Εν όψει της προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της
ταινίας της Naomi Kawase «Τυφλή αγάπη» παρουσιάζουμε όλες
τις ταινίες της. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Nanayo».
Είναι η δεύτερη φορά που συναντώ μια ταινία
με τρεις ιστορίες, τριών σκηνοθετών. Η πρώτη ήταν η «Αρχή
μιας νέας εποχής», όπου η δεύτερη ιστορία ήταν της Larisa Shepitko, της οποίας είχα προγραμματίσει να δω όλα της τα έργα. Το «Κόμα» (όνομα ενός
κορεάτικου χωριού) είναι η πρώτη ιστορία της ταινίας «Visitors». Θα δω και τις άλλες δυο και θα κάνω ξεχωριστή
ανάρτηση.
Ο κινεζοκορεάτης Kan Jun-Il πηγαίνει σε ένα
γιαπωνέζικο χωριό να επιστρέψει, επιθυμία του παππού του, ένα βουδιστικό
ρολό-έγγραφο στο πρώην αφεντικό του. Εκεί θα συναντήσει την κόρη τους, μια μυστηριώδη
κοπέλα. Τον παίρνει μαζί της περίπατο και του δείχνει το βουνό Μίβα όπου κατά
την παράδοση κατοικεί ένα θείο πνεύμα. Το
πνεύμα αυτό, ανδρικό, το παντρεύτηκε μια γυναίκα. Ο άνδρας εμφανιζόταν μόνο τη
νύχτα. Η γυναίκα αναρωτιόταν πού πήγαινε τη μέρα. Έτσι έβαλε πάνω στο ρούχο του
μια βελόνα με μια μεγάλη κλωστή. Την επομένη βρήκε τη βελόνα καρφωμένη στο κλαδί
ενός δένδρου. Από τότε δεν τον ξαναείδε.
Ξεκάρφωτο;
Όχι. Ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω
αργότερα την κοπέλα να ορχείται και να τραγουδάει δίπλα σε ένα ναό, κατά
παράκληση του νεαρού, το επεισόδιο που η γυναίκα βρίσκει την κλωστή (Ένα από τα
βιβλία μου είναι «Εισαγωγή
στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας»). Δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω, αλλά
μπορώ να υποθέσω ότι είναι πράγματι κομμάτι από έργο Νο, στο οποίο μόνιμοι
ήρωες είναι πνεύματα.
Το μεγάλο μονόπλανο, σχεδόν τρία λεπτά,
τελειώνει και βρίσκομαι μπροστά σε ένα άλλο πλάνο σαν αυτό που είδα στην «Τυφλή
αγάπη». Ο νεαρός σκύβει απροσδόκητα, την αγκαλιάζει και τη φιλάει με πάθος, σε
ένα πλάνο σαράντα δευτερολέπτων, με ίδιους φωτισμούς.
Ξεκάρφωτο;
Όχι.
Η πρόθεση της ταινίας είναι η «γεφύρωση» του
χάσματος Ιαπωνίας-Κορέας, ανάλογο με αυτό που μας χωρίζει με τους τούρκους. Η
Κορέα υπήρξε για δεκαετίες κατεχόμενη από τους γιαπωνέζους. Αυτό όμως είναι
εντελώς επιφανειακό. Στην πραγματικότητα η Καβάσε αυτοβιογραφείται ακόμη μια
φορά. Ο πατέρας της όπως γράψαμε σε προηγούμενη ανάρτηση, τους εγκατέλειψε,
χώρισε με τη μητέρα της και η ίδια μεγάλωσε κοντά σε μια θεία της. Και η
κοπέλα, λέει κάποια στιγμή στον νεαρό, ότι αυτοί δεν είναι οι πραγματικοί της γονείς,
είναι υιοθετημένη, γι’ αυτό της φέρονται με τόση ανοχή, γιατί φοβούνται μην τη
πληγώσουν.
Πόσο γνώρισε την γονεϊκή αγκαλιά για να τη
θυμάται;
Ο νεαρός τους χαιρετά και φεύγει, πρέπει να
επιστρέψει στην πατρίδα του. Η κοπέλα τρέχει να τον προλάβει. Τον βρίσκει να
περιμένει το τραίνο. Τον αγκαλιάζει. Τα λόγια της, πιστεύω, είναι και η «ιδέα» της
ταινίας. –Τώρα ξέρω γιατί ήλθα τρέχοντας εδώ. Με αγκάλιασες σφιχτά, όμως εγώ
δεν μπορούσα να σου ανταποδώσω το αγκάλιασμά σου. Έπειτα θυμήθηκα. Με έχουν
αγκαλιάσει ξανά έτσι, τόσο σφιχτά. Όταν
σε έχουν αγκαλιάσει σφιχτά, μπορείς κι εσύ να αγκαλιάσεις σφιχτά.
Αυτά το ξέρω εδώ και χρόνια, όταν διάβαζα
μετά μανίας βιβλία ψυχολογίας.
No comments:
Post a Comment