Εν όψει της αυριανής προβολής της «Τυφλής
αγάπης» παρουσιάζουμε όλες τις ταινίες της Ναόμι Καβάσε. Η προηγούμενη ανάρτησή
μας ήταν για την προηγούμενη ταινία της «Koma».
Η ταινία βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Masako Bando και γυρίστηκε στη Νάρα, από όπου κατάγεται και όπου ζει η Καβάσε. Και,
όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, προσπάθησε να κάνει κάθε σκηνή ένα μονόπλανο.
Μια γυναίκα, δύο άνδρες είναι το στόρι. Η
γυναίκα συζεί με κάποιον, όμως κάποια στιγμή ερωτεύεται έναν ξυλογλύπτη που
έρχεται στην περιοχή, παλιό συμμαθητή της.
Είναι
η πιο ποιητική ταινία της Καβάσε από όσες έχω δει μέχρι τώρα. Δεν είναι μόνο οι
ποιητικές εικόνες, το φεγγάρι που ανατέλλει σε πανσέληνο, ο ήλιος που
ανατέλλει, τα σύννεφα, και βέβαια αυτή η εμμονή με τη βροχή. Είναι και η
αφαιρετική αφήγηση.
Βλέποντάς την αναρωτήθηκα για το λεγόμενο
ανολοκλήρωτο του έργου του Σολωμού. Σε μια μίνι μελέτη για το
έργο του έγραψα ότι ο Σολωμός το άφησε ανολοκλήρωτο γιατί τον ενδιέφεραν
μόνο οι λυρικές κορυφώσεις και όχι οι αφηγηματικοί συνδετικοί «τάκοι» όπως τους
αποκαλεί ο συγχωρεμένος Ουμπέρτο Έκο. Βλέποντας την ταινία της Καβάσε σκέφτηκα
ότι ίσως το έργο του δεν ήταν ανολοκλήρωτο, ήταν ολοκληρωμένο σύμφωνα με τη
δική του σύλληψη.
Όπως και η ταινία της Καβάσε. Υπάρχουν πάρα
πολλά αφηγηματικά κενά, τα οποία έμμειναν σκόπιμα κενά, γιατί είναι
αφηγηματικοί τάκοι. Η Καβάσε, όπως και ο Σολωμός, ενδιαφέρεται για τις λυρικές,
αλλά κυρίως για τις δραματικές κορυφώσεις.
Ομολογεί στο φίλο της ότι είναι ερωτευμένη.
Αυτό μόνο, δεν βλέπουμε παραπέρα διευκρινίσεις ούτε αντιδράσεις από τη μεριά
του. Από τη λεκτική αντίδραση η Καβάσε προτιμάει την εκφραστική του προσώπου,
σε ένα σχεδόν γκρο πλαν διαρκείας.
Στο επόμενο επεισόδιο την βλέπουμε να είναι
με το φίλο της. Πριν μέρες του είχε πει ότι είναι έγκυος. Φαίνονται να
πηγαίνουν όλα καλά. -Μπορούμε να ζήσουμε εδώ με το μωρό, της λέει. -Δεν υπάρχει
μωρό, του απαντάει, έκανα έκτρωση. Δεν έβλεπα μέλλον στη σχέση μας, εσύ το μόνο
που κάνεις είναι να περιμένεις. Δεν βλέπουμε καθόλου επεισόδια που θα μας υποψίαζαν
γι’ αυτό.
Φεύγει. Αυτός ουρλιάζει απελπισμένος.
Βλέπουμε τα δένδρα ενός δάσους από ψηλά, τρικυμισμένα από τον άνεμο να
μαστίζονται από δυνατή μπόρα, εκφράζοντας συμβολιστικά αυτό που νοιώθει εκείνη
τη στιγμή ο άνδρας.
Γυρνάει στον φίλο της μούσκεμα από τη βροχή.
Αυτός την αγκαλιάζει, της βγάζει τα βρεγμένα ρούχα, τη φιλάει. Αυτή αφήνεται.
Η κάμερα ξαναγυρνάει στον άλλο, που
δείχνοντας να έχει συνέλθει σκαλίζει κάτι σε ένα ξύλο.
Ξανά η κάμερα στην γυναίκα. Περιφέρεται στην
κουζίνα. Στέκεται μπροστά στο μπάνιο. –Λυπάμαι, λέγει. Τελικά υπάρχει μωρό.
Είπε ψέματα στον άλλο;
Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου. Ο φίλος της είναι
μέσα στην μπανιέρα που είναι γεμάτη με νερό στο χρώμα hanezu, πορφυρό. Έχει κόψει τις φλέβες του. Μόνο
το κεφάλι του βρίσκεται έξω από το νερό. Είναι νεκρός.
Στην ποίηση δεν ενδιαφέρει το γιατί του
αισθήματος, αντίθετα από ότι συμβαίνει στην πεζογραφία με την αιτιακή σύνδεση
των γεγονότων, ενδιαφέρει μόνο το αίσθημα. Γι’ αυτό πιστεύω η σύγχρονη ποίηση
είναι ελάχιστα έως καθόλου αφηγηματική.
Την είδε μήπως ψυχρή όταν προσπάθησε να
κάνουν έρωτα; Κατάλαβε ότι τα αισθήματά της για αυτόν δεν ήταν πια όπως παλιά,
ότι κάτι πήγε στραβά με τον άλλο και γι’ αυτόν γύρισε; Δεν θα το μάθουμε. Αυτό
που ενδιαφέρει είναι το πώς ένοιωσε, ο ψυχικός σπαραγμός του, που εκφράστηκε με
την αυτοκτονία του.
Υπάρχουν ασφαλώς και μη κορυφαίες σκηνές,
όμως αυτές δεν είναι συνδετικές-πυρηνικές, είναι δεικτικές καταστάσεων. Αν και,
τώρα που το ξανασκέφτομαι, ούτε καν δεικτικές, απλά ποιητικές.
Και βέβαια τα αφηγηματικά κενά δημιουργούν
αβεβαιότητες. Δεν κατάλαβα το περιεχόμενο κάποιων αναμνήσεων, με ένα
στρατιωτικό, ίσως ο πατέρας του ξυλογλύπτη. Ίσως να καταλάβαινα αν έβλεπα την
ταινία για δεύτερη φορά, όμως αυτό για λόγους αρχής δεν το κάνω ποτέ.
No comments:
Post a Comment