στην άλλη ζωή, του λέει.
Όπως και στο έργο της Καρυστιάννη, η βεντέτα
παίρνει τέλος, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Αυτός που σκοτώνεται είναι ο μικρός
αδελφός, κατά λάθος, ενώ ο μεγάλος, το επόμενο θύμα, είναι έτοιμος να το
σκάσει, γεμίζοντας ντροπή την οικογένεια, υπακούοντας στην προσταγή του έρωτα.
Αρνείται να πάρει το όπλο του πατέρα του για να εκδικηθεί. Η βεντέτα, όπως λέει
η μητέρα του, έχει πάρει πια τέλος. Και συναινεί σ’ αυτό.
Ο μεγάλος κινηματογράφος είναι σχεδόν πάντα
ποιητικός. Η σκηνή με την κοπέλα να γυρνάει σαν προπέλα σκαρφαλωμένη πάνω σε
ένα σκοινί, ιδωμένη από διάφορες γωνίες της κάμερας, είναι ολότελα ποιητική,
όπως και η τελευταία, με τον νεαρό Τόνιο να ατενίζει τη θάλασσα, με τεράστια
κύματα να ξεσπάνε στην ακτή.
Diarios de moticicleta (Τα ημερολόγια μοτοσικλέτας, 2004)
Το έργο το έχω ξαναδεί, όπως και ένα
ντοκιμαντέρ πάνω στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα στο οποίο μιλάει ο σύντροφός
του. Ο σύνδεσμος εδώ γράφει τα πάντα για το έργο. Εγώ να πω μόνο ότι θαύμασα το
ήθος και την προσωπικότητα του Τσε από αυτή την ταινία. Δεν είναι να απορεί
κανείς που έγινε το σύμβολο του αγνού επαναστάτη.
Dark Water (Σκοτεινά νερά, 2005)
Τα θρίλερ δεν μου αρέσουν καθόλου, αλλά όταν
πρόκειται για τον Σάλες είπα να κάνω μια εξαίρεση. Και καθώς είμαι
ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος, είπα να δω πρώτα την ομώνυμη ταινία του Hideo
Nakata
, που αν δεν ήταν κι αυτή βασισμένη στο μυθιστόρημα Honogurai
Mizuno
Soko
Kara
του Koji
Suzuki
θα λέγαμε ότι η ταινία του Salles
ήταν απλά ένα remake
. Βέβαια, όπως διαβάζουμε στα γράμματα τέλους, ο
Σάλες βασίστηκε και στην ταινία του Hideo
Nakata
.
Φυσικά δεν ξέρω το μυθιστόρημα, όμως καθώς
αρχικά ο Σάλες ακολουθούσε ακριβώς τα βήματα του Nakata ένοιωθα να βαριέμαι. Γρήγορα όμως άρχισε να δίνει
τη δική του παραλλαγή πάνω στην κύρια αφηγηματική γραμμή. Και το τέλος ήταν θα
έλεγα αισιόδοξο, και όχι απαισιόδοξα σκοτεινό όπως του Νακάτα. Του οποίου η
ταινία είναι επίσης εξαιρετική, και προφανώς αυτή ενέπνευσε τον Σάλες να
γυρίσει τη δική του ταινία και όχι το μυθιστόρημα. 6,7 ο Νακάτα, 5,5 ο Σάλες
στο IMDb, το βρίσκω φυσικό αφού
προηγήθηκε ο Νακάτα. Εγώ πάντως δεν μπορώ να αποφανθώ ποια μου άρεσε
περισσότερο.
Paris, Je t’ aime (Παρίσι, σ’ αγαπώ,
2006)
Συλλογικό έργο, με ολιγόλεπτα φίλμ. Το
πεντάλεπτο φιλμ του Σάλες έχει τίτλο «Μακριά από το 16ο διαμέρισμα».
Η μετανάστρια νεαρή μητέρα αφήνει το μωρό της σε ένα βρεφονηπιακό σταθμό, μέσα
σε ένα κρεβατάκι. Αυτό αρχίζει να κλαίει. Του τραγουδάει ένα νανούρισμα. Όταν
αυτό ηρεμεί παίρνει το μετρό για να πάει στη δουλειά της. Ποια δουλειά; Να
φυλάξει το μωρό μιας πλούσιας οικογένειας. Του τραγουδάει το ίδιο νανούρισμα.
To each his own
cinema (Ο καθένας το σινεμά του, 2007)
Το τετράλεπτο φιλμάκι στο συλλογικό «Ο
καθένας το σινεμά του» είναι περίπου ντοκιμαντέρ. Δυο μουσικοί παίζουν ντέφια
και τραγουδάνε μπροστά σε ένα σινεμά. Σινεμά στη Βραζιλία. «8.944 χιλιόμετρα
(μακριά) από τις Κάννες».
Linha de passe, (Οριακή γραμμή, 2008)
«Στην πόλη» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της
ταινίας, κατά το «Στο δρόμο», την επόμενη ταινία του. Η πόλη είναι το Σάο Πάολο.
Μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, μιας ανύπαντρης μητέρας με τέσσερις
γιους, πιθανώς όλοι τους από άλλο πατέρα και οπωσδήποτε ο μικρός μιγάς,
βλέπουμε τη ζωή στο Σάο Πάολο. Η θρησκεία και τα ναρκωτικά είναι μια παρηγοριά,
ενώ το ποδόσφαιρο είναι μια ελπίδα. Και η εγκληματικότητα πάντα ένα αδιέξοδο.
Με εναλλαγή σκηνών πάνω στα ίδια επεισόδια ο Σάλες δίνει μια αίσθηση
συγχρονικότητας αυτών που συμβαίνουν στα διάφορα μέλη της οικογένειας,
ιδιαίτερα στο τέλος.
Είναι εκπληκτικό πως ο Σάλες μας αιχμαλωτίζει
με τις σκηνές του. Συνειδητοποιώντας την ικανότητά του αυτή τολμά να γυρίσει
δυο ταινίες, αυτή και την επόμενη, με σχεδόν ανύπαρκτο σασπένς. Μου θύμισε το «Dodesukaden» του Κουροσάβα, που κι αυτό είναι μια
ταινία με σκηνές ακόμα πιο ταπεινωμένων και καταφρονεμένων. Επίσης με
εντυπωσίασε που, όπως και στο θρίλερ, ο Σάλες δίνει μια αίσθηση αισιοδοξίας στο
τέλος, παρά τη ζοφερή ατμόσφαιρα όλου του έργου. Ο μεγάλος αδελφός πετυχαίνει το
γκολ στο πέναλτι, που δεν φαίνεται αλλά μόλις που υποδηλώνεται με τις φωνές του
πλήθους. Ο άλλος αδελφός, ο τσαντάκιας, εγκαταλείπει ενοχικά το αυτοκίνητο. Ο
μικρός αδελφός, ο μιγάς, οδηγεί θριαμβευτικά ένα λεωφορείο στους δρόμους το Σάο
Πάολο, ενώ ο θρησκευόμενος αδελφός περπατάει με μια έκφραση ικανοποίησης στο
πρόσωπο, έχοντας επιτύχει το θαύμα.
Να μην το
ξεχάσουμε, η ταινία βρίσκεται στο youtube, αλλά χωρίς υπότιτλους. Για όσους ξέρουν πορτογαλικά.
On the road (Στο δρόμο, 2012)
Ο Walter Salles είναι από τους
αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Αν δεν έχω δει ακόμη όλα τα έργα του, που κάποια τα
έχω στα αρχεία μου, είναι γιατί δίνω προτεραιότητα στις ιρανικές και στις
κινέζικες ταινίες. Όμως τo «On the road» έπρεπε να το δω.
Συνήθως διαβάζω πρώτα το μυθιστόρημα και
αμέσως μετά βλέπω την ταινία. Όμως η ταινία γυρίστηκε πέρυσι, ενώ εγώ το
μυθιστόρημα το διάβασα πριν από κάμποσα χρόνια, πριν το blog
μου, έτσι δεν έγραψα γι’ αυτό. Ξέρω ότι
θεωρείται ένα από τα καλύτερα αμερικάνικα μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα,
εμένα όμως δεν με άγγιξε ιδιαίτερα. Αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό,
χαρακτηρίζεται από επεισόδια «δεικτικά» και όχι «πυρηνικά», επεισόδια δηλαδή
που εικονογραφούν τους ήρωες, το περιβάλλον και την εποχή και όχι επεισόδια που
πυροδοτούν άλλα, σε μια πλοκή με σασπένς· και το σασπένς αποτελεί μια μεγάλη αρετή
για ένα μυθιστόρημα, και πολύ μεγαλύτερη για μια ταινία. Έτσι δεν εκπλήσσομαι
που η ταινία στο ΙΜDb
παίρνει
μια βαθμολογία μόλις 6,1 στα 10. Ούτε και εμένα μου άρεσε ιδιαίτερα η ταινία,
παρόλο που σ’ αυτή αναγνωρίζω τον μεγάλο σκηνοθέτη της «Πρώτης μέρας», του «Κεντρικού σταθμού» και της «Ξένης γης».
Στην ταινία υπήρξε κάτι που με ξένισε, με
απογοήτευσε, με… δεν ξέρω τι άλλο να πω. Δεν μιλάω για τη σκηνή με την Kristen Stewart που αυνανίζει τους δυο φίλους μέσα στο αυτοκίνητο, ολόγυμνοι και οι τρεις
τους ενώ οδηγούν, αυτό ίσως ανήκει στην κουλτούρα της εποχής, ένα προάγγελο της
σεξουαλικής απελευθέρωσης των sixties, αλλά για το τέλος: Ο Ντην εγκαταλείπει άρρωστο το φίλο του τον Σαλ,
κλέβοντάς του μάλιστα τα χρήματα από το πορτοφόλι του. Αυτός αναρρώνει. Μετά
από ένα χρόνο νομίζω, εξαθλιωμένος, ο Ντην έρχεται να τον βρει στην Νέα Υόρκη,
κάνοντας ένα δύσκολο ταξίδι πέντε ημερών, όπως του λέει. Όμως ο Σαλ τον αποπέμπει,
πολύ ευγενικά. Όταν προδίδεις έτσι αισχρά τον φίλο, και μάλιστα όχι τον
οποιοδήποτε φίλο αλλά τον κολλητό σου, μην περιμένεις την συγνώμη του.