Λέανδρος Πολενάκης, Συνέβη στη Γκοντβάνα, Δελφίνι 1996,σελ. 70
Το παραβολικό γκροτέσκ αποκαλύπτεται σήμερα ως το πιο "ρεαλιστικό" είδος αφήγησης, ένας όχι απλά "κριτικός" ρεαλισμός, αλλά ένας σαρκαστικός ρεαλισμός, ένα σαρδόνιο, ειρωνικό, πονεμένο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα. Οι "Σατανικοί στίχοι" του Ρασντί, η "Βιοχημεία" του Μάτεσι, το "Επικίνδυνο φορτίο" του Μουρσελά, είναι από τα καλύτερα δείγματα του είδους.
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα διηγήματα του Λέανδρου Πολενάκη της συλλογής διηγημάτων με τίτλο "Συνέβη στην Γκοντβάνα", και κυρίως τα τρία μείζονα. Τα δυο πρώτα, "Στο ναό του Gaudi" και τα "Χειρόγραφα ενός γκραικοπίθηκου" αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αλληγορικά δοκίμια πάνω στο χρόνο και στην ιστορία του πολιτισμού. Τον χρόνο ο συγγραφέας τον αντιμετωπίζει sub specie aeternitatis, κάτω από την άποψη της οποίας (αιωνιότητας) αναδεικνύεται η παροδικότητα του πολιτισμού. Ο χρόνος φαίνεται χωροποιημένος, ακίνητος, ενώ το ιστορικό «τώρα» ορμά στην εκμηδένισή του. Πάνω στη συλλογιστική αυτή ο Πολενάκης οικοδομεί το παρακάτω οξύμωρο: «...συγκλονίστηκε απ’ την απροσδόκητη ανακάλυψη, ότι ο ναός που ως τώρα πίστευαν ότι ήταν ημιτελής είχε στην πραγματικότητα καταστραφεί σ’ ένα πόλεμο του μέλλοντος, που ακόμα δεν είχε γίνει!» (σελ. 22).
Το "Πέραν" αποτελεί μια σάτιρα της νεοελληνικής πραγματικότητας, της οποίας η σουρεαλιστική σύλληψη της μυθοπλασίας του επιτρέπει να θίξει αρκετές πλευρές της. Τέλος στο Questi artisti, που παραμένει σε ρεαλιστικά πλαίσια, ο Πολενάκης χρησιμοποιεί την ίδια τεχνική που χρησιμοποιεί και ο Τσίρκας στη "Μνήμη": Η αφήγηση της πρόθεσης γραφής ενός διηγήματος αποτελεί το ίδιο το διήγημα. Εδώ ο Πολενάκης παραθέτει τις σκέψεις ενός λογοτέχνη που προτίθεται να γράψει ένα διήγημα με θέμα τον Μωάμεθ τον Πορθητή, και μέσω αυτών των σκέψεων γίνεται ανασύσταση της προσωπογραφίας του.
Το «Ιντερμέδιο για την Ελένη» έχει ένα εντυπωσιακό διακειμενικό εφέ τέλους. Το συναντήσαμε στην «Μεγάλη Πράσινη» της Ευγενίας Φακίνου, στο «Εργάτες της Θαλάσσης» του Βίκτωρα Ουγκώ, και στη «Νύχτα δολοφόνων» του Ρομάν Πολάνσκι: Ο ήρωας καταπίνεται σιγά σιγά από τα νερά της θάλασσας προς την οποία οδεύει ή στην παλίρροια της οποίας αφήνεται.
Κύριο υφολογικό στοιχείο του έργου είναι το εφέ της απαρίθμησης, ενώ ένα εφέ επανάληψης στο επίπεδο της μυθοπλασίας δίνει στο πρώτο διήγημα μια εντύπωση παραμυθιού. Οι μεταφορές του λειτουργούν προσχηματικά, στην υπηρεσία μιας εικονιστικής, όχι εκείνης της γκροτέσκ του Γιάννη Ξανθούλη, παρολαυτά σουρεαλιστικής, και εκτείνονται επίσης σε ανάλογη έκταση. Συναντήσαμε ακόμη και εγκιβωτισμένη μεταφορά, στο ομώνυμο διήγημα (σελ. 9).
Σημειώνουμε ακόμη ένα θαυμάσιο εφέ κυριολεξίας, η οποία ισοδυναμεί με τη μεταφορά αλλά σε επίπεδο μυθοπλασίας: "...πολυτελή υπουργικά αυτοκίνητα να τσουλάνε, καθώς τα έσερναν, ζεμένοι σαν άλογα, οκτώ μέχρι δώδεκα φορολογήσιμοι πολίτες το καθένα." Το απόσπασμα από το απολαυστικότατο "Πέραν" (σελ. 62).
Επισημαίνουμε τέλος μια τάση, κυρίαρχη στη σύγχρονη πεζογραφία, της υπέρβασης του μανιχαϊσμού δημοτική-καθαρεύουσα, κληροδότημα της οξύτατης διαμάχης για το γλωσσικό που ταλαιπώρησε όχι τόσο τη λογοτεχνία μας, όσο την εκπαίδευσή μας. Αφού ο αγώνας έληξε με νίκη της δημοτικής, οι πρωτοστάτες σ’ αυτόν τον αγώνα, οι λογοτέχνες, νιώθουν τώρα αρκετά ασφαλείς ώστε να εγκαταλείψουν τους γλωσσικούς δογματισμούς και να αντλήσουν από τον άπειρο πλούτο της ελληνικής γλώσσας, τόσο από την κομψή πυκνότητα της λόγιας σύνταξης όσο και από λεκτικούς θησαυρούς θαμμένους στα καταγώγια της μνήμης. Ο πιο αντιπροσωπευτικός λογοτέχνης που εκφράζει αυτή την τάση, από όσους έχουμε υπόψη μας τουλάχιστον, είναι ο Γιώργος Μανιώτης, ενώ ο Πολενάκης, στο έργο του αυτό, είναι ένας ήπιος εκφραστής της.
Στη συλλογή αυτή παρατηρήσαμε μια δυσαναλογία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο επίπεδο αφήγησης, πιο απλά, ανάμεσα στο λόγο του συγγραφέα και στο λόγο των προσώπων, με συντριπτικά κυρίαρχο τον πρώτο. Όχι πώς η ισορροπημένη σχέση είναι από μόνη της συνταγή επιτυχίας. Οι αφηγητές συγγραφέων όπως η Μάρω Βαμβουνάκη μονολογούν συνεχώς, θέλγοντας παρολαυτά ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Απλά η ισορροπία αυτή κάνει «εγγυημένα» πιο ευχάριστη την ανάγνωση, και γι αυτό διακρίνει ιδιαίτερα την παραλογοτεχνία. Νομίζουμε ότι τα αποτελέσματα της γραφίδας (ή του πληκτρολόγιου, αν προτιμάτε) του Πολενάκη είναι καλύτερα όταν ο αφηγητής δίνει κάπου κάπου τον λόγο του και στον «άλλο». Και αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στο «Πέραν», κατά τη γνώμη μας το καλύτερο διήγημα, το οποίο, κλείνοντας τη συλλογή, επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι «τέλος καλό, όλα καλά», δείχνοντας ταυτόχρονα τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει ο συγγραφέας στα μελλοντικά έργα του. Αν όντως γράφηκε τελευταίο, ο συγγραφέας έχει ήδη επιλέξει το σωστό δρόμο.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment