Book review, movie criticism

Monday, November 29, 2010

Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών

Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών (μετ. Έφη Κουκουμπάνη-Πολυτίμου), Καστανιώτης FAQ 2010.

Πριν ξεκινήσω να γράφω για το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» είπα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοκριτική που έκανα για τη «Χώρα του χιονιού» και ανάρτησα στο blog του Λέξημα, και τρόμαξα από την ταυτότητα των αντιρρήσεων που διαπιστώνω να έχω και για τα δυο έργα. Η αντίρρηση μάλιστα που έχω για το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» μοιάζει με quasi εφέ έκπληξης.
Ένας εξηνταεφτάρης, μισοανίκανος λόγω ηλικίας, επισκέπτεται το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» όπου νεαρές πόρνες, και μάλιστα παρθένες, σε κατάσταση νάρκωσης κοιμούνται με τους πελάτες τους, που είναι όλοι γέροι, ανίκανοι για σεξ. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πράγματι τέτοια σπίτια στην Ιαπωνία. Να επισκέφτηκε άραγε κανένα τέτοιο σπίτι ο συγγραφέας; Αν το έκανε θα το έκανε προφανώς από περιέργεια, μια και η νουβέλα δεν πρέπει να γράφηκε πολύ πριν το 1961 που εκδόθηκε, όταν ο συγγραφέας ήταν 59 χρονών. Ίσως να είχε ακούσει για αυτά τα σπίτια, πράγμα που τον ενέπνευσε να γράψει το διήγημά του.
Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου νοιώθουμε τη «θλίψη των γηρατειών», μια θλίψη που μας γεμίζει συμπόνια. Ο καημένος ο γερο-Εγκούτσι!!! Βαρυμένος με γεροντική κατάθλιψη, ή κάτι πολύ κοντινό σ’ αυτή τέλος πάντων, αναζητά στιγμές ανακούφισης με τις επισκέψεις σ’ αυτό το σπίτι, επισκέψεις που λειτουργούν σαν αντικαταθλιπτικό. Αντιγράφω φράσεις από αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει: «Τον βάραινε η ασχήμια των γηρατειών» (σελ. 17). «…η θλίψη των γηρατειών είχε αρχίσει να βαραίνει και αυτόν τον ίδιο» (στην ίδια σελίδα). «Μήπως το μυστικό που έκρυβε αυτό το σπίτι ήταν η επιθυμία των θλιμμένων γέρων για το όνειρο που δεν είχε τελειώσει ποτέ, η θλίψη των ημερών που είχαν χαθεί χωρίς καν να τις έχουν ζήσει;» (σελ. 36-37). «Τώρα όμως ήξερε ότι οι γέροι πελάτες του σπιτιού έρχονταν εδώ με μια μελαγχολική ευτυχία, μια πολύ μεγαλύτερη λαχτάρα, μια θλίψη πολύ βαθύτερη απ’ ό, τι είχε φανταστεί» (σελ. 40). «Επειδή η κοπέλα δεν θα ξυπνούσε, οι ηλικιωμένοι πελάτες δε χρειάζονταν να νιώσουν την ντροπή των γηρατειών τους» (σελ. 43). «Δεν είχε πια τόση επιθυμία να εξερευνήσει το κορμί της με τα χέρια του. Στην πραγματικότητα αυτή η επιθυμία έκρυβε κάποια θλίψη» (σελ. 42). «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη λησμονιά για ένα γέρο που βρισκόταν τόσο κοντά στο θάνατο από την αίσθηση ότι τον τύλιγε γλυκά το δέρμα μιας κοπέλας (σελ. 44). «Έκλεισε τα μάτια του, μάλλον χωρίς να αισθάνεται τίποτα περισσότερο από τη θλίψη ενός γέρου που αγγίζει τα χέρια μιας κοιμισμένης κοπέλας» (σελ. 51). «Του φαινόταν ότι υπήρχε κάποια θλίψη στο κορμί μιας νέας κοπέλας που ξυπνούσε σ’ ένα γέρο την επιθυμία για το θάνατο» (σελ. 54).
Οι γέροι αυτοί, αφού απολάμβαναν την αίσθηση του να έχουν πλάι τους ξαπλωμένη μια νέα κοπέλα, και μάλιστα παρθένα, έπαιρναν δυο υπνωτικά χάπια για να κοιμηθούν βαθιά και ευτυχισμένα. Σε μια από τις επισκέψεις ο Εγκούτσι «Πήρε τα χάπια στο χέρι του. Θα ήταν όμως κρίμα ν’ αποκοιμιόταν απόψε που δεν ένιωθε καθόλου τη θλίψη και τη μοναξιά των γηρατειών» (σελ. 64). Πριν κοιμηθούν η κοριτσίστικη αυτή παρουσία στο πλάι τους προκαλούσε αναμνήσεις, αναμνήσεις περασμένης ευτυχίας. Ο Εγκούτσι θυμάται τη μικρή του κόρη και τις καμέλιες, μια παλιά του αγάπη, «ένα φιλί σαράντα χρόνια πριν» (σελ. 80).
«Όμως το να πεθάνει στον ύπνο του απόψε, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο κοπέλες δε θα ήταν αυτή η μεγαλύτερη ευχή για ένα γέρο στην ηλικία του;» (σελ. 87).
Το 1960 ασφαλώς ναι, όχι όμως στα χρόνια τα δικά μας, με το βιάγκρα και το σίαλις. Ο Τζανής, εβδομηντάρης, πέθανε στην αγκαλιά μιας ξένης, μέσα στο αυτοκίνητό του, αφού είχε πάρει βιάγκρα. Οι χιουμορίστες συμπατριώτες μου ονόμασαν την περιοχή «στου Τζανή το πήδημα». Έγινα σκάνδαλο, η γυναίκα του δεν πήγε στην κηδεία του (Αυτά τα λέω όπως μου τα μετέφεραν, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος αν έγιναν ακριβώς έτσι).
Υπήρξε ένας τέτοιος θάνατος στο σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών. Όμως, αντίθετα με την παραπάνω περίπτωση, το σκάνδαλο αποφεύχθηκε. Μετέφεραν το πτώμα του γέρου σε ένα κοντινό ξενοδοχείο και ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία με υπνωτικά χάπια.
Το απόσπασμα που παραθέσαμε λίγο πιο πάνω λειτουργεί ως προσήμανση. Πιο πριν υπάρχει μια πιο άμεση προσήμανση. Όταν μαθαίνει για τον θάνατον αυτόν ο Εγκούτσι, λέει στην πατρόνα ότι θα προτιμούσε ένα τέτοιο θάνατο, και σ’ αυτή την περίπτωση θα ήθελε να μην τον μετακινήσουν. Όμως «Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι ο ξαφνικός θάνατος μπορεί να μην ήταν και τόσο μακριά» (σελ. 77).
Λυπούμαστε τον καημένο τον Εγκούτσι για τη «θλίψη των γηρατειών» του, αλλά και γιατί περιμένουμε το θάνατό του. Όμως στο τελευταίο κεφάλαιο παύουμε να τον λυπούμαστε. Όχι γιατί έχει επιδοθεί σε ένα οιονεί όργιο, να κοιμηθεί με δυο κοπέλες μαζί, όχι. Διαβάζουμε:
«Με τη σκέψη ότι θα του άρεσε να τη ρίξει από το κρεβάτι, μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο, ο Εγκούτσι κοίταξε το στήθος και την κοιλιά της…. Τη σκέπασε κι έσβησε την ηλεκτρική κουβέρτα προς τη δική της μεριά (η πατρόνα τον είχε ενημερώσει ότι έπρεπε να τη σβήνει προς τη δική του μεριά, γιατί προς τη μεριά της κοπέλας έπρεπε να είναι αναμμένη, για να μην παγώσει αφού ήταν γυμνή). Η μαγεία της ζωής μιας γυναίκας, σκέφτηκε, δεν ήταν τόσο σπουδαίο πράγμα. Πες πως τη στραγγάλιζε, θα ήταν πολύ εύκολο. Δε θα ήταν καθόλου δύσκολο ούτε για ένα γέρο σαν αυτόν» (σελ. 84).
Ο Καουαμπάτα, παραβιάζοντας τις αφηγηματικές συμβάσεις περί προσημάνσεων, δεν αφήνει τον ήρωά του να πεθάνει. Αυτός που πεθαίνει είναι η μια από τις δυο κοπέλες με «τη σκουρόχρωμη σάρκα», παγωμένη από το κρύο.
Θα την απομακρύνουν, και τον ίδιο θα τον παροτρύνει η πατρόνα να πάρει κι άλλα υπνωτικά και να συνεχίσει τον ύπνο του δίπλα στην άλλη κοπέλα.
Τελειώνοντας τη νουβέλα όλη η συμπόνια που ένοιωθα για τον καημένο το γέρο Εγκούτσι πήγε στην νεκρή κοπέλα, ενώ για τον ίδιο ένιωσα αποτροπιασμό.
Ακριβώς το ίδιο ένοιωσα διαβάζοντας και τη «Χώρα του χιονιού»: αποστροφή για τον κεντρικό ήρωα, συμπόνια για τις δυο γυναίκες της ιστορίας.
Ο Καουαμπάτα είναι πολύ δεξιοτέχνης στην αφήγηση. Με υποτυπώδες σασπένς καταφέρνει να διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το να περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τις κινήσεις και τις στάσεις των κορμιών πάνω στο κρεβάτι, σε εναλλαγή με τις σκέψεις του ήρωά του, ένα μέρος από τις οποίες καταλαμβάνεται από τις αναμνήσεις του όπως είπαμε.
Τελικά, όπως γράφω και στην βιβλιοκριτική μου για τη «Χώρα του χιονιού», είναι ζήτημα πρόσληψης. Θα ήθελα στη θέση της κοπέλας να πέθαινε ο Εγκούτσι. Γιατί το τέλος που έδωσε ο Καουαμπάτα στην ιστορία του με φέρνει σε αμηχανία. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι θέλει, αντί να μας προκαλέσει τη συμπόνια για τη θλίψη των γηρατειών, να μας τα παρουσιάσει αντικειμενικά αυτά τα γηρατειά, με τη θλίψη τους αλλά και με τη βασική τους κακία: τη ζήλεια για τη νιότη. Σε κάποιο σημείο ο Εγκούτσι λέει: «Ίσως η νιότη να είναι απαίσια για τους γέρους». Κατανοητή, όπως και η ζήλεια που μπορεί να νοιώθουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες για τους υγιείς. Όμως όταν η ζήλεια αυτή οδηγεί στο φόνο, τότε δεν μπορούμε παρά να νοιώθουμε αποτροπιασμό.
Κλείνοντας, αντιστικτικά, θα αναφέρουμε ένα έργο στο οποίο κυριαρχεί όχι η θλίψη των γηρατειών, αλλά μια ευτυχισμένη απομύζηση της όποιας χαράς μπορούν να απολαύσουν ακόμη στα γηρατειά. Όχι, ο 90χρονος ήρωας του Μάρκες στο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» δεν νοιώθει την θλίψη των γηρατειών, και δεν ξαπλώνει δίπλα σε μια νεαρή κοπέλα για να κοιμηθεί, αλλά για να κάνει σεξ.

Με τα δυο μικρότερα διηγήματα με τα οποία κλείνει ο τόμος ολοκληρώνεται και η συλλογή χαρακτήρων που μας δημιουργούν όχι συμπάθεια, αλλά οίκτο και αποτροπιασμό.
Το «Μπράτσο» ξεκινάει σαν διήγημα του φανταστικού, με τον ήρωα να ανταλλάσσει το μπράτσο του με το μπράτσο μιας γυναίκας. Κάτι λιγότερο από τον Γκρέγκορ Σάμσα που ξύπνησε ένα πρωινό και βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Όμως, με ένα εφέ απροσδόκητου, μαθαίνουμε στο τέλος ότι όλη η προηγούμενη ιστορία δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, από τον οποίο ξύπνησε κάποια στιγμή ο ήρωάς μας. Το ρεαλιστικό πλαίσιο της ιστορίας βρίσκεται στην παρακάτω παράγραφο, στην τελευταία σελίδα του διηγήματος:
«Τη μια στιγμή κοίταζα το μπράτσο, την άλλη είχα ξεριζώσει με μια άγρια κίνηση το μπράτσο της κοπέλας από τον ώμο μου και είχα ξαναβάλει το δικό μου στη θέση του. Αυτή η πράξη μου θύμισε φόνο εν βρασμώ ψυχής» (σελ. 115, η υπογράμμιση δική μας). Το μπράτσο ήταν υπαρκτό. Το αναζητά και το βλέπει στα πόδια του κρεβατιού. Και το διήγημα τελειώνει: «έφερα τα δάχτυλα στο στόμα μου. Να μπορούσα να νιώσω τη δροσιά της γυναίκας, εκεί, στο σημείο ανάμεσα στα μακριά νύχια και στ’ ακροδάχτυλα!». Ξανά η ίδια δεξιοτεχνία στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος που είδαμε και στο «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών».
Ο ήρωας του «Περί ζώων και πουλιών» δεν μας παραπλανά. Ξέρουμε από την αρχή με ποιον έχουμε να κάνουμε. Πρόκειται για ένα μοναχικό άτομο που ξορκίζει τη μοναξιά του μαζεύοντας σκύλους και πουλιά. Εδώ ο Καουαμπάτα φαίνεται να διαθέτει φοβερές γνώσεις ορνιθολογίας. Και πάλι τα συναισθήματά μου (μου φαίνεται πως μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλώ) μεταιωρίζονται ανάμεσα στον οίκτο και την αποστροφή.

Sunday, November 28, 2010

Υποψήφιο για το βραβείο αναγνωστών

Το παρουσιάσαμε πριν μερικές βδομάδες στο Λέξημα και στο blog μας. Μας άρεσε πάρα πολύ. Είναι το μυθιστόρημα "Η θλίψη της λέαινας" του Βασίλη Τσιρώνη. Αν δεν έχετε υπόψη σας κανένα καλύτερο, μπορείτε να το ψηφίσετε, στέλοντας με το κινητό σας το μήνυμα ΒΑ 14 στο 54160 για το Βραβείο Αναγνωστών

Saturday, November 27, 2010

Χρήστος Δεσύλλας, Τα σκαλοπάτια της κόλασης

Χρήστος Δεσύλλας, Τα σκαλοπάτια της κόλασης, ΑΛΔΕ 2010, σελ. 106

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα σκληρό αφήγημα είναι η τελευταία νουβέλα του Δεσύλλα, που συγκλονίζει τον αναγνώστη με το τέλος της

Ένα σκληρό νεο-νατουραλιστικό αφήγημα είναι η νουβέλα του Χρήστου Δεσύλλα, με ένα τίτλο αποκαλυπτικό ως προς το περιεχόμενό του, τίτλο που έχει το εφέ της δισημίας: Τα σκαλοπάτια της κόλασης ως μεταφορά, και τα σκαλοπάτια ενός σπιτιού που θα οδηγήσουν έναν ανάπηρο νέο στο θάνατο, ίσως σε μιαν άλλη κόλαση από αυτή που ήταν η ζωή του.
Παρόλο που το έργο χαρακτηρίζεται ως νουβέλα, ασφαλώς λόγω της μικρής του έκτασης, η δομή του είναι μυθιστορηματική. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας μητέρας, των δύο θυγατέρων της, της Πωλέτ και της Νεφέλης, και των παιδιών της Πωλέτ, της Σοφίας και του Ανδρέα.
Η μητέρα είναι μια γυναίκα σαν την Νανά του Ζολά. Ζει με εραστές. Με μόνη τη διαφορά ότι αυτή έχει παιδιά.
«Πολλοί οι άντρες που διεκδίκησαν την πατρότητα της Νεφέλης και της Πωλέτ, όμως εκείνη ποτέ της δεν παντρεύτηκε. Ζούσε τη δική της ζωή, τις πληρωμένες ανέσεις, την επιλογή των εραστών, τα πρόσκαιρα ειδύλλια πάνω στα λαμέ σεντόνια, τις γαλλικές σαμπάνιες και τις ατέλειωτες προσκλήσεις που συνοδεύονταν πάντα από πανάκριβα δώρα» (σελ. 20-21).
Ο Άλκης, ο φίλος της Πωλέτ που έρχεται για πρώτη φορά στο σπίτι να τη ζητήσει σε γάμο, ξαφνιάζεται από την αρχοντική ομορφιά της μαμάς, που, όπως αποδεικνύεται, τα είχε κάποτε με τον πατέρα του. Είναι μάλιστα τόσο ξαφνιασμένος, ώστε ξεχνάει να κάνει την πρόταση γάμου.
Η Πωλέτ ζηλεύει και θαυμάζει τη μαμά της.
«-Τι πρέπει να κάνω για να σου μοιάσω;
-Μα μου μοιάζεις και πολύ μάλιστα, της απαντούσε, όμως η ομορφιά αγαπητή μου δεν είναι το παν. Χρειάζεται τεμπεραμέντο, τσαχπινιά, πονηριά και καπατσοσύνη. Εάν τα διαθέτεις όλα αυτά, τότε και η ομορφιά βοηθάει. Μα πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μάθεις πώς να χειρίζεσαι τους άντρες. Ποτέ να μην τους επιτρέψεις να σε θεωρήσουν εύκολη, απεναντίας δύσκολη, απαιτητική και να περνάει πάντα το δικό σου ανεξαρτήτως κόστους, διαφορετικά, από κοσμοπολίτισσα, θα σε αποκαλούν πουτάνα. Το πρώτο μετράει προς τα πάνω, το δεύτερο προς τα κάτω και πιάνεις πάτο τόσο γρήγορα, που σε ξεχνάει κι ο Θεός» (σελ.31-32).
Η Πωλέτ δεν θα μοιάσει ποτέ της μαμάς της. Μετά το γάμο της αδελφής της θα ζητήσει και αυτή να βρει καταφύγιο στο γάμο. Θα εξελιχθεί σε μια προληπτική γυναικούλα που θα επισκέπτεται μάγισσες και θα ρίχνει αλάτι πίσω από την πλάτη επισκεπτών για να φύγουν.
Ο Αλέξανδρος, ο άνδρας της, θα αργεί συχνά να γυρίσει στο σπίτι του, όμως δεν είναι γυναικάς όπως υποψιάζεται η Πωλέτ, είναι τζογαδόρος. Τα χρέη θα τον οδηγήσουν στο να επιχειρήσει μια κλοπή με βοηθό τον γιο του τον Ανδρέα, τον οποίο παρασέρνει χωρίς τη θέλησή του σ’ αυτή την πράξη. Ο γιος θα τραυματιστεί θανάσιμα και θα μείνει παράλυτος για όλη του τη ζωή, ενώ ο πατέρας θα καταλήξει στη φυλακή όπου μετά από λίγα χρόνια θα αυτοκτονήσει.
Η πινακοθήκη των ηρώων με τον αποκρουστικό εσωτερικό κόσμο θα δώσει στη συνέχεια τη θέση της στην πινακοθήκη ηρώων με αποκρουστική εξωτερική εμφάνιση. Δίπλα στον ανάπηρο πια Ανδρέα θα προστεθεί η καμπούρα υπηρέτρια, η Μάγδα. Θα ικανοποιήσουν κάποια στιγμή τη ματαιωμένη σεξουαλικότητα ο ένας του άλλου, όμως αυτό για τον Ανδρέα είναι μια υποκατάστατη ικανοποίηση. Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του και ζηλεύει αφάνταστα όταν τη βλέπει να φιλιέται με το φίλο της.
Οι ήρωες στα νατουραλιστικά μυθιστορήματα του προπερασμένου πια και όχι περασμένου αιώνα, είναι αποκρουστικοί στις πράξεις και στα αισθήματά τους. Είτε είναι θύματα της κοινωνίας είτε της κληρονομικότητας δεν μπορείς να νοιώσεις γι αυτούς κανέναν οίκτο.
Δεν συμβαίνει αυτό στη νουβέλα του Δεσύλλα, παρά τα πάμπολλα στοιχεία νατουραλισμού που διαθέτει. Νοιώθουμε να συμπονούμε τον Ανδρέα τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ τον βλέπουμε με το ψυχρό μάτι μιας κάμερας, όπως μοιάζει η ψυχρή αφήγηση του συγγραφέα που σε καμιά στιγμή δεν εκτρέπεται σε συναισθηματικούς σχολιασμούς για τη μοίρα του ήρωά του. Η αιμομικτική διάθεσή του προξενεί περισσότερο τον οίκτο παρά τον αποτροπιασμό, μια και φαίνεται λίγο πολύ αναπόφευκτη λόγω της κατάστασής του. Όταν την αδελφή του την παρατάει ο φίλος της και βυθίζεται σε κατάσταση απελπισίας, ο Ανδρέας αρχίζει να τρέφει ελπίδες, που έτσι κι αλλιώς κάθε αντικειμενικός παρατηρητής θα τις χαρακτήριζε φρούδες. Η τελική αναμέτρηση των δυο αδελφών είναι συγκλονιστική.
«-Άμα θέλω άντρες βρίσκω, κι όχι σακατεμένους, με ποδάρες που γεμίζουν ένα κρεβάτι. Τ’ άκουσες ψυχανώμαλε; (σελ. 105). Αυτά είναι λόγια αδελφής προς αδελφό.
Ο Ανδρέας, απελπισμένος θα απαντήσει:
«-Σοφία, άνοιξε την πόρτα να δεις πως ο αδελφός σου θα κατέβει μόνος του τα σκαλοπάτια της κόλασης, και κάνοντας στροφή, κατρακύλησε στη σκάλα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο δάπεδο του σαλονιού» (σελ. 106).
Η μόνες χρονικές ενδείξεις για το χρόνο της ιστορίας είναι ότι την 21η Απριλίου ο Αλέξανδρος ήταν φυλακή. Δεν ξέρουμε αν ήταν το 1967 ή μεταγενέστερη επέτειος. Και μια έμμεση ένδειξη, για μας τους παλιούς, είναι το ότι η μητέρα, πριν ξεσπάσει η τραγωδία, κοίταζε τις γελοιογραφίες στο οικογενειακό περιοδικό (δεν κατονομάζεται) από τις οποίες της άρεσαν οι γελοιογραφίες με τον σπαγοραμμένο. Είμαστε στη δεκαετία του ’60.
Ο χώρος επίσης ταυτοποιείται αρκετά αόριστα, ήδη με την πρώτη πρόταση του έργου: «Η γειτονιά απλωνόταν στην άκρη της πόλης», για να δώσει πιο κάτω ο συγγραφέας, μιλώντας γι αυτή, και μια νύξη για το χρονικό «περίπου» της δράσης: «Τα παιδιά έδιναν ζωντάνια στη γειτονιά που δονείτο από τις φωνές τους. Οι κάτοικοι τα βράδια καθισμένοι στα κεφαλόσκαλα και τις αυλές, μιλούσαν για τα γεγονότα της ημέρας, ακόμη και για το ποδόσφαιρο, ενώ οι γυναίκες κουτσομπόλευαν τις άλλες που δεν ήταν παρούσες». Την είδαμε αυτή τη γειτονιά στη «Συνοικία το όνειρο», την βραβευμένη ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη με μουσική του Μίκη Θοδωράκη.
Ο αποστασιοποιημένος, ντοκιμαντερίστικος τρόπος γραφής του Δεσύλλα που εκβιάζει την συναισθηματική συμμετοχή του αναγνώστη αντί να την υποβάλλει με σχόλια, σαν το «μάτι της κάμερας» του ντον Πάσος, είναι ιδιαίτερα πρωτότυπος. Αποστρεφόμενος το περιττό και μένοντας στο ουσιώδες, περιορίζει ένα μυθιστόρημα στην έκταση της νουβέλας. Είναι μια ικανότητα που δεν την διαθέτουν πολλοί συγγραφείς.

Friday, November 26, 2010

Λεωνίδας Κλάδος-εις μνήμην

Είναι αυτός που μου αρέσει περισσότερο απ' όλους τους λυράρηδες. Τον χάρηκα ζωντανά σε ένα πανηγύρι στο Πάνω Χωριό, πριν μερικά χρόνια. Λεωνίδα, ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.

Το παρακάτω κείμενο το αντέγραψα από την εφημερίδα Ιεράπετρα 21ος αιών, Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010. Δεν φέρεται το όνομα του συντάκτη.

Στις 12 Νοεμβρίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών, ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της Κρήτης, ο Λεωνίδας Κλάδος. Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου.Ήταν γιος του Δημήτρη Κλάδου, κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέου Λίτινα. Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο ήταν ο Λεωνίδας. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού του από τις Λαμπιώτες Παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι, Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής. Ένας άλλος μεγάλος δάσκαλος στη μουσική για το Λεωνίδα ήταν ο θρυλικός Κουρούπης από το γειτονικό Μέρωνα που τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα. Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους. "σε 17 ημέρες έμαθα να κουρδίζω και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζα και τραγουδούσα συνέχεια". Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής, ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Ανω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα. Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί "τελειοποιούσαν" το παίξιμο τους γι' αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία. Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος, βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντιλιές του. Από το 1945 έως το 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Μπαξεβάνη και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το νομό. Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη και τον Στ.Φουσταλιέρη.Ταυτόχρονα γνωρίζεταιμε τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό,Καρεκλά, Σκορδαλό,Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιους και 2 κόρες. Σήμερα έχουν 8 εγγόνια. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του, το συρτό "Όταν κοιμάται ο δυστυχής". Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Μεγάλες στιγμές δισκογραφικά οι συνεργασίες του με τον Μανιά, Κακλή, Κρασαδάκη, Σκουλά, Σταματογιαννάκη, Αγγελάκη, όλοι τους μεγάλες φωνές. Στην καλλιτεχνική του πορεία είχε να παρουσιάσει πλούσια δραστηριότητα στην διάρκεια της οποίας προσπάθησε να εξελίξει και να αναπτύξει την τεχνική του με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία της δικιάς του "σχολής" στο παίξιμο της κρητικής λύρας. Συνολικά είχε ηχογραφήσει πάνω από 30 δίσκους. Η τεχνική του χαρακτηριζόταν από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου είχε μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους. Ο Κλάδος ταξίδεψε πολλές φορές στο εξωτερικό και ενθουσιάστηκε με τη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων τη Κρήτης στην ομογένεια. Είχε τιμηθεί πάμπολλες φορές για την προσφορά του από διάφορους δήμους-κοινότητες- συλλόγους. Στη λύρα του βρίσκουν την λεβεντιά, την περηφάνια και το μεγαλείο του Κρητικού λαού. Επίσης είχε εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα είχε δημιουργήσει βιοτεχνία παγωτών "Λύρα" και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες. Παρά τα 86 του χρόνια το πάθος και το μεράκι για τη λύρα υπήρχε και τον βλέπαμε τακτικά σε δημόσιες εμφανίσεις. Ζούσε στις Μοίρες. Επιθυμία του ήταν να γυρνούσε στο χωριό του, για να ξαναπερπατούσε στον Ψηλορείτη και τη Σάμιτο.

Τι κοινό έχω εγώ με τον Σαραμάγκου

Αντιγράφω, παγώνοντας την εικόνα, από την εκπομπή του Ανταίου Χρυσοστομίδη και της Μικέλας Χαρτουλάρη "Κεραίες της εποχής μας", αυτοβιογραφικό απόσπασμα που διαβάζει ο Ζοζέ Σαραμάγκου: (έχω γράψει γι αυτόν)
"Στην πραγματικότητα γεννήθηκα στις 16-11-1022, στις δύο η ώρα, και όχι στις 18, όπως βεβαιώνει το Μητρώο του Ληξιαρχείου. Έτυχε τότε ο πατέρας μου να δουλεύει μακριά απ' το χωριό και όχι μόνο δεν ήταν παρών στη γέννηση του γιου του αλλά επέστρεψε στο σπίτι μετά τις 16 Δεκεμβρίου. Το πιθανότερο ήταν στις 17, που έπεφτε Κυριακή. Τότε λοιπόν, και φαντάζομαι και σήμερα ακόμη, έπρεπε η δήλωση της γέννησης να γίνει εντός τρειάντα ημερών, διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος επιβολής προστίμου".
Κάτι ανάλογο έγινε και με μένα. Γεννήθηκα στις 29 Ιανουαρίου 1950 (Υδροχόος. Παρεμπιπτόντως ημέρα Κυριακή, το πρωί, "την ώρα που λειτουργούνταν οι εκκλησίες" συνήθιζε να λέει η μάνα μου, θεωρώντας το καλοσημαδιά), όμως ο πατέρας μου, φαντάζομαι από κωλοβάρεμα, δεν πήγε να με δηλώσει. Κάποιος του σφύριξε αργότερα ότι έπρεπε να με δηλώσει μέσα σε τρεις μήνες, (όχι σε ένα όπως στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα τίποτα δεν γίνεται με βιασύνη, αν για παράδειγμα θέλεις ένα πιστοποιητικό, κάνεις την αίτηση, αλλά για το καλό των νεύρων σου δεν πρέπει να βιάζεσαι να το πάρεις, πρέπει να έχεις υπομονή), είχαν όμως περάσει παραπάνω από τρεις μήνες και γι αυτό με δήλωσε 19 Φεβρουαρίου. Έτσι η ταυτότητά μου γράφει ως ημερομηνία γέννησης 19 Φεβρουαρίου 1950, και αυτή την ημερομηνία δηλώνω όταν πρόκειται για κάτι επίσημο, και έχω πάντα το φόβο ότι κάποια στιγμή μπορεί να ξεχαστώ και να δηλώσω 29 Ιανουαρίου, και μετά άντε να ξεμπλέξεις με την ελληνική γραφειοκρατία.

Sunday, November 21, 2010

Κατερίνα Κατράκη, Παράθυρο

Κατερίνα Κατράκη, Παράθυρο, Ιωλκός 2010, σελ. 62

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Πολύ όμορφα ποιήματα μιας ταλαντούχας ποιήτριας, και ας είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

Με την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Παράθυρο» εμφανίζεται η Κατερίνα Κατράκη στο χώρο του βιβλίου. Εμφανίζεται ως ποιήτρια, γιατί με το βιβλίο ασχολείται ήδη ως επιμελήτρια, συνεργαζόμενη με τον «εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη» και παλιότερα με τα «Ελληνικά Γράμματα». Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ξέρει τρεις ξένες γλώσσες.
Θα ξεκινήσω με αυτό που με εντυπωσίασε. Ενώ η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση λειτουργούν συνήθως ως «καθαρτικά» στα ψυχικά μας άγχη και στις εντάσεις μας, σε πολλά ποιήματα της Κατράκη βλέπουμε την ευφορία της ύπαρξης, τη χαρά της ζωής. Συνήθως τραγουδούμε τις στενοχώριες μας και όχι τις χαρές μας. Όμως η Κατράκη στο ποίημα «Ελεύθερη» γράφει:
«Είμαι χαρούμενη
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα
Δεν περπατώ στη γη
Μόνο πετάω.

Είχα προσέξει από νωρίς την αλλαγή.
Αντί για χέρια έβγαλα φτερά
Πολύ μεγάλα και ωραία» (σελ. 21).
Οι θεματικές της Κατράκη δεν είναι συγκεκριμένες. Αισθήματα που νοιώθει, συναισθήματα που βιώνει, σκέψεις που κάνει, ξεχωριστές αλλά και μη ξεχωριστές εμπειρίες του καθημερινού, κατατίθενται σε ολόδροσους ανεπιτήδευτους στίχους. (Δεν έπεσα έξω, ξαναδιαβάζοντας το πρώτο ποίημα Alea jacta sunt νοιώθω να επιβεβαιώνομαι σ’ αυτή την κρίση:
«Γράφω ad hoc για ό, τι με εμπνέει
Και αναλύω όσο μπορώ το κάθε casus» σελ. 13).
Η αίσθηση του αυθόρμητου είναι εμφανής ακόμη και στα ποιήματα που έχουν μια μορφική δομή, όπως στις «τερτσίνες» (χωρίς βέβαια τις χαρακτηριστικές ομοιοκαταληξίες) του ποιήματος «Είκοσι χρονώ», ποίημα μιας θλιμμένης αγανάκτησης, που όμως τελειώνει αισιόδοξα:
«Κι οι στάχτες έγιναν προσευχή σε χείλη αφίλητα
βρήκαν ξανά μια στεριά κι ακούμπησαν.
Κι όλα μου γύρω ανατολή κι αργό ξημέρωμα» (σελ. 31).
Και τώρα να σταθούμε σε κάποια ποιήματα.
Η «Μεσότης», ποίημα ερωτικής απογοήτευσης, ξεφεύγει από το κλισέ του σπαραγμού και της απελπισίας. Τελειώνει με τους στίχους:
«Μα δε μ’ αρέσουν οι κακίες ούτε τ’ άκρα
ίσως εντέλει να σε βλέπω με συμπάθεια» (σελ. 18).
Με τον «Αναλώσιμο» περνάμε στον καθαρό σαρκασμό.
«Το προϊόν ξεκάθαρα
ήταν καταναλώσιμο
κρίθηκε αναλώσιμο
το ’λεγε καθαρά:
Συσκευασία στεγανή
και best before η λήξη∙
before να γίνει περιττό
before ν’ αλλάξει ουσία.
Έτσι καταναλώθηκες
μέσα σε λίγες μέρες.
Είδος που αγοράστηκε
-μην πω εξαγοράστηκε.
Λέω πολλά.
για λίγο κυκλοφόρησες
σε limited αριθμό.
Μόνο εγώ δοκίμασα» (σελ. 50).
Το ποίημα «Θαλασσινή» θα λέγαμε ότι αξίζει το βραβείο Γκίνες. Δεν θα βρει κανείς παρόμοιο ποίημα με τόσες αλλεπάλληλες παρομοιώσεις.
«Δε σ’ έχω συνδέσει με το καλοκαίρι..
Σε έχω δέσει μαζί του.
σαν κοχυλάκι που τεντώνει τ’ όστρακό του στο βυθό
και λέει την πρώτη καλημέρα.
…Σαν τον μικρούλη αχινό που κάθε πέτρα του γιαλού
τη δροσερεύει.
Σαν το λουλούδι του βυθού
που η χαίτη του ανεμίζει στα βαθιά νωχελικά….» (σελ. 52).
Συνολικά μετρήσαμε οκτώ παρομοιώσεις, με το «σαν» σε εφέ επανάληψης.
Επαναλαμβάνομαι στις κριτικές μου για την ποίηση, αλλά είναι κάτι που εντοπίζω σε πολλούς ποιητές και ποιήτριες, και που μ’ αρέσει. Και αυτό είναι ο ιαμβικός στίχος που φαίνεται ότι είναι ο φυσικός κυματισμός της γλώσσας μας. Και συχνά όχι απλά ο ίαμβος, όπως στους περισσότερους από τους παραπάνω στίχους, αλλά ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, που συχνά κρύβεται με το σπάσιμό του στα δυο. Στο τρίτο ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Εν τάξει» διαβάζουμε:
«Όλα κυλούν υπέροχα/ τα πάντα εν αρμονία.
Έχω τα δεδομένα μου/ κινούμαι ηλεκτρισμένη.
Το πρόγραμμά μου συνεπές/ και η ζωή ρολόι» (σελ. 14).
Και στο «Ερωτικό»:
«Αν πάψεις να ’σαι θάλασσα/ μετά πού θ’ αρμενίζω.
Αν δεν είσαι ο ήλιος μου/ πού θα ξεχειμωνιάζω.
Αν πάψεις να ’σαι πόλεμος/ πώς θα βρω την ειρήνη» (σελ. 46).
Και στο «Ανακοινωθέν»:
«Αυτό μόνο που έλειπε/ ήταν η ξεγνοιασιά μου
η δίψα μου για τη ζωή/ οι ελπίδες, τα όνειρά μου…
Διέρρηξαν τον κόσμο μου/ και πήραν την καρδιά μου»
Αλλού δεν υπάρχει αυτή η μεταμφίεση. Στο ποίημα «Απολογία» διαβάζουμε:
«Ίσως δεν είναι έτοιμη ακόμη για να ζήσει».
Ο επόμενος στίχος, παρεμπιπτόντως, είναι ο καζαντζακικός ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος της «Οδύσσειας»:
«Η λήθη μοιάζει κάτι βολικό για κείνη εν προκειμένω».
Επίσης έχω γράψει πολλές φορές ότι μου αρέσουν τα σύντομα ποιήματα που μοιάζουν με αστραπές έμπνευσης. Να παραθέσουμε δύο. Και πρώτα απ’ όλα το «Τηλεγράφημα»:
«Πλήρης αποτυχία. Στοπ.
Ταξίδι ματαιώθηκε
λόγω των συνθηκών. Στοπ.
Το όχημα δεν άντεξε
και βγήκε εκτός πορείας.
Ξέμεινε από υποσχέσεις.
…Και στοπ» (σελ. 35).
Το δεύτερο, πιο σύντομο, είναι πραγματικά «Έκτακτο».
«Η ζωή μου έπαθε κάταγμα.
Ένα όνειρο ανεκπλήρωτο έπεσε βίαια πάνω της» (σελ. 42).
Η Κατερίνα Κατράκη εμφανίζεται με την πρώτη της ποιητική συλλογή ως μια πολύ ταλαντούχα ποιήτρια. Δροσερή και πηγαία, αισιόδοξη και σκωπτική, πιστεύουμε ότι θα κάνει μια πολύ καλή πορεία στα γράμματά μας.

Friday, November 19, 2010

Μίλαν Κούντερα, Συνάντηση

Μίλαν Κούντερα, Συνάντηση, (μετ. Γιάννης Η. Χάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2010, σελ. 214.

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα ακόμη βιβλίο με αριστουργηματικά δοκίμια από τον μεγάλο Τσέχο συγγραφέα.

Δύο είναι οι εν ζωή μυθιστοριογράφοι που μου αρέσουν ιδιαίτερα: ο Μάρκες και ο Κούντερα. Έχοντας τη στόφα του δοκιμιογράφου, προτιμώ τον Κούντερα o οποίος, μετά το «Αστείο», το πρώτο του μυθιστόρημα, δοκιμιογραφεί ακατάπαυστα, και μέσα στα μυθιστορήματά του και έξω από αυτά. Η τελευταία συλλογή δοκιμίων του κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, με τίτλο «Συνάντηση».
Στον δοκιμιογράφο Κούντερα διακρίνει κανείς όλες τις αρετές που μπορεί να έχει ένα δοκίμιο, και που σπάνια τις συναντάει κανείς μαζεμένες: Οξύτητα παρατήρησης, τολμηρές σκέψεις, εύρος γνωστικού πεδίου, υφολογικές αρετές. Πιστεύω ότι μόνο ο Έκο θα μπορούσε να τον συναγωνιστεί.
Στη «Συνάντηση» υπάρχουν κείμενα γραμμένα σε διάφορες περιόδους της ζωής του συγγραφέα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη. Η πιο πρώιμη χρονολογία που είδαμε είναι το 1980. Τα θέματά του μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντα για τους περισσότερους αναγνώστες, όμως ο τρόπος πραγμάτευσής τους τα κάνει όλα ιδιαίτερα ελκυστικά. Κάποια από τα θέματά του τα επανα-πραγματεύεται, κάτω από το πρίσμα μιας, αν όχι πιο ώριμης, πάντως ελαφρά διαφορετικής οπτικής.
Με πατέρα πιανίστα και με σπουδές στη σύνθεση, είναι αναπόφευκτο να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Μιλάει εκτενώς για τον Λέος Γιάνατσεκ, για τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ, ενώ αυτά που γράφει για τον Γιάννη Ξενάκη είναι ενδιαφέροντα για τον έλληνα αναγνώστη. Το παρακάτω απόσπασμα μας κάνει να νοιώθουμε υπερήφανοι για τον μεγάλο μας έλληνα συνθέτη.
«Στη μουσική του Ξενάκη βρήκα παρηγοριά. Έμαθα να την αγαπώ στην πιο ζοφερή εποχής της ζωής μου και της γενέτειράς μου» (σελ. 96). Γράφοντας αυτές τις γραμμές μπαίνω στον πειρασμό να τελειώσω αυτό το σημείωμα ακούγοντας Ξενάκη. Βάζω την Περσέπολη.
Για την Ελλάδα, που πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση, γράφει: «Το ίδιο δίλημμα ισχύει για την Ελλάδα, που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη Εκκλησία, ρωσόφιλος προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα). Οι Αυστριακοί ή οι έλληνες μπορεί σε ζωηρές αντιπαραθέσεις να αμφισβητούν ένα προσανατολισμό προς όφελος ενός άλλου, αλλά από κάποια απόσταση θα μπορούσε να πει κανείς υπάρχουν έθνη που η ταυτότητά τους χαρακτηρίζεται από τον δυισμό, από την πολυπλοκότητα του μεσαίου πλαισίου τους, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητά τους» (σελ. 115-116).
Εμείς θα το λέγαμε πιο λαϊκά: μπορούμε να το παίζουμε δίπορτο.
Πιο κάτω διαβάζουμε:
«Η επανάληψη των σκανδάλων είναι η βασίλισσα όλων των σκανδάλων». Αν μιλάμε για την Ελλάδα δεν θα λέγαμε βασίλισσα, αλλά αυτοκράτειρα.
Από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα είναι εκείνο για τον Ανατόλ Φρανς, όπου μιλάει για τις «μαύρες λίστες». Αναρωτιέται: Από πού αντλούν τη δύναμή τους οι μαύρες λίστες; Από πού έρχονται οι μυστικές διαταγές με τις οποίες συμμορφώνονται;» (σελ. 60).
Δίνει αμέσως την απάντηση: «Από τα σαλόνια. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν έπαιξαν τόσο μεγάλο ρόλο τα σαλόνια όσο στη Γαλλία. Χάρη στην αριστοκρατική παράδοση που κρατάει αιώνες, έπειτα χάρη στο Παρίσι, όπου σ’ έναν περιορισμένο χώρο συνωστίζεται όλη η πνευματική ελίτ της χώρας και κατασκευάζει απόψεις∙ που δεν τις διαδίδει με κριτικές μελέτες, με επιστημονικές συζητήσεις, αλλά με φανταχτερές διατυπώσεις, με λογοπαίγνια, με κακεντρεχή ευφυολογήματα».
Μόλις πριν τρεις μέρες βρέθηκα μάρτυρας ενός τέτοιου λογοπαίγνιου, που κάποιος προσπαθούσε να χώσει φίλο μου συγγραφέα σε μαύρη λίστα. Δεν θα πω το λογοπαίγνιο, γιατί θα αποκαλύψω το φίλο μου.
Παρακάτω:
«Προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα, αδημονώντας να τις κρίνουν. Ο ασφαλέστερος τρόπος να σου ξεφύγει ένα μυθιστόρημα» (σελ. 71).
Στη στρατευμένη λογοτεχνία (la literature engageé του Σαρτρ) δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις για να αποκρυπτογραφήσεις, μπορείς να κρίνεις χωρίς καν να διαβάσεις. Σίγουρα δεν είναι μεγάλος, αλλά πολλοί τον έκριναν χωρίς να τον διαβάσουν: μιλάω για τον Λουντέμη. Με τον Γκόρκι βέβαια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Εκεί θα ψάξεις να βρεις την αχίλλειο πτέρνα. Κάποιος τη βρήκε στη «Μάνα», δεν θυμάμαι αν το διάβασα ή το άκουσα, πάντως πρόσφατα.
«Η κακία μπορεί καμιά φορά να γίνει ερήμην της εγκώμιο!» (σελ. 73). Αμέσως πιο πριν γράφει ο Κούντερα: «Ο Πωλ Βαλερύ (μέσα σε μια και μόνο σύντομη φράση) βάζει τα βιβλία του Φρανς πλάι στα βιβλία του Τολστόι, του Ίψεν και του Ζολά, κα τα χαρακτηρίζει ‘ελαφρά έργα’». Ο κρίνων κρίνοντας κρίνεται.
Θα τελειώσω την παρουσίαση αυτή του τελευταίου βιβλίου του Κούντερα με το παρακάτω απόσπασμα.
«Στην εποχή μας μάθαμε να υποτάσσουμε τη φιλία σ’ αυτό που αποκαλούμε πεποιθήσεις. Και μάλιστα με την περηφάνια μιας ηθικής ευθύτητας. Χρειάζεται όντως μεγάλη ωριμότητα για να καταλάβουμε ότι η άποψη την οποία προασπιζόμαστε είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος, μια ιστορία αναγκαστικά ατελής, πιθανόν εφήμερη, που μόνο οι φοβερά στενόμυαλοι την παρουσιάζουν σαν βεβαιότητα ή αλήθεια. Αντίθετα με την παιδαριώδη πίστη σε μια πεποίθηση, η πίστη σ’ ένα φίλο είναι αρετή, ίσως η μοναδική, η ύστατη» (σελ. 140).
Με τον καλύτερό μου φίλο δεν μοιραζόμαστε τις ίδιες (πολιτικές) πεποιθήσεις.
Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα θα βρει ο αναγνώστης στον Κούντερα. Και ελπίζω να μη γίνει και μ’ αυτόν ότι έγινε με τον Καζαντζάκη, να μείνει κορυφαίος αλλά χωρίς το Νόμπελ. Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια που το πήρε ο Μάρκες (για την ακρίβεια 28), καιρός να το πάρει και ο Κούντερα.

Thursday, November 18, 2010

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των αηδονιών

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των αηδονιών, Γαβριηλίδης 2009, σελ. 105

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Με αυτοβιογραφικά κυρίως κείμενα παρουσιάζεται ο συγγραφέας στο καινούριο του βιβλίο.

Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, στρατιωτικός γιατρός, είναι κυρίως διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του Διαβάζω για τη συλλογή διηγημάτων του «Ροζαμούνδη». Ήμουν στην απονομή, και θυμάμαι το πόσο σπαρταριστό ήταν το διήγημα που διαβάστηκε.
Ο «Θησαυρός των αηδονιών» είναι η τελευταία του συλλογή διηγημάτων. Στην πραγματικότητα τα διηγήματα της συλλογής αυτής είναι αυτοβιογραφικά κείμενα. Σ’ αυτά ανακαλεί έναν τεταρταίο πυρετό που πέρασε μικρός, ένα σεισμό που τους υποχρέωσε να μετακομίσουν, μια πρωτοχρονιά στη στρατιωτική σχολή, αναμνήσεις από την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Λιούμπιτελ (παρεμπιπτόντως ήταν και εμένα η πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, και θυμήθηκα με συγκίνηση την περιγραφή του χειρισμού της. Σίγουρα δεν ήταν το ίδιο μοντέλο, αλλά ο χειρισμός ήταν ο ίδιος). Αυτά μέχρι τη σελίδα 70. Μετά ακολουθούν επίσης αυτοβιογραφικά αφηγήματα αλλά μικρότερα σε έκταση, όπου ο Ηλίας αντί να φωτογραφίζει τον εαυτό του φωτογραφίζει: έναν αγρότη με την κόρη του να οργώνουν, έναν τρελό, τα πάρκιν της εθνικής, και στη συνέχεια με ακόμη πιο μικρά αφηγήματα, ένα νεκροταφείο γαϊδουριών, ένα σκυλί, ένα χοίρο, ένα μουλάρι και έναν τράγο. «Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν», είναι και τίτλος ταινίας, αλλά δυστυχώς τα γαϊδούρια τα αφήνουν και πεθαίνουν από την πείνα. Στα υπόλοιπα αφηγήματα ο Παπαδημητρακόπουλος περιγράφει τη συναισθηματική σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στα ζώα αυτά και στον άνθρωπο.
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά του Παπαδημητρακόπουλου συνειδητοποίησα κάτι σε σχέση με το γλωσσικό. Ναι, η δημοτική νίκησε κατά κράτος την καθαρεύουσα, όμως, πιστεύω, μια κάποια διγλωσσία εξακολουθεί να υπάρχει. Πάρα πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν ένα ύφος που άλλοι θα το χαρακτήριζαν υψηλό, εγώ το λέω επιτηδευμένο, και που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η προτίμηση καθαρευουσιάνικων λέξεων αντί λέξεων της δημοτικής. Πιστεύω ότι δεν είναι ζήτημα μεγαλύτερης σαφήνειας, αλλά επίδειξης λεξιλογικού πλούτου, που αυτόματα διαχωρίζει τον διανοούμενο, τον καλλιεργημένο, από τον απλό λαό, όπως παλιά η καθαρεύουσα ξεχώριζε τον μορφωμένο από τον αμόρφωτο. Έτσι ο κοιλαράς γίνεται προγάστωρ, και το υποχωρώντας γίνεται υπείκων (λέξη που το word μού υπογραμμίζει αυτόματα ως λάθος). Μετά από αυτό, γιατί να γράψει νύχτα και όχι νύκτωρ, δαιμονισμένο θόρυβο και όχι δαιμονιώδη θόρυβο; Έτσι το λιτό ύφος του Παπαδημητρακόπουλου γίνεται αυτόματα και υψηλό.
Υψηλό; Όχι πάντα. Συχνά χρησιμοποιεί λέξεις λαϊκές που κάνουν το ύφος χαμηλό όπως «Τον φάγαμε κι αυτόν στη μάπα» (σελ. 48-49), ενώ πιο συχνά λαϊκές λέξεις ανακατεύονται με το λόγιο ύφος όπως «…δεν θα φτουρήσω επί πολύ» (σελ. 57), «…οι οδηγοί μας τον μεταβάλουν προοδευτικώς σε οικογενειακόν σκατώνα» (σελ. 90) κ.ά. Αν το ύφος αυτό δεν εχρησιμοποιείτο και στον δοκιμιακό λόγο θα έλεγα ότι ήταν απλά παπαδιαμαντική επιρροή.
Πάντως η χρήση του πολυτονικού νομίζω ότι είναι απλά αποτέλεσμα νοσταλγίας. Είναι αρκετοί αυτοί που επιμένουν πολυτονικά. Οι τελευταίες εκδόσεις των windows τους πήραν υπόψη τους.
Τα παραπάνω δεν είναι ένσταση, είναι απλά διαπίστωση. Ο Παπαδημητρακόπουλος είναι ένας ταλαντούχος λογοτέχνης, και δικαίως κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική γραμματεία.

Wednesday, November 17, 2010

Γεραπετρίτικη έκφραση 2010

Γεραπετρίτικη έκφραση 2010, Ιεράπετρα 21ος αιών, σελ. 256

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 2010 και στην εφημερίδα Ιεράπετρα 21, τέλος Ιούλη.

Με περισσότερες σελίδες και περισσότερες συμμετοχές κυκλοφόρησε ο νέος τόμος της υπέροχης αυτής εκδοτικής πρωτοβουλίας της «Ιεράπετρας 21ος αιών» με τον τίτλο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010», μετά την επιτυχία που είχε η κυκλοφορία του περυσινού τόμου «Γεραπετρίτικη έκφραση 2009». Στις 256 σελίδες του υπάρχουν όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από το διήγημα και την ποίηση μέχρι το δοκίμιο και το οδοιπορικό. Όλα τα κείμενα είναι πολύ ωραία, και ορισμένα εξαιρετικά, και θα πρέπει εδώ να επαινέσουμε την κριτική επιτροπή και τους επιμελητές της έκδοσης.
Φυσικά θα επαινέσουμε και όλους τους συμμετέχοντες συγγραφείς, που άλλοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά και άλλοι έχουν ήδη πίσω τους ένα συγγραφικό έργο. Σε κάποιους το βήμα της «Γεραπετρίτικης έκφρασης» έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσουν τη δουλειά τους, ενώ σίγουρα για κάποιους άλλους η ύπαρξη του βήματος αυτού αποτέλεσε το κίνητρο να ασχοληθούν δημιουργικά με τη λογοτεχνία.
Θα ήταν αδύνατο στα πλαίσια ενός μικρού βιβλιοκριτικού σημειώματος να ασχοληθούμε με όλα τα κείμενα, και γι αυτό θα αναφερθούμε σε κάποια που μας έκαναν ξεχωριστή εντύπωση.
Κατ’ αρχήν θα επαναλάβω αυτό που έγραψα και στη βιβλιοκριτική μου για τον περυσινό τόμο, ότι νοιώθω ιδιαίτερα υπερήφανος που συμμετέχουν τέσσερις Δερμιτζάκηδες και σ’ αυτόν (ο ένας με ψευδώνυμο). Δεν θα ήταν άσχημο να συμμετάσχει και ο Μιχάλης, με ένα κείμενο για τα παλαιοντολογικά ευρήματα στην περιοχή. Ας του απευθυνθούν οι εκδότες.
Υπάρχουν και τρεις Λαμπράκηδες. Εκτός κι αν είναι και αυτοί τέσσερις, με κάποιον να συμμετέχει με ψευδώνυμο. Όλα τα υπόλοιπα επώνυμα συμμετέχουν άπαξ.
Τα πρώτα κείμενα αναφέρονται στον λογοτέχνη στον οποίο είναι αφιερωμένος ο τόμος, στον Νίκο Στρατάκη (1888-1970). Υπάρχει ένα σύντομο βιογραφικό, που ακολουθείται από μια περίληψη της εισήγησης που έκανε σε μια βραδιά αφιερωμένη στον πανωχωρίτη λογοτέχνη πριν μερικά χρόνια ο πισκοπιανός λογοτέχνης Κωστής Δερμιτζάκης. Τέλος υπάρχει ένα δείγμα γραφής του Νίκου Στρατάκη, το ποίημα «Χαιρετισμός στη Γεράπετρα». Μετά ακολουθούν κείμενα σχετικά με την έκδοση: ο πρόλογος και σημείωμα της κριτικής επιτροπής.
Στο λογοτεχνικό στερέωμα της επαρχίας Ιεράπετρας, η τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου εκπροσωπείται επάξια. Το Πάνω Χωριό το εκπροσωπεί ο Νίκος Στρατάκης, και την Επισκοπή ο Κωστής Δερμιτζάκης. Το Κάτω Χωριό το εκπροσωπώ εγώ με ένα διήγημά μου από τη συλλογή «Ο χορός της βροχής, οικολογικά παραμύθια και διηγήματα». Μόνο τα Παπαδιανά δεν εκπροσωπούνται. Σοφίτσα, αν διαβάσεις αυτές τις γραμμές, κάνε κάτι.
Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε δύο αφηγήματα του Λάζαρου Αντωνού. Συγκινήθηκα πολύ που έμαθα ότι ένας βαϊνιώτης, ο Πελέκας, που δίνει και τον τίτλο στο αφήγημα, είχε πολεμήσει με τις διεθνείς ταξιαρχίες στο πλευρό των δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, όπου και έχασε τη συντρόφισσά του. Το δεύτερο αφήγημα είναι πάνω στο μοτίβο της πρώτης αγάπης. Με τον τίτλο «πρώτη αγάπη» έγραψαν δυο εξαιρετικά διηγήματα ο δικός μας Ιωάννης Κονδυλάκης και ο Ιβάν Τουργκιένεφ, τα οποία πραγματεύτηκα σε μια συγκριτολογική μελέτη μου με τίτλο «Η πρώτη αγάπη στον Κονδυλάκη και στον Τουργκένιεφ» η οποία δημοσιεύτηκε σε ένα σλοβένικο συγκριτολογικό περιοδικό. Το αφήγημα του Αντωνού έχει τίτλο «Το μνημόσυνο». Όπως και τα διηγήματα του Κονδυλάκη και του Τουργκένιεφ, υποπτεύομαι ότι είναι λίγο πολύ αυτοβιογραφικό.
Ο νεαρός ερωτεύεται την συνομήλική του κοπέλα. Καθώς όμως οι κοπέλες ωριμάζουν πιο γρήγορα από τα αγόρια, αυτή κάποια στιγμή άφησε την παρέα του για αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτός όμως δεν την ξέχασε. Όταν μετά από χρόνια συναντιούνται, αυτή του μιλάει στον πληθυντικό. «Ο καφές σας είναι έτοιμος». «Ο καφές μας δεν μπήκε ποτέ στη φωτιά Ελένη», απάντησε εκείνος λυπημένα.
«Κοιτάχτηκαν έντονα για λίγο χωρίς να μιλούν, μετά εκείνος άπλωσε τα χέρια και άνοιξε την αγκαλιά του. Η Ελένη πλησίασε και έσμιξαν. Έκλαιγε καθώς ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος του. Άκουγε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά και μύρισε το άρωμά του. Τον ένοιωσε που έκλαιγε κι αυτός. Την έσφιγγε δυνατά. Αναζήτησε ο ένας το στόμα του άλλου, και τα χείλια τους ενώθηκαν σε ένα φιλί παθιασμένο, βίαιο και ανέλπιδο, αθώο όσο και ένοχο, ποτισμένο από τα δάκρυα και γερμένο από το βάρος των χρόνων που μεσολάβησαν, κοινό μνημόσυνο μιας αγάπης που δεν μπήκε ποτέ στην εφηβεία» (σελ. 105). Έτσι τελειώνει το διήγημα, ένα από τα ωραιότερα της συλλογής.
Τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου Μανόλης Πρατικάκης και Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, στα κείμενά μας μιλούμε για τα χωριά μας. Εγώ, για το πανηγύρι του προφήτη Ηλία. Ο γλωσσολόγος Χαραλαμπάκης εστιάζεται στο γλωσσικό ιδίωμα του χωριού του, της Ανατολής, ενώ ο ποιητής Πρατικάκης ανασυνθέτει ποιητικά αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων από το Μύρτος. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα στο οποίο μιλάει για τον λύχνο.
«…το γλυκό φως του λυχναριού (αυτό το κατοικίδιο, χειροποίητο άστρο), που έκανε τα πράγματα να κολυμπάνε ανάλαφρα στη ρέμβη τους. Η μητέρα του έβαζε λάδι με το λαδικό, το βαμβακερό φυτίλι (στριφτή ελάχιστη πλεξίδα) το απορροφούσε αργά. Ύστερα άναβε το σπίρτο και το πλησίαζε στην άκρη του. Βλέπαμε τη μικρή γήινη φλόγα να γεννιέται εκεί, σ’ αυτό τον μικρό κύκλο της ανθρώπινης επινοητικότητας. Η αργή καύση σε παράλληλο βηματισμό έντυνε με απαλές ανταύγειες τις αργόσυρτες ώρες μας. Ήταν η πρώτη χαμένη μας απτότητα. Καθώς μέναμε απέξω, αμέτοχοι στη λειτουργία ν’ ανοίγουμε ένα μικρό ξέφωτο μες στο σκοτάδι. Έτσι γνωρίσαμε την ‘αρχή του τρομερού’» (σελ. 148).
Ποιους να αναφέρω ακόμη και ποιους να αφήσω. Την Κύρβα με τους υπέροχους δεκαπεντασύλλαβους, τον Κωστή τον Δερμιτζάκη που, ανάμεσα στους ελεύθερους στίχους του ψάρεψα έναν υπέροχο δεκαπεντασύλλαβο «Αργόσχολοι ντελάληδες και στοχαστές του ονείρου», τον Νικόλα Ευαντινό, που τον βλέπω να παίρνει επάξια τη σκυτάλη από τον Μανόλη Πρατικάκη, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις όπως αυτή του Γεώργιου Μιχελαράκη στο «Ένα περιστατικό που δεν θα ξεχαστεί ποτέ»… Υπάρχουν τόσα πολλά υπέροχα κείμενα.
Κλείνοντας το βιβλιοκριτικό αυτό σημείωμα, θα ήθελα να ευχηθώ μακροημέρευση στη «Γεραπετρίτικη έκφραση», με μιαν ακόμη ευχή: Κάποια στιγμή να εκδίδεται από την «Ιεράπετρα 22ος αιών».

Wednesday, November 10, 2010

-3

Τελειώσαμε τις κάθε μέρα αναρτήσεις με παλιές βιβλιοκριτικές, στο εξής χαλαρά. Το παρακάτω post ανήκει στο γιο μου.

-3
Ο γιος μου έχει μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Μου το είπε, και το επαναδιατυπώνω σε όλο του το context για να γίνει κατανοητό από τους αναγνώστες του blog μου.
Τα μέλη του συμβουλίου επιλογής σχολικών συμβούλων αρχικά μου έβαλαν εικοσάρια στη συνέντευξη για να τα αλλάξουν στη συνέχεια, κατόπιν εντολής της τότε υπουργού παιδείας, σε τριάρια (μου έκαναν μια προσχηματική ΕΔΕ για κάποια σόκιν ανέκδοτα στο blog μου με στόχο να με εκπαραθυρώσουν από σχολικό σύμβουλο, και η οποία δεν είχε καν ξεκινήσει. Απολογήθηκα κάπου οκτώ μήνες αργότερα). Όμως αν ήξεραν ότι η πολιτική του κόμματος που τους τοποθέτησε σε αυτό το πόστο θα οδηγούσε τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης, με αποτέλεσμα να έλθει το ΔΝΤ, να αλλάξει ο νόμος περί συντάξεων με συνέπεια πάρα πολλοί υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων και σχολικοί σύμβουλοι, να ζητήσουν συνταξιοδότηση και να δημιουργηθούν έτσι πάρα πολλά κενά, τόσα κενά ώστε εγώ, αν και από την 1η θέση έπεσα στη 42η να βρεθώ σε εκλόγιμη θέση και με έγγραφο της υπουργού κας Διαμαντοπούλου να κληθώ να αντικαταστήσω τον Γιώργο το Δάλκο, ε, αν τα ήξεραν όλα αυτά δεν θα μου έβαζαν 3, αλλά -3.

Tuesday, November 9, 2010

Μουρατχάν Μουνγκάν, Τσαντόρ

Μουρατχάν Μουνγκάν, Τσαντόρ (μετ. Πέτρου Μάρκαρη), Καστανιώτης 2010, σελ. 103

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μέσα από τον γυρισμό ενός ξενιτεμένου ο συγγραφέας εκφράζει τους φόβους του για μια τραγική μοίρα που επικρέμεται σαν απειλή στην πατρίδα του.

«Παλιέ μου φίλε, τι γυρεύεις, χρόνια ξενιτεμένος ήσουν…». Το ποίημα αυτό του Σεφέρη δόθηκε στις τελευταίες εξετάσεις του ΑΣΕΠ, πριν τρία χρόνια, στη διδακτική της λογοτεχνίας στους φιλόλογους. Ήμουν από τους διορθωτές, και επί τη ευκαιρία έκανα ένα post στο blog μου για το ποίημα, παραθέτοντας τους στίχους και τη μουσική του Μαρκόπουλου. Το ποίημα αναφέρεται σε ένα ξενιτεμένο, που γυρνώντας στον τόπο του δεν τον αναγνωρίζει πια.
Το μυθιστόρημα του Μουνγκάν δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ποίημα του Σεφέρη σε πεζό. Ο ήρωας επιστρέφει σε μια πατρίδα που δεν κατονομάζεται, και την οποία δεν αναγνωρίζει. Έχει περάσει πολέμους και καθεστωτικές αλλαγές. Στη σελίδα 41 διαβάζουμε: «Η ζέστη στην Καρμπάλα…». Όμως, με δεδομένη την εικόνα ότι την εξουσία στη χώρα αυτή την έχουν οι ισλαμιστές, μάλλον η κατά τα άλλα μη κατονομαζόμενη χώρα ταιριάζει περισσότερο με το Αφγανιστάν παρά με το Ιράκ, τότε που βρίσκονταν στην εξουσία οι Ταλιμπάν. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2004, πιθανόν όμως να άρχισε να γράφεται πριν την ανατροπή των Ταλιμπάν με την αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν.
Η γενέθλια πόλη του ήρωα είναι ερειπωμένη. Μάταια ψάχνει να βρει τους δικούς του, καθώς και την αγαπημένη του. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν στους δρόμους, και αυτές με μπούργκα. Οι άνθρωποι φαίνονται παραιτημένοι, φοβισμένοι. Η αστυνομία εμφανίζεται από το πουθενά για να τιμωρήσει τους παραπτωματίες: «Μια γυναίκα που η φωνή της είχε ακουστεί κάπως πιο δυνατά, ένας άνδρας που είχε βρεθεί στο δρόμο την ώρα της προσευχής, κάποιος πωλητής που τον είχαν καταγγείλει, κάποιος περαστικός που τους είχε κινήσει την υποψία ότι είχε προβεί σε κάποια άσεμνη χειρονομία, όλοι αυτοί δοκίμαζαν τα μακριά ρόπαλά τους…» (σελ. 42).
Το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι μυθιστόρημα γεγονότων, είναι μυθιστόρημα (συν) αισθημάτων. Τα επεισόδια που συντελούνται είναι ελάχιστα, ο διάλογος ανύπαρκτος, η αφήγηση εστιάζεται στις εντυπώσεις που αποκομίζει ο ήρωας από μια πόλη που αλλιώς την άφησε και αλλιώς τη βρίσκει, και στα συναισθήματα που του δημιουργούνται στην απέλπιδα αναζήτηση των δικών του.
Το υποτυπώδες σασπένς της αναζήτησης λύεται στο τέλος. Ανακαλύπτει τα ίχνη της μητέρας του που έχει ξαναπαντρευτεί, και ζει σε μια πόλη στο βορά. Θα της κτυπήσει την πόρτα, αλλά αυτή προσποιείται ότι δεν τον αναγνωρίζει και του την κλείνει κατάμουτρα.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης εστιάζεται στην εντύπωση που κάνει στον ήρωα η μπούργκα. Όλες οι γυναίκες κυκλοφορούν με μπούργκα, είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τη μητέρα, την αδελφή του ή την αγαπημένη του κάτω από αυτή την αμφίεση. Περιφέρεται στους δρόμους μήπως και τον αναγνωρίσουν αυτές. Μάταια όμως. Κανένα από αυτά τα «χελιδόνια», όπως ονοματίζει τις γυναίκες με τη μαύρη μπούργκα η Γιασμίνα Χαντρά στο μυθιστόρημά της «Τα χελιδόνια της Καμπούλ», δεν τον αναγνωρίζει.
Η μπούργκα φαίνεται να είναι ο δεύτερος ήρωας του μυθιστορήματος. Ο Μουνγκάν μιλάει για τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει γι αυτήν. «Ενώ στις γυναίκες που κυκλοφορούσαν με καλυμμένο το πρόσωπο έφταναν παλιά τα μακριά σάλια, οι σάρπες, ή και τα τσαντόρ, τώρα είχαν μετατραπεί σε μια σκηνή από ύφασμα, με ένα μεταξωτό καφάσι στο ύψος των ματιών. Καμιά κίνηση του σώματός τους δεν μπορούσε να δρασκελίσει τους λόφους των υφασμάτων, που τις είχαν τυλίξει σαν σκοτεινή σπηλιά, και να φτάσει στον άνθρωπο, για να πιστοποιήσει ότι ήταν γυναίκες. Έβλεπες κάτι υφασμάτινες σκηνές, με κινήσεις, βηματισμό και στάσεις. Μόνο το θρόισμα του υφάσματος, όταν περπατούσαν, έκανε αισθητή την παρουσία τους. Ήταν ο ψίθυρος του σώματός τους» (σελ. 49).
Τότε γιατί το μυθιστόρημα τιτλοφορείται «Τσαντόρ»;
Το διαβάζουμε πιο κάτω:
«Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ’ αυτό τα λόγια της. ‘Το τσαντόρ ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην μπούργκα’» (σελ. 74).
Πάλι θα αναφερθώ στις «ρίζες της σύμπτωσης».
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση ανοίγω τα email μου και πέφτω πάνω στο παρακάτω άρθρο από το newsletter των Νέων, σήμερα, Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010 με τίτλο «Τρέμουν τον τούρκο Χομεϊνί». Η πρώτη παράγραφος του άρθρου είναι η εξής.
«Τρόµο προκαλεί στους κεµαλιστές η νέα δήλωση του ηγέτη του µεγαλύτερου θρησκευτικού τάγµατος της Τουρκίας Φετουλάχ Γκιουλέν ότι έφτασε ο καιρός να επιστρέψει στη χώρα. Οι κεµαλιστές χαρακτηρίζουν τον Γκιουλέν «Χοµεϊνί της Τουρκίας» και πιστεύουν ότι θα επιστρέψει για να εφαρµόσει τη σαρία». Ολόκληρο το άρθρο βρίσκεται εδώ http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=4599613&ml=1
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για βιογραφικά του συγγραφέα, βρήκα ότι έχει ένα παραπάνω λόγο να ανησυχεί: Είναι ομοφυλόφιλος, και δεν το κρύβει. Πρόπερσι, σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου του Τζεμίλ Τουράν, άκουσα ότι η Ελλάδα έδωσε πολιτικό άσυλο σε έναν ιρανό ομοφυλόφιλο που είχε βασανιστεί άγρια από το ιρανικό καθεστώς εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας του. Ο Μουνγκάν, με έναν τούρκο Χομεϊνί, μάλλον κινδυνεύει.
Θα σχολιάσω, όπως συνηθίζω, κάποια κομμάτια από το βιβλίο:
«Θυμήθηκε ένα παλιό, πολύ γνωστό ρητό: ‘Το γέλιο της γυναίκας είναι μια πρόσκληση στον σατανά’» (σελ. 76).
Είπα ότι θα σχολιάσω, αλλά αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο.
«Έστω κι αν δεν μπορούσε να το εκφράσει με λέξεις, κάπου μέσα στην καρδιά του ήξερε πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη λαμπρή ευτυχία πατέρα και γιου που γελάνε την ίδια στιγμή» (σελ. 33).
Κι εγώ, σαν πατέρας, το νιώθω, όταν βλέπω μαζί με το γιο μου κωμωδίες. Φαντάζομαι και ο γιος μου.
Μίλησα περισσότερο για το θέμα, ως πιο ενδιαφέρον, παρά για τη λογοτεχνικότητα της γραφής του Μουνγκάν. Είναι δεξιοτέχνης στην αφήγηση, έστω και με υποτυπώδη πλοκή, και γλαφυρός στην περιγραφή. Δίκαια θεωρείται εφάμιλλος του Παμούκ, του οποίου είναι μόλις τρία χρόνια νεώτερος.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Monday, November 8, 2010

Ρούλα Κακλαμανάκη, Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης

Ρούλα Κακλαμανάκη, Το ευάλωτο σώμα της δικαιοσύνης, Άγκυρα 2010, σελ. 143

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Σαρκαστικός στις λιθογραφίες του ο Ντομιέ, δεικτική στις κρίσεις της η Κακλαμανάκη, αποτελούν ένα συναρπαστικό δίδυμο στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο.

Μια από τις κατηγορίες των βιβλιοπαρουσιάσεων στο Λέξημα είναι και οι «Λοιπές κατηγορίες». Απουσιάζουν για παράδειγμα κατηγορίες όπως η βιογραφία, όμως το τελευταίο βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη φαίνεται να είναι ειδολογικά άστεγο, και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να μπει σε καμιά κατηγορία, ακόμη και σε μια εξαντλητική κατηγοριοποίηση των παρουσιάσεών μας.
Η Ρούλα Κακλαμανάκη ήταν δικαστικός, ήταν βουλευτής και υφυπουργός στα υπουργεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Παιδείας, όμως είναι ποιήτρια (απ’ αυτή την ιδιότητα δεν παίρνεις ποτέ σύνταξη και δεν γίνεσαι ποτέ «τέως»), πεζογράφος, και γενικά άνθρωπος των γραμμάτων. Έχει εκδώσει πάρα πολλά βιβλία που δεν έχει νόημα να τα απαριθμήσω, αφού και η ίδια στο σύντομο βιογραφικό στο αφτί του βιβλίου παραθέτει μόνο τον αριθμό τους κατά κατηγορία και όχι αναλυτικά με τους τίτλους τους, ως είθισται, σε κάποια από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Τότε που τα βιβλία ήταν χειρόγραφα, αλλά και στις πρώτες μέρες της τυπογραφίας, η εικονογράφηση ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Σήμερα η εικονογράφηση απουσιάζει εντελώς από κατηγορίες όπως η πεζογραφία και η ποίηση, και υπάρχει μόνο σε κατηγορίες όπου θεωρείται λίγο πολύ αναγκαία, όπως π.χ. η ταξιδιωτική λογοτεχνία, ή σε βιβλία για τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Η παιδική λογοτεχνία είναι μια εξαίρεση.
Όμως σε όλες τις περιπτώσεις η εικονογράφηση «ακολουθεί» το περιεχόμενο του βιβλίου. Στην παιδική λογοτεχνία για παράδειγμα, ο εικονογράφος, έχοντας το κείμενο, εμπνέεται τις εικόνες.
Στο βιβλίο της Ρούλας τα πράγματα είναι αντίστροφα. Η εικονογράφηση προηγείται. Είναι λιθογραφίες του Ονορέ Ντομιέ, που έχουν ως θέμα τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Ακόμη έχω την υποψία ότι κάποιες λιθογραφίες του Ντομιέ ανέσυραν στη μνήμη της Κακλαμανάκη κάποιες από τις ιστορίες που αφηγείται, ή πυροδότησαν το δοκιμιακό-σχολιαστικό τμήμα που τις συνοδεύει. Με ένα διαυγή και καυστικό λόγο η Κακλαμανάκη εκθέτει τα κακώς κείμενα της δικαιοσύνης, κάποια εγγενή και λίγο πολύ αναπόφευκτα, κάποια άλλα όμως όχι, και έχουν να κάνουν με την ανεπάρκεια των θεσμών και τη διαφθορά των λειτουργών. Η μαρτυρία της, καθώς είναι εκ των έσω και όχι δημοσιογραφική, έχει σημαντικότατη αξία. Εμείς που τη ζήσαμε αυτή τη δικαιοσύνη στο πετσί μας πρόσφατα δεν πέφτουμε από τα σύννεφα, και στο διαδίκτυο έχουν κυκλοφορήσει πράγματα πολύ πιο φοβερά από αυτά που εκθέτει στο βιβλίο της η Κακλαμανάκη, και έτσι στο βιβλίο απολαύσαμε την ικανότητα της συγγραφέως ως δοκιμιογράφου και ως αφηγήτριας.
Και ως ποιήτριας. Δεν μπορεί να απωθήσει τον ποιητικό εαυτό της και γι αυτό σε κάποια σημεία η γραφή της είναι εντελώς ποιητική. Αντιγράφω από το 6ο κεφάλαιο:
«…και πάλι νόμοι, κι άλλοι νόμοι…
Ο ένας πάνω στον άλλον.
Ο ένας μέσα στον άλλον.
Για τη βία των δυνατών που ξέρουν τη δύναμή τους.
Για τη μη βία των αδυνάτων που επαναπαύονται στην αδυναμία τους.
Για τον κρυφό καημό και το βίαιο πάθος.
Για την πνοή της εφήμερης ζωής.
Για την αβέβαιη υπόσχεση της αθανασίας.
Η λέξη πέφτει βαριά σαν πέτρα στο βυθό των πραγμάτων
Η καμπάνα χτυπάει.
Η καρδιά χτυπάει.
Τα ρολόγια δεν σταματάνε
Κι ας τελειώνει της ζωής ο χρόνος» (σελ. 56-57).
Ο Τολστόι, στα διαβάσματά του, αποθησαύριζε αποφθεγματικές φράσεις και αποσπάσματα που συναντούσε, που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο. Το βιβλίο της Κακλαμανάκη βρίθει από αρκετές τέτοιες φράσεις και αποσπάσματα, κάποια μέσα στο κυρίως κείμενο, κάποια στα μότο που υπάρχουν σε κάθε κεφάλαιο. Θα παραθέσω μερικά.
«Όσο πιο άδικη η νίκη, τόσο μεγαλύτερη η επαγγελματική επιτυχία» (σελ. 82).
Για τον άτεγκτο δικαστή:
«Όσο πιο άτεγκτος τόσο πιο ύποπτος. Ή για δουλεία ή για βλακεία ή, και το γελοιωδέστερο, για εμφιαλωμένη υπεροψία» (σελ. 87).
«Η δίκη είναι μάχη. Δεν είναι διάλογος, ή διευθέτηση μιας υπόθεσης μεταξύ φίλων. Είναι μάχη, με στρατηγούς και στρατιώτες, με θύματα και θύτες. Είναι δράμα, με σκηνοθεσία και ρόλους ηθοποιών» (σελ. 123).
«Η απάτη είναι έγκλημα των πλουσίων, όπως η αλητεία και η μικροκλοπή είναι έγκλημα των φτωχών. Αρνείσαι την κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου, με την ανάλογη αμφίεση, ακριβώς αντίθετη από τη συνήθη δική σου» (σελ. 128).
«Το δίκαιο, όπως και κάθε άλλο αγαθό, κατά κανόνα το απολαμβάνεις ανάλογα με το πάχος του πορτοφολιού σου» (σελ. 133).
Όχι πάντα.
Μου το διηγήθηκαν για κάποιο μεγαλοδικηγόρο, που για ευνόητους λόγους δεν θα αναφέρω το όνομά του. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια, κυκλοφορούν τόσα ψέματα στις μέρες μας.
Ένας με πολύ παχύ πορτοφόλι ήταν διατεθειμένος να λαδώσει τον δικαστή. Ο δικηγόρος του, πριν τη δίκη, αφήνει τον πελάτη του στο διάδρομο να περιμένει και πηγαίνει μέσα στο δικαστήριο, όπου θα λάδωνε τον δικαστή με τρόπο. Ο δικαστής του λέει -κε… η σειρά σας δεν ήλθε ακόμη. –Το ξέρω, θα μπορούσα να αφήσω την τσάντα μου;-Βεβαίως. Βγαίνει έξω και λέει με συνωμοτικό ύφος στον πελάτη.-Μην ανησυχείς, τα κανόνισα. Γίνεται η δίκη, τρώει μια καμπάνα ο πελάτης, -Είδες πώς τα καταφέραμε; του λέει ο δικηγόρος του. Τη γλύτωσες με την μικρότερη ποινή που θα μπορούσε να σου επιβληθεί.
Και θυμήθηκα τώρα κάτι που διάβασα πριν χρόνια, για τους δικαστές τον μεσαίωνα. Καλός δικαστής δεν ήταν αυτός που δεν χρηματιζότανε γιατί όλοι χρηματίζονταν και από τους δυο αντίδικους, αλλά αυτός που άφηνε την κρίση του ανεπηρέαστη από το ύψος του χρηματισμού.
Η Ρούλα, σε ένα σύντομο επίμετρο, μιλάει για «Το αγαθό της δικαιοσύνης». Πυκνό σαν άρθρο εγκυκλοπαίδειας παραθέτει κάποιους γενικούς άξονες, καθώς και ιδέες που ανέπτυξαν διάφοροι φιλόσοφοι στο πέρασμα των αιώνων για τη δικαιοσύνη. Εστιάζεται κυρίως στον αγώνα που καταβλήθηκε για την ανεξαρτησία της, μέσω της τριχοτόμησης των εξουσιών. Βέβαια η ανεξαρτησία αυτή πολλές φορές βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, αλλά σε σχέση με την απροκάλυπτη αυθαιρεσία των δυνατών που κυριαρχούσε παλιά έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος. Όμως πρέπει να γίνουν και άλλα. Όπως καταλήγει η Κακλαμανάκη, «…το πρόβλημα της δικαιοσύνης βρίσκεται στο σημείο της αναζήτησης ως επιτακτική ανάγκη νέων μεθόδων, από την ήσσονα σχετικότητα ως την ουτοπία».
Ωραία φράση για να τελειώνεις ένα βιβλίο: Ως την ουτοπία.
Ωραία φράση για να τελειώνεις την παρουσίαση ενός βιβλίου: Είναι πραγματικά θαυμάσιο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Sunday, November 7, 2010

Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός

Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, Κέδρος 2010, σελ. 50

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μελαγχολικά στην ατμόσφαιρά τους αλλά πανέμορφα στην εικονοποιία τους είναι τα ποιήματα της τελευταίας αυτής συλλογής του ποιητή.

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου με τίτλο «Κρυφός κυνηγός» εκδόθηκε δώδεκα χρόνια ακριβώς μετά την βραβευμένη με κρατικό βραβείο ποίησης ποιητική του συλλογή «Μη σκεπάζεις το ποτάμι». Στο ενδιάμεσο διάστημα εξέδωσε βέβαια άλλα βιβλία, κυρίως δοκίμια, με θέμα την ποίηση. Η μακρόχρονη αυτή κυοφορία έφερε στο φως έναν καταπληκτικό καρπό, μια συλλογή με εξαιρετικά ποιήματα.
Γεννημένος το 1951 ο ποιητής, βρίσκεται σε μια ηλικία κατά την οποία μπορεί να κάνει ένα απολογισμό ζωής, να κοιτάξει το παρελθόν με νοσταλγία αλλά και κριτικά, και να δει το περιβάλλον του αντικειμενικά, χωρίς την αισιοδοξία της νιότης. Ήδη στο πρώτο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Οι παλιοί εαυτοί μου» αρχίζει αναρωτώμενος:
«Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού, ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες».

Ο Καζαντζάκης λέει κάπου «Τότε που ήμουν νέος, και νέος θα πει να θέλεις να σώσεις τον κόσμο». Αν αυτό ισχύει γενικά για τη νιότη, ίσχυσε περισσότερο για τη δική μας γενιά. Μπορεί ο Μαρκόπουλος να εκφράζει ένα προσωπικό του βίωμα, αλλά σίγουρα έχει συνείδηση ότι πρόκειται για ένα συλλογικό βίωμα της γενιάς του.
«Θύμησες που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας», λέει με απορία σε ένα ποίημα πιο κάτω. Αυτό το «κιόλας» ηχεί γεμάτο παράπονο.
Το παρελθόν όμως δεν εμφανίζεται μόνο με τις θύμησες, αλλά και με τα όνειρα. Στο «Όνειρο» γράφει:
«Ναι, τους είδα που έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια∙
και ήσαν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους» (σελ. 23).
Θυμήθηκα κι εγώ (βρίσκομαι επίσης στην ηλικία των αναμνήσεων) την τρομερή εξουσία του δικού μας αγροφύλακα, που μας έπαιρνε τις σφενδόνες, όχι όμως και τα σταφύλια γιατί ήταν από το δικό μας αμπέλι. Είχα ζηλέψει τόσο την εξουσία του που, πιτσιρικάς, ήθελα όταν μεγαλώσω να γίνω αγροφύλακας. Αλλά δεν θα μου άρεσε να με μισούνε τα παιδιά και γι αυτό δεν θα τους έπαιρνα τις σφεντόνες. Όμως αν τελικά γινόμουν αγροφύλακας και με την οικολογική συνείδηση που έχω τώρα, σίγουρα θα τους τις έπαιρνα.
Θα προσυπογράψω μαζί με τον Μαρκόπουλο: «Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη/ και περιουσία μου όσοι αγάπησα∙ και όσοι μ’ αγάπησαν» (σελ. 29).
Το ίδιο και το παρακάτω:
«Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν στενοχωριέται
γιατί ξέρει ότι η σιωπή
είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας.
που κάποτε θα βρει το δίκιο της» (σελ. 31).
Ο Μαρκόπουλος αντικρίζει τη ζωή με την μελαγχολία του ανθρώπου που ετοιμάζεται να κλείσει την έκτη δεκαετία της ζωής του. Η μελαγχολία αυτή εκφράζεται με εικόνες νοσοκομείων και νεκροταφείων - των νεκροταφείων αυτοκινήτων μη εξαιρουμένων - με εικόνες αρρώστων και κηδειών. Αλλά και με θάρρος. Δεν διστάζει να βάλει την χρονολογία γέννησής του στο βιογραφικό του στο αυτί του βιβλίου. Πολλοί συγγραφείς μετά από μια πολύ πιο μικρή ηλικία, το ξεχνούν. Άραγε το «ξεχνούν» σαν ξόρκι για τα γηρατειά, ή από υστεροβουλία; Εμείς, «σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι», θα την βάζουμε πάντα.
Από τα πιο πρωτότυπα ποιήματα της συλλογής είναι η «Αέναη εναλλαγή» Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, με τον στίχο «Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο» να διατρέχει σαν λάιτ μοτίβ το ποίημα, όπου ανακαλούνται συνειρμικά μνήμες από το παρελθόν:
«Χρώμα καφέ του Φλεβάρη,
βροχή στα παράθυρα που επιστρέφει
και μελανί σκοτάδι του δάσους,
κάμπος πνιγμένος στην ομίχλη
εκεί που η καμπάνα το απόγευμα την πλημμύρα σημαίνει» (σελ. 39).
Όμως από τα πιο συγκινητικά είναι τα φωτογραφικά στη σύλληψη και σύντομα σαν αποφθέγματα στην απόδοση «Μετά των αγίων» με τα οποία κλείνει η συλλογή αποκαλύπτοντας την ευαισθησία του ποιητή, και που θυμίζουν αρκετά τις «Στενογραφίες» του Κώστα Μαυρουδή. Δίνουμε ένα μικρό δείγμα.
-Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα.
-Το κοριτσάκι στην τηλεόραση που, ενώ βομβαρδίστηκαν, συνετρίβησαν όλα, αυτό ασταμάτητα έκλαιγε ζητώντας την κούκλα του.
-Δυο παιδάκια, παραμονή Χριστουγέννων, που λένε τα κάλαντα στον τάφο του πατέρα τους.
-Ο πανύψηλος εκείνος άντρας με τα γένια, ντυμένος μαχητής του ΕΛΑΣ κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, που αντί για όπλο κρατούσε στα χέρια του ένα καδρόνι πουλώντας λαχεία.
Και το τελευταίο της συλλογής:
-Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.
«Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», λένε συχνά για να δείξουν την παντοδυναμία της εικόνας. Όμως οι λέξεις έχουν επίσης μια φοβερή δύναμη, να φτιάχνουν εικόνες στη μεταφορική τους διάσταση, κάτι που στη γλώσσα της εικόνας είναι τόσο δύσκολο ώστε, μετά τον Αϊζενστάιν και το ιδεολογικό μοντάζ του, κάθε προσπάθεια έχει εγκαταλειφθεί πλήρως. Η εικονοπλαστική δύναμη του Μαρκόπουλου στη δημιουργία τολμηρών και ανοίκειων μεταφορών είναι εντυπωσιακή. Όλη η συλλογή είναι ένας τάπητας τέτοιων μεταφορών, μεταφορών συχνά τόσο μεγάλων στην έκταση, που ανάλογες μόνο στον «Ερωτόκριτο» έχω συναντήσει. Ας δώσουμε ένα μικρό δείγμα.
«Διότι είμαι μόνος
σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά
που φύτρωσε ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς» (σελ. 11)
«…και όνειρα που χάνονται
σαν το πουλί που κανένας δεν ξέρει
όταν πετάξει απ’ το σύρμα πού πάει» (σελ. 18)
«…μια ζωή μένοντας μόνος.
Σαν το κερί που το ξέχασε ο καντηλανάφτης στο μανουάλι
και σαν το κρασί που δεν ήπιε, στο τραπέζι,
ο αλκοολικός γιατί τον προσέβαλαν» (σελ. 26).
Η μελαγχολία και η θλίψη που αναδύεται από πολλά ποιήματα εξαϋλώνεται μέσα στη φαντασμαγορία των εικόνων που τα κατακλύζουν, δείχνοντας για μια ακόμη φορά την καθαρτική λειτουργία της τέχνης, που με ωραίες εικόνες μας συμφιλιώνει με την τραγικότητα της ζωής.
Η ποιητική αυτή συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι από τις ωραιότερες που έχω διαβάσει ως τώρα. Με πίστη στο ταλέντο του, περιμένω και την επόμενη συλλογή του, έστω και αν περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια μέχρι την έκδοσή της.

Μπάμπης Δερμιτζάκης.

Saturday, November 6, 2010

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεοδωρή

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεοδωρή, ΑΛΔΕ 2010, σελ. 93

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ιδιαίτερα πρωτότυπα και πολύ συγκινητικά είναι τα διηγήματα της συλλογής αυτής.

Το τελευταίο έργο του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, εκπαιδευτικού, είναι μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Μια απρόσμενη συνάντηση Αϊνστάιν-Καραθεοδωρή». Ο συγγραφέας με γλώσσα απλή και λιτή, αλλά με αφηγηματικές επινοήσεις, φτιάχνει διηγήματα ιδιαίτερα πρωτότυπα.
Μια πρωτοτυπία κατ’ αρχήν βρίσκεται στο ότι στα έξι πρώτα από τα δεκατέσσερα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή τα κύρια πρόσωπα είναι πραγματικά πρόσωπα, ξεχωριστές φυσιογνωμίες. Μάλιστα βρίσκονται στην αρχή της συλλογής, με μόνο παρέμβλητο ανάμεσά τους το δεύτερο διήγημα. Στο πρώτο απ’ αυτά ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται την ιστορία, στιγμιότυπα από τη σχέση Αϊνστάιν-Καραθεοδωρή (Ο Καραθεοδωρής είναι ένας μεγάλος Έλληνας μαθηματικός από τον οποίο ο Αϊνστάιν διδάχθηκε πολλά, και εκφραζόταν πάντα με θαυμασμό για το πρόσωπό του). Στην «Επιστροφή» ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται επίσης την ιστορία, δίνοντας όμως το λόγο σε αρκετή έκταση στον ήρωά του, που είναι ο Κώστας Κρυστάλλης. Ο τίτλος αναφέρεται στην επιστροφή του ποιητή, ο οποίος είναι βαριά άρρωστος από φυματίωση, στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να πεθάνει («Είναι γλυκύς ο θάνατος μόνο όταν πεθαίνουμε εις την πατρίδα» μας λέει ο Κάλβος»). Στο «Όλα κι όλα τέσσερα κτίρια» ο Ντίνος Δημόπουλος, πρωτοπρόσωπος και αυτοδιηγητικός αφηγητής, αφηγείται επίσης ένα ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στα υπόλοιπα διηγήματα ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται την ιστορία ως μάρτυρας. Αυτά είναι, ο «Γόρδιος δεσμός» που αναφέρεται στον Κώστα Ταχτσή, «Στο φίλο μου» που αναφέρεται στον Μάνο Λοΐζο και ο «Γόρας» που αναφέρεται στον ηθοποιό Γρηγόρη Βαφιά.
Το δεύτερο, παρέμβλητο όπως είπαμε, διήγημα με τίτλο «Το σημάδι» είναι αφηγηματικά ιδιαίτερα πρωτότυπο. Ο τριτοπρόσωπος, εξωδιηγητικός και ετεροδιηγητικός αφηγητής εμφανίζεται στο τέλος του διηγήματος ως ψευδο-ετεροδιηγητικός, αφού είναι πρόσωπο της ιστορίας. Την αποκάλυψη την κάνει ένας άλλος αφηγητής που κατά κάποιο τρόπο εγκιβωτίζει την ιστορία. Δεν ανοίγουμε το καπάκι του κιβωτίου, απλά δεν υπάρχει καπάκι, και μόνο όταν αδειάζει το περιεχόμενο βλέπουμε τον πάτο, συνειδητοποιώντας ότι πρόκειται για κιβώτιο. Το λέω αυτό γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις εγκιβωτισμού, όπως στην κλασική «εύρεση χειρογράφων», ο αναγνώστης βλέπει αμέσως από την αρχή τον εγκιβωτισμό, και όχι στο τέλος όπως εδώ, σε ένα πρωτότυπο εφέ έκπληξης.
Το διήγημα αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από τη ζωή ενός φαροφύλακα, στην αγωνία του να ειδοποιήσει τις αρχές να στείλουν έγκαιρα ένα καράβι για να παραλάβει το άρρωστο κοριτσάκι του. Όχι, δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη κινητά, το μήνυμα δόθηκε με το άναμμα μιας φωτιάς.
Το διήγημα εκτείνεται σε επτάμισι σελίδες, από τα πιο εκτενή της συλλογής. Όμως μόλις στην τελευταία μισή σελίδα μαθαίνουμε για τον εγκιβωτισμό. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μας λέει ότι το μικρό κοριτσάκι, που σώθηκε από εκείνη την περιπέτεια, μεγάλη κοπέλα πια, έχει γράψει, με βάση τις σημειώσεις που κρατούσε ο πατέρας της, την ιστορία αυτή για ένα περιοδικό του πολεμικού ναυτικού, την ιστορία που μόλις διαβάσαμε. Και σαν μικρό κοριτσάκι που ήταν τότε (κοιμόταν ακόμη σε κούνια), μόνο σαν τριτοπρόσωπη αφηγήτρια θα μπορούσε να την αφηγηθεί. Και υπάρχει άραγε πιο πρωτότυπος τρόπος για να λυθεί το σασπένς, αν σώθηκε δηλαδή τελικά το κοριτσάκι;
Στα υπόλοιπα διηγήματα θαυμάζουμε τον ανθρωπισμό και τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες του συγγραφέα (είναι υπεύθυνος στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Αράχθου). Στο «Ζευς καλεί κόπραινα» μιλάει για τη σωτηρία μιας καρέτα-καρέτα. Στο «Ντικ» μας δείχνει πώς ένα αδέσποτο σκυλί έδειξε την ευγνωμοσύνη του στον άνθρωπο που τον τάιζε, σώζοντάς τον από ένα ληστή. Στην «Επικίνδυνη αποστολή» μας λέει πώς ένας καλός ιερέας έσωσε τους τσιγγάνους από τον κοινοτάρχη που ήθελε να τους σφετερισθεί τη γη. Στο «Για ψύλλου πήδημα» μιλάει για μια καθυστερημένη κοπέλα, μέσα από τη δική της οπτική γωνία, και για τη γυναίκα που την περιμάζεψε και την φρόντισε. Θα δώσουμε ένα απόσπασμα απ’ αυτό.
«Κοιτούσε το νερό της βροχής και γύρισε το χρόνο πίσω, τότε που μικρό παιδί μαζί με τη μητέρα βάδιζαν έξω, όταν τους έπιασε μια μπόρα…» (σελ. 87).
Το απόσπασμα αυτό δίνει και ένα άλλο στίγμα για τα διηγήματα της συλλογής αυτής. Πολλά απ’ αυτά είναι διηγήματα μνήμης. Πιο χαρακτηριστικό είναι το διήγημα που έχει ως ήρωα τον Ντίνο Δημόπουλο που, γυρίζοντας μια ταινία στο χωριό του, ανακαλεί σκηνές από την παιδική του ηλικία.
Υπάρχουν τρία ακόμη διηγήματα. Το «Η μεγάλη γιορτή» έχει πολιτικό χαρακτήρα, και αναφέρεται σε μια εκδήλωση όπου θα μιλούσε ένας υπουργός της χούντας, που παρά λίγο να έχει άσχημη εξέλιξη καθώς ο υπουργός φαινόταν να γελοιοποιείται. Είχε όμως άσχημη εξέλιξη για τον αφηγητή, που τόλμησε να γράψει για την εκδήλωση αυτή σε μια εφημερίδα.
Και αυτό είναι ένα διήγημα μνήμης: «Αν ξαναθυμήθηκα όλα αυτά είναι γιατί θα μου πάρουν συνέντευξη από την ελληνική τηλεόραση για την επέτειο της 21ης Απριλίου» (σελ. 85). Ενδοαφηγηματικά τονίζεται σχεδόν πάντα ο παρών χρόνος της αφήγησης σε σχέση με τον παρελθόντα χρόνο της ιστορίας.
Και το «Σφύριγμα της κόρνας του πλοίου» είναι ένα διήγημα μνήμης. Ο ήρωας δεν βρήκε το θάρρος να πάρει μαζί του την γαλλιδούλα που τον είχε ερωτευθεί. Την ονειρεύεται, χρόνια μετά: «Σιμόν, Σιμόν, ακόμη σ’ αγαπώ» (σελ. 77). Έτσι τελειώνει το διήγημα.
Ηθικόν δίδαγμα: Όταν συναντήσεις την αγάπη, μην κάνεις το λάθος και την αφήσεις.
Και τώρα θα αναφερθώ σε συμπτώσεις.
Πριν λίγες μέρες ανακάλυψα τυχαία την εκπομπή του Ανταίου Χρυσοστομίδη και της Μικέλας Χαρτουλάρη στο cine+ που έχει τον τίτλο «Οι κεραίες της εποχής μας» (κάθε Τρίτη 13.00-14.00), μια σειρά συνεντεύξεων με μεγάλους συγγραφείς. Έπεσα τυχαία πάνω στη συνέντευξη που πήραν στον Μάριο Βάργκας Γιόσα. Σε τρεις τέσσερις μέρες από τότε πήρε το Νόμπελ.
Πριν μια βδομάδα περίπου, την ίδια μέρα, μαθαίνω για τρεις κλοπές. Ενός θείου του έκλεψαν το σπίτι, κάτι δήθεν πωλητές. Μιας φίλης την τσάντα. Και οι δυο είχαν γίνει την προηγούμενη μέρα. Και εμένα το GPS από το αμάξι. Ήταν στο ντουλαπάκι, το αντιλήφθηκε ο γιος μου. Τη βάση δεν την είχαν πειράξει, την είχαν αφήσει πάνω στο παρμπρίζ, και έτσι δεν αντιληφθήκαμε αμέσως την κλοπή.
Τι σχέση μπορούν να έχουν αυτές οι συμπτώσεις με το βιβλίο;
Οι παραπάνω καμιά. Έχει όμως η παρακάτω.
Συχνά όταν διαβάζω λογοτεχνία ακούω μουσική. Τόσο το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο και στο κινητό μου όσο και το tuner στο σπίτι μου είναι συντονισμένα στο τρίτο πρόγραμμα. Ακούω την υπέροχη καβατίνα της Ροζίνας από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» una voce poco fa με τη Μαρία Κάλας. Μετά από ένα λεπτό, διαβάζοντας το διήγημα «Κι όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν», που αναφέρεται στη δύση ενός έρωτα και στην ανατολή ενός νέου, πέφτω στο παρακάτω απόσπασμα: «Χαμηλόφωνη η άρια της Μαρίας Κάλας γέμιζε από αισιοδοξία και σε ανέβαζε στα ύψη του ενθουσιασμού που έχεις όταν ξεκινάς μια νέα σχέση» (σελ. 63). Αν μας έλεγε ότι η άρια ήταν το una voce poco fa αυτό πια και αν θα ήταν σύμπτωση.
Τα διηγήματα αυτά του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη είναι εξαιρετικά σαν ύφος, πρωτότυπα σαν αφήγηση και συγκινητικά σαν περιεχόμενο. Είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει τελευταία.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Friday, November 5, 2010

Sissi Soko, Αγκαλιά με τον ήλιο

Sissi Soko, Αγκαλιά με τον ήλιο, Οσελότος 2010, σελ. 144

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Συναρπαστικό σαν αυτοβιογραφία, μαγευτικό σαν γραφή.

Δεν ξέρω γιατί η…, αλλά ας μην αποκαλύψω το όνομά της, θέλησε το καινούριο της βιβλίο να το βγάλει με ψευδώνυμο, παρόλο που το ψευδώνυμο παραπέμπει συνειρμικά στο πραγματικό της όνομα. Ίσως γιατί είναι αυτοβιογραφικό βιβλίο.
Οι αυτοβιογραφίες, όπως και οι βιογραφίες, είναι από τα αγαπημένα μου λογοτεχνικά είδη. Αφενός γιατί είμαι λάτρης του πραγματικού, και αφετέρου γιατί σε μια βιογραφία μαθαίνεις για τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο βιογραφούμενος, πώς τα έλυσε, αν τα έλυσε, ποιες επιλογές έκανε στη ζωή του, και ποιες επιπτώσεις είχαν αυτές πάνω του. Κοντολογίς παίρνεις μαθήματα ζωής για τον εαυτό σου. Θα επαναλάβω ακόμη μια φορά ότι η βιογραφία που με συγκίνησε ιδιαίτερα είναι μια βιογραφία του Βιτγκενστάιν από τον Ρέι Μονκ.
Διαβάζοντας όμως τη βιογραφία της Sissi Soko βρέθηκα για πρώτη φορά μπροστά σε μια βιογραφία τής οποίας ήξερα αρκετά στοιχεία, και στην οποία είχα και εγώ εμπλακεί, χωρίς η ίδια να το υποψιάζεται. Υπήρξα ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον πρώην της και στη νυν του. Βέβαια χάρη στη γνωριμία μου με τον πρώην της έκανα και τη γνωριμία μου με την ίδια, μια γνωριμία που μου έδωσε την ευκαιρία να θαυμάσω το λογοτεχνικό της ταλέντο, αλλά προ παντός την ικανότητά της να γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική της. Πόσοι το έχουν καταφέρει παγκόσμια αυτό; Ονόματα που μου έρχονται αυθόρμητα στο μυαλό είναι ο Ναμπόκοφ, ο Κόνραντ, ο Κούντερα στα τελευταία του έργα, που όμως δεν είναι και τα καλύτερά του, άλλος κανείς; Υπάρχουν βέβαια και οι άραβες που γράφουν γαλλικά, όπως η Γιασμίνα Χαντρά και ο Tahar ben Jelloun, όμως γι αυτούς η γαλλική είναι περίπου μητρική τους γλώσσα, μια και οι πατρίδες τους, Αλγέρι και Μαρόκο αντίστοιχα, υπήρξαν γαλλικές αποικίες.
Και στην Ελλάδα;
Ο μόνος που ξέρω είναι ο Κούρδος Τζεμίλ Τουράν, του οποίου παρουσιάσαμε πριν λίγους μήνες το μυθιστόρημα «Η νύχτα που έβλεπε στη μέρα». Και αυτός ταλαντούχος.
Η συγγραφέας, που παρουσιάζεται με ψευδώνυμο, δίνει ψευδώνυμα και στα πρόσωπα της αυτοβιογραφίας της, τουλάχιστον σ’ αυτά που ξέρω, στην κόρη της, στον πρώην σύζυγό της, στη μητέρα του και στη γυναίκα του. Επίσης κάποιοι χώροι όπου τοποθετούνται επεισόδια της αφήγησής της δεν είναι τα πραγματικά.
Η Sissi έχει μεν τη στόφα του λογοτέχνη, αλλά εξίσου έχει και τη στόφα του δοκιμιογράφου. Ένα από τα βιβλία της είναι δοκιμιακό, ενώ και σ’ αυτό το βιβλίο, την αυτοβιογραφία της, βρίθουν τα δοκιμιακά αποσπάσματα.
Διαβάζοντάς τα διαπίστωσα ακόμη μια φορά ότι ερμηνεύουμε τον κόσμο με συγκεκριμένα ερμηνευτικά σχήματα, ανεξάρτητα από αν και πόσο τα σχήματα αυτά βρίσκονται κοντά στην πραγματικότητα. Τα ερμηνευτικά σχήματα που αρέσκεται να χρησιμοποιεί η Sissi είναι τρία: Κατ’ αρχήν το κλασικό μαρξιστικό διαλεκτικό σχήμα των αντιθέσεων. «Χάρη στις αντιθέσεις κινείται ο κόσμος» (σελ. 44), ξεκινάει ένα κεφάλαιο του βιβλίου της, με bold, όπως όλες οι αρχικές περίοδοι όλων των κεφαλαίων. Το δεύτερο είναι η ενεργειακή εκμετάλλευση. Μ’ αυτήν ερμηνεύει όχι μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και την ανισότητα των φύλων. «Οι άνδρες, κατά τη γνώμη μου, έχτισαν την ανδροκρατική κοινωνία τους χάρη στην εκμετάλλευση της ενέργειας της γυναίκας» (σελ. 24). Το τρίτο ερμηνευτικό σχήμα που χρησιμοποιεί κατά κόρον είναι το αντιθετικό δίπολο ΠΡΕΠΕΙ-ΘΕΛΩ (έτσι, με κεφαλαία). Η πρόκριση του ΘΕΛΩ καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τη ζωή της, αφού εγκατέλειψε τη θέση της στην πρεσβεία για να αφοσιωθεί στο γράψιμο, με το αντίστοιχο βέβαια τίμημα της οικονομικής δυσπραγίας και αβεβαιότητας. Αλλά, κρίνοντας και από τα τρία προηγούμενα βιβλία της τα οποία έχουμε παρουσιάσει στο Λέξημα, άξιζε τον κόπο.
Το βιβλίο της έχει και ένα πρόσθετο ενδιαφέρον. Μας παρουσιάζει τη ζωή σε μια πρώην σοσιαλιστική δημοκρατία, τη Σλοβακία, ή μάλλον την ενωμένη τότε Τσεχοσλοβακία. Τις έμμεσες πιέσεις, την έμμεση καταπίεση που ασκούσε τότε η εξουσία, την παρουσιάζει η Sissi παραστατικότατα με μια λέξη: μελανοχυσία. Χίλιες φορές προτιμότερη βέβαια από τη σταλινική αιματοχυσία, αλλά εξίσου δυσβάστακτη. Ο Κούντερα δεν άντεξε.
Τώρα, κατά τη συνήθειά μας, θα σχολιάσουμε κάποια πράγματα από το βιβλίο.
Με συγκίνηση είδα να αναφέρεται η Sissi στον Βίκτορα Πεκέλη και συγκεκριμένα, όπως γράφει, «Στο αγαπημένο μου βιβλίο ‘Στρατηγική και τακτική της ζωής’». Τον Victor Pekelis τον χρησιμοποίησα στη συγγραφή ενός άρθρου μου για την Κυβερνητική: (Κυβερνητική, Περισκόπιο της επιστήμης, Ιούλ-Αυγ. 1984, τ. 67, σελ. 55-61) και συγκεκριμένα το βιβλίο του Melange cybernetique (ed. Moscou, 1975). Ψάχνοντας τώρα στο διαδίκτυο βλέπω ότι δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση του άρθρου μου οι εκδόσεις Gutenberg εξέδωσαν το έργο του «Κυβερνητική». Και στο Amazon.com βλέπω ότι το βιβλίο που παραθέτω στη βιβλιογραφία μου εκδόθηκε και στα αγγλικά το 1987. Βιογραφικά δεν μπόρεσα να βρω, το μόνο που βρήκα είναι ότι ένας Victor Pekelis είναι σήμερα 72 χρονών και ζει στην Καλιφόρνια, στο Σακραμέντο. Και είχα μια φοβερή περιέργεια να μάθω αν έχει ελληνική καταγωγή.
Διαβάζω:
«Η γιαγιά μου η οποία πήγε, αρκετές δεκαετίες πίσω, στην Αλβανία για διακοπές, μου περιέγραψε την εξής εικόνα: έβλεπαν εκεί τους Αλβανούς άνδρες να καβαλάνε κάθε πρωί τα γαϊδούρια τους και οι γυναίκες τους να πηγαίνουν πεζές στα χωράφια. Εκεί οι άνδρες κάθισαν στα χαντάκια και έπαιζαν χαρτιά. Οι γυναίκες έπρεπε να δουλεύουν εν τω μεταξύ με φτυάρια και τσουγκράνες. Και το βράδυ πάλι καβάλα στα γαϊδούρια προς τα σπίτια» (σελ. 38-39).
Τελικά το παρακάτω που το ξέρω σαν ανέκδοτο, μπορεί και να μην είναι.
Ένας περιηγητής, προπολεμικά, σε ένα χωριό της βόρειας Ελλάδας, συναντάει έναν άνδρα καβάλα στο γαϊδουράκι του και τη γυναίκα του να ακολουθεί πίσω με τα πόδια. Τον ρωτάει περίεργος γιατί έτσι, και ο άνδρας απαντάει μονολεκτικά: -Έθιμο.
Μετά τον πόλεμο, ο ίδιος περιηγητής πέφτει πάλι πάνω στο ίδιο αντρόγυνο, ο άντρας καβάλα στο γαϊδούρι και η γυναίκα πεζή, αλλά αυτή το φορά όχι πίσω από το γαϊδούρι αλλά μπροστά. Ρωτάει περίεργος γιατί αυτή η αλλαγή, και παίρνει πάλι μια μονολεκτική απάντηση: -Νάρκες.
Διαβάζουμε:
«Η μητέρα του Νίκου και η δική μου μητέρα είναι κατά κάποιο τρόπο ίδιες. Είναι γυναίκες που θέλουν πάντα να περνάει το δικό τους, γυναίκες των λεγόμενων Πέντε Άλφα. Δηλαδή: attractive, authoritative, ambitious, aggressive, arrogant» (σελ. 58).
Κάποιος αγγλοσάξονας το σκέφτηκε, αλλά έχει εντελώς άδικο. Είναι δυνατόν μια γυναίκα authoritative, ambitious, aggressive, arrogant, να είναι attractive;
Μου έχει γίνει κανονικό βίτσιο να γράφω για τις «Ρίζες της σύμπτωσης». Στην διπλανή ανάρτησή μου για τα διηγήματα του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη γράφω για μια σύμπτωση: Ακούω στο ραδιόφωνο μια άρια της Κάλας, και σε μισό λεπτό πέφτω πάνω σε μια παράγραφο που γράφει για την Κάλας. Διαβάζω το βιβλίο της Σλοβάκας Sissi Soko και ξαφνικά ο εκφωνητής του Τρίτου Προγράμματος λέει ότι το επόμενο κομμάτι που θα ακούσουμε είναι η ραψωδία για κλαρινέτο και ορχήστρα του Debussy από μια (δεν συγκράτησα το όνομά της) ορχήστρα της Σλοβακίας.
Πολύ μου άρεσε αυτό το βιβλίο της Σύλβιας (συγνώμη, της Sissi ήθελα να πω) και σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Thursday, November 4, 2010

Γιώργος και Καλή Βοϊκλή, Η Λαμπερούλα

Γιώργος και Καλή Βοϊκλή, Η Λαμπερούλα, ένα κορίτσι σαν όλα τ’ άλλα Καστανιώτης,1994,σελ.165

(Μάλλον έχει δημοσιευτεί στη Νέα Οικολογία, αλλά δεν βρίσκω το απόκομμα)

Η "Λαμπερούλα" δεν είναι "ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα", παρά
τον υπότιτλο του βιβλίου. Είναι ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα
άλλα. Της αρέσει βέβαια, όπως και σε όλα τα παιδιά άλλωστε, να
βλέπει παιδικές εκπομπές στην τηλεόραση, όμως της αρέσει πολύ
όχι μόνο το διάβασμα (υπάρχουν πολλά παιδιά, παρολαυτά -
δηλαδή παρά την τηλεόραση - που διαβάζουν) αλλά και το
γράψιμο.
Σ' αυτό βέβαια την ενθαρρύνει και ο μπαμπάς της, ο οποίος
έχει ήδη στο ενεργητικό του πέντε βιβλία, και αρκετά κείμενα
πάνω σε οικολογικά θέματα και θέματα για την προστασία του
καταναλωτή (υπήρξε από τους ιδρυτές, και "νονός", της
ΕΠΟΙΖΩ, Ένωση για την Ποιότητα της Ζωής). Έτσι μπαμπάς και κόρη
στρώθηκαν και έγραψαν την "Λαμπερούλα".
Το βιβλίο είναι μια εναλλαγή κειμένων πατέρα και κόρης. Ο
πατέρας ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα στον κόσμο των
παιδιών, όπου βρίσκεται η κόρη του, και θυμάται τα δικά του
παιδικά χρόνια. Η κόρη βλέπει με παρθενικό μάτι μικρού παιδιού
τα πράγματα, και τα καταγράφει στο "Σκέφτομαι και γράφω".
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν κείμενα - διάλογοι ανάμεσα
στον πατέρα και την κόρη. Ανεπανάληπτα τα κείμενα
αυτά, αποτελούν μια παράλληλη παρουσίαση των διαφορετικών
οπτικών με τις οποίες βλέπουν κάποια ζητήματα γονείς και
παιδιά, κυρίως όσον αφορά τις σχέσεις τους, που είναι συνήθως
ένας μονόδρομος απαιτήσεων και απαγορεύσεων από την πλευρά
των γονιών.
Να σημειώσουμε τέλος την ωραία εικονογράφηση της Έλλης
Καλεμάνδρη, και τα δυο κόμικς, με τον "Δεκάλογο του καταναλωτή"
και το "Μόνοι στο σπίτι", συμβουλές για τους γονείς για να
προφυλάξουν τα παιδιά τους από κινδύνους.
Σαν την Λαμπερούλα, την Καλή Βοϊκλή, υπάρχουν και άλλα παιδιά
με ικανότητες στο γράψιμο. Όμως λίγα μόνο (όπως η Βαγγελιώ
Μανουσάκη,13 χρονών, με το τρίτο ήδη βιβλίο της εκδομένο φέτος
από την Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη με τίτλο "Το σπίτι στο
λόφο", σελ.126) καταφέρνουν να βρουν το δρόμο στον εκδότη. Γι
αυτό πρέπει να βοηθούνται, ώστε το παιδικό βιβλίο να γίνει
όντως παιδικό, να γράφεται δηλαδή από (ή έστω και από) παιδιά.
Στον αιώνα τον απελευθερωτικών κινημάτων, και τα παιδιά πρέπει
να πραγματοποιήσουν τα βήματα προς την πολιτιστική τους
χειραφέτηση. Και εμείς πρέπει να τα βοηθήσουμε σ' αυτό, όχι με
τους σαχλούς διδακτισμούς της δικής μας λογοτεχνίας γι
αυτά, που τη βαφτίσαμε καταχρηστικά παιδική λογοτεχνία, αλλά
ενισχύοντας τις δικές τους συγγραφικές προσπάθειες, για την
ανάπτυξη μιας πραγματικά παιδικής λογοτεχνίας, γραμμένης
δηλαδή από παιδιά.

Wednesday, November 3, 2010

Anthony Wilden, Επιστημολογία και οικολογία

Anthony Wilden, Επιστημολογία και οικολογία, μετ. Φώτης Τερζάκης, Αθήνα 1997, εκδόσεις Παρουσία.

Στα οικολογικά επιχειρήματα για μια επικείμενη μη αντιστρεπτή καταστροφή του γήινου οικοσυστήματος προβάλλεται συνήθως ένας αντίλογος που στηρίζεται κυρίως στα επιχειρήματα αφενός μιας υπερβολικής φοβίας και καταστροφολογικής απαισιοδοξίας, και αφετέρου στην προβολή της πανάκειας της Επιστήμης: Η επιστήμη που έφτιαξε μια τεχνολογία που ρυπαίνει, μπορεί να φτιάξει και μια τεχνολογία αντιρρύπανσης, κ.λπ.
Ο Anthny Wilden ήλθε να καταρρίψει τον αντιοικολογικό αυτόν αντίλογο χρησιμοποιώντας τις θεωρητικές κατακτήσεις της επιστήμης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, και κυρίως την πρόσφατα ανεπτυγμένη συστημική θεωρία.
Κάθε σύστημα χαρακτηρίζεται από κανόνες ομοιόστασης/αυτοδιατήρησης. Ο βασικός ομοιοστατικός νόμος είναι ο νόμος της αρνητικής ανάδρασης (π.χ. όταν σε ένα θερμοσίφωνα η θερμοκρασία ξεπερνάει κάποια τιμή, κλείνει η παροχή ρεύματος για να αποφευχθεί η έκρηξη). Όμως στο γήινο οικοσύστημα, οι κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικές δομές (συστήματα μέσα στο γήινο οικοσύστημα, τα οποία χρησιμοποιούν τον εκτός αυτών χώρο ως περιβάλλον προς εκμετάλλευση) επιβάλλουν διαδικασίες θετικής ανάδρασης (ένα φαινόμενο, για παράδειγμα, θετικής ανάδρασης, είναι η πυρκαγιά: έχει την τάση να φουντώνει): Μια πιο ξέφρενη συσσώρευση κεφαλαίου, μια πιο άγρια εκμετάλλευση της φύσης. Οι διαδικασίες αυτές θετικής ανάδρασης θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα στην κατάρρευση του συστήματος. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Anthony Wilden, «Όταν το οικοσύστημα υπόκειται σε διαταράξεις που υπερβαίνουν ένα ορισμένο κατώφλι, η σταθερότητά του δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί μέσα στα πλαίσια των κανόνων που έχει στη διάθεσή του. Σ’ αυτό το σημείο οι ταλαντώσεις του οικοσυστήματος δεν μπορούν πλέον να ελεγχθούν από την πρώτης τάξεως αρνητική ανάδραση που είναι η πηγή τους. Η επακόλουθη εκθετική διεύρυνση των παρεκκλίσεων μπορεί να ελεγχθεί μόνο από δευτέρας τάξεως αρνητική ανάδραση: την καταστροφή του συστήματος ή την ανάδυσή του ως μετασυστήματος».
Τι μπορεί να είναι αυτό το μετασύστημα; Είναι απλούστατα το γήινο οικοσύστημα, με αρκετά διαφορετική μορφή όμως από τη σημερινή, πιθανότατα χωρίς τον άνθρωπο και μια πληθώρα άλλους οργανισμούς.

Tuesday, November 2, 2010

Λέανδρος Πολενάκης, Συνέβη στη Γκοντβάνα

Λέανδρος Πολενάκης, Συνέβη στη Γκοντβάνα, Δελφίνι 1996,σελ. 70

Το παραβολικό γκροτέσκ αποκαλύπτεται σήμερα ως το πιο "ρεαλιστικό" είδος αφήγησης, ένας όχι απλά "κριτικός" ρεαλισμός, αλλά ένας σαρκαστικός ρεαλισμός, ένα σαρδόνιο, ειρωνικό, πονεμένο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα. Οι "Σατανικοί στίχοι" του Ρασντί, η "Βιοχημεία" του Μάτεσι, το "Επικίνδυνο φορτίο" του Μουρσελά, είναι από τα καλύτερα δείγματα του είδους.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα διηγήματα του Λέανδρου Πολενάκη της συλλογής διηγημάτων με τίτλο "Συνέβη στην Γκοντβάνα", και κυρίως τα τρία μείζονα. Τα δυο πρώτα, "Στο ναό του Gaudi" και τα "Χειρόγραφα ενός γκραικοπίθηκου" αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αλληγορικά δοκίμια πάνω στο χρόνο και στην ιστορία του πολιτισμού. Τον χρόνο ο συγγραφέας τον αντιμετωπίζει sub specie aeternitatis, κάτω από την άποψη της οποίας (αιωνιότητας) αναδεικνύεται η παροδικότητα του πολιτισμού. Ο χρόνος φαίνεται χωροποιημένος, ακίνητος, ενώ το ιστορικό «τώρα» ορμά στην εκμηδένισή του. Πάνω στη συλλογιστική αυτή ο Πολενάκης οικοδομεί το παρακάτω οξύμωρο: «...συγκλονίστηκε απ’ την απροσδόκητη ανακάλυψη, ότι ο ναός που ως τώρα πίστευαν ότι ήταν ημιτελής είχε στην πραγματικότητα καταστραφεί σ’ ένα πόλεμο του μέλλοντος, που ακόμα δεν είχε γίνει!» (σελ. 22).
Το "Πέραν" αποτελεί μια σάτιρα της νεοελληνικής πραγματικότητας, της οποίας η σουρεαλιστική σύλληψη της μυθοπλασίας του επιτρέπει να θίξει αρκετές πλευρές της. Τέλος στο Questi artisti, που παραμένει σε ρεαλιστικά πλαίσια, ο Πολενάκης χρησιμοποιεί την ίδια τεχνική που χρησιμοποιεί και ο Τσίρκας στη "Μνήμη": Η αφήγηση της πρόθεσης γραφής ενός διηγήματος αποτελεί το ίδιο το διήγημα. Εδώ ο Πολενάκης παραθέτει τις σκέψεις ενός λογοτέχνη που προτίθεται να γράψει ένα διήγημα με θέμα τον Μωάμεθ τον Πορθητή, και μέσω αυτών των σκέψεων γίνεται ανασύσταση της προσωπογραφίας του.
Το «Ιντερμέδιο για την Ελένη» έχει ένα εντυπωσιακό διακειμενικό εφέ τέλους. Το συναντήσαμε στην «Μεγάλη Πράσινη» της Ευγενίας Φακίνου, στο «Εργάτες της Θαλάσσης» του Βίκτωρα Ουγκώ, και στη «Νύχτα δολοφόνων» του Ρομάν Πολάνσκι: Ο ήρωας καταπίνεται σιγά σιγά από τα νερά της θάλασσας προς την οποία οδεύει ή στην παλίρροια της οποίας αφήνεται.
Κύριο υφολογικό στοιχείο του έργου είναι το εφέ της απαρίθμησης, ενώ ένα εφέ επανάληψης στο επίπεδο της μυθοπλασίας δίνει στο πρώτο διήγημα μια εντύπωση παραμυθιού. Οι μεταφορές του λειτουργούν προσχηματικά, στην υπηρεσία μιας εικονιστικής, όχι εκείνης της γκροτέσκ του Γιάννη Ξανθούλη, παρολαυτά σουρεαλιστικής, και εκτείνονται επίσης σε ανάλογη έκταση. Συναντήσαμε ακόμη και εγκιβωτισμένη μεταφορά, στο ομώνυμο διήγημα (σελ. 9).
Σημειώνουμε ακόμη ένα θαυμάσιο εφέ κυριολεξίας, η οποία ισοδυναμεί με τη μεταφορά αλλά σε επίπεδο μυθοπλασίας: "...πολυτελή υπουργικά αυτοκίνητα να τσουλάνε, καθώς τα έσερναν, ζεμένοι σαν άλογα, οκτώ μέχρι δώδεκα φορολογήσιμοι πολίτες το καθένα." Το απόσπασμα από το απολαυστικότατο "Πέραν" (σελ. 62).
Επισημαίνουμε τέλος μια τάση, κυρίαρχη στη σύγχρονη πεζογραφία, της υπέρβασης του μανιχαϊσμού δημοτική-καθαρεύουσα, κληροδότημα της οξύτατης διαμάχης για το γλωσσικό που ταλαιπώρησε όχι τόσο τη λογοτεχνία μας, όσο την εκπαίδευσή μας. Αφού ο αγώνας έληξε με νίκη της δημοτικής, οι πρωτοστάτες σ’ αυτόν τον αγώνα, οι λογοτέχνες, νιώθουν τώρα αρκετά ασφαλείς ώστε να εγκαταλείψουν τους γλωσσικούς δογματισμούς και να αντλήσουν από τον άπειρο πλούτο της ελληνικής γλώσσας, τόσο από την κομψή πυκνότητα της λόγιας σύνταξης όσο και από λεκτικούς θησαυρούς θαμμένους στα καταγώγια της μνήμης. Ο πιο αντιπροσωπευτικός λογοτέχνης που εκφράζει αυτή την τάση, από όσους έχουμε υπόψη μας τουλάχιστον, είναι ο Γιώργος Μανιώτης, ενώ ο Πολενάκης, στο έργο του αυτό, είναι ένας ήπιος εκφραστής της.
Στη συλλογή αυτή παρατηρήσαμε μια δυσαναλογία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο επίπεδο αφήγησης, πιο απλά, ανάμεσα στο λόγο του συγγραφέα και στο λόγο των προσώπων, με συντριπτικά κυρίαρχο τον πρώτο. Όχι πώς η ισορροπημένη σχέση είναι από μόνη της συνταγή επιτυχίας. Οι αφηγητές συγγραφέων όπως η Μάρω Βαμβουνάκη μονολογούν συνεχώς, θέλγοντας παρολαυτά ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Απλά η ισορροπία αυτή κάνει «εγγυημένα» πιο ευχάριστη την ανάγνωση, και γι αυτό διακρίνει ιδιαίτερα την παραλογοτεχνία. Νομίζουμε ότι τα αποτελέσματα της γραφίδας (ή του πληκτρολόγιου, αν προτιμάτε) του Πολενάκη είναι καλύτερα όταν ο αφηγητής δίνει κάπου κάπου τον λόγο του και στον «άλλο». Και αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στο «Πέραν», κατά τη γνώμη μας το καλύτερο διήγημα, το οποίο, κλείνοντας τη συλλογή, επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι «τέλος καλό, όλα καλά», δείχνοντας ταυτόχρονα τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει ο συγγραφέας στα μελλοντικά έργα του. Αν όντως γράφηκε τελευταίο, ο συγγραφέας έχει ήδη επιλέξει το σωστό δρόμο.

Monday, November 1, 2010

Γιώργος Σκούρτης, Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας

Γιώργος Σκούρτης, Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας

Το "Μυθιστόρημα μιας δολοφονίας" του Γιώργου Σκούρτη
(Καστανιώτης 1993) είναι το τρίτο πεζογράφημά του. Πρόκειται
για το "χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου", που αφηγείται
αναδρομικά ο ήρωας.
Ο ήρωας αυτός είναι ένας από τη μακριά εκείνη σειρά τρελών
που πρωταγωνιστούν στα έργα του Γιώργου Σκούρτη. Μας αφηγείται
πως, κάποια στιγμή, αποφάσισε να σκοτώσει μια κοπέλα, και πήγε
και το δήλωσε στην αστυνομία. Από κει και ύστερα αρχίζουν οι
περιπέτειές του, ο κατατρεγμός του. Μετά από ένα χρόνο
περίπου, και ενώ όλοι τον είχαν πια ξεχάσει, δολοφονεί την
κοπέλα - ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζει. Όμως απαλλάσσεται λόγω
αμφιβολιών.
Ο Σκούρτης στο έργο αυτό έχει σαν στόχο να μας δώσει μια
ιστορία θρίλερ, με άφθονο σασπένς. Μια ιστορία που την πλοκή
της τη χειρίζεται με αριστοτεχνικότατο τρόπο, σπάζοντάς τη σε
δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί η δολοφονία. Ξέρουμε ότι η
δολοφονία έχει γίνει, και ο αφηγητής αναλαμβάνει να μας πει
πώς τη διέπραξε, κατά τη δική του εκδοχή. Παρακολουθούμε τα
γεγονότα που οδήγησαν μέχρι εκεί.
Το δεύτερο μέρος κυριαρχείται από την παρουσία ενός
σκοτεινού ατόμου, άγνωστου, που όμως ο αφηγητής, με τις
ευαίσθητες κεραίες της τρέλας που διαθέτει, διαισθάνεται ότι
έχει κάποια σχέση με την προσωπική του ιστορία. Συναντιέται
τυχαία μαζί του, έχοντας την αίσθηση ότι κάπου τον
ξέρει. Κάποια στιγμή διαπιστώνει ότι αυτός ο άγνωστος τον
παρακολουθεί. Στο τέλος θα αποπειραθεί να τον
δολοφονήσει. Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος, και πώς θα εξελιχθεί
αυτή η ιστορία;
Οι δυο "ιστορίες" αυτές, που η μια αποτελεί συνέχεια της
άλλης, συμφύρονται και χρονολογικά και αφηγηματικά. Ο άγνωστος
αυτός άντρας κάνει την εμφάνισή του στη ζωή του αφηγητή
σχεδόν αμέσως με τη δήλωσή του ότι θα σκοτώσει τη
Ροζίτα. Κάποια στιγμή τον πιάνει να τον παρακολουθεί καθώς
δουλεύει στον γκισέ του ταμείου του (είναι τραπεζικός) ενώ
μια άλλη φορά συγκρατεί στη μνήμη του το μισό πρόσωπο που
μένει καρφωμένο στην οθόνη, από το πλήθος των θεατών, στο τέλος
ενός ρεπορτάζ στην τηλεόραση που αναφερόταν στην περίπτωσή
του. Το ρεπορτάζ αυτό έγινε όταν κάποιος άγνωστος τηλεφώνησε
στην τηλεόραση και ταυτόχρονα και στην αστυνομία, λέγοντάς
τους ότι πρόκειται για τον δράκο που τρομοκρατεί την
περιοχή. Η υποψία διαμορφώνεται αμέσως στον αναγνώστη, που θα
την διατυπώσει αργότερα και ο αφηγητής, ότι ο άγνωστος αυτός
τηλεφώνησε στην αστυνομία.
Αφηγηματικά, οι δυο ιστορίες συμφύρονται με το να τις
αφηγείται ο αφηγητής εναλλάξ. Τη μια αναφέρεται στην ιστορία
του φόνου, και την άλλη σε γεγονότα που του συμβαίνουν εκείνο
τον καιρό, και που έχουν να κάνουν με εκείνο τον άγνωστο.
Aυτό που αποκαλύπτεται στο τέλος, ο αναγνώστης το
υποψιάζεται πιο πριν. Θα το είχε υποψιαστεί ακόμη νωρίτερα, αν
ο αφηγητής ήταν πιο σαφής. Στη σελ.81 ο αφηγητής λέει ότι "ο
ιατροδικαστής έβγαλε το πόρισμα πως το μαχαίρι χτύπησε τη
Ροζίτα από διαφορετική κατεύθυνση απ' αυτή που έλεγα και
αναπαρίστανα εγώ". Πολύ αργότερα μαθαίνουμε ότι η διαφορετική
αυτή κατεύθυνση δεν ήταν μια κατεύθυνση από την οποία θα
μπορούσε επίσης να τη χτυπήσει, π.χ. από το πλάι, αλλά από
πίσω. Όμως ο συγγραφέας θα μας δώσει αποσπασματικά τα νήματα
της αλήθειας. Και η αλήθεια αυτή είναι ότι τη Ροζίτα τη
χτύπησε ο άγνωστος αυτός άνθρωπος, και αυτή έπεσε αιμόφυρτη
στην αγκαλιά του. Το μαχαίρι κύλησε από το χέρι του και ο
άγνωστος δολοφόνος γλίστρησε στη φούχτα του το ματωμένο δικό
του, σήκωσε το άλλο από χάμω και το έβαλε στα πόδια. Στο τέλος
του έργου, ο αφηγητής, πηγαίνοντας στο μέρος της δολοφονίας για
μια δεύτερη, κατά μόνας αναπαράσταση, στην προσπάθειά του να
θυμηθεί τι ακριβώς συνέβη, καθώς το σοκ φαίνεται να έριξε μια
κουρτίνα στη μνήμη του την οποία άρχιζε να σηκώνει σιγά
σιγά, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον άγνωστο. Θυμάται τότε ακριβώς
τη σκηνή που αναφέραμε πιο πάνω, την οποία τότε μαθαίνουμε κι
εμείς. Συγκρούεται μαζί του και τον μαχαιρώνει. Αυτός,
ετοιμοθάνατος, δηλώνει την επομένη στο νοσοκομείο, κάτι που
έχει υποψιαστεί πια και ο τελευταίος αναγνώστης, ότι είναι ο
δράκος.
Το βιβλίο κλείνει με τα ίδια λόγια της αρχής, που μοιάζουν
με τις εντός παρενθέσεως οδηγίες σε θεατρικό έργο. Στα τελευταία
λόγια υπάρχουν οι εξής διαφορές: το "μόλις χθες
αποφυλακίσθηκα" γίνεται "πριν μια βδομάδα αποφυλακίσθηκα" και
το "δεν είμαι τρελός" γίνεται "δεν είμαι πια τρελός", με
υπογράμμιση.
Το πιστεύουμε. Τα θρίλερ έχουν πάντα happy end. Ο ήρωας είναι
αθώος και η απόδοση δικαιοσύνης σκοτώνοντας το δολοφόνο της
ΡΖ (παρεμπιπτόντως, όλα τα ονόματα είναι γράμματα της
αλφαβήτου όπως ΜΡ κ.α) έχει μια καθαρτική, θεραπευτική
επίδραση πάνω του.
Ο Σκούρτης μοιάζει να θέλει να κλείσει την ψαλίδα μιας
απόκλισης που συνέβη στο μυθιστόρημα μετά τον 19ο αιώνα:
Ο συναρπαστικός μύθος και η συναρπαστική πλοκή έγιναν κτήμα
της παραλογοτεχνίας, ενώ η σοβαρή λογοτεχνία τα εξοβέλισε. Τα
στοιχεία της σύγκλισης άρχισαν να κάνουν πάλι την εμφάνισή
τους τις τελευταίες δεκαετίες,(το "όνομα του ρόδου" είναι η
πιο χαρακτηριστική, αλλά καθόλου η μοναδική περίπτωση) και ο
Σκούρτης εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Πέρα από
αστυνομικό μυθιστόρημα, το έργο μπορεί να διαβαστεί και σαν
κοινωνικό μυθιστόρημα. Η τρέλα του ήρωα έχει ένα τριπλό
καθορισμό. α) ψυχολογικό: η συνδυασμένη επίδραση της
απώλειας των γονέων σε τροχαίο, της εγκατάλειψής του από την
αδελφή του όταν αυτή αντιλήφθηκε τις αιμομικτικές τάσεις
που έτρεφε απέναντί της, και του παραχαϊδέματος μιας θείας, που
μη έχοντας η ίδια παιδιά επένδυε στον ανιψιό μια ματαιωμένη
μητρική τρυφερότητα. β)υπαρξιακό: ο φόβος του θανάτου
κατατρύχει τον ήρωα. γ) κοινωνιολογικό: το διάβασμα
εφημερίδων, η παρακολούθηση των ειδήσεων με τα "γεγονότα της
ημέρας", γεμάτα "δολοφονίες, σφαγές, πολέμους, ληστείες και
αυτοκτονίες σχιζοφρενών..." του προκαλεί απέχθεια και τον
οδηγεί σε μια σταδιακή αποκοπή από τον κόσμο. Ο ήρωας της
ιστορίας κλείνεται στον εαυτό του, περιχαρακώνεται στη
μοναξιά του, απωθώντας ακόμη και το σεξουαλικό του
ένστικτο. Όμως αυτή η απώθηση της επιθυμίας για το άλλο φύλο
θα τον οδηγήσει στην ψυχοπαθολογική έκφραση της
απόφασης να δολοφονήσει μια κοπέλα που, όπως διαισθάνεται και
ο ίδιος, κατά βάθος την αγαπά.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο λοιπόν, η αστυνομική αυτή ιστορία
είναι ένα δοκίμιο πάνω στην τρέλα και στην ανθρώπινη μοναξιά.
Τέλος, ανάμεσα στις ωραιότερες σελίδες του έργου, είναι αυτές
που σατιρίζονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιδιαίτερα στην
υπέροχη αυτή σκηνή της συνέντευξης στην τράπεζα.